Γράφει ο Χρήστος Αμπατζής
Το παρασκήνιο
Η έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (Α’ ΠΠ) βρήκε το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό να κυριαρχεί στις θάλασσες. Η «δρύινη καρδιά» της Γηραιάς Αλβιώνας, όπως αποκαλούνταν τα πλοία της, δεν ήταν μόνο πολυάριθμη αλλά διέθετε και ικανότατα στελέχη και πληρώματα, διαποτισμένα από μια πολυετή ναυτική παράδοση. Εκ πρώτης, λοιπόν, όψεως, το Βασιλικό Ναυτικό αποτελούσε όχι μόνο την ισχυρότερη θαλάσσια δύναμη αλλά διεκδικούσε επάξια και τον ρόλο του αδιαμφισβήτητου άρχοντα του υγρού στοιχείου. Ωστόσο, η αριθμητική υπεροχή δεν συνεπαγόταν και ποιοτική.
Μεγάλος αριθμός μονάδων επιφανείας μετρούσε αρκετές δεκαετίες στο ενεργητικό του, γεγονός που τον καθιστούσε παρωχημένο με βάση τα νέα τεχνολογικά δεδομένα. Ουκ ολίγα σκάφη υστερούσαν σε θωράκιση, ισχύ πυρός και ταχύτητα έναντι αντίστοιχων νεότερων κλάσεων. Τα εν λόγω πλοία παρέμεναν ακινητοποιημένα σε διάφορους βρετανικούς λιμένες στα πλαίσια του προγράμματος αναδιοργάνωσης του στόλου που είχε εκπονήσει ο Πρώτος Λόρδος της Θαλάσσης Jackie Fisher. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η μοίρα τους θα ήταν προδιαγεγραμμένη. Αρχικά απόσυρση και στην συνέχεια μεταφορά σε κάποιο διαλυτήριο.
Ο Α’ ΠΠ αποτέλεσε για αυτά τα σκάφη ένα είδος από μηχανής Θεού. Οι αυξημένες επιχειρησιακές ανάγκες δεν ήταν δυνατόν να καλυφθούν αποκλειστικά και μόνο από τα νεότερα σκάφη. Ως εκ τούτου, οι μέχρι πρότινος «απόμαχοι» τέθηκαν εκ νέου σε υπηρεσία αποκτώντας μια δεύτερη ευκαιρία. Το Ναυαρχείο, βέβαια, δεν έτρεφε αυταπάτες. Έχοντας πλήρη επίγνωση των μειονεκτημάτων αυτών των σκαφών τα περιόρισε σε καθήκοντα και υπηρεσίες δεύτερης γραμμής, όπως η φύλαξη λιμενικών εγκαταστάσεων και η περιπολία πέριξ των βρετανικών νήσων, επανδρώνοντάς τα με εφέδρους. Μέσα στον μακροσκελή κατάλογο των παρωχημένων πλοίων ήταν και 5 θωρακισμένα καταδρομικά κλάσης Cressy, τα «Cressy», «Aboukir», «Hogue», «Bacchante» και «Euryalus».
7η Μοίρα Καταδρομικών ή Μοίρα «Ζωντανό Δόλωμα»;
Ναυπηγηθέντα το διάστημα 1899 – 1901, τα εν λόγω θωρακισμένα καταδρομικά δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «γηραιά» το 1914. Εντούτοις, ήταν ήδη τεχνολογικά και επιχειρησιακά παρωχημένα. Το συνολικό εκτόπισμα κάθε μονάδας ανερχόταν σε 12.000 τόνους, ενώ είχε μήκος 143.9, πλάτος 21.2 και βύθισμα 8.2 μέτρα. Για την κίνησή τους, τα σκάφη στηρίζονταν σε 30 καυστήρες Belleville, συνολικής ισχύος 21.000 ίππων, οι οποίοι τα βοηθούσαν να αναπτύξουν μέγιστη ταχύτητα 21 κόμβων. Η θωράκιση κυμαινόταν μεταξύ 25-76 χιλιοστών (κατάστρωμα) έως και 305 χιλιοστών (γέφυρα). Ο οπλισμός τους αποτελείτο από 29 ατομικά πυροβόλα (2 των 234, 12 των 152, 12 των 76 και 3 των 47 χιλιοστών) και 2 τορπιλοσωλήνες των 450 χιλιοστών. Για την επάνδρωσή τους απαιτούνταν ένα πλήρωμα 725 – 760 ατόμων. Υπό το φως των προαναφερθέντων, γίνεται αντιληπτό ότι τα εν λόγω σκάφη δεν συνιστούσαν το καμάρι της Διοίκησης Καταδρομικών. Κατ’ επέκταση, δεν έπρεπε να εκπλήσσει το γεγονός ότι είχαν παραμείνει αγκυροβολημένα επί σειρά ετών στον ποταμό Medway, στο Kent.
Με την έναρξη του πολέμου, τα σκάφη επανήλθαν στην ενεργό υπηρεσία, εντασσόμενα στην 7η Μοίρα Καταδρομικών υπό την διοίκηση του Υποναυάρχου Arthur Christian. Τα πλοία επανδρώθηκαν με εφεδρικά πληρώματα από την ευρύτερη περιοχή του Kent και κυρίως από τις πόλεις Chatham, Rochester και Gillingham. Αποστολή τους ήταν η διενέργεια περιπολιών στα ανοιχτά των ολλανδικών ακτών όπου θα παρείχαν υποστήριξη στη Μοίρα Αντιτορπιλικών του Αρχιπλοιάρχου Reginald Tyrwhitt με έδρα το Harwich. Στόχος ήταν η παρεμπόδιση πλοίων του Γερμανικού Ναυτικού από το να διεισδύσουν στα Στενά της Μάγχης και να διασαλεύσουν την απρόσκοπτη μεταφορά στρατευμάτων και εφοδίων στην Γαλλία.
Τυπικά, το βάρος των περιπολιών θα σήκωναν τα αντιτορπιλικά με τα καταδρομικά να δρουν επικουρικά μόνο εφόσον παρουσιαζόταν ανάγκη. Ωστόσο, κατά τους φθινοπωρινούς μήνες, στο θέατρο επιχειρήσεων επικρατούσαν ακραία καιρικά φαινόμενα. Η θάλασσα βρισκόταν σε μια διαρκή ταραχώδη κατάσταση ενώ οι άνεμοι έπνεαν λυσσωδώς. Τα αντιτορπιλικά δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν σε τέτοιες συνθήκες και παρέμεναν επί μακρόν καθηλωμένα στο Harwich. Ως εκ τούτου, οι ρόλοι αντιστράφηκαν πλήρως με τα καταδρομικά να επωμίζονται, σχεδόν αποκλειστικά το καθήκον της επιτήρησης της θαλάσσιας περιοχής, με τα πλοία να επιστρέφουν στη βάση τους μόνο για ανθράκευση και αντιμετώπιση τυχόν μηχανικών προβλημάτων.
Θεωρητικά, η αποστολή τους ήταν απλή. Πρακτικά, όμως, υπήρχαν πολλές δυσκολίες. Τα συστήματα πρόωσής τους μετά βίας κατάφερναν να ανταπεξέλθουν στο απαιτητικό περιβάλλον της φουρτουνιασμένης θάλασσας, παρέχοντας στα σκάφη ταχύτητα μόλις 9 κόμβων! Ακόμα και αυτό όμως, συνιστούσε πραγματικό άθλο καθώς απαιτούσε την τεράστια κατανάλωση γαιανθράκων και υπεράνθρωπες προσπάθειες από πλευράς των πληρωμάτων. Αν σε αυτά συνυπολογιστεί και η παλαιότητα του υλικού, τότε δεν είναι να απορεί κανείς που τα καταδρομικά παρουσίαζαν σωρεία μηχανικών βλαβών σχεδόν επί καθημερινής βάσεως. Ως εκ τούτου, αντί για την ταυτόχρονη ανάπτυξη και των 5 καταδρομικών, όπως προέβλεπε το επιχειρησιακό σχέδιο, στο πεδίο περιπολούσαν μόνο τα 3. Εν ολίγοις, οι Βρετανοί παρέτασσαν παλαιά και βραδυκίνητα σκάφη, επιρρεπή σε μηχανικά προβλήματα και με ελλιπώς εκπαιδευμένα πληρώματα. Σε περίπτωση που τα πλοία έρχονταν αντιμέτωπα με οποιοδήποτε σύγχρονο γερμανικό πολεμικό, η έκβαση θα ήταν εξαιρετικά αιματηρή για την βρετανική πλευρά.
Το γεγονός αυτό δεν διέλαθε της προσοχής ούτε του Αρχιπλοιάρχου Reginald Tyrwhitt ούτε όμως και του επικεφαλής του 8ου Στολίσκου Υποβρυχίων, Αρχιπλοιάρχου Roger Keyes. Οι δύο άνδρες κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να ενεργοποιήσουν τα βραδυκίνητα γρανάζια της γραφειοκρατίας του Βρετανικού Ναυαρχείου προκειμένου να αντικατασταθούν τα παλαιά καταδρομικά το συντομότερο δυνατόν. Ο Keyes, μάλιστα, δεν δίστασε να φτάσει κυριολεκτικά μέχρι την κορυφή, ζητώντας – και επιτυγχάνοντας στις 17/9/1914 – μια συνάντηση με τον Πρώτο Λόρδο του Ναυαρχείου, Winston Churchill στον οποίον εξέθεσε τους προβληματισμούς του. Ο Βρετανός αξιωματικός ανέφερε ότι τα πλοία ήταν τελείως ακατάλληλα για την αποστολή που τους είχε ανατεθεί. Ενδεικτικό αυτού ήταν ότι μέσα στον στόλο τα καταδρομικά ήταν γνωστά ως «η Μοίρα Ζωντανό Δόλωμα (Live Bait Squadron)» ενώ του έθεσε και το εξής ερώτημα: «Πώς περιμένετε τα πληρώματα να είναι αισιόδοξα και να πιστεύουν στον εαυτό τους όταν γνωρίζουν ότι είναι ελλιπώς εκπαιδευμένα και δεν μπορούν ούτε βολές να εκτελέσουν;». Το εγχείρημα του Keyes στέφθηκε από επιτυχία καθώς ο Churchill εισηγήθηκε, στον επικεφαλής του Μέγα Στόλου, Ναύαρχο John Jellicoe, την άμεση απόσυρση και των 5 καταδρομικών από την ενεργό δράση, με τον τελευταίο να δίνει την συγκατάθεσή του.
Αυτός θα μπορούσε να είναι ο αίσιος επίλογος της όλης ιστορίας. Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα πήραν διαφορετική τροπή. Συγκεκριμένα, ο Επικεφαλής του Πολεμικού Επιτελείου του Ναυαρχείου, Αντιναύαρχος Doveton Sturdee κατάφερε να πείσει τον Πρώτο Λόρδο της Θαλάσσης, Πρίγκιπα Louis Battenberg να διατηρήσει τα πλοία στην θέση και την αποστολή τους! Ο Sturdee αναγνώρισε ότι τα καταδρομικά θα έπρεπε να αντικατασταθούν (…should be replaced…), το συντομότερο δυνατόν, από νέα ελαφρά καταδρομικά κλάσης Arethusa, τα οποία ωστόσο δεν ήταν ακόμα διαθέσιμα. Παράλληλα, υπογράμμισε την ανάγκη προστασίας των νηοπομπών της Μάγχης, οι οποίες, σε περίπτωση απόσυρσης των υπάρχοντων καταδρομικών, θα έμεναν εκτεθειμένες. Ως εκ τούτου, η οποιαδήποτε κάλυψη – έστω και αμελητέα – ήταν καλύτερη από το τίποτα. Με βάση αυτό το σκεπτικό, τα θωρακισμένα καταδρομικά παρέμειναν σε υπηρεσία.
Η μοιραία ημέρα
Η 21η Σεπτεμβρίου βρήκε τα «Cressy», «Aboukir» και «Hogue» να πραγματοποιούν την καθιερωμένη τους περιπολία στα ανοιχτά της Ολλανδίας. Ως συνήθως, τα θωρακισμένα καταδρομικά έπλεαν χωρίς την συνοδεία αντιτορπιλικών εξαιτίας της σφοδρής κακοκαιρίας και θαλασσοταραχής που επικρατούσε. Το γενικό πρόσταγμα είχε ο κυβερνήτης του «Aboukir» Πλοίαρχος John Drummond. Μπορεί τα στοιχεία της φύσης να δοκίμαζαν την αντοχή μηχανημάτων και ανθρώπων αλλά παράλληλα αποτελούσαν και ένα είδος «ευλογίας» για τους Βρετανούς καθώς οι τελευταίοι εκτιμούσαν ότι κανένα εχθρικό σκάφος δεν θα ανοιγόταν στο πέλαγος με τέτοιο καιρό. Δυστυχώς, η εκτίμησή τους ήταν εσφαλμένη. Λίγο πιο μακριά, το γερμανικό υποβρύχιο U-9 βρισκόταν εν καταδύσει, 15 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας υπομένοντας στωικά την μανία του καιρού. Για τον κυβερνήτη του, τον 32χρονο Υποπλοίαρχο Otto Weddigen, η αναμονή και η καρτερικότητα δεν ήταν κάτι το ευχάριστο. Ο νεαρός αξιωματικός διαπνεόταν από επιθετικό πνεύμα και θάρρος που άγγιζε τα όρια της τρέλας. Μάλιστα, είχε ήδη κινδυνεύσει να σκοτωθεί δύο φορές ενώ υπηρετούσε στα υποβρύχια.
Η Γερμανία είχε εισέλθει στον πόλεμο με 24 συνολικά υποβρύχια κλάσης U-9. Αυτά είχαν συνολικό εκτόπισμα 493 τόνων, μήκος 57,38, πλάτος 6 και ύψος 7,05 μέτρα και πλήρωμα 28 ατόμων. Ο οπλισμός τους αποτελείτο από 4 τορπιλοσωλήνες (από δύο στην πλώρη και την πρύμνη) με αναχορηγία 6 τορπίλες των 450 χιλιοστών. Μπορούσαν να αναπτύξουν μέγιστη ταχύτητα 14,2 κόμβων (8.1 εν καταδύσει), είχαν αυτονομία 3.300 χιλιομέτρων, ενώ το μέγιστο βάθος καταδύσεως ήταν τα 50 μέτρα. Οι δύο εξακύλινδρες και οι δύο οκτακύλινδρες μηχανές τους έκαιγαν κηροζίνη με συνέπεια να παράγεται ένα πυκνό σύννεφο μαύρου καπνού κάθε φορά που τα υποβρύχια έπλεαν στην επιφάνεια, γεγονός που τα καθιστούσε εύκολα διακριτά.
Ναυπηγηθέν τον 1908, το υποβρύχιο U-9 προβλεπόταν να αναχωρήσει από την Γερμανία ευθύς μετά την έκρηξη του πολέμου. Ωστόσο, εξαιτίας μηχανικών βλαβών, το σκάφος χρειάστηκε 6 ολόκληρες εβδομάδες προκειμένου να αποπλεύσει στις 20/9/1914. Αποστολή του ήταν η προσβολή βρετανικών επιβατηγών στα ανοιχτά της Οστάνδης. Ωστόσο, μια δυνατή καταιγίδα (η ίδια ακριβώς που αντιμετώπιζαν και τα βρετανικά καταδρομικά) το έβγαλε από την πορεία του και το έσπρωξε κοντά στις ολλανδικές ακτές όπου και αναγκάστηκε να καταδυθεί αναμένοντας την θύελλα να κοπάσει. Το πρωί της 22ας Σεπτεμβρίου, ο Weddigen, απογοητευμένος από τις συνεχείς αναποδιές ήταν έτοιμος να διατάξει την επιστροφή στη βάση του όταν αίφνης, ο καιρός άνοιξε και θάλασσα άρχισε να γαληνεύει. Ανεβαίνοντας σε περισκοπικό βάθος, ο Γερμανός κυβερνήτης δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Σε απόσταση 4 χιλιομέτρων εντόπισε τρία βρετανικά καταδρομικά να πλέουν σε παράλληλες πορείες μεταξύ τους και με χαμηλή ταχύτητα, προφανώς αγνοώντας την παρουσία του υποβρυχίου του! Ήταν μια μοναδική ευκαιρία, την οποία ο Weddigen δεν σκόπευε να αφήσει ανεκμετάλλευτη.
Στα βρετανικά πλοία επικρατούσε ένα κλίμα ανακούφισης και ευφορίας. Η θύελλα είχε παρέλθει γεγονός που σήμαινε όχι μόνο το πέρας της προσωπικής τους δοκιμασίας αλλά και ότι τα συνοδά τους αντιτορπιλικά μπορούσαν, πλέον, να αποπλεύσουν με ασφάλεια και να σπεύσουν προς υποστήριξή τους. Ήδη από τις 05:00, ο Αρχιπλοίαρχος Tyrwitt είχε αποπλεύσει από την βάση του στο Harwich επικεφαλής ενός ελαφρού καταδρομικού και 14 αντιτορπιλικών. Ωστόσο, χρειαζόταν 4 ώρες προκειμένου να ενωθεί με τα περιπολούντα θωρακισμένα καταδρομικά του.
Η ανατολή του ηλίου βρήκε τα «Cressy», «Aboukir» και «Hogue» να πλέουν σε παράλληλες πορείες με ταχύτητα 10 κόμβων. Θεωρώντας ότι δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο, τα πλοία ούτε διενεργούσαν ελιγμούς ούτε μετέβαλαν, έστω και κατ’ ελάχιστο, την πορεία τους, κινούμενα σε ευθεία γραμμή! Μοναδικό μέτρο προφύλαξης που είχε ληφθεί ήταν η τοποθέτηση οπτήρων και η διατήρηση δύο πυροβόλων, ανά σκάφος, σε κατάσταση ετοιμότητας. Άλλωστε, δεν συνέτρεχε κανένας λόγος ανησυχίας. Η κακοκαιρία είχε κοπάσει και όλα φαίνονταν ήρεμα. Μέσα στο γενικότερο κλίμα χαλάρωσης και εφησυχασμού που επικρατούσε, ουδείς εκ των παρατηρητών εντόπισε ένα μοναχικό περισκόπιο που πλησίαζε αργά και σταθερά το «Aboukir» από την δεξιά του πλευρά.
Με το βρετανικό καταδρομικό να συνεχίζει αργά και μακάρια την σταθερή του πορεία, η στοχοποίησή του ήταν εξαιρετικά εύκολη. Ο Weddigen δεν θα μπορούσε να είχε ζητήσει καλύτερες συνθήκες. Σε απόσταση 1.000 μέτρων, το U-9 εκτόξευσε μία από τις πρωραίες τορπίλες του και αμέσως καταδύθηκε σε βάθος 50 μέτρων. Στις 06:20, το «Aboukir» συνταράχθηκε ολόκληρο από μια αιφνίδια και ισχυρή έκρηξη ακριβώς στο μέσον της δεξιάς του πλευράς. Σε κλάσματα δευτερολέπτου είχε δημιουργηθεί μεγάλο ρήγμα στο σημείο της πρόσκρουσης ενώ τόνοι νερού κατέκλυσαν το μηχανοστάσιο και το λεβητοστάσιο. Το πλοίο ακινητοποιήθηκε, σχεδόν ακαριαία, και άρχισε να παίρνει επικίνδυνα κλίση.
Δεδομένου ότι δεν είχε εντοπιστεί κάποιο υποβρύχιο, ο Πλοίαρχος Drummond θεώρησε, αρχικά, πως το σκάφος του προσέκρουσε σε νάρκη. Ωστόσο, σύντομα οι μηχανικοί τον ενημέρωσαν ότι είχε τορπιλιστεί. Συνειδητοποιώντας την έκταση του κινδύνου, ο Βρετανός αξιωματικός ενημέρωσε αμέσως τα άλλα δύο καταδρομικά για την απειλή που ελλόχευε απαρατήρητη στην περιοχή. Την ίδια στιγμή, το πλήρωμα του «Aboukir» κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να το διασώσει. Δυστυχώς, η εισροή ύδατος ήταν ακατάσχετη, με συνέπεια, 25 λεπτά μετά το πλήγμα, στις 06:45, το λαβωμένο καταδρομικό αναποδογύρισε. Εκατοντάδες ναύτες βρέθηκαν εκτεθειμένοι στα παγωμένα νερά.
Μην μπορώντας να παραμείνει αδρανής μπροστά στην ανάγκη τόσων ανδρών, ο κυβερνήτης του «Hogue», Πλοίαρχος Wilmot Nicholson, διέταξε άμεση προσέγγιση στο σημείο του πληγωμένου «Aboukir» επισημαίνοντας στους οπτήρες του να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά για κάποιο περισκόπιο! Σε μικρή απόσταση από το αναποδογυρισμένο σκάφος, το «Hogue» ακινητοποιήθηκε και έστειλε λέμβους για την περισυλλογή των ναυαγών. Η ενέργεια του Nicholson ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένη! Το πλοίο του είχε μετατραπεί σε στατικό στόχο! Το κατά πόσον η κίνησή του υπαγορεύτηκε από την πεποίθηση ότι το εχθρικό υποβρύχιο δεν θα αποτολμούσε νέα επίθεση ή από το ότι οι οπτήρες θα κατάφερναν να το εντοπίσουν έγκαιρα εξακολουθεί να αποτελεί ένα αίνιγμα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είχε διαπράξει ένα εγκληματικό σφάλμα το οποίο και θα πλήρωνε ακριβά.
Έχοντας διαγράψει έναν κύκλο κάτω από τη θάλασσα, και ανεφοδιάσει τον πρωραίο τορπιλοσωλήνα του, ο Υποπλοίαρχος Weddigen διέταξε ανάδυση σε περισκοπικό βάθος στις 06:50. Για άλλη μια φορά η Τύχη του χαμογελούσε, καθώς εντόπισε, ακριβώς μπροστά του, σε απόσταση 300 μέτρων το ακινητοποιημένο «Hogue»! Μάλιστα, το υποβρύχιο είχε βρεθεί ακριβώς στο πλευρό του εχθρικού σκάφους! Ενεργώντας, σχεδόν μηχανικά, στις 06:55, διέταξε την εκτόξευση αμφότερων των πρωραίων τορπιλών του και άμεση κατάδυση σε βάθος ασφαλείας. Έπειτα από 30 δευτερόλεπτα, οι Γερμανοί άκουγαν περιχαρείς δύο ισχυρές εκρήξεις!
Με πλήρη επίγνωση του ρίσκου που ανελάμβανε, και ασχέτως των πεποιθήσεών του, ο Πλοίαρχος Nicholson είχε διατάξει, ως επιπρόσθετο μέτρο ασφαλείας, το σφράγισμα όλων των στεγανών και την απομόνωση των διαμερισμάτων του «Hogue». Παρά ταύτα, το πλήρωμα είχε αφήσει ημίκλειστα τα στεγανά στο μηχανοστάσιο, κίνηση ενδεικτική τους ελλιπούς του εκπαιδεύσεως. Άμεση συνέπεια ήταν ο χώρος να κατακλυστεί από νερό! Σε μια τραγική επανάληψη των όσων είχαν συμβεί στο «Aboukir», στις 07:15, το «Hogue» έλαβε, με την σειρά του, κλίση και τελικά αναποδογύρισε. Άραγε, ποιος μπορεί να φανταστεί την έκφραση των προσώπων των μελών του πληρώματός του που βρίσκονταν στις λέμβους; Οι άνδρες αυτοί μετεβλήθησαν, μέσα σε λίγα λεπτά, από επίδοξοι διασώστες/σωτήρες σε ναυαγοί! Αντίστοιχα, οι όποιες ελπίδες των περισυλλεχθέντων ανδρών του «Aboukir» εξανεμίστηκαν εν ριπή οφθαλμού. Μοναδική παρηγοριά όλων ήταν πως ο τορπιλισμός σημειώθηκε όταν οι λέμβοι ήταν ακόμα μακριά από το καταδρομικό. Έτσι και συνέπιπτε με την ανέλκυσή τους, τότε οι απώλειες θα ήταν εφιαλτικές!
Το σκηνικό που είχε διαμορφωθεί ήταν πραγματικά εφιαλτικό. Εκατοντάδες ναυαγοί συνωστίζονταν εκτεθειμένοι πάνω στις ελάχιστες λέμβους. Την ίδια στιγμή οι σύντροφοί τους, πάλευαν στα παγωμένα νερά ικετεύοντας για βοήθεια. Αργά, αλλά σταθερά, κάποιες φωνές χάνονταν στα παγωμένα νερά καθώς τα άτυχα μέλη των πληρωμάτων υπέκυπταν στο κρύο και την κόπωση. Μοναδική ελπίδα σωτηρίας ήταν το εναπομείναν «Cressy» το οποίο προσέγγιζε, με την σειρά του, το σημείο προκειμένου να σώσει όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσε. Όπως έχει προαναφερθεί, όλα τα πλοία επανδρώνονταν με εφέδρους από την ίδια γεωγραφική περιοχή. Οι άνδρες αυτοί συνδέονταν μεταξύ τους είτε με δεσμούς φιλίας είτε ως απλοί γνωστοί. Ως εκ τούτου, η ιδέα να εγκαταλείψουν τους συντοπίτες τους στην μοίρα τους, ήταν απλά αδιανόητη. Έτσι εξηγείται και η προσπάθεια περισυλλογής ναυαγών ακόμα και με ίδιο κίνδυνο. Δυστυχώς, αυτό το πνεύμα αυτοθυσίας επρόκειτο να στοιχίσει πολύ ακριβά και να γυρίσει εναντίον τους.
Μη μένοντας ικανοποιημένος από την βύθιση μόνο των δύο εχθρικών καταδρομικών, ο Weddigen εξακολουθούσε να παραμένει επί του πεδίου διαγράφοντας νέους κύκλους εν καταδύσει. Ο Γερμανός κυβερνήτης προσπαθούσε να βρεθεί εκ νέου σε νέα πλεονεκτική θέση βολής φτάνοντας τις μπαταρίες του υποβρυχίου του κυριολεκτικά στο ναδίρ. Η επιμονή του ανταμείφθηκε καθώς στις 07:10 κατάφερε να τοποθετήσει το U-9 κάθετα στο πλευρό του «Cressy», το οποίο, επίσης, είχε ακινητοποιηθεί και είχε στείλει λέμβους για περισυλλογή επιζώντων. Αυτή τη φορά, ο Weddigen έβαλε με τους τορπιλοσωλήνες της πρύμνης. Μάλιστα, ήταν τόσο σίγουρος για την επιτυχία του που δεν διέταξε κατάδυση μετά την εκτέλεση της βολής.
Η επαγρύπνηση των οπτήρων του «Cressy» υπήρξε κάπως καλύτερη συγκριτικά με αυτή των συναδέλφων τους στα άλλα πλοία. Οι άνδρες, εντόπισαν τόσο το περισκόπιο όσο και τα ίχνη των επερχόμενων τορπιλών. Αμέσως διατάχθηκε πρόσω ολοταχώς πάση δυνάμη σε μια έσχατη προσπάθεια να αποφευχθεί, για τρίτη φορά, η επανάληψη της ίδιας τραγωδίας. Το γέρικο σκαρί βρυχήθηκε και ανέπτυξε ταχύτητα καταφέρνοντας να αποφύγει την πρώτη τορπίλη, όχι όμως και την δεύτερη η οποία προσέκρουσε περίπου στο μέσον του. Παρά ταύτα, η άμεση αντίδραση του πληρώματος κατάφερε να αποτρέψει τα χειρότερα. Το «Cressy», αν και λαβωμένο, εξακολουθούσε να κινείται ενώ οι ομοχειρίες των πυροβόλων ανέμεναν τις συντεταγμένες για να ανταποδώσουν τα ίσα στον ύπουλο εχθρό. Δυστυχώς, όμως, άλλα θνητοί στοχάζονται κι άλλα Θεός κελεύει.
Η αντίδραση του βρετανικού καταδρομικού δεν διέλαθε της προσοχής του Weddigen. Ο Γερμανός αξιωματικός ήταν αποφασισμένος να βυθίσει και το τρίτο εχθρικό σκάφος. Ως εκ τούτου, διέταξε το πλήρωμα να φέρει το υποβρύχιο σε θέση βολής για τους πρωραίους τορπιλοσωλήνες. Όλα, πλέον ήταν ένας αγώνας δρόμου. Είτε ο ίδιος θα χτυπούσε πρώτος είτε οι αντίπαλοί του θα τον εντόπιζαν και να άνοιγαν πυρ. Εδώ φάνηκε η ποιοτική ανωτερότητα του γερμανικού πληρώματος. Δουλεύοντας σαν ένα άτομο, οι Γερμανοί κατάφεραν να εκτελέσουν καθείς τα καθήκοντά του χωρίς να χρειαστεί δεύτερη κουβέντα από τον κυβερνήτη τους. Στις 07:30, το U-9 εκτόξευε την τελευταία του τορπίλη η οποία και έπληξε το «Cressy» στο λεβητοστάσιο και σφραγίζοντας οριστικά την μοίρα του. Στις 07:55, το τελευταίο βρετανικό καταδρομικό είχε βυθιστεί.
Απόλυτα ικανοποιημένος από την δράση του, ο Υποπλοίαρχος Weddigen σήμανε το πέρας της επιχείρησης και την επιστροφή στη βάση του, διαταγή που έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό από το πλήρωμά του. Στον αντίποδα, η κατάσταση για τους Βρετανούς ναυαγούς ήταν απελπιστική. Όσες λέμβοι υπήρχαν υπερχείλιζαν από άνδρες και κινδύνευαν να ανατραπούν. Την ίδια στιγμή, εκατοντάδες άλλοι αγωνίζονταν να επιβιώσουν στα παγωμένα νερά. Για καλή τους τύχη, στην περιοχή έπλεαν ολλανδικά αλιευτικά σκάφη τα οποία έσπευσαν στο σημείο και διέσωσαν όσους περισσότερους ναυαγούς μπορούσαν.
Απολογισμός
Η ναυτική αυτή αψιμαχία ήταν μια σταγόνα στον ωκεανό των συγκρούσεων που διεξήχθησαν σε όλο τον Α’ ΠΠ. Ωστόσο, η σημασία της ήταν πολύπλευρη.
Μέσα σε διάστημα 70 λεπτών ένα υποβρύχιο, δρώντας τελείως μόνο, είχε καταφέρει να βυθίσει τρία βρετανικά καταδρομικά και να διαφύγει αλώβητο! Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Υποπλοίαρχος Weddigen ανεδείχθη ως ο πρώτος ήρωας πολέμου στον κατά θάλασσα αγώνα κερδίζοντας τον Σιδηρούν Σταυρό Α’ Τάξεως για την γενναία ενέργειά του. Το ηθικό των γερμανικών πληρωμάτων εκτινάχθηκε κατακόρυφα καθώς οι άνδρες ήταν πεπεισμένοι πως μπορούσαν όχι μόνο να αναμετρηθούν αλλά και να πλήξουν καίρια το κραταιό Βασιλικό Ναυτικό.
Τα πράγματα ήταν αρκετά διαφορετικά στην βρετανική πλευρά. Από υλικής πλευράς, η απώλεια τριών παρωχημένων – και εν πολλοίς άχρηστων – σκαφών, τα οποία ούτως ή άλλως προορίζονταν για απόσυρση, ήταν μια αμελητέα ενόχληση. Ωστόσο, η απώλεια ζωών ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αγνοηθεί από κανέναν. Από ένα σύνολο 2.296 ανδρών, διασώθηκαν μόνο 837 – κι αυτό χάρη στην ολλανδική πρωτοβουλία – ενώ 1.459 ναύτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί έχασαν τη ζωή τους. Ήταν ένα πολύ γερό πλήγμα που κλόνισε την βρετανική έπαρση και έκανε το Ναυαρχείο να αντιληφθεί ότι είχε υποτιμήσει εγκληματικά τα υποβρύχια. Παράλληλα, οι τοπικές κοινότητες κλονίστηκαν από το μέγεθος των απωλειών ενώ στα πληρώματα – και ιδίως στους εφέδρους – καλλιεργήθηκε η φοβία πως κάτω από κάθε κύμα παραμόνευε αθόρυβα ένας μεταλλικός Λεβιάθαν έτοιμος να σκορπίσει τον θάνατο.
Πηγές – Βιβλιογραφία
- Beesly, P. (1982). Room 40: British Naval Intelligence 1914–1918. Εκδόσεις H. Hamilton, Λονδίνο.
- Friedman, N. (2011). Naval Weapons of World War One. Εκδόσεις Seaforth, Barnsley, South Yorkshire.
- Friedman, N. (2012). British Cruisers of the Victorian Era. Εκδόσεις Seaforth, Barnsley, South Yorkshire.
- Gröner, E., Jung, D., Maass, M. (1991). German Warships 1815–1945, U-boats and Mine Warfare Vessels. Vol. 2. Μετάφραση Thomas, K., Magowan, R. Εκδόσεις Conway Maritime Press, Λονδίνο.
- Roessler, E. (1997). Die Unterseeboote der Kaiserlichen Marine. Εκδόσεις Bernard & Graefe, Βόννη.