Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Κυρίμη ΥΠΟΓΕΙΕΣ ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ (1936 – 1944), Έκδοση ”Ελληνικού Ινστιτούτου Ναυτικής Ιστορίας” το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε σε 2η έκδοση (επαυξημένη με 30 πρόσθετες σελίδες γεμάτες νέο υλικό).
Το βιβλίο είναι διαθέσιμο για αγορά μέσω της εταιρείας ebooks.gr (κεντρικός διανομέας) η οποία αναλαμβάνει να το αποστείλει στο σπίτι σας χωρίς προκαταβολή, με έκπτωση 10% και χωρίς επιβάρυνση για έξοδα μεταφοράς. Αρκεί ένα τηλεφώνημά σας στο 2118002111 (τελική τιμή 18 Ευρώ).και χωρίς επιβάρυνση για έξοδα μεταφοράς. Αρκεί ένα τηλεφώνημά σας στο 2118002111.
Στην περίοδο 1936-40, το Πολεμικό Ναυτικό κατασκεύασε στην Αττική μια σειρά από υπόγεια Ναυτικά Οχυρά και Καταφύγια, για τον έλεγχο της θαλάσσιας πρόσβασης στο Σαρωνικό και την άμυνα του Λεκανοπεδίου... Αποτελούν μια σχεδόν άγνωστη πτυχή του Β’ ΠΠ ακόμα και σήμερα (πάνω από 80 χρόνια μετά την κατασκευή τους), αφού τα ίχνη τους κρύβονται επιμελώς, μακριά από τα αμύητα βλέμματα. Όμως με το βιβλίο αυτό, μέσα από το γλαφυρό και τεκμηριωμένο κείμενο αλλά και το πλουσιότατο φωτογραφικό υλικό και τα αναλυτικά σχεδιαγράμματα, τα ξεχασμένα υπόγεια Ναυτικά Οχυρά και Καταφύγια της Αττικής αποκαλύπτονται στο σύνολό τους.
Καταφύγιο Υπουργείου Ναυτικών.
Το νεοκλασικό (και διατηρητέο, πλέον) κτήριο επί των οδών Παπαρρηγοπούλου και Παλαιών Πατρών Γερμανού (πλατεία Κλαυθμώνος) ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1844. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, περιήλθε στην κατοχή του ελληνικού δημοσίου, στεγάζοντας (μεταξύ άλλων) το Υπουργείο Ναυτικών1Πλέον, στο εν λόγω κτήριο φιλοξενείται η «Διεύθυνση Διοικητικής Μέριμνας» (ΔΔΜΝ) του Πολεμικού Ναυτικού.. Με την πάροδο των ετών, επεκτάθηκε, τόσο με τη συνένωση γειτονικών κτηρίων όσο και με την ανέγερση πρόσθετων ορόφων. Δεδομένης της σημαντικότητας των υποδομών που φιλοξενούσε, δεν είναι παράδοξο ότι διέθετε και το ανάλογο καταφύγιο.
Κατασκευή.
Η απόφαση για τη δημιουργία του καταφυγίου φαίνεται να είχε παρθεί ήδη από το 1936 (έγγραφο με Αρ.Πρωτ. 30/166/2004 από 37/3/1937, της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ναυτικών). Η κατασκευή του καταφυγίου θα γινόταν με αξιοποίηση και δομική ενίσχυση των υφιστάμενων υπογείων χώρων του Υπουργείου (έγγραφο με Αρ.Πρωτ. 712 από 26/6/1936, του Γενικού Επιτελείου Βασιλικού Ναυτικού). Ως πρώτα μέτρα προτείνονταν: η υποστήριξη της οροφής, η στεγανοποίηση και η προφύλαξη των παραθύρων, η διαμόρφωση των εσωτερικών χώρων (χτίσιμο υφιστάμενων θυρών και άνοιγμα άλλων), η προσθήκη θωρακισμένων θυρών, η δημιουργία στεγανού προθαλάμου και η λήψη μέτρων για τον αερισμό του καταφυγίου. Η μελέτη του καταφυγίου ανατέθηκε στον μηχανικό Γ. Πεφάνη και περατώθηκε στα τέλη Φεβρουαρίου του 1937. Έπειτα, τα σχέδια του καταφυγίου, τέθηκαν υπόψιν του τεχνικού συμβούλου της ΑΔΤΑ (Ανώτατη Διοίκηση Τοπικής Άμυνας) ο οποίος και τα αποδέχτηκε. Εν συνεχεία, τα σχέδια τέθηκαν υπόψιν και του γερμανού τεχνικού συμβούλου, Ταγματάρχη Habicht, ο οποίος προέβη σε συστάσεις και βελτιώσεις (έγγραφο με Αρ.Πρωτ. 38 από 17/3/1937, της ΑΔΤΑ).
Στα τέλη του 1937, το καταφύγιο πρέπει να ήταν έτοιμο (ή σχεδόν έτοιμο), όπως φαίνεται και από το έγγραφο με Αρ.Πρωτ. 88/55863 από 11/12/1937, του Υπουργείου Ναυτικών (Διεύθυνση Διοικήσεως) το οποίο όριζε αρμόδιο αξιωματικό για την παραλαβή των εργασιών του καταφυγίου. Εντούτοις, το καταφύγιο δεν κατέστη πλήρως λειτουργικό, πριν το πέρας του α’ τριμήνου του 1938, ελλείψει θωρακισμένων θυρών2Οι θωρακισμένες πόρτες του καταφυγίου προήλθαν από το παροπλισμένο θωρηκτό «Λήμνος». Σε σχετική αλληλογραφία της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ναυτικών προς την Ανώτατη Διοίκηση Παρακτίου Άμυνας (ΑΔΠΑ) τον Φεβρουάριο του 1938 (Αρ.Πρωτ.131/1014/5967) διατάσσεται η «συμπλήρωση των στεγανών θυρών του καταφυγίου» εκ των θυρών του «Λήμνος».
Κατασκευή.
Η απόφαση για τη δημιουργία του καταφυγίου φαίνεται να είχε παρθεί ήδη από το 1936 (έγγραφο με Αρ.Πρωτ. 30/166/2004 από 37/3/1937, της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ναυτικών). Η κατασκευή του καταφυγίου θα γινόταν με αξιοποίηση και δομική ενίσχυση των υφιστάμενων υπογείων χώρων του Υπουργείου (έγγραφο με Αρ.Πρωτ. 712 από 26/6/1936, του Γενικού Επιτελείου Βασιλικού Ναυτικού). Ως πρώτα μέτρα προτείνονταν: η υποστήριξη της οροφής, η στεγανοποίηση και η προφύλαξη των παραθύρων, η διαμόρφωση των εσωτερικών χώρων (χτίσιμο υφιστάμενων θυρών και άνοιγμα άλλων), η προσθήκη θωρακισμένων θυρών, η δημιουργία στεγανού προθαλάμου και η λήψη μέτρων για τον αερισμό του καταφυγίου. Η μελέτη του καταφυγίου ανατέθηκε στον μηχανικό Γ. Πεφάνη και περατώθηκε στα τέλη Φεβρουαρίου του 1937. Έπειτα, τα σχέδια του καταφυγίου, τέθηκαν υπόψιν του τεχνικού συμβούλου της ΑΔΤΑ (Ανώτατη Διοίκηση Τοπικής Άμυνας) ο οποίος και τα αποδέχτηκε. Εν συνεχεία, τα σχέδια τέθηκαν υπόψιν και του γερμανού τεχνικού συμβούλου, Ταγματάρχη Habicht, ο οποίος προέβη σε συστάσεις και βελτιώσεις (έγγραφο με Αρ.Πρωτ. 38 από 17/3/1937, της ΑΔΤΑ).
Στα τέλη του 1937, το καταφύγιο πρέπει να ήταν έτοιμο (ή σχεδόν έτοιμο), όπως φαίνεται και από το έγγραφο με Αρ.Πρωτ. 88/55863 από 11/12/1937, του Υπουργείου Ναυτικών (Διεύθυνση Διοικήσεως) το οποίο όριζε αρμόδιο αξιωματικό για την παραλαβή των εργασιών του καταφυγίου. Εντούτοις, το καταφύγιο δεν κατέστη πλήρως λειτουργικό, πριν το πέρας του α’ τριμήνου του 1938, ελλείψει θωρακισμένων θυρών3Οι θωρακισμένες πόρτες του καταφυγίου προήλθαν από το παροπλισμένο θωρηκτό «Λήμνος». Σε σχετική αλληλογραφία της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ναυτικών προς την Ανώτατη Διοίκηση Παρακτίου Άμυνας (ΑΔΠΑ) τον Φεβρουάριο του 1938 (Αρ.Πρωτ.131/1014/5967) διατάσσεται η «συμπλήρωση των στεγανών θυρών του καταφυγίου» εκ των θυρών του «Λήμνος».
Το συνολικό κόστος του ανήλθε σε 1,1 εκατομμύρια δραχμές4 Έγγραφο με Αρ.Πρωτ. Ζ10/Ι55 (από 3/2/1939), του Γενικού Επιτελείου Β.Ναυτικού. Στα τέλη του 1939, υπήρχαν σκέψεις όπως τμήμα του εν λόγω καταφυγίου δεσμευτεί για τη στέγαση του Κεντρικού Τηλεφωνικού Κόμβου Αθηνών. Εντούτοις, τελικώς το καταφύγιο κρίθηκε από την Ανωτέρα Διοίκηση Αντιαροπορικής Αμύνης ως “μη πληρούν όλους τους απαιτούμενους όρους ασφαλείας από αέρος” και έτσι η προοπτική εγκαταλείφθηκε5 ΓΕΣ/ΔΙΣ φάκελος 755/Κ/159 (επιστολή ΓΕΣ με Αρ.Πρωτ. 128774, από 29/12/1939)
Περιγραφή.
Το καταφύγιο εκτείνεται σε δύο επίπεδα. Η κεντρική είσοδος προφυλάσσεται από μία βαρέως τύπου, θωρακισμένη πόρτα. Ακριβώς πίσω της, εκτείνεται ένας προθάλαμος. Στα αριστερά του προθαλάμου, υπάρχει δεύτερη βαριά θωρακισμένη πόρτα. Πίσω από τη δεύτερη αυτή πόρτα, υπήρχε στοά που οδηγούσε στους χώρους όπου σήμερα στεγάζεται η ΕΑΑΝ.6.ΕΑΑΝ = Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Ναυτικού. Δυστυχώς, η εν λόγω πόρτα είναι πλέον σφραγισμένη και η στοά, που οδηγούσε στα ενδότερα, έχει κλειστεί. Συνεπώς, το καταφύγιο δεν μπορεί πλέον να εξερευνηθεί στο σύνολό του.
Σε μεταγενέστερη επίσκεψή μας στην ΕΑΑΝ πληροφορηθήκαμε ότι το σημείο στο οποίο κατέληγε η συγκεκριμένη στοά έχει κλειστεί με γυψοσανίδα. Όσο για την ακριβή του θέση, μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν[/mfn]. Στην άλλη πλευρά του προθαλάμου υπάρχει φαρδιά τσιμεντένια καθοδική κλίμακα, η οποία οδηγεί στο δεύτερο υπόγειο του καταφυγίου. Στο τέλος της τσιμεντένια σκάλας υπάρχει μια ακόμα θωρακισμένη πόρτα και πίσω της εκτείνεται το κυρίως καταφύγιο το οποίο αποτελείται από αρκετά δωμάτια και βοηθητικούς χώρους.
Πέραν των κλασικών βαρέων θυρών, εντός του καταφυγίου, υπάρχουν και άλλες σιδερένιες πόρτες, που ελέγχουν την είσοδο σε διάφορα σημεία. Δυστυχώς, δύο από τις πόρτες στο εσωτερικό είναι πλέον κλειδωμένες και η είσοδος σε αυτές δεν ήταν δυνατή.
Έτσι, η πλήρης καταγραφή του καταφυγίου δεν κατέστη εφικτή. Το πρώτο επίπεδο του καταφυγίου έχει εμβαδόν 10τμ (2Χ5μ) ενώ το δεύτερο επίπεδο έχει ωφέλιμο εμβαδόν περίπου 70τμ. Το ύψος είναι περίπου 2,5 μέτρα.
Τρέχουσα κατάσταση.
Το καταφύγιο διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση, αν και ο χρόνος (και κυρίως η υγρασία) έχουν αφήσει αισθητά τα σημάδια τους στο εσωτερικό. Πλέον, ο χώρος χρησιμοποιείται ως αποθήκη αλλά και ως αρχείο.