Γράφει ο Θεόδωρος Κόντες
“Τείχος ξύλινον απόρθητον τελέθειν.”
Το ξύλινο τείχος κατά τον Ιερόν Αγώνα του 1821 αποτελείτο από τα πλοία της Ύδρας, των Σπετσών, των Ψαρών αλλά και των άλλων νησιών και ναυτότοπων. Στο παρόν δοκίμιο θα αναφερθούμε στο ναυτικό της Ύδρας, το οποίο εμφανίζεται από 1715 όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Πελοπόννησο εκδιώκοντας τους Βενετούς.
Τα πρώτα πλοία ήταν τρεχαντήρια στη συνέχεια σαχτούρια και μετά καϊκια. Κατόπιν ναυπηγήθηκαν τα μπρίκια και οι πολλάκες μέχρι 550 τόνων. Ο στόλος των υδραϊκών πλοίων έφτασε να αριθμεί μέχρι και 200 πλοία τα οποία για την αντιμετώπιση των πειρατών έφεραν από 18 κανόνια άλλα 14 και άλλα οκτώ.
Το ναυτικό εμπόριο κατέστησε την Ύδρα έναν από τους πλουσιότερους τόπους στον ελλαδικό χώρο. Η συσσώρευση τόσο σημαντικού πλούτου οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων όπως: α) Η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή με την οποία σφραγίστηκε το τέλος του πρώτου Ρωσοτουρκικού Πολέμου στα 1774, που εξασφάλιζε για τους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πλήθος εμπορικών προνομίων. Τα ναυτικά πράγματα της Ύδρας πήραν μεγάλη ώθηση καθώς η δυνατότητα χρήσης της ρωσικής σημαίας, ως εμπορική σημαία προστασίας, με καταβολή βεβαίως υψηλού χρηματικού αντιτίμου, έκανε τα ταξίδια μακρινότερα και ασφαλέστερα, β) Η απουσία Τούρκου Διοικητή και μουσουλμανικού στοιχείου στο νησί και γ) Η ιδιοκτησία πλοίων με μερίδια (σερμαγιά) για επιμερισμό του κινδύνου. Σερμαγιά ήταν η εισφορά μετοχικού κεφαλαίου για το χτίσιμο ενός πλοίου από πολλούς Υδραίους μαζί (παρτσινέβελους).
Όλα αυτά θα πρέπει να συνδυασθούν με τη ναυτοσύνη των πληρωμάτων και το ριψοκίνδυνο του χαρακτήρος τους, στοιχεία που τους διευκόλυναν στη διάσπαση των βρετανικών αποκλεισμών κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων 1797 – 1813, και τη μεταφορά εμπορευμάτων στη Μασσαλία, Λιβόρνο, Γένοβα κ.αλ.
Μια άλλη διάσταση των ικανοτήτων των Υδραίων ναυτικών υπήρξε η επιτυχής αντιμετώπιση επιθέσεων πειρατών που η δράση τους είχε κορυφωθεί την περίοδο εκείνη, ενώ βέβαια δεν ήταν λίγες οι φορές που και οι ίδιοι δεν δίσταζαν να επιδοθούν στην κερδοφόρο λύση της πειρατείας. Το ναυτικό εμπόριο έφερε πλούτο στο νησί και οι εφοπλιστές / πλοιοκτήτες αφού γέμισαν τις στέρνες των σπιτιών τους με χρυσό και ισπανικά δίστηλα έκτισαν μέχρι και θαλάμους θολωτούς για να εναποθέτουν τους θησαυρούς (βλ. και σχετική αναφορά Κριεζή: [..] τα μεν κλείθρα κατέστησαν περιττά τα δε κιβώτια όλως ανεπαρκή [..]
Η λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων αλλάζει το σκηνικό στη Μεσόγειο, καθώς στο θαλάσσιο εμπόριο εισέρχονται γαλλικά και βρετανικά πλοία, γεγονός που σταδιακά οδηγεί στη δημιουργία μιας τάξης ανέργων ναυτικών στην Ύδρα οι οποίοι έφεραν το όνομα τριμ < παλληκάρι.
Βρισκόμαστε πια στα 1820 και τα μηνύματα μελών της Φιλικής Εταιρείας που ερχόντουσαν από την γειτονική Πελοπόννησο, αναφερόντουσαν στην επικείμενη Επανάσταση για την απελευθέρωση του Γένους που ήταν πλέον θέμα χρόνου για το πότε θα ξεσπάσει, και βέβαια η σύμπραξη στον ξεσηκωμό των νησιών ήταν απόλυτα επιτακτική για ευνόητους λόγους.
Ένα από τα αρχικά σχέδια των Φιλικών ήταν η Επανάσταση να ξεσπάσει ταυτόχρονα στην κυρίως Ελλάδα αλλά και στην Κωνσταντινούπολη, στην καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη σχεδίαση αυτή προβλεπόταν, ο Γκιούστος, κυβερνήτης της τουρκικής ναυαρχίδας και αρχηγός των ρωμιών Υδραίων που υπηρετούσαν στον τουρκικό στόλο (μελλάχηδες), θα κατελάμβανε τον τουρκικό ναύσταθμο και θα έκαιγε τον τουρκικό στόλο.
Γεγονός είναι ότι οι Υδραίοι πρόκριτοι εμφανίζοντο διστακτικοί, και ενδεικτικό της στάσης που τηρούσαν είναι και το γεγονός, ότι αν και κατανοούσαν τη δυσκολία του εγχειρήματος που προαναφέρθηκε και για να κερδίσουν χρόνο, επέμεναν ότι πρέπει να εκτελεσθεί.
Η στάση αυτή των Υδραίων προκρίτων οφείλεται στο ότι ήταν νωπά ακόμη τα γεγονότα των ανεπιτυχών εξεγέρσεων βλ. Ορλωφικά (1770) και Ρωσοτουρκικός Πόλεμος (1807), όπου η Ρωσία προσπάθησε να ξεσηκώσει την Ύδρα με το Ναύαρχο Σενιάβιν. Δεν μπορούσε να ξεχαστεί ότι το νησί γλύτωσε την καταστροφή την τελευταία στιγμή, με την παρέμβαση του Γεωργίου Δήμα Βούλγαρη, ο οποίος απέτρεψε την εισβολή 5.000 Αλβανών από την γειτονική Πελοπόννησο υπό τον Βελή Πασά οι οποίοι θα προέβαιναν σε καταστολή της ρωσιζούσης κινήσεως.
Ο άνθρωπος που θα έφερνε την ανατροπή στην παθητική στάση που είχε εμπεδωθεί στο νησί ήταν ένας πλοίαρχος δευτέρας τάξεως ο Αντώνης Οικονόμου, άνεργος, καθώς είχε χάσει το πλοίο του σε ναυάγιο, ο οποίος ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1820 αναζητώντας δάνειο για την αγορά πλοίου, εμυήθη στην Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα.
Ο Οικονόμου ενθουσιάστηκε με τις επαναστατικές ιδέες και τον Ιανουάριο του 1821 εγκαταλείπει την Κωνσταντινούπολη και επιστρέφει στην Ύδρα των πολλών ανέργων ναυτικών λόγω της παρατεταμένης ναυτιλιακής αδράνειας.
Την εποχή εκείνη ο πληθυσμός της νήσου ανήρχετο σε 28.000 κατοίκους εκ των οποίων οι 10.000 ήταν ναυτικοί, είναι ως εκ τούτου ξεκάθαρο ότι η ανεργία των ναυτικών αποτελούσε μείζον ζήτημα για την τοπική κοινωνία.
Στα μέσα Μαρτίου του 1821 φτάνουν στο νησί οι πρώτες ειδήσεις που αναφέρονται για τοπικά επαναστατικά κινήματα που ξεσπούν στη γειτονική Πελοπόννησο και ο ενθουσιώδης Οικονόμου σπεύδει να στρατολογήσει 200 άνδρες για να περάσει στην απέναντι ακτή. Στις 27 Μαρτίου φθάνει με πλοίο ο γραμματέας του Ρωσικού Προξενείου στο νησί Παναγιωτάκης Βαφειόπουλος, ο οποίος ενημερώνει ότι οι επαναστάτες απέκλεισαν τους Τούρκους στην Ακροκόρινθο. Τα μισόλογα είχαν πλέον τελειώσει και η κραυγή «Έξω ο Τούρκος από τον Μωρηά και από τον κόσμο όλο» ακουγόταν παντού.
Το βράδυ της 27ης Μαρτίου από το τριμ σοκάκι που σύχναζαν οι άνεργοι ναυτικοί και από το οινομαγειρείο του Κουτσογιάννη, ο Οικονόμου μαζί με τον Γκίκα Θεοδώρου Γκίκα ξεκίνησαν ουσιαστικά την επανάσταση στην Ύδρα. Οι ναυτικοί ξεχύθηκαν στα σοκάκια του νησιού φωνάζοντας «Στ’ άρματα» καλώντας το λαό να συμμετάσχει στην επανάσταση.
Η μακρόχρονη ανεργία έστρεψε το ναυτικό κόσμο με το μέρος του Οικονόμου, καθώς η συμμετοχή του υδραικού στόλου στην Επανάσταση έδινε και την προσδοκία της προπληρωμής των μισθών τους και βέβαια τη λύση στο οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο είχαν περιέλθει.
Την επόμενη μέρα, 28 Μαρτίου 1821, το επαναστατικό ρεύμα φαίνεται ότι είχε επικρατήσει χωρίς όμως τη συναίνεση των προκρίτων και πλοιοκτητών. Στα μετα-επαναστατικά χρόνια ο Κολοκοτρώνης στην «αυτοβιογραφία» του αναφέρει [..] Οι νοικοκυραίοι δεν ήθελαν να σηκωθούν. Ο Λάζαρος Δήμας, ο Αντώνιος Οικονόμου, ο Γκίκας Γκίκας και ο Πέτρος Μαρκέζης εσυνόμοσαν με τον λαό και είπαν των αρχόντων: ή σηκώνεστε και εσείς ή θα βάλλωμε φωτιά να σας κάψωμε, μόνον ορδινάσθε τα καράβια σας. Τους υποχρέωσαν. Έδωσαν γρόσια και εβγήκαν [..].
Ακολούθησε η αποπομπή του Νικολάου Κοκοβίλη ή Κοκοβίλα, Διοικητού του νησιού (ο Κοκκοβίλης ήταν ο διάδοχος του Γεωργίου Δήμα Βούλγαρη), η αφαίρεση της τουρκικής σημαίας από την καγκελλαρία και η απαγόρευση αναχώρησης πολιτών από το νησί για να εμποδισθεί η φυγή των πλοιοκτητών / κεφαλαιούχων.
Μέχρι την 31/3/1821 οι πρόκριτοι έδωσαν 130.000 ισπανικά δίστηλα, δεν έφεραν αντίδραση στην πολεμική προετοιμασία των πλοίων, όμως δεν δέχτηκαν την αντικατάσταση των πλοιάρχων στα πλοία τους, διατηρώντας με τον τρόπο αυτό στη θέση τους ανθρώπους της εμπιστοσύνης τους.
Την περίοδο εκείνη οι πρόκριτοι της νήσου ήταν: α) Λάζαρος Κουντουριώτης, β) Δημήτριος Τσαμαδός, γ) Γκίκας Γκιώνης και δ) Βασίλειος Μπουντούρης.
Την επαναστατική ομάδα που υποστήριζε τον Οικονόμου αποτελούσαν οι:
Υδραίοι: α) Γκίκας Θ. Γκίκας, β) Δημήτριος Ι. Κριεζής, δ) Λάζαρος Ν. Δήμας, δ) Παντελής Ν. Νέγκας και ε) Νικόλαος Ζερβός
Πελοποννήσιοι: α) Πέτρος Ι. Μαρκέζης, β) Γεώργιος Δ. Αγαλόπουλος, γ) Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος, δ) Σπύρος Σπηλιωτόπουλος, ε) Π. Μαυρομιχάλης και στ) Αναγνώστης Δεληγιάννης.
Άλλοι: Ι. Κλάδος και Στέφανος Καλιτζόπουλος
Με την επιβολή της επανάστασης και υπό το βάρος του λαϊκού αισθήματος προεστοί και πλοιοκτήτες αναγκάστηκαν να προσχωρήσουν σ’ αυτήν, παρέχοντας εγγράφως στον Οικονόμου το δικαίωμα να διοικεί την Ύδρα, μαζί με τους εκλεγμένους το 1818 προεστούς και 12 συμβούλους της επιλογής του. Του έδωσαν, τρόπος του λέγειν, την εξουσία να ενεργεί εκστρατείες και να εκδίδει έγγραφα, τα οποία δεν θα έφεραν την υπογραφή του αλλά θα ανέγραφαν ‘’Οι κάτοικοι της νήσου Ύδρας’’.
Την Παρασκευή της Διακαινισίμου 15 Απριλίου 1821, σε πανηγυρική τελετή στον Μητροπολιτικό Ναό Ύδρας (Μοναστήρι της Παναγίας), ιερουργούντος του Επισκόπου Γερασίμου κηρύσσεται επίσημα η Επανάσταση και ευλογείται η υδραϊκή σημαία. Ο Νεόφυτος Βάμβας, Χιώτης στην καταγωγή, πολιτογραφημένος Υδραίος και γραμματέας του πρίγκιπα Δημητρίου Υψηλάντη, εκφωνεί τον ιστορικό λόγο. Σημειώνεται ότι κατά τον Βακαλόπουλο η επίσημη κήρυξη της Επανάστασης έγινε την Κυριακή 17/4/1821. Οι περισσότεροι συμφωνούν για την Παρασκευή 15/4/1821.
Στις 20 Απριλίου ο πρώτος στόλος συγκροτείται από 15 υδραϊκά, 7 σπετσιώτικα και 4 ψαριανά πλοία με Ναύαρχο τον Ιάκωβο Τομπάζη αποπλέει με προορισμό τη Χίο. Το αρχικό σχέδιο των προκρίτων (και μάλλον το ορθότερο) ήταν να στείλουν τα πλοία στα παράλια της Ηπείρου, όπου περιπολούσε ο τουρκικός στόλος, καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη ο «εσωτερικός» πόλεμος εναντίον του Αλή Πασά. Με την πιθανολογούμενη καταστροφή του τουρκικού στόλου ο ελληνικός στόλος θα κυριαρχούσε στον Πατραϊκό και Κορινθιακό κόλπο, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό τη μεταφορά στρατευμάτων από τη Ρούμελη.
Ο Νεόφυτος Βάμβας ήταν αυτός που έπεισε τους Υδραίους προκρίτους να αλλάξουν σχέδια και να αποστείλουν το στόλο στη Χίο, καθώς η κήρυξη της επανάστασης θα έφερνε σημαντικά οικονομικά οφέλη στον Αγώνα λόγω του πλούτου του νησιού. Η εκστρατεία απέβη άκαρπος και κατά τον Σ. Τρικούπη, πλοία υπό τους πλοιάρχους Πινότση και Σαχτούρη κατά την επιχείρηση συνέλαβαν εχθρικό πλοίο που μετέφερε πολύτιμα δώρα του Σουλτάνου προς τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Ενώ σύμφωνα με τον περί διανομής των λειών κανονισμό η λεία έπρεπε να μοιραστεί στα πληρώματα όλων των πλοίων, άποψη την οποία υποστήριζε και ο Οικονόμου, οι συλλαβόντες το τουρκικό πλοίο ήθελαν να την οικειοποιηθούν μόνο αυτοί. Η ταραχή που δημιουργήθηκε μεταξύ των πληρωμάτων ήταν τόσο μεγάλη, σε συνδυασμό και με την αποτυχία της αποστολής, ώστε ο στόλος εσπευσμένα επανήλθε στο νησί.
Κατά τον Τρικούπη, η πρώτη ναυτική εκστρατεία [..] βρήκε τον Οικονόμου μέγα και πολύ αλλά με την επιστροφή του αδύναμο [..]. Τα όργανα της επιρροής των προκρίτων στο λαό ήταν οι πλοίαρχοι τους. Οι πρόκριτοι παρεκίνησαν τον Οικονόμου να εφαρμόσει τον περί λείας κανονισμό, τα πληρώματα όμως όχι μόνον τον παράκουσαν αλλά τον έβρισαν και τον απείλησαν.
Τα πράγματα είχαν πλέον αλλάξει και ήδη διαμορφωνόταν η νέα τάξη πραγμάτων, που υποστήριζε την άποψη, ότι από τη στιγμή που οι ισχυροί προύχοντες είχαν προσχωρήσει στην Επανάσταση δεν μπορούσε η Ύδρα να διοικείται από έναν «λαϊκό», ο οποίος μάλιστα είχε αποστερηθεί τους Πελοποννήσιους φίλους, οι οποίοι είχαν απομακρυνθεί από το νησί ως «ξένοι».
Στις 12/5/1821 ξεσπά «κίνημα» των πλοιάρχων κατά του Οικονόμου, καθοδηγούμενο από τους πλοιοκτήτες. Οι πλοίαρχοι Λάζαρος Παναγιώτας, Θεόφιλος Δρένιας, Αντώνιος Κριεζής με δέκα οπλισμένους άνδρες εισβάλλουν στο διοικητήριο. Ακολουθεί συμπλοκή με τους ανθρώπους του Οικονόμου του οποίου ο υιός Ιωάννης πυροβολεί και σκοτώνει τον Θεόφιλο Δρένια. Ο Οικονόμου με πέντε συντρόφους του φεύγει από το διοικητήριο και κατευθύνεται στην περιοχή ‘’Καμίνι’’ καταδιωκόμενος και πυροβολούμενος. Εκεί επιβιβάζεται σε μια γολέτα και αποπλέει. Οι διώκτες του με άλλο πλοίο τον καταδιώκουν και βλέποντας τότε ότι κινδυνεύει να συλληφθεί αποβιβάζεται πίσω στην Ύδρα και κατευθύνεται σε ορεινή τοποθεσία, όπου συνελήφθη και του απαγγέλθηκαν κατηγορίες.
Φυγαδεύθηκε από τους οικείους του στο Κρανίδι. Αυτοεξορίστηκε στις Κλουκίνες Καλαβρύτων στο μοναστήρι της Αγίας Βαρβάρας (Ζαρούχλα) και από εκεί κατευθύνθηκε προς το Άργος με 12 συντρόφους του για να παρουσιαστεί στην εθνοσυνέλευση, γεγονός που ανησύχησε τους προκρίτους της Ύδρας, οι οποίοι έστειλαν στρατιωτικό σώμα υπό τον Ξύδη, οπλαρχηγό του Λόντου για να τον σκοτώσει. Ο Κολοκοτρώνης γνωρίζοντας τα σχέδια των προκρίτων, έστειλε τον οπλαρχηγό Τσόκρη με 200 παλικάρια για να τον προστατεύσουν. Ο Τσόκρης δεν κατάφερε να τον προλάβει ζωντανό. Τα όργανα των Υδραίων προκρίτων δολοφόνησαν τον Οικονόμου κοντά στο Άργος στις 16 Δεκεμβρίου 1821.
Κατά τον Α. Λιγνό ο σκοπός του Οικονόμου ήταν να επαναστατήσει η Ύδρα και το πέτυχε, να κηρυχθεί επίσημα η Επανάσταση και από τους προκρίτους και το πέτυχε καθώς οι πρόκριτοι ανέλαβαν τη χρηματοδότηση του Αγώνα. Από τη στιγμή αυτή και έπειτα ο Οικονόμου δεν ήταν πλέον χρήσιμος, δεν είχε ούτε τη δύναμη ούτε την ικανότητα να διοικήσει την Ύδρα και να διευθύνει τον Αγώνα. Η αποστολή του και το έργο του είχε ολοκληρωθεί στις 15 Απριλίου 1821 με την επίσημη κήρυξη της Επανάστασης στο νησί. Ώφειλε να αποχωρήσει για να αναλάβουν τη διοίκηση οι πρόκριτοι. Το σφάλμα του ήταν ότι δεν αποχώρησε.
Σε κάθε περίπτωση ο Αντώνης Οικονόμου αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση «κρυμμένης» μικρο -ιστορίας της Επανάστασης του 1821.
Πηγές
Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, εκδότης Μέλισσα. 1956
Αντώνιος Λιγνός, Ιστορία της νήσου Ύδρας, Αθήνα, 1946
Δημήτριος Μαυριδερός, Γενεαλογικά Σημειώματα. Το γένος Οικονόμου της Ύδρας (1668 – 1949)