Το κείμενο αυτό αναρτήθηκε στο Facebook στις 24 Ιανουαρίου 2024 στη σελίδα της Πολιτιστικής Εταιρείας Πανόραμα και αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας της συγγραφέως.
Της Μαριάννας Κορομηλά
Στις εσχατιές της παλαιάς οικουμένης, στις καραβανουπόλεις και τα μακρινά λιμάνια, στους ινδομεσογειακούς δρόμους, τους κινέζικους σταθμούς και τα κρησφύγετα των πειρατών, στα ρωμαϊκά τελωνεία και τα βυζαντινά κομμέρκια της Ανατολής πριν από 15-22 αιώνες
Ας ακολουθήσουμε ένα φορτηγό πλοίο που αποπλέει από την Κίνα και κατευθύνεται δυτικά, σκοπεύοντας να καταλήξει εντέλει το φόρτωμα στις μεγάλες αγορές της Δύσης (αφού ξεκαθαρίσουμε ότι για την Κίνα, «Δύση» είναι και η Ινδία και η Περσία και η Μεσοποταμία κι όλη η Μέση Ανατολή και η Αίγυπτος και η Μεσόγειος). Δυτικά, λοιπόν. Το ιστιοφόρο θα πλεύσει στην Κινεζική (ή Σινική) Θάλασσα και στον Ινδικό Ωκεανό, θα κάνει μία στάση στην Ταπροβάνη, που μπορεί να είναι πολυήμερη αν συμπέσει με τους τρομακτικούς θερινούς μουσώνες του Ινδικού, που συνοδεύονται από καταρρακτώδεις βροχές, και, φτάνοντας πια στην Αραβική Θάλασσα, εάν θέλει να προωθήσει τα εμπορεύματά του σε μία μεγαλούπολη ή κάποιο λιμάνι της Δύσης, θα έχει δύο επιλογές: ή τον Κόλπο (Περσικό / Αραβοπερσικό) ή την Ερυθρά Θάλασσα.
Άλλη μια εξήγηση πριν προχωρήσουμε: η νήσος Ταπροβάνη, το μεγαλύτερο αγκυροβόλιο των ασιατικών ωκεανών, είναι η Κεϋλάνη, σήμερα Σρι Λάνκα, στα ΝΑ της Ινδίας. Θα επανέλθω, μιλώντας για τον «Περίπλου της Ερυθράς Θαλάσσης», πλοηγό γραμμένο γύρω στα 50 μ.Χ. Στον «Περίπλου» αναφέρεται με αυτό το όνομα το νησί κι έτσι, Ταπροβανή / Ταπροβανά, τη γνώριζαν και οι Βυζαντινοί (βρέθηκε και κωνσταντινάτο, δηλ. χρυσό βυζαντινό νόμισμα του 11ου αι., η τελευταία μαρτυρία για εμπορικές σχέσεις με την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης την εποχή της πρώτης μεγάλης τουρκομανικής εισβολής στα βυζαντινά εδάφη – μετά το Μαντζικέρτ – κι ενώ το κωνσταντινάτο έχανε για πρώτη φορά ύστερα από 750 χρόνια ένα μικρό μέρος της αξίας του και κατρακυλούσε η εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών στο πιο σταθερό, πιο ισχυρό, πιο γνωστό κι αναγνωρίσιμο νόμισμα της Ύστερης Αρχαιότητας και της Πρώιμης Μεσαιωνικής εποχής).
Γλυτώσαμε από τους μουσώνες, από τους πειρασμούς του σερεντίπιτυ, από τους πειρατές του Μπαλουχιστάν (Γεδρωσία στην αρχαιότητα, φρικώδης τόπος που κατάπιε το μισό τουλάχιστον στράτευμα του Μεγαλέξανδρου, το 324, στην επιστροφή από την Ινδία), γλυτώσαμε κι από τις πελώριες θαλάσσιες χελώνες που αναποδογυρίζουν πλεούμενα στ’ ανοικτά της Περσίας / Ιράν και φτάσαμε στην Αραβική Θάλασσα, όπου ο καπετάνιος έχει δύο δυνατότητες για να φτάσει να ξεφορτώσει σε κάποιο λιμάνι.
Πρώτη επιλογή, ο Κόλπος (που άλλοι τον λένε Περσικό κι άλλοι Αραβοπερσικό, αλλά και διεθνώς επικρατεί το: the Gulf κι όλοι αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για το θαλάσσιο σώμα που το διασχίζει π. το 30% του φυσικού αερίου, του πράσινου χρυσού κι άλλων πολύτιμων καυσίμων). Αυτή η επιλογή, λοιπόν –ανάλογα με τις συγκυρίες, τις καιρικές συνθήκες, τις διπλωματικές σχέσεις, τους πρόσθετους δασμούς δώθε κείθε κλπ, κλπ – σημαίνει ότι το πλεούμενο θα ανέβει προς τα βόρεια, θα διαβεί τα Στενά του Ορμούζ (πολύ επικίνδυνο σημείο, όπου εκτός από τους πειρατές, τους αντάρτες, τους Φρουρούς της Επανάστασης, τους φοροεισπράκτορες, πάνε κι έρχονται εκατοντάδες καρχαρίες), θα αναπλεύσει τον Κόλπο, έχοντας στα δεξιά του (ανατολικά) την Περσία (σημερινό Ιράν) και το μεγαλύτερο σύγχρονο ιρανικό λιμάνι, το Μπαντάρ Αμπάς / Bandar e-Abbas (θα επανέλθω) κι αριστερά (δυτικά) τις αραβικές χώρες του Κόλπου, για να καταλήξει σε κάποιον λιμενικό σταθμό, από όπου θα μεταφορτωθούν τα προϊόντα γα να συνεχίσουν μέσω χερσαίων δρόμων το ταξίδι τους.
Αν πάμε δυο χιλιάδες ή και χίλια οκτακόσια χρόνια πίσω, το κινέζικο πλεούμενο θα ξεφόρτωνε στον Σπασίνου Χάρακα, στον μυχό του Κόλπου (σήμερα στο νότιο Ιράκ). Εκεί θα μας περίμενε ένα πλοιάριο με το οποίο θα αναπλέαμε με αρκετή δυσκολία τον Ευφράτη, θα μνημονεύουσουμε τον Μέγα Αλέξανδρο που άφησε την τελευταία του πνοή στην παρευφράτεια Βαβυλώνα. Συνεχίζουμε τον ανάπλου μέχρι μια κοσμοπολίτικη ποταμούπολη, την Ντούρα Ευρωπό (στη σύγχρονη ΝΑ Συρία κοντά στα σύνορα με το Ιράκ).
Την είχε ιδρύσει ο Σέλευκος Α΄ ο Νικάτωρ, ένας από τους Διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γύρω στα 300 π.Χ. Ντούρα ήταν το παλαιό αραμαϊκό όνομα της ποταμόσκαλας. Ευρωπός ήταν η γενέτειρα του Μακεδόνα στρατηγού. Παλμυρινοί, Έλληνες, Άραμαίοι, Πάρθοι, Φοίνικες, Ασσύριοι, Πέρσες, Άραβες, Αρμένιοι, Χριστιανοί, Πολυθεϊστές, Εβραίοι, λάτρεις του Μίθρα, πιθανώς και ορισμένοι Ζωροάστρες, όλοι κρίκοι της εμπορικής, μεταπρατικής και μεταφορικής αλυσίδας στον ποταμόδρομο του Ευφράτη και στους πανάρχαιους εμπορικούς άξονες από την Άπω Ανατολή και τη Μέση Ασία προς το ποθητό τέρμα: τη Μεσόγειο. Εννιακόσια τριάντα χιλιόμετρα απέχει η ποταμούπολη από τη λιμάνι της Βυρηττού κι από αυτά τα 800-810 χλμ διασχίζουν τη συριακή έρημο. Εδώ, στην παρευφράτεια πολιτεία, κάθε κοινότητα είχε από μια γειτονιά, με τους δικούς της λατρευτικούς χώρους, τα δικά της πανηγύρια, ήθη και έθιμα, τη δική της γλώσσα. Αλλά όλοι έπρεπε να μπορούν να συνεννοηθούν σε μία γλώσσα: τα ελληνικά πρωτίστως (έστω τσάτρα πάτρα), τα αραμαϊκά δευτερευόντως. Είναι ο οικουμενικός κοσμοπολιτισμός της Ανατολής – δύσκολα τον αποδέχεται κάποιος άλλος.
Μια δική τους γειτονίτσα είχαν φτιάξει και οι Κινέζοι: μερικοί ναυτικοί, ένας δυο ατζέντηδες κι άλλοι τόσοι σαράφηδες, κάτι μικροέμποροι για να πουλούν στους συμπατριώτες τους κινέζικα φαγώσιμα κι άλλα αναμνηστικά του μακρινού τόπου τους. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς δημιουργήθηκε η κινέζικη κοινότητα εδώ. Ίσως τον καιρό του Τραϊανού (98-117) ή μάλλον του Αδριανού (117–138), γιατί εκείνοι οι αυτοκράτορες είχαν ενισχύσει ποικιλοτρόπως την Παλμύρα. Ο Τραϊανός, μάλιστα, ο μέγας και αμετροεπής πολέμαρχος, που είχε φτάσει με τις λεγεώνες του μέχρι το νοτιότατο άκρο της Μεσοποταμίας και τον μυχό του Κόλπου το καλοκαίρι του 116 μ.Χ., ολοκληρώνοντας με επιτυχία την εκστρατεία εναντίον των Πάρθων κι έφτασε στο λιμάνι Σπασίνου Χάραξ στον μυχό του Αραβοπερσικού Κόλπου, ονειρεύτηκε τη συνέχεια της εκστρατείας πέρα από τον Τίγρη ποταμό και τις Περσίδες Πύλες. Διαπιστώνοντας ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, κάλυψε την αδυναμία του λέγοντας: . «Αν είχα τα νιάτα του Αλέξανδρου, θα ξεκινούσα κι εγώ για μία εκστρατεία στην Ινδία…».
Ο Ευφράτης θα παραμείνει το σύνορο της Δύσης στην Ανατολή και μάλιστα η δυτική όχθη του Ευφράτη – ενώ οι Πέρσες, ή όποιος κατείχε την Περσία, δεν κατόρθωσαν να επεκταθούν δυτικά του Ευφράτη. Κάθε κατάκτηση αποδείχτηκε εφήμερη. Μόνο στη δική μας εποχή, μετά τα μέσα του 20ού αι., κατόρθωσε το Ιράν να βάλει πόδι με τον ένα ή τον άλλον τρόπο πέρα από τον Ευφράτη. Είτε στον Λίβανο, είτε στη Δαμασκό, είτε στη Γάζα. Ακόμα και σε περιοχές της Υεμένης, όπου κυριαρχούν οι Χούθι. Ανολοκλήρωτο όνειρο από την εποχή του Κύρου του Μεγάλου και του Δαρείου, γιατί το μέγα εμπόδιο είναι η Γεωγραφία. Αυτή καθηλώνει τους Πέρσες στο Οροπέδιο. Ό,τι και να κάνουν.
Για περισσότερα από 550 χρόνια, η Ντούρα Ευρωπός ήταν το επίνειο της Παλμύρας, της φαντασμαγορικής συριακής καραβανούπολης στον Ευφράτη (όπως και η Αίλια – Άκαμπα που ήταν το επίνειο της Πέτρας στην Ερυθρά επί 700-800 χρόνια) κι όλες οι χερσαίες μεταφορές, ακόμα και μεγάλο μέρος των ποτάμιων μεταφορών, ήταν στα χέρια της παλμυρινής αριστοκρατίας. Μία υποδειγματικά οργανωμένη, πολυσύνθετη και άκρως απαιτητική επιχείρηση που απέδιδε μπόλικο πλούτο στα μεγάλα σόγια της ερήμου. Ακόμα και νυκτερινές περιπόλους είχανε, ώστε να ταξιδεύουν με ασφάλεια τα καραβάνια.
Τα προϊόντα που ξεφορτώνονταν από τα ποταμόπλοια του Ευφράτη στη Ντούρα Ευρωπό φορτώνονταν σε καμήλες, διέσχιζαν την έρημο προς τα δυτικά, έφταναν στην Παλμύρα (π. 400 χλμ απόσταση) συνέχιζαν μέχρι τη Δαμασκό (άλλα 400 χλμ δυτικότερα) και από τη Δαμασκό έφευγαν τα καραβάνια με τα πανάκριβα αγαθά είτε για να πάνε στο λιμάνι της Βυρηττού κι από εκεί να μεταφορτωθούν σε πλοία για τις αγορές της Μεσογείου, την Κόρινθο, τη Θεσσαλονίκη, τις Συρακούσες, τη Ρώμη, τη Μασσαλία, είτε να συνεχίσουν μέχρι τη Βέροια-Χαλέπι, ή την Αντιόχεια κι ακόμα πιο πέρα.
Για τη Ντούρα Ευρωπό θα είχε πολλά να πει κανείς. Πάρα πολλά. Περιοριζόμαστε στους Κινέζους των ρωμαϊκών χρόνων. Οι αρχαιολόγοι που ανασκάπτουν από το 1927 την παραποτάμια πολιτεία, τη χαμένη κάτω από στρώματα άμμου, σκόνης και χαλικιών που φέρνει ο σαμάλ (άνεμος της ερήμου), έχουν εντοπίσει κατάλοιπα κάποιου … σχολείου. Μάλιστα. Οι Κινέζοι μάθαιναν τη λινγκουα φράνκα (Lingua Franca) της εποχής, δηλ. την κοινή ελληνική, για να μπορούν να ανταπεξέλθουν στο σκληρό εμπορικό παιχνίδι με πιο συμφέροντες όρους και δίχως μεσάζοντες. Άλλο να διαπραγματεύεσαι εσύ ο ίδιος τα μεταξωτά σου και τα πολύτιμα ξύλα και τις πορσελάνες κι άλλο να τα λέει κάποιος μεταφραστής.
Αυτά τελείωσαν πολύ ξαφνικά και με πολύ βίαιο τρόπο το 256 μ.Χ. Ήταν η νέα υπερδύναμη της εποχής, οι Σασανίδες Πέρσες, που κυριολεκτικά όρμησαν στο προσκήνιο της Ιστορίας. Ανέτρεψαν τους Πάρθους και πήραν τη θέση τους στο επίμαχο και μονίμως εμπόλεμο σύνορο μεταξύ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Πάρθων, και μετά το 224 μεταξύ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κι αργότερα Βυζαντινής και Περσών. Οι σύγχρονοι ιστορικοί το έχουν ονομάσει «το Σύνορο του Ευφράτη», αλλά πρόκειται για μία πολύ μεγαλύτερη ζώνη, που αρχίζει από το Αρμενικό Οροπέδιο και καταλήγει στον Κόλπο της Άκαμπα. Ένας μακρύς παραμεθόριος διάδρομος με μεγάλες αυξομειώσεις στο γεωγραφικό του πλάτος αλλά και στο πολιτικό και Περσών, την αποφασιστικότητα των Βυζαντινών, τις διπλωματικές επιτυχίες και αποτυχίες, τη διαθεσιμότητα των σύμμαχων αραβικών φυλών που είχαν εγκατασταθεί στη μεθόριο (Χριστιανοί Γασσανίδες με τους Βυζαντινούς, Χριστιανοί ή Πυρολάτρες Λαχμίδες με τους Πέρσες).
Την παρευφράτεια Ντούρα Ευρωπό την πολιόρκησε ο Σαπούρ Α΄ ο Μέγας (240-270) επί μήνες. Σύμφωνα με όλους τους μελετητές, είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκαν σε πόλεμο χημικά όπλα. Οι αναλυτικές περιγραφές για τα δηλητηριώδη αέρια που εξόντωσαν τους υπερασπιστές είναι φρικώδεις. Η πόλη δεν ξανακατοικήθηκε. Οι γραπτές πηγές αναφέρουν έναν ερημίτη που ζούσε εδώ, το έτος 379, επιθυμώντας να συνομιλήσει με τον Θεό.
Κινέζοι, Ινδοί, Σαρακηνοί και λοιποί, συνέχισαν να αναπλέουν τον Κόλπο μέχρι τις εκβολές του βιβλικού ποταμού, κι από εκεί τα προϊόντα τους ανέπλεαν το ποτάμι και κατέληγαν σε πολύ πιο βορινές ποταμόσκαλες. Ο τελωνειακός και υγειονομικός έλεγχος γινόταν σε ένα στενό σημείο του ποταμού, όπου υπήρχαν δύο καστροπόλεις μία σε κάθε όχθη – ώστε να μην ξεφύγει κανένα πλεούμενο. Η καστρόπολη Ζηνοβία / ή Halabiye στη δυτική όχθη κι απέναντι η μικρή οχυρωμένη πολιτεία Ζαλαμπίγιε / Zalabiye. Μην αναρωτηθείτε σε τι κατάσταση βρίσκονται αυτοί οι δύο αρχαιολογικοί χώροι, ή η Ντούρα Ευρωπός, γιατί μετά το 2011 όλη η περιοχή πέρασε στην κυριαρχία του λεγόμενου «Ισλαμικού Κράτους» που δεν άφησε τίποτα όρθιο.
Πάντως, για το πρώιμο Βυζάντιο το σημείο ελέγχου της ποταμοπλοΐας ήταν τόσο σημαντικό, ώστε ο Ιουστινιανός Α΄ να στείλει τον καλύτερο αρχιτέκτονα της Κ/Πολης για να σχεδιάσει την οχύρωση και τον πολεοδομικό ιστό της καστρόπολης Ζηνοβίας. Ποιος ήταν αυτός; Μα ο καταξιωμένος αρχιτέκτονας Ιωάννης εκ Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος πήρε μαζί του στις εσχατιές της Αυτοκρατορίας τον Ισίδωρο τον Νεότερο, ανεψιό του Ισίδωρου από τη Μίλητο, ενός από τους δύο αρχιτέκτονες της Αγίας του Θεού Σοφίας. Αυτός ο Νεότερος (π. 510 – 563, γεννημένος κι αυτός στη Μίλητο της μικρασιατικής Ιωνίας), συνεργάστηκε, μας λέει ο Προκόπιος, με τον Ιωάννη κι έφτιαξαν μία γεροχτισμένη πολιτεία που καθρεφτίζεται στα νερά του Μέσου Ευφράτη στη Βόρεια Συρία. Κι ήταν τόσο καλή η δουλειά του νεαρού Ισίδωρου, ώστε μερικά χρόνια αργότερα ο Ιουστινιανός του ανέθεσε την ανοικοδόμηση του τρούλου της Αγίας του Θεού Σοφίας, όταν αυτός έπεσε μετά από τον σεισμό του 557. Έτσι, θείος και ανιψιός από την ελληνικότατη Μίλητο συνδέθηκαν με το μεγαλύτερο μνημείο του ορθόδοξου κόσμου. Σκέψου όμως πόση σημασία έδινε ο Ιουστινιανός σε εκείνη τη μοναχική και τόσο μακρινή, την παραμεθόριο και παρευφράτειο Ζηνοβία, για να στείλει από την πρωτεύουσα δύο άριστους αρχιτέκτονες (μηχανοποιούς, τους λέει ο Προκόπιος).
Η Ερυθρά Θάλασσα ήταν η άλλη επιλογή για τα πλοία που έρχονταν φορτωμένα με ασιατικά προϊόντα, τα οποία προορίζονταν για τις αγορές της Μεσογείου. Στις κινεζικές πηγές, μάλιστα, υπάρχουν αναφορές σε κάποιο λιμάνι Λου Κομ (ή κάπως έτσι). Οι μελετητές πιστεύουν ότι πρόκειται για τη Λευκή Κώμη, λιμάνι στην ασπριδερή παραλία της Αραβικής Χερσονήσου στα ανατολικά της Ερυθράς Θάλασσας. Έχουμε μέλλον, λοιπόν.
Αλλά πριν αφήσουμε τον Κόλπο, έχουμε αναλάβει την υποχρέωση να πούμε δυο λόγια για το υπερσύγχρονο ιρανικό λιμάνι Bandar Abbas, την κεντρικότερη έξοδο του Ιράν στον Κόλπο, στο Στενό του Ορμούζ και τους ασιατικούς ωκεανούς. Αυτό το λιμάνι στην αλίμενη ακτογραμμή ονομαζόταν μέχρι το 1614 «Gameroon» ή και κάποιες κοντινές παραλλαγές. Όταν μάλιστα κατέλαβαν οι Πορτογάλοι αποικιστές τα διάφορα στρατηγικά σημεία στον Περσικό –πιστεύω ότι όλοι θυμόμαστε κάτι, έστω στο θολό βάθος της σχολικής μνήμης σχετικά με την επέκταση των Πορτογάλων ποντοπόρων προς τις μεγάλες πλουτοφόρες πηγές της Ασίας–, ονόμασαν Comorão το περσικό Γκαμερούν. Τι μας νοιάζουν εμάς αυτά; Εξηγώ.
Πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι και οι διάφορες περσικές παραλλαγές και η αρκετά τραβηγμένη πορτογαλική είναι παραφθορά του βυζαντινού κομμέρκιον. Η λέξη έρχεται από το λατινικό commercium (εμπόριο / commerce). Οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν κομμέρκια τους τελωνειακούς σταθμούς, είτε στα σύνορα της Αυτοκρατορίας είτε εντός της βυζαντινής επικράτειας, αλλά και ορισμένα από τα προϊόντα – τα κομμέρκια – ενώ κομμερκιάριος ήταν ο ανώτερος τελωνειακός υπάλληλος. Υποθέτουμε, λοιπόν, ότι το περσικό Γκαμερούν ή κάτι σχετικό είναι παραφθορά κάποιου πρωτοβυζαντινού τελωνείου, commercium portorium, που λειτουργούσε εδώ, ανάμεσα στο Στενό του Ορμούζ και τον Περσικό Κόλπο. Τον πρώτο καιρό, μετά τους δασμούς στις εισαγωγές, πληρωνόταν και η «οκτάβα» ο φόρος 12,5% επί της αξίας των εμπορευμάτων. Αγκομαχούσαν οι εμπορευόμενοι. Ώσπου καταργήθηκε η οκτάβα (το ένα όγδοο του κόστους εξ ου και η ονομασία) και αντικαταστάθηκε με τη δεκάτη, το 10% επί της αξίας. Θα χάρηκαν και οι καρχαρίες στον Περσικό. Στο φτερό του καρχαρία χόρεψε αιώνες αργότερα ο μέγας Σαχ Αμπάς όταν ανακατέλαβε το υπό πορτογαλική κατοχή Comorão. Φυσικό ήταν να του δώσει το όνομά του: Bandar, που θα πει λιμάνι, Abbas. Έκτοτε έμεινε η ονομασία που έδωσε ο τρανός ηγεμόνας της περσικής δυναστείας των Σαφαβιδών. Οι Βυζαντινοί είχαν χάσει προ καιρού τον σημαντικό τελωνειακό τους σταθμό.
[Αλλά θα ήθελα να αναφέρω δύο καθηγήτριες Βυζαντινής Ιστορίας σε ανώτατα ιδρύματα της Γαλλίας, οι οποίες μελέτησαν σε βάθος πριν από πολλά χρόνια τη Θαλασσινή Ιστορία του Βυζαντίου και τα Βυζαντινά Τελωνεία, θαλάσσια και χερσαία. Είναι η αείμνηστη Ελένη Αντωνιάδου-Μπιμπίκου (« Recherches sur les Douanes à Byzance: l’«octava», le «kommerkion» et les commerciaires » 1963, και « Études d’histoire maritime de Byzance: à propos du ‘Thème des Carabisiens’» 1966) και, την ίδια εποχή, η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ («Byzance et la mer», 1966). Μολονότι εμπλουτίστηκε σημαντικά η σχετική επιστημονική βιβλιογραφία, το έργο τους παραμένει θεμελιώδες σε αυτόν τον τομέα της έρευνας.]
Με την ελπίδα οι πολλοί χάρτες να βοηθήσουν την πλοήγηση, Μαριάννα Κορομηλά, 24 Ιανουαρίου 2024