Γράφει ο Βασίλειος Νικόλτσιος
Λίγοι ίσως γνωρίζουν στη Θεσσαλονίκη το λόγο για τον οποίο στήθηκε δίπλα στο Λευκό Πύργο η μαρμάρινη προτομή του Ναυάρχου Νικόλαου Βότση (Υποπλοιάρχου το 1912). Ο Βότσης με το βλέμμα του καρφωμένο προς το λιμενοβραχίονα της Θεσσαλονίκης θα ατενίζει αιώνια το σημείο έξω από το λιμάνι, όπου βύθιζε στις 18 Οκτωβρίου του 1912 με ριψοκίνδυνη ενέργεια την τουρκική θωρηκτή κορβέτα «Φετχί Μπουλέντ».
Ο Υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης (1877-1931), Υδραίος στην καταγωγή ήταν γιος του Ιατρού Βότση και εγγονός του Νικολάου Βότση υποπλοιάρχου στον «Άρη» του Αναστασίου Τσαμαδού στη ναυμαχία της Σφακτηρίας (1825). Φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (1892-6), πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 πάνω στο θωρηκτό «Ύδρα» και αργότερα μετεκπαιδεύτηκε στο γαλλικό ναυτικό. Πανύψηλος, κομψός με αδρά και ευγενή χαρακτηριστικά, κοσμοπολίτης ήταν γνωστότατος στα αθηναϊκά σαλόνια.
Ο Υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης (1877-1931), Υδραίος στην καταγωγή ήταν γιος του Ιατρού Βότση και εγγονός του Νικολάου Βότση υποπλοιάρχου στον «Άρη» του Αναστασίου Τσαμαδού στη ναυμαχία της Σφακτηρίας (1825). Φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (1892-6), πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 πάνω στο θωρηκτό «Ύδρα» και αργότερα μετεκπαιδεύτηκε στο γαλλικό ναυτικό. Πανύψηλος, κομψός με αδρά και ευγενή χαρακτηριστικά, κοσμοπολίτης ήταν γνωστότατος στα αθηναϊκά σαλόνια.
Είναι γνωστό ότι ο Υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης, Κυβερνήτης του τορπιλοβόλου 11, επιδίωξε ο ίδιος συστηματικά την έγκριση μιας ριψοκίνδυνης αποστολής που θα του χάριζε τη διάκριση. Ανησυχώντας ότι δεν θα συμμετάσχει στις επιχειρήσεις, έγραψε ιδιοχείρως στον θείο του Ναύαρχο Κουντουριώτη, ζητώντας του την άδεια για μια ριψοκίνδυνη αποστολή, είτε στα Δαρδανέλια, είτε στη Σμύρνη, είτε στη Θεσσαλονίκη. Υποστήριξε ότι το ενδεχόμενο κόστος της απώλειας ενός παλαιού τορπιλοβόλου θα ήταν ασήμαντο εμπρός στην τεράστια ηθική σημασία μιας επιτυχίας εντός τουρκικού λιμανιού.
Το τορπιλοβόλο 11, εκτοπίσματος 85 τόνων και μήκους 37,5 μέτρων, με βύθισμα 2 μέτρων και μηχανή δύναμης 1.000 ίππων κατασκευάστηκε το 1885 μαζί με άλλα πέντε αδελφά σκάφη. Ένα από αυτά καταστράφηκε το 1900 από έκρηξη του λέβητα. Τα υπόλοιπα αναλεβητώθηκαν το 1901 και αργότερα επανεξοπλίστηκαν με ένα ταχυβόλο Κανέ των 27 χιλ., ένα πολυβόλο Νόρδενφελτ και τρεις τορπιλοβόλους σωλήνες των 360 χιλ. Το βεληνεκές των τορπιλών τους ήταν 400 μέτρα.
Το τορπιλοβόλο 11 ήταν επανδρωμένο με πλήρωμα που είχε επιλέξει ο ίδιος ο Βότσης. Ύπαρχος ήταν ο σημαιοφόρος Δημήτριος Χατζίσκος από τη Λαμία. Το υπόλοιπο πλήρωμα αποτελούσαν οι Θεόδωρος Σούγκρας, κελευστής μηχανικός από την Αθήνα, οι υποκελευστές μηχανικοί Κανέλλος Αλιφαντής από τον Πειραιά, Γιακουμής Γιακουμής από την Χαλκίδα και Ανδρέας Λαζάρου από τη Σαλαμίνα, Γεώργιος Κυράγγελος, δίοπος μηχανικός από την Πάτρα, Γεώργιος Λεμονής, ναύτης μηχανικός από το Τρίκερι, οι ναύτες θερμαστές Κωνσταντίνος Γαλιάτσος, Αχιλλέας Ασλάνογλου και Γεώργιος Ψαρός – και οι τρεις από την Άνδρο – και Γεώργιος Κακλής από τις Μηλιές του Πηλίου, Λεωνίδας Αδριανός, δίοπος οπλίτης από τη Σαλαμίνα, οι ναύτες αρμένων Δημήτριος Κοκκινοπάνης και Σπύρος Πετρίτης από την Αίγινα, οι ναύτες πυροβολητές Αλέξανδρος Λαγουρός από την Τήνο και Βασίλειος Κουμπενάς από την Αίγινα, Θωμάς Μπήτρος, ναύτης εσχαρεύς από την Αίγινα, Δημήτριος Δασίτης, δίοπος τεχνίτης από την Αθήνα, οι ναύτες τορπιλητές Γεώργιος Καμπανάρος από το Λαύριο, Δημήτριος Ελευσινιώτης από τη Σαλαμίνα, Γεώργιος Θεοχάρης από το Κορωπί και Νικόλαος Μιταφιτζής από το Βόλο, Σταύρος Βλαχάκης, ναύτης οιακιστής από την Άνδρο, οι ναύτες καταστρώματος Δημήτριος Μαλτέζος από την Αίγινα, Εμμανουήλ Κατσουδάκης από τη Μήλο και Σαράντος Καραδήμας από τον Πόρο.
Με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Νικόλαο Βότση, το 11, αμέσως μετά την επιθεώρηση του στόλου από τον βασιλέα Γεώργιο και την κυβέρνηση, απέπλευσε μαζί με το Νο 15 προς το ακρωτήριο Μαλέας της Πελοποννήσου, για να συνοδεύσει το αγγλικό φορτηγό «Βοσνία», που μετέφερε πυρομαχικά του στόλου. Κατόπιν τα δύο τορπιλοβόλα στάλθηκαν στη Σκιάθο, όπου συνάντησαν το παλιό ναρκοβόλο «Κανάρης», που χρησιμοποιούνταν ως πλοίο εφοδιασμού, και τη ναρκοθέτιδα «Άρης».
Στη συνέχεια τα τορπιλοβόλα 11 και 15 διατάχθηκαν να απομακρύνουν όλα τα ιστιοφόρα από το Θερμαϊκό και να αναμείνουν τον κατάπλου του οπλιταγωγού «Σφακτηρία», για να υποστηρίξουν την αποβίβαση πολεμοφοδίων και στρατού στο Ελευθεροχώρι της Κατερίνης. Η εκτέλεση της αποστολής έφερε το Βότση έξω από τον κόλπο της Θεσσαλονίκης και μεγάλωσε τον πειρασμό του για διείσδυση. Τηλεγράφησε στις 15 Οκτωβρίου, ζητώντας άδεια για την επιχείρηση από το υπουργείο Ναυτικών. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 16ης ήρθε η υπουργική απάντηση «Εκτελέσατε επίθεσιν κατά του εν Θεσσαλονίκη ορμούντος Τουρκικού πλοίου».
Η τολμηρή επιχείρηση υλοποιήθηκε το βράδυ της 18ης προς 19η Οκτωβρίου 1912, αφού έγινε η απόβαση στο Ελευθεροχώρι. Το 11 στρατολόγησε δύο ψαράδες ως πλοηγούς και μετά τις εννέα το βράδυ απέπλευσε με τα φώτα σβηστά. Παρέκαμψε το ναρκοπέδιο στις αβαθείς εκβολές του Αξιού, στηριζόμενος και στο μικρό βύθισμα του τορπιλοβόλου (2 μέτρα) και κατευθύνθηκε προς το Μεγάλο Έμβολο (Καρά-μπουρούν, ή Καραμπουρνού όπως συνηθίζεται), από όπου ο τεράστιος ηλεκτρικός προβολέας σάρωνε τον κόλπο της Θεσσαλονίκης. Η επίθεση αποφασίστηκε να γίνει από τα ανατολικά για να αποφευχθεί κάθε πιθανότητα τορπιλισμού των δύο ξένων πολεμικών που ναυλοχούσαν στο λιμάνι. Στο ύψος του Μικρού Εμβόλου ετοιμάστηκαν οι τορπιλοσωλήνες. Το 11 πλησίασε απαρατήρητο το λιμάνι, ενώ τη σελήνη σκέπαζαν σύννεφα. Είδε το στόχο του στα 150 μέτρα και σταμάτησε. Τορπίλισε το «Φετχί Μπουλέντ» στις 11.35΄ με δύο τορπίλες που ρίφθηκαν από το τορπιλοβόλο Νο 11 με διαφορά μερικών δευτερολέπτων. Αμέσως μετά ο Βότσης διέταξε κίνηση μπρος τα πίσω για να αποφύγει ενδεχόμενη ζημιά του σκάφους του που θα προκαλούσε η έκρηξη των τορπιλών. Από φόβο μήπως δεν ευστοχήσουν οι δύο τορπίλες έριξε και την τρίτη τορπίλη του εναντίον του τουρκικού πλοίου, αλλά επειδή τη στιγμή της ρίψης το σκάφος του έκανε ελιγμό, η τρίτη τορπίλη δεν βρήκε τον στόχο της και έπεσε στο λιμενοβραχίονα.
Να πως περιγράφει το γεγονός της ανατίναξης ο Κενάν Μεσσαρέ, γιος και υπασπιστής του Τούρκου Αρχιστρατήγου Χασάν Ταχσίν πασά που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη:
«Εκεί που συζητούσαμεν ήσυχα – ήσυχα, παρουσία και του Φρουράρχου η συνομιλία μας διεκόπη από ένα εκκωφαντικό και τρομακτικό κρότο που εδόνησε όλη την πόλη. Το Διοικητήριο ετράνταξε….ήταν δε τέτοια η κατάπληξή μας και το ξάφνιασμα, που εμείναμε όλοι με το στόμα ανοικτό και την πνοή κρατημένη. Καμιά πυριταδαποθήκη θα ανετινάχθη, σκέφθηκα προς στιγμήν, αλλά αντήχησε το κουδούνισμα του τηλεφώνου και έστριψα τα μάτια μου προς το γραφείο του Βαλή. Εκείνος άρπαξε το ακουστικό και συγκρατήσας μία κραυγή, με μάτια κλειστά και κάτωχρος, ψιθύρησε: ετορπιλίσθη το «Φετχί Μπουλέντ»…. και λέγων αυτά έμεινε ακίνητος, κοιτάζοντας τώρα σχεδόν σαν τρελός, το ακουστικό που κρατούσε ακόμα στα χέρια του…»
Το 11 μετά τον τορπιλισμό γλίστρησε έξω από τον κόλπο χωρίς καν να το εντοπίσουν οι δύο προβολείς του Καρα-μπουρούν (γιατί εν τω μεταξύ μετά την έκρηξη άναψε και ανίχνευε και ο δεύτερος προβολέας). Όπως το είχε υποσχεθεί στους ναύτες του ο Βότσης, κατά την έξοδο, έριξε μια βολή προς το φρούριο του Καραμπουρνού με το ταχυβόλο του από τα 2.500 μέτρα, με καθαρά συμβολική σημασία: το ελληνικό ναυτικό είχε την άνεση να κινείται όπου και όπως ήθελε. Η ευστοχία και η επιτυχία, δεδομένων των συνθηκών, ήταν απίστευτη. Ασχέτως της πραγματικής μαχητικής ικανότητας του τουρκικού πλοίου, το κατόρθωμα είχε τεράστια συμβολική σημασία και ανάλογη επίπτωση στο ηθικό του αντιπάλου. Ήταν ο καλύτερος οιωνός για τη μάχη των Γιαννιτσών που ξεκινούσε το πρωί της επομένης και οδήγησε στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Το λαμπρό κατόρθωμα έγινε αμέσως γνωστό στην Αθήνα με το κάτωθι τηλεγράφημα που έστειλε ο Βότσης από την Κατερίνη:
«Υπουργείον Ναυτικών
(λίαν επείγον) Αθήνας
11.35 εσπέρας. Χθες Πέμπτην ετορπιλίσαμεν επιτυχώς εις τον λιμένα Θεσσαλονίκης τουρκικόν θωρηκτόν «Φετχί Μπουλέντ». Πλοίον βυθιζόμενον έκλινε δεξιά. Πλήρωμα κ πλοίον ημών αβλαβή.
Κυβερνήτης 11
Βότσης»
Η θωρηκτή κορβέτα «Φετχί Μπουλέντ» (=σπουδαίο ή λαμπρό επίτευγμα) είχε ναυπηγηθεί στη Βρετανία το 1872, είχε λάβει μέρος στις επιχειρήσεις του ρωσοτουρκικού πολέμου το 1877 και είχε μετασκευαστεί στην Κωνσταντινούπολη το 1907. Το πλοίο διέθετε τέσσερα πυροβόλα των 150 χιλ., τέσσερα των 75 χιλ. και τέσσερα των 57 χιλ. Τα βαρέα τηλεβόλα του, κατασκευής Κρουπ (παραγγελίας μάλλον του 1900), μεταφέρθηκαν στην οχύρωση του Καραμπουρνού, κατά τον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο (1911). Επομένως, κατά την έκρηξη του Βαλκανικού Πολέμου το τουρκικό πλοίο διέθετε μόνον τα πυροβόλα των 75 χιλ. και των 57 χιλ. και πλήρωμα 127 ανδρών. Ο μερικός αφοπλισμός του ήταν γνωστός στο Βότση, μέσω του πρώην ναυτικού ακολούθου της ελληνικής Πρεσβείας Κωνσταντινουπόλεως, του Αντωνίου Κριεζή αλλά όχι απόλυτα καθησυχαστικός. Το πλοίο δεν θα μπορούσε να προσβάλλει τον ελληνικό στρατό από θαλάσσης και να συμβάλλει στην άμυνα της Θεσσαλονίκης, αλλά, αν απέπλεε στο Αιγαίο – όπως σύμφωνα με μια πληροφορία σχεδιαζόταν – τότε θα αποτελούσε, όπως και το «Χαμιντιέ», μια ανεξέλεγκτη απειλή για τα ελληνικά παράλια. Kaτά τον τορπιλισμό του πνίγηκαν 13 ναύτες και ο Ιμάμης του καραβιού.
Το κατάρτι του τοποθετήθηκε σαν ιστός σημαίας στο Λευκό Πύργο (Σ.Σ. Δυστυχώς δεν σώζεται σήμερα). Η σημαία του φυλάσσεται στο Ιστορικό – Εθνολογικό Μουσείο της Αθήνας, ενώ θυρεοί του πλοίου εκτίθενται στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας στον Πειραιά. Σημαντικός αριθμός αντικειμένων του πλοίου έχουν ανασυρθεί και φυλάσσονται στη Ναυτική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος και στο Μουσείο Λιτοχώρου. Το «Φετχί Μπουλέντ» παραμένει μισοβυθισμένο μέσα στη λάσπη του Θερμαϊκού.
Μετά το θρυλικό κατόρθωμά του στη Θεσσαλονίκη ο Βότσης συμμετείχε σε όλους τους πολέμους που ακολούθησαν. Συμμετείχε στο κίνημα της Εθνικής ‘Αμυνας το 1917 στη Θεσσαλονίκη. Το 1920 τοποθετήθηκε κυβερνήτης του θωρηκτού «Κιλκίς» και το 1921 διορίστηκε Ύπατος Αρμοστής Κωνσταντινουπόλεως. Το 1922, κυβερνώντας το θωρηκτό «Λήμνος», πήρε μέρος στην εκκένωση της Μικράς Ασίας. Αντίθετος προς την Επανάσταση του 1922, παραιτήθηκε λίγο αργότερα με το βαθμό του υποναυάρχου σε ηλικία 45 χρονών. Το όνομά του φέρει σήμερα συνοικία του Δήμου Καλαμαριάς στη Θεσσαλονίκη και πυραυλάκατος του Πολεμικού Ναυτικού
Το τορπιλοβόλο Νο 11 βυθίστηκε στις 23 Απριλίου 1913 στον όρμο του Μούδρου χωρίς ευτυχώς να υπάρξουν θύματα, λόγω προσαράξεως εξαιτίας σφοδρής κακοκαιρίας. Το 1918 ανελκύστηκε και μετατράπηκε σε υδροφόρο. Παροπλίστηκε το 1920. Το ιστορικό πυροβόλο του εκτίθεται στο Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Ύδρας μαζί με τη σημαία του.
Το Πολεμικό μας Ναυτικό στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων με τις δύο κρίσιμες ναυμαχίες, της «Έλλης» στις 3 Δεκεμβρίου 1912, έξω από τα στενά του Ελλησπόντου, και της «Λήμνου» στις 5 Ιανουαρίου 1913, λίγο νοτιότερα, με τις δύο τολμηρές καταδρομικές επιχειρήσεις στα λιμάνια της Θεσσαλονίκης και των Κυδωνιών, με πρωτοπόρες επιχειρήσεις υποβρυχιακού πολέμου και αεροναυτικής συνεργασίας και με την απελευθέρωση των ελληνικών νησιών του Βορείου Αιγαίου, είχε γράψει τη δική του εποποιία.