- ThePlus Audio
Γράφει η Δρ. Στέλλα Α. Χρυσοχόου
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ξεκίνησα να συλλέγω παλαιούς χάρτες του Ελλαδικού χώρου (μέσα 16ου – μέσα 19ου αι.) από την δεκαετία του 1980, γοητευμένη από τα υπέροχα χρώματά τους και από τα …άπειρα χαρτογραφικά τους λάθη. Ένας ολόκληρος κόσμος –μαγικός στην κυριολεξία– ανοίχτηκε μπροστά στα μάτια μου προσφέροντάς μου πάμπολλες γνώσεις, υψηλή αισθητική απόλαυση και, κυρίως, καινοφανείς όψεις των γεγονότων. Ένας παλαιός χάρτης έχοντας έστω και λάθη στα περιγράμματά του, επειδή είναι εικόνα αντικαθιστά χίλιες λέξεις. Ως παράγωγο μαθηματικής και γεωμετρικής διεργασίας αποτελεί ισχυρό τεκμήριο. Και επειδή την γαία μετρά (γεω-μετρία) και την γαία γράφει (γεω-γραφία) θεμελιώνει την χαρτογραφία, πολύτιμο αρωγό της έρευνας, της άμυνας και των ταξιδιών, ιδίως στη θάλασσα.
Άθελά μου, λοιπόν, βρέθηκα από εκείνα τα χρόνια να μελετώ Ιστορία της Χαρτογραφίας χωρίς να το ξέρω και χωρίς να το επιδιώξω. Ανακάλυψα έτσι έναν πολυτιμότατο αρωγό της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας, με προεξάρχουσες τις περιοχές που βρέθηκαν στα χέρια της «θαλασσοκρατήσασας» Βενετίας, κυρίως από τον 15ο έως τον 18ο αιώνα. Αυτής της μικροσκοπικής πολιτείας στον μυχό της Αδριατικής, που θυμίζει ένα μεγάλο S γύρω από το Canale Grande και κατρακυλά σερπαντίνα σωστή προς τις ακτές της Αδριατικής, αγκαλιάζει το Ιόνιο, την δυτική Πελοπόννησο, καταλήγοντας στη Κρήτη. Χάρτες, και τοπογραφικά σχέδια εικονογραφούν την Κρήτη, την Πελοπόννησο, και επιπλέον κτηματολόγια την Πελοπόννησο και τα Ιόνια νησιά.
Με προεξάρχοντες τους χάρτες της Κρήτης του 16ου και 17ου αιώνα και της Πελοποννήσου του 18ου, η εικόνα του χώρου έγινε σαφέστερη. Οι χάρτες της Κρήτης παρουσιάζουν το αμετάβλητο της μορφής των οικισμών για αιώνες, επιβεβαιώνοντας τα φιλολογικά και ιστορικά κείμενα. Οι χάρτες της Πελοποννήσου δείχνουν τις πληθυσμιακές μετακινήσεις και τους νέους οικισμούς, και τον ευάλωτο χαρακτήρα της άμυνας της χερσονήσου. Τα κτηματολόγια παρουσιάζουν την σύνθεση και τα ονόματα του πληθυσμού, τις καλλιέργειες της γης, τις πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες, την εύρεση ή ταύτιση αρχαίων και μεσαιωνικών οικισμών.
Από τα χαρτογραφικά πρωτόλεια των Isolarii του Αιγαίου τον 15ο και 16ο αιώνα, μέχρι τα αριστουργηματικά κτηματογραφικά σχέδια της Κέρκυρας τον 18ο, οι Βενετοί, σχεδίασαν τον ωραιότερο χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου, έχοντας ως βασική αρχή του Διοικείν την πλήρη γνώση των εδαφών των εκάστοτε κτήσεων.
Θα ήταν ευχής έργον τα πολύτιμα αυτά πληροφοριακά στοιχεία, που παρέχονται με τόση αφθονία από τους βενετσιάνικους χάρτες να μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην ανωτάτη εκπαίδευση των ελληνικών και διεθνών πανεπιστημίων και λοιπών πνευματικών ιδρυμάτων. Όχι μόνον για τις γνώσεις, αλλά και για το υψηλό αισθητικό επίπεδο των χαρτογραφικών και τοπογραφικών τους απεικονίσεων1Θερμότατες είναι οι ευχαριστίες μου στον φίλο, Γιώργο Μαραγκουδάκη, για την φωτογράφηση των χαρτών.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
KΡHTH
Οι Βενετοί βρέθηκαν στην Κρήτη μετά το τέλος της Δ΄ Σταυροφορίας από το 1211, παραλαμβάνοντας την από τον κόμητα της Μάλτας Enrico Pescatore. Άνθρωποι της θάλασσας από νοοτροπία και ανάγκη αδιαφόρησαν για τις στεριανές κτήσεις και τα εύφορα εδάφη της προς διαμελισμό Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και επικεντρώθηκαν στα παράλια και στα νησιά.
Η Κρήτη έγινε ο πιο λατρευτός τους τόπος, το Βασίλειό τους στα θαλασσινά ταξίδια και το εμπόριο, με δική του Αναγέννηση, στα γράμματα και στις τέχνες με γλώσσα λαμπρή ελληνική, που μαγεύει το άκουσμά της.
Έκτισαν και συντήρησαν τα καστέλια γύρω από το νησί φροντίζοντας την άμυνά του. Από τα μέσα του 15ου αιώνα με την χρήση της πυρίτιδας αντικατέστησαν το παλαιό Βυζαντινό αμυντικό σύστημα των υψηλών φρουρίων με το προμαχωνικό σύστημα (fronte bastionato). Έξοχα παραδείγματα αποτελούν τα τείχη του Χάνδακα /Candia, του Ρεθύμνου /Rettimo, των Χανίων /Canea. Βλ. τις εικόνες 3, 4, και 5.
Πρώτιστο καθήκον των Βενετών για την άμυνά τους στάθηκε η πλήρης γνώση του τόπου και η αποτύπωση του. Έτσι το 1538 ένας ανώνυμος Βενετός μηχανικός παραδίδει τον, έως τώρα θεωρούμενο, πρώτο τοπογραφικό χάρτη της Κρήτης, διαστάσεων 15.5×49 εκ. Ο χάρτης είναι έγχρωμος, γεωφυσικός και αναγράφονται τα παράλια τοπωνύμια όπως γίνεται και στους πορτολάνους χάρτες. Σε όλη την επιφάνειά του διακρίνεται εσχάρα με τετράγωνα διαστάσεων 1.8×1.8 εκ, που σημαίνει ή ότι αντιγράφει άλλον προγενέστερο χάρτη, ή ότι τον έχουν αντιγράψει2Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, Βενετία, Mss It. VI. 118 (10039), TAV. 14˙ A. Ratti, “I cartografi di Creta nati o residenti nell’isola”, Πεπραγμένα Ε΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. 2oς (Ηράκλειο, 1985), 332-333˙ Στέλλα Χρυσοχόου, “Η χαρτογράφηση της Κρήτης από τα βυζαντινά χειρόγραφα της Πτολεμαϊκής Γεωγραφίας έως τους έντυπους χάρτες του 18ου αιώνα”, Κρητολογικά Γράμματα, 19 (1999-2000), 69..
Τα έτη 1562 και 1563 ο Κρητικός καπετάνιος και χαρτογράφος Giorgio Sideri Calapoda3Μαρία Κωνσταντουδάκη, “Dominikos Théotokopoulos (El Greco) de Candie à Venise. Documents inédits (1566-1568)”, Θησαυρίσματα, 12 (1975), 305-308˙ Κρίστα Παναγιωτοπούλου, “Έλληνες ναυτικοί και πλοιοκτήτες από τα παλαιότερα οικονομικά βιβλία της Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας (1536-1576)”, Θησαυρίσματα, 11 (1974), 308, 316˙ Ν. Παναγιωτάκης, “Η Κρητική περίοδος της ζωής του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Παλαιές και νέες μαρτυρίες”, Αφιέρωμα στον Νίκο Σβορώνο, τ. 2ος (Ρέθυμνο, 1986), 27˙ A. Ratti, Paola Ratti-Vidoli, “Giorgio Sideri Calapoda, cartografo Cretese del Cinquecento”, Θησαυρίσματα 21 (1991), 347-357˙ Ratti, ό. π. 333-334. R.V. Tooley, Maps and Map-makers (Λονδίνο 1987), 16˙ Στέλλα Χρυσοχόου, ό. π. 61-65. στηριγμένος, προφανώς, στα περιγράμματα του ανωνύμου Βενετού, παραλαμβάνει τη σκυτάλη και παραδίδει τρεις χάρτες της Κρήτης, αισθητικά αριστουργήματα, τα οποία υπέγραψε ως, Georgio Sideri dicto Calapoda Cretensis (ΕΙΚ. 1)
Ο παλαιότερος και ωραιότερος όλων είναι περγαμηνός διαστάσεων 1.42×63.5 εκ. και φυλάσσεται στο Μουσείο Civico Correr της Βενετίας. Είναι δε κατάμεστος με τα τοπωνύμια της γενέτειράς του, κυρίως στο εσωτερικό του νησιού. Ο χάρτης αυτός είναι ο πρώτος τοπογραφικός ο οποίος ξεφεύγει, από τη παράδοση των πορτολάνων χαρτών παύοντας να σημειώνει μόνον τα παράλια τοπωνύμια. Το πολύ σημαντικό αυτό γεγονός, αποδεικνύει τις άριστες τοπογραφικές γνώσεις του Sideri Calapoda, εφ’ όσον τα τοπωνύμια είναι στη σωστή, ως προς τις συντεταγμένες τους, θέση. Οι δύο άλλοι χάρτες, με μικρότερες διαστάσεις, βρίσκονται σε δύο ναυτικούς άτλαντες, οι οποίοι φυλάσσονται ο μεν πρώτος στη Βρεταννική Βιβλιοθήκη, ο δε δεύτερος στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και οι δύο αντιγράφουν τον χάρτη του Μουσείου Correr σε γενικευμένη μορφή και υπό σμίκρυνση4Georgio Sideri Calapoda, La Isola de Candia, Museo Civico Correr, Βενετία, Portolani 9. Πρβλ. Ratti και Ratti-Vidoli, ό.π., 351˙ Eugenia Bevilacqua (επιμέλεια), Le immagini dell’Isola di Creta nella Cartografia Istorica. Raccolte e Illustrate da Antonio Ratti (Βενετία, 1997), 45, 77˙ Χρύσα Μαλτέζου (επιστημονική επιμέλεια), Η Βενετία των Ελλήνων. Η Ελλάδα των Βενετών (Αθήνα, 1999), 103˙ Georgio Sideri dicto Calapoda, La Isola de Candia, Βρετανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο, Ms Egerton 2856, 1562, φ. 11v˙ Georgio Sideri dicto Calapoda, La Isola de Candia, Mαρκιανή Βιβλιοθήκη, Βενετία, Συλλογή Zeno, Mss It. IV 148 (5451), 1563, φ. 11r..
Στις αρχές του 17ου αιώνα και για 40 χρόνια ο εξαίρετος μηχανικός Francesco Basilicata σφραγίζει με το έργο του την τοπογραφία της Κρήτης. Το έτος 1612 παραδίδει τον πρώτο από τους έξι δικούς του χάρτες της Κρήτης, διαστάσεων 32.2×74.4 εκ., συνοδεύοντάς τον με 51 πίνακες των ακτών, των λιμένων, των σημαντικών πόλεων, των νησίδων, των καστελλιών5Βρεταννική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο, Map K. Top. CXIII, 104.6. Tab. 6, 1612˙ G. Gerola, Monumenti Veneti dell’Isola di Creta (Βενετία, 1905), τ. 1ος, μέρ. 1ον, 46-47, 132˙ Ν. Παναγιωτάκης, “Τα χωρογραφικά σχεδιάσματα του F. Basilicata” στο: Το Βασίλειον της Κρήτης, Cretae Regnum: Francesco Basilicata 1618, Εισαγωγή, κείμενα, επιμέλεια Βάσω Δανέζη-Λαμπρινού (Ηράκλειον, 1994), 11-14˙ Elisabeth Clutton, “Some Seventeenth Century Images of Crete: A Comparative Analysis of the Manuscript Maps by Francesco Basilicata and the Printed Maps by Marco Boschini”, Imago Mundi 34 (1982), 48-65..
Το 1638 παραδίδει το τελευταίο χειρόγραφό του, αυτό της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Μπολώνιας6F. Basilicata, Regno, territori, città, fortezze, castelli, porti, ridotti, spiaggie, et campagne principali di Candia, Δημοτική Βιβλιοθήκη Μπολώνια, Mss. A 2849, Regno di Candia, 1638, φ. 6˙ Gerola, ό. π., 1917, τ. 3ος, 42, σημ. 4 και τ. 4ος (Βενετία, 1932), 605., κλείνοντας την γονιμότατη και ακαταπόνητη παρουσία του στην Κρήτη, με τουλάχιστον 250 σχέδια και χάρτες (ΕΙΚ. 2). Το Βασίλειον της Κρήτης (Regno di Candia) υπήρξε και δικό του βασίλειο. Στο τελευταίο του χειρόγραφο εκτός από τον πλήρη χάρτη περιέχονται άλλοι τέσσερεις μικρότεροι, που αποτυπώνουν με κάθε λεπτομέρεια τις τέσσερεις επαρχίες (territorii) της Κρήτης7Ό. π. Territorio della Canea, φ. 8, Territorio di Rettimo, φ. 10, Territorio di Candia, φ. 12, Territorio di Settia, φ. 14..
Όπως έχει τεκμηριωθεί από τις νεώτερες έρευνες στη Βενετία τα τελευταία 40 χρόνια, η Κρήτη ήταν για τους θαλασσοκρατούντες Βενετούς σημαντικώτατη για τέσσερεις ολόκληρους αιώνες (1211-1669). Και αγωνίστηκαν με νύχια και με δόντια να την κρατήσουν όπως αποδεικνύει η, για σχεδόν 24 χρόνια, (1645 – 1669) πολιορκία του Χάνδακα από τους Τούρκους. Ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια πολιορκία κάστρου στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Όλος ο 17ος αιώνας υπήρξε εξαιρετικά κρίσιμος για την άμυνα της Κρήτης. Αφού ετελείωσαν οι εργασίες κατασκευής των νέων τειχών σύμφωνα με το προμαχωνικό σύστημα που εξασφάλιζε την επαρκή προστασία από το καινούργιο όπλο, την πυρίτιδα8Ιωάννα Στεριώτου, Οι Βενετικές οχυρώσεις του Ρεθύμνου (1540-1646), Συμβολή στην φρουριακή αρχιτεκτονική του 16ου και του 17ου αιώνα (Αθήνα, 1992)˙ Τα Βενετικά τείχη του Χάνδακα (τον 16ο και τον 17ο αι.) (Το ιστορικό της κατασκευής τους σύμφωνα με βενετικές αρχειακές πηγές), (Ηράκλειον, 1998)˙ Χρυσούλα Τζομπανάκη, Χάνδακας. Η πόλη και τα τείχη (Ηράκλειο, 1996)., το ενδιαφέρον της διοικήσεως επικεντρώθηκε στον έλεγχο των ακτών και των νησίδων, κυρίως των ευάλωτων βορείων παραλίων, που παρείχαν εύκολη πρόσβαση στο νησί. Πολλοί μηχανικοί (Angelo Oddi, Francesco Basilicata, Zorzi Corner, Raffael Monanni, Hercole Nanni οι πιο σημαντικοί), βρέθηκαν να αποτυπώνουν το κάθε τι με λεπτομέρεια και περισσότερα από 1.000 σχέδια παρουσιάζουν ανάγλυφα την Κρήτη και την αγωνία όλων των κατοίκων Κρητών και Βενετών. Μελετώντας τα σχέδια αυτά έμεινα έκθαμβη όχι μόνο από την ποιότητα και την αισθητική τους, αλλά, κυρίως, για τον αγώνα των τοπογράφων μηχανικών που περιπολούσαν τις ακτές και τις νησίδες χειμώνα καλοκαίρι. Ανεβοκατέβαιναν τα βουνά ελέγχοντας τις φρυκτωρίες και τους αμυντικούς πύργους. Ξαναέχτιζαν τα γκρεμισμένα από τη θάλασσα νεώρια και επισκεύαζαν τους προμαχώνες (bastione) στον Χάνδακα, στα Χανιά, στο Ρέθυμνο, στη Σητεία στην Ιεράπετρα, στο Παλαιόκαστρο, στους Καλούς Λιμνιώνες και στις νησίδες της Γραμβούσας, των Αγίων Θεοδώρων, της Σούδας, της Ντίας, της Σπιναλόγγας, της Γαύδου. Ο μηχανικός Raffael Monanni αναφέρει ότι τα σχέδιά του, τα οποία κοσμούν το χειρόγραφό του, Relazione Topografica del Regno di Candia, που φυλάσσεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, ήταν: frutto delle mie continuate fatiche9R. Monanni, Relazione Topografica del Regno di Candia, Μαρκιανή Βιβλιοθήκη Βενετία, Mss. It. VII, 889 (7798), 1631, φ. 9.. Ο Francesco Basilicata αφήνει, μέσα από το κείμενο της δικής του Αναφοράς (Relazione) προς την διοίκηση, το έτος 1630, να φανεί ο μεγάλος έρωτάς του για το νησί το οποίο σημάδεψε για 40 ολόκληρα χρόνια τη ζωή του10F. Basilicata, Relazione 1630. All’Ill:mo ed Ecc:mo S:re S:re et Padrone mio Col:mo Il S:r Pietro Giustiniano […], Μαρκιανή Βιβλιοθήκη Βενετία, Mss. It. VII, 1683 (8976)˙ Σ. Σπανάκης, Μνημεία της Κρητικής Ιστορίας (Ηράκλειο, 1969), τ. 5oς.. Αποκαλεί την Κρήτη: si preggiato Regno11F. Basilicata, ό. π., φ. 1v˙ Σπανάκης, ό. π., 2.. Στα 1618 στη προμετωπίδα του εξαίρετου χειρογράφου του, του Μουσείου Correr, γράφει: Pervetusti, atque nobilissimi Cretensis Regni12F. Basilicata, Cretae Regnum, Μουσείο Civico Correr Βενετία, Portolani 4, 1618˙ Δανέζη-Λαμπρινού, ό. π..
Οι εικόνες 3, 4, και 5 από το χειρόγραφο της Μπολώνια του Basilicata καταδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο τις όψεις των τριών μεγαλυτέρων πόλεων του Βασιλείου της Κρήτης με την ύπαρξη των παλαιών βυζαντινών φρουρίων και των νεώτερων βενετικών που τα περιβάλουν. Το fronte bastionato σε όλο του το μεγαλείο.
Η έρευνα του έργου των μηχανικών, την οποία η γράφουσα ξεκίνησε στη Βενετία από το 1998, αποκάλυψε ένα σωρό λεπτομέρειες για τον τρόπο εργασίας τους και την επίδραση του έργου του ενός στον άλλον. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τρία από τα σωζόμενα σχέδια της νησίδας Γαύδου (Gozzo) του μηχανικού Monanni (ΕΙΚ. 6). To πρώτο προέρχεται από τη συλλογή της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Χανίων13Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων, Disegno del’Isola di Candia, αρ. κατ. 816.53574, Gozzi di Candia, 1621, φ. 54r., η οποία χρονολογείται στα 1621 και είναι η πρώτη σχεδιαστική απόπειρα του μηχανικού όταν έφθασε στην Κρήτη14Στέλλα Χρυσοχόου, “Η Χαρτογράφηση της Κρήτης από τα βυζαντινά χειρόγραφα της Πτολεμαϊκής Γεωγραφίας έως τους έντυπους χάρτες του 18ου αιώνα” Κρητολογικά Γράμματα 19 (1999-2000), 66.. Το δεύτερο, αχρονολόγητο, φυλάσσεται στη Βusta 43 των Βενετικών Κρατικών Αρχείων15Archivio di Stato Βενετία, Provveditori alle Fortezze, Busta 43, Isola de Gozzi di Candia, 17ος αι., schizzo 158. Η Busta 43 είναι, επί της ουσίας, το “τετράδιο εργασίας” του μηχανικού Monanni και περικλείει πληθώρα δικών του σχεδίων, όπως επίσης και σχέδια των μηχανικών Basilicata και Zorzi Corner. Φαίνεται, ότι οι δύο τελευταίοι ώφειλαν να παραδίδουν στον επικεφαλής Monanni μέρος των εργασιών τους. και το τρίτο, του έτους 1631, στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη16Monanni, ό. π., Gozzi di Candia, φ. 443..
Τα τρία σχέδια της Γαύδου αποκάλυψαν τις τότε διαδικασίες αντιγραφής. H πρώτη διαδικασία ήταν η γνωστή εσχάρα με ισομεγέθη τετράγωνα μέσα στα οποία αντέγραφαν, κυρίως, τα περιγράμματα με σχετική και όχι απόλυτη ακρίβεια.
Στη δεύτερη, το χαρτί στο οποίο αποτυπωνόταν το σχέδιο ήταν διπλωμένο στα δύο. Έτσι, ο μηχανικός είχε αυτομάτως στη διάθεσή του τέσσερεις σελίδες. Στο φ. 1r αποτύπωνε το θέμα του. Με βελόνι, σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιοστού, δημιουργούσε τρύπες σε όλα τα σημεία του περιγράμματος. Αυτομάτως, ακριβές αντίγραφο του σχεδίου εδημιουργείτο στο φ. 2r, που γινόταν η μήτρα αναπαραγωγής του θέματος δίνοντας ακριβέστατα αντίγραφα. Ένα τρίτο χαρτί ετοποθετείτο ακριβώς από κάτω και όλη η επιφάνεια του 2r εκαλύπτετο με κάρβουνο, το οποίο περνούσε από τις τρύπες σχηματίζοντας έτσι το επόμενο ακριβές αντίγραφο. Με αυτό τον τρόπο το αρχικό σχέδιο δεν επρόκειτο να υποστεί φθορές κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής του. Ένας μικρός αριθμός αντιτύπων ήταν στην διάθεση του μηχανικού και για τις τοπικές αρχές και για τις Relazione, που έπρεπε να αποσταλούν στη Βενετία. Ακόμα και να δωρηθούν σε ανωτέρους αξιωματούχους των οποίων οι μηχανικοί αποζητούσαν την εύνοια.
Από τα τρία σχέδια της Γαύδου το δεύτερο, το schizzo 158 της Βusta 43, έχει στην επιφάνειά του εσχάρα με 14 τετράγωνα κατά μήκος και 10 κατά πλάτος. Επιπλέον, είναι διάτρητο με βελόνι και στο φ. 2r διακρίνεται πολύ καθαρά το κάρβουνο για τη διαδικασία της αντιγραφής. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το schizzo 158 αντιγράφει το πρώτο σχέδιο του χειρογράφου των Χανίων, αλλά, ταυτοχρόνως, είναι η μήτρα του φ. 443 του χειρογράφου της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης17Archivio di Stato Βενετία, Provveditori alle Fortezze, Busta 43, Retimo, schizzo 153˙ R. Monanni, Relazione Topografica del Regno di Candia, Μαρκιανή Βιβλιοθήκη Βενετία, Mss It. VII, 889 (7798), 1631, φ. 251˙ G. Gerola, Monumenti Veneti nell’isola di Creta (Βενετία, 1905), τ. 1ος, μέρ., 1ον, appendice, XXXIII, σ. 48., όπως αποδεικνύεται από την πιστότητα και τις διαστάσεις.
Ένα δεύτερο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι δύο όψεις του Ρεθύμνου που συναντούμε στα ίδια χειρόγραφα, δηλαδή, στη Βusta 43 με χρονολογία 1629, και στο Relazione Topografica del Regno di Candia, της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης. Χαρακτηριστικά σχέδια με τον μηχανικό να διακρίνεται καθισμένος στις πλαγιές του Εβλιγιά, στα νότια του Ρεθύμνου, και να σχεδιάζει την πόλη, τη Φορτέτσα και τη θάλασσα στο βάθος. Το επιχρωματισμένο σχέδιο της Μαρκιανής είναι αντίγραφο του πρώτου ασπρόμαυρου και έγινε με τη διαδικασία του βελονιού. Έτσι τα περιγράμματά του είναι λίγο πιο χοντροκομένα από το σχέδιο του Αρχείου και λείπει η φρεσκάδα της πρώτης αποτυπώσεως. Τα σχέδια αυτά τα σχολιάζει και η Δρ. Ιωάννα Στεριώτου στο βιβλίο της για τις Βενετικές οχυρώσεις του Ρεθύμνου18Archivio di Stato Βενετία, Provveditori alle Fortezze, Busta 43, Retimo, schizzo 153˙ R. Monanni, Relazione Topografica del Regno di Candia, Μαρκιανή Βιβλιοθήκη Βενετία, Mss It. VII, 889 (7798), 1631, φ. 251˙ G. Gerola, Monumenti Veneti nell’isola di Creta (Βενετία, 1905), τ. 1ος, μέρ., 1ον, appendice, XXXIII, σ. 48..
Οι αποτυπώσεις της Γαύδου βοήθησαν την γράφουσα να ταυτίσει τον άγνωστο μηχανικό του οποίου τα σχέδια κοσμούν ένα ανώνυμο και αχρονολόγητο χειρόγραφο αφιερωμένο στη Κρήτη. Το χειρόγραφο αυτό φυλάσσεται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Πάδοβας19Δημοτική Βιβλιοθήκη, Πάδοβα, Totius Regni Cretae, Perigraphes punctualissima, Ms. C. M. 71, 17ος αι., Gozzi 95r.. Από την τεχνοτροπία και την μορφή των σχεδίων είναι φανερό ότι είναι έργα του Monanni. Ένα από αυτά, μάλιστα, είναι της Γαύδου και έχει τα χαρακτηριστικά περιγράμματα των υπολοίπων σχεδίων της νησίδας όλα έργα του ιδίου μηχανικού. Επιπλέον, το σχέδιο Città di Candia του φ. 21r του ιδίου χειρογράφου, στο οποίο φαίνεται η διαδρομή του περίφημου υδραγωγείου από τον Γιούχτα στον Χάνδακα, χρονολογεί το χειρόγραφο μετά το έτος 1629. Ως γνωστόν, το υδραγωγείο αυτό έγινε από τον Γενικό Προβλεπτή (Provveditor General) Francesco Moresini, ο οποίος είχε αναθέσει στον μηχανικό Monanni την καταγραφή και το σχεδιάγραμμα των δεξαμενών20Σ. Σπανάκης, Francesco Moresini, Provveditor General et Ingegner nel Regno di Candia. Relazione presentata nell’Eccellentissimo Consiglio. 1629 (Ηράκλειο, 1950), Μνημεία της Κρητικής Ιστορίας, τ. 2ος, 27-44, 139-159˙ Gerola, Monumenti Veneti nell’Isola di Creta, τ. 4ος, 13-24..
ΠEΛOΠONNHΣOΣ
Ας περάσουμε τώρα στο ταλαίπωρο Μωρηά, που για λίγα μόνον χρόνια (1685-1715), είχε την εξαιρετική τύχη να βρεθεί στα χέρια των Βενετών. Βεβαίως, ως Βασίλειο του Μορέως (Regno di Morea), όπως ακριβώς και η Κρήτη.
Η εδώ παρουσία των Βενετών τεκμηριώθηκε όχι μόνον με εξαιρετικούς χάρτες21M. Wagstaff, Stella Chrysochoou-Stavridou, “Two unpublished maps of the Morea from the second Venetian period”, Πρακτικά του Ε΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Αθήνα, 1998), τ. 4ος, 289-316. και τοπογραφικά σχέδια, αλλά και με εξαιρετικά κτηματολόγια.
Το 1700 ο Φλαμανδός μηχανικός Francesco Van Deyk, στην υπηρεσία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αδρία (Serenissima Republica di Venetia), παραδίδει το Συνοπτικό Κτηματολόγιο (Catastico Ordinario), το Λεπτομερές Κτηματολόγιο (Catastico Particolare)22Γ. Παναγόπουλος, “Το Βενετικόν κτηματολόγιον της Βοστίτσας και η σημασία του εις την έρευνα της Πελοποννησιακής Ιστορίας”, Πρακτικά Β΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών τ. 3ος, 1981-82, 433-440˙ Κ. Ντόκος, Γ. Παναγόπουλος, Το Βενετικό Κτηματολόγιο της Βοστίτσας (Αθήνα, 1993). και το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα (Disegno)23Olga Katsiardi-Hering, “Venezianische Karten als Grundlage der Historischen Geographie des Griechischen Siedlungsraumes (Εnde 17. und 18. Jh)”, Mitteilungen des Oesterreichischen Staatsarchivs, 43 (Βιέννη, 1993), 281-316. της επαρχίας της Βοστίτσας (σημερινή επαρχία Αιγιαλείας), (ΕΙΚ. 7). Έτσι, διασώζει με τον πλέον έγκυρο τρόπο μαρτυρίες για την μορφή της ζωής στο Βασίλειο του Μορέως. Tα ονόματα των κατοίκων, η μορφή των εδαφών, οι καλλιέργειες, η κτηνοτροφία, τα δημόσια κτίρια, οι εκκλησίες, τα σπίτια και κυρίως το ονόματα των οικισμών καταγράφονται με απόλυτη ακρίβεια.
Από το 1995 μαζί με τον καθηγητή Malcolm Wagstaff και το Disegno ανά χείρας επισκεφθήκαμε και ταυτίσαμε όλους τους οικισμούς του κτηματολογίου και είδαμε την σχέση τους με τους τωρινούς, που ή παραμένουν στο ίδιο σημείο, ή έχουν μεταφερθεί αλλού. Αρκετές φορές, μάλιστα, έχουν αλλάξει όνομα στην διάρκεια των αιώνων δυσκολεύοντας εμάς σήμερα. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά με την σχεδόν αδιατάρακτη συνέχεια των οικισμών της Κρήτης. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο οικισμός της Μαμουσιάς (Mamussa)24Στέλλα Χρυσοχόου-Σταυρίδου, J. M. Wagstaff, “Η Μαμουσιά το 1700. Κοινωνία και οικονομία ενός χωριού της Πελοποννήσου”, Πρακτικά Δ΄ Εθνικού Συνεδρίου Χαρτογραφίας της Χαρτογραφικής Επιστημονικής Εταιρίας Ελλάδας (ΧΕΕΕ), (Θεσσαλονίκη, 1997), 187-196., που μας οδήγησε σε περαιτέρω προτάσεις για έρευνα και ανασκαφές (ΕΙΚ. 8). Ο οικισμός αυτός, με σλαβικής προελεύσεως όνομα, βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του Διακοπτού, εντός των ορίων του δήμου που ταυτίζεται με την αρχαία Κερύνεια. Αυτομάτως θέτει το ερώτημα της απαρχής του, της υπάρξεως του ή μη στους βυζαντινούς χρόνους και άλλης παλαιότερης ονομασίας του.25Στέλλα Χρυσοχόου, “Cartographical Analysis of the Territorio di Vostizza“, Πρακτικά Γ΄ Συνεδρίου Αρχαία Ελίκη και Αιγιάλεια (Athens, 2005), 91-107.
Επιπλέον το εγκυρότατο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα (Disegno) του Van Deyk καταγράφει τη θέση των εκβολών του Σελινούντος ποταμού στα ανατολικά του Αιγίου, πριν τους καταστροφικούς σεισμούς του 1748 και 1817, οι οποίοι πρέπει να άλλαξαν τη ροή του, τρέποντάς τον ανατολικώτερα στο σημείο που τον αποτύπωσε 120 χρόνια αργότερα, το 1832, ο χάρτης της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής (Εxpedition Scientifique de Morée) στον Μωρηά26Ό..π. 98..
Το 1707 ο επικεφαλής μηχανικός (sopra intendente) Bortolo Carmoy και οι συνάδελφοί του (publici periti) Tomaso Castelli και Antonio Borini παρέδωσαν τον πρώτο μεγάλο τοπογραφικό χάρτη της Πελοποννήσου, διαστάσεων 98×72 εκ. Ο τίτλος του είναι, Del Regno di Morea και αφιερώνεται στον Γενικό Προβλεπτή Angiolo Emo, μαζί με έναν ακόμα χάρτη με τίτλο, Pianta Geografica del Regno di Morea, έργο των μηχανικών Gaetano Ramena και Captain Riuiera. Οι διαστάσεις του δεύτερου χάρτη είναι 1.25×90 εκ. (ΕΙΚ. 9) Οι μηχανικοί αποτύπωσαν με θαυμαστό, για τα μέσα της εποχής, τρόπο την χερσόνησο και τις πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες που διέθετε. Το διοικητικό διαχωρισμό σε τέσσερα διαμερίσματα και 24 επαρχίες. Τις οροσειρές, τους ποταμούς, τις λίμνες και όλο τον υδάτινο πλούτο. Και τοποθέτησαν στο χάρτη στο σωστό σημείο 314 οικισμούς, δηλαδή, το 20.1% του συνόλου των 1548 οικισμών της Πελοποννήσου οι οποίοι περιέχονται στην απογραφή του Προβλεπτή Grimani του έτους 170027Πρλ. Wagstaff, Chrysochoou-Stavridou, ό. π.
.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι μηχανικοί εργάσθηκαν σε διαφορετικές ομάδες χωρίς να συνεργαστούν. Έτσι, η ομάδα η οποία εσχεδίασε τον πρώτο μεγάλο τοπογραφικό χάρτη Del Regno di Morea, δεν χρησιμοποίησε τις υπάρχουσες αποτυπώσεις των Disegni, τα οποία είχαν ήδη τελειώσει28Στα Πολεμικά Αρχεία της Βιέννης ανάμεσα στα άλλα χαρτογραφικά και τοπογραφικά τεκμήρια βρίσκονται τα Disegni των εξής περιοχών της Πελοποννήσου: Disegno del Territorio di Vostiza (B III a 121), Territorio d’Andrusa (B III a 121 -I), Disegno del Territorio d’Argos (B III a 122), Disegno del Territorio di Fanari (B III a 122 -I), Disegno del Territorio di Leondari (B III a 123), Doi Territorii Modon et Navarino (B III a 124), Disegno del Territorio di Patrasso (B III a 126), Iconografia overo Disegno del Territorio di Tropoliza (B III a 127). Πρλ. Katsiardi-Hering, ό. π., 301, 302.[,mfn]. Οι αποτυπώσεις των δύο χαρτών έγιναν από την αρχή. Το διαπίστωσε η γράφουσα από την σύγκριση της ακτογραμμής του Disegnο της Βοστίτσας με το αντίστοιχο τμήμα του βενετσιάνικου χάρτη του 170728Χρυσοχόου, ό.π. 95-98..
Παραμένει πάντα ανοιχτό το ερώτημα του χρόνου τον οποίον χρειάστηκαν οι μηχανικοί για την αποτύπωση των χαρτών. Με κάθε επιείκεια θα πρέπει να ξεπέρασε τα τρία χρόνια (1829-1831) τα οποία χρειάστηκαν οι Γάλλοι μηχανικοί για να αποτυπώσουν τον περίφημο χάρτη της Πελοποννήσου της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής / Expedition Scientifique de Morée με επικεφαλής τον Lieutenant Général Pelet29Bory de Saint Vincent, Colonel, Expedition Scientifique de Morée, Géographie et Géologie (Παρίσι, 1834), τ. 1ος, μερ. 2ον, 29-41..
Το έργο των Γάλλων ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1829. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1831 τελείωσε ο τριγωνισμός. Μέχρι τον Απρίλιο είχαν εκτελεστεί τα 5/6 της αποτύπωσης και τον Αύγουστο του 1832 τελείωσαν οι υπόλοιπες στατιστικές και τοπογραφικές εργασίες για τον χάρτη της Πελοποννήσου. Τα έξι φύλλα του κυκλοφόρησαν αυτόνομα το 1832 και τυπώθηκαν και με τον Άτλαντα. Έτσι μέσα σε 125 χρόνια δύο βενετσιάνικοι χάρτες και ένας Γαλλικός που παρουσιάζουν ανάγλυφα την εξέλιξη της Επιστήμης της Χαρτογραφίας, έτυχε να απεικονίσουν μια από τις σημαντικώτερες διαχρονικά Ελληνικές περιοχές, την Πελοπόννησο30Στέλλα Χρυσοχόου, “1707-1832. Δύο τοπογραφικοί χάρτες σταθμοί της χαρτογραφικής ιστορίας της Πελοποννήσου”, Πρακτικά Δ΄ Εθνικού Συνεδρίου Χαρτογραφίας της Χαρτογραφικής Επιστημονικής Εταιρίας Ελλάδας (ΧΕΕΕ), (Θεσσαλονίκη, 1998), 179-186..
ΕΠΤΑΝΗΣΑ
Στα Ιόνια νησιά είναι γνωστό ότι η βενετική παρουσία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και διατηρήθηκε, εν πολλοίς, μέχρι τη Συνθήκη του Campo-Formio στα 1797, όταν οι Γάλλοι Δημοκρατικοί διαδέχθηκαν την Γαληνοτάτη Δημοκρατία.
Δυστυχώς, η έρευνα των χαρτογραφικών δεδομένων είναι ελλιπής. Δεν υπάρχει αμφιβολία, όμως, ότι τα Βενετικά Αρχεία, αλλά και τα επιτόπια των Ιονίων νήσων επιφυλάσσουν εκπλήξεις. Η γράφουσα είχε την τύχη να δει το 1998, για δύο ημέρες μόνον, τα άψογα οργανωμένα Γενικά Αρχεία Κέρκυρας, όπου υπάρχουν πολλά διάσπαρτα τοπογραφικά σχέδια και μεγάλο μέρος του βενετσιάνικου κτηματολογίου του 1785. Από όλα αυτά ξεχώριζε, πραγματικά, το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του χωριού Γιαννάδες του μηχανικού Alessandro Ganassa. Το χωριό βρίσκεται 18 χλμ. στα δυτικά της πόλεως της Κέρκυρας. Εκτός από τον άψογα σχεδιασμένο οικισμό διακρίνονται και οι διαφορετικές καλλιέργειες της γης στα γύρω κτήματα. Από την επιτόπια έρευνα φάνηκε ότι, οι τότε αμπελώνες και οι καλλιέργειες σίτου αντικαταστάθηκαν με ελαιόδενδρα τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα31ΓΑΚ Κέρκυρα, Αρ. Δελτίου 49. Κτχ. Αρ. 51.2, DISEGNO PLANIMETRICO/ di quanto comprende il Corpo di Beni soggetti, e spettanti alla Baronia/ Viaro, ora Marcello posseduta dal N.H.Q. Gabriel Marcello, fù di/ Q. Angelo, esistenti nella pertinenza della Villa di Gianades/ DICHIARAZIONE/ [...]/ Διαστάσεις 99×1.46 εκ..
Υπάρχει, επίσης, μια έρευνα για την Λευκάδα που ασχολείται με τις χαρτογραφικές πηγές, κυρίως τις βενετσιάνικες32Δ. Λούπης, “Η Λευκάδα στην οθωμανική γεωγραφία και περιήγηση”, Πρακτικά Β΄ Συμποσίου Η Λευκάδα μέσα στο ταξίδι (Αθήνα, 1999), 73-86˙ Ιόλη Βιγγοπούλου, “Η βενετοκρατουμενη Λευκάδα στους περιηγητές”, Πρακτικά Β΄ Συμποσίου Η Λευκάδα μέσα στο ταξίδι (Αθήνα, 1999), 101-120.. Επιπλέον, δύο άρθρα για την Ζάκυνθο από το ΣΤ΄ Πανιόνιο Συνέδριο33Βασιλική Φιλιππακοπούλου, Στέλλα Χρυσοχόου-Σταυρίδου, “Ανάλυση και ερμηνεία των χαρτών της Ζακύνθου από τον 16ο έως τον 17ο αιώνα”, Πρακτικά ΣΤ΄ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου (Θεσσαλονίκη, 2000), τ. 1ος, 263-277˙ Στέλλα Χρυσοχόου-Σταυρίδου, “Κτηματογραφικοί χάρτες των Επτανήσων. Η περίπτωση της Ζακύνθου”, Πρακτικά ΣΤ΄ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου (Θεσσαλονίκη, 2000), τ. 1ος, 421-433.. Στα δύο αυτά άρθρα γίνεται φανερός ο ρόλος της βενετικής διοικήσεως για άλλη μια φορά, κυρίως όσον αφορά τις πρώτες απόπειρες αποτυπώσεων του νησιού. Επίσης, είναι φανερό ότι τα Επτάνησα είχαν τοπογραφικά σχεδιαγράμματα (Disegni), τα οποία πρέπει να συνόδευαν τα Κτηματολόγια, όπως συνέβαινε και στη Πελοπόννησο.
Το 1735 ιδρύθηκε στην Κέρκυρα σχολή για στρατιωτικούς μηχανικούς (ingegneri militari) και από ότι φαίνεται δύο, τουλάχιστον, μηχανικοί που υπηρέτησαν στην Πελοπόννησο, συνέχισαν τη σταδιοδρομία τους στην Κέρκυρα μετά το 1715. Ήσαν οι Captain Riuiera και Tomasso Castelli που εργάσθηκαν στην αποτύπωση των δύο μεγάλων τοπογραφικών χαρτών, Del Regno di Morea και Pianta Geografica del Regno di Morea 34Γ. Πηλείδης, “Η βενετική στρατιωτική σχολή της Κέρκυρας τον 18ο αιώνα”, ΣΤ΄ Διεθνές Πανιόνιο Συνέδριο, Ζάκυνθος 1997 (υπό δημοσίευση)˙ Χρυσοχόου-Σταυρίδου, ό. π., 430-431..
Η προσεκτική παρατήρηση σε δείγμα τεσσάρων, μόνον, έντυπων ιστορικών χαρτών της Πελοποννήσου αποκαλύπτει χαρτογραφικές αλλαγές στα Επτάνησα, που φυσικό είναι να συνδεθούν με την Βενετία. Πρόκειται για το χάρτη του Φλαμανδού Nicolaus Visscher, Peloponnesus hodie Morea […], (αρ. κατ. Ζαχαράκη35C.G. Zacharakis, A catalogue of printed maps of Greece 1477-1800 (Αθήνα, 2009). 3634, διαστάσεις 56.5×46.5 εκ.), που η παλαιότερη έκδοσή του είναι του έτους 1634. Για το χάρτη του επίσης Φλαμανδού Justus Danckerts, Peloponnesus hodie Moreae Regnum […], (αρ. κατ. 1281, διαστάσεις 59×50.5 εκ.), που χρονολογείται περί το 1700. Για το χάρτη του Γερμανού Johann Baptist Homann, Peloponnesus hodie Moreae Regnum […], (αρ. κατ. 1650, διαστάσεις 57×47 εκ.), που η παλαιότερη έκδοσή του είναι του έτους 1702. Τέλος, για το χάρτη του Φλαμανδού Matthias Seutter, Peloponnesus hodie Morea […], (αρ. κατ. 3343, διαστάσεις 58×49 εκ.) του έτους 1725. Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τις πληροφορίες που αναγράφονται στις προμετωπίδες μπορεί να παρατηρήσει ότι στους χάρτες του Danckerts και του Homann, που συμπίπτουν με την Β΄ Βενετοκρατία στην Πελοπόννησο (αρ. κατ. 1281 και 1650), η χερσόνησος αναφέρεται ως, Morea Regnum. Ενώ στον πρώτο, του Visscher που οι Βενετοί δεν είχαν ασχοληθεί με τον Μωρηά και στον τελευταίο, του Seutter, που είχαν ήδη φύγει (αρ. κατ. 3634 και 3343), σημειώνεται απλώς ως, Morea.
Η Πελοπόννησος έχει τα ίδια περιγράμματα και στους τέσσερεις χάρτες, ακολουθώντας το πρότυπο των μερκατορικών χαρτών36Στέλλα Χρυσοχόου, ‘Ἡ χαρτογράφηση τῆς Πελοποννήσου μέχρι τὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνα καὶ ἡ συμβολὴ τῶν Βενετῶν’, Πελοποννησιακά, (Ἀθῆναι, 2001-2002), τ. 26ος, 97-130.. To τμήμα, όμως, των Επτανήσων το οποίο είναι ορατό, στον πρώτο χάρτη είναι διαφοροποιημένο και πιο σχηματοποιημένο από ότι στους άλλους τρεις χάρτες. Θα το λέγαμε άτεχνο και παραποιημένο. Στους άλλους τρεις τα περιγράμματα της Ζακύνθου, της Κεφαλληνίας και των Κυθήρων είναι πολύ καλύτερα και πιο κοντά στο πραγματικό. Είναι φανερό ότι τα 65 χρόνια που χωρίζουν τον πρώτο χάρτη από τους υπόλοιπους τρεις, ήσαν αρκετά και ήδη υπάρχουν βενετικές αποτυπώσεις που έφθασαν πολύ σύντομα στα χέρια των Γερμανών και Φλαμανδών χαρτογράφων, βεβαίως με την άδεια των βενετικών αρχών. Οι περαιτέρω έρευνες μπορεί να αποκαλύψουν τις πηγές τους, όπως συνέβη με το χάρτη της Ελλάδος τoυ Louis Stanislas de la Rochette, Greece, Archipelago and Part of Anadoli (αρ. κατ. 2940, διαστάσεις 78×55 εκ.), ο οποίος πρωτοεκδόθηκε το 1791, και δημοσιεύθηκε, επιπλέον, το 1794 στον τρίτο τόμου του μνημειώδους έργου των James Stuart και Nicholas Revett, The Antiquities of Athens37Wagstaff, Chrysochoou-Stavridou, ό. π., 308.. Η Πελοπόννησος αντιγράφει το βενετσιάνικο τοπογραφικό χάρτη του 1707, Del Regno di Morea του Bortolo Carmoy. Και για του λόγου το αληθές, στα δεξιά της προμετωπίδας (cartouche), αναγράφεται το εξής κείμενο: In this Map, or rather Geographical Essay, Morea and the adjacent parts are delineated according to the Drawing of the German Engineer Velmer von Bottmersdorf in the Venitian Service. Προφανώς, ο Γερμανός μηχανικός ήταν ακόμα ένας μισθοφόρος της Γαληνοτάτης στον Μωρηά.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το πρώτο μεγάλο χαρτογραφικό και τοπογραφικό “σπουδαστήριο” του ελλαδικού χώρου για τους Βενετούς υπήρξε το Βασίλειον της Κρήτης. Η πληθώρα των χαρτών και των τοπογραφικών σχεδίων, ήδη από τον 16ο αιώνα, το αποδεικνύει περίτρανα. Από την Κρήτη, όμως, λείπουν τα κτηματολόγια. Δεν γνωρίζω μέχρι τώρα τους λόγους και δεν είναι του παρόντος η απόπειρα ερμηνείας.
Από το 1685 μέχρι το 1715 οι τοπογραφικές και χαρτογραφικές αποτυπώσεις συνεχίζονται στον Μωρηά. Εδώ πρωτοεμφανίζονται και τα κτηματολόγια -όσα πρόλαβαν να γίνουν- στα 30 χρόνια της βενετικής διοικήσεως στη Πελοπόννησο. Έτσι, μαζί με τους δύο μεγάλους τοπογραφικούς χάρτες και τα πάμπολλα τοπογραφικά ‒κυρίως αμυντικά‒ σχέδια, συμπληρώνεται άριστα η εικόνα της χερσονήσου στις αρχές του 18ου αιώνα.
Το πέρασμα των Βενετών μηχανικών από την Πελοπόννησο στα Επτάνησα μετά το 1715 και η ίδρυση της βενετικής στρατιωτικής σχολής στη Κέρκυρα τον 18ο αιώνα, αποτελούν τη συνέχεια και την τοπογραφική διαδοχή της Πελοποννήσου. Η παράδοση των κτηματολογίων συνεχίστηκε και εδώ, όπως φάνηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας.
Δυστυχώς, μέχρι τώρα η χαρτογραφική έρευνα για τα Επτάνησα είναι ελλιπής. Οι υπάρχοντες έντυποι χάρτες του 17ου και 18ου αιώνα αποδεικνύουν τοπογραφικές αποτυπώσεις. Η πιθανότης υπάρξεως κτηματολογίων στα Επτάνησα πριν το 1650 μπορεί να αποτελέσει μία ευχάριστη έκπληξη και ευκαιρία για περαιτέρω έρευνα. των πηγών και στη Βενετία και στα Επτάνησα.
Από αυτό το μικρό κείμενο έγινε σαφές πόσο σημαντικές και ακριβείς πληροφορίες παρέχει η βενετική παρουσία στον ελληνικό χώρο για τέσσερεις αιώνες.
Ευτυχείς οι τόποι που δεν εγνώρισαν “φακιόλιον τούρκικον”, αλλά βρέθηκαν στα χέρια των χριστιανών ανθρώπων της θάλασσας. Στα χέρια της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αδρία, που μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε στην ανατολική Μεσόγειο θυγατέρα-διάδοχος της Κωνσταντινουπόλεως 38Όπως ακριβώς είχε πει και ο καρδινάλιος Βησσαρίων, αντικρίζοντας για πρώτη φορά την Βενετία το 1439 καθ’ οδόν προς την Σύνοδο Φεράρας Φλωρεντίας: quasi alterum Byzantium, σχεδόν όπως ένα άλλα Βυζάντιο.. Μάλιστα, απέδειξε ότι η γνώση των εδαφών και η απόκτηση καίριων στρατηγικών θαλάσσιων σημείων συντηρεί θαλάσσιες αυτοκρατορίες για αιώνες.
Αναντίρρητα, θα ήταν ευχής έργον η διοίκηση όλων αυτών των περιοχών να είχε παραμείνει σε ελληνικά χέρια.
Επανερχόμενη στην εισαγωγή αυτού του άρθρου θα πω για άλλη μία φορά ότι είναι απαραίτητο, οι χαρτογραφικές γνώσεις να διευρυνθούν και να διοχετευθούν στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα θετικών και κλασσικών επιστημών και για τις προσφερόμενες ιστορικές πληροφορίες, αλλά και για το εξαιρετικό αισθητικό τους επίπεδο.