- ThePlus Audio
Του Δρ Κλεάνθη Κυριακίδη
24 Οκτωβρίου 1912. Το πλήρωμα του περίφημου θωρηκτού «ΑΒΕΡΩΦ» στέκεται προσοχή και αποδίδει χαιρετισμό. Ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης εξέρχεται στην άρτι απελευθερωθείσα Τένεδο. Προφανώς πρέπει να στείλει κάποιο επείγον τηλεγράφημα, τώρα που ο τηλέγραφος του πλοίου παρουσιάζει πρόβλημα. Θα επικοινωνήσει με τον Υπουργό; Τον Πρωθυπουργό; Τον Βασιλέα τον ίδιο;
Ο Ναύαρχος υπαγορεύει τηλεγράφημα προς το Ναύσταθμο Κωνσταντινουπόλεως: “Κατελάβομεν Τένεδον. Αναμένομεν αντίπαλον στόλον. Εάν στόλος σας στερείται γαιάνθρακας, είμαι προθυμότατος παραχωρήσω” – ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ. Το ανωτέρω τηλεγράφημα δείχνει την επιθετική φύση και την ευψυχία όχι μόνο του Έλληνα ναυάρχου, αλλά και του απλού Έλληνα ναυμάχου. Αρκούσαν όμως αυτά τα χαρακτηριστικά για να εξασφαλίσουν την κατά θάλασσα επικράτηση του Στόλου μας και πόσο σημαντική ήταν η συμβολή του Ναυτικού στους νικηφόρους Βαλκανικούς Αγώνες;
Θα ήταν λάθος, εάν απομονώναμε ιστορικά τους Βαλκανικούς πολέμους από όσα προηγήθηκαν ιστορικά και τα οποία δεν ήταν πάντα ένδοξα ή νικηφόρα. Δεκαπέντε έτη προ του Α΄ Βαλκανικού είχαμε μια συντριπτική στρατιωτική ήττα στον περιώνυμο «ατυχή πόλεμο» του 1897. Οι Οθωμανοί πριν κηρύξουν τον πόλεμο αισθανόμενοι δέος για την αδιάλειπτη και αναμφίβολη ελληνική θαλασσοκρατία στο Αιγαίο φρόντισαν να μεταφέρουν δια θαλάσσης ενισχύσεις στις απομονωμένες περιοχές. Την Κρήτη την ενίσχυαν σχεδόν επί τρίμηνο πριν την έναρξη του πολέμου. Κατά τη διάρκειά του, οι Οθωμανοί παρέμειναν εντός των Στενών των Δαρδανελίων, φοβούμενοι τυχόν αναμέτρηση με τον ελληνικό στόλο. Σίγουρα οι εμπειρίες της επαναστάσεως του 1821 επηρέασαν τους αντιπάλους μας, όμως ο κύριος λόγος του φόβου τους ήταν ότι ο Χαρίλαος Τρικούπης, γαλουχημένος από το νονό του και μέγα ναύαρχο, Ανδρέα Μιαούλη, όχι μόνο προέβη σε πρόσκτηση νεότευκτων μονάδων, αλλά και έδωσε έμφαση στη ναυτική εκπαίδευση με την ίδρυση και οργάνωση Ναυτικών Σχολών, προεξαρχούσης της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Δυστυχώς και περιέργως, ο Ελληνικός Στόλος παρέμεινε όπως και ο αντίπαλός του αδρανής το 1897 με ευθύνη της άτολμης πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας1Παλούμπης Ιωάννης, Βαλκανικοί Πόλεμοι – Ο Ναυτικός Αγώνας 1912-1913 (Αθήνα: Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, 2005), σ. 30, κάτι που ευτυχώς για τη χώρα μας άλλαξε δραματικά κατά τους Βαλκανικούς πολέμους.
Οι χερσαίου προσανατολισμού Οθωμανοί παρότι αισθάνονταν τουλάχιστον ανασφάλεια αν όχι φόβο, είδαν την αδράνεια του Στόλου μας και αποφάσισαν εκμεταλλευόμενοι την κατά ξηρά νίκη γοήτρου που είχαν επιτύχει, να αναβαθμίσουν σημαντικά το ναυτικό τους. Με παρέλευση δεκαετίας και έχοντας ανανεώσει και εκσυγχρονίσει το στόλο τους έκαναν γυμνάσια επίδειξης δύναμης στο Αιγαίο, με παρότρυνση του επικεφαλής της Βρετανικής ναυτικής αποστολής στην Τουρκία, του ναυάρχου Γκαίημπλ. Οι Τούρκοι2Χρησιμοποιούμε τον όρο μετά την επικράτηση του Κινήματος των Νεοτούρκων το 1908 και της προσπάθειας απόλυτου εκτουρκισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. ήταν ιδιαίτερα διστακτικοί στο ενδεχόμενο εξόδου στο Αιγαίο και ο Γκαίημπλ τους απείλησε ότι θα διέκοπτε εντελώς την εκπαίδευσή τους, αν δεν πραγματοποιούσαν τα εν λόγω γυμνάσια. Όταν εμφανίστηκαν στο Αιγαίο προσπάθησαν μέσω της μη προβλεπόμενης επιβλητικής επισκέψεως του στόλου τους στην Κάρπαθο να πιέσουν για «επίλυση» του Κρητικού ζητήματος3Θεοφανίδης Ιωάννης, Ιστορία του Ελληνικού Ναυτικού 1909-1913 (Αθήνα: Σακελλαρίου, 1923), σ. 16-17. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια των αντιπάλων μας προέβλεπαν τη δημιουργία στόλου με καινούρια θωρηκτά τύπου «Ντρέντνωτ» και γι’ αυτό δεν ασχολήθηκαν με την πρόταση από το ναυπηγείο Ορλάντο στο Λιβόρνο της Ιταλίας για την παραχώρηση ενός θωρακισμένου καταδρομικού, το οποίο τελικά αγόρασε η Ελλάδα, του περίφημου «ΑΒΕΡΩΦ».
Στην Ελλάδα οι Τουρκικές κινήσεις, δεν πέρασαν απαρατήρητες. Έτσι οι Αξιωματικοί που με το κίνημα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» στο Γουδή έφεραν τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην εξουσία τον Αύγουστο του 1909, άλλαξαν το κλίμα και αποφασίστηκε η ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων. Το Βασιλικό Ναυτικό ενέταξε στη δύναμή του το «ΑΒΕΡΩΦ», κατ’ απαίτηση των κινηματιών αξιωματικών, δημιουργώντας μια σχετική ισορροπία στο Αιγαίο. Ταυτόχρονα, παρότι οι Βρετανοί βοηθούσαν τους Τούρκους από νωρίς δεν αρνήθηκαν και έστειλαν τον απόστρατο ναύαρχο Τάφνελ στην Ελλάδα, ο οποίος βοήθησε στην αναδιοργάνωση του ημέτερου στόλου. Η διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ήταν το ήδη κεκτημένο επίπεδο γνώσεων, ο ενθουσιασμός και η ναυτοσύνη. Σε τρία χρόνια οι Τούρκοι αξιωματικοί ακόμα λειτουργούσαν ως υπαξιωματικοί των Βρετανών, ενώ ο Τάφνελ σε ελάχιστο χρόνο προέβαινε σε νυκτερινά γυμνάσια με κακές καιρικές συνθήκες και αληθινά πυρά χωρίς να χρειάζεται καμία προετοιμασία προσωπικού και υλικού, παρά μόνο εκμάθηση νέων τακτικών4Θεοφανίδης, σ. 50.
Ο ελληνικός στόλος παρά την ένταξη του «ΑΒΕΡΩΦ», έξι αντιτορπιλικών και ενός υποβρυχίου, υστερούσε του τουρκικού σε όλους τους τομείς, ήτοι σε μέση ταχύτητα, σε εκτόπισμα και σε ισχύ πυρός, σε αναλογία 2:3. Παρόλα αυτά ο στόλος μας ήταν ο κύριος, αν όχι ο μόνος, λόγος που οι Σλάβοι της Βαλκανικής δέχθηκαν με χαρά την ένταξη της Ελλάδας στην αντιτουρκική συμμαχία, παρά τα αντικρουόμενα συμφέροντα στη Μακεδονία και τα έτη αντιπαλότητας κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, όπως παραδέχθηκαν τόσο ο Βούλγαρος όσο και ο Σέρβος πρωθυπουργός5Fotakis Zisis, Greek Naval Strategy and Policy 1910-1919 (London: Routledge, 2005), σ. 44 πρόκειται για τους Μιλοβάνοβιτς και Γκούτσεφ. Οι Σέρβοι διέθεταν ισχυρότατο στρατό (σχεδόν διπλάσιο του ελληνικού) και οι Βούλγαροι ακόμα περισσότερο (σχεδόν τριπλάσιο του ελληνικού)6Παλούμπης, σ. 38 (Έλληνες 120.000, Σέρβοι 220.000, Βούλγαροι 300.000), όμως είχαν την πεποίθηση ότι χρειαζόντουσαν τον ισχυρό ελληνικό στόλο που θα απέτρεπε τη γρήγορη ενίσχυση του μετώπου από Οθωμανικές εφεδρείες από τη Βόρειο Αφρική ή τα παράλια της καθ’ ημάς Ανατολής7Στο Άρθρο 2 της Ελληνοβουλγαρικής συνθήκης που υπεγράφη πριν τον Α΄ Βαλκανικό αναφέρεται ρητά ότι «ο βασικός στόχος του Ελληνικού Στόλου πρέπει να είναι η πάση θυσία κυριαρχία στο Αιγαίο και η διακοπή των θαλασσίων συγκοινωνιών μεταξύ της Μικρά Ασίας και της Ευρωπαϊκής Τουρκίας». Kyrochristsos Ioannis (ed), A Concise History of the Balkan Wars 1912-1913 (Athens: HAGS, 1997), σ. 132. Εκείνη την εποχή το ανύπαρκτο οδικό δίκτυο και το ανεπαρκέστατο σιδηροδρομικό μετέτρεπαν την δια θαλάσσης ενίσχυση σε μονόδρομο. Πράγματι και χωρίς περαιτέρω ανάλυση, η μεγαλύτερη προσφορά του ελληνικού στόλου ήταν η αποτροπή της ενίσχυσης με τουρκικές εφεδρείες, που έδωσε σημαντικότατο αριθμητικό πλεονέκτημα στους Συμμάχους σε όλα τα μέτωπα. Σχεδόν όσοι Οθωμανοί πολέμησαν στα Βαλκάνια, άλλοι τόσοι παρέμεινα εγκλωβισμένοι στη Σμύρνη, στην Αλεξανδρέττα και άλλα μεγάλα λιμάνια και δεν μπόρεσαν σε καμία φάση του πολέμου να φθάσουν στο μέτωπο8Fotakis, σ. 49. Αν είχαν ενισχύσει το μέτωπο, οι Οθωμανοί θα ήταν τουλάχιστον ισοδύναμοι με τους Χριστιανούς αντιπάλους τους και κανένας ηρωισμός του στρατού ξηράς δε θα ανέτρεπε το τεράστιο πλεονέκτημα του αμυνομένου. Συνεπώς, και χωρίς να υποβαθμίζουμε τις μεγάλες νίκες του στρατού στο χερσαίο χώρο, η στρατηγική νίκη στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο επετεύχθη στη θάλασσα.
Όπως προαναφέραμε ο Ελληνικός στόλος μειονεκτούσε του Τουρκικού σε απόλυτη σύγκριση. Το ότι κέρδισε κατά κράτος τον αγώνα στα Πελάγη και πέτυχε την απόλυτη θαλάσσια κυριαρχία οφείλεται στη ναυτική στρατηγική, στην ηγεσία, την εκπαίδευση, τη ναυτοσύνη, την παράδοση9Robinson Chas (μτφ Παλούμπης Ιωάνννης), The Naval Annual 1914, (London: William Clowes and Sons, 1914), σ. 10, την αυταπάρνηση, το υψηλότατο ηθικό, τις καινοτόμες ιδέες, το επιθετικό πνεύμα και το αρραγές εσωτερικό μέτωπο. Η πρώτη στρατηγική κίνηση κατόπιν ενεργειών του Κουντουριώτη, αλλά και του Βενιζέλου, που εξασφάλισε τη βρετανική έγκριση, ήταν η απελευθέρωση της Λήμνου και η χρήση του Μούδρου ως ορμητηρίου, προκεχωρημένης βάσης και σημείου ελέγχου των Στενών. Η ιδέα της κατάληψης και χρήσης της Λήμνου εναντίον των Τούρκων χάνεται στα τέλη του 19ου αιώνα και για την πατρότητά της υπάρχουν διάφορες απόψεις. Οι Ιταλοί προσωρινώς την εφάρμοσαν κατά τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο μόλις έναν χρόνο πριν τους Βαλκανικούς, συναντώντας όμως τη σφοδρή αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων και κυρίως της Αυστροουγγαρίας, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της νήσου. Σε κάθε περίπτωση, δε θα λάμβανε ποτέ χώρα αν δεν την προωθούσε, πίστευε και εν τέλει υλοποιούσε ο ναύαρχος Κουντουριώτης
Πριν ξεκινήσει ο πόλεμος σε ναυτικό συμβούλιο υπό την προεδρία του Πρωθυπουργού συζητήθηκε το θέμα του «ορμητηρίου του Στόλου του Αιγαίου εν πολέμω». Άλλοι αξιωματικοί πρότειναν την Εύβοια και άλλοι τη Σκιάθο. Ο πλοίαρχος Κουντουριώτης πήρε το λόγο: «Μόνο μια θέση θα μας δώσει τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που έχουμε ανάγκη, το φυσικό λιμάνι του Μούδρου στη Λήμνο, απέναντι από τα Στενά»! Στις αντιρρήσεις ότι είναι «εχθρικόν έδαφος» απήντησε ότι θα το ελευθερώσει με μόλις ένα τάγμα. Η πρόθεσή του ήταν σαφής και ο Βενιζέλος συμφώνησε: «Θα μαντρώσω τους Τούρκους στα Δαρδανέλια»! 10Σταθάκης Νίκος, Θ/Κ «Γ. Αβέρωφ», Χρονικό του Θωρηκτού της Νίκης, (Αθήνα: ΓΕΝ, 1987), σ. 44
Πράγματι, η εγκατάσταση μόνιμης περιπολίας στα Στενά και η θαλάσσια απαγόρευση που επέβαλε ο ελληνικός στόλος στον τουρκικό, αποτελεί τη μέγιστη στρατηγική νίκη στους βαλκανικούς πολέμους. Οι επαγγελματίες στρατιωτικοί αλλά και αρκετοί ιστορικοί ξεχνούν πολλές φορές το ρόλο του εμπορικού ναυτικού σε αυτή την επιτυχία. Με τον κύριο όγκο του Στόλου να φυλάει τα Στενά, το εμπορικό μας ναυτικό ήλεγχε τις υπόλοιπες θαλάσσιες οδούς και αποκλειόταν έτσι το ενδεχόμενο της ενίσχυσης του μετώπου από Οθωμανούς προερχόμενους από οποιοδήποτε λιμάνι της αυτοκρατορίας. Το απίστευτο επίτευγμα του εγκλωβισμού ενός ανωτέρου στόλου εξηγείται και από την εκπληκτική χρήση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των Ελλήνων.
Το πρώτο υλικό πλεονέκτημα ήταν φυσικά η αγορά και χρήση του θωρακισμένου καταδρομικού «ΑΒΕΡΩΦ», του καλύτερου και ταχύτερου πλοίου των δυο στόλων, με ταχύτητα 22-23 κόμβους. Η προκαταβολή του πλοίου (1/3 της συνολικής αξίας του) προήλθε από τη διαθήκη του Γεωργίου Αβέρωφ, και ανήρχετο σε 8.000.000 εκατομμύρια χρυσές δραχμές ενώ το υπόλοιπο ποσό καλύφθηκε από το Ταμείο Εθνικού Στόλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τότε ελληνική κυβέρνηση με διαπραγματεύσεις και μηδενική διαφθορά, πέτυχε τελική τιμή κατά 2.000.000 δρχ. μικρότερη από το ποσό που πρόσφερε το Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό για το αδελφό πλοίο του «ΑΒΕΡΩΦ», το «ΠΙΖΑ». Μάλιστα αξίζει να σημειωθεί ένα περιστατικό από την παραλαβή του: ο Υπουργός ναυτικών, πλοίαρχος Δαμιανός, τη στιγμή της υπογραφής του πρωτοκόλλου ρώτησε «πού είναι η προμήθειά του». Οι Ιταλοί απήντησαν ότι θα δινόταν ξεχωριστά και ανερχόταν στις 200.000 χρυσές δραχμές, περίπου 1% της αξίας όλου του πλοίου. Τότε ο Δαμιανός ζήτησε να αφαιρεθεί το ποσό από τη συνολική δαπάνη και έτσι η προμήθεια να αναλωθεί υπέρ πατρίδος.
Το πλοίο- θρύλος είχε εκτόπισμα 10.200 τόνους και ήταν εντυπωσιακό για την εποχή του. Είχε 140 μέτρα μήκος, 21 πλάτος και 7,5 βύθισμα. Διέθετε ιταλικές μηχανές 19.000 ίππων, 22 γαλλικούς λέβητες, γερμανικές γεννήτριες και υποστηριζόταν από πλήρωμα περίπου 700 ανδρών. Ο οπλισμός του ήταν εξαιρετικός με 8 πυροβόλα των 190 και 4 των 234 χιλιοστών τύπου ARMSTRONG, που συμπλήρωναν 14 ταχυβόλα και 3 τορπιλοσωλήνες. Η θωράκισή του έφτανε τα 200 χιλιοστά και με χαμηλή ταχύτητα (10 κόμβων) είχε αυτονομία μεγαλύτερη των 7.000 ναυτικών μιλίων.
Με την παρέλευση ενός έτους από την παραλαβή του γνώρισε το βάπτισμα του πυρός, αλλά και τις μεγαλύτερες στιγμές δόξας του με Κυβερνήτη τον αδίκως ξεχασμένο, Πλοίαρχο Σοφοκλή Δούσμανη, αλλά και επιβαίνοντα τον Αρχηγό Στόλου Υποναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη. Στις 8 Οκτωβρίου 1912, ο Ελληνικός Στόλος με τη συνδρομή μιας διλοχίας Κεφαλλονιτών11 Παλούμπης, σ. 60 απελευθέρωσε τη Λήμνο και το «ΑΒΕΡΩΦ» ανέμενε τους αντιπάλους του εξασφαλίζοντας την απόλυτη κυριαρχία και δίνοντας τη δυνατότητα στα ναυτικά αγήματα να απελευθερώνουν συνήθως αναίμακτα τα μικρότερα νησιά μας. Στις 18 Οκτωβρίου απελευθερώθηκε η Ίμβρος, η Θάσος και ο Άγιος Ευστράτιος, ενώ την επομένη απελευθερώθηκε και η Σαμοθράκη. Στις 22 του ίδιου μήνα υψώθηκε η Γαλανόλευκη στα Ψαρά και με παρέλευση διημέρου στην Τένεδο. Ακολούθησε το Άγιον Όρος και έτσι στις 2 Νοεμβρίου, δεδομένης και της απελευθέρωσης της Σάμου και της Ικαρίας από τους κατοίκους τους, μόνο η Λέσβος και η Χίος παρέμεναν σε τουρκικά χέρια. Όλες οι απελευθερώσεις έγιναν εύκολα με την επιβλητική παρουσία του ελληνικού ναυτικού να καταβάλει τις μικρές φρουρές των νήσων που παραδίδονταν. Η παραμονή των Τούρκων μέσα στα Στενά οδήγησε και στην πανηγυρική απελευθέρωση της Κρήτης στις 20 Φεβρουαρίου 1913.
Οι Τούρκοι φοβούμενοι το «ΑΒΕΡΩΦ» δεν προσπάθησαν να βγουν στο Αιγαίο ούτε όταν ξεκίνησε η συνδυασμένη προσπάθεια Στρατού και Ναυτικού για απελευθέρωση της Λέσβου και της Χίου, στις 7 και 10 Νοεμβρίου 1912. Είχαν μάλιστα υποστεί και δυο ταπεινωτικές βυθίσεις από παμπάλαια ελληνικά τορπιλοβόλα. Το θωρηκτό τους «Φετχί Μπουλέντ» βυθίστηκε μέσα στη Θεσσαλονίκη στις 18 Οκτωβρίου από την παράτολμη ενέργεια του Υποπλοιάρχου Νικολάου Βότση, κυβερνήτου του τορπιλοβόλου «11» και η κανονιοφόρος «Τραπεζούντα» είχε την ίδια τύχη στο λιμένα των Κυδωνιών (Αϊβαλί) στις 9 Νοεμβρίου από τορπίλη του τορπιλοβόλου «14» με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Περικλή Αργυρόπουλο. Αν δυο σαπιοκάραβα κατόρθωσαν το αδύνατο, τί θα έπρεπε να περιμένουνε οι Τούρκοι από το «ΑΒΕΡΩΦ»;
Σε αυτό το σημείο αξίζει μια αναφορά στο κατόρθωμα του Βότση. Ο Υδραίος αξιωματικός ήταν από την πλευρά της μητέρας του ανιψιός του Κουντουριώτη και χρησιμοποίησε το «μέσο» του τόσο για να πετύχει να πάει Κυβερνήτης σε ένα παλιό πλοίο που θα εκτελούσε επικίνδυνες αποστολές, όσο και για να εγκριθεί η σχεδόν αυτοκτονική απόπειρα βύθισης του «Φετχί Μπουλέντ». Ο παππούς του από τον πλευρά του πατέρα του κυβέρνησε τον περίφημο «Άρη» του θανόντος Τσαμαδού, όταν το πλοίο μας έσπασε τον αποκλεισμό των τουρκο-αιγυπτίων μετά τη μάχη στη Σφακτηρία στον αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας και το οδήγησε στο λιμάνι της Ύδρας με διαλυμένα κατάρτια και πανιά, σε ένα κατόρθωμα ανώτερο και από αυτό του «Αδρία» κατά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Με τέτοια βαριά κληρονομιά και οικογενειακή παράδοση, ο Βότσης στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και έγραψε τη δική του ιστορία.
Στην αναφορά, που έγραψε ο ίδιος μετά τη βύθιση του τουρκικού θωρηκτού, διαβάζουμε: «Το Καραμπουρνού εφώτιζε συνεχώς την θάλασσαν διά των προβολέων του, αλλά διήλθον απαρατήρητος μεταξύ Καραβοφάναρου και Βαρδαρίου. Κατόπιν ολοταχώς έφθασα εις τον λιμένα της Θεσσαλονίκης και την 11.20 διέκρινα άνευ αμφιβολίας το τουρκικόν θωρηκτόν ανάπρωρον προς τον πνέοντα Μέσην εις την δυτικήν άκραν κυματοθραύστου. Εις αντίθετον δεξιάν άκραν υπήρχε ρωσικόν πολεμικόν. Υποθέτω και άλλα. Εχείρισα ήρεμα, πάντοτε απαρατήρητος, και κατηύθυνα την πρώραν εις το μέσον του τουρκικού θωρηκτού. Εξεσφενδόνισα πρώτον την δεξιάν τορπίλλην την 11.35 από αποστάσεως 150 μέτρων. Έστρεψα είτα ολίγον αριστερά προχωρών και εξεσφενδόνισα την αριστεράν. Ανεπόδισα τότε ολοταχώς, όπως απομακρυνθώ της εκρήξεως. Της πρώρας του πλοίου μου στρεφούσης ήδη αριστερά, εξεσφενδόνισα και την του καταστρώματος τορπίλλην, ήτις όμως εξέκλινε και εξερράγη, μετά τας πρώτας ταυτοχρόνους σχεδόν εκρήξεις, επί του κυματοθραύστου μετά κρότου μεγάλου, ον προς στιγμήν ενομίσαμεν ως πυροβολισμόν εκ της ξηράς.
Άμα τη πρώτη εκρήξει παρετηρήθη κίνησις φώτων επί του εχθρικού πλοίου και συρίγματα. Τα διαμερίσματα των αξιωματικών ήσαν φωτισμένα. Η έκρηξις εγένετο ολίγον πρώραθεν της καπνοδόχου, δεξιά. Καπνός εξήλθεν άφθονος της καπνοδόχου. Το πλοίον καταφανώς εβυθίζετο διά της πρώρας, κλίνον δεξιά. Ολοταχώς πλέων τότε εξήλθον άνωθεν της γραμμής των έξω του λιμένος βυθισμένων τορπιλλών, στηριζόμενος εις το βύθισμα του πλοίου μου, και διήλθον προ του Καραμπουρνού, το οποίον ειδοποιηθέν φαίνεται εν τω μεταξύ εκ Θεσσαλονίκης ήναψε πάντας τους προβολείς του. Διήλθον εν τούτοις και πάλιν απαρατήρητος και καθ’ ην στιγμήν εβρισκόμην απέναντι του Καραμπουρνού, κατά προηγουμένην υπόσχεσιν προς τους πυροβολητάς μου, διέταξα και έρριψαν επ’ αυτού βολήν διά του ταχυβόλου των 37” από αποστάσεως 2.500 μέτρων»12Λάδης Φώντας, Προσωπικά Ημερολόγια Μελών των Πληρωμάτων των Θωρηκτών «Αβέρωφ» και «Ύδρα» 1912-1913, (Αθήνα: Λιβάνης, 1993), σ.77.
Για να κλείσουμε την παρένθεση του Βότση, αλλά και για την ιστορική αλήθεια πρέπει να επισημάνουμε ότι το «Φετχί Μπουλέντ» ήταν παροπλισμένο. Όμως η βύθιση ενός θωρηκτού μέσα στη Θεσσαλονίκη, επιβεβαίωσε την ελληνική υπεροχή στη θάλασσα, τη γενναιότητα και το επιθετικό πνεύμα και φυσικά το έμπρακτο ενδιαφέρον της ελληνικής κυβέρνησης για την συμπρωτεύουσα. Από πλευράς ηθικού, τόσο οι Έλληνες κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, όσο και ο στρατός που ετοιμαζόταν να δώσει την αιματηρή και αποφασιστική μάχη των Γιαννιτσών, το κέρδος ήταν ανυπολόγιστο.
Στις 20 Νοεμβρίου 1912 οι λοιποί Σύμμαχοι πλην της Ελλάδος υπέγραψαν ανακωχή με τους Τούρκους. Εμείς πιέζαμε για την επίτευξη τετελεσμένων στα Γιάννινα, στη Χίο και τη Λέσβο. Πλέον ο τουρκικός στόλος δεν μπορούσε να μείνει με σταυρωμένα τα χέρια. Την παραμονή της πρώτης εξόδου του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο ο Τούρκος ναύαρχος Οσμάν Νουρί Μπέη και οι αξιωματικοί του κάθισαν και έγραψαν επί του θωρηκτού «Μεσουδιέ» τη διαθήκη τους!13Fotakis, σ. 51. Με τέτοια ψυχολογία, ο οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1912 και ο Κουντουριώτης απηύθυνε το περίφημο σήμα του, που δείχνει τη χαοτική διαφορά τόσο στο ηθικό όσο και στην Ηγεσία και στο οποίο δεν είναι περιττή ούτε μια συλλαβή:
«Με την δύναμιν του Θεού και τας ευχάς του Βασιλέως και εν ονόματι του Δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με πεποίθησιν της νίκης εναντίον του εχθρού του Γένους».
Οι στόλοι συναντήθηκαν στις 09:00 το πρωί και ξεκίνησε η σύντομη ναυμαχία της Έλλης. Οι Τούρκοι άρχισαν να βάλλουν πρώτοι και από πολύ μεγάλη απόσταση. Όταν η απόσταση έκλεισε δόθηκε η Ελληνική απάντηση, όμως η αλήθεια είναι ότι και οι δυο πλευρές ήταν άστοχες, κάτι που δικαιολογείται από πλευράς «ΑΒΕΡΩΦ» αν σκεφτούμε ότι ήταν η πρώτη φορά που τα πυροβόλα του έριχναν πραγματικά πυρά από τη ναυπήγησή του!14Σταθάκης, σ. 347 Μισή ώρα αφού ξεκίνησε η ναυμαχία, ο Κουντουριώτης εκμεταλλεύτηκε το «ΑΒΕΡΩΦ» και αποφάσισε να κινηθεί ανεξάρτητα. Δε θα αποτελούσε υπερβολή η υιοθέτηση της άποψης ότι η ελληνική ναυαρχίδα καταναυμάχησε μόνη τον οθωμανικό στόλο, αφού εκμεταλλευόμενη την υπεροχή της κυρίως σε ταχύτητα, έτρεψε τα Τουρκικά πλοία σε άτακτη φυγή και αναζήτηση προστασίας στα Στενά. Ο Κουντουριώτης επικρίθηκε για την παράτολμη ενέργειά του γιατί εξέθεσε τον «ΑΒΕΡΩΦ» στα πυροβόλα και τις τορπίλες ενός ολόκληρου στόλου και προς στιγμήν κατά την καταδίωξη του εχθρικού στόλου και στα πολυβολεία του παράκτιου τουρκικού οχυρού της Έλλης. Όμως προκάλεσε τέτοιο πανικό που οι αντίπαλοί του έχασαν κάθε συνοχή.
Στις 5 Ιανουαρίου 1913, ακολούθησε νέα αποτυχημένη έξοδος του αντίπαλου στόλου. Σε μια προσπάθεια ανύψωσης του τουρκικού ηθικού, οι Τούρκοι ύψωσαν τελετουργικά τη σημαία του πειρατή «Χαριεντίν Μπαρμπαρόσα» στο ομώνυμο πλοίο. ‘Όμως όταν συνάντησαν τον Ελληνικό στόλο στις 11:30 ηττήθηκαν εκ νέου στη δεύτερη νικηφόρα ναυμαχία, αυτήν της Λήμνου. Ο Κουντουριώτης αφού υπενθύμισε το σήμα της ναυμαχίας της Έλλης, απλά ευχήθηκε καλημέρα στα «γενναία επιτελεία και τα πληρώματα» και προέτρεψε τους συμπολεμιστές του λέγοντας: «το παν εξαρτάται από την σημερινή ημέρα δια την αγαπητήν μας Ελλάδα. Φανήτε λέοντες». Ακολούθησε μια σχεδόν ακριβής επανάληψη της ναυμαχίας της Έλλης με το «ΑΒΕΡΩΦ» να πλέει ανεξάρτητα και να προκαλεί τεράστιες ζημιές στον εχθρό. Τα πετυχημένα ελληνικά πυρά όχι μόνο από το «ΑΒΕΡΩΦ», αλλά και από τα παλαιά θωρηκτά της μοίρας του Πλοιάρχου Γκίνη, παρά την καλύτερη ταχυβολία των Τούρκων, επέφεραν μεγάλες τουρκικές απώλειες (περίπου 700 ανδρών) και σημαντικότατες ζημιές με εξουδετέρωση δυο θωρηκτών και ενός καταδρομικού. Φυσικά το αποτέλεσμα ήταν η παραμονή του τουρκικού στόλου στο ναύσταθμο του Ναγαρά μέχρι το τέλος του πολέμου και η διάλυση των όποιων οθωμανικών ψευδαισθήσεων για απόκτηση ελέγχου στο Αιγαίο.
Το δεύτερο συγκριτικό υλικό πλεονέκτημα ήταν η αγορά και χρήση του υποβρυχίου «ΔΕΛΦΙΝ» το οποίο μπορεί να μην έπαιξε δραματικό ρόλο στις επιχειρήσεις, όμως είχε σημαντικότατο ψυχολογικό αντίκτυπο στους αντιπάλους μας που είχαν εντυπωσιαστεί από τον ασυνόδευτο πλου του από τη Γαλλία, μετά το ξέσπασμα του πολέμου, ο οποίος αποτέλεσε παγκόσμιο ρεκόρ. Παράλληλα, το ηρωικό μας υποβρύχιο πέτυχε και μια δεύτερη πρωτιά. Στις 9 Δεκεμβρίου του 1912, υπό τη διακυβέρνηση του Πλωτάρχη Παπαρηγόπουλου, έγραψε ιστορία στα ναυτικά χρονικά, πραγματοποιώντας την πρώτη παγκόσμια τορπιλική προσβολή εν πολέμω. Συγκεκριμένα, εκτόξευσε τη μια από τις έξι τορπίλες, που έφερε, εναντίον του Τουρκικού καταδρομικού «Μετζιδιέ», χωρίς αποτέλεσμα.15Κυριακίδης Κλεάνθης – Δώδος Ιωάννης, Πολεμικό Ναυτικό: Ισχύς και Δόξα, (Αθήνα: ΓΕΝ, 2002), σ. 52
Η έφεση του Ελληνικού Ναυτικού στην πρωτοπορία είχε και άλλες εκφάνσεις. Η πρώτη ελεγχόμενη νάρκη εφευρέθηκε το 1843 και σε λιγότερο από 40 χρόνια ο Ελληνικός Στόλος διέθετε τις πρώτες του τρεις ναρκοθέτιδες. Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο ο Ναύαρχος Κουντουριώτης ήθελε να ναρκοθετήσει τα Στενά, κάτι που δεν του επετράπη λόγω των αντιρρήσεων των Μεγάλων Δυνάμεων. Όμως η ναρκοθέτις «ΑΡΗΣ» με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Μπακόπουλο προέβη σε αμυντική ναρκοθέτηση του Πειραιά με 100 νάρκες16Μετά τη διαφυγή του «ΧΑΜΙΔΙΕ» από τον ελληνικό Στόλο, που θα αναλυθεί παρακάτω.
Οι Έλληνες πρωτοπόροι και στην κατάκτηση των αιθέρων, δε θα μπορούσαν να αγνοήσουν την αξία της αεροναυτικής συνεργασίας. Στις 24 Ιανουαρίου του 1913, για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, το Ελληνικό υδροπλάνο «Ναυτίλος» εξετέλεσε επιχείρηση αεροναυτικής συνεργασίας, κάτι εκτός από πρωτοποριακό και ακατανόητο για τους Τούρκους. Ο Υπολοχαγός Μιχαήλ Μουτούσης και ο Σημαιοφόρος Αριστείδης Μωραϊτίνης εκτελώντας αναγνωριστική αποστολή, πέταξαν πάνω από το στενό των Δαρδανελίων και αφού εντόπισαν τις θέσεις του εχθρικού στόλου και εκτίμησαν την κατάστασή του στον όρμο του Ναγαρά, εφόρμησαν ρίχνοντας 4 αυτοσχέδιες βόμβες, που είχαν μικρή σημασία από άποψη υλικών ζημιών, αλλά τεράστια σημασία για την καταρράκωση του τουρκικού ηθικού.17Κυριακίδης Κλεάνθης – Δώδος Ιωάννης, σ. 80.
Εκτός της αεροναυτικής συνεργασίας, είχαμε και εξαιρετική συνεργασία μεταξύ του Στρατού και του Ναυτικού, σε μια επίδειξη διακλαδικών επιχειρήσεων, που θα ζήλευαν πολλές σύγχρονες ένοπλες δυνάμεις. Τα δυο πολυπληθέστερα νησιά του Αιγαίου, η Χίος και η Λέσβος απελευθερώθηκαν με συνεργασία αγημάτων των δυο Κλάδων. Η Λέσβος απελευθερώθηκε στις 8 Δεκεμβρίου μετά από ένα μήνα και η Χίος στις 21 Δεκεμβρίου μετά από 40 ημέρες σκληρής αντίστασης. Μάλιστα, ο ναυτικός δόκιμος Ιωάννης Παστρικάκης, συμμετέχοντας στις 17 Νοεμβρίου του 1912 στη μάχη της Αίπους στη Χίο, έγινε ο πρώτος δόκιμος που έπεσε στο πεδίο της μάχης.
Παράδειγμα διακλαδικής συνεργασίας αποτέλεσαν και οι επιχειρήσεις στο Ιόνιο, οι οποίες μάλιστα ξεκίνησαν πριν τις επιχειρήσεις στο Αιγαίο. Η τολμηρή καταδρομική είσοδος στον Αμβρακικό των κανονιοφόρων «B» και «Δ» με κυβερνήτες τους Υποπλοιάρχους Μακκά και Μπούμπουλη18 Παλαιότατα πλοία του 1880 με ταχύτητα 10 κόμβων και ένα πυροβόλο Krupp των 12 εκατοστών. Paizis-Papadellis Constantinos, Hellenic Warships 1829-2001, (Athens: The Society for the Study of Greek History, 2002), σ. 51, 57 παράλληλα με τον αποκλεισμό της εισόδου του κόλπου από το στολίσκο του πλοιάρχου Δαμιανού, έδωσαν τη δυνατότητα εγκλωβισμού του τουρκικού στολίσκου του Αμβρακικού και συνεπώς του πλήρους ελέγχου του Ιονίου και απρόσκοπτου ανεφοδιασμού δια θαλάσσης του ελληνικού στρατού που επιχειρούσε στην Ήπειρο. Με αυτό τον τρόπο ο Στόλος του Ιονίου συνέβαλε τα μέγιστα στην απελευθέρωση πόλεων στο νότο όπως της Πρέβεζας και της Νικόπολης, αλλά και στο βορρά όπως της Χιμάρας και των Αγίων Σαράντα. Ο ναυτικός δε αποκλεισμός που επέβαλε απέτρεψε την ενίσχυση της τουρκικής άμυνας των Ιωαννίνων.
Σε αυτό το σημείο επανερχόμαστε στο βασικό πλεονέκτημα, αυτό του ηθικού, το οποίο οφείλουμε να συνδέσουμε με την Ηγεσία. Οι Τούρκοι για να μην τους αδικούμε, προέβησαν την πρωτοχρονιά του 1913 σε ένα εξαιρετικό στρατήγημα αντιπερισπασμού. Έστειλαν το σύγχρονο καταδρομικό «Χαμιδιέ» έξω από τα Στενά με στόχο να σπάσει τον αποκλεισμό, εκμεταλλευόμενο τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες και τη χαμηλή ορατότητα. Στόχος του ήταν να κινηθεί στα νησιά των Κυκλάδων, να βυθίσει εμπορικά επίτακτα και μεταγωγικά πλοία, να βομβαρδίσει Ελληνικές πόλεις και έτσι να αναγκάσει μέρος του Ελληνικού στόλου και κυρίως το «ΑΒΕΡΩΦ», να το καταδιώξει. Η αποστολή του στέφθηκε με επιτυχία και κατόπιν του βομβαρδισμού του εξοπλισμένου επίτακτου «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» στο λιμένα της Σύρου η Κυβέρνηση, και συγκεκριμένα ο Υπουργός Ναυτικών Στράτος, διέταξε πράγματι την καταδίωξή του από τον «ΑΒΕΡΩΦ». Η Διαταγή του Υπουργού δεν εξετελέσθη ποτέ. Ο Ναύαρχος αδιαφόρησε και τηλεγράφησε στην Κυβέρνηση «Εγκατάλειψις κυρίας μου αποστολής αδύνατος»! Η ιστορία γράφεται από πειθαρχημένους στρατούς και απείθαρχους, μεγαλοφυείς Ηγέτες όπως ο Παύλος Κουντουριώτης. Αλλά και οι Βότσης και Αργυρόπουλος στις παράτολμες βυθίσεις τους έδρασαν με ίδια πρωτοβουλία.
Η πολιτική Ηγεσία δεν υστερούσε της στρατιωτικής. Επέλεξε αξιοκρατικά τον καλύτερο ναυμάχο ως Αρχηγό του Στόλου, του έδωσε ξεκάθαρες εντολές, του άφησε περιθώρια ελιγμών και όταν έκανε λάθος, όπως στην περίπτωση της διαταγής για καταδίωξη του «Χαμιδιέ» δε δίστασε να αναγνωρίσει το λάθος της. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έδωσε το στίγμα του όταν αποχαιρέτισε το στόλο στον όρμο του Φαλήρου στις 5 Οκτωβρίου 1912 με την περίφημη φράση:
«Η πατρίς αξιοί από υμάς όχι απλώς να αποθάνητε υπέρ αυτής. Αυτό θα ήτο το ολιγώτερον. Αξιοί να νικήσετε. Και θα νικήσετε. Είμαι υπερβέβαιος»!
Το Ναυτικό μας συμμετείχε ενεργά και στο Β΄ Βαλκανικό πόλεμο απελευθερώνοντας την Καβάλα στις 26 Ιουνίου 1913 και την Αλεξανδρούπολη μετά από δυο εβδομάδες, ενώ συνέχισε και την ενίσχυση των επιχειρήσεων του στρατού ξηράς, σε μια σύγκρουση που ήταν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου χερσαία εναντίον των Βουλγάρων.
Συνοψίζοντας αξίζει να παραθέσουμε τα λόγια του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος λιτά μας εξήγησε τη σημασία του Ναυτικού με μια επιστολή που απέστειλε σε ανύποπτο χρόνο, την 3η Δεκεμβρίου 1933 στον Παύλο Κουντουριώτη:
«Φίλτατε Ναύαρχε. Είκοσι ένα χρόνια κλείουν σήμερα από την ημέρα, που με την ναυμαχία της Έλλης εξησφάλισες την κατά θάλασσαν υπεροπλίαν της Ελλάδος και των Συμμάχων της και έτσι εξησφάλισες την τελικήν νίκην των…»19Σταθάκης, σ. 48