Γράφει ο Δημήτρης Τσιγκάρης
Πλησιάζοντας προς την Εθνική μας επέτειο του ξεσηκωμού του 1821 και κατόπιν στον απόηχο των εορταστικών εκδηλώσεων και των παρελάσεων όταν πλέον τα φώτα θα έχουν σβήσει, θα διαβάσουμε και θα ακούσουμε για πολλοστή φορά αναφορές σε γεγονότα του τότε, όπως και εκτιμήσεις και θεωρίες για το τι θα γινόταν «αν»… και διάφορα παρεμφερή που συχνά -δυστυχώς- διαφοροποιούν ή δεν παρουσιάζουν την πραγματικότητα. Θα (ξανα)έλθουν επίσης στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων παλαιότερα και πιθανόν νεοεκδοθέντα βιβλία περί της ιστορίας της επανάστασης και της ίδρυσης του νέου Ελληνικού Κράτους, ενώ οι εφημερίδες θα φιλοξενήσουν νέα άρθρα περί του θέματος, νέες απόψεις και νέες κριτικές επαϊόντων… ή μη. Ως γνωστόν, αυτά που αποκομίζουμε μελετώντας τα γεγονότα του παρελθόντος, ιδιαίτερα αυτά του περισσότερο μακρινού, έχουν σαν βάση τις καταγραφές των Ιστορικών και έπονται οι γνώμες ή οι κριτικές αυτών που αργότερα ασχολήθηκαν περαιτέρω, κατά περιπτώσεις όμως επιφανειακά και άνευ βαθύτερης μελέτης. Ώς εκ τούτου, ακούσια ή εκούσια, επηρεασμένοι και από εξωγενείς παράγοντες όπως η ελλιπής πληροφόρηση του τότε, οι πολιτικές καταστάσεις, η κουλτούρα και η κυρίαρχη νοοτροπία της κάθε εποχής, μπορεί και να δίνουν ελλιπείς ή και μη ακριβείς ιστορικές πληροφορίες. Στο παρόν άρθρο μας όμως, ας σταθούμε μόνο στις «ελλιπείς ιστορικές πληροφορίες».
Κάπως έτσι, μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό και τη δημιουργία του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, οι Ύδραίοι, παρά την μέχρι αυτοθυσίας και καθοριστική προσφορά τους στον αγώνα, βρέθηκαν επανειλημμένα και βέβαια άδικα, στο μάτι του κυκλώνα. Πράγμα το οποίο μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να συνεχίζεται ακόμα έως και σήμερα. Και παρ’ όλο που ήταν στην πλευρά των νικητών, κατά τη ρήση του Ναπολέοντα Βοναπάρτη «δεν έγραψαν την ιστορία». Θα ήταν λοιπόν ιδιαίτερα χρήσιμο να ανατρέχουμε και σε συγκυρίες και αλήθειες που πολλοί ιστορικοί ή, ιστορικοί αναλυτές όπως αναφέρθηκε πάρα πάνω, ηθελημένα ή ακούσια έκρυψαν και κρύβουν κάτω από το χαλί. Ή δεν παρουσίασαν αντικειμενικά, ή ακόμα και θέλησαν να αποσιωπήσουν εσαεί στον αιώνα τον άπαντα !

Ας θυμηθούμε λοιπόν με την ευκαιρία Υδραίους της επανάστασης, και στην προκειμένη περίπτωση την ένδοξη οικογένεια των Τσαμαδών1Από το αρχείο του αείμνηστου Υδραίου Πλοιάρχου Ε.Ν. Θεόδωρου Κρεμασιώτη (1933-2011) – Πηγή περιοδικό «Μέλλον της Ύδρας» Φεβρ. 1935.
Δημήτριος Μιχ. Τσαμαδός (1757-1835). Ήταν πρόκριτος της Ύδρας από τα προεπαναστατικά χρόνια. Έως, αλλά και μετά τη σύσταση του Νεοελληνικού Κράτους, παραμένει δεύτερος κατά την τότε ισχύουσα στον νησί ιεραρχική τάξη, μετά τον Λάζαρο Κουντουριώτη ενώ κατά τα χρόνια της διοίκησης Βούλγαρη, ο ίδιος ο Γεώργιος Βούλγαρης (Μπέης) τον ορίζει και επίτροπο του μικρού τότε γιού του Δημητρίου Βούλγαρη , μετέπειτα σκληροτράχηλου πρωθυπουργού περιβόητου “Τζουμπέ” . Η επανάσταση του 1821 βρίσκει τον Δημήτριο Τσαμαδό πάμπλουτο, αρωγό της κοινότητας σε κάθε ανάγκη, και να χαίρει της αγάπης, της εκτίμησης και του σεβασμού όλων. Ύδραίων και μη. Αναλαμβάνει πολύπλευρη δράση και μεγάλα αξιώματα παρά τα 64 του χρόνια. Διαθέτει δε, όλα τα καράβια του και όλα τα πλούτη του για την ελευθερία της Πατρίδας. Και τελικά, αυτός ο πρόκριτος και εκ των ελευθερωτών της Ελλάδος, πεθαίνει στην Ύδρα το 1835 απόπληκτος από τη φτώχια και τη δυστυχία. Ήταν 78 ετών και κηδεύτηκε με συνεισφορά αφού δεν διέθετε ούτε τα “θαφτικά” του….
Το κακό όμως, δεν σταματά εδώ. Έχει και περισσότερο δυσάρεστη συνέχεια. Ο αγωνιστής ναυμάχος γιός του, ο Καπετάν Λάζαρος Τσαμαδός θα έχει πιο οδυνηρό τέλος. Πατέρας 12 παιδιών, μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του Νέου Ελληνικού Κράτους δεν έχει χρήματα ούτε για τον “άρτον αυτών, τον επιούσιον”… Ούτε και καράβια υπάρχουν πλέον, δικά τους ή άλλων Ύδραίων για να μπορέσει να μπαρκάρει. Πηγαίνει στην Αθήνα με δανεικά για να βρει δουλειά. Δεν βρίσκει αλλά και περιφρονείται. Απελπισμένος κατεβαίνει στον Πειραιά πεζός ( ! ) και επιστρέφει άπρακτος στην Ύδρα με κάποιο Υδρέϊκο καΐκι που τον πήρε δωρεάν γιατί δεν είχε ούτε πεντάρα για τα ναύλα… Τελικά, ευρισκόμενος σε τέλεια απόγνωση και έχοντας πάρει κατάκαρδα τις περιφρονήσεις που βίωσε στην Πρωτεύουσα, στις 20 Ιανουαρίου του 1836, τρείς μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του, αυτοκτονεί με απαγχονισμό στον επάνω όροφο του αρχοντικού τους, στο οποίο σημειωτέο για 100 περίπου χρόνια έως και σήμερα στεγάζεται η Ναυτική Σχολή της Ύδρας.
Ξεσηκώνεται τότε μεγάλος σάλος και μεταξύ άλλων, η Αθηναϊκή εφημερίδα “Αθηνά” γράφει : “Αν έως τώρα εκώφευσε το Κράτος δια την σωτηρίαν των Υδριωτών, ας ακούσει τώρα, δι’ όνομα του Θεού, τους τελευταίους στεναγμούς των αποθνησκόντων δια να πιστεύσει εις την επικρατούσα της Ύδρας δυστυχίαν και ας συνδράμει το προπύργιον τούτο της Ελευθερίας…”
Σημείωση του γράφοντος : Εμφανώς, η έκκληση της εφημερίδας ήχησε και πάλι σε « ώτα μη ακουόντων » και το Κράτος συνέχισε να κωφεύει και να στέκεται ενάντιο ακόμα και προς αυτήν την αξιοπρέπεια των Υδραίων. Ο «Τρίτος Τόμος» της Ιστορίας της Νήσου Ύδρας του Μεγάλου Υδραίου Αντωνίου Λιγνού (1871-1956), συμπεριλαμβάνει συγκλονιστικά ντοκουμέντα περί των γεγονότων του τότε !