Γράφει ο Θεόδωρος Κόντες
Tην 1η /9/1911 το θωρακισμένο καταδρομικό Γ. Αβέρωφ με κυβερνήτη τον Παύλο Κουντουριώτη, καταπλέει στο Φάληρο. Ένας μεγάλος διπλωματικός αγώνας, η πίεση των στρατιωτικών που επίμονα ζητούσαν την πρόσκτηση μιας μονάδος που θα ανέτρεπε τους συσχετισμούς, ένα κληροδότημα του Εθνικού Ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ αλλά και οι συντονισμένες προσπάθειες της κυβέρνησης Κυριακούλη Μαυρομιχάλη είχαν φέρει επιτέλους το πολυπόθητο αποτέλεσμα.
Ανεβαίνοντας ο επισκέπτης την κλίμακα του Θ/Κ Αβέρωφ αριστερά στο επίστεγο συναντά ένα μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, με εικόνες μεταβυζαντινής τεχνοτροπίας. Στα σχέδια ναυπήγησης του πλοίου δεν υπήρχε πρόβλεψη για το εκκλησάκι, το οποίο διαμορφώθηκε στο χώρο της αναχορηγίας του πυροβόλου.
Η δημιουργία του οδήγησε και στην ένταξη στο πλήρωμα στρατιωτικού ιερέα, η παρουσία του οποίου κρίθηκε απαραίτητη για την εμψύχωση του πληρώματος, ο οποίος, τελούσε τη Θεία Λειτουργία τις Κυριακές και εορτές αλλά και Μυστήρια όπως γάμους και βαπτίσεις.
Δύο περιπτώσεις Στρατιωτικών ιερέων που υπηρέτησαν στον Αβέρωφ σε περιόδους κρίσιμες για τη χώρα όπως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος, για τις οποίες πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά ήταν οι Αρχιμανδρίτες Δάφνος και Παπανικολόπουλος.
Λίγο πριν την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων, στις 8 Ιουνίου 1912, με πρόταση της Ιεράς Συνόδου τοποθετήθηκε στον Αβέρωφ ο Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Δάφνος, ιεροκήρυκας του Ι.Ν. της Αγίας Τριάδας Πειραιά. Η παρουσία του Δάφνου συνέβαλε καθοριστικά στην ψυχολογική υποστήριξη του πληρώματος και η προσφορά του αναγνωρίστηκε από όλους. Ο Δ. Δάφνος την περίοδο 1936 – 1959 διετέλεσε Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης
Κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και στη συνέχεια στην περίοδο της γερμανικής εισβολής στον Αβέρωφ υπηρετούσε ο Στρατιωτικός ιερέας Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος, μετέπειτα Μητροπολίτης Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αδραμυτίου (19/11/1944) και αργότερα Μητροπολίτης Εδέσσης και Πέλλης (25/9/1951). Ο Παπανικολόπουλος υπήρξε μια δυναμική προσωπικότητα, ο οποίος μάλιστα δεν δίστασε να αναλάβει με τρόπο καθοριστικό πρωτοβουλία για την αποδημία του πλοίου στη Μέση Ανατολή, ενώ συζητείτο το ενδεχόμενο της βύθισής του.[1]
Για τις ανάγκες του παρόντος δοκιμίου που αναφέρεται σ’ ένα παράπλευρο, μη στρατιωτικό γεγονός της ιστορίας του Αβέρωφ, επιβάλλεται να γίνει ιδιαίτερη αναφορά σ’ έναν άλλο κληρικό τον Προκόπιο Καραμάνο.
Γεννήθηκε στο Σταυροδρόμι Κωνσταντινούπολης το 1869 ή το 1874. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από το Γεράκι Λακωνίας και της μητέρας του από την Αθήνα. Υπήρξε αριστούχος απόφοιτος της Νομικής και της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ως διάκονος υπηρέτησε στον Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου Καρύτση στην Αθήνα και στη συνέχεια έγινε πρωθιερεύς – αρχιμανδρίτης της Θωρηκτής Μοίρας Στόλου.Γεννήθηκε στο Σταυροδρόμι Κωνσταντινούπολης το 1869 ή το 1874. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από το Γεράκι Λακωνίας και της μητέρας του από την Αθήνα. Υπήρξε αριστούχος απόφοιτος της Νομικής και της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως διάκονος υπηρέτησε στον Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου Καρύτση στην Αθήνα και στη συνέχεια έγινε πρωθιερεύς – αρχιμανδρίτης της Θωρηκτής Μοίρας Στόλου.
Εχειροτονήθη επίσκοπος και μητροπολίτης Ύδρας και Σπετσών την 19η Μαίου 1912 επί Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου Α’, παρουσία του τότε Πλοιάρχου και Υδραίου την καταγωγή Παύλου Κουντουριώτη. Ενεπλάκη στα γεγονότα της περιόδου του Εθνικού Διχασμού μετέχοντας στο Ανάθεμα του Ελευθερίου Βενιζέλου και το 1916, με την επικράτηση της βενιζελικής παρατάξεως, κηρύχθηκε έκπτωτος μη πληρουμένης από άλλον της θέσεώς του. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την αιτία της διατάραξης των καλών μέχρι τη στιγμή αυτή σχέσεών του με τον Παύλο Κουντουριώτη και μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός της εκπεφρασμένης επιθυμίας του Ναυάρχου την κηδεία να τελέσει ένας απλός ιερέας της Ύδρας, ο Δημήτριος Χελιώτης, και όχι ο επίσκοπος .
Μετά την επάνοδο του Βασιλέως Κωνσταντίνου το 1920 επανήλθε στη θέση του για να κηρυχθεί εκ νέου έκπτωτος μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Τον Δεκέμβριο του 1922 δόθηκε οριστική λύση με την επάνοδο όλων των έκπτωτων αρχιερέων στις επισκοπές τους.
Επί των ημερών του υπήχθη στα όρια της Μητρόπολης Ύδρας και Σπετσών και η Αίγινα το 1936. Κατά την περίοδο της Κατοχής ήταν ο ηγέτης της αντίστασης στην Ύδρα. Τον Ιούλιο του 1942 διετάχθη να εγκαταλείψει την Ύδρα εντός 7 ημερών διότι θεωρήθηκε υπεύθυνος της απόκρυψης και περίθαλψης στην Ιερά Μονή της Παναγίας Ζούρβας τριών Βρετανών. Ο Προκόπιος αρνήθηκε να εγκαταλείψει το νησί δηλώνοντας [..] ας έλθουν οι βάρβαροι εισβολείς και οι εγκάθετοι πολιτικοί συνεργάτες τους να με συλλάβουν [..]. Στη συλλογική μνήμη των κατοίκων της Ύδρας έχει καταγραφεί και ένα γεγονός που έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 1944, όπου ο μητροπολίτης, μετέβη σε χώρο όπου είχαν συλληφθεί υπό των Γερμανών Υδραίοι οι οποίοι απειλούντο με κρέμασμα. Η παρέμβασή του και τα λόγια του «Εμένα να κρεμάσετε, τα παιδιά είναι αθώα», πέτυχε την αναβολή της εκτέλεσης τους.
Το 1961 πρωτοστάτησε στην επίσημη διακήρυξη της Αγιότητας του Νεκταρίου με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το 1962 τοποθετήθηκε τοποτηρητής της νεοσύστατης μητρόπολης Πειραιώς όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του τον Δεκέμβριο του 1965.
Η μεταφορά της σορού του έγινε στην Ύδρα με πολεμικό πλοίο.
Τα Ιερά Σκεύη του Αγίου Νικολάου
Επανερχόμενοι στον Αβέρωφ, με την άφιξη του πλοίου στην Ελλάδα το 1911 και μέσα στο κλίμα του ενθουσιασμού που επικράτησε, ο Προκόπιος Καραμάνος που υπηρετούσε τότε στη Θωρηκτή Μοίρα Στόλου, έσπευσε να παραγγείλει πολυτελή ιερά σκεύη για το παρεκκλήσι, τα οποία όμως λόγω της οικονομικής στενότητος που αντιμετώπιζε το τότε Υπουργείο Ναυτικών ουδέποτε παρελήφθησαν και τα σκεύη διατέθηκαν από το χρυσοχοείο που είχε αναλάβει την κατασκευή τους σε ιδιώτες.
Το γεγονός αυτό είχε σχεδόν ξεχασθεί μέχρις ότου ένα πρωί παραδόθηκε ένα κιβώτιο στο Υπουργείο Ναυτικών με τα ιερά σκεύη.
Η συγκίνηση ήταν μεγάλη και αναζητήθηκαν τα στοιχεία του δωρητή, που όπως τελικά αποκαλύφθηκε ήταν η Μαρία Πεζά – Κότσικα, σύζυγος του ομογενούς εξ Αιγύπτου ευεργέτου Πολυχρόνη Κότσικα και μητέρα του επίσης ευεργέτου Θεοδώρου Κότσικα, ο οποίος παντρεύτηκε τη Δέσποινα, κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη.
Η οικογένεια Κότσικα
Η οικογένεια Κότσικα με καταγωγή από την Κάρυστο είναι μια από τις σημαντικότερες οικογένειες ομογενών που έζησαν και δραστηριοποιήθηκαν επιτυχώς στην Αίγυπτο. Αρχικά ο Ιωάννης (1820 -1887) και στη συνέχεια τα ανίψια του Θεοχάρης (1858 – 1932) και Πολυχρόνης (1860 – 1922) αλλά και τα παιδιά τους, Θεόδωρος του Θεοχάρη και Θεόδωρος του Πολυχρόνη Κότσικας διέπρεψαν στην ανάπτυξη της βιομηχανίας οινοπνεύματος στην Αίγυπτο. Τα εργοστάσια οινοπνευματοποιίας του οίκου Cozzika ήταν τα τελειότερα όχι μόνο στην Αίγυπτο αλλά σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Τρεις γενιές της ισχυρότατης οικογένειας Κότσικα στην Αίγυπτο, δραστηριοποιήθηκαν στον χώρο της τότε ακμάζουσας ελληνικής παροικίας του Καΐρου, συνδέοντας την παρουσία τους με την ανάπτυξη της αιγυπτιακής οικονομίας και κοινωνίας και με την οργάνωση και πρόοδο του παροικιακού ελληνισμού, με αποτέλεσμα να ανυψωθεί το επίπεδο ζωής της παροικίας, να αναπτυχθεί η ιδιαιτερότητα του πολιτισμικού της χαρακτήρα και να εδραιωθεί το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης στον εκτός του περιορισμένου ελληνικού κράτους παροικιακό χώρο. Ήταν η εποχή που οι αστοί ενθάρρυναν και υποστήριζαν με κάθε τρόπο τα εθνικά θέματα.
Την τύχη των πρώτων αυτών ιερών ιερών σκευών δεν γνωρίζω, άλλωστε πέρασαν πολλά χρόνια με την μετάπτωση του Αβέρωφ σε πολλές καταστάσεις, μέχρις ότου λάβει τη μορφή του Πλωτού Ναυτικού Μουσείου και είναι πιθανόν κάποια από αυτά να φυλάσσονται στο πλοίο ή σε άλλα μουσεία. Ο σκοπός του παρόντος δοκιμίου ήταν να αναδειχθεί για άλλη μια φορά η προσφορά των ανιδιοτελών ομογενών ευεργετών και βέβαια να μνημονεύσουμε τους τρεις ξεχωριστούς κληρικούς η προσφορά των οποίων υπήρξε σημαντική.