- ThePlus Audio
Γράφει ο Δημήτρης Μπαλόπουλος
Εισαγωγή
Η χιτλερική Γερμανία προετοίμαζοντας την επίθεσή της κατά της Σοβιετικής Ένωσης ανέλαβε να εκκαθαρίσει τις εκκρεμότητες στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ξημερώματα της Κυριακής 6ης Απριλίου 1941, εκδηλώνεται η γερμανική επίθεση στο πλαίσιο της επιχείρησης «Μαρίτα». Παρά την ηρωική αντίσταση των φρουρών των οχυρών της «Γραμμής Μεταξά», οι γερμανικές δυνάμεις προήλασαν μέσω της κοιλάδας του Αξιού και στις 9 Απριλίου κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη. Στις 20 Απριλίου, Κυριακή του Πάσχα, ο αντιστράτηγος Τσολάκογλου, Διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού, χωρίς την εξουσιοδότηση της Ελληνικής Κυβέρνησης, υπογράφει στο Βοτονάσι του Μετσόβου πρωτόκολλο συνθηκολόγησης του Ελληνικού Στρατού και ακολουθεί η υπογραφή ενός δεύτερου πρωτοκόλλου στις 23 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη.
Στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου 1941 ορκίζεται Πρωθυπουργός ο Εμμ. Τσουδερός και δυο μέρες αργότερα ο Βασιλεύς Γεώργιος Β’ και η κυβέρνηση εγκαταλείπουν την πρωτεύουσα και μεταβαίνουν στην Κρήτη. Την επομένη έσπασε η βρετανική γραμμή άμυνας στις Θερμοπύλες και στις 27 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα εισέρχονται στην Αθήνα.
Μια πολύ σκοτεινή και σκληρή περίοδος για την Ελλάδα μόλις ξεκινά. Τυπικά το τέλος της ηρωικής προσπάθειας της χώρας εναντίον των δυνάμεων του Άξονα έρχεται στις 31 Μαϊου 1941, όταν οι γερμανικές δυνάμεις καταλαμβάνουν την Κρήτη. Η χώρα διαιρέθηκε σε τρεις ζώνες κατοχής, μετά την κατάληψη της από τις δυνάμεις του Άξονα, παρά όμως την κατάτμηση των ελληνικών εδαφών, οι Γερμανοί παρουσίαζαν προς τα έξω την Ελλάδα ως μια ενιαία οντότητα με την ονομασία «Ελληνική Πολιτεία».
Η αποσάθρωση της οικονομίας
Η οικονομική κατάσταση που επικράτησε στην κατεχόμενη Ελλάδα διαμορφώθηκε από τους παρακάτω κυρίως παράγοντες:
α) Τις επιδιώξεις των δυνάμεων κατοχής, Γερμανίας, Ιταλίας και Βουλγαρίας, οι οποίες επιδίωκαν την εκμετάλλευση κάθε πόρου, ήτοι, ανθρώπινο δυναμικό, αγροτική παραγωγή, βιομηχανική παραγωγή και πρώτες ύλες για να εξυπηρετήσουν τις πολεμικές τους ανάγκες. Για τον σκοπό αυτό εκτύπωναν καθημερινά πληθωριστικές δραχμές και με αυτές έσπευδαν να αγοράσουν κάθε είδους τρόφιμα για τη συντήρησή τους, προκαλώντας έναν από τους μεγαλύτερους υπερπληθωρισμούς της ιστορίας. Την ήδη εκρηκτική οικονομική κατάσταση επιβάρυναν ακόμη περισσότερο τα επιβληθέντα «Έξοδα Καταχής», καθώς η Ελλάδα υποχρεώθηκε να καλύψει τις ανάγκες των στρατευμάτων κατοχής καταβάλλοντας το τεράστιο ποσό των 3 δις δραχμών μηνιαίως, ποσό που αντιστοιχούσε στο 1/3 του κρατικού προϋπολογισμού προπολεμικά.
β) Τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Η ελληνική οικονομία προπολεμικά ήταν κατά βάση μια αγροτική οικονομία, η οποία όμως για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού της έπρεπε να εισάγει ετησίως 400.000 – 500.000 τόννους σιτηρών κυρίως από τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Ο πόλεμος και ο ναυτικός αποκλεισμός που επέβαλε η Βρετανία κατέστησε πλέον αδύνατο τον ανεφοδιασμό της χώρας, ενώ η μείωση της εγχώριας αγροτικής παραγωγής την περίοδο 1940 – 1941 λόγω του πολέμου, μεγένθυνε το υφιστάμενο πρόβλημα.
γ) Η καταστροφή των υποδομών και των συγκοινωνιακών δικτύων απομόνωσε τα αστικά κέντρα από την περιφέρεια καθώς και τα νησιά από την πρωτεύουσα, με αποτέλεσμα ο ανεφοδιασμός να είναι αδύνατος.
δ) Τέλος, οι αγρότες προπολεμικά παρέδιδαν τη σοδειά τους στο κράτος σε προσυμφωνημένες τιμές μέσω του συστήματος της συγκέντρωσης της παραγωγής. Στο νέο κατοχικό περιβάλλον κανείς δεν ήταν πρόθυμος να παραδώσει τη σοδειά του, φοβούμενος ότι θα καταλήξει στις κατοχικές δυνάμεις έναντι ενός χρηματικού τιμήματος που δεν είχε πλέον καμμία αξία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο μαυραγοριτισμός βρήκε πρόσφορο έδαφος για να ανθίσει και σαν να μην έφταναν όλα αυτά ήλθε και ο βαρύς παγωμένος χειμώνας του 1941 – 42 που τα διέλυσε όλα.
Ο ναυτικός αποκλεισμός
Η εξάρτηση της χώρας από τους θαλάσσιους δρόμους στάθηκε μοιραία για τον ανεφοδιασμό της καθώς ο ναυτικός αποκλεισμός των Βρετανών επιβλήθηκε αμέσως μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τις γερμανικές δυνάμεις. Η δικαιολογία ήταν ότι η επιβίωση του ελληνικού πληθυσμού εξαρτάτο από τις εισαγωγές ακόμη και αγροτικών προϊόντων, άρα η αδυναμία υλοποίησης εισαγωγών θα επηρέαζε επαγωγικά και τις κατοχικές δυνάμεις. Γεγονός είναι, ότι όπως αναφέρει και η Cionidou Violetta στο Famine and Death in Occupied Greece 1941 – 1944, υπήρξαν σοβαρές διαφωνίες στο θέμα της επιβολής ναυτικού αποκλεισμού της Ελλάδας και διάσταση απόψεων μεταξύ του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών και του Υπουργείου Οικονομικού Πολέμου, στην οποία παρενέβη ο ίδιος ο Τσώρτσιλ, ο οποίος υποστήριξε τη συνέχιση του αποκλεισμού ακόμη και σε είδη που αποτελούσαν βοήθεια από διεθνείς οργανισμούς.
O λιμός σπέρνει το θάνατο
Ο παγωμένος χειμώνας του 1941- 42 είχε έλθει χειρότερος από κάθε άλλη φορά. Δεν ήταν μόνο το συναίσθημα της κατοχής που έτσι κι αλλιώς δεν γίνεται αποδεκτό από έναν περήφανο λαό. Μαζί με όλα τα άλλα ήλθε και η σκληρή δοκιμασία της πείνας, της εξαθλίωσης του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα και πολύ περισσότερο στην Αθήνα αλλά και σε πολλά νησιά, με θύματα εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων.
Στα απομνημονεύματα του ο Σουηδός διπλωμάτης και μέλος του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα από το 1942, Πωλ Μον, αναφέρει: «Η πόλη παρουσίαζε θέαμα απελπιστικό. Άντρες πεινασμένοι, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, σέρνονταν στους δρόμους. Παιδιά, με όψη σταχτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αράχνης, μάχονταν με τα σκυλιά γύρω στους σωρούς των σκουπιδιών. Όταν το φθινόπωρο του 1941 άρχισε το κρύο, οι άνθρωποι έπεφταν στους δρόμους από εξάντληση. Τους μήνες εκείνου του χειμώνα σκόνταφτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώματα….Ο σεβασμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά ριζωμένος στους Έλληνες, είχε στομωθεί ».
Ο λιμός στοίχισε τη ζωή σε 45.000 περίπου ανθρώπους εκείνο το χειμώνα του 1941 – 42, η επισιτιστική όμως κρίση συνεχίστηκε σε όλη την περίοδο της Κατοχής. Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός σε έκθεσή του μετά την απελευθέρωση εκτιμούσε ότι 250.000 άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους άμεσα ή έμμεσα από την πείνα. Τα περισσότερα θύματα καταγράφονται σε όσους βρίσκονταν στη χαμηλότερη κοινωνική κλίμακα χωρίς περιουσιακά στοιχεία ή κοινωνικές διασυνδέσεις. Πολλά θύματα υπήρξαν ανάμεσα στους τραυματίες και αρρώστους του στρατού που είχε πολεμήσει στην Αλβανία, οι περισσότεροι από τους οποίους αφέθηκαν στην τύχη τους και πέθαναν στα νοσοκομεία που νοσηλεύονταν.
Μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι στελέχωναν τον Ερυθρό Σταυρό στην Αθήνα, ήταν οι πρώτοι που κινητοποιήθηκαν για να δοθεί μια λύση στο αδιέξοδο. Ένα πρόσωπο με μεγάλη συνεισφορά ήταν ο Αριστοτέλης Κουτσουμάρης (1895 – 1969). Πτυχιούχος Νομικής, ήταν από τους πρώτους που επιλέχθηκαν από την Σκότλαντ Γιαρντ για να στελεχώσουν το νεοσύστατο Σώμα της Αστυνομίας Πόλεων. Φίλος του Ελ. Βενιζέλου που αποχώρησε από την Αστυνομία το 1932. Ήταν ο άνθρωπος που στη διάρκεια της Κατοχής συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας ενός φωτογραφικού λευκώματος με τα θύματα του φονικού λιμού, το οποίο θα προωθείτο στο εξωτερικό με σκοπό την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης έτσι ώστε να αρθεί ο ναυτικός αποκλεισμός και να αποσταλούν τρόφιμα στην Ελλάδα. Το έργο αυτό, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των Γερμανών, υλοποιήθηκε από μια ομάδα έμπιστων αστυνόμων και υπαλλήλων του Ερυθρού Σταυρού στην Αθήνα.
Greek War Relief Association (GWRA)
Μια προσπάθεια που θα γινόταν τελικά καθοριστική για την επιβίωση της χώρας ήταν η πρωτοβουλία μιας ομάδας Ελληνοαμερικανών με επικεφαλής τον επιχειρηματία Σπύρο Σκούρα (1893-1971), ένα ταπεινό λαντζέρη από την Ηλεία που κατάφερε να γίνει ο ισχυρότερος άνδρας του Χόλιγουντ, ο οποίος σταθερά υποστήριζε τα ελληνικά συμφέροντα στην Αμερική.
Η Greek War Relief Association συστάθηκε τον Οκτώβριο του 1940 με σκοπό την παροχή βοήθειας στην εμπόλεμη Ελλάδα, και πράγματι η οργάνωση αυτή αποδείχτηκε επιτυχημένη και υποδειγματική, αποστέλοντας μεγάλη ποσότητα τροφίμων, ρουχισμού και ιατροφαρμακευτικού υλικού. Γρήγορα η Ένωση προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών επώνυμων Αμερικανών όπως ο Μπομπ Χόουπ, η Σίρλεϊ Τέμπλ, ο Μπινγκ Κρόσμπι, ο Κλαρκ Γκεϊμπλ και άλλοι οι οποίοι έλαβαν μέρος σε φιλανθρωπικές εκστρατείες, ραδιοφωνικούς μαραθώνιους κ.λπ.
Όταν τα μέλη της οργάνωσης πληροφορήθηκαν μετά την παραλαβή του φωτογραφικού λευκώματος την οικτρή κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα το χειμώνα του 1941 – 42, ο σκοπός ήταν πλέον ένας και μοναδικός. Η άρση του ναυτικού αποκλεισμού, ώστε τρόφιμα και ιατρική βοήθεια να φτάσουν στη δοκιμαζόμενη χώρα. Από την πρώτη στιγμή αρωγός στάθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Αθηναγόρας (μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως).
Η γνωστοποίηση του φωτογραφικού λευκώματος και οι συνεχείς παραστάσεις στον πρόεδρο Ρούζβελτ, έφεραν αποτέλεσμα. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ κατόπιν συμφωνίας με τον Βρετανό πρωθυπουργό Τσώρτσιλ, ανακοίνωσε ότι ο συμμαχικός αποκλεισμός θα ήταν δυνατόν να αρθεί, εφόσον κάποιος φορέας κατόρθωνε να ναυλώσει πλοία για την αποστολή της βοήθειας. Στην προσπάθεια αναζήτησης μιας τελικής λύσης τα μέλη της Greek War Relief Association προσέγγισαν τη Σουηδική κυβέρνηση, διατυπώνοντας το ερώτημα αν θα ήταν δυνατή η ναύλωση κάποιων σουηδικών πλοίων, τα οποία χωρίς να είναι υπό τον έλεγχο των Συμμάχων ή του Άξονα, θα μπορούσαν να διέλθουν από τη ζώνη του ναυτικού αποκλεισμού.
Η Σουηδία ανταποκρίθηκε θετικά, δηλώνοντας ότι θα μπορούσε να διαθέσει από 8 έως 14 πλοία. Η γερμανική κυβέρνηση συμφώνησε, υπό την προϋπόθεση, ότι η συμφωνία θα ίσχυε εφόσον θα ετίθετο υπό την αιγίδα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και όχι της Greek War Relief Association. Οι Γερμανοί επίσης έβαλαν όρο ότι καμία δημοσιότητα δεν θα έπρεπε να δοθεί και διαβεβαίωσαν ότι δεν θα δέσμευαν τα τρόφιμα στην Ελλάδα.
Δύο άνθρωποι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την υλοποίηση του συγκεκριμένου εγχειρήματος. Ο πρώτος είναι ο Σουηδός διπλωμάτης Πωλ Μον, ο οποίος κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα κατάφερε πράγματι πάρα πολλά. Τα οργανωτικά του προσόντα, σε συνδυασμό με τις διοικητικές του ικανότητες, είχαν ως άμεσο αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ογκώδους και πρωτοφανούς για τα ελληνικά δεδομένα μηχανισμού διανομής τροφίμων.
Ο δεύτερος είναι ο Σουηδός δημοσιογράφος Gunnar Cederskiold, ο οποίος προπολεμικά είχε εργασθεί σαν δημοσιογράφος στην Αθήνα. Ήταν αυτός, που σαν μέλος του Ερυθρού Σταυρού, μεσολάβησε στη Σουηδική κυβέρνηση για την οργάνωση ενός προγράμματος διαρκούς αποστολής ειδών πρώτης ανάγκης στην Ελλάδα, κλείνοντας μάλιστα συμφωνίες ο ίδιος με σουηδικές ναυτιλιακές εταιρείες που θα υλοποιούσαν το δύσκολο εγχείρημα της μεταφοράς. Το επιχειρησιακό σχέδιο του Cederskiold ήταν απλό. Σουηδικά πλοία θα εκτελούσαν μηνιαίες αποστολές στην Ελλάδα μεταφέροντας 15.000 τόννους καναδικού σιταριού αφού προηγουμένως τα εμπόλεμα κράτη θα είχαν εγγυηθεί την ελεύθερη δίοδο των πλοίων. Τα τρόφιμα θα διανέμοντο αποκλειστικά στον άμαχο πληθυσμό με τη σύσταση Ελεγκτικής Επιτροπής, αποτελούμενη από επτά Σουηδούς και επτά Ελβετούς με πρόεδρο τον Σουηδό διπλωμάτη Πωλ Μόν.
Τα Λευκά Καράβια
Έτσι ξεκίνησε η δημιουργία του «Λευκού Στόλου» που τον αποτελούσαν φορτηγά πλοία. Τα ονόματά τους: Camelia, Hallaren, Virginia, Akka, Bardaland, Erow, Fenris, Formosa, Mangalore, Mongabarra, Radmanso, Sagga, Sicillia, Tamara, Stureborg, Wiril, Transatlantics, Yarrawonga.
Τα πλοία ήταν ολόλευκα αλλά η πλώρη τους από την επιφάνεια της θάλασσας μέχρι το κατάστρωμα και σε πλάτος ως τα όκια ήταν μαύρη. Στο κέντρο της κάθε πλευράς του πλοίου ήταν ζωγραφισμένη η Σουηδική Σημαία ενώ στα αριστερά αναγραφόταν το όνομα του πλοίου και στα δεξιά η ονομασία της χώρας. Στα άκρα των δύο πλευρών υπήρχε το διακριτικό του Ερυθρού Σταυρού ενώ στους ιστούς και στην πρύμνη κυμάτιζε η Σουηδική Σημαία.
Τα πλοία ξεκινούσαν από τη Σουηδία και με πορεία όσο το δυνατόν βορειότερα για ασφάλεια κατευθυνόντουσαν σε Καναδά και Αργεντινή για να φορτώσουν κυρίως σιτηρά. Στη συνέχεια κατευθυνόντουσαν στη Μεσόγειο με προορισμό στο λιμάνι του Πειραιά. Ένα σύστημα πλευρικού φωτισμού τα φώτιζε τη νύκτα ενώ τρεις φορές την ημέρα έδιναν το στίγμα τους στο Βερολίνο.
Έπλεαν το ένα πίσω από το άλλο, στο Γιβραλτάρ ελέγχονταν από τους Άγγλους, έκαναν τον γύρο της Κρήτης, έπαιρναν πορεία προς το Καστελλόριζο και τα παράλια της Μ. Ασίας για να καταλήξουν στον Πειραιά, όπου γινόταν ο τελικός έλεγχος από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις. Με τον καιρό στα «Λευκά Καράβια» επετράπη να δένουν και στη Θεσσαλονίκη.
Το πρώτο πλοίο που ναυλώθηκε ήταν το Radmanso και ακολούθησαν το Sicilia που κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά στις 14 Φεβρουαρίου 1942 μεταφέροντας 2.288t σιτάρι.
Οι μεταφορές αυτές δεν ήταν εύκολες. Βρισκόμαστε στην κορύφωση των πολεμικών επιχειρήσεων σε όλα τα μέτωπα και τα χτυπήματα είναι συνεχή και τις περισσότερες φορές τυφλά. Γεγονός είναι ότι τα «Λευκά Καράβια» δεν υπέστησαν επιθέσεις από τις γερμανικές δυνάμεις. Αντίθετα το Stureborg βυθίστηκε ανοικτά της Κύπρου μετά από βομβαρδισμό βρετανικών αεροπλάνων, το Hallaren δέχτηκε αεροπορική επιδρομή από αμερικανικά αεροπλάνα, το Eros βυθίστηκε την 1η Ιανουαρίου 1943 κοντά στη Φολέγανδρο καθώς και το Fenja στις 13 Ιουνίου 1943 μεταξύ Καλύμνου – Τουρκίας. Το Camelia στις 29 Δεκεμβρίουν 1943 προσέκρουσε σε νάρκη στο λιμάνι Θεσσαλονίκης αλλά κατάφερε να ρυμουλκηθεί στην Κωνσταντινούπολη για να επισκευαστεί όπως και το Wiril το οποίο στις 7 Φεβρουαρίου 1944 ενώ ξεφόρτωνε το πολύτιμο φορτίο του δέχτηκε επιθέσεις αεροπλάνων της RAF με τραγικό απολογισμό 18 νεκρούς και 50 τραυματίες (πλήρωμα και λιμενεργάτες). Το πλοίο μεταφέρθηκε κι αυτό στην Κωνσταντινούπολη όπου επισκευάστηκε.
Η Δημόσια Μνήμη
Οι Έλληνες, αισθανόμενοι την υποχρέωση να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους σε εκείνες τις χώρες και τα πρόσωπα που τους είχαν συμπαρασταθεί στη διάρκεια της μεγάλης κατοχικής περιπέτειας, αποφάσισαν να μετονομάσουν δρόμους για να τους τιμήσουν. Η ονοματοδοσία δρόμων ήταν πράγματι μια ενέργεια τιμητικού χαρακτήρα χωρίς κόστος.
Περισσότερο επιτυχημένη για τυπικούς και ουσιαστικούς λόγους ήταν η μετονομασία το 1945 από τη Δημοτική Αρχή ενός τμήματος της οδού Σπευσίππου στο Κολωνάκι σε οδό Σουηδίας. Ο σημερινός διαβάτης δεν φαντάζεται πως αυτή η ονομασία σχετίζεται με την προσπάθεια επισιτισμού του ελληνικού πληθυσμού κατά τη διάρκεια της κατοχής ή ότι εκπροσωπεί ένα σύγχρονο φιλελληνικό κίνημα το οποίο εκδηλώθηκε στη Σουηδία στα χρόνια της Κατοχής.
Επίλογος
Η συνεισφορά της Greek War Relief Association στην άρση του ναυτικού αποκλεισμού ώστε να υλοποιηθεί το επισιτιστικό πρόγραμμα για τη δοκιμαζόμενη Ελλάδα υπήρξε μεγάλη. Με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού η Ένωση κατόρθωσε να υλοποιήσει το μεγαλύτερο πρόγραμμα επισιτιστικής βοήθειας κατά τη διάρκεια του Β’ Π.Π. αποστέλλοντας 101 πλοία στην Ελλάδα, τα οποία παρέδωσαν 647.153t σιτάρι και άλλα τρόφιμα, 2.878t ρουχισμού και 19.601t φαρμάκων και ιατρικών προμηθειών. Η αξία του προγράμματος ανήλθε σε 70.000.000 $ από τα οποία τα 13.000.000 $ δόθηκαν από την Ένωση.
Τελικά η εικόνα με την αλήθεια της φρίκης είχε φέρει αποτέλεσμα.
Πηγές
- Βαλντέν Άξελ Σωτήρης, Η ανθρωπιστική βοήθεια στην κατοχική Ελλάδα. Η σουηδική αποστολή του Ερυθρού Σταυρού 1942 1943, Θεμέλιον, Αθήνα
- Βόγλης Πολυμέρης, Η ελληνική κοινωνία στην Κατοχή 1941 – 1944, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2010
- Cionidou Violetta, Famine and Death in Occupied Greece 1941 – 1944, Καίμπριτζ, 2006
- Δερτιλής Γεώργιος, Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1750 – 2015, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2019
- Δοξιάδης Κωνσταντίνος , Αι θυσίαι της Ελλάδος στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα 1946 και του ιδίου, Θυσίες της Ελλάδος. Αιτήματα και επανορθώσεις στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα 1947
- Μον Πωλ, Η αποστολή μου στην κατεχόμενη Ελλάδα, εκδόσεις ΜΕΤΡΟΝ, Αθήνα, 2005
- Ντελόπουλος Κωνσταντίνος, Υπόθεση Wiril, Επεισόδιο Πολέμου, Εκδόσεις Άλφαπι, Χίος, 2012
- Τσάτσου Ιωάννα, Φύλλα Κατοχής, Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα, 1965
- Τσουδερός Εμμανουήλ, Ο επισιτισμός 1941 – 44, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1946
- The Hour of Geece / Η 28η Οκτωβρίου και η ανταπόκριση των Αμερικανών, Επιμέλεια Λουίζα Καραπιδάκη, Κατάλογος έκθεσης 24 Οκτωβρίου – 20 Δεκεμβρίου 2020
Διαδικτυακές πηγές:
https://www.freeathens44.org/ιστορικό/η-πρώτη-περίοδος-της κατοχής-ο-λιμός