Γράφει ο Αδριανός Πούλος
Η σπογγαλιεία ήταν γνωστή από την αρχαιότητα και ποτέ δεν έπαψε να εξασκείται από τους κατοίκους των νησιών κυρίως του Αιγαίου. Στα μέσα του 19ου αιώνα αναπτύσσεται αξιόλογος σπογγαλιευτικός στόλος στα Δωδεκάνησα, στα νησιά Κάλυμνος, Σύμη, Καστελόριζο, Χάλκη, Λέρος, Πάτμος, Αστυπάλαια, στη Μικρά Ασία, στην Ύδρα, την Ερμιόνη, τις Σπέτσες, το Κρανίδι, την Αίγινα, τον Πειραιά και επίσης στο Τρικέρι, στη Χαλκίδα, στον Ωρωπό, στην Πάρο και στο νησί Κούταλη της Θάλασσας του Μαρμαρά.
Εάν ρωτήσουμε όμως σήμερα έναν κάτοικο που δεν έχει καταγωγή από περιοχές ή γνώσεις σχετικές με την σπογγαλιεία, ποια περιοχή θεωρεί συνδεδεμένη με την συγκεκριμένη δραστηριότητα το πιο πιθανόν είναι ότι θα αναφέρει την Κάλυμνο και ίσως την Σύμη. Είναι απίθανο να αναφέρει περιοχές όπως η Ύδρα, οι Σπέτσες ή η Αίγινα και ακόμη περισσότερο επισκεπτόμενος κάποια από τα νησιά αυτά πιθανόν να μην βρει στοιχεία (π.χ που να τον ενημερώνουν ότι στις αρχές του προηγούμενου αιώνα η σπογγαλιεία αποτελούσε γι’ αυτά ένα σημαντικό οικονομικό πόρο)
Εξέλιξη της σπογγαλιείας
Παρά το γεγονός ότι η σπογγαλιεία ήταν δραστηριότητα γνωστή από τους αρχαίους χρόνους δεν υπάρχουν αναφορές για τις τεχνικές που χρησιμοποιούντο. Το πόσο γνωστή δραστηριό- τητα ήταν μας το μαρτυρά ο μύθος του Γλαύκου του ημίθεου που μπορούσε να παραμένει ώρες κάτω από την θάλασσα. Το ότι την πρώτη του γυναίκα την έλεγαν Σύμη και την δεύτερη Ύδνα (κόρη άλλου ξακουστού δύτη) που λόγω της ομορφιάς της ονομαζόταν Κάλυδνος – το αρχαίο όνομα της Καλύμνου ίσως θεωρηθεί σύμπτωση.
Από τοιχογραφίες και αναπαραστάσεις σε αγγεία ήδη από τους Μινωικούς και Μυκηναϊκούς χρόνους οι γνωστοί μέθοδοι σπογγαλιείας ήταν με τη χρήση καμακιού ή η λεγόμενη «ρεβέρα» από τη γαλλική λέξη riviere δηλ. ο πλους πλησίον των ακτών και η κατάδυση σε μικρά βάθη.
Η Μεσόγειος και μάλιστα η ανατολική της λεκάνη ήταν η περιοχή που τροφοδοτούσε κατ΄εξοχήν τις Ευρωπαϊκές αγορές. Αρίστης ποιότητος σπόγγοι στο Αιγαίο υπήρχαν στις Σποράδες, από Σκύρο και Αγ. Ευστράτιο μέχρι Σαμοθράκη και Τένεδο. Επίσης σε μετρίου βάθους βυθούς των διαύλων του Ευβοϊκού και των Θεσσαλικών Σποράδων, που αλιεύοντο κυρίως από Τρικκεριώτες. Άριστα είδη σπόγγων υπήρχαν και στο Κρητικό και Καρπάθιο πέλαγος όπως και στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα και στις μικρασιατικές κολπώσεις του Αιγαίου πελάγους. Αν και τα καλύτερα είδη ανευρίσκοντο κυρίως σε βραχώδεις βυθούς («ριζάδικα»), σπόγγοι υπήρχαν και σε φυκώδεις βυθούς σε κανονικά μεγέθη, αλλά με μεγαλύτερες τρύπες και ασθενέστερη υφή και αλιευομένων κυρίως με καμάκι και μάλιστα από κρανιδιώτικα και σπετσιώτικα σπογγαλιευτικά (καμακατζίδικα).
΄Αφθαστοι όμως σε σχήμα, αντοχή και απαλότητα ως προς την υφή ήταν οι σπόγγοι που αλιεύοντο στα παράλια της Συρίας και οι οποίοι απολάμβαναν τις καλύτερες τιμές στην αγορά, μετά τους οποίους έρχονταν σε ποιότητα οι σπόγγοι της Βορείου Αφρικής. Έτσι παρά τις κακουχίες του διάπλου και της παραμονής, σπογγαλιείς της Ύδρας, της Αίγινας και της Καλύμνου κατευθυνόντουσαν μαζικά στις περιοχές αυτές δεδομένου ότι είχαν εξασφαλισμένη πλούσια συγκομιδή και επωφελή πώληση. Οι υπάρχοντες μάλιστα σπογγεμπορικοί οίκοι στην Αίγινα δεν εξέταζαν τόσο την τιμή αγοράς του προϊόντος, όσο την ποιότητα αυτού.
Στην περιοχή των Δαλματικών ακτών και της Αδριατικής αρχικά δεν υπήρχαν οι ποσότητες που θα περίμενε κάποιος λόγω της έκτασης των ακτών και της ποιότητος του βυθού. Από την στιγμή όμως που η τότε Αυστριακή αυτοκρατορία μοίρασε την περιοχή σε σπογγαλιευτικές ζώνες, επιτρέποντας την εκ περιτροπής αλιεία, επέβαλε δε την κατάσχεση των σπόγγων, εφ΄όσον είχαν μέγεθος μικρότερο του επιτρεπομένου, με παράλληλη αυστηρή τιμωρία τόσο των αλιέων όσο και των εμπόρων, οι ανωτέρω περιοχές γέμισαν με σπόγγους όχι όμως αντίστοιχης ποιότητος με του Αιγαίου. Σπόγγοι στην περιοχή των Ισπανικών ακτών, παρότι κατωτέρας ποιότητος κάλυπταν αποκλειστικά της ανάγκες της Ισπανίας. Φυσικά σπόγγοι διαφόρων ποιοτήτων υπήρχαν και σε άλλες μακρινές περιοχές λόγω όμως του μεταφορικού κόστους δεν ήταν εμπορεύσιμοι.
Μόνον οι σπόγγοι των νοτιανατολικών παραλίων των ΗΠΑ, χάρις στην εγγύτητα των τόπων αλιείας με τους τόπους των μεταφορών, αλλά και χάρις στην υπάρχουσα ποσότητα και στην εύκολη αλιεία μπόρεσαν από το 1903 να ανταγωνισθούν τους σπόγγους της Μεσογείου παρά την χαμηλή ποιότητά τους. Όπως αναφέρει ο Αντιναύαρχος (εα) Σ.Ε ΛΥΚΟΥΔΗΣ ΠΝ, η προσοχή των Ελλήνων σπογγαλιέων προς τις Αμερικανικές θάλασσες χρονολογείται από το 1902 όταν ο αρχιναυπηγός του Βασιλικού Ισπανικού Ναυτικού Don Jose Castellote y Pinaso απετάνθη εις αυτόν διά του Ναυάρχου Θερβέρα προκειμένου να του υποδείξει ικανούς δύτες για την αλιεία σπόγγων εις τις Βαλεαρίδες. Πράγματι οι υποδειχθέντες Αιγινήτες και Υδραίοι σπογγαλιείς αφού μετέβησαν επί τόπου και βρήκαν αρίστης ποιότητος μεν σπόγγους, αλλά σε ελάχιστη ποσότητα πληροφορήθηκαν από Κουβανούς συνεργάτες τους ότι εις την Φλόριδα και την χερσόνησο Γιουκατάν υπήρχε μεγάλη ποσότητα σπόγγων. Όμως ελάχιστο επιχειρηματικό ενδιαφέρον είχαν δείξει οι Αμερικανοί ίσως λόγω της έλλειψης ικανών δυτών. Αφού έληξε μετά εξάμηνο η σύμβασή τους τρείς Αιγινήτες δύτες μετέβησαν στην Φλόριδα και αφού διαπίστωσαν το εύκολο κέρδος έγραψαν και σε άλλους Αγινήτες. Αυτή την φορά όμως τους συνόδευσε ο Ελληνοβρετανός Γ Μπράουν, ο οποίος ως διευθυντής του ευρισκομένου στην Αίγινα σπογγεμπορικού οίκου Creswell Brown and Co, ήθελε να σχηματίσει ιδίαν αντίληψη. Έκτοτε πολλοί δύτες μετακινήθηκαν εκεί «σαγηνευθέντες από το μεγάλο κέρδος και την ευχερή και μετ’ ανέσεως αλιείαν». Μάλιστα σε Έλληνες σπογγαλιείς ανήκει η «τιμή» της πρώτης (1903-1904) εισαγωγής σκαφάνδρου ως σπογγαλιευτικού μέσου στις μακρινές εκείνες θάλασσες, όπου μέχρι τότε η αλιεία γινόταν με καμάκι ή με καταδύσεις.
ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΠΟΓΓΑΛΙΕΙΑΣ
Υπήρχαν διάφορες μέθοδοι σπογγαλιείας που εφαρμόστηκαν σε όλο το χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτές διαχωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
- Η πρώτη δεν περιλαμβάνει κανένα είδος κατάδυσης και γίνεται από το σκάφος, όπως είναι η καγκάβα και το καμάκι.
- Η δεύτερη περιλαμβάνει αρχικά ελεύθερες καταδύσεις (με άπνοια), ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε το “σκάφανδρο”, η μέθοδος “Φερνέζ” και τέλος ο “ναργιλές”. Ας δούμε κάποιες από αυτές.
Η Καγκάβα
Η Καγκάβα αποτελεί μία από τις παλαιότερες μεθόδους σπογγαλιείας γνωστή και από τους αρχαίους χρόνους όπου αναφέρεται σαν γαγγάμη. Είναι ένα συρόμενο εργαλείο που αποτελείτο από ένα πλαίσιο του οποίου η μία του πλευρά ήταν ένας μεταλλικός σωλήνας διαμέτρου 5-7 εκ. και οι υπόλοιπες πλευρές ξύλινες.
Το πλαίσιο αυτό κρεμόταν από το σκάφος με τη βοήθεια σχοινιών και αλυσίδων και συρόταν επάνω στην επιφάνεια του βυθού. Η μεταλλική πλευρά, που ήταν από το κάτω μέρος, λόγω του βάρους της, παρέσυρε ξεριζώνοντας ότι υπήρχε μπροστά της. Τα ξεριζωμένα σφουγγάρια μαζί με πέτρες, φύκια και ότι άλλο παρέσυρε ο σωλήνας της καγκάβας περνούσαν μέσα από το πλαίσιο και μαζεύονταν σε ένα δικτυωτό σάκο που υπήρχε στο πίσω μέρος του πλαισίου.
Όταν γέμιζε ο σάκος, τον ανέσυραν στο σκάφος, τον άδειαζαν στο κατάστρωμα και διάλεγαν τα σφουγγάρια που είχαν παγιδευτεί μέσα. Το πλαίσιο με το σιδερένιο σωλήνα είχε συνήθως φάρδος 5-6.5 και ύψος 0.4-0.6 μέτρα, ενώ ο δικτυωτός σάκος μπορούσε να έχει μέχρι και 6 μέτρα μήκος. Η καγκάβα μπορούσε να δουλευτεί μόνο σε ομαλούς βυθούς, κυρίως αμμώδεις, σε βάθη έως 150 μ. και καθ΄ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Το καμάκι
Ο αριθμός των σφουγγαριών που μπορούσαν να μαζευτούν με καμάκι ήταν περιορισμένος, αλλά η μέθοδος αυτή δεν απαιτούσε ιδιαίτερο εξοπλισμό ή μεγάλο σκάφος και έτσι μπορούσαν να την εξασκήσουν οι φτωχοί ψαράδες σαν δική τους ανεξάρτητη δουλειά. Τα εργαλεία ήταν ένα καμάκι με προεκτάσεις (μπορούσε να φτάσει μέχρι και 20 μέτρα) και το γυαλί ή γυάλα, δηλαδή ένας μεταλλικός κύλινδρος με γυαλί στον πυθμένα του. Το μάζεμα των σφουγγαριών με καμάκι και γυαλί γίνονταν συνήθως από ένα ιδιαίτερο τύπο βάρκας που ονομαζόταν γυαλάδικη ή γυάλα. Οι βάρκες αυτές δεν ξεπερνούσαν τα 7 μέτρα και είχαν πάντα άβακα ή «καθρέφτη» στην πρύμνη.
Οι πιο φημισμένες βάρκες ήταν οι υδραίικοι βαρκαλάδες και ονομάζονταν έτσι γιατί κατασκευάζονταν στην Ύδρα. Ήταν φαρδιές με την πρύμνη πιο ψηλά από την πλώρη και με το πλωριό ποδόσταμα ίσιο και σχεδόν κατακόρυφο. Οι υδραίικοι βαρκαλάδες ήταν ελαφρείς, φτιαγμένοι έτσι ώστε να μεταφέρονται χωρίς δυσκολία στην παραλία και να φορτώνονται με ευκολία πάνω σε μεγαλύτερα σκάφη.
Ελεύθερες καταδύσεις
Οι πιο φημισμένοι σπογγαλιείς του Αιγαίου είναι αναμφίβολα αυτοί που αναφέρονται συνήθως ως «γυμνοί δύτες». Είναι οι πρώτοι δύτες ελεύθερης κατάδυσης πριν από την εμφάνιση του σκάφανδρου ή άλλου καταδυτικού μηχανισμού. Οι «δύτες» εξασκούνταν από πολύ μικρή ηλικία, και ενήλικες πια, μπορούσαν να φθάνουν σε πολύ μεγάλα βάθη χωρίς αναπνευστική βοήθεια. Αναφέρονται ελεύθερες καταδύσεις σε απίστευτα βάθη 60 και 70 μέτρων με συνολικό χρόνο κατάδυσης που προσέγγιζε τα τρία λεπτά. Οι επιδόσεις αυτές είχαν θεωρηθεί υπερβάσεις των φυσικών ικανοτήτων του ανθρώπου και είχαν προσελκύσει το ενδιαφέρον των ερευνητών της φυσιολογίας, ήδη από τον περασμένο αιώνα. Οι πιο φημισμένοι «γυμνοί δύτες» ήταν οι Δωδεκανήσιοι και κυρίως οι Συμιακοί και οι Καλύμνιοι. Η φήμη τους ήταν τόσο μεγάλη που συχνά τους καλούσαν Έλληνες ή ξένοι ιδιοκτήτες ναυαγισμένων πλοίων, για να καταδυθούν και να ανασύρουν πολύτιμα αντικείμενα από τα ναυάγια.
Η ΣΠΟΓΓΑΛΙΕΙΑ ΣΤΗΝ ΥΔΡΑ
Είναι γνωστό ότι με την ίδρυση του Νέου Ελληνικού κράτους η Ύδρα σταδιακά έχασε τα πρωτεία ως ναυτιλιακού κέντρου. Μαζί με άλλες αιτίες, βασικό ρόλο έπαιξε η αδυναμία των Υδραίων να προσαρμοστούν στις εξελίξεις στη ναυσιπλοϊα. Ο ατμός αρχίζει να καθίσταται κινητήριος δύναμη των πλοίων αντικαθιστώντας τα ιστία. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας έκρυθμης κατάστασης στο νησί που φέρνει σε απόγνωση τους Υδραίους και οι οποίοι αρνούμενοι στην πλειονότητά τους να ακολουθήσουν τα νεωτεριστικά ναυτικά προστάγματα των καιρών, αρχίζουν να εγκαταλείπουν την πατρική γη αναζητώντας καλύτερη τύχη στην Πρωτεύουσα.
Σαν από μηχανής θεός για την οικονομική ανάκαμψη του νησιού εμφανίζεται λίγο πριν τα τέλη του 19ου αιώνα η σπογγαλιεία και η ενασχόληση των κατοίκων με αυτήν έδωσε μία προσωρινή οικονομική ανάσα στην Ύδρα χωρίς όμως τελικά να ανακόψει πλήρως την σχεδόν ομαδική τους εσωτερική μετανάστευση. Η Αθήνα και κυρίως ο Πειραιάς (περιοχή Αγ. Νείλου – Υδραίϊκα) γίνονται η νέα τους πατρίδα.
Όσον αφορά την σπογγαλιεία ουσιαστικά εννοούμε κυρίως την δια σκαφάνδρων επιτελουμένη. Στα μέσα του 19ου αιώνα η αυξημένη ζήτηση των σπόγγων για διάφορες χρήσεις στη βιομηχανοποιημένη πλέον Ευρώπη, σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη παραγωγή λόγω ευρύτερης χρήσης του σκάφανδρου στην αλίευση του προκάλεσαν μια πραγματική επανάσταση. Πολλά νησιά μεταξύ των οποίων και η Ύδρα γνωρίζουν μια “χρυσή” περίοδο καθώς η παραγωγή επεξεργασία και εμπορία του σφουγγαριού ανάγεται σε βιομηχανία με μεγάλο αριθμό απασχολούμενων εργατών , τεχνιτών και εμπόρων του είδους. Εμφανίζονται λοιπόν εμπορικοί οίκοι όπως των Δ(Β)ερβενιώτη, Νευρούζου, Τσιγκάρη, Καλογιάνη και Θεριακόπουλου. Ο Πάνος Βερβενιώτης χρηματοδοτούσε σπογγαλιευτικά Υδραίων που είχαν μεν τα μέσα και τις γνώσεις αλλά δεν διέθεταν τα απαιτούμενα κεφάλαια. Όπως λοιπόν μας πληροφορεί ο Χρήστος Χριστοδούλου στη «Φωνή της Ύδρας» οι Γιάννης Βερβενιώτης, Γιάννης Βολιώτης, Κυριάκος Γκρούαζας, Γιάννης Ζουρντός, Κόκκινος Αλέξ., Μάτσης Σάββας κ.α δούλεψαν με την οικονομική βοήθεια του Βερβενιώτη. Από την άλλη Υδραίοι επένδυαν τα χρήματά τους σε σπογγαλιευτικές επιχειρήσεις όπως του Νικόλαου Καλογιάννη. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι οι Ζαχαρίας Καλάς, Γιάννης Καλαφάτης, ο Γεώργιος Βανός, ο Χείλαρης, ο Σπύρος Τριανταφύλλου κ.α., ξεκίναγαν τα Καλογιανναίικα με καπεταναίους τους: Βούλγαρη (Σάμπος), Ζωγκό (Μπίλης), Γεώργιο Καλαφάτη (χειρούργος), Γεώργιο Ο. Καλοκώστα, Λάζαρο Καραντώνη κ.α. Βέβαια υπάρχουν και εκείνοι που έχουν την δυνατότητα να χρηματοδοτούν τα δικά τους πλοία όπως οι Σταμάτης Βέτιμης, Αντώνης Κοτομάτης, Μήτσος Μαυραγάνης (μόνο χειμωνιάτικο), Πέτρος Μακρυγιάννης, ο Κρανιδιώτης από τα Καμίνια κ.α.
Από τον Φεβρουάριο ξεκινούν οι προετοιμασίες που χαρακτηρίζουν την ζωή στη Αίγινα και την Ύδρα. Οι σπογγεμπορικοί οίκοι «τραβούν συνάλλαγμα» από τους εν Ευρώπη ανταποκριτές τους και σε βάρος του εμπορεύματος που ήδη έχουν και το μετατρέπουν σε δραχμές. Αν είναι οι ίδιοι «ξεκινητές» εφοδιάζουν τα σφουγγαράδικά με τρόφιμα και εφόδια, χορηγούν δε στους πλοιάρχους και τα πληρώματα προκαταβολές τα «πλοιάτικα». Αν δεν είναι οι ίδιοι «ξεκινητές» παρέχουν ναυτοδάνεια ή και δάνεια σε βάρος του προϊόντος που θα συλλεχθεί δια την αγορά του οποίου προτιμώνται προνομιακά με ίσους όρους. Όσον αφορά την διατροφή στα σφουγγαράδικα ήταν πολύ λιτή. Γαλέτες, βρεγμένες με λάδι, λίγες ελιές ή μερικές σαρδέλες ήταν το μεσημεριανό φαγητό των σφουγγαράδων. Οι δύτες όμως αντίθετα από τους σφουγγαράδες δεν έβαζαν μπουκιά στο στόμα τους όλοι μέρα λόγω της σχολαστικής δουλειάς που είχαν να κάνουν. Αργά το σούρουπο μόλις τελείωναν τη δουλειά τους ερχόταν η στιγμή που όλοι γεύονταν το μαγειρεμένο φαγητό που αποτελείτο από λίγα όσπρια, ρύζι, ψάρια και μπουκιές από κρέας “καβουρμά ” (μπουκιές καβουρδισμένες και χωμένες σε λίπος) ανακατεμένο με ζυμαρικά και μπόλικη σάλτσα μπελτέ. Κατά την προετοιμασία λοιπόν πολλές επιχειρήσεις δούλευαν μέχρι την τελευταία στιγμή. Οι φούρνοι για την παρασκευή της γαλέτας, τα χασάπικα για την παρασκευή του καβουρμά, καθώς και μηχανουργεία και φαναρτζίδικα. Όλα τα εφόδια (ξυλεία, σαβούρα και νερό που έβγαζαν από τη στέρνα του Μοναστηριού και του Λιμεναρχείου σε μικρά βαρέλια) μεταφέροντο στα καϊκια. Με το πέρας των ετοιμασιών γινόταν Αγιασμός και τα σφουγγαράδικα απέπλεαν προς τον Δοκό και μετά δύο έως τρείς ημέρες αναχωρούσαν προς νότο.
Κάθε σπογγαλιευτική μονάδα αποτελείτο από την Μπρατσέρα (κινούμενη με ιστία) και ένα ή δύο μηχανοκάϊκα. Σε περίπτωση που φυσούσε άνεμος όλα τα σκάφη εκινούντο με ιστία προσπαθώντας να βρίσκονται κοντά το ένα στο άλλο, ενώ σε περίπτωση άπνοιας τα μηχανοκάϊκα ρυμουλκούσαν την Μπρατσέρα. Τα Υδραίικα σφουγγαράδικα κινούντο κυρίως στις περιοχές της Βεγγάζης (Λιβύη), Σφάξ και Λαμπετούσα εφ΄όσον είχαν συμμορφωθεί με τις Ιταλικές διατάξεις περί σπογγαλιείας.
Όπως μας πληροφορεί ο Σ. Λυκούδης « Με τους πρώτους απαλούς πρόδρομους των ετησιών (σ.σ μελτέμια) βορείους ανέμους οι στολίσκοι των «σφουγγαράδικων» τρέπονται προς νότον Τα εις αφρικανικάς ακτάς αλιεύοντα άλλοτε συνωδεύοντο από πολεμικά μας («Κρήτη», «Πάραλος», «Σαλαμινία»), εφ΄ών υπήρχε πλήρες νοσοκομείο δια τους προσβαλομένους εκ της νόσου των δυτών»
Η περίοδος σπογγαλιείας διαρκούσε περίπου 6 μήνες. Χαρακτηριστικές ημερομηνίες η εορτή της ανεύρεσης του Τιμίου Σταυρού στις 6 Μαρτίου και η εορτή της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου. «με του σταυρού λύσε με του σταυρού δέσε» έλεγαν.
Με την άφιξη στους προκαθορισμένου τόπους, η αλιεία ξεκινά, οι σπόγγοι καθαρίζονται από την «τσίπα» που τους περιβάλλει και μετά συνθλίβονται με τα πόδια στα καταστρώματα για να αποβάλλουν ένα κολλώδες και γαλακτώδες υγρό με χαρακτηριστική δυσοσμία. Μετά πλένονται με άφθονο θαλασσινό νερό και τοποθετούνται σε μεγάλους σάκους («μπούρδες»). Κατόπιν αποστέλλονται για φύλαξη στα «ντεπόζιτα» ( μπρατσέρα) αναδύοντας πλέον την χαρακτηριστική οσμή του ιωδίου αντί της προηγούμενης δυσοσμίας. Μόλις τα «ντεπόζιτα» γεμίσουν (περί τα μέσα Ιουνίου) επαναπλέουν στους λιμένες τους, παραδίδουν το φορτίο και επιστρέφουν προς συνάντηση των μηχανοκάϊκων και η αλιεία συνεχίζεται «..μέχρι των αρχών του Σεπτεμβρίου, ότε τα αρχόμενα «κουφονότια» επαναφέρουν τα πλοιάρια ουριοδρομούντα προς βορράν».
Η επιστροφή γινόταν πλέον πανηγυρικά. Τα παιδιά τις τελευταίες μέρες του Οκτωβρίου έτρεχαν από πολύ πρωί στο περίπτερο, απ’ όπου αγνάντευαν το άνοιγμα του «Μπίστη» και το «Πέτασι». Και μόλις έβλεπαν κάποιο σκάφος να βγαίνει από το Μπογάζι, περίμεναν να γνωρίσουν σε ποιον ανήκει κι ύστερα έτρεχαν σαν βολίδες να πάνε σπίτι να πούν τα «συχαρίκια».
Ο 20ος αιώνας βρίσκει την Ύδρα παρά την προσωρινή οικονομική της ανάκαμψη – αποτέλεσμα της συστηματικής ενασχόλησης των κατοίκων με την αλιεία και το εμπόριο σπόγγων – σε πλήρη πληθυσμιακή αποδυνάμωση, οδηγούμενη αργά αλλά σταθερά στα πρόθυρα του οικονομικού μαρασμού. Η προσωρινή της ‘κινητήρια’ δύναμη, η σπογγαλιεία, βρέθηκε με τον καιρό σε πλήρη παρακμή, εξαιτίας κυρίως του περιορισμού της οικονομικής ενίσχυσης των σπογγαλιευτικών επιχειρήσεων από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος.
Η σπογγαλιεία σταμάτησε και τα εργαλεία με τα σκάφανδρα έμειναν αχρησιμοποίητα στις αποθήκες του λιμανιού. Μέχρι …μέχρι που ο τουρισμός ανακάλυψε την Ύδρα. Και όπως χαρακτηριστικά διηγήθηκε Υδραίος φίλος «Θυμάμαι σαν παιδί ότι πετούσαν σαν άχρηστα αντικείμενα σκάφανδρα και άλλα εργαλεία σπογαλλιείας προκειμένου να ελευθερώσουν τους χώρους» περιγράφοντας εικόνες από την μετατροπή των αποθηκών στο λιμάνι στα τουριστικά καταστήματα που βλέπουμε σήμερα.
Ίσως ο Δήμος Ύδρας θα μπορούσε να δημιουργήσει μια μόνιμη έκθεση σε κάποιο χώρο με τυχόν κειμήλια και υλικό, περιλαμβανομένου και ενός υδραίικου βαρκαλά (υπό κλίμακα) ώστε οι επισκέπτες του νησιού να πληροφορούνται για το σημαντικό αυτό κομμάτι της νεώτερης ιστορίας του νησιού
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ύδρα: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, https://argolikivivliothiki.gr/2011/01/26/hydre/
- Αφιέρωμα στην σπογγαλιεία: Physis, http://www.sponge.gr/index.htm
- Η εξέλιξη των καταδυτικών μεθόδων στην σπογγαλιεία: Καλυμνιακό Αρχείο, http://www.kalymnos-archives.gr/2011/03/02/
- Χρήστου Χριστοδούλου, Η Σπογγαλιεία κατά την περίοδο 1920-1940, Φωνή Της Ύδρας, https://fonitisydras.com/themata/articles-reportaz/item/283-spoggalieia-kata-tin-periodo-1920-1940
- Σ ΛΥΚΟΥΔΗ, Σπογγαλιεία: ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ .