Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς
Διάγουμε τον 21ο αιώνα, και όλοι πλέον αντιλαμβάνονται την ακμή της θαλάσσιας ισχύος. Αν και, τον περασμένο αιώνα διαφαινόταν ότι με την πάροδο του χρόνου αυτή η αίσθηση της στρατηγικής αποφασιστικότητας της θαλάσσιας ισχύος εξασθενούσε. Ακόμη και η κυριαρχία του θαλάσσιου εμπορίου αμφισβητήθηκε. Μάλιστα υπήρξαν κυβερνητικοί αξιωματούχοι, σχεδιαστές στρατηγικής και ειδικοί αναλυτές σε δεξαμενές σκέψης και ινστιτούτα στρατηγικής που πιστέψαν ότι το χερσαίο και εναέριο εμπόριο θα μπορούσε να αντικαταστήσει, ή τουλάχιστον να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό, το θαλάσσιο εμπόριο. Η επέκταση των σιδηροδρόμων, μαζί με την ανάπτυξη βαρέων φορτηγών και συστημάτων αυτοκινητοδρόμων που εκτείνονται σε όλη την ήπειρο, σήμαινε ότι τα εμπορεύματα και οι άνθρωποι μπορούσαν να μεταφερθούν σε πλατφόρμες που προηγουμένως ήταν διαθέσιμες μόνο στα πλοία. Σαφώς, η ανάπτυξη ευρείας ατράκτου επιβατικών αεροσκαφών μεγάλης ακτίνας πλου ουσιαστικά έβγαλε τα πλοία από το παιχνίδι της μεταφοράς ανθρώπων.
Ωστόσο, το 80% των παγκόσμιων εμπορευμάτων μεταφέρεται με πλοία. Η χωρητικότητα των παγκόσμιων στόλων πετρελαιοφόρων αυξάνεται σταθερά από τη δεκαετία του 1980 και το μερίδιο του φυσικού αερίου που μεταφέρεται με πλοία έχει αυξηθεί εντυπωσιακά την τελευταία δεκαετία, ιδιαίτερα μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η θαλάσσια επικοινωνία δεν είναι λιγότερο σημαντική οικονομικά σήμερα από ό,τι ήταν και στον προηγούμενο αιώνα. Ενώ τα αεροπορικά ταξίδια και οι ψηφιακές επικοινωνίες, μαζί με τους οδικούς άξονες και τους σιδηρόδρομους, κατέστησαν δυνατή την παράκαμψη της θάλασσας σε κάποιο βαθμό, δεν μπορούν να αμφισβητήσουν το βασικό οικονομικό γεγονός ότι η θαλάσσια διαμετακόμιση είναι ο πιο οικονομικός τρόπος για να μεταφερθούν αγαθά. Αυτό επιβάλλει υποχρεώσεις στα πολεμικά ναυτικά με την απαιτούμενη εναέρια υποστήριξη στο πλαίσιο των διακλαδικών επιχειρήσεων να αποτρέψουν ή να ελέγξουν έναν μελλοντικό ομότιμο ανταγωνιστή στη θάλασσα, για να διασφαλίσουν την ελευθερία των θαλασσών, την καταπολέμηση της πειρατείας, την αντιμετώπιση της απειλής της τρομοκρατίας, την έρευνα και τη διάσωση, να υποστηρίξουν φίλιες και συμμαχικές δυνάμεις και να αντιμετωπιστούν τα θαλάσσια ζητήματα σε μια εποχή που έχει ταυτόχρονα διεθνικό και κρατοκεντρικό χαρακτήρα καθώς επίσης την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών, όπως η Υφαλοκρηπίδα και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Αυτές είναι αποστολές που επιχειρεί διακλαδικά το Ναυτικό για να υποστηρίξει τις εθνικές πολιτικές. Πέρα από αυτές τις βασικές και ουσιαστικές ναυτικές απαιτήσεις, υπάρχει κάτι περισσότερο που μπορεί να κάνει το Πολεμικό Ναυτικό για να βοηθήσει το έθνος σε αυτήν την εποχή της αναζήτησης υποθαλάσσιων πόρων και της προστασίας αυτών. Η καθιέρωση της εθνικής μας θαλάσσιας ατζέντας είναι κοινή ευθύνη, μεταξύ των πολιτών και των ενόπλων δυνάμεων. Αυτό συμβαίνει επειδή θέλουμε να δώσουμε μια εθνική απάντηση στο ερώτημα: τι είναι το Πολεμικό Ναυτικό;
Για την απάντηση αυτή χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουμε τη ναυτική ισχύ σε σχέση με τη Θαλάσσια ασφάλεια σε αυτήν την εποχή της παγκοσμιοποίησης και να διευκρινίσουμε αν θα αναφερόμαστε, σε “θαλασσινά έθνη” ή σε “θαλάσσιες δυνάμεις”. Η διαφορά, είναι βαθιά. Οι θαλάσσιες δυνάμεις αποτελούνται από εκείνα τα έθνη που αποφασίζουν, σε μια ή την άλλη στιγμή της ιστορίας τους, να συγκεντρώσουν ένα ισχυρό ναυτικό. Η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Γερμανία, η Ιαπωνία έχουν αναφερθεί πολλές φορές ως ναυτικές δυνάμεις. Η Ρωσία, η Κίνα και οι ΗΠΑ είναι σήμερα θαλάσσιες δυνάμεις. Ωστόσο, κανένα από αυτά τα έθνη δεν ήταν ποτέ ναυτικό. Όμως η Ελλάδα και η Βρετανία, ήταν και είναι έθνη ναυτικά. Η θαλάσσια ισχύς για ένα ναυτικό έθνος δεν είναι απλώς μια συσσώρευση πλοίων, ναυτικών εγκαταστάσεων και ναυτικής εκπαίδευσης, αλλά μια προσεκτικά κατασκευασμένη ταυτότητα. Αυτό ορίζουμε ως ένα κράτος που επέλεξε να δώσει έμφαση στη θάλασσα, να εξασφαλίσει οικονομικά και στρατηγικά πλεονεκτήματα του ελέγχου της θάλασσας, μέσα από μια συνειδητά κατασκευασμένη πολιτισμική ταυτότητα. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις δυνάμεις που στηρίζονται στην ηπειρωτική ηγεμονία. Μπορεί ένα κράτος να έχει ένα μεγάλο ναυτικό (όπως και η αυτοκρατορική Γερμανία), αλλά οι βασικές ανησυχίες τους είναι εδαφικές, όπως της Τουρκίας του σήμερα.
Για την Ελλάδα, ο έλεγχος της θάλασσας είναι υψίστης σημασίας και η εδαφική συγκέντρωση αποτελεί δευτερεύουσα και συχνά ακούσια συνέπεια. Ο ελληνισμός, για παράδειγμα, δεν επιβίωσε εξαιτίας μιας ακόρεστης πείνας για την επικράτεια, αλλά μάλλον λόγω της ανάγκης για ασφαλείς πλόες και φιλικές εμπορικές συμφωνίες. Για αυτό στη ναυτική δύναμη, ένα πλοίο είναι χρηστικό, είναι απλά ένα εργαλείο για να κερδίσει μάχες. Για το ναυτικό έθνος, το πλοίο είναι ιερό, η συμβολική του σημασία αντισταθμίζει τη στρατηγική του χρησιμότητα. Μια απεικόνιση αυτής της διχοτόμησης μπορεί να φανεί στις σχετικές δυνάμεις των Περσικών και Ελληνικών ναυτικών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Οι Πέρσες είχαν την ισχυρότερη δύναμη επειδή είχαν περισσότερα και μεγαλύτερα πλοία. Αλλά αυτά τα σκάφη, παρότι εντυπωσιακά ως σύμβολα, δεν είχαν καμιά χρησιμότητα στο είδος του πολέμου που η Ελλάδα είχε επιλέξει να αγωνιστεί.
Η στρατηγική αξία της ναυτικής ισχύος, υπήρξε σημαντικός παράγοντας στην διαμόρφωση του πολέμου στην ελληνική ιστορία. Η ναυτική ισχύς δημιουργείται και αξιοποιείται ως μέσο εθνικής πολιτικής. Σε όλη την ελληνική ιστορία, το έθνος έχει επιλέξει να αποκτήσει και να χρησιμοποιήσει το Πολεμικό Ναυτικό σε διάφορα σχήματα και μορφές. Οι επιλογές μας είχαν εξάρτηση από τη σημασία της θάλασσας για τον τόπο και χρόνο ως αμυντική αναγκαιότητα ή μια επιθετική ευκαιρία. Η ακριβής μορφή που έχουν λάβει οι ναυτικές μας δυνάμεις αντικατοπτρίζει το βάθος της οικονομικής δέσμευσης του κράτους, που συχνά καθορίζεται από την υπεροχή άλλων απαιτήσεων όπως ο στρατός ξηράς, η αεροπορία, η διαθεσιμότητα κατάλληλων στελεχών, η κατάσταση της σύγχρονης τεχνολογίας και τελικά, ο βαθμός στον οποίο η ισχύς της θάλασσας είναι κρίσιμη για την επιβίωση του κράτους. Σήμερα χρειάζεται να σκεφτούμε ένα νέο πλαίσιο αναφοράς, και να εξετάσουμε τι θα οδηγήσει τη θαλάσσια στρατηγική μας πέρα από τη θαλάσσια μάχη που θα επιτρέψει μια υγιή κοινή κατανόηση της αξίας του Πολεμικού Ναυτικού.