Γράφει ο Σπύρος Θεοδωράκης
Η Μονή Φανερωμένης στη Σαλαμίνα βρίσκεται στην βορειοδυτική πλευρά του νησιού απέναντι από την περιοχή Νέα Πέραμος των Μεγάρων. Η ιστορία της Μονής αρχίζει το 1670, όταν σ΄ ένα παλαιό και ημιερειπωμένο χριστιανικό ναό στο σημείο εκείνο, βρέθηκε μια εικόνα της Θεοτόκου. Τον ναό ανακαίνισε ο Λάμπρος Κανέλλας από τα Μέγαρα, ο οποίος τελικά και μόνασε εκεί με το όνομα Λαυρέντιος, ιδρύοντας το μοναστήρι. Το Καθολικό της Μονής έχει πλούσια βυζαντινή διακόσμηση και μια αξιολογότατη παράσταση της «Τελευταίας Κρίσης», έργο του Γεωργίου Μάρκου από το Άργος που χρονολογείται από το 1735, σε τεχνοτροπία της Κρητοαθωνικής Σχολής.
Ένα χιλιόμετρο μετά την μονή, λειτουργεί το ομώνυμο πορθμείο που ενώνει την Σαλαμίνα με την μεγαρική ακτή και η απόστασή του είναι μόλις 650 μέτρα. Το πορθμείο πρωτοξεκίνησε τη δεκαετία του ΄60, με δυο επιβατηγά οχηματαγωγά ανοικτού τύπου (παντόφλες) τα οποία ήταν ιδιοκτησία της Μονής Φανερωμένης (!) Το ένα ονομαζόταν ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ, είχε δυνατότητα να μεταφέρει 8 οχήματα κι έμεινε στη γραμμή μέχρι το 1974. Το άλλο φέρυ λεγόταν ΑΓ. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, μετέφερε 7 οχήματα, έμεινε μέχρι το 1980 και στη συνεχεία εξυπηρετούσε γραμμή του Αγίου Όρους.
Τα πρώτα χρόνια η κίνηση ήταν πολύ μικρή, δεν υπήρχαν προγραμματισμένα δρομολόγια και ο δρόμος μέχρι τα φέρυ ήταν χωματόδρομος. Το πορθμείο διένυε τότε τα χρόνια της αθωότητας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο καπετάνιος που είχε ολονύκτια βάρδια, κοιμόταν στη γέφυρα του πλοίου και μπορούσε κάποιος, που ήθελε να περάσει στην απέναντι ακτή, είτε κορνάροντας, είτε ανάβοντας τα φώτα του αυτοκινήτου του ή και φωνάζοντας ακόμη μέσα στην ησυχία της νύκτας, να τον καλέσει για την μεταφορά. Στην δεκαετία του ΄80 η κίνηση αυξήθηκε και χρειάστηκε τα δύο φέρυ, και λόγω παλαιότητας, να αντικατασταθούν με μεγαλύτερα. Τότε η Μονή σταμάτησε να συμμετέχει και η δραστηριότητα πέρασε σε ιδιώτες.
Τόπος και Ιστορία.
Είναι ίσως άξιο απορίας πως, ένα μοναστήρι που ο καθένας θα περίμενε να έχει σαν κύριο και αποκλειστικό μέλημα την προετοιμασία των ψυχών για την μετάβαση στην αιώνια Βασιλεία την Ουρανών, να φροντίζει -συμμετέχοντας ενεργά και για χρόνια- στην επίγεια μετάβαση ανθρώπων και αγαθών, σε αυτό το μικρό πορθμείο. Όμως στην Ιστορία της Ελλάδος και ειδικότερα στην ναυτική μας ιστορίας, η παρουσία της Ιεράς Μόνης Φανερωμένης, υπήρξε σημαντική κι είναι αξιομνημόνευτη.
Κατά την οθωμανική περίοδο στη Μονή έβρισκαν καταφύγιο ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά από την Αττική και τα Μέγαρα, ο δε ηγούμενός της Γρηγόριος, υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Με την Επανάσταση του 1821, εκεί φυλάσσονταν λάφυρα και πραγματοποιούνταν συναντήσεις μεταξύ των οπλαρχηγών Μακρυγιάννη, Τζαβέλα, Κριεζώτη, Δ. Υψηλάντη, Καραϊσκάκη κ.α. Εκεί μεταφέρονταν πληγωμένοι αγωνιστές για περίθαλψη και θεραπεία. Χαρακτηριστικοί είναι οι παρακάτω στίχοι από τα χείλη του λαβωμένου Γ. Καραϊσκάκη:
«Εγώ κι αν ελαβώθηκα, συντρόφοι, μη λυπάστε,
πάω ταχύ στην Κούλουρη, μεσ’ στη Φανερωμένη,
πούν’ οι βασιλικοί γιατροί να γιάνουν την πληγή μου
και να κρεμάσω τ’ άρματα επάνω στ’ Άγιο Βήμα,
κι ως τα διαβάσει ο λειτουργός θε να τα βάλω νάρθω.»
Το 1824 μεταφέρθηκαν στη μονή η βιβλιοθήκη και το τυπογραφείο του Ελληνικού Κράτους όπου και εκδόθηκε το πρώτο φύλλο της Εφημερίδας των Αθηνών από τον Γ. Ψύλλα, ενώ στον προαύλιο χώρο της υπάρχει μέχρι σήμερα ο τάφος του οπλαρχηγού Ιωάννη Γκούρα.
Όμως μια περιήγηση στο εσωτερικό της μονής, αυτό που τραβάει την προσοχή είναι μία μαρμάρινη επιτοίχια πλάκα, η οποία ενημερώνει τον επισκέπτη ότι:
ΕΠΙ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ Α΄
ΥΠΟΥΡΓΟΥΝΤΟΣ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ Γ. ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΗ
ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΟΣ ΤΟΥ Β. ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΥ Α. ΜΙΑΟΥΛΗ
ΜΕΤΕΦΕΡΘΗ ΕΚ ΠΟΡΟΥ ΕΝΤΑΥΘΑ Ο Β. ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΣ
ΕΝΕΚΑ ΣΠΟΥΔΑΙΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΝ
ΤΗ 30 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1878.
Οι “σπουδαίες περιστάσεις” που αναφέρονται στην επιγραφή, ήταν τα γεγονότα που συνέβησαν στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο και επηρέασαν τις αποφάσεις της Ελληνικής πολιτείας.
Η Ρωσία, τον Απρίλιο του 1877 είχε κηρύξει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Κι ενώ οι Ρώσοι βρίσκονταν στα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, μια επαναστατική κίνηση εκδηλώθηκε στη Θεσσαλία που ήταν ακόμη υπό οθωμανική κατοχή. Η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να βοηθήσει τους εκεί αδελφούς μας, διέταξε την εισβολή ενός μικρού και πλημμελώς οργανωμένου ελληνικού αποστάματος να εισέλθει στα τουρκικά εδάφη. Ατυχώς για την Ελλάδα, τις αμέσως επόμενες μέρες, η Ρωσία σύναψε ανακωχή με τους τούρκους, οι οποίοι, αφού απαλλάχθηκαν από αυτή την απειλή στράφηκαν κατά του ελληνικού αποσπάσματος στην Θεσσαλία και απέκρουσαν την εισβολή. Επιπρόσθετα εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να στραφούν και κατά των νησιών μας.
Τότε η Ελληνική Κυβέρνηση μπροστά στον διαφαινόμενο κίνδυνο, στην προσπάθειά της να διασφαλίσει τα πλοία και να προασπίσει την εδαφική ακεραιότητα, αφού έλαβε υπόψη την εισήγηση του Ναυαρχικού Συμβουλίου, που ενεργοποίησε ειδικά για το λόγο αυτό, εξέδωσε ένα λακωνικό διάταγμα για την μεταφορά του ναυστάθμου από τον Πόρο στην Μονή Φανερωμένης της Σαλαμίνας.
ΔΙΑΤΑΓΜΑ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΕΧΟΝΤΕΣ ΥΠ΄ ΟΨΙΝ ΤΑΣ ΕΚΤΑΚΤΟΥΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙ ΤΟΥ ΗΜΕΤΕΡΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ
ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΜΕΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΣΣΟΜΕΝ:
ΜΕΤΑΤΙΘΕΜΕΝ ΠΡΟΣΚΑΙΡΩΣ ΤΟΝ ΕΝ ΠΟΡΩ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΝ ΣΑΛΑΜΙΝΙ ΜΟΝΗΝ ΤΗΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ
Έν Άθήναις τη 4η Φεβρουαρίου 1878
Ωστόσο η μεταφορά του ναυστάθμου υπήρξε για καιρό σημείο τριβής μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Για τους μεν αποτελούσε μία γενναία πράξη μεγαλοφυούς πολιτικής που τους έδινε δύναμη και πολιτική ισχύ, για τους δε, ήταν μια πράξη δειλίας και πολιτικής ανωριμότητας. Χαρακτηριστική η ομιλία από το βήμα της Βουλής του υπουργού των Ναυτικών Γ. Μπούμπουλη (11/1878): «Ὁ τιτλοφορούμενος ναύσταθμος τοῦ Πόρου δὲν ἦτο παρὰ μία μάνδρα ἐντὸς τῆς ὁποίας εἶχαν ἀνεγερθεῖ πρόχειρα παραπήγματα πρὸς στέγασιν τῶν συνεργείων καὶ τῶν ἀποθηκῶν……, ἐντὸς δὲ ἑνὸς τετάρτου θὰ τὸν εἶχε καταστήσει (ο εχθρός) παρανάλωμα τοῦ πυρός».
Η μεταφορά του ναυστάθμου στην Φανερωμένη κράτησε τρείς μήνες και κόστισε στο Δημόσιο 113.000 δραχμές.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι και επί της βασιλείας του, ο Όθωνας, επειδή θεωρούσε ότι ο ναύσταθμος στον Πόρο δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες του ναυτικού, μελέτησε το ζήτημα προκειμένου να βρεθεί κατάλληλο μέρος για την οικοδόμηση νέου ναυστάθμου. Συστήθηκε τότε μια Επιτροπή, με πρόεδρο τον επίτιμο πλοίαρχο Γ΄ κλάσεως Ν. Μπόταση. Η επιτροπή με το Πρακτικό της 20ης Νοεμβρίου 1834, γνωμοδότησε ότι καταλληλότερο μέρος ήταν τα Αμπελάκια, το αρχαίο λιμάνι της Σαλαμίνας. Επειδή όμως η μεταφορά απαιτούσε πολλά έξοδα, δεν πραγματοποιήθηκε.
Κάθε αρχή και… πολύ δύσκολη.
Από την πρώτη στιγμή της μετεγκατάστασης του ναυστάθμου στη Φανερωμένη ξεκίνησαν και τα προβλήματα τα οποία –όπως θα δούμε- δεν είχαν τελειωμό.
*Το Διευθυντήριο εγκαταστάθηκε στα κελιά της Μονής μαζί με το κατώτερο προσωπικό με αποτέλεσμα να υπάρξει τεράστιος συνωστισμός ανδρών.
*Στο περίβολο τοποθετήθηκαν ορισμένα ξύλινα παραπήγματα που χρησίμευαν σαν εργαστήρια.
*Το υλικό ήταν εκτεθειμένο στην ύπαιθρο με κίνδυνο καταστροφής ή σε υγρά κελιά χωρίς επιτήρηση και έλεγχο.
*Οι αποθήκες γαιανθράκων είχαν παραμείνει στον Πόρο και μεταφέρονταν με πλοία. Στον Τύπο διαβάζουμε σχετική είδηση: Πλοῖον “Μπουμπουλίνα” ἀπέπλευσεν εἰς Πόρον πρὸς παραλαβὴν γαιανθράκων, ἐκεῖθεν δὲ θέλει καταπλέυσει εἷς Ναύπλιον διὰ τὴν μετακόμισιν πυρίτιδος ἀπὸ τὸ Φρούριον τοῦ Ἴτς Καλὲ εἰς Ἅγιον Γεώργιον Σαλαμίνας κατὰ τὴν ληφθεῖσαν ἀπόφασιν τῆς Κυβερνήσεως.
*Δεν υπήρχε νεώλκειο που είχε σαν αποτέλεσμα την καθυστέρηση των επισκευών. Τα πλοία στέλνονταν στο νεώλκειο του Πόρου που διέθετε εξειδικευμένο προσωπικό και μια ομάδα ναυτών με έναν αξιωματικό.
*Η πυρίτιδα ήταν αποθηκευμένη σε ένα μικρό εκκλησάκι στα Αμπελάκια, στην άλλη πλευρά του νησιού, πλημμελώς φυλαγμένη και εκτεθειμένη σε κάθε λογής κινδύνους.
*Δεν υπήρχε αρτοποιείο. Η προμήθεια του ψωμιού ανατέθηκε μετά από διαγωνισμό σε αρτοποιείο του Πειραιά και ερχόταν με πλωτό μέσο αλλά, όχι πάντα.
*Στην περιοχή δεν υπήρχε πόσιμο νερό. Για την κάλυψη των αναγκών του στόλου και του ναυστάθμου ήταν αναγκαίο να μεταφερθεί το νερό από τον Πειραιά, τα Μέγαρα ή ακόμη κι από τον Πόρο. Η δαπάνη μεταφοράς ανά ημέρα κόστιζε 45 δραχμές.
*Οι λειτουργικές δαπάνες του ναυστάθμου ανέρχονταν σε 65.000 έως 67.000 δρχ. το μήνα, με το ποσό να ανεβαίνει κατακόρυφα με τις προσλήψεις επί πλέον εργατών-τεχνιτών για την επίσπευση των επισκευών.
*Δεν υπήρχαν λιμενικές εγκαταστάσεις και σε συνδυασμό με τα αβαθή νερά μπροστά από την μονή, έπρεπε τα πλοία να αγκυροβολούν σε μεγάλη απόσταση από την ακτή.
Και όσο περνούσε ο καιρός αυξάνονταν και τα προβλήματα αλλά αυτό, δεν εμπόδισε τον υπουργό των Ναυτικών να δηλώσει στην Βουλή, στις 9/11/1878 ότι: «Τὰ ὑλικὰ τοῦ ναυστάθμου εἶναι καλῶς πεφυλαγμένα ἐν Σαλαμῖνι. Παρακαλῶ δὲ νὰ διορισθεῖ ἐπιτροπὴ ἐκ βουλευτῶν, ἰνα ἐξετάση τὰ ὅσα λέγω» (!)
Ωστόσο στο Ναυτικό Διευθυντήριο κατέφθαναν δεκάδες αναφορές για την τρομερή κατάσταση που επικρατούσε, ακόμη και εισηγήσεις για την επιστροφή του ναυστάθμου στον Πόρο.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση και επιθυμώντας, η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, να επιλύσει το θέμα οριστικά, κάλεσε από την Γαλλία μία επιτροπή για να εξετάσει και να υποδείξει μία κατάλληλη τοποθεσία για την ίδρυση νέου ναυστάθμου. Στις 17 Ιουλίου 1878, έφτασαν στην Αθήνα οι Γάλλοι αξιωματικοί: ο πλοίαρχος Dewatre, ο πλοίαρχος πυροβολικού Dolle και ο ναυπηγός Couvin.
Αρχικά, η επιτροπή εντόπισε τρείς περιοχές που θα μελετούσε για την καταλληλότητά τους για την δημιουργία του νέου ναυστάθμου. Αυτές ήταν: α) Τι λιμάνι του Πόρου, β) Ο κόλπος της Σαλαμίνας και γ) Το στενό της Χαλκίδας.
Ένα χρόνο μετά, στις 7/7/1879, η Επιτροπή υπέβαλε την έκθεσή της και τελικά επέλεξε την τοποθεσία “Αράπη” της Σαλαμίνας σαν πλέον ενδεδειγμένος από στρατηγικής πλευράς και με βάση τις αντιλήψεις και της θεωρίες της εποχής σε θέματα στρατηγικής και αμυντικού σχεδιασμού και εξοπλισμού.
Η επιτροπή στην έκθεσή της υποστήριξε ότι:
– Ὁ ἐν Σαλαμῖνι ναύσταθμος ἔσεται μεγάλη ἰσχυς διά τήν Κυβερνησιν τήν ἐν Ἄθηναις ἑδρεύουσα.
– Παρέχει ἀσφαλὲς ἄσυλον ἐν καιρώ πολέμου διὰ τὰ πολεμικά καὶ ἐμπορικὰ πλοῖα.
– Καθιστᾶ τὴν ἀπὸ θαλάσσης πολιορκεία ἀνέφικτη,
ενώ επίσης εξήρε την βοήθεια, που με εξαιρετική προθυμία και πατριωτικό ζήλο παρείχαν ο πλοίαρχος Ανδρέας Μιαούλης, ο αντιπλοίαρχος Λάζαρης Κριεζής και ο πλωτάρχης Μάρκος Βότσαρης.
Η αντιπολίτευση όμως συνέχιζε να τα βλέπει όλα στραβά. Ο βουλευτής Τροιζινίας και Πόρου Χριστόδουλος Δουζίνας, σε συνεδρίαση της Βουλής στις 9/1/1880 θα ρωτήσει την κυβέρνηση: «Διὰ τίνα λόγον ἐξακολουθεῖ ἔτι καὶ σήμερον ὑφιστάμενον τὸ ἐν ἐκτάκτοις περιστάσισι ληφθὲν προσωρινὸν μέτρον μεταθέσεως τοῦ Ναυστάθμου ἐν Σαλαμῖνι πρὸς ζημίαν τοῦ Δημοσίου καὶ ταλαιπωρίας τῶν ἀνδρῶν τοῦ Ναυτικοῦ».
Ωστόσο, με το Βασιλικό Διάταγμα της 16ης Απριλίου 1881, ο ναύσταθμος μετεγκαταστάθηκε στη θέση Αράπη της Σαλαμίνας, όπου λειτουργεί μέχρι σήμερα, σε έκταση 3000 στρεμμάτων. Ο χώρος παραχωρήθηκε δωρεάν από τον Δήμο Σαλαμίνας με την υπ΄αρθ. 3 πράξη ΔΣ, που επικυρώθηκε από την Νομαρχία Αττικής με το υπ΄ αρθ. 46798/4703/4/5/1881 έγγραφό της.
Δύο σημεία για επίλογο
ΜΟΛΙΣ, τον Ιούνιο του 2000 και στα πλαίσια των εκδηλώσεων της Ναυτικής Εβδομάδας, η “Ένωση Παλαιών Προσκόπων Σαλαμίνας” πήρε την πρωτοβουλία και ανήγειρε μνημείο στην ακτή, μπροστά από την Μονή, να θυμίζει ότι: «Εις τον χώρο αυτό εγκατεστάθη ο Πολεμικός Ναύσταθμος κατά το χρονικό διάστημα 1878-1881».
ΕΠΙΣΗΣ, η κύρια πηγή για το παρόν άρθρο είναι το βιβλίο: “Ο ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΣ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ” του πλοίαρχου (Ο) Νικόλαου Γ. Τσαπράζη, μία έκδοση του 1991 της Ιστορικής Υπηρεσίας Π.Ν. Στο κεφάλαιο Ε΄ του βιβλίου (σελ. 57-85), γίνεται από τον συγγραφέα εκτενέστερη και πολύ εμπεριστατωμένη αναφορά στο αρχικό-πρώιμο εγχείρημα της μεταφοράς του πολεμικού ναυστάθμου από τον Πόρο στην Μονή Φανερωμένης.