- ThePlus Audio
Του Γιώργου Προκοπίου
Όταν ο Ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 2 Μαϊου του 1919, δεν βρισκόταν ανάμεσα τους ούτε ένας πολεμικός ζωγράφος ή φωτογράφος, αντίθετα από τους Βαλκανικούς Πολέμους, όπου είχαν ακολουθήσει πάρα πολλοί. Δεν αποκλείεται αυτό να συνέβη επειδή δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν ότι το μεγαλεπήβολο αυτό σχέδιο του Ελευθερίου Βενιζέλου, ήταν μια ριψοκίνδυνη -αν όχι χαμένη – υπόθεση. Το κενό αυτό κάλυψαν δύο ντόπιοι καλλιτέχνες γέννημα και θρέμμα της Σμύρνης: ο Γιώργος Προκοπίου και ο Νίκος Ζωγράφος.
Ο Γιώργος Προκοπίου γεννήθηκε στο Μπουρνόβα της Σμύρνης το 1876. Το 1895 (19 ετών) γράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και σπουδάζει ζωγραφική στα εργαστήρια του Λύτρα και του Ροϊλού.
Το 1904 πηγαίνει με καραβάνι από την Αλεξάνδρεια στην Αντίς Αμπέμπα της Αβησσυνίας και συμμετέχει σ’ ένα διεθνή διαγωνισμό για την προσωπογραφία του αυτοκράτορα Μενελίκ του Β’. Κερδίζει το πρώτο βραβείο και παραμένει ζωγράφος της Αυλής. Την περίοδο εκείνη ζωγράφισε και το πορτραίτο της αυτοκράτειρας Ταϊτού, κι άλλων πριγκίπων, υπουργών και πρεσβευτών.
Η εξωτική προσωπογραφία του Μενελίκ Β’, ζωγραφισμένη με κάρβουνο και σφομίλι, έκλεινε μέσα της μια δύναμη σχεδόν μαγική και ακτινοβολούσε στην έκφρασή της την ψυχή της αφρικανικής ηπείρου. Η δύναμη αυτής της προσωπογραφίας στάθηκε μοναδική στην ιστορία της ελληνικής ζωγραφικής, για το είδος της τεχνικής της και για την ενεργητική της έκφραση.
Ο Γιώργος Προκοπίου πρέπει να τοποθετηθεί στη σχολή της ρομαντικής ζωγραφικής πορτραίτων και των εντυπώσεων που έφερε από την Αφρική υπήρξε απολογητής του ρομαντικού εξωτισμού στην Ελλάδα.
Ο Προκοπίου γνωστός πλέον σαν ζωγράφος στην καλή κοινωνία του Ελληνισμού της Αιγύπτου και της Σμύρνης, από τα ταξίδια και τους πίνακές του από την Αβησσυνία, δραστηριοποιήθηκε και στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα. Μέχρι σήμερα, θεωρείται ένας από τους σημαντικούς ζωγράφους του Μεσοπολέμου. Λιγότερο γνωστή όμως είναι η φωτογραφική δραστηριότητα του. Δεινός ερασιτέχνης φωτογράφος, χρησιμοποιούσε τις φωτογραφίες που έπαιρνε από τα διάφορα γεγονότα σαν στοιχεία αναφοράς για τους ζωγραφικούς του πίνακες. Με τον τρόπο αυτό δημιούργησε σημαντικά φωτογραφικά και ζωγραφικά ντοκουμέντα. Το φωτογραφικό του εργαστήριο στη Σμύρνη, ήταν τόσο καλά οργανωμένο, ώστε λίγο πριν τη σύλληψή του από τους Τούρκους, το Σεπτέμβριο του 1922, χρησιμοποιήθηκε από το Τουρκικό Επιτελείο Στρατού.
Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας εργάστηκε όχι μόνο ως ζωγράφος αλλά και ως φωτογράφος και οπερατέρ. Έτσι, εκτός από τα χρώματα, τα πινέλα και τους μουσαμάδες, πήρε μαζί του και τον ογκώδη εξοπλισμό της φωτογραφικής μηχανής του, το τρίποδό του και μια χειροκίνητη κινηματογραφική μηχανή λήψης.
Επιδίωξη του ήταν να καταγράψει ρεαλιστικές στιγμές μάχης. Τον αυθεντικό δυναμισμό μιας στιγμής δράσης, που μόνο η φωτογραφία θα του επέτρεπε να συγκρατήσει, για να τον μεταφέρει αργότερα στο μουσαμά του.
Το 1920, ο αρχιστράτηγος Λεωνίδας Ι, Παρασκευόπουλος του ανέθεσε να κινηματογραφήσει και να ζωγραφίσει τις πολεμικές επιχειρήσεις του Μικρασιατικού μετώπου. Τον ίδιο χρόνο του απονεμήθηκε ο Πολεμικός Σταυρός, «διότι παρακολουθήσας επί μήνας ολόκληρους τον Ελληνικόν Στρατόν εν τοις χαρακώμασι και κατά τας επιχειρήσεις ηργάσθη υπέρ του έργου αυτού αποδώσας εις ωραίας εικόνας τούτο. Κατά τας τελευταίας επιχειρήσεις έλαβε μέρος εις αυτάς, εν Μικρά Ασία και Θράκη, ένθα δια κινηματογραφικών ταινιών, τας οποίας είχε, δημιουργήσει απέδωκε το έργον του Στρατού μας πιστότατα, πολλάκις παρακινδυνεύων μέχρι των πρώτων γραμμών, εν τη διάρκεια των γενομένων μαχών».
Στα χρόνια 1921 – 1922 συνέχισε τις κινηματογραφικές λήψεις και τις απεικονίσεις από τις μάχες, στην πρώτη γραμμή. Οι ταινίες του προβάλλονταν στο μέτωπο προκαλώντας τον ενθουσιασμό. Κινηματογράφησε επίσης, την παρασημοφορία των Σημαιών από τον βασιλιά στο Εσκί – Σεχίρ και έφτιαξε σκίτσα και φωτογραφίες από τις φωτογραφίες από τις επιχειρήσεις στο Σαγγάριο. Τότε του απένειμε ο Κωνσταντίνος ο Β’ τον Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος.
Το ηλιοβασίλεμα ήταν η πιο αγαπητή ώρα του Γιώργου Προκοπίου, γιατί από τα χρυσοκόκκινα και μενεξεδένια του χρώματα αντλούσε ο ζωγράφος τα στοιχεία για να συνθέσει τη μυθική ατμόσφαιρα του ρομαντικού του ονείρου. Η ατμόσφαιρα αυτή περιβάλει όχι μόνο τις κορυφαίες στιγμές της θανάσιμης πάλης για δόξα και ζωή, όπως βλέπουμε στο «Μέχρις Εσχάτων» αλλά και τις ώρες, που αφήνει η μάχη ελεύθερους τους στρατιώτες να πιούν νερό, να καθαρίσουν τα όπλα τους και να γράψουν στα σπίτια τουςγια τη ζωή τους στο μέτωπο.
Ο Προκοπίου απόφευγε τις άγριες σκηνές του πολέμου. Εξαίρεση ίσως αποτελεί το έργο του «Κάλε – Γκρότο», όπου παρουσιάζει έναν πολεμιστή πεσμένο ανάσκελα και ξυλιασμένο επάνω στ’ οχυρό του. Ο σύντροφός του εξακολουθεί να σημαδεύει και να κράτα σε απόσταση τον εχθρό που επιμένει να καταλάβει το ύψωμα με τη λόγχη. Η φυσιογνωμία του στρατιώτη που αμύνεται φανερώνει έξαψη και θανάσιμο πείσμα. Είναι μια κορυφαία στιγμή της μάχης.
Με την ποίηση της αυτοθυσίας και τις εξάρσεις των γεγονότων στα επίπεδα του μύθου και του έπους, ο Γιώργος Προκοπίου έδωσε τον απολογισμό της εθνικής ιδεολογίας στα χρόνια της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919 – 1922).
Τον Αύγουστο του 1922 ήρθε η κατάρρευση του Ελληνικού μετώπου και η υποχώρηση. Ο Γ. Προκοπίου συνέχισε να κινηματογραφεί τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν: τη φωτιά και την καταστροφή της Σμύρνης. Με τη βοήθεια του Γάλλου πρόξενου φυγαδεύονται μυστικά, με γαλλική ατμάκατο, τα κιβώτια με τις ταινίες του, οι πίκακες του, που είχε ο ίδιος συσκευάσει σε ρολά και οι αρνητικές πλάκες του. Λίγο αργότερα κατόρθωσε να δραπετεύσει από τις τουρκικές φυλακές, όπου είχε φυλακισθεί κι καταδικασθεί σε θάνατο και έφτασε, τα Χριστούγεννα του 1922 στην Αθήνα όπου εγκαταστάθηκε οριστικά στο ατελιέ του στον Αρδηττό. Αρχίζει πάλι να εργάζεται ζωγραφίζοντας Πορτραίτα, Νεκρές Φύσεις, Τοπία. Στο δάσος του Αρδηττού μελετάει πολλές φορές, σε διάφορες παραλλαγές, τα “Αθάνατα”.
Ο Γ. Προκοπίου ήταν ένας από τους πρώτους πολεμικές οπερατέρ, που συνδύασε τη φωτογραφική γνώση και τη σκηνοθετική όραση ενός ζωγράφου. Τράβηξε γύρω στα 14.000 μέτρα ταινίες που καλύπτουν κυρίως τη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919 – 1922). Στην Ελλάδα όπου ήρθε – όπως είπαμε – σαν πρόσφυγας με την οικογένειά του, ασχολήθηκε και πάλι με τη ζωγραφική. Με την φωτογραφία και τον κινηματογράφο ασχολήθηκε περιστασιακά. Οι τελευταίες του κινηματογραφικές λήψεις έγιναν το 1926 στην Ελλάδα, με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, στην Παλιά Βουλή και στην κηδεία του Βενιζέλου στην Κρήτη.
Την 28η Οκτωβρίου 1940, αμέσως μόλις έγινε γνωστή η κήρυξη του πολέμου με τους Ιταλούς, οι φωτορεπόρτερ βρέθηκαν στους δρόμους και φωτογράφισαν σκηνές του παλλαϊκού ενθουσιασμού καθώς και εικόνες από την αναχώρηση των πρώτων επιστρατευμένων για το μέτωπο. Η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (Γ.Υ.Σ) στην οποία υπαγόταν το φωτογραφικό τμήμα του Στρατού κάλεσε τους επαγγελματίες φωτογράφους και κινηματογραφιστές να καταταγούν εθελοντικά. Πράγματι η συμμετοχή των φωτιρεπόρτερ ήταν σχεδόν καθολική. Επειδή ο στρατός δεν διέθετε αρκετές μηχανές υποχρεώθηκαν να πέρουν τις δικές τους. Ορισμένοι από αυτούς δεν εντάχθηκαν στο στρατό αλλά πήγαν στο μέτωπο με ειδική άδεια σαν απεσταλμένοι φωτογραφικών πρακτορείων ή εφημερίδων.
Ένα γεγονός τραγικό και σινάμα ηρωικό, που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο έχει να κάνει με το ζωγράφο και φωτογράφο Γ. Προκοπίου. Μεγάλος σε ηλικία και πάσχοντας από βρογχικά και την καρδιά του, ζήτησε να του επιτραπεί να πάει στο μέτωπο για την απεικόνιση των μαχών. Όπως ήταν φυσικό το αίτημά του απορρίφθηκε. Εκείνος όμως έβαλε «μέσα» προς τον ίδιο τον Μεταξά, για να πετύχει το σκοπό του.
Τελικά, κατόρθωσε να πάει, παίρνοντας μαζί τους μουσαμάδες, τα πινέλα του και τη μεγάλη φωτογραφική του μηχανή που έπαιρνε γυάλινες πλάκες, διαστάσεων 13 * 18 εκ. Εργάστηκε με πάθος και ενθουσιασμό κάτω από κακές καιρικές συνθήκες. Τυχαία μάλιστα συνάντησε το γιο του Άγγελο που είχε και αυτός επιστρατευθεί και βρισκόταν στο μέτωπο. Η εξασθενημένη υγεία του δεν άντεξε τον βαρύτατο χειμώνα. Πέθανε, από την καρδιά του, στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου ενώ ζωγράφιζε το Αργυρόκαστρο μέσα στη βροχή, στις 20 Δεκεμβρίου του 1940. Αυτό είναι και το μόνο ζωγραφικό έργο που διασώθηκε από τη δουλειά του στο μέτωπο. Διασώθηκε ακόμα και ένας αριθμός από γυάλινες φωτογραφικές πλάκες, που περιλάμβαναν πολυπρόσωπες συνθέσειςμε φαντάρους, που είχε τραβήξει με σκοπό να τις χρησιμοποιήσει για μελλοντικούς πίνακές του. Ορισμένες φωτογραφίες του από το αλβανικό μέτωπο δημοσιεύονται μέχρι σήμερα ανώνυμες, σε σχετικά αφιερώματα για τον πόλεμο αυτό.