Αυτές τις εορταστικές ημέρες το navalhistory.gr αισθάνεται την ανάγκη να συμπεριλάβει στην ύλη του κι ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι, για μικρούς και (ίσως) για μεγάλους. Ευχόμαστε, σε εσάς και στις οικογένειές σας, Καλά Χριστούγεννα.
Η Συντακτική Ομάδα
Το παραμύθι έγραψε η Κατερίνα Μιχαηλίδου
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και όλη η οικογένεια καθόταν γύρω από το στολισμένο δέντρο, πίνοντας ζεστή σοκολάτα. Ήταν η πιο όμορφη βραδιά του χρόνου. Είχε έρθει η ώρα να εκμυστηρευτούν τι δώρο είχε ζητήσει το κάθε παιδί από τον Άγιο Βασίλη.
Η Αλεξάνδρα ζήτησε έναν μαυροπίνακα, για να μπορεί να παίζει τη δασκάλα και ο Νικήτας ένα καινούργιο ποδήλατο. Ο Νικόλας, ο μεγαλύτερος, που αγαπούσε τα παραμύθια και τις ιστορίες και πέταγε με τη φαντασία του σε τόπους μακρινούς παρέα με τους ήρωες τους, είπε ότι αυτό που ήθελε περισσότερο ήταν να ζήσει μια περιπέτεια σαν αυτές των βιβλίων του. «Μην είσαι ανόητος, αυτό δεν είναι δώρο. Όταν εμείς θα έχουμε πάρει τα δικά μας δώρα, εσύ θα ζηλεύεις» είπαν τα δυο αδέλφια του. «Ποτέ δεν ξέρουμε πώς μπορεί ο Άγιος Βασίλης να ικανοποιήσει την επιθυμία ενός καλού παιδιού» είπε ο πατέρας τους. «Πάμε όμως τώρα για ύπνο. Είναι ήδη αργά».
Ο Νικόλας δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ίσως τα αδέλφια του να είχαν δίκιο, ίσως ήταν ανόητος που πίστευε ότι ο Άγιος Βασίλης θα μπορούσε να του φέρει ένα τέτοιο δώρο. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και ακόμα κοιτούσε από το παράθυρο το χιόνι που έπεφτε, όταν είδε στον ουρανό τη φιγούρα που μέχρι τότε είχε δει μόνο στα εικονογραφημένα βιβλία του.
Ήταν το έλκηθρο του Αι Βασίλη, με τα κουδουνάκια των τάρανδων να ηχούν δυνατά. Έτρεξε γρήγορα στο σαλόνι και πρόλαβε να τον δει τη στιγμή που άφηνε τα δώρα τους. Εκείνος του χαμογέλασε και έφυγε τόσο γρήγορα, όσο είχε έρθει. Αμέσως ήρθαν και τα αδέλφια του. Δεν έπρεπε να ανοίξουν τα δώρα τους, όμως κατάλαβαν ότι ήταν ό,τι είχαν ζητήσει. Όσο για τον δώρο του Νικόλα, ήταν φανερό ότι ήταν ένα βιβλίο.
Πριν προλάβουν να το σχολιάσουν ένα θρόισμα ακούστηκε, το περιτύλιγμα σκίστηκε, το βιβλίο άνοιξε, ένα φως τύλιξε το δωμάτιο και ένας άντρας εμφανίστηκε μπροστά τους. Φορούσε στέμμα στο κεφάλι του και τα ρούχα του ήταν φτιαγμένα από ακριβά υφάσματα. Τα παιδιά πάγωσαν από τον φόβο τους, δεν τολμούσαν να κουνηθούν και κρατούσαν την αναπνοή τους.
Πρώτος μίλησε ο άγνωστος άντρας. «Μη φοβάστε. Είναι παραμονή Χριστουγέννων και αυτό το βιβλίο θα ζωντανέψει την ιστορία του για να πραγματοποιήσει την επιθυμία του Νικόλα να ζήσει μια αληθινή περιπέτεια. Αν θέλετε, μπορείτε να έρθετε και εσείς καλά μου παιδιά. Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να πιαστείτε από τα ρούχα μου και θα πετάξουμε μαζί στο βασίλειό μου.» Τα παιδιά ηρέμησαν, χαμογέλασαν και κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά.
Δεν πέταξαν πολλή ώρα, θαρρείς και το βασίλειο ήταν δίπλα στη γειτονιά τους. Όταν έφτασαν, είδαν την πιο όμορφη πόλη που μπορούσαν να φανταστούν. Γύρω της υπήρχε ένα ποτάμι με πολλά γεφύρια στολισμένα με τεράστια αγάλματα. Το πιο μεγάλο γεφύρι οδηγούσε σε ένα θεόρατο κάστρο, με πολεμίστρες και μια βαριά πόρτα που ήταν ανοικτή λες και τους περίμενε. Τι γινόταν όμως, εκεί πέρα; Μια τρομερή αναστάτωση επικρατούσε και όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι φωνάζοντας «Βοήθεια»! «Μα, τι συμβαίνει, έλειψα μόνο λίγη ώρα, γιατί είστε όλοι τόσο Καλές γιορτές φίλες και φίλοι μου! ανήσυχοι;», ρώτησε ο βασιλιάς.
Τότε παρουσιάστηκε μπροστά τους ένας ιππότης. Πόσο ψηλός και εντυπωσιακός ήταν με τη λαμπερή του πανοπλία! Τα παιδιά τον κοιτούσαν με θαυμασμό. Υποκλίθηκε στον βασιλιά και είπε: «Βασιλιά μου, πλησιάζουν καράβια πειρατικά στις ακτές της πόλης μας, με σκοπό να μας επιτεθούν. Εμείς όμως, είμαστε έτοιμοι να την υπερασπιστούμε. Οι ιππότες μας ήδη κατευθύνονται προς την ακτή. Είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε στο καθήκον μας.» Ο Βασιλιάς τον χαιρέτησε συγκινημένος και περήφανος για τους ιππότες του.
Μετά, στράφηκε στα παιδιά. «Αγαπητά μου παιδιά, η βόλτα μας πρέπει να αναβληθεί κι εσείς να επιστρέψετε πίσω, γιατί τα πράγματα εδώ θα γίνουν επικίνδυνα.» Τα παιδιά όμως αρνήθηκαν. «Θέλουμε να μείνουμε και να πολεμήσουμε μαζί σου, βασιλιά. Μπορεί να είμαστε μικροί, όμως δεν μας αρέσει η αδικία. Η πόλη σου ζούσε ειρηνικά και τώρα δέχεται μια άδικη επίθεση από τους πειρατές. Θα σας βοηθήσουμε να τους διώξετε. Έχουμε διαβάσει για τόσες μάχες στα βιβλία και αν μας δώσετε από ένα σπαθί, θα τα καταφέρουμε.»
Ο βασιλιάς, βλέποντας την αποφασιστικότητα των παιδιών, δεν επέμενε άλλο. Τους ζήτησε όμως, να μείνουν κοντά στους στρατιώτες του, γιατί οι αληθινές μάχες δεν είναι όπως στα βιβλία. Είναι επικίνδυνες. Τα παιδιά δεν φοβούνταν καθόλου και ήταν ενθουσιασμένα. Περισσότερο ο Νικόλας, που θα ζούσε, επιτέλους, μια αληθινή περιπέτεια. Πήρε σοβαρό ύφος και είπε στα αδέρφια του: «Εγώ θαύμαζα τους πειρατές για τα μακρινά τους ταξίδια και νόμιζα ότι ήταν καλοί, αλλά φαίνεται ότι δεν είναι όλοι. Θα βοηθήσουμε λοιπόν, τον βασιλιά να τους διώξει.» Τα αδέλφια του συμφώνησαν.
Τα μάτια όλων τώρα ήταν στραμμένα στην ακτή, καθώς πλησίαζαν τα πειρατικά καράβια. Όταν τα καράβια άγγιξαν την άμμο, άντρες με μαντήλια στο κεφάλι ξεχύθηκαν κραδαίνοντας τα σπαθιά τους στον αέρα και φωνάζοντας δυνατά. Η μάχη που ακολούθησε ήταν σκληρή.
Ο αρχηγός ιππότης έδινε παραγγέλματα στους υπόλοιπους, κι εκείνοι με γενναιότητα και θέληση υπερασπίστηκαν την πόλη τους και πέτυχαν τη νίκη πολύ γρήγορα. Οι πειρατές ταπεινωμένοι, σήκωσαν λευκή σημαία και παραδόθηκαν. Όλοι ζητωκραύγαζαν για τη νίκη τους. Ο αρχηγός των πειρατών, γονατιστός, ζήτησε από τον βασιλιά να τους χαρίσει τη ζωή. Του εξήγησε ότι είχαν ανάγκη από τρόφιμα, καθώς δεν είχαν καμιά πατρίδα και αναγκάζονταν να ταξιδεύουν συνεχώς.
Ο βασιλιάς, που κατάλαβε ότι όλα είχαν ξεκινήσει από την πείνα τους, όχι μόνο τους χάρισε τη ζωή, αλλά τους έδωσε και αρκετά τσουβάλια με τρόφιμα και τους είπε να πηγαίνουν σε αυτόν κάθε φορά που θα χρειάζονται προμήθειες. Οι πειρατές τον ευχαρίστησαν και χάρηκαν που δεν θα χρειαζόταν πια να ξαναπολεμήσουν. Δεν τους άρεσε ο πόλεμος. Τα παιδιά ήταν κι αυτά ενθουσιασμένα, μιας και είχαν δει ιππότες, πειρατές, σπαθιά, κάστρα, καράβια και είχαν πολεμήσει σε αληθινή μάχη! Κατόπιν, ο βασιλιάς με τον ίδιο τρόπο που τα είχε φέρει στο βασίλειό του, τα γύρισε πίσω το σπίτι τους.
Το πρωί των Χριστουγέννων, οι γονείς τους είδαν τα τρία αδέλφια να κοιμούνται αγκαλιά κάτω από το δέντρο. Τα δώρα τους ήταν ακόμα κλειστά, εκτός από το βιβλίο του Νικόλα. «Ο Νικόλας δεν άντεξε και άνοιξε το δώρο του», σχολίασε η μητέρα. Μόλις ξύπνησαν, είπαν με μια φωνή ότι πέρασαν την καλύτερη παραμονή Χριστουγέννων της ζωής τους και έφυγαν τρέχοντας να βρουν τους φίλους τους να τους διηγηθούν τα πάντα.