- ThePlus Audio
Γράφει ο Μιχάλης Κατσικαρέλης
Εισαγωγή
Οι ένδοξες σελίδες του Βασιλικού Ναυτικού της Ελλάδας του 1940-41, είναι κυρίως γνωστές μέσα από τα ηρωικά κατορθώματα των γενναίων πληρωμάτων των υποβρυχίων και των αντιτορπιλικών του. Τα τελευταία χρόνια όμως χρόνια, έρχεται στο φως και το αξιέπαινο έργο του προσωπικού της παράκτιας άμυνας το οποίο έδρασε σε αγαστή συνεργασία μαζί με τις ναυτικές μονάδες συντονίζοντάς τες ως συνδετικός κρίκος με τα στρατεύματα ξηράς για την υπεράσπιση των ακτών της χώρας. Σκοπός του παρόντος άρθρου, είναι να αναδείξει την οργάνωση και την πολυεπίπεδη λειτουργία της παράκτιας άμυνας, από τις παραμονές του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου ως και την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς στα τέλη Μαΐου του 1941.
Η Οργάνωση σε Ναυτικές Αμυντικές Περιοχές (Ν.Α.Π.)
Ήδη από το 1926 με κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι ακτές της χώρας είχαν χωρισθεί διοικητικά σε Ναυτικές Αμυντικές Περιοχές (στο εξής Ν.Α.Π.). Σύμφωνα με αυτές το προσωπικό των Ν.Α.Π. κάτω από τις οδηγίες του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (Γ.Ε.Ν.) και σε συνεργασία με τα άλλα Σώματα, προβλέπονταν να εκτελέσει μια πλειάδα καθηκόντων σε περίοδο ειρήνης αλλά κυρίως πολέμου όπως η προάσπιση από θαλάσσιες και εναέριες προσβολές σε παράκτιες περιοχές, η προστασία των φίλιων θαλάσσιων μετακινήσεων αλλά και η οργάνωση της άμυνας κατά των εχθρικών υποβρυχίων.
Αν και για χρόνια υπήρχαν οι εν λόγω ρυθμίσεις, τέθηκαν πλέον για τα καλά σε ισχύ όταν τα σύννεφα πολέμου πύκνωναν το 1936 με πληρέστερη πλέον σπουδή και μέριμνα αλλά και μια σειρά υποστηρικτικών νόμων. Καθώς τα πενιχρά οικονομικά της Ελλάδας δεν επέτρεπαν σημαντική αύξηση των μονάδων του στόλου, το βάρος δόθηκε από πλευράς Βασιλικού Ναυτικού στην εντατική εκπαίδευση προσωπικού και στην οχύρωση των ακτών προκειμένου οι εσωτερικές θαλάσσιες διαδρομές να μείνουν ασφαλείς. Δημιουργήθηκαν έξι Ν.Α.Π. με περιοχές ευθύνης την Δυτική Ελλάδα (Ν.Α.Π.-1), τη Κρήτη (Ν.Α.Π.-2), το Νότιο Αιγαίο (Ν.Α.Π.-3), την Εύβοια (Ν.Α.Π.-4), το Βόρειο Αιγαίο (Ν.Α.Π.-5) και τους Ανατολικούς Νήσους (Ν.Α.Π.-6). Οι νεοσύστατες Ν.Α.Π. υπήχθησαν στην Ανωτέρα Διοίκηση Τοπικής Αμύνης (Α.Δ.Τ.Α.) η οποία μετονομάστηκε το 1937 σε Ανωτέρα Διοίκησης Παρακτίου Αμύνης (Α.Δ.Π.Α.). Κάθε Ν.Α.Π. ήταν χωρισμένη σε Ναυτικές Διοικήσεις οι οποίες είχαν υπ’ ευθύνη τους μικρότερες παράκτιες ή νησιώτικες γεωγραφικές περιοχές. Τα πρώτα οχυρωματικά έργα τα οποία ξεκίνησαν το 1935 κάτω από την επίβλεψη Γερμανών αξιωματικών, αποπερατώθηκαν με ζήλο από Έλληνες αξιωματικούς πλαισιωμένους από απόφοιτους πολιτικούς μηχανικούς του Πολυτεχνείου.
Για τα πυροβόλα της παράκτιας άμυνας αλλά και τον ναυτικών οχυρών των Ν.Α.Π., έγινε χρήση κάθε διαθέσιμου υλικού, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και πυροβόλων παροπλισμένων ελληνικών θωρηκτών όπως το «Λήμνος» ή ακόμα και των λειτουργικών πυροβόλων του οθωμανικού θωρηκτού «Φετχί Μπουλέντ» που είχε βυθιστεί το 1912 στο Θερμαϊκό Κόλπο. Για την έγκαιρη προειδοποίηση και προσβολή της εναέριας αλλά και θαλάσσιας απειλής, ήταν απαραίτητο το χτίσιμο υψηλών σταθμών παρατήρησης ή η επίταξη οικιών μεγάλου ύψους που επέτρεπαν την θέαση σε μεγάλη απόσταση. Τοποθετήθηκαν δε δυνατοί προβολείς, σταθεροί και φορητοί, για επαρκή φωτισμό την νύχτα και σταθμοί ασυρμάτων. Παράλληλα κατασκευάστηκαν υπόγεια καταφύγια και πυριτιδαποθήκες αλλά και αντιαεροπορικά πυροβολεία συνοδευόμενα από ηχητικούς εντοπιστές αεροσκαφών παρά τον περιορισμένο αριθμό αντιαεροπορικών πυροβόλων του Βασιλικού Ναυτικού αφού οι πλειοψηφία τους είχε παραχωρηθεί στον στρατό ξηράς.
Θαλάσσιες νάρκες
Για να συμπληρωθεί η άμυνα στις ακτές χρειαζόταν θαλάσσιες νάρκες που θα προστάτευαν τις λιμενικές εγκαταστάσεις ή τις θαλάσσιες διόδους μεταξύ ξηράς ή νησιών, από ξαφνική προσβολή. Επιτυγχάνονταν με τον τρόπο αυτό, μετά από πόντιση ναρκών από αντιτορπιλικά ή τορπιλοβόλα, ελεγχόμενη πρόσβαση σε θαλάσσιους διαδρόμους και καθαρά πεδία βολής της επάκτιας φίλιας άμυνας. Ήταν χαρακτηριστικές άλλωστε οι απολύτως ελεγχόμενες θαλάσσιες δίοδοι του Βόρειου και Νοτίου Ευβοϊκού Κόλπου αλλά και μεταξύ των νήσων Φλεβών και Αίγινας, από την περιοχή των Μεθάνων μέχρι την Βουλιαγμένη Αττικής.
Για τον έλεγχο της συγκεκριμένης θαλάσσιας περιοχής λόγω εγγύτητας με την πρωτεύουσα και τον Ναύσταθμο Σαλαμίνας και το λιμάνι του Πειραιά, ανεγέρθηκαν 3 θαλάσσια οχυρά: Το Νότιο Οχυρό Αίγινας, το Βόρειο Οχυρό Αίγινας και το Ναυτικό Οχυρό Φλεβών. Η υψηλή επικινδυνότητα των πεδίων ναρκών τόσο για τα εχθρικά όσο και για τα φίλια σκάφη για τα πλοία που εισερχόταν ή έβγαιναν από το λιμάνι, ήταν μεγάλη, για αυτό και ρυθμίστηκε με λεπτομέρειες η θαλάσσια κυκλοφορία με την δημιουργία εσωτερικών και εξωτερικών θαλάσσιων ζωνών. Εξαιτίας αυτού, κατέστη αναγκαία η στάθμευση πλοίων αλίευσης ναρκών, καθώς η εχθρική ενέργεια μπορούσε να αφορά πόντιση μαγνητικών ναρκών αλλά και την παράσυρσή τους.
Τα ανθυποβρυχιακά πλέγματα/φράγματα με δίχτυα που τοποθετήθηκαν, θωράκιζαν ακόμα περισσότερο την άμυνα των ελληνικών λιμανιών, ενώ υπήρχαν επίτακτες ατμοκίνητες άκατοι που άνοιγαν ή τα έκλειναν επιτρέποντας την είσοδο στο λιμάνι. Για να γίνει κατανοητή η μεγάλη σημασία των φραγμάτων, αναφέρεται ότι σε μια από της περιπολίες του στην Αδριατική, το υποβρύχιο Νηρεύς, από έλλειψη φράγματος αλλά και προσανατολισμού βρέθηκε μέσα στο ιταλικό λιμάνι της Αυλώνας!
Οι θαλάσσιες μεταφορές
Οι διάφορες ασφαλείς θαλάσσιες διαδρομές που δημιουργήθηκαν από την «προστασία του βεληνεκούς» των ελληνικών παράκτιων πυροβόλων, αλλά και τα πεδία ναρκών με τα ανθυποβρυχιακά φράγματα, έδωσαν την δυνατότητα στις μονάδες κρούσης του ελληνικού στόλου να φτάνουν στους προορισμούς τους με ασφάλεια κομίζοντας τις πολύτιμες ενισχύσεις προς το Μέτωπο. Αλλά και όταν παρουσιάζονταν μηχανικές βλάβες σε αυτές, μπορούσαν να εισέρχονται σε λιμάνια σχετικώς προστατευμένα, για τροφοδότηση με άνθρακα, πετρέλαιο αλλά και ανταλλακτικά όπως τα ελληνικά υποβρύχια κατά τις περιπολίες στην Αδριατική ή τα ελληνικά αντιτορπιλικά κατά τον πλου για τις επιδρομές τους στον Τάραντα.
Το δίκτυο επιτήρησης θάλασσας αλλά και αέρα, ήταν έτσι αλληλοκαλυπτόμενο, ώστε ακόμα και με τα πενιχρά μέσα της εποχής να ελαχιστοποιείται ο αιφνιδιασμός από εχθρική ενεργεία στην θάλασσα αλλά και στον αέρα. Αξιοποιήθηκαν δε πληροφορίες όπως η θέση των φάρων, η μορφολογία του εδάφους για τις κτηριακές εγκαταστάσεις, το τηλεγραφικό και τηλεφωνικό δίκτυο, αλλά και οι σταθμοί χωροφυλακής που υπήρχαν σε κοντινή απόσταση με τα αρχηγεία των Ν.Α.Π.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το έργο το οποίο προσέφεραν τα πλωτά μέσα τα οποία ανήκαν οργανικά στις Ν.Α.Π. όπως μικρού εκτοπίσματος πολεμικά, βοηθητικά, πλωτά νοσοκομεία αλλά και επιταγμένα φορτηγά ή επιβατηγά για συγκεκριμένα ναυτικά διαστήματα τα οποία εκτελούσαν και μεταφορές εφοδίων και προσωπικού, παράλληλα με τα λοιπά καθήκοντά τους. Οι κατά τόπους Ναυτικές Διοικήσεις ρύθμιζαν εξάλλου και την κίνηση στα λιμάνια αποβίβασης μέσω του Λιμενικού Σώματος. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η Ναυτική Διοίκηση Μεσολογγίου είχε υπό την δικαιοδοσία της τους λιμένες Μεσολογγίου, Ναυπάκτου, Αστακού και την αποβάθρα στο Κρυονέρι στους οποίους η ναυτιλιακή κίνηση μετ΄ εμπορευμάτων συνεχίζονταν για τις ανάγκες του αστικού πληθυσμού. Μάλιστα λόγω των αυξημένων απαιτήσεων στο Μεσολόγγι δημιουργήθηκε και πλωτή αποβάθρα εν καιρώ πολέμου.
Η τύχη των Ν.Α.Π. στην Συνθηκολόγηση
Οι Ν.Α.Π. ακολούθησαν την τύχη του Βασιλικού Ναυτικού κατά την Συνθηκολόγηση στις 23 Απριλίου του 1941. Αρκετές μονάδες κατέστρεψαν με προβλεπόμενο τρόπο το υλικό τους εν όψει της γερμανικής καθόδου υποχωρώντας νοτιότερα με κάθε δυνατό μέσο, ακόμα και καΐκια ή φουσκωτές λέμβους. Τα περισσότερα πλωτά μέσα των Ν.Α.Π. αχρηστεύθηκαν σε τέτοιο βαθμό από τις αεροπορικές επιδρομές, που για τις ανάγκες τους έγινε κανονικότητα η χρήση επίτακτων ιστιοπλοϊκών πλοίων.
Μεγάλο δε μέρος του προσωπικού τους προτίμησε να διαφύγει στην Μέση Ανατολή συνεχίζοντας την αντίσταση στον Άξονα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Πλωτάρχη Ιωάννη Τούμπα ΒΝ, απότακτο του κινήματος 1935, ο οποίος ελάχιστα πριν τον Πόλεμο είχε αναλάβει καθήκοντα Διοικητή του Ναυτικού Οχυρού Μεγάλου Εμβόλου στην Θεσσαλονίκη, ο οποίος στη συνέχεια ανέλαβε καθήκοντα Κυβερνήτη του αντιτορπιλικού «Αετός» κατά την αποδημία του Στόλου στην Αίγυπτο στα τέλη Απριλίου, έχοντας στο πλήρωμα του τουλάχιστον τριάντα υποχωρούντες ναύτες από το Μεγάλο Έμβολο. Αρκετοί αξιωματικοί και υπαξιωματικοί οι οποίοι παρέμειναν στην Ελλάδα, έλαβαν μέρος σε δράσεις αντιστασιακών οργανώσεων κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Όταν όμως οι συνθήκες ήταν πλέον κατάλληλες από το 1942 και μετά, πολλοί διέφυγαν μέσω του οργανωμένου δικτύου διαφυγής, που είχε σχηματιστεί εν τω μεταξύ στην Κατεχόμενη Ελλάδα προς την Μέση Ανατολή για την συνέχιση του Αγώνα.
Τις ήδη υπάρχουσες υποδομές στα ναυτικά οχυρά διατήρησαν ως ένα βαθμό αλλά και επάνδρωσαν οι Γερμανοί αλλά και οι Ιταλοί. Μάλιστα τα οχυρωματικά έργα των οχυρών, φαίνεται να αυξήθηκαν λόγω ηθελημένης συμμαχικής διασποράς της ψευδούς πληροφορίας το 1943, για διαφαινόμενη συμμαχική απόβαση στην Ελλάδα, γεγονός που έλαβε χώρα τελικά στην Νορμανδία τον Ιούνιο του 1944.
Σύνοψη
Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες, η ελληνική παράκτια άμυνα δεν μπορούσε με τα διαθέσιμα να αντιπαρατεθεί σε σοβαρή αεροπορική προσβολή. Μπορούσε όμως να αντισταθεί σε αποβατική ενέργεια για μικρό χρονικό διάστημα μέχρι ο βρετανικός στόλος της Μεσογείου να επέμβει. Αν και οι Ν.Α.Π. λειτούργησαν επαρκώς, δεν έλειψαν και οι παραλήψεις όπως η παραλίγο τορπιλική προσβολή των αντιτορπιλικών «Ψαρά» και «Σπέτσαι» από το υποβρύχιο «Παπανικολής» στις 31 Νοεμβρίου του 1940 έξω από τον Πατραϊκό Κόλπο αφού το ανάλογο σήμα για την ύπαρξη και των τριών μονάδων στην περιοχή, δεν αναμεταδόθηκε από την αρμόδια Ν.Α.Π.-1 στο «Παπανικολής».
Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις, εγκαταστάσεις των Ν.Α.Π βομβαρδίστηκαν ανηλεώς στην Πρέβεζα και την Πάτρα, προειδοποιώντας μολοταύτα κατά το μέτρο του δυνατού, τον τοπικό πληθυσμό ή τα πλοία ευθύνης τους για ενέργειες διασποράς τους. Αναμφισβήτητα, προειδοποιώντας για επικείμενες εχθρικές προσβολές αλλά και την πιθανή κατεύθυνση των εχθρικών αεροπλάνων, προσέφεραν και μια αίσθηση ασφάλειας και σιγουριάς για τους πληθυσμούς οι οποίοι εργάζονταν στα μετόπισθεν.
Με την αέναη λειτουργία των Ν.Α.Π. η αναίμακτη σχεδόν διεξαγωγή των μετακινήσεων μέσω νηοπομπών που οργάνωσε το Βασιλικό Ναυτικό σε λιμάνια δικαιοδοσίας τους, στέφθηκε με επιτυχία συμβάλλοντας στην επικράτηση επί των Ιταλών. Ας σημειωθεί ότι μόνο μέχρι την 16η Νοεμβρίου, είχαν προωθηθεί με πλοία του Βασιλικού Ναυτικού και επίτακτα, 41.578 άνδρες και 18.057 κτήνη προς το Αλβανικό Μέτωπο. Τούτων λεχθέντων δεν μπορεί κανείς να μην θαυμάσει το δίκτυο αυτό επιτήρησης θαλάσσης και αέρος που ενεργοποιήθηκε ομαλά τέσσερις μήνες πριν ακόμα την ιταλική εισβολή. Τα ελάχιστα μέσα οδήγησαν την ηγεσία των Ν.Α.Π. να αξιοποιήσει στο έπακρο όλα τα υπάρχοντα αποθέματα υλικού χωρίς μεμψιμοιρίες καταφέρνοντας να ανταπεξέλθει ικανοποιητικά έναντι των Ιταλών, κάνοντας το καθήκον της έναντι των Γερμανών.
Βιβλιογραφία
- Γέροντας Παναγιώτης, Μεθ’ΟρμήςΑκαθέκτου, Β’ Έκδοση, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού, Αθήνα 2019.
- Καββαδίας Επαμεινώνδας, Ο Ναυτικός Πόλεμος όπως τον έζησα. Αναμνήσεις 2 Μαρτίου 1935-25 Μαρτίου 1943, Πυρσός, Αθήνα 1950.
- Κυρίμης Κωνσταντίνος, Υπόγειες ναυτικές οχυρώσεις στην Αττική (1936-44), Ελληνικό Ινστιτούτο Ναυτικής Ιστορίας, Πειραιάς 2021.
- Τούμπας Ιωάννης, Εχθρός εν όψει-Αναμνήσεις του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ανατύπωση Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος, Πειραιάς 2016.
- Φωκάς Δημήτριος,(1953), Έκθεσις επί της δράσεως του Ναυτικού κατά τον πόλεμον 1940-1944, τ. Α΄-Β΄, Τυπογραφείο ΠΝ, 1953.