Του Αδάμ Γ. Στεφανάδη.
Κατόπιν του σοβαρού ναυτικού ατυχήματος που υπέστη η ΟΛΓΑ στις 3 Μαΐου 1942 στον Κόλπο των Αράβων, υποβλήθηκε σε μακρά επισκευή, η οποία ολοκληρώθηκε στις 10 Οκτωβρίου στο Σουέζ και, αφού εκτέλεσε επιτυχείς δοκιμές, απέπλευσε από εκεί και κατέπλευσε στο Πορτ Σάιντ στις 12 Οκτωβρίου. Ήδη από τον Αύγουστο είχε τοποθετηθεί κυβερνήτης στο αντιτορπιλικό ο πλωτάρχης Μπλέσσας, ο οποίος επρόκειτο να συνδέσει άρρηκτα το όνομά του με την ένδοξη δράση του πλοίου κατά τους μήνες που επακολούθησαν, καθώς και με το ηρωικό του τέλος τον Σεπτέμβριο του 1943.
Αμέσως μετά την επανενεργοποίησή της, η Β. ΟΛΓΑ ανέλαβε ακατάπαυστη δραστηριότητα. Στις 14, 17, 20 και 22 Οκτωβρίου εκτέλεσε εντατικές ασκήσεις έξω από το Πορτ Σάιντ από κοινού με βρεταννικά πλοία επιφανείας και υποβρύχια1Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας άσκησης στις 22 Οκτωβρίου η ΟΛΓΑ διέτρεξε σοβαρότατο κίνδυνο σύγκρουσης με το βρεταννικό καταδρομικό CLEOPATRA, η οποία αποφεύχθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι και στην σύγχυση που επικρατούσε κατά την εικονική συμπλοκή δύο αντιπαρατιθεμένων μοιρών, εμφανίσθηκε ξαφνικά στη δεξιά παρειά της ΟΛΓΑΣ και με συγκλίνουσα πορεία το CLEOPATRA. Το ελληνικό αντιτορπιλλικό άναψε τα πλοϊκά φώτα και έστρεψε προς αποφυγή, όπως έπραξε στην συνέχεια και το καταδρομικό. Έτσι τα δύο πλοία διήλθαν εγγύς αλλήλων, αντιπλέοντα σε απόσταση που δεν υπερέβαινε τα 5 μέτρα! Τα αποτελέσματα της τυχόν σύγκρουσης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα ήταν τραγικά, δεδομένου ότι η ΟΛΓΑ έπλεε με ταχύτητα 20 κόμβων και το CLEOPATRA με 28 κόμβους (Μεταλληνός Κ, αντιναύαρχος ε.α., Βασίλισσα Όλγα – ένα αντιτορπιλλικό στη δίνη του πολέμου, εκδ. Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος, 1996 ,σ. 211). ενώ στις 2 Νοεμβρίου κατέπλευσε στο Άντεν, στην περιοχή του οποίου διετάχθη να εκτελέσει ανθυποβρυχιακές περιπολίες λόγω της εκεί εμφανίσεως εχθρικών υποβρυχίων. Εκτός από τις ανθυποβρυχιακές περιπολίες, η ΟΛΓΑ συνόδευσε δύο φορές προς το Άντεν αγγλικές νηοπομπές που έρχονταν από την Ινδία και τις οποίες το ελληνικό αντιτορπιλλικό συνάντησε σε προκαθορισμένο στίγμα του Ινδικού Ωκεανού. Στις 24 Νοεμβρίου επανέπλευσε στο Πορτ Σάιντ, απ’ όπου απέπλευσε στις 27 Νοεμβρίου, συμμετέχοντας στην συνοδεία οκτώ αγγλικών ατμοπλοίων προς Αλεξάνδρεια και εν συνεχεία τεσσάρων αγγλικών εμπορικών στη Μάλτα, όπου κατέπλευσε στις 5 Δεκεμβρίου. Δύο ημέρες αργότερα συμμετείχε σε συνοδεία δέκα αγγλικών ατμοπλοίων με κατεύθυνση προς το Πορτ Σάιντ. Η νηοπομπή κατέπλευσε ασφαλής στον προορισμό της στις 11 Δεκεμβρίου, χωρίς να υποστεί απώλειες ή ζημιές από επανειλημμένες επιθέσεις που πραγματοποίησαν εναντίον της εχθρικά τορπιλλοπλάνα και αεροπλάνα2Το απόγευμα της 7ης Δεκεμβρίου, ενώ η νηοπομπή βρισκόταν 70 περίπου μίλια νοτίως της Μάλτας, υπέστη επίθεση από τρία εχθρικά τορπιλλοπλάνα, εκ των οποίων το ένα καταρρίφθηκε από το σφοδρό αντιαεροπορικό πυρ των πλοίων. Εξαιτίας όμως του μικρού ύψους της αντιαεροπορικής βολής, βλήματα από άλλα πλοία έπεσαν στο συνοδό αγγλικό αντιτορπιλλικό EXMOOR και προκάλεσαν τον θάνατο ενός σημαιοφόρου και τον τραυματισμό δύο ναυτών (Φωκάς Δ., αντιναύαρχος, Έκθεσις επί της δράσεως του Β. Ναυτικού κατά τον πόλεμον 1940-1944, εκδ. Ιστορικής Υπηρεσίας Β.Ν., τόμος Β’, Αθήναι 1954, σ. 169, Μεταλληνός, ο.π.,σ. 222). Ο επόμενος πλους επεφύλασσε στην ΟΛΓΑ την πρώτη θριαμβευτική γεύση απτού πολεμικού κατορθώματος.
Μαζί με το βρεταννικό αντιτορπιλλικό PETARD απέπλευσε η ΟΛΓΑ από το Πορτ Σάιντ στις 12 Δεκεμβρίου με προορισμό αρχικά τη Βεγγάζη και στην συνέχεια τη Μάλτα, όπου βρίσκονταν τα καταδρομικά και αντιτορπιλλικά της δύναμης Κ, τα οποία ανέμεναν τα κιβώτια με τα πολύτιμα ανταλλακτικά που είχαν φορτωθεί στα δύο αντιτορπιλλικά. Τα δύο πλοία, αφού συνέδραμαν αποφασιστικά με το αντιαεροπορικό τους πυρ μία μικρή βρεταννική νηοπομπή που κατευθυνόταν προς το Τομπρούκ τη νύχτα της 12ης Δεκεμβρίου και αφού η ΟΛΓΑ παρέμεινε αλώβητη από βομβαρδισμό που υπέστη από εχθρικό αεροσκάφος που ίπτατο σε μεγάλο ύψος το απόγευμα της 13ης Δεκεμβρίου, έπλεαν στις 03.00 της 15ης Δεκεμβρίου (έχοντας προηγουμένως καταπλεύσει και αποπλεύσει χωρίς απρόοπτα από τη Βεγγάζη) με βορειοδυτική κατεύθυνση και ταχύτητα 23 κόμβων, ευρισκόμενα σε σημείο που απείχε 45 μίλια από τη Μάλτα. Ενώ τα δύο αντιτροπιλλικά συνέπλεαν, στις 03.05 το PETARD έστριψε προς τα αριστερά και έβαλε μία βόμβα βυθού. Είχε προηγηθεί οπτική επαφή του αγγλικού αντιτορπιλλικού με άγνωστο σκάφος, σε απόσταση 2.700 περίπου μέτρων από την αριστερή πλευρά του (όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων επρόκειτο για το ιταλικό υποβρύχιο UARSCIEK), το οποίο δεν ανταποκρίθηκε ορθά στο σήμα αναγνωρίσεως που του απηύθυνε το PETARD και κατεδύθη ταχέως εξαπολύοντας συγχρόνως δύο τορπίλλες εναντίον της ΟΛΓΑΣ. Μόνον όταν το PETARD έστριψε προς τα αριστερά και άρχισε τη δίωξη του εχθρικού υποβρυχίου ειδοποίησε σχετικά την ΟΛΓΑ διά σημάτων του προβολέα του και με δύο μακρούς συριγμούς της σειρήνας του3Μεταλληνός, ο.π., σ. 225.
Χάρη στην ενστικτώδη αντίδραση του σημαιοφόρου Δελαγραμμάτικα, που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στη γέφυρα της ΟΛΓΑΣ μαζί με τον υποπλοίαρχο Γρηγορόπουλο και έστριψε το αντιτορπιλλικό 25 μοίρες αριστερά για να ακολουθήσει τις κινήσεις του PETARD, οι ιταλικές τορπίλλες πέρασαν σε μικρή απόσταση από την πλώρη του. Στις 03.09 το PETARD ενημέρωσε την ΟΛΓΑ ότι βρισκόταν πάνω από το εχθρικό υποβρύχιο και συγχρόνως της έδωσε εντολή να αρχίσει κυκλική ανθυποβρυχιακή έρευνα με ακτίνα δύο μιλίων από το σημείο που βρισκόταν το υποβρύχιο. Στις 03.22 το PETARD εκτέλεσε επίθεση με δέκα βόμβες και στις 03.29 η ΟΛΓΑ πέτυχε ηχώ σε απόσταση 900 μέτρων, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει στις 03.34 βολή έξι βομβών από το ελληνικό αντιτορπιλλικό. Ενώ ακόμη η επίθεση της ΟΛΓΑΣ βρισκόταν σε εξέλιξη (αρχική πρόθεσή της ήταν να βάλει σχεδιάγραμμα δέκα βομβών), το PETARD βρέθηκε απρόσμενα στην πορεία της, με αποτέλεσμα να αναγκασθεί να διακόψει αυτή την περαιτέρω βολή των βομβών της, παρότι εξακολουθούσε να έχει υποβρύχια επαφή σε διόπτευση 20 μοιρών και απόσταση 1.300 μέτρων. Όμως οι πρώτες έξι βόμβες βάθους της ΟΛΓΑΣ ήταν αρκετές. Ρυθμισμένες να εκραγούν σε βάθη 150 έως 300 πόδια, συγκλόνισαν το υποβρύχιο που βρέθηκε μέσα στο εκρηκτικό τους πεδίο και υπέστη πολλές βλάβες σε ζωτικά του μηχανήματα και σοβαρές διαρροές στο πρυμναίο τμήμα του. Στις 04.03, αναδύθηκε αιφνιδίως το ιταλικό υποβρύχιο στη διόπτευση ακριβώς της ηχούς της ΟΛΓΑΣ και σε απόσταση 300 περίπου μέτρων από το PETARD, το οποίο άρχισε αμέσως να βάλει εναντίον του, πρώτα με τα πολυβόλα Pom–Pom και Oerlikon και στην συνέχεια και με τα πρωραία πυροβόλα των 102 χιλιοστών. Μετά από δέκα βολές και αφού τουλάχιστον τέσσερα βλήματα των 102 χιλιοστών βρήκαν τον στόχο, το PETARD διέκοψε αναγκαστικά το πυρ καθώς είχε πλέον πλησιάσει πολύ κοντά στο υποβρύχιο. Καμία αντίδραση δεν εκδηλώθηκε από το UARSCIEK, ενώ το πλήρωμά του έσπευδε να το εγκαταλείψει πηδώντας στην θάλασσα4Μεταλληνός, ο.π., σ. 228. Ο Φωκάς, ο.π., σ. 170, αναφέρει ότι το αναδυθέν ιταλικό υποβρύχιο απάντησε στο πυρ που δεχόταν, βάλλοντας επί μερικά δευτερόλεπτα με το πολυβόλο του.
Η ΟΛΓΑ πλησίασε στο σημείο εκείνο, καθαίρεσε τη λέμβο της και περισυνέλεξε 3 αξιωματικούς, 4 υπαξιωματικούς και 21 ναύτες του UARSCIEK. Συγχρόνως το PETARD είχε στείλει άγημα εμβολής, το οποίο συνέλεξε όσα εμπιστευτικά έγγραφα εντόπισε εντός του ιταλικού υποβρυχίου (το πιο σημαντικό από αυτά ήταν ένας χάρτης με τα ιταλικά ναρκοπέδια και τους διαύλους ασφαλείας γύρω από τη Σικελία) και κατέβαλε προσπάθειες, προκειμένου να κρατηθεί στην επιφάνεια το UARSCIEK, ώστε να ρυμουλκηθεί στη Μάλτα. Οι προσπάθειες ρυμούλκησης διήρκεσαν αρκετές ώρες, όμως τελικά στις 11.34 το ιταλικό υποβρύχιο βυθίσθηκε5Πιθανολογείται ότι στη βύθιση του ρυμουλκούμενου ιταλικού υποβρυχίου συνέβαλε ιδιαίτερα η ακόλουθη εσφαλμένη επιλογή του κυβερνήτη του PETARD. Επιθυμώντας αυτός να αυξήσει την ταχύτητα προσχώρησης των πλοίων (η οποία αρχικά ήταν μόλις 4 κόμβοι), αποφάσισε, παρά την αντίθετη συμβουλή του αιχμαλωτισθέντος πρώτου μηχανικού του ιταλικού υποβρυχίου, να ανοιχθεί το ερμητικά κλεισμένο πρυμναίο διαμέρισμα του ρυμουλκούμενου υποβρυχίου, προκειμένου να ευθυγραμμισθεί χειροκινήτως το πηδάλιο. Μετά την ευθυγράμμιση του πηδαλίου το PETARD κατόρθωσε να αυξήσει την ταχύτητα σχεδόν μέχρι 7 κόμβους, όμως, εξαιτίας του ότι όταν άνοιξε η στεγανή πόρτα του πρυμναίου διαμερίσματος του UARSCIEK ο εγκλωβισμένος αέρας διέφυγε και άρχισε γρήγορα να αντικαθίσταται με θαλασσινό νερό, σε λίγη ώρα ολόκληρο το πρυμναίο διαμέρισμα γέμισε με νερό, το υποβρύχιο βάρυνε υπερβολικά και αναγκαστικά εγκαταλείφθηκε από το PETARD (Μεταλληνός, ο.π., σ. 230–231).
Από τις ανακρίσεις των διασωθέντων ναυαγών του UARSCIEK, που πραγματοποιήθηκαν επί της ΟΛΓΑΣ, εξακριβώθηκε ότι το ιταλικό υποβρύχιο έβαλε στην αρχή δύο τορπίλλες εναντίον του δευτέρου πλοίου (δηλαδή της ΟΛΓΑΣ), ότι η πρώτη ομάδα βομβών, την οποία έβαλε το PETARD, έπεσε σε ικανή απόσταση από το υποβρύχιο και ότι οι ζημιές του υποβρυχίου προκλήθηκαν από την δεύτερη σειρά βομβών, την οποία έβαλε η ΟΛΓΑ και η οποία επέφερε τη μεγάλη διαρροή στο πρυμναίο διαμέρισμα που δεν κατορθώθηκε να αντιμετωπισθεί, με συνέπεια να αναδυθεί το υποβρύχιο. Την παραπάνω εξέλιξη των γεγονότων παραδέχθηκε μετά τον κατάπλου στη Μάλτα και ο κυβερνήτης του PETARD, αντιπλοίαρχος Thornton, αναγνωρίζοντας με αξιέπαινη ειλικρίνεια ότι οι βλάβες και η ανάδυση του υποβρυχίου οφείλονταν στις βόμβες της ΟΛΓΑΣ. Την σημαίνουσα συμμετοχή της ΟΛΓΑΣ στην καταστροφή του εχθρικού υποβρυχίου αναγνώρισε και το Βρεταννικό Ναυαρχείο, στον σχετικό πίνακα απωλειών του οποίου καταλογίσθηκε ½ μονάδα επιτυχίας στην ΟΛΓΑ και ½ μονάδα στο PETARD για την καταβύθιση του υποβρυχίου UARSCIEK6Με βάση τον καθοριστικό, όπως αποδείχτηκε, ρόλο της ΟΛΓΑΣ στην καταστροφή του UARSCIEK, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η μισή μονάδα επιτυχίας αδικεί το ελληνικό αντιτορπιλλικό.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1942 ο C–in–C Med, ναύαρχος Harwood, επέβη στην ΟΛΓΑ και συνεχάρη προσωπικώς τον κυβερνήτη και το πλήρωμα του ελληνικού αντιτορπιλλικού, ενώ, ως επιστέγασμα των τιμητικών διακρίσεων, έπειτα από ένα μήνα ο Βασιλεύς της Αγγλίας απένειμε στον πλωτάρχη Μπλέσσα το παράσημο των διακεκριμένων υπηρεσιών (D.S.O.) για την λαμπρή του επιτυχία, παράσημο που απενέμετο για πρώτη φορά σε Έλληνα αξιωματικό7Τούμπας Ι., αντιναύαρχος ε.α., Εχθρός εν όψει 1940-1945, Αθήναι 1954, σ. 285. Καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, το D.S.O. απονεμήθηκε σε τρεις μόνο αξιωματικούς του Ελληνικού Ναυτικού: στον πλωτάρχη Μπλέσσα, στον αντιπλοίαρχο Λάσκο και στον αντιπλοίαρχο Τούμπα. Ο πρώτος ήταν ο μόνος που, όπως θα εκτεθεί στην συνέχεια, παρασημοφορήθηκε ακολούθως και με το D.S.C. Αξίζει να σημειωθεί, ότι εκτός των παραπάνω τριών αξιωματικών, το D.S.O. απενεμήθη και στον Μιλτιάδη Χούμα, πλοίαρχο του πετρελαιοκίνητου ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ, που διακρίθηκε για τις εξαιρετικές και ηρωικές υπηρεσίες του εναντίον του εχθρού και ανέλαβε πολλά επικίνδυνα ταξίδια στη Μεσόγειο, το Αιγαίο και το Ιόνιο και επέδειξε ναυτική ικανότητα, θάρρος και αυτοθυσία. Αναφέρεται ότι από τον Ιανουάριο 1943 μέχρι τον Σεπτέμβριο 1944 εξετέλεσε περισσότερα από 40 ταξίδια στα κατεχόμενα νησιά και την ηπειρωτική Ελλάδα και συνετέλεσε στη διάσωση 48 ανδρών των βρεταννικών ενόπλων δυνάμεων, 100 Ιταλών στρατιωτών μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας και μεγάλου αριθμού Ελλήνων στρατιωτικών και πολιτών. Μεταξύ των άλλων ανέλαβε και εκτέλεσε με επιτυχία και το επικίνδυνο εγχείρημα της μεταφοράς του Βρεταννού ναύτη John Capes, μοναδικού διασωθέντος από το ναυάγιο του υποβρυχίου PERSEUS, που παρέμεινε κρυπτόμενος επί πολλούς μήνες στην Κεφαλλονιά μετά την απώλεια του υποβρυχίου του (Ν. Λάχανος, αρχιπλοίαρχος ε.α., Δόξα και Δάφνες – Τιμητικές διακρίσεις που απενεμήθησαν εις το προσωπικό του Πολεμικού Ναυτικού κατά τον πόλεμο 1940-1945, εκδ. Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος, Αθήνα 1991, σ. 221 και Κ. Αράπης, πλοίαρχος ε.α., Η βύθισις του αγγλικού Υ/Β PERSEUS και η απώλεια του υποπλοιάρχου Νίκη Μέρλιν ΠΝ, περιοδικό Ναυτική Επιθεώρηση, τόμος 140, τεύχος 489, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1994, σ. 224).. Κατά μία περίεργη συγκυρία της τύχης, τόσο η ΟΛΓΑ όσο και τα άλλα δύο πλοία (ΑΔΡΙΑΣ και ΚΑΤΣΩΝΗΣ) που κυβερνούσαν οι τρεις συνολικά Έλληνες αξιωματικοί που τιμήθηκαν με το παραπάνω παράσημο και τα οποία θεωρούνται από πολλούς, μάλλον δικαιολογημένα, ως τα πλέον ένδοξα πλοία του Ελληνικού Ναυτικού, τουλάχιστον κατά την περίοδο της αποδημίας του, είχαν προηγουμένως υποστεί πολύ σοβαρά ναυτικά ατυχήματα. Η μοίρα θέλησε τα ατυχήματα αυτά να μην σταθούν αιτίες ολικής αχρήστευσής τους, αλλά άτυπες προγραφές για την έναρξη της πλούσιας πολεμικής δράσης τους λίγους μήνες αργότερα.
Η ΟΛΓΑ απέπλευσε από τη Μάλτα στις 17 Δεκεμβρίου, συνοδεύοντας νηοπομπή πέντε αγγλικών πλοίων προς την Αλεξάνδρεια. Τις μεσημβρινές ώρες της 18ης Δεκεμβρίου γερμανικά αεροσκάφη επιχείρησαν ανεπιτυχώς να προσβάλουν τη νηοπομπή και ένα Ju–88, που επέλεξε σαν στόχο του την ΟΛΓΑ, έριξε εναντίον της τέσσερις βόμβες, οι οποίες όμως έπεσαν σε απόσταση περίπου 100 μέτρων χωρίς να προκαλέσουν ιδιαίτερη ανησυχία στον αντιτορπιλλικό. Κατόπιν ολιγοήμερης μετάβασης στο Πορτ Σάιντ προς καθαρισμό των λεβήτων της και τοποθέτηση δύο ακόμη ταχυβόλων Oerlikon, η ΟΛΓΑ απέπλευσε στις 7 Ιανουαρίου 1943 από την Αλεξάνδρεια, μετέχοντας και πάλι στην συνοδεία νηοπομπής πέντε αγγλικών πλοίων προς τη Μάλτα, όπου κατέπλευσε χωρίς απρόοπτα, πέραν μίας ανεπιτυχούς επίθεσης τορπιλλοπλάνων που υπέστη η νηοπομπή και η οποία αποκρούστηκε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση τεσσάρων βρεταννικών καταδιωκτικών.
Το απόγευμα της 18ης Ιανουαρίου η ΟΛΓΑ απέπλευσε μαζί με τα βρεταννικά αντιτορπιλλικά NUBIAN και PAKENHAM από τη Μάλτα προς εκτέλεση επιθετικής περιπολίας στις ανατολικές ακτές της Τύνιδας, η οποία πράγματι απέβη ιδιαίτερα καρποφόρος. Στις 02:30 της 19ης Ιανουαρίου το PAKENHAM εντόπισε με το ραντάρ του στόχο σε απόσταση τριών μιλίων και αμέσως ο Άγγλος διοικητής της μοίρας, πλοίαρχος Stevens, διέταξε τα αντιτορπιλλικά να αναπτύξουν ταχύτητα 30 μιλίων και να προσπελάσουν προς τον εχθρό. Επρόκειτο για το ιταλικό βοηθητικό STROMBOLI, εκτοπίσματος 500 τόνων και εξοπλισμένο με ένα πυροβόλο των 76 χιλιοστών και δύο ταχυβόλα, το οποίο εκτελούσε τακτικά δρομολόγια από την Σικελία προς την Λαμπεντούσα, προκειμένου να ανεφοδιάζει τον πληθυσμό της και την πολυάριθμη φρουρά της. Σε απόσταση 3.000 μέτρων από τον στόχο, υπό το φως των προβολέων, άρχισε πρώτο το πυρ το NUBIAN και ακολούθησε αμέσως η ΟΛΓΑ. Δύο απανωτές ομοβροντίες από το ελληνικό αντιτορπιλλικό έστειλαν 6 βλήματα των 127 χιλιοστών στον στόχο, ο οποίος ήταν έμφορτος με πετρέλαιο. Οι ομοβροντίες αυτές της ΟΛΓΑΣ είχαν τεράστια συμβολική σημασία, καθώς ήταν τα πρώτα βλήματα ελληνικού πολεμικού πλοίου εναντίον ιταλικού από την έναρξη του πολέμου. Τα βλήματα της ΟΛΓΑΣ βρήκαν στην πρύμνη το STROMBOLI, που ακινητοποιήθηκε και άρχισε να φλέγεται. Στην συνέχεια το ιταλικό πλοίο δέχθηκε κι άλλα πλήγματα από τα συγκεντρωτικά πυρά των τριών αντιτορπιλλικών που συνέχισαν να το σφυροκοπούν από απόσταση 800 – 1000 μέτρων. Μέσα σε λίγα λεπτά το STROMBOLI, που δεν προέβαλε καμία αντίδραση, μετετράπη σε παρανάλωμα πυρός και στις 03.10 εξαφανίσθηκε από την επιφάνεια της θάλασσας μέσα στις φλόγες και τους καπνούς του καιγόμενου πετρελαίου. Προηγουμένως το PAKENHAM είχε πλησιάσει το ιταλικό πλοίο και κατόρθωσε να διασώσει 20 από τους άνδρες του πληρώματός του. Η συμβολή της ΟΛΓΑΣ στην καταβύθιση του ιταλικού πλοίου υπήρξε αναμφίβολα καθοριστική, αφού το καίριο πλήγμα εναντίον του επήλθε από την πρώτη ελληνική ομοβροντία. Το γεγονός άλλωστε επιβεβαιώθηκε λίγες ώρες αργότερα και με την αναφορά του πλοιάρχου Stevens προς τον V.A.M. (Vice Admiral Malta), αντιναύαρχο Leathan: «…η Β. ΟΛΓΑ άνοιξε πυρ μετά το NUBIAN και πέτυχε τον στόχο με την πρώτη ομοβροντία»8Φωκάς, ο.π., σ. 201, Μεταλληνός, ο.π., σ. 238.
Μέχρι τα τέλη του Μαΐου 1943, η ΟΛΓΑ βρισκόταν σχεδόν συνεχώς σε κίνηση. Στις 21 Ιανουαρίου απέπλευσε μαζί με το PAKENHAM από τη Μάλτα και, μέσω Τομπρούκ και Βεγγάζης, κατέπλευσαν στην Αλεξάνδρεια στις 26 Ιανουαρίου συνοδεύοντας το βρεταννικό οπλιταγωγό PRINCESS KATHERINE. Ακολούθως, στις 29 Ιανουαρίου, απέπλευσαν μαζί και με το αντιτορπιλλικό PETARD και, αφού πρώτα συνόδευσαν ένα φορτηγό στο Πορτ Σάιντ, διέπλευσαν την Ερυθρά Θάλασσα και κατέπλευσαν στο Άντεν στις 3 Φεβρουαρίου, όπου είχαν ως αποστολή να συνοδεύσουν μια σημαντική νηοπομπή που θα εκινείτο στον Ινδικό Ωκεανό. Η συνοδεία πραγματοποιήθηκε με επιτυχία (επρόκειτο για τα τρία υπερωκεάνια QUEEN MARY, ILE DE FRANCE και AQUITANIA που μετέφεραν την 9η αυστραλιανή μεραρχία στο μέτωπο της Ν. Γουινέας και συνοδεύτηκαν, μεταξύ των άλλων, και από τρία αντιτορπιλλικά μέχρι σημείου απέχοντος 180 μίλια νότια της νήσου Σοκότρα) και έτσι η ΟΛΓΑ μαζί με τα δύο βρεταννικά αντιτορπιλλικά διατάχθηκε να επαναπλεύσει στα γνώριμα νερά της Μεσογείου. Τα τρία πλοία κατέπλευσαν στην Αλεξάνδρεια στις 14 Φεβρουαρίου, μαζί με σημαντική νηοπομπή επτά εμπορικών πλοίων που συνόδευσαν από το Πορτ Σάιντ. Στις 25 Φεβρουαρίου η ΟΛΓΑ μαζί με το βρεταννικό αντιτορπιλλικό KELVIN συνόδευσε τέσσερα εμπορικά προς το Πορτ Σάιντ και μετά τον επανάπλου της στην Αλεξάνδρεια απέπλευσε εκ νέου την 1η Μαρτίου, μετέχοντας στην συνοδεία μεγάλης νηοπομπής 15 πλοίων με προορισμό την Τρίπολη και τη Μάλτα. Το απόγευμα της 5ης Μαρτίου, ενώ η νηοπομπή βρισκόταν περίπου 120 μίλια νοτίως της Μάλτας, υπέστη ανεπιτυχή επίθεση από 12 γερμανικά αεροσκάφη, εκ των οποίων μάλιστα το ένα καταρρίφθηκε και έπεσε φλεγόμενο ανάμεσα στα πλοία της νηοπομπής9Φωκάς, ο.π., σ. 202. Κατά τον Μεταλληνό, ο.π., σ. 244, το αντιαεροπορικό πυρ των πλοίων είχε ως αποτέλεσμα να κτυπηθεί και δεύτερο αεροσκάφος.
Στις 12 Μαρτίου η ΟΛΓΑ μαζί με το PETARD συνόδευσε ένα πετρελαιοφόρο από τη Μάλτα ως την Τρίπολη. Ακολούθως, στις 15, 19, 22, 25 και 27 Μαρτίου συμμετείχε σε παρόμοιες συνοδείες από και προς τις βορειοαφρικανικές ακτές και σε επιθετικές περιπολίες που εκτελέσθηκαν στις γύρω ναυτικές περιοχές, ενώ σχεδόν συνεχείς ήταν και οι ασκήσεις στις οποίες υποβαλόταν η ΟΛΓΑ κατά το διάστημα αυτό μαζί με τις υπόλοιπες ναυτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στη Μάλτα.
Στις 30 Μαρτίου η ΟΛΓΑ και το βρεταννικό αντιτορπιλλικό PALADIN απέπλευσαν από τη Μάλτα, προκειμένου να μεταβούν στη Βεγγάζη και να μεταφέρουν επειγόντως από εκεί στην Τρίπολη δύο βρεταννικά αποικιακά τάγματα. Κατόπιν της επιβίβασης 365 ανδρών στην ΟΛΓΑ και κατά την έξοδό της από τον όρμο της Βεγγάζης, η οποία πραγματοποιείτο σύμφωνα με τις υποδείξεις πλοηγού που είχε επιβεί στο πλοίο σύμφωνα με σχετική διαταγή του V.A.M., το ελληνικό αντιτορπιλλικό προσέκρουσε με δύναμη σε ναυάγιο, το οποίο δεν είχε υπόψιν του ο πλοηγός. Η βλάβη της ΟΛΓΑΣ, για την οποία καμία ευθύνη δεν καταλογίσθηκε στον κυβερνήτη της, εντοπίσθηκε στη δεξιά έλικα και στον άξονα της και γι’ αυτό ο πλους της μέχρι την Τρίπολη εκτελέστηκε με περιορισμένες στροφές της δεξιάς μηχανής. Η επισκευή του αντιτορπιλλικού πραγματοποιήθηκε από τις 26 έως 29 Απριλίου, με δεξαμενισμό και πλήρη αντικατάσταση του δεξιού ελικοφόρου άξονα και της προπέλας. Στο μεσοδιάστημα η ΟΛΓΑ, αν και λαβωμένη, συνέχισε τις αποστολές της, συμμετέχοντας σε συνοδεία νηοπομπής από την Τρίπολη προς την Αλεξάνδρεια στις 2 Απριλίου και σε άλλες τέσσερις συνοδείες από την Αλεξάνδρεια προς το Πορτ Σάιντ και αντιστρόφως στις 9, 14, 16 και 20 Απριλίου.
Στις 29 Απριλίου απέπλευσε η ΟΛΓΑ από την Αλεξάνδρεια, συμμετέχοντας στην συνοδεία μεγάλης νηοπομπής, από τα πλοία της οποίας 14 είχαν ως προορισμό την Τρίπολη και 7 την Μάλτα. Το βράδυ της 1ης Μαΐου και ενώ η νηοπομπή είχε φτάσει περίπου 40 μίλια βορειοδυτικά της Βεγγάζης, υπέστη σφοδρή αεροπορική επίθεση από 12 γερμανικά αεροσκάφη He–III και Ju–88. Παρά το συνεχές αντιαεροπορικό πυρ εναντίον τους (στο οποίο συμμετείχε βεβαίως και η ΟΛΓΑ), τα γερμανικά αεροσκάφη κατόρθωσαν με παράτολμες βυθίσεις που έφταναν σε ύψος μόλις 80 – 100 μέτρων από την θάλασσα να πλήξουν καίρια αρχικά το επιβατηγό ERINPURA και στην συνέχεια το πετρελαιοφόρο BRITISH TRUST. Τα δύο πλοία βυθίστηκαν μέσα σε λίγα λεπτά, με αποτέλεσμα να απωλεσθούν και 300 περίπου άνδρες από τους 700 που μετέφερε το πρώτο. Κατά την υπόλοιπη διάρκεια του Μαΐου η ΟΛΓΑ έλαβε μέρος, χωρίς να συμβεί κάποιο έκτακτο γεγονός, σε τέσσερις επιθετικές περιπολίες στις ναυτικές περιοχές γύρω από τις Ιταλικές νήσους Λαμπεντούσα και Παντελερία, καθώς και στις προσβάσεις των τυνησιακών ακτών, εκτέλεσε μία ανθυποβρυχιακή έρευνα και συνόδευσε το κτυπημένο αγγλικό αντιτορπιλλικό BICESTER προς τη Μάλτα, ενώ το τελευταίο δεκαήμερο του μήνα συμμετείχε στην συνοδεία δύο μεγάλων νηοπομπών από τη Μάλτα προς την Αλεξάνδρεια μέσω Τριπόλεως και αντιστρόφως. Τέλος, μεταξύ 30 και 31 Μαΐου η ΟΛΓΑ μαζί με το αγγλικό αντιτορπιλλικό JERVIS πραγματοποίησαν την πρώτη τους επιθετική περιπολία στις ανατολικές ακτές της Σικελίας, διαδρομώντας όλες τις νυχτερινές ώρες από τις Συρακούσες μέχρι την Κατάνη σε απόσταση μόλις 6–8 μίλια από τις ακτές, πλην όμως η περιοχή αποδείχθηκε έρημη από εχθρικά πλοία.
Το βράδυ της 1ης Ιουνίου η ΟΛΓΑ με το JERVIS απέπλευσαν εκ νέου προς εκτέλεση επιθετικής περιπολίας στις ανατολικές σικελικές ακτές, όπου σύμφωνα με αναγνώριση που είχε πραγματοποιήσει αγγλικό αεροσκάφος, κατευθυνόταν εχθρική νηοπομπή. Η αποστολή αυτή επεφύλασσε σημαντικές επιτυχίες για τα δύο πλοία. Στις 01.30 της 2ας Ιουνίου και ενώ τα δύο αντιτορπιλλικά είχαν φθάσει σε απόσταση περίπου 3.000 μέτρων από το ακρωτήριο Σπαρτιβέντο (της νοτιότερης προεξοχής της ιταλικής χερσονήσου), απέκτησαν ταυτόχρονα επαφή με τα ραντάρ τους με τρεις στόχους που βρίσκονταν σε απόσταση τεσσάρων μιλίων προς βορράν.
Αμέσως η ΟΛΓΑ και το JERVIS έλαβαν πορεία προς τα εχθρικά πλοία. Επρόκειτο για τα φορτηγά VRAINIZZA (εκτοπίσματος 1.541 τόνων) και POSTUMIA (εκτοπίσματος 595 τόνων), που συνοδεύονταν από το αντιτορπιλλικό συνοδείας (ή τορπιλλοβόλο, κατ’ άλλον χαρακτηρισμό) CASTORE (εκτοπίσματος 650 τόνων, μέγιστης ταχύτητας 34 κόμβων και εξοπλισμένο με 3 πυροβόλα των 100 χιλιοστών, 6 αντιαεροπορικά ταχυβόλα και 4 τορπιλοσωλήνες). Στις 01.40 το JERVIS από απόσταση 2.700 μέτρων άρχισε δραστικό πυρ εναντίον του VRAINIZZA και σε ένα λεπτό ακολούθησαν τα πυροβόλα της ΟΛΓΑΣ. Καθώς η απόσταση από το ιταλικό φορτηγό μειώθηκε γρήγορα στα 900 μέτρα, τα δύο αντιτορπιλικά σημείωσαν τουλάχιστον 10 βολές επί του στόχου. Μόλις τα δύο αντιτορπιλλικά προσπέρασαν το φλεγόμενο VRAINIZZA, το JERVIS έστρεψε τον προβολέα του στο POSTUMIA και συγκέντρωσε τα πυρά επάνω του. Το CASTORE, που προσπαθούσε αρχικά να αντιληφθεί από πού προέρχονται τα πυρά, έστριψε στην συνέχεια προς τα αριστερά και με ταχύτητα 30 κόμβων έσπευσε να υπερασπιστεί τα δύο φορτηγά. Το JERVIS όμως αντελήφθη την κίνησή του και έστρεψε τα πυροβόλα εναντίον του, ενώ η ΟΛΓΑ συνέχιζε ακόμη να βάλλει εναντίον του POSTUMIA. Τα βλήματα της πρώτης ομοβροντίας του αγγλικού αντιτορπιλλικού έπεσαν περίπου 200 μέτρα μακρύτερα από το CASTORE, η δεύτερη όμως ομοβροντία ήταν επιτυχής και προξένησε στο ιταλικό πλοίο σοβαρές ζημιές, αφού επλήγη το μηχανοστάσιο, το λεβητοστάσιο και το πηδάλιό του. Στις 01.45 η ΟΛΓΑ αντελήφθη από αριστερά της το CASTORE, να πλέει ολοταχώς με πορεία που διασταύρωνε την πορεία της και να βάλλει σποραδικά και άστοχα με ένα ή δύο πυροβόλα των 100 χιλιοστών και μερικά ταχυβόλα των 37 χιλιοστών. Ο πλωτάρχης Μπλέσσας, με άμεση και αστραπιαία αντίδραση, έστριψε αριστερά και με ιδιαίτερα επιδέξιους χειρισμούς απέφυγε την εμβολή και την σύγκρουση. Διήλθε έτσι η ΟΛΓΑ αντιπλέουσα και σε απόσταση 200 μέτρων από το ιταλικό αντιτορπιλλικό και σάρωσε κυριολεκτικά το κατάστρωμά του με τα πολυβόλα της. Βολή με τα μεγάλα πυροβόλα δεν κατέστη δυνατή την στιγμή εκείνη λόγω της μεγάλης κλίσης που έλαβε η ΟΛΓΑ κατά την απότομη στροφή. Όταν όμως η πρύμνη της βρέθηκε πολύ κοντά στο εχθρικό πλοίο και ο κατευθυντήρας βολής εστερείτο τομέως, το υπ’ αριθμ. 3 πυροβόλο της (των 127 χιλιοστών), με πρωτοβουλία του αρχηγού της ομοχειρίας, διόπου Λιάσκου, κατόρθωσε να βάλει ανεξαρτήτως μερικές επιτυχείς βολές, οι οποίες κατακερμάτισαν τη γέφυρα του ιταλικού αντιτορπιλλικού. Στην συνέχεια η ΟΛΓΑ αύξησε ταχύτητα, συνενώθηκε με το JERVIS και αφού τα δύο αντιτορπιλλικά έβαλαν μερικές ακόμη ομοβροντίες εναντίον του ήδη καταδικασμένου, ακινητοποιημένου και φλεγόμενου CASTORE, αποχώρησαν στις 02.20 από το σημείο της αιφνιδιαστικής επιδρομής τους. Χάρη στην επιτυχή δράση των δύο αντιτορπιλλικών, βυθίστηκαν τα CASTORE και VRAINIZZA, ενώ το POSTUMIA φαίνεται ότι τελικά κατόρθωσε να διαφύγει10Έτσι ο Μεταλληνός, ο.π., σ. 272, με επίκληση των ιταλικών αρχείων. Ο Φωκάς, ο.π., σ. 238, αναφέρει αντιθέτως, ότι από τη δράση των δύο αντιτορπιλλικών βυθίστηκαν δύο εμπορικά πλοία του εχθρού (δηλαδή εκτός από το VRAINIZZA, συνυπολογίζει και το POSTUMIA ως βυθισθέν) και δύο συνοδά: το αντιτορπιλλικό CASTORE και ένα τορπιλλοβόλο. Ως προς τη δεύτερη αυτή αντίθεση μεταξύ των δύο πηγών (δηλαδή αναφορικά με τη βύθιση του τορπιλλοβόλου που φέρεται ότι συνόδευε μαζί με το CASTORE τα εμπορικά), πρέπει να σημειωθεί ότι στα ιταλικά αρχεία δεν αναφέρεται η παρουσία άλλου συνοδού εκτός από το CASTORE, ωστόσο τόσο ο κυβερνήτης του JERVIS στην έκθεσή του, όσο και οι άνδρες της ΟΛΓΑΣ (οι οποίοι εξιστόρησαν τη ναυμαχία στον Α. Κύρου, Βασίλισσα Όλγα – Ιστορία ενός αντιτορπιλλικού, εκδ. Αετός Α.Ε., Αθήναι 1946, σ. 127, στην οποία περιγράφεται ρητώς η συμμετοχή του ιταλικού τορπιλλοβόλου στη συμπλοκή) αναφέρουν την παρουσία του τορπιλλοβόλου (μάλιστα ο Άγγλος κυβερνήτης προσδιορίζει και τα διακριτικά του τορπιλλοβόλου: Χ137). Πάντως ο πλωτάρχης Μπλέσσας στην έκθεσή του αναφέρει ότι στις 00.33 είχε επαφή με το ραντάρ και αναφορά περί ενδείξεως τριών (και όχι τεσσάρων) πλοίων. Ο Μεταλληνός, ο.π., σ. 272, θεωρεί ότι, αν δεν υπάρχει κάποια σοβαρή παράλειψη στα ιταλικά αρχεία, το πιο πιθανό είναι ότι στην έξαψη και σύγχυση της νυχτερινής συμπλοκής, οι ξέφρενες κινήσεις του CASTORE δημιούργησαν την εντύπωση ότι υπήρχε και δεύτερο συνοδό.
Η ΟΛΓΑ απέσπασε πολλά και θερμά συγχαρητήρια για την συμμετοχή της στο παραπάνω λαμπρό εγχείρημα, ενώ ο αρχηγός του αγγλικού στόλου της Μεσογείου, ναύαρχος Cunningham, επισήμανε στην έκθεσή του ότι επρόκειτο για «εμπνευσμένη και καλώς εκτελεσμένη δράση, προς μεγάλη τιμή του πλωτάρχη Μπλέσσα και του πληρώματος του πλοίου του». Λίγο αργότερα ο Άγγλος Βασιλεύς απένειμε τον Σταυρό Διακεκριμένων Υπηρεσιών (D.S.C.) στον Έλληνα κυβερνήτη, καθώς και στον πλοίαρχο Pugsley, κυβερνήτη του JERVIS, ενώ πολλές ήταν και οι ηθικές αμοιβές από την πλευρά του Ελληνικού Ναυτικού.
Λίγες μόνο ημέρες αργότερα, στις 7 Ιουνίου, απέπλευσε η ΟΛΓΑ από τη Μάλτα προκειμένου να εκτελέσει περιπολία έξω από την Παντελερία μαζί με το αντιτορπιλλικό PETARD. Κατά τις εβδομάδες που επρόκειτο να ακολουθήσουν, η ΟΛΓΑ συμμετείχε ενεργητικότατα στη γιγαντιαία συμμαχική αποβατική επιχείρηση στην Σικελία και ιδιαίτερα στις προπαρασκευαστικές αυτής επιχειρήσεις, που αφορούσαν στην κατάληψη των νήσων Παντελερία και Λαμπεντούσα. Περίπου στις 04.00 της 8ης Ιουνίου και ενώ η ΟΛΓΑ με το PETARD ερευνούσαν τις ανατολικές ακτές της Παντελερίας, τα μεγάλα επάκτια πυροβόλα άρχισαν να βάλλουν εναντίον τους. Τα βλήματα από αρκετές ομοβροντίες περιέβαλαν την ΟΛΓΑ, ενώ οι πίδακες από μερικές εκρήξεις την πλησίασαν έως 30 – 40 μέτρα, μέχρις ότου βγει αλώβητη από το βεληνεκές των πυροβόλων. Το πρωί της 10ης Ιουνίου και ενώ η επιχείρηση κατάληψης της Παντελερίας είχε μόλις αρχίσει, η ΟΛΓΑ, που βρισκόταν μαζί με άλλα βρεταννικά πολεμικά κοντά στη βορειοανατολική πλευρά της νήσου, συγκέντρωσε πάνω της το μένος αεροπορικής επίθεσης που εκδηλώθηκε ξαφνικά από 24 Me–110. Περίπου ισάριθμες εχθρικές βόμβες έπεσαν σε αποστάσεις 50 – 300 μέτρων από το ελληνικό αντιτορπιλλικό, με αποτέλεσμα να περιβληθεί αυτό επί μερικά δευτερόλεπτα από στήλες ύδατος και να νομισθεί από τα πλησιέστερα πλοία ότι είχε βληθεί καίρια, ενώ στην πραγματικότητα είχε διαφύγει αλώβητο και από αυτήν την επίθεση. Έπειτα από μία ώρα περίπου, στις 11.40, η ΟΛΓΑ υπό μικρό σημαιοστολισμό άρχισε από απόσταση 2.000 μέτρων τις ομοβροντίες εναντίον του ιταλικού πυροβολείου Νο 18. Η συμβολική σημασία των βολών αυτών έγκειτο στο ότι ήταν τα πρώτα ελληνικά βλήματα που έπεφταν σε ιταλικό έδαφος από την έναρξη του πολέμου. Μέχρι το μεσημέρι, που η νήσος παραδόθηκε στους συμμάχους, η ΟΛΓΑ συμμετείχε ενεργά στο ναυτικό βομβαρδισμό επακτίων πυροβολείων, τα οποία αρχικά απαντούσαν με πυκνό πυρ και σε κάποια περίπτωση μάλιστα εχθρικά βλήματα έπεσαν σε απόσταση μόλις 50 – 60 μέτρων από το αντιτορπιλλικό και άλλα πέρασαν σφυρίζοντας πάνω από τη γέφυρα11Ο Α. Κύρου, ο.π., σ. 140, περιγράφει το ακόλουθο χαρακτηριστικό περιστατικό που έλαβε χώρα κατά την στιγμή που διήλθαν τα εχθρικά βλήματα σφυρίζοντας πάνω από τη γέφυρα της ΟΛΓΑΣ. Όσοι ήταν πάνω στη γέφυρα, με μια ενστικτώδη κίνηση, που δεν θα μπορούσαν ούτε να δικαιολογήσουν ούτε να εμποδίσουν, έσκυψαν όταν πέρασε από πάνω τους το πρώτο βλήμα. Ο Μπλέσσας, που είχε σκύψει κι αυτός, ανασηκώθηκε, κοίταξε γύρω του και με ένα ειρωνικό μειδίαμα είπε: «Μωρέ μπράβο, όλοι μας σκύψαμε»!
Την επόμενη ημέρα η ΟΛΓΑ συμμετείχε ενεργά στο ναυτικό βομβαρδισμό και της Λαμπεντούσας. Μέχρι το απόγευμα, που λευκές σημαίες υψώθηκαν στο λιμάνι του νησιού, η ΟΛΓΑ έβαλε, μαζί με τα αγγλικά πολεμικά, το λιμάνι και τις γύρω θέσεις, ενώ και πάλι σημειώθηκαν πτώσεις εχθρικών βλημάτων σε αποστάσεις 50 – 90 μέτρων από το ελληνικό αντιτορπιλλικό. Τέλος, στη γιγαντιαία αποβατική επιχείρηση Husky (όπως ονομάσθηκε η επιχείρηση κατάληψης της Σικελίας) η ΟΛΓΑ συμμετείχε ενταγμένη στη βρεταννική δύναμη Η, που είχε ως αποστολή να αποτρέψει οποιαδήποτε παρέμβαση του ιταλικού στόλου στις αποβατικές επιχειρήσεις των συμμάχων. Κατά τη διάρκεια του Ιουλίου το ελληνικό αντιτορπιλλικό πραγματοποίησε επανειλημμένως περιπολίες κοντά στις σικελικές ακτές, στις 17 Ιουλίου συμμετείχε ενεργά στο ναυτικό βομβαρδισμό της Κατάνης, υφιστάμενο και πάλι κοντινές πτώσεις εχθρικών βλημάτων, αλλά και ανεπιτυχή αεροπορική επίθεση από ένα Ju–88 (οι δύο βόμβες του έπεσαν σε απόσταση 70 – 80 μέτρων από την πρύμνη της ΟΛΓΑΣ) και στις 28 Ιουλίου συμμετείχε στην συνοδεία πέντε αμερικανικών αποβατικών πλοίων προς τις Συρακούσες.
Η τελευταία αποστολή της ΟΛΓΑΣ στην κεντρική Μεσόγειο είχε ιδιαίτερα τιμητικό χαρακτήρα. Το απόγευμα της 9ης Σεπτεμβρίου το ελληνικό αντιτορπιλλικό αποσπάσθηκε, μαζί με άλλα οκτώ συμμαχικά πολεμικά, από τη δύναμη Η που έπλεε στα ύδατα της Τυρηνικής θάλασσας με σκοπό να παράσχει υποστήριξη στην επικείμενη συμμαχική απόβαση στο Σαλέρνο, και κατευθύνθηκε προς συνάντηση του σημαντικότερου τμήματος του ιταλικού στόλου, ο οποίος κατόπιν της μόλις αναγγελθείσης ιταλικής συνθηκολόγησης είχε αποπλεύσει από τη Λα Σπέτσια αναμένοντας την αιχμαλωσία του. Ο ιταλικός στόλος αποτελείτο αρχικά από 17 πλοία (3 θωρηκτά, 6 καταδρομικά και 8 αντιτορπιλλικά), όμως κατόπιν αιφνιδιαστικής προσβολής που υπέστη από γερμανικά αεροσκάφη, απώλεσε ένα θωρηκτό (το ROMA που βυθίστηκε σχεδόν αύτανδρο, μαζί και με τον επιβαίνοντα ναύαρχο Bergamini), ενώ τέσσερα ακόμη πλοία αποσχίσθηκαν και κινήθηκαν ανεξάρτητα προς τις ισπανικές Βαλεαρίδες. Η ομάδα των συμμαχικών πλοίων συνάντησε το πρωί της 10ης Σεπτεμβρίου τα ιταλικά, που είχαν επηρμένο τον μαύρο επισείοντα στον ιστό τους σε προκαθορισμένο στίγμα 20 μίλια βορείως του τυνησιακού ακρωτηρίου Μπον. Ακολούθως, τα 21 πλοία έπλευσαν σε σχηματισμό προς τη Μάλτα (προηγουμένως τα περιέπλευσε το αντιτορπιλλικό HAMBLEDON επί του οποίου επέβαιναν ο ναύαρχος Cunningham και ο στρατηγός Eisenhower), όπου κατέπλευσαν θριαμβευτικά το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου. Στις 14 Σεπτεμβρίου η ΟΛΓΑ απέπλευσε από τη Μάλτα, προκειμένου να συνοδεύσει και πάλι μέρος του παραδοθέντος ιταλικού στόλου, το οποίο επρόκειτο να μετασταθμεύσει στην Αλεξάνδρεια. Μαζί με επτά βρεταννικά πολεμικά κατέπλευσε η ΟΛΓΑ στην Αλεξάνδρεια στις 16 Σεπτεμβρίου, συνοδεύοντας δέκα ιταλικά (2 θωρηκτά, 4 καταδρομικά και 4 αντιτορπιλλικά). Η υποδοχή που επιφυλάχθηκε στα συμμαχικά πλοία ήταν θριαμβευτική, ενώ χαρακτηριστικά ο αρχηγός του αγγλικού στόλου Ανατολικής Μεσογείου ναύαρχος Cunningham και ο Έλληνας Α.Σ. υποναύαρχος Αλεξανδρής επέλεξαν να επιβούν στα ναρκαλιευτικά DURBY και ΚΑΡΤΕΡΙΑ και να επιθεωρήσουν αντιπλέοντας τα παραδοθέντα ιταλικά πλοία.
Η παραμονή της ΟΛΓΑΣ στην Αλεξάνδρεια δεν διήρκεσε ούτε μία ημέρα. Το πρωί της 17ης Σεπτεμβρίου, μαζί με τα αντιτορπιλλικά FAULKNOR και ECLIPSE, απέπλευσε με νέα αποστολή που έμελλε να αποτελέσει και το κύκνειο άσμα της ένδοξης πολεμικής δράσης της. Η αποστολή προέβλεπε τον εντοπισμό και την καταστροφή γερμανικής νηοπομπής που είχε επισημανθεί από αγγλικό αναγνωριστικό αεροσκάφος και διέπλεε το Αιγαίο με νοτιοανατολική κατεύθυνση. Επρόκειτο για τα φορτηγά PAUL (εκτοπίσματος 3.000 τόνων) και PLUTO (εκτοπίσματος 1.200 τόνων), τα οποία συνοδευόμενα από το καταδιωκτικό υποβρυχίων UJ 2104 (που πιθανότατα ήταν το πρώην ελληνικό ρυμουλκό ΤΙΤΑΝ, εκτοπίσματος 300 τόνων, εξοπλισμένο με δύο ταχυβόλα των 40 χιλιοστών και μερικά μικρότερου διαμετρήματος) μετέφεραν πολυάριθμο γερμανικό ναυτικό προσωπικό από τον Πειραιά προς την Ρόδο, όπου προοριζόταν να επανδρώσει τα ιταλικά πολεμικά σκάφη που περιήλθαν στην κατοχή των Γερμανών έπειτα από την συνθηκολόγηση του Ιταλού διοικητή της Ρόδου, ναυάρχου Campione, καθώς και αρκετά πυροβολεία και ναυτικά παρατηρητήρια της νήσου. Στις 00.17 της 18ης Σεπτεμβρίου, ενώ τα τρία αντιτορπιλλικά σε γραμμή στήλης είχαν μόλις περάσει σε απόσταση δύο μιλίων από το βόρειο άκρο της Αστυπάλαιας, οι οπτήρες του FAULKNOR επισήμαναν τους τρεις εχθρικούς στόχους, πλέοντες πολύ κοντά στις ακτές της νήσου και σε διόπτευση 315 μοιρών από την πλώρη του αντιτορπιλλικού. Στις 00.39 ο κυβερνήτης του FAULKNOR και διοικητής της μοίρας, πλοίαρχος Scott–Moncrieff, έδωσε εντολή για έναρξη του πυρός, αφού προηγουμένως είχε φροντίσει, ώστε τα τρία αντιτορπιλλικά με μείωση της ταχύτητάς τους και διαδοχικές στροφές προς τα αριστερά να πλησιάσουν σε απόσταση 1.800 μέτρων από το τελευταίο γερμανικό πλοίο και να πλέουν παράλληλα με τα πλοία της νηοπομπής. Τα FAULKNOR και ECLIPSE συγκέντρωσαν τα πυρά τους στο PAUL, ενώ η ΟΛΓΑ ανέλαβε το PLUTO. Μετά από δύο – τρεις επιτυχημένες ομοβροντίες πάνω στο PAUL, το FAULKNOR άλλαξε στόχο και έβαλλε εναντίον του γερμανικού συνοδού, το οποίο αιφνιδιάσθηκε τελείως από τα καταιγιστικά πυρά και πρόλαβε να ρίξει μόνο 2 – 3 άστοχες βολές προς τα αντιτορπιλλικά. Μέσα σε ένα λεπτό τα βλήματα από τρεις απανωτές ομοβροντίες του FAULKNOR του προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στις υπερκατασκευές και διαρροές στα πρυμναία διαμερίσματά του. Ο Άγγλος πλοίαρχος θεώρησε ότι το συνοδό είχε εξουδετερωθεί, γι’ αυτό έστρεψε και πάλι τα πυρά του εναντίον του PAUL. Εξάλλου, το PLUTO, το οποίο κτυπούσε ακατάπαυστα η ΟΛΓΑ από απόσταση 1.400 μέτρων, είχε τυλιχτεί ολόκληρο στις φλόγες και πολύ σύντομα, ύστερα από μία σειρά εκρήξεων, άρχισε να γέρνει και να βυθίζεται. Στις 00.50 τα τρία αντιτορπιλλικά έστρεψαν διαδοχικά προς τα δεξιά και άρχισαν να πλησιάζουν για να αποτελειώσουν τα δύο φλεγόμενα φορτηγά που ακυβέρνητα πλέον είχαν παρασυρθεί σε απόσταση 200 – 300 μέτρων από την ακτή. Πλησιάζοντας τους στόχους μέχρι την απόσταση των 600 – 700 μέτρων, τα αντιτορπιλλικά συνέχισαν το σαρωτικό τους πυρ για άλλα 10 λεπτά. Στις 01.00 ο πλοίαρχος Scott–Moncrieff διέταξε παύση των πυρών. μέσα σε 21 λεπτά τα συμμαχικά πυροβόλα είχαν ρίξει συνολικά 413 βλήματα και από αυτά η ΟΛΓΑ τα 150. Θέλοντας να είναι σίγουρος για τη βύθιση του PAUL, ο Άγγλος διοικητής εξαπέλυσε από το FAULKNOR μία τορπίλλη εναντίον του ακινητοποιημένου πλοίου, η οποία το έκοψε κυριολεκτικά στα δύο και το εξαφάνισε από την επιφάνεια της θάλασσας12Ο Ντίμης Ματάλας, ο οποίος υπηρετούσε στην Β. ΟΛΓΑ ως σημαιοφόρος, στο βιβλίο του Μικρό χρονικό μεγάλου πολέμου, Αθήνα 1978, σ. 133, αναφέρει ότι και η Β. ΟΛΓΑ εκτόξευσε δύο τορπίλλες, που ήταν μάλιστα οι μοναδικές που έριξε ελληνικό πλοίο επιφανείας σε όλο τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι οποίες όμως δεν πέτυχαν τον στόχο τους. Σε λίγα λεπτά και σε κοντινή απόσταση βυθίστηκε και το PLUTO, ενώ το UJ–2104, αν και σοβαρά κτυπημένο, κατόρθωσε να διαφύγει και να προσορμισθεί μετά δυσκολίας σε κάποιο σημείο της Αστυπάλαιας. Δεδομένου όμως ότι η νήσος τελούσε υπό ιταλική κατοχή, οι διασωθέντες άνδρες του πληρώματός του (περίπου 50) εντοπίσθηκαν και αιχμαλωτίσθηκαν το επόμενο πρωί από την ιταλική φρουρά, όπως και οι 40 – 50 ναυαγοί που κατόρθωσαν μόνο να διασωθούν από τις εκατοντάδες που επέβαιναν στα PAUL και PLUTO. Όσον αφορά τέλος στα τρία αντιτορπιλλικά, απομακρύνθηκαν με ταχύτητα 29 κόμβων από το σημείο της επίθεσης και έτσι τα ξημερώματα βρέθηκαν σε απόσταση ασφαλείας από τα γερμανικά αεροδρόμια της Ρόδου και έπλευσαν στην συνέχεια ακίνδυνα προς την Χάιφα, ολοκληρώνοντας με απόλυτη επιτυχία και χωρίς καμία απώλεια την παραπάνω σημαντική αποστολή τους13Η επιτυχής αυτή αποστολή της ΟΛΓΑΣ αποδίδεται όπως περιγράφεται εκτενώς από τον Μεταλληνό, ο.π., σ. 313–317. Οι παλαιότερες ελληνικές ναυτικές πηγές (Φωκάς, ο.π., σ. 283, Αλεξανδρής Κ.Α., υποναύαρχος, Το Ναυτικόν μας κατά την πολεμικήν περίοδον 1941-45, εκδ. Αετός Α.Ε., Αθήναι 1952, σ. 111, Κύρου, ο.π., σ. 173), μη διαθέτοντας προφανώς σαφείς πληροφορίες για την συμπλοκή αυτή, καθώς το αρχείο της ΟΛΓΑΣ σιωπά μετά την 1η Σεπτεμβρίου, παρουσιάζουν το ιδιαίτερα αξιόλογο αυτό πολεμικό συμβάν με ιδιαίτερη συνοπτικότητα και με σημαντικές ανακρίβειες (η συμπλοκή αναφέρεται ότι έλαβε χώρα τη νύχτα της 22ας προς 23η Σεπτεμβρίου, το PAUL αναφέρεται ως PAOLO, περιγράφονται εσφαλμένα τα εκτοπίσματα των εμπορικών πλοίων, υφίσταται ασάφεια για την τύχη του συνοδού 2104 κλπ).
Στις 21 Σεπτεμβρίου η ΟΛΓΑ απέπλευσε από τη Χάιφα και μαζί με τα αντιτορπιλλικά FAULKNOR και ECLIPSE μετέφερε Βρεταννούς στρατιώτες και πολεμικό υλικό στην Λέρο, όπου κατέπλευσε το πρωί της 22ας Σεπτεμβρίου. Η συγκίνηση του πληρώματος του ελληνικού αντιτορπιλλικού ήταν μεγάλη, καθώς για πρώτη φορά έπειτα από δυόμισυ έτη είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί ξανά ένα ελληνικό νησί, όπως θεωρούσαν όλοι την Λέρο αν και τυπικά τελούσε ακόμη υπό ιταλική κυριαρχία. Οι θερμές εκδηλώσεις των κατοίκων του νησιού που πρόλαβαν να επισκεφθούν την ΟΛΓΑ κατά την ολιγόωρη παραμονή της στη Λέρο προκάλεσαν την συμπάθεια του πληρώματος και ενίσχυσαν την επιθυμία του να βρεθεί ξανά στο ίδιο περιβάλλον. Πράγματι, έπειτα από διήμερη παραμονή στην Αλεξάνδρεια, η ΟΛΓΑ διετάχθη να αποπλεύσει το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου, μαζί με το αντιτορπιλλικό INTREPID, προς εκτέλεση επιθετικής περιπολίας μεταξύ Κρήτης και Κω και με αντικειμενικό σκοπό την παρεμπόδιση διέλευσης εχθρικών νηοπομπών από την περιοχή αυτή. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 26ης Σεπτεμβρίου τα δύο αντιτορπιλλικά διέκοψαν την περιπολία τους και έπλευσαν προς την Λέρο, κατόπιν σχετικής διαταγής που έλαβαν διά σήματος από τον Άγγλο στόλαρχο Ανατολικής Μεσογείου. Έτσι στις 07.00 της ημέρας εκείνης η ΟΛΓΑ εισέπλευσε και πάλι στα γνώριμα νερά του όρμου Λακκί και προσέδεσε, όπως και το INTREPID, σε σημαντήρα (η απόσταση των δύο πλοίων ήταν περίπου 200 μέτρα), εν αναμονή νεότερης διαταγής. Ασφαλώς εκείνο το όμορφο Κυριακάτικο πρωινό κανένας πάνω στην ΟΛΓΑ δεν φανταζόταν την καταστροφή που θα ερχόταν σε τρεις ώρες.
Λίγα λεπτά πριν από τις 10.00 εμφανίσθηκαν ξαφνικά στον ουρανό της Λέρου γερμανικά αεροσκάφη. Επρόκειτο, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, για 20 – 24 Ju–88, που επιτέθηκαν από την είσοδο του όρμου σε τρία κύματα. Το κάθε κύμα αποτελείτο από δύο σμήνη με 3 – 4 αεροσκάφη το καθένα. Τα δύο σμήνη του πρώτου κύματος των Ju–88, ακολουθώντας τον άξονα της εισόδου του όρμου, άρχισαν ανενόχλητα14 Όπως αναφέρει ο Κύρου, ο.π., σ. 183, οι Ιταλοί πυροβολητές και παρατηρητές των αντιαεροπορικών πυροβολείων, που ήταν πάνω στους λόφους του νησιού, δεν είχαν καταφέρει να διακρίνουν τα γερμανικά αεροσκάφη εγκαίρως, να ειδοποιήσουν τα πλοία και να τα κτυπήσουν. Είτε επρόκειτο για αμέλεια, είτε για σκόπιμη ενέργεια (προς εκδίκηση των Ελλήνων και Άγγλων νικητών τους), το γεγονός είναι ότι τα γερμανικά αεροσκάφη είχαν κατέβει κιόλας πολύ χαμηλά και είχαν κάνει σχεδόν το φονικό τους έργο, όταν τα πυροβόλα των λόφων άρχισαν σποραδικά να τα κτυπούν, χωρίς καμιά επιτυχία άλλωστε. Και οι υπόλοιπες πηγές (Φωκάς, ο.π., σ. 284, Αλεξανδρής, ο.π., σ. 111, Μεταλληνός, ο.π., σ. 330) επιβεβαιώνουν ότι το ιταλικό πυρ υπήρξε αραιό και ελάχιστα αποδοτικό. Η εκ πρώτης όψεως, αδικαιολόγητη συμπεριφορά των τυπικά «συνεμπολέμων» Ιταλών, πιστεύουμε ότι φωτίζεται αρκούντως από το ιστορικό της «προσχώρησης» της φρουράς της Λέρου στο συμμαχικό στρατόπεδο. Όπως περιγράφει ο έφεδρος υποναύαρχος Λεβίδης (Ναυτική Ελλάς, τεύχη 215 – 218, 1951 και σχετική περίληψη στον Φωκά, ο.π., σ. 290–291), ο οποίος κινήθηκε δραστήρια αμέσως μετά τις 9 Σεπτεμβρίου 1943 που έγινε γνωστή η ιταλική συνθηκολόγηση, προκειμένου να επιταχυνθεί όσο δυνατόν η συμμαχική κατοχή επί των ιταλοκρατουμένων νήσων, πριν προφθάσουν οι Γερμανοί να τις καταλάβουν, για την Λέρο, που δεν υπαγόταν στον Ιταλό στρατηγό αλλά στην ιταλική ναυτική διοίκηση, η τριμελής συμμαχική επιτροπή (στην οποία συμμετείχε και ο τότε αρχηγός του Ελληνικού Κέντρου Πληροφοριών στην Τουρκία, πλοίαρχος Λεβίδης) μετέβη επιτόπου και μόνο μετά από λίαν δυσχερείς διαπραγματεύσεις πέτυχε την προσχώρηση της φρουράς της νήσου. Η αρνητική αυτή διάθεση της φρουράς της Λέρου, σε συνδυασμό με την είδηση που μεταδόθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου περί του ότι ο Μουσσολίνι εμμένει στον αγώνα, παρέχουν μία μάλλον ικανοποιητική εξήγηση για την απαθή στάση της έναντι της μοιραίας γερμανικής επίθεσης της 26ης Σεπτεμβρίου. τη «βύθισή» τους από ύψος περίπου 1.500 μέτρων. Όταν κατήλθαν σε ύψος 300 – 400 μέτρων άφησαν τις βόμβες τους εναντίον της ΟΛΓΑΣ και του INTREPID, ενώ συγχρόνως με τα πολυβόλα τους σάρωσαν τα δύο ακίνητα πλοία. Η ΟΛΓΑ έμεινε άθικτη παρότι συγκλονίσθηκε από τις κοντινές εκρήξεις, ενώ το INTREPID κτυπήθηκε από μία βόμβα που του δημιούργησε μεγάλο ρήγμα και διέλυσε τον τρίτο του λέβητα15Παρά τις ζημιές του, το INTREPID δεν βυθίστηκε από την αεροπορική επίθεση που απέβη μοιραία για την ΟΛΓΑ. Από το πλήρωμά του σκοτώθηκαν δύο άνδρες και τραυματίσθηκαν αρκετοί. Το μοιραίο κτύπημα για το αγγλικό αντιτορπιλλικό έμελλε να έλθει έπειτα από λίγες ώρες. Στις 16.42 τα Ju–88 επέστρεψαν για να ολοκληρώσουν το έργο τους και, αφού ευχερώς εντόπισαν το INTREPID στη νέα του θέση (είχε μεθορμίσει στο ανατολικό άκρο του όρμου), επιτέθηκαν ακάθεκτα εναντίον του. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα μία μεγάλη βόμβα, ίσως 1.000 λιβρών, κτύπησε το INTREPID και ανατίναξε την πρύμνη του και έπειτα από λίγα λεπτά ο ύπαρχος του αντιτορπιλλικού (ο κυβερνήτης, αντιπλοίαρχος Kitcat, είχε τραυματισθεί βαριά), ενόψει και της απότομης κλίσης που είχε λάβει το πλοίο προς τα αριστερά, διέταξε την εγκατάλειψή του. Τελικά το INTREPID ανατράπηκε και βυθίστηκε μετά από αρκετές ώρες, στις 02.00 της επόμενης ημέρας. Παρόλο που η έγκαιρη εγκατάλειψή του περιόρισε τις απώλειες, 15 άνδρες του INTREPID (2 αξιωματικοί και 13 υπαξιωματικοί και ναύτες) έχασαν τη ζωή τους, ενώ αρκετοί τραυματίσθηκαν (Μεταλληνός, ο.π., σ. 343–344). Έπειτα από ένα λεπτό, εμφανίσθηκε το δεύτερο κύμα των γερμανικών αεροσκαφών, το οποίο επικέντρωσε το πυρ του στις εγκαταστάσεις της ιταλικής ναυτικής βάσης, παρέχοντας έτσι την ευκαιρία στους άνδρες της ΟΛΓΑΣ να τρέξουν και να συμπληρώσουν τις ομοχειρίες στα αντιαεροπορικά, που ήδη όμως είχαν αρχίσει να βάλλουν εναντίον των Ju–88. Κατά τη διάρκεια της επιδρομής ένα εχθρικό αεροσκάφος επλήγη πιθανώς από το αντιαεροπορικό πυρ της ΟΛΓΑΣ16Συγκεκριμένα ο σημαιοφόρος Ματάλας, επικεφαλής του συγκροτήματος των τεσσάρων πολυβόλων Oerlicon γύρω από την πρυμναία καπνοδόχο, εκθέτει ότι τα υπ’ αυτόν πολυβόλα συγκέντρωσαν το πυρ τους εναντίον ενός βομβαρδιστικού που διήλθε από πάνω τους και το οποίο πιθανώς να εθίγη, διότι το ύψος αφενός δεν ήταν μεγάλο (1.200 περίπου μέτρα) και η σκόπευση αφετέρου ήταν πολύ καλή λόγω των εξασκημένων σκοπευτών (Μεταλληνός, ο.π., σ. 332). Πάντως ο ίδιος ο Ντίμης Ματάλας στο βιβλίο του Μικρό χρονικό μεγάλου πολέμου, ο.π., σ. 137, δεν αναφέρει κάτι συγκεκριμένο για κατάρριψη αεροσκάφους. Περιγράφει μόνο ότι ένα γερμανικό Ju-88 πέρασε από την δεξιά πλευρά της ΟΛΓΑΣ με κατεύθυνση προς το INTREPID, πετώντας αρκετά χαμηλά και ο ίδιος ενθουσιασμένος, βλέποντας τα τροχιοδεικτικά βλήματα να ζώνουν το αεροσκάφος, ενθάρρυνε τους χειριστές των πολυβόλων, όμως δεν πρόλαβε να δει το αποτέλεσμα των βολών, καθότι έχασε ξαφνικά τις αισθήσεις του, πέφτοντας κτυπημένος «σαν από ένα γιγάντιο σφυρί»
Το τρίτο κύμα αεροσκαφών, που αμέσως επακολούθησε, ήταν αυτό που επέφερε τα φονικά πλήγματα εναντίον του ελληνικού αντιτορπιλλικού. Μία από τις πρώτες ριπές των πολυβόλων των γερμανικών αεροσκαφών βρήκε τον κυβερνήτη της ΟΛΓΑΣ, που έσπευδε εμψυχώνοντας συνεχώς το πλήρωμα προς τη γέφυρα, στο στήθος και στον λαιμό. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος για τον ηρωικό πλωτάρχη Μπλέσσα, που έπεσε στο κατάστρωμα του πλοίου που τόσο πολύ αγάπησε και δοξάστηκε μαζί του. Και άλλοι άνδρες του αντιτορπιλλικού κτυπήθηκαν από τις σφαίρες των εχθρικών πολυβόλων και έπεσαν στο κατάστρωμα γύρω από τον νεκρό κυβερνήτη τους.
Όμως το μοιραίο πλήγμα για την ΟΛΓΑ επρόκειτο να ακολουθήσει σε λίγα δευτερόλεπτα. Δύο τουλάχιστον βόμβες έπεσαν μερικά μέτρα πίσω από την πρυμναία καπνοδόχο, ανατινάζοντας το βληματοθέσιο του Vickers και ίσως και το βληματοθέσιο του τρίτου πυροβόλου των 127 χιλιοστών. Η φοβερή έκρηξη άνοιξε το κατάστρωμα σε ολόκληρο το πλάτος του. Το πρυμναίο τμήμα της ΟΛΓΑΣ, σχεδόν αποκομμένο, έγειρε αμέσως προς τα δεξιά και άρχισε να βυθίζεται, ενώ με το βάρος του παρέσυρε γρήγορα και το υπόλοιπο σκάφος που έλαβε επίσης κλίση προς τα δεξιά. Το πρυμναίο αντιαεροπορικό πυροβόλο των 76 χιλιοστών (Vickers), μαζί με την ομοχειρία του υπό τον υποπλοίαρχο Γρηγορόπουλο και τον σημαιοφόρο Σιμιτζόπουλο, εξαφανίσθηκε κυριολεκτικά από το κατάστρωμα. Μια βροχή από ελάσματα και θραύσματα βομβών και βλημάτων του Vickers σάρωσε την επιφάνεια του αντιτορπιλλικού και ιδιαίτερα τη γέφυρά του, αυξάνοντας τον αριθμό των θυμάτων.
Πολύ σύντομα οι επιζώντες αξιωματικοί της ΟΛΓΑΣ (αρχαιότερος των οποίον ήταν πλέον ο ανθυποπλοίαρχος Δανιήλ) κατάλαβαν ότι, εξαιτίας των συντριπτικών πληγμάτων που είχε υποστεί το πλοίο, η βύθισή του ήταν άμεσα επικείμενη και αναπόφευκτη και επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στη διάσωση των επιζώντων και ιδιαίτερα των τραυματιών. Στις 10.08 ο ανθυποπλοίαρχος Δανιήλ διέταξε την εγκατάλειψη του πλοίου, όμως η κλίση της ΟΛΓΑΣ αυξήθηκε απότομα και μέσα σε 20 – 30 δευτερόλεπτα η αριστερή πλευρά του σκάφους οριζοντιώθηκε. Στην θέση αυτή το πλοίο παρέμεινε πολύ λίγο και μετά συνέχισε να γέρνει έως ότου ανατράπηκε τελείως, με αποτέλεσμα να παρασύρει στον υγρό τάφο του σημαντικό αριθμό ανδρών που δεν κατόρθωσαν να εξέλθουν ή ανδρών που έπεσαν στην θάλασσα από τη δεξιά πλευρά του, με επακόλουθο να παρασυρθούν από τη δίνη ή να τραυματισθούν από τις υπερκατασκευές του ανατρεπόμενου αντιτορπιλλικού. Επίσης μερικοί από τους ναυαγούς βρέθηκαν μέσα στο καιγόμενο πετρέλαιο και είχαν φρικτό τέλος. Οι τραυματίες μεταφέρθηκαν στο ιταλικό νοσοκομείο της Λέρου, όπου την επόμενη ημέρα έξι υπέκυψαν στα τραύματά τους.
Καθώς το τελευταίο τμήμα του αντιτορπιλλικού, η πλώρη του, χανόταν κάτω από την επιφάνεια, οι άνδρες της ΟΛΓΑΣ, μερικοί μέσα στην θάλασσα και άλλοι σε βάρκες ή στην παραλία, παρακολουθούσαν με συγκίνηση το μοιραίο τέλος. Ο σημαιοφόρος Δελαγραμμάτικας κάλεσε τότε τους ευρισκόμενους κοντά του και αναφώνησαν όλοι μαζί «Ζήτω η ΟΛΓΑ μας», «Ζήτω η Ελλάς». Ο χαιρετισμός απλώθηκε γρήγορα και γέμισε, σαν αντίλαλος, ολόκληρο τον όρμο στις 10.11 που το θαλασσινό νερό σκέπασε για πάντα το ένδοξο αντιτορπιλλικό: «ΖΗΤΩ Η ΟΛΓΑ».
Συνολικά ο αριθμός των απωλειών της ΟΛΓΑΣ ανήλθε σε 70 νεκρούς (6 αξιωματικοί, 10 υπαξιωματικοί και 54 ναυτοδίοποι) και 23 τραυματίες. Επίσης από τους 11 επιβαίνοντες Άγγλους ναύτες σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν 3, ενώ έχασαν τη ζωή τους και 7 άτυχοι επισκέπτες, που βρίσκονταν στο πλοίο κατά τον χρόνο της προσβολής του, εκ των οποίων οι 3 ήταν Λέριοι και οι 4 Έλληνες ναυτικοί του συνορμούντος φορτηγού TAGANROG. Η απώλεια της ΟΛΓΑΣ γνωστοποιήθηκε στον Έλληνα Α.Σ., υποναύαρχο Αλεξανδρή, με το ακόλουθο σήμα του Άγγλου στόλαρχου Ανατολικής Μεσογείου, ναυάρχου Sir John Cunningham, ενδεικτικό της καθολικής καταξίωσης του πλοίου σε Έλληνες και συμμάχους: «Με βαθιά λύπη σας αναγγέλλω ότι η Β. ΟΛΓΑ βυθίστηκε στις 09.00 σήμερα Κυριακή στη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής κατά του λιμένος της Λέρου. Η απώλεια του λαμπρού τούτου πλοίου που είχε γίνει περίφημο σ’ ολόκληρη τη Μεσόγειο θα είναι βαθύτατα αισθητή σε όλους εκείνους που υπηρέτησαν μαζί του»17Αλεξανδρής, ο.π., σ. 112. Η ώρα βύθισης της ΟΛΓΑΣ που αναφέρεται στο σήμα του C–in–C Levant δεν ήταν ακριβής, αφού, όπως προελέχθη, το ελληνικό αντιτορπιλλικό βυθίσθηκε λίγα λεπτά μετά τις 10.00.
Η πλουσιότατη πολεμική δράση της ΟΛΓΑΣ, ήδη από την αρχή του ελληνοϊταλικού πολέμου αλλά και σε όλες τις επακολουθήσασες φάσεις του αγώνα, δράση που αποκορυφώθηκε κατά το διάστημα της αποδημίας του στόλου και επισφραγίσθηκε με το συγκλονιστικό τέλος της κατά τις επιχειρήσεις στα Δωδεκάνησα, κατατάσσει αναμφίβολα το αντιτορπιλλικό, συνδεδεμένο άρρηκτα με το όνομα του ηρωικού κυβερνήτη του, πλωτάρχη Μπλέσσα, ανάμεσα στα πλοία – θρύλους του Ελληνικού Ναυτικού και το καθιστά με βεβαιότητα τον πλέον καταξιωμένο πρεσβευτή του ελληνικού ναυτικού αγώνα κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.