- O πόλεμος του μπακαλιάρου
Γράφει ο Λεωνίδας Τσιαντούλας, Αντιπρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Ναυτικής Ιστορίας
Στα παγωμένα νερά του Βόρειου Ατλαντικού, από το 1958 μέχρι το 1976, όχι μία, ούτε δύο, αλλά τρείς θερμές αντιπαραθέσεις έλαβαν χώρα ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, μια ναυτική υπερδύναμη και την Ισλανδία, ένα μικρό κράτος με πληθυσμό μόλις 2 εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους. Παραδόξως, αλλά όχι ανεξήγητα και τις 3 φορές η Ισλανδία βγήκε νικήτρια. Όλα αυτά συνέβησαν εξαιτίας του μπακαλιάρου και των δικαιωμάτων αλιείας του. Οι αντιπαραθέσεις αυτές έμειναν στην ιστορία ως “οι πόλεμοι του μπακαλιάρου” (Cod Wars). Η πρόσφατη λόγω Brexit διένεξη μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας με αφορμή τα δικαιώματα των Γάλλων ψαράδων στην περιοχή του Guernesey, μας δείχνει ότι η αλιεία στις ανοικτές θάλασσες ήταν, είναι και θα είναι ένα σημαντικό πολιτικο – οικονομικό θέμα, το οποίο μάλιστα μπορεί εύκολα να μετατρέπεται σε ανοικτή αντιπαράθεση με θερμά επεισόδια.
Η προϊστορία
Ο μπακαλιάρος του Βόρειου Ατλαντικού ποικίλλει σε χρώμα από γκρι έως πρασινοκαφέ και μπορεί να φτάσει σε μήκος το ενάμισο μέτρο. Αν και όχι τόσο νόστιμος όσο τα ψάρια της Μεσογείου, ωστόσο, όπως ξέρουμε, με την κατάλληλη μαγειρική επεξεργασία μπορεί να αποτελέσει εξαιρετικό έδεσμα. Εν πάσει περιπτώσει για τους Σκανδιναβούς Βίκιγκς, που δεν φημίζονταν και για τις γαστριμαργικές ευαισθησίες τους, τα ψάρια αυτά υπήρξαν από την αρχαιότητα βασικό είδος διατροφής τους, αφού τα κατανάλωναν αποξηραμένα κατά τη διάρκεια των μακρών ταξιδιών τους. Τον ένατο μ.Χ. αιώνα οι Νορβηγοί και οι Δανοί άρχισαν να επιδίδονται σε επιδρομές εναντίων των βρετανικών νησιών. Αυτοί λοιπόν, εκτός από σφαγές και καταστροφές, ευθύνονται και για την γνωριμία των Βρετανών με το συγκεκριμένο είδος ψαριού. Οι Βρετανοί το ενέταξαν πολύ γρήγορα στη διατροφή τους. Έτσι, μεγάλο μέρος του αλιευτικού στόλου τους άρχισε πλέον να προσανατολίζεται προς τη θαλάσσια περιοχή γύρω από την Ισλανδία όπου ζουν τεράστιες ποσότητες αυτών των αλιευμάτων. Στα τέλη δε του 14ου αιώνα ήταν τόσο πολυπληθής η παρουσία των Βρετανών ψαράδων στα νερά της Ισλανδίας, που προκάλεσε τη διαμαρτυρία του βασιλιά της Δανίας ‘Ερικ (η Δανία είχε την επικυριαρχία της Ισλανδίας και των νησιών Φερόες) προς τον βασιλιά της Αγγλίας Ερίκο Ε’.
Η διένεξη αυτή δεν κατέστη δυνατόν να επιλυθεί αποτελεσματικά για μερικούς αιώνες. Όμως το 1901 υπογράφηκε μια Αγγγλο-Δανική συμφωνία “περί καθορισμού των χωρικών υδάτων”. Συμφωνήθηκε τότε ότι η Ισλανδία δικαιούται να έχει χωρικά ύδατα μέχρι 3 ναυτικά μίλια από τις ακτές της (ο περίφημος κανόνας του βεληνεκούς ενός κανονιού), όπου θα απαγορεύεται η αλιεία από κάθε τρίτη χώρα. Η διάρκεια της συμφωνίας καθορίστηκε σε 50 έτη. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι σε αυτή τη συμφωνία η μεγάλη χαμένη ήταν η Ισλανδία, αφού τα Βρετανικά αλιευτικά αλώνιζαν ελεύθερα μέχρι και 3 μίλια από της ακτές της. Έτσι, 2 χρόνια πριν τη λήξη ισχύος της συμφωνίας, το 1949, οι Ισλανδοί (που από το 1944 είχαν πλέον γίνει ανεξάρτητο κράτος) ξεκίνησαν τη διαδικασία αναθεώρησής της.
Σε πρώτη φάση έκαναν το 1952 ένα δειλό βήμα επεκτείνοντας τη χωρική τους θάλασσα από 3 σε 4 ν.μ. Αλλά και αυτό το μόλις 1 μίλι, ήταν αρκετό για να εξαγριώσει την Γηραιά Αλβιώνα εναντίον του “θρασύτατου μικρού γείτονα”. Έτσι, αποφάσισε την επιβολή εμπάργκο των λιμανιών της για τα ισλανδικά αλιεύματα. Όμως αυτή η σπασμωδική ενέργεια εξελίχθηκε σε μπούμερανγκ. Καταρχάς η Σοβιετική Ένωση έσπευσε να αγοράσει εκείνη όλα τα αλιευτικά προϊόντα της Ισλανδίας. Αυτή η κίνηση, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, έκανε τις Ηνωμένες Πολιτείες, φοβούμενες την αύξηση της επιρροής της Ρωσίας, να σπεύσουν να ενθαρρύνουν τους Ευρωπαίους συμμάχους τους να κάνουν το ίδιο, δηλαδή να αγοράζουν τα ισλανδικά αλιεύματα. Έτσι, οι βρετανικές κυρώσεις εκμηδενίστηκαν και η Ισλανδία παγίωσε χωρίς προβλήματα τα νέα της όρια. Τελικά, το 1956, μετά και την απόφαση του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας που συντάχθηκε με την Ισλανδία, η Μεγάλη Βρετανία παραδέχτηκε την ήττα της και απεδέχθη την νέα κατάσταση.
Πρώτος πόλεμος του μπακαλιάρου
Τα προβλήματα, όμως, στα παγωμένα νερά του Βόρειου Ατλαντικού δεν τελείωσαν, αφού 2 χρόνια μετά, τον Απρίλιο του 1958, η Ισλανδία έσπευσε να εφαρμόσει πρώτη τα συζητηθέντα (αλλά όχι αποφασισθέντα) στην μόλις περατωθείσα πρώτη Σύνοδο για το Δίκαιο της Θάλασσας στη Γενεύη (γνωστή και ως UNCLOS Ι). Επέκτεινε δηλαδή τα εθνικά της ύδατα ακόμη περισσότερο, από τα 4 ναυτικά μίλια στα μέγιστα προβλεπόμενα 12. Για τους Ισλανδούς, που είχαν βαρεθεί να βλέπουν τα Βρετανικά αλιευτικά να ταξιδεύουν 2 μέρες μακρυά από τις βάσεις τους για να σαρώσουν τις θάλασσες γύρω από τη μικρή χώρα τους, αυτή η επέκταση έμοιαζε απόλυτα δίκαιη.
Οι Βρετανοί όμως δεν είχαν την ίδια γνώμη. Διαθέτοντας ένα από τα ισχυρότερα ναυτικά του κόσμου, απέναντι στην Ισλανδία που διέθετε μόνο 7 μικρές ακτοφυλακίδες, πίστεψαν ότι η μικρή αναιδής χώρα δεν θα κατόρθωνε να επιβάλει εμπράκτως στον πολυάριθμο βρετανικό αλιευτικό στόλο την απαγόρευση της αλιείας εντός των 12 μιλίων. Για να το διασφαλίσουν, μάλιστα, έστειλαν και ένα αριθμό πολεμικών σκαφών τους να περιπολούν στην περιοχή. Έτσι ξεκίνησε ο “πρώτος πόλεμος του μπακαλιάρου” (Cod War, σε χιουμοριστική αντιστοιχία με το Cold War), ο οποίος κράτησε 3 χρόνια.
Στην περίοδο αυτή, παρά την πολύ μεγάλη ανισότητα μαχητικής ικανότητας, η ισλανδική ακτοφυλακή έκανε ό,τι μπορούσε για να κάνει την ζωή των βρετανών ψαράδων δύσκολη. Πολλά τα περιστατικά προσκρούσεων ισλανδικών ακτοφυλακίδων σε βρετανικά αλιευτικά, πολλές απόπειρες συλλήψεως ψαράδων, συνεχείς δυναμικές παρεμβάσεις των βρετανικών πολεμικών πλοίων και εκατέρωθεν προειδοποιητικές βολές πυροβόλων όπλων, απετέλεσαν το σκηνικό αυτού του ανορθόδοξου ακήρυχτου πολέμου. Αλλά η μάχη κρίθηκε όχι στη θάλασσα αλλά στη διπλωματία. Η Ισλανδία απείλησε ότι θα αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ και θα κλείσει την αμερικανική βάση στο Keflavik, διαμαρτυρόμενη για την έλλειψη υποστήριξής της από τα κράτη της συμμαχίας. Αυτή η πειστική γεωπολιτική απειλή, διατυπωμένη μέσα στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου και ο τρόμος των Δυτικών Χωρών μήπως η Σοβιετική Ένωση σπεύσει να καλύψει το ενδεχόμενο στρατηγικό κενό του Βόρειου Ατλαντικού, ανάγκασε τους βρετανούς να καταπιούν για δεύτερη φορά το “πικρό χάπι” της υποχώρησης. Άλλωστε η επιχείρηση υποστήριξης των αλιέων τους άρχισε να κοστίζει περισσότερο από τα τυχόν εμπορικά κέρδη τους. Για την τιμή των όπλων συμφωνήθηκε μια μεταβατική περίοδος 3 ετών καθώς επίσης και ότι για κάθε σχετική μελλοντική διαφορά μεταξύ των 2 χωρών το θέμα θα παραπεμπόταν αυτομάτως στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Δεύτερος πόλεμος του μπακαλιάρου
Η ηρεμία στην περιοχή δεν κράτησε για πολύ. Μόλις μια δεκαετία αργότερα έχουμε νέα σύγκρουση η οποία ξεκίνησε όταν, η Ισλανδία ανακοίνωσε ότι θα εφαρμόσει Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη στα 50 μίλια από τις ακτές της με ημερομηνία έναρξης την 1η Σεπτεμβρίου 1972. Αυτός ο “δεύτερος πόλεμος του μπακαλιάρου” υπήρξε πιο έντονος και πιο βίαιος, με πολλαπλά περιστατικά “στενής ναυτικής επαφής” ανάμεσα στα ισλανδικά περιπολικά (πιο μεγάλα και πιο σύγχρονα από την προηγούμενη αντιπαράθεση), τις βρετανικές μηχανότρατες και τα βρετανικά πολεμικά πλοία.
Σε αυτή τη φάση είδαμε επίσης και τη χρήση ενός “νέου όπλου” στον αγώνα των Ισλανδών ακτοφυλάκων κατά των ψαράδων – εισβολέων: Μια απλή όσο και αποτελεσματική συσκευή κοπής διχτυών τράτας. Στην ουσία το εργαλείο αυτό βασιζόταν στην τεχνική της ναρκαλιείας. Οι ακτοφυλακίδες τραβούσαν πίσω τους ένα ειδικό άγκιστρο με 4 “κόφτες” και χείριζαν έτσι ώστε να κόβουν τα δίχτυα από τις μηχανότρατες. Μετά από αυτό τα αλιευτικά δεν είχαν άλλη επιλογή από το να επιστρέψουν στη βάση τους, με ζημιά μάλιστα μερικών χιλιάδων λιρών.
Πέρα από το να καταστρέφουν τα “εχθρικά δίχτυα” οι Ισλανδοί έπαιξαν ξανά και με απόλυτη επιτυχία το χαρτί της αποχώρησης τους από το ΝΑΤΟ, δηλώνοντας προς όλες τις κατευθύνσεις ότι αγωνίζονται ενάντια στον Ιμπεριαλισμό και για την οικονομική τους επιβίωση αφού, σε αντίθεση με τους Βρετανούς, εκείνοι στηρίζουν όλη την οικονομία τους στην αλιεία του μπακαλιάρου. Έτσι ένα χρόνο μετά, αφού δεκάδες δίχτυα κόπηκαν και αρκετά πλοία συγκρούστηκαν μεταξύ τους, οι Βρετανοί, πιεζόμενοι και από το ΝΑΤΟ, υποχώρησαν ξανά.
Ο τρίτος πόλεμος του μπακαλιάρου
Τον Νοέμβριο του 1975, η Ισλανδία ξεκίνησε τον τρίτο πόλεμο του μπακαλιάρου όταν μονομερώς επέκτεινε την ΑΟΖ της από τα 50 στα 200 μίλια. Εκείνο τον καιρό υπήρχαν μεν κάποιες συζητήσεις στα Ηνωμένα Έθνη για την παροχή τέτοιου μεγέθους ΑΟΖ στα παράκτια κράτη, αλλά δεν είχε ακόμα επιτευχθεί συμφωνία. Μετά από αυτή την αιφνιδιαστική κίνηση της Ισλανδίας η κατάσταση στην περιοχή έφυγε εκτός ελέγχου. Οι συγκρούσεις των ισλανδικών κανονιοφόρων με τις βρετανικές μηχανότρατες ήταν συνεχείς και βίαιες. Κόφτες σύρματος χρησιμοποιήθηκαν και πάλι για να κόψουν δίχτυα. Το βρετανικό Ναυτικό κλήθηκε ξανά να παρέμβει.
Για να εμποδιστούν τα ισλανδικά σκάφη να χρησιμοποιήσουν τους “κόφτες διχτυών” αποφασίστηκε τα βρετανικά πλοία να κινούνται πρώτα και να τα εμβολίζουν. 55 περιστατικά συγκρούσεων σκαφών (ηθελημένων ή αθέλητων) καταγράφηκαν μέσα σε μόλις 6 μήνες. Η Ισλανδία διέκοψε τις διπλωματικές της σχέσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο, απειλώντας για μια ακόμα φορά να αποχωρίσει από το ΝΑΤΟ. Και για ακόμα μια φορά, υπό την πίεση του ΝΑΤΟ η Βρετανία υποχωρεί το 1976, αποδεχόμενη το όριο των 200 ν.μ για την ΑΟΖ. 6 χρόνια μετά, το 1982, το όριο αυτό θα υιοθετηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο στο Montego Bay όπου θα υπογραφεί η νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Ο τρίτος πόλεμος του μπακαλιάρου κράτησε μόνο 6 μήνες, αλλά ήταν ο πιό δαπανηρός από όλους. Οι Βρετανοί κινητοποίησαν 24 φρεγάτες για την επιχείρηση, οι οποίες επέστρεψαν με ζημιές 1 εκατομμυρίου λιρών, λόγω των πολλαπλών επιθέσεων εμβολισμού των αντιπάλων σκαφών.
Επιμύθιο
Η συμφωνία του 1976 στο τέλος του τρίτου πολέμου του μπακαλιάρου ανάγκασε το Ηνωμένο Βασίλειο να εγκαταλείψει τη διεθνή αλιευτική πολιτική των “ανοιχτών θαλασσών” που μέχρι τότε ακολουθούσε. Το βρετανικό κοινοβούλιο ψήφισε το νόμο “περί αλιευτικών ορίων” δηλώνοντας μια παρόμοια ζώνη 200 ναυτικών μιλίων γύρω από τις ακτές τους, μια πρακτική που αργότερα κωδικοποιήθηκε στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας (UNCLOS), η οποία παρέχοντας παρόμοια δικαιώματα σε κάθε κυρίαρχο παράκτιο κράτος.
Στην άλλη πλευρά, οι νίκες στους πολέμους του μπακαλιάρου ενίσχυσαν τον ισλανδικό εθνικισμό και δημιούργησαν στη χώρα την αντίληψη ότι η Ισλανδία μπορεί να πετύχει μόνο με μονομερείς ενέργειες ή διμερείς συμφωνίες, αλλά όχι με διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς σε πολυμερή πλαίσια, όπως πχ η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία καθόλου δεν ενδιαφέρονται να συμμετέχουν.
Κατά τη γνώμη μου τρία είναι τα βασικά συμπεράσματα από τους πολέμους του μπακαλιάρου:
. Τα μικρά κράτη μπορούν να αντιμετωπίζουν με αποτελεσματικότητα τις θαλάσσιες διαμάχες όταν αυτές τηρούνται σε επίπεδο θερμού επεισοδίου. Η ισλανδική ακτοφυλακή, χρησιμοποιώντας ασύμμετρες και δυναμικές μεθόδους, κατόρθωσε να κρατήσει τις βρετανικές τράτες έξω από τα ισλανδικά ύδατα – εκτός από τις τρεις συγκεκριμένες ζώνες περιπολίας που υποστηρίζονταν από το Βασιλικό Ναυτικό. Αναγκάζοντας τις μηχανότρατες να λειτουργούν σε συγκεκριμένες, αυστηρά ελεγχόμενες ζώνες μείωσε σημαντικά το μέγεθος των αλιευμάτων τους, πράγμα που στην ουσία αποτελούσε τον απώτερο στόχο της επέκτασης της ΑΟΖ τους.
β. Ένας καθοριστικός παράγων για την έκβαση της σύγκρουσης ήταν η ασυμμετρία ως προς την αποφασιστικότητα. Η Ισλανδία, αν και πολύ ασθενέστερο στρατιωτικά και οικονομικά κράτος από τη Βρετανία, είχε σαφώς μεγαλύτερη βούληση να επιτύχει τον σκοπό της. Η ισλανδική κυβέρνηση ήταν συγκλονιστικά σκληρή σε ό,τι είχε να κάνει με την διατήρηση της βιωσιμότητας της αλιείας τους. Άλλωστε δεν είχε και άλλες επιλογές δεδομένης της καθοριστικής σημασίας της αλιείας στην οικονομία της χώρας. Η Βρετανία, παρά την δραματικά μεγαλύτερη συνολική ισχύ, δεν είχε την πολιτική βούληση να χρησιμοποιήσει πλήρως τη ναυτική της υπεροχή απέναντι στην ισλανδική ακτοφυλακή. Κυρίως, δεν είχε την πρόθεση να σταθεί η αιτία για να εγκαταλείψει η Ισλανδία την Βορειοατλαντική Συμμαχία, όπως πειστικά απειλούσε. Ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών και ο Γραμματέας Αλιείας και Τροφίμων δήλωναν δημόσια ότι “η άμυνα του ΝΑΤΟ στην περιοχή του Βόρειου Ατλαντικού καθώς και η ισορροπία δυνάμεων ήταν πιο σημαντικές από τα συμφέροντα των αλιέων τους”. Άλλωστε η αλιεία του μπακαλιάρου αποτελούσε πολύ μικρό μέρος των οικονομικών δραστηριοτήτων της χώρας.
γ. ΑΟΖ δεν σημαίνει μόνο υφαλοκρηπίδα και υδρογονάνθρακες. Θέματα πιο ταπεινά, όπως τα αλιευτικά δικαιώματα, μπορούν κάλλιστα να οδηγήσουν σε θερμά επεισόδια ή και εμπόλεμη αντιπαράθεση. Οι Ισλανδοί, λόγω της απόλυτης εξάρτησης της επιβίωσής τους ως χώρα από την αλιεία, έθεσαν πολύ νωρίς και με απόλυτο τρόπο τις κόκκινες γραμμές τους στο θέμα αυτό. Για την ενίσχυση του σκοπού τους εκμεταλλεύτηκαν άριστα την γεωπολιτική αξία της χώρας τους στο περιβάλλον του Ψυχρού πολέμου. Λίγα χρόνια αργότερα, αυτές οι κόκκινες γραμμές τους αποτέλεσαν διεθνή πρακτική και νομολογία.
Για να κλείσουμε το άρθρο με κάτι αισιόδοξο θα αναφέρουμε ότι τον Φεβρουάριο του 2017, τα πληρώματα δύο πλοίων που συμμετείχαν στους πόλεμους του μπακαλιάρου, του βρετανικού αλιευτικού Arctic Corsair και του ισλανδικού περιπολικού Odinn, αντάλλαξαν τις καμπάνες τους σε μια χειρονομία καλής θέλησης και ένα σημάδι φιλίας μεταξύ των πόλεων Hull και Reykjavík.
Η Έλσα Γιουμάν, Ισλανδή Aρμόδια για θέματα Πολιτισμού και Tουρισμού δήλωσε κατά την τελετή: “Το Reykjavík και το Hall μοιράζονται μια μακρά ιστορίa βασισμένη στη σημασία της αλιείας. Τώρα, με τις αντιπαλότητες του παρελθόντος ακριβώς πίσω μας, οι δύο πόλεις εμπλέκονται σε μια σχέση βασισμένη στον σεβασμό, τη φιλία και την εμπιστοσύνη που είναι βαθιά ριζωμένη στην κοινή μας ιστορία και τις θυσίες μας στη θάλασσα.”