Οφείλω θερμές ευχαριστίες στον Επίτιμο Α/ΓΕΝ Ναύαρχο Α. Αντωνιάδη ΠΝ για την παραχώρηση όλων των πολύτιμων στοιχείων από το αρχείο του αειμνήστου πατρός του Αντιναυάρχου (ΛΣ) Ξ. Αντωνιάδη τα οποία ήταν απαραίτητα για τη συγγραφή του άρθρου.
Γράφει ο Λεωνίδας Τσιαντούλας
Από τις 29 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο της ελληνικής αντεπίθεσης στη Βόρεια Ήπειρο, ο Ελληνικός Στρατός καταλαμβάνει το Πόγραδετς, μια μικρή κωμόπολη στις νότιες όχθες της λίμνης Οχρίδας. Από το Επιτελείο του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) κρίνεται ως σκόπιμο να αποκτηθεί ο “θαλάσσιος” έλεγχος στην πολύ μεγάλη υδάτινη έκταση της λίμνης, αλλά δεν υπάρχουν επί τόπου κατάλληλα σκάφη. Έτσι ξεκινά η ιστορία μας, αλλά ας δούμε καλύτερα πως το περιγράφει ο τότε Αρχηγός Στόλου αντιναύαρχος Επαμεινώνδας Καββαδίας:
“Εις τον ολοκληρωτικό αυτόν πόλεμον, εις τον οποίον το ναυτικόν προσεπάθη να εμφανισθή πανταχού, παρουσιάσθη και το αξιομνημόνευτον φαινόμενον της δράσεως ελληνικών πολεμικών πλοίων εις την Κεντρικήν Βαλκανικήν μεταξύ των ορέων Αλβανίας και Μακεδονίας. Κατά τας αρχάς Δεκεμβρίου η προχώρησις του ελληνικού στρατού εντός του Αλβανικού εδάφους απήτησεν πολεμική δράσιν εντός της λίμνης Οχρίδος και η Γ’ Στρατιωτική Διοίκησις εζήτησε παρά του Λιμεναρχείου Θεσσαλονίκης να εξεύρη και να αποστείλει εκεί πετρελαιοκίνητα σκάφη. Επελέγησαν, μεταξύ των μεγαλυτέρων του Θερμαϊκού, τρία των δέκα τόνων έκαστον και την μεταφορά των ανέλαβε ο ανθυποπλοίαρχος Λ.Σ. Ξενοφών Αντωνιάδης, έχων υπό της διαταγάς του έναν ιδιώτη ναυπηγόν, έναν υπαξιωματικόν και δύο ναύτας λιμενικούς, ως και τα επιστρατευθέντα πληρώματα των τριών πλοιαρίων’’.
Επαμεινώνδας Καββαδίας: "Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1940, όπως τον έζησα”, Πυρσός 1950.
Αρχές Δεκεμβρίου του 1941 ο Διοικητής του Κεντρικού Λιμεναρχείου Θεσσαλονίκης πλοίαρχος (ΛΣ) Ν. Θαλασσινός καλεί τους αξιωματικούς του Λιμεναρχείου και τους ανακοινώνει ότι ζητεί εθελοντή ως υπεύθυνο της πρωτοφανούς αυτής αποστολής. Όλοι δηλώνουν πρόθυμοι. Επιλέγεται ο Ανθυποπλοίαρχος Ξενοφών Αντωνιάδης και αυθημερόν εκδίδεται η σχετική διαταγή:
Κεντρικόν Λιμεναρχείον Θεσσαλονίκης.
Υπ΄αριθμ. 62 Ημερήσια Διαταγή
“Εντελλόμεθα όπως ο παρ’ημίν ανθυποπλοίαρχος Ξενοφών Αντωνιάδης, επι κεφαλής των υποκελευστή Γ. Τσιτιρίδη, ναυπηγού Ι. Οικονόμου και ναυτών Ι. Γκουτζάνη και Ι. Αλιμπράντη, συνοδεύσει μέχρι Οχρίδος τα εκεί αποστελλόμενα πετρελαιοκίνητα σκάφη “Άη Γιώργης”, “Παναγία Δόξα” και “Έθνος”. Την υπηρεσίαν ταύτη ο ειρημένος ανθυποπλοίαρχος θέλει εκτελέσει κατά τας, ως έχει λάβει, διαταγάς της Γ΄Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοικήσεως, μετά δε το πέρας της αποστολής ν’ αναφέρει ημιν σχετικώς.”
Εν Θεσσαλονίκη τη 3 Δεκεμβρίου 1940
Ο Κεντρικός Λιμενάρχης
Ν. Θαλασσινός
Η σχεδίαση της αποστολής περιλάμβανε τα ακόλουθα στάδια:
α. Φόρτωση των 3 σκαφών σε ανοιχτές σιδηροδρομικές φορτάμαξες, που για το λόγο αυτό θα έφταναν στην άκρη της προβλήτας του λιμανιού όπου ήταν ο γερανός.
β. Προσκόλληση των βαγονιών αυτών σε συρμό που θα αναχωρούσε για Φλώρινα.
γ. Στη Φλώρινα θα γινόταν μεταφόρτωση των 3 σκαφών σε μεγάλες τετράτροχες πακτοφόρες άμαξες, ρυμουλκούμενες από τρακτέρ μέχρι τον προορισμό τους που ήταν η Στάροβα, παραλιακό χωριό στη λίμνη Οχρίδα, κοντά στο Πόγραδετς.
Η μεταφορά των σκαφών ξεκινά. Θεσσαλονίκη – Φλώρινα.
Η αναχώρηση αποφασίστηκε για τις 6 Δεκεμβρίου. Η φόρτωση των σκαφών στα βαγόνια (φορτάμαξες), λόγω των ημερινών συνεχών βομβαρδισμών της ιταλικής αεροπορίας, έγινε μετά τη Δύση του ήλιου με τη βοήθεια του γερανού των 10 τόνων που βρισκόταν στην κεφαλή της προβλήτας του Λιμεναρχείου. Έτσι λοιπόν, το βράδυ, μια ασυνηθιστη αμαξοστοιχία με τα τρία καϊκια και δύο φορτηγά ξεκίνησε από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Στο Σιδηροδρομικό Σταθμό ενώθηκε με τον συρμό που πήγαινε προς Φλώρινα. Έγινε και μια στάση στο Πλατύ όπου προστέθηκαν στον συρμό ακόμα 3 ανοιχτές φορτάμαξες που έφεραν τα 3 τρακτέρ που θα αναλάμβαναν τη ρυμούλκηση μετά τη Φλώρινα.
Η αποστολή, η οποία πλέον ανερχόταν αριθμητικά σε 17 άτομα, έφτασε στη Φλώρινα στις 4 το απόγευμα. Άρχισε αμέσως η εκφόρτωση των τρακτέρ και των πακτoφόρων που ρυμουλκήθηκαν εκεί κοντά σε ελεύθερο χώρο. Όλοι διανυκτέρευσαν σε τοπικά καταλύματα και η αναχώρηση προγραμματίστηκε για το πρώτο φως της επόμενης ημέρας. Ας δούμε όμως πώς περιγράφει τη διαδικασία στο ημερολόγιο του ο ίδιος ο Αντωνιάδης:
“Με την αυγή ολόκληρη η ομάδα μας βρέθηκε στον Σταθμό για ν’ αρχίσει τη δυσκολότατη διαδικασία της μεταφόρτωσης των πλοιαρίων από τα βαγόνια στα πακτοφόρα. Γερανός δεν υπήρχε. Αλλά ο πολύπειρος ναυπηγός μας Οικονόμου φρόντισε να φτιάξει έναν πρόχειρο ανυψωτήρα πίσω ακριβώς από το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού, το προσωπικό του οποίου με εντολή της Στρατιωτικής Υπηρεσίας, μας πρόσφερε πολύπλευρη βοήθεια. Πάνω από μία βοηθητική σιδηροδρομική γραμμή έστησε δύο μεγάλους γερούς δοκούς, συγκρατούμενους απ όλες τις μεριές με σκοινιά που βαστούσαν γερά ομάδες στρατιωτών από αυτούς που αφειδώς μας παραχώρησε ο εκεί Λόχος. Έδεσε σφιχτά τις κορφές των δοκών κι απ’ τη σύνδεση κρέμασε μια τροχαλία. Στη σιδηροτροχιά κάτω από τα σκέλη του πρόχειρου γερανού κυλίστηκε το βαγόνι με το πρώτο σκάφος, περιτυλιγμένο με σκοινιά που οι ενωμένες άκρες τους πέρασαν στην τροχαλία. Την ανυψωτική δύναμη εξασφάλισε με τη μυϊκή δύναμη των διαλεγμένων ρωμαλέων φαντάρων που θα τραβούσαν το σκοινί. Ανάμεσά τους, αεικίνητος και πανταχού παρών ο ναυπηγός Οικονόμου φώναζε τα παραγγέλματά του, για να κρατούν γερά τα σκοινιά και να ρυθμίζει τον ρυθμό της έλξης.
Με φόβο θεού και κομμένη την ανάσα παρακολουθούσαμε το πρώτο τράβηγμα του σκοινιού. Το σκάφος ξεκόλλησε από το βαγόνι, ανυψώθηκε λίγο και κρατήθηκε εκεί ελαφρά αιωρούμενο. Με μεγάλη βιάση απωθήθηκε η άδεια πια φορτάμαξα και με ακόμα μεγαλύτερη βιάση μερικοί έμπειροι σιδηροδρομικοί ξήλωσαν τις ράγες κάτω από τον γερανό και στον χώρο που ελευθερώθηκε κάτω ακριβώς από το αιωρούμενο καΐκι, έφτασε ρυμουλκούμενο απ’ το τρακτέρ το ένα από τα τρία πακτοφόρα αμάξια, που, όπως είπαμε, είχαν μείνει από χτες κοντά στον σταθμό. Ο Οικονόμου παράγγειλε τότε να μαϊνάρουν το σκοινί και το σκάφος ακούμπησε μαλακά στο πακτοφόρο που είχε κατάλληλα διασκευαστεί με δοκάρια για την υποδοχή της καρένας και σακιά με άμμο για το πλευρικό στερέωμα. Μια ιαχή ανακούφισης βγήκε από τα στήθη μας. Ο γερανός κρατούσε καλά και δούλευε ακόμα καλύτερα. Έτσι φορτωμένο το πρώτο πακτοφόρο ρυμουλκήθηκε στον παρακείμενο δρόμο.
Με ταχύτητα ξαναστρώθηκαν οι ράγες της γραμμής και έφτασε η δεύτερη φορτάμαξα. Επαναλήφθηκε η ίδια διαδικασία για το δεύτερο και το τρίτο σκάφος και γύρω στις 3 το απόγευμα το ένα πίσω από το άλλο τα τρία τρακτέρ – πακτοφόροι ήταν σε τάξη επιθεώρησης στον πλατύ δρόμο μπροστά από τον σταθμό…”
Η τοπική Στρατιωτική Διοίκηση παρέδωσε στον Αντωνιάδη χάρτη της διαδρομής και οδηγίες για την πορεία του. Επίσης, του διέθεσε 3 δίτροχα κάρα για τη μεταφορά των καυσίμων με τους αναγκαίους ημιονηγούς και βοηθητικούς στρατιώτες που ανέβασαν τους συμμετέχοντες στην αποστολή σε 26 άτομα.
Η “χερσαία” νηοπομπή αρχίζει τη φοβερή νυχτερινή ανάβαση. Φλώρινα – Πισoδέρι.
Η διαδικασία της μεταφόρτωσης τελείωσε στις 5 το απόγευμα. Είχε αρχίσει να νυκτώνει, έβρεχε και το κρύο ήταν τσουχτερό. Το πρώτο σκέλος του δρόμου για την Οχρίδα διερχόταν υποχρεωτικά από την ορεινή διάβαση Πισοδερίου στα 1500 μ. υψόμετρο. Όμως, ο σχεδιασμός της αποστολής δεν επέτρεπε καμμία καθυστέρηση και έτσι ο Αντωνιάδης έδωσε την εντολή άμεσης αναχώρησης. Τα οχήματα κινούνταν σε φάλαγγα το ένα πίσω από το άλλο. Σε δύο στίχους, δεξιά κι αριστερά απ’ τα πακτοφόρα, βάδιζαν μουσκεμένοι οι άνδρες της αποστολής. Προηγείτο, ανεβασμένος στο πρώτο τρακτέρ, ο επικεφαλής των οδηγών και συνοδηγών λοχίας Κελεπούρης και την πομπή έκλεινε τελευταίος ο επικεφαλής των καραγωγέων δεκανέας. Οι ναύτες ήταν σκαρφαλωμένοι στα καΐκια και φρόντιζαν να μην κόψουν κανένα από τα τηλεφωνικά σύρματα που ήταν σε χαμηλό ύψος. Ο Αντωνιάδης με τον ναυπηγό Οικονόμου διατρέχαν κατά διαστήματα το μήκος της όλης γραμμής, για να επιβλέπουν την κατάσταση αλλά και για να διευκολύνουν να περνούν άλλα στρατιωτικά αυτοκίνητα που περνούσαν από τον ίδιο δρόμο.
Μετά τα πρώτα χιλιόμετρα, η βροχή μετατράπηκε σε χιόνι και λίγο αργότερα σε άγρια χιονοθύελλα η οποία περιόρισε στο ελάχιστο την ορατότητα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, στο 11ο χιλιόμετρο, το δεύτερο στη σειρά τρακτέρ ακινητοποιήθηκε από άγνωστη μηχανική αιτία. Το τράβηξαν στο χαντάκι δεξιά του δρόμου για να μην εμποδίζει την κυκλοφορία και για τη φύλαξή του έμεινε εθελοντικά, ο ψαράς ιδιοκτήτης του σκάφους, να περιμένει να το περισυλλέξουν την επόμενη μέρα.
Σε λίγο έμελλε να ακινητοποιηθεί άλλο ένα σκάφος. Ας δούμε όμως την περιγραφή του ίδιου του Αντωνιάδη:
“Ακρωτηριασμένη η νηοπομπή μας, συνέχισε την οδυνηρή της πορεία. Η θύελλα εξακολουθούσε να μαίνεται και το σκοτάδι ήταν τόσο πηχτό, που δεν βλέπαμε παρά ένα δυο μέτρα μπροστά απ’ τα αναμμένα φανάρια των τρακτέρ. Το μόνο καλό. αν μπορεί να το πει κανείς, ήταν πως έτσι τουλάχιστον γλιτώναμε την απαίσια θέα από τις φοβερές απόκρημνες χαράδρες του βουνού που έχαιναν αριστερά μας καθώς ανεβαίναμε. Η πορεία συνεχιζόταν με πολύ κόπο. Τα μουλάρια των κάρων έδειχναν αποκαμωμένα καθώς γλιστρούσαν συνεχώς πάνω στο χιόνι της ασφάλτου και κάτω απ’ το βάρος των βαρελιών. Το ένα τρακτέρ δεν είχε πέδιλα στις ερπύστριες και ντελαπάριζε κάθε τόσο, με κίνδυνο να τσακιστεί σε κάποιο γκρεμό. Μετά δύο ώρες πλησιάσαμε το 13ο χιλιόμετρο. Το χωρίς πέδιλα τρακτέρ προχωρούσε τόσο αργά μέσα στο παχύ χιόνι που ήταν επίπονη η παρακολούθησή του. Μόνο πάνω στα ίχνη των τροχών του πρώτου τρακτέρ μπορούσε να προχωρεί, χωρίς τον κίνδυνο να γλιστρήσει και σε κάθε στροφή οι περισσότεροι από μας βάζαμε την πλάτη μας στήριγμα, για να μη γλιστρήσουν οι ρόδες του πακτοφόρου.
Δυστυχώς το κακό δεν το αποφύγαμε. Σε μια απότομη δεξιά στροφή το πακτοφόρο γλίστρησε και αι πισινές ρόδες του έπεσαν στο δεξί και γεμάτο χιόνι χαντάκι του δρόμου. Έτριξαν οι αρμοί και οι συνδέσεις και το σκάφος γέρνοντας σιγά σιγά ακούμπησε μαλακά στην πλαγιά του βουνού. Ευτυχώς είχαμε γλιτώσει το ανεπανόρθωτο, γιατί ούτε σπάσιμο ούτε άλλη ζημιά παρατηρήσαμε. Το αφήσαμε εκεί μαζί με τον εθελοντή ιδιοκτήτη του και τον φαντάρο οδηγό του τρακτέρ, έχοντας την ελπίδα πως αύριο θα ξημέρωνε μια καλύτερη μέρα. Άλλωστε και πολλοί απ’ τους στρατιώτες της συνοδείας είχαν φτάσει τα όρια της αντοχής τους. Το ασταμάτητο βάδισμα στο παχύ στρώμα του χιονιού κούραζε αφάνταστα, ενώ η μικρή ανάπαυλα στις γωνιές του πακτοφόρου συνοδευόταν με ρίγη και πόνους σ’ όλο το σώμα και ιδιαίτερα στα παγωμένα πόδια…”
Στις 9 το πρωί έφτασαν επιτέλους στο Πισοδέρι όπου το προσωπικό ξεκουράστηκε και ζεστάθηκε ενώ με μέριμνα του Φρουραρχείου εστάλησαν 2 τρακτέρ για να φέρουν τα 2 σκάφη που είχαν μείνει πίσω το βράδυ. Πραγματικά, λίγο μετά το μεσημέρι η “χερσαία” νηοπομπή ήταν “εν ορμώ Πισοδερίου” σε απαρτία!
Πισοδέρι – Ανταρτικό – Κρυσταλλοπηγή
Την άλλη μέρα, 11 Δεκεμβρίου, η πομπή ξεκίνησε με χιονοθύελλα απ’ το Πισοδέρι για το Ανταρτικό, σε ένα δρόμο ομαλό και κατηφορικό. Έφτασαν χωρίς απώλειες στο Ανταρτικό κατά τις 7 το βράδυ. Εκεί, ελλείψει Φρουραρχείου, ο πρόεδρος της Κοινότητας φρόντισε για τον καταυλισμό των ανδρών σε σπίτια του χωριού. Για τον επικεφαλής διατέθηκε ένα από τα αρχοντικά του χωριού. Το επόμενο πρωί, αφού ανεφοδιάστηκαν με τροφή για δύο μέρες (γαλέτα, ρέγγες, τυρί, τσιγάρα) συγκεντρώθηκαν στα οχήματα για την προετοιμασία της αναχώρησης, η οποία δεν ήταν μια συνηθισμένη δουλειά. Ας ακούσουμε πώς την περιγράφει ο Αντωνιάδης:
“Οι μηχανές των τρακτέρ, μετά το σβήσιμό τους, πάγωναν στη διάρκεια της νύχτας σε τέτοιο βαθμό που για να πάρουν εμπρός το πρωί ήταν αληθινό μαρτύριο. Χρειαζόταν ζέσταμα των σωλήνων του πετρελαίου, για το οποίο δεν αρκούσε το ειδικό καμινέτο που είχαν μαζί τους οι οδηγοί και γι’ αυτό πολλές φορές αναγκάζονταν να βάλουν φωτιά με ξύλα κάτω απ’ τη μηχανή. Αλλά με τη φωτιά καιγόταν και κανένα σωληνάκι ή καλώδιο και η δουλειά πήγαινε χαμένη. Εξάλλου και το γέμισμα του ντεπόζιτου με πετρέλαιο δεν ήταν πάντα εύκολο, γιατί το πετρέλαιο μόλις έβγαινε απ’ το βαρέλι, πάγωνε και δεν έτρεχε.”
Η πομπή μπόρεσε να ξεκινήσει κατά το μεσημέρι και κινούμενη διαρκώς κάτω από κακοκαιρία έφτασε στις 9 το βράδυ στην Κρυσταλλοπηγή. Στρατωνίστηκαν όπως-όπως σε ένα μισογκρεμισμένο σχολείο. Ξεκίνησαν την πορεία τους πολύ νωρίς το επόμενο πρωί περνώντας τα ελληνοαλβανικά σύνορα με το εγκαταλειμμένο πια τελωνοφυλάκιο.
Πέρα από τα σύνορα
Γράφει ο Αντωνιάδης:
“Χαλάσματα, σωροί από πέτρες, οι τρύπες σφαιρών στους τοίχους και οι σκελετοί των ζώων που εξείχαν από το χιόνι, φανέρωναν πεδίο μάχης που με συγκίνηση το περιεργαζόμαστε, αναλογιζόμενοι τις συγκρούσεις και το θριαμβευτικό πέρασμα του ελληνικού στρατού. Προχωρημένο απομεσήμερο περάσαμε απ το αλβανικό χωριά Καπέτιστα. Χωρίς ανάπαυλα συνεχίσαμε την πορεία μας και το βράδυ φτάσαμε στην Μπίγλιστα. Για διαμονή και στρατωνισμό ούτε λόγος. ‘Εστω και αργά, είχα διδαχθεί πολύ καλά ότι κάθε διανυκτέρευση σε ακινησία, σήμαινε τουλάχιστον μισή μέρα καθυστέρηση και αυτή τη φορά είχα πάρει ακλόνητη απόφαση να μη σταματήσουμε παρά μόνο στον τελικά προορισμό μας. Με αναμμένες τις μηχανές σταθήκαμε για λίγο, παραλάβαμε ψωμί, τυρί και φασκόμηλο από τον σταθμό ανεφοδιασμού και φύγαμε γύρω στις 9 το βράδυ…
…Κόντευαν μεσάνυχτα όταν στρίψαμε βόρεια. 0 δρόμος χαλούσε απότομα και γινόταν καρόδρομος γεμάτος πέτρες και λακκούβες. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ένας παγωμένος βοριάς άρχισε να μαστιγώνει τα πρόσωπά μας, καθώς μια νέα θύελλα σάρωνε την πεδιάδα. Βαδίζουμε μέσα σε δασωμένες περιοχές και σε παρόχθια δρομάκια και διαρκώς αλλά σιγά σιγά ανηφορίζουμε. Το κρύο γίνεται αβάσταχτο. Περνάμε το χωριό Τσαγκόνι χωρίς να συναντήσουμε ψυχή ζώσα. Μετά το χωριό ο δρόμος ανηφόριζε στη δυτική πλαγιά του βουνού. Το ανυπόφορο ψύχος είχε νεκρώσει κάθε μας σκέψη και βαδίζαμε σαν αυτόματα μέχρι να ξημερώσει. Πριν ακόμα ξημερώσει φτάσαμε στο Ποτγκόργιε, ένα χωριό αραιοκτισμένο αμφιθεατρικά στην πλαγιά του βουνού. Κείνη την ώρα ήταν βυθισμένο στο λήθαργο, ‘Ενας φρουρός φαντάρος, εξαιρετικά πρόθυμο παιδί, ανέλαβε να μας φροντίσει για ένα πρωινό ρόφημα.”
Συνεχίζοντας την πορεία η πομπή έφτασε το μεσημέρι στην κωμόπολη Τσεράβα. Σταθμεύσαν για λίγη ώρα σε ένα μεγάλο χάνι, καταφύγιο στρατιωτών κάθε προέλευσης και συνέχισαν τη διαδρομή τους προς τον τελικό προορισμό τους, που ήταν η Σταρόβα. Το κομμάτι αυτό του δρόμου ήταν γεμάτο από στρατιώτες που στη θέα των καϊκιών, ξεσπούσαν σε ζητωκραυγές για τον… Αβέρωφ!
Φρόντισαν να φτάνουν στην Στάροβα, στις όχθες της Οχρίδας, όταν άρχισε να χάνεται το φως για να μη δώσουν στόχο στο ιταλικό πυροβολικό που αντάλλασσε πυρά με το αντίστοιχο ελληνικό όλη τη μέρα (η πομπή βρισκόταν πλέον στην προφυλακή, στο ακραίο όριο της ελληνικής προέλασης).
Παράδοση των σκαφών στο Στρατό
Το πρωί της επόμενης ημέρας ο Αντωνιάδης, πλυμένος, ξυρισμένος και ξεσκονισμένος, ξεκίνησε πεζός για το χωριό Ρεμένγι, το οποίο απείχε περί τα 3 χιλιόμετρα ΝΑ της Στάροβας, για να αναφέρει την άφιξη της αποστολής στον διοικητή του Συντάγματος που είχε την έδρα του σε μια κοιλάδα κρυμμένη στα γύρω βουνά. Στην είσοδο του χωριού ομάδες στρατιωτών δούλευαν για την κατασκευή ημιονικής οδού για το κοντινό πυροβολείο. Οι λίγοι που κατάλαβαν ποιος ήταν, το πλησίασαν και του δήλωσαν πως ήταν επαγγελματίες ναυτικοί και πως θα μπορούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους κάπου στο ναυτικό, αντί να χαραμίζονται στα σκαψίματα και τις άλλες “στεργιανές” δουλειές. ‘Ενας, μάλιστα, μηχανοτρατάρης του Θερμαϊκού, τον γνώριζε προσωπικά από το Λιμεναρχείο Θεσσαλονίκης και του ζητούσε επίμονα να τον πάρει μαζί μου.
Περιγράφει ο Αντωνιάδης:
“Στο Ρεμένγι βρήκα εύκολα το γραφείο του Συνταγματάρχη. Άδεια κασόνια πυρομαχικών παρίσταναν το τραπέζι και τις καρέκλες. Με καλοδέχτηκε συγχαίροντάς με για την καλή έκβαση της αποστολής, για την οποία ήταν ενήμερος. Μου ζήτησε να δούμε μαζί πού θα μπορούσαν να μείνουν τα σκάφη, που τα θεωρούσε πολύτιμα για τις επιχειρήσεις της λίμνης. Απλώσαμε τους στρατιωτικούς χάρτες της περιοχής και σημειώσαμε τα πιο κατάλληλα σημεία για αγκυροβόλιο. Συζητήσαμε ακόμα για την επάνδρωση των σκαφών και μιλώντας για τα πληρώματα, του ανέφερα την πολύτιμη παρουσία των ιδιοκτητών ψαράδων και το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης των στρατιωτών επαγγελματιών ναυτικών που είχε στη δύναμή του.”
Μετά την παράδοση των σκαφών ο Αντωνιάδης πήρε το δρόμο της επιστροφής και έφτασε στη Θεσσαλονίκη όπου ανέφερε “πέρας αποστολής” την νύχτα της 20ης προς 21η Δεκεμβρίου, 2 εβδομάδες μετά την αναχώρηση του για ένα ταξίδι που θα του έμενε αξέχαστο.
Επίλογος
Αυτή λοιπόν ήταν η άγνωστη ιστορία της άγνωστης και μοναδικής “χερσαίας” νηοπομπής που διαδραματίστηκε στη Βόρεια Ήπειρο στην περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου. Νομίζω ότι είναι πρέπον τον επίλογο του άρθρου να τον κάνει ο ίδιος ο Ξενοφών Αντωνιάδης. Κλείνουμε με την ακόλουθη καταγραφή του ημερολογίου του:
“Και τα τρία καΐκια καθελκύστηκαν άνετα στη λίμνη χάρη στην ικανότητα καὶ την εμπειρία του ναυπηγού Οικονόμου. Τα σκάφη, με κυβερνήτες τους ιδιοκτήτες ψαράδες, εξοπλίστηκαν στην εντέλεια από τον στρατό καὶ ανέλαβαν δεκάδες πετυχημένων αποστολών στα πλευρά του πολεμικού μετώπου, δικαιώνοντας πλήρως το σχέδιο της μεταφοράς και της χρησιμοποίησής τους. Κατά την αποχώρηση του στρατού μας απ᾽τη Στάροβα τα σκάφη βυθίστηκαν στα βαθιά της λίμνης για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. H μνήμη όμως του “Άη Γιώργη”, της “Παναγίας Δόξας” και του “Έθνους” διατηρήθηκε ζωντανή σ᾿ όλους εκείνους που με οποιοδήποτε τρόπο πήραν μέρος στις περιπέτειες της μεταφοράς του και στη δράση της πολεμικής τους αποστολής.”
Βιβλιογραφία:
- Επιτομή Ιστορία του ΕλληνοΪταλικού Πολέμου 1940-1941 (Επιχειρήσεις Στρατού Ξηράς), Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, 1985.
- “Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1940, όπως τον έζησα”, Επαμεινώνδας Καββαδίας, Πυρσός 1950.
- Προσωπικό Ημερολόγιο Αντιναυάρχου (ΛΣ) Ξ. Αντωνιάδη
Έκτακτη και ιδιαίτερα τελείως άγνωστη επιχείρηση του Ελληνοιταλικού πολέμου.