Γράφει ο Δημήτρης Μπαλόπουλος
Το βράδυ της 3ης Αυγούστου του 1914 ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Sir Edward Grey (1862 – 1933), όρθιος στο παράθυρο του γραφείου του που αντίκρυζε τη λεωφόρο Μολ, στράφηκε σ’ έναν από τους συνεργάτες του και είπε: «Τα φώτα σβήνουν σε όλη την Ευρώπη….όσο ζούμε δεν θα τα δούμε να ξανανάβουν».
Πρελούδιο
Μετά την κατάρρευση της χρηματαγοράς του Παρισιού το 1870, το Σίτι του Λονδίνου ήταν το κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας, όχι μόνο γιατί η βρετανική βιομηχανία άνθρακα και σιδήρου ήταν το εργοστάσιο όλου του κόσμου, αλλά κυρίως, γιατί στο Λονδίνο κυκλοφορούσε όλο το μεγάλο κεφάλαιο και εκεί είχαν μετοικίσει οι μεγαλύτεροι Ευρωπαίοι τραπεζίτες.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Βρετανική Αυτοκρατορία επεκτεινόταν από τον Βόρειο ως τον Νότιο Πόλο, από τον Καναδά ως την Αίγυπτο και την αποικία του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, φτάνοντας ως την Ινδία, τη Βιρμανία, τη Σιγκαπούρη, την Αυστραλία κ.α. Πράγματι ήταν μια τεράστια δύναμη που στηριζόταν κυρίως στη θαλάσσια ισχύ που της χάριζε το πανίσχυρο Ναυτικό της (Royal Navy), ενώ το βουητό των ανταγωνιστών της, της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και των Η.Π.Α ακούγονταν πολύ αδύναμο ακόμα.
Πως όμως η Βρετανία έφτασε στη δημιουργία ενός τόσου ισχυρού Ναυτικού; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στη Γερμανία, μια χώρα που μέχρι το 1898 χρησιμοποιούσε το Ναυτικό της ως ακτοφυλακή για την προστασία των ακτών της Βαλτικής. Όλα αυτά όμως μέχρι το 1898, καθώς τότε ο Kaiser Wilhelm II και ο νέος Υπουργός του Αυτοκρατορικού Ναυτικού, Ναύαρχος Alfred von Tirpitz έλαβαν την απόφαση δημιουργίας ενός ισχυρού πολεμικού στόλου, εγκαινιάζοντας με πέντε νομοθετικές πρωτοβουλίες (1898, 1900,1906, 1908 και 1912) ένα πρόγραμμα μαζικής κατασκευής πλοίων και συγκεκριμένα μεγάλων θωρηκτών. Ο στόχος ήταν συγκεκριμένος. Όπως δήλωνε ο Τίρπιτς: «Για τη Γερμανία ο πιο επικίνδυνος ναυτικός εχθρός τώρα είναι η Αγγλία»1Ritcard J. Evans, Η επιδίωξη της ισχύος. Ευρώπη 1815 -1914, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2018, σ.813
Η αντίδραση της Βρετανίας ήταν αναμενόμενη και ο άνθρωπος που ανέλαβε το έργο του εκσυγχρονισμού του βρετανικού στόλου ήταν ο Ναύαρχος «Τζάκι» Φίσερ (1841–1920), ο οποίος έχοντας μελετήσει σχολαστικά τα συμπεράσματα της πρόσφατης ναυμαχίας της Τσουσίμα (1904), στην οποία ο Ιαπωνικός στόλος κατεναυμάχησε τον Ρωσικό, ήταν πλέον πεπεισμένος ότι τα σημεία κλειδιά για τον μελλοντικό ναυτικό πόλεμο θα ήταν η ταχύτητα των θωρηκτών και το μεγάλο βεληνεκές των πυροβόλων 12 ιντσών.
Οι Βρετανοί διέθεταν μεγάλη ναυπηγική βιομηχανία και άφθονη πρώτη ύλη (σίδηρος) και έτσι στις 22/10/1905 στα ναυπηγεία του Πόρτσμουθ τοποθετήθηκε η τρόπιδα και στις 10/2/1906 καθελκύεται το HMS Dreadnought, ένα πλοίο που ναυπηγήθηκε μέσα σε 14 μήνες, που έδωσε το όνομά του σε μια ολόκληρη γενιά θωρηκτών.
Είχε πάρα πολλά πλεονεκτήματα και ένα μειονέκτημα που δεν ήταν άλλο από το υψηλό κόστος κατασκευής του. Ο Φίσερ για να διατηρήσει μια ισχυρή αλλά και οικονομικά διαχειρίσιμη δομή δυνάμεων δεν δίστασε να αποσύρει εκατοντάδες πλοία, με το επιχείρημα ότι «Ήταν πολύ αδύναμα για να πολεμήσουν και πολύ βραδυκίνητα για να το βάλλουν στα πόδια».
Το 1914 η Βρετανία διέθετε 29 τέτοια θωρηκτά, πολλά από τα οποία ήταν ακόμα πιο βελτιωμένα και γι’ αυτό ονομάζοντο «υπέρντρεντνωτ», ενώ οι Γερμανία διέθετε μόνο 17.
Γεγονός είναι ότι αυτή η κούρσα εξοπλισμών καλά κρατούσε, χωρίς όμως κανείς να είναι σε θέση να μιλήσει με βεβαιότητα για το πως θα γινόταν αυτός ο όποιος νέος πόλεμος, τόσο στη θάλασσα όσο και στην ξηρά. Μπορεί λοιπόν κανείς να μην ήταν σε θέση κάποιος να φανταστεί πως θα γινόταν ο νέος πόλεμος αλλά όλοι μιλούσαν γι’ αυτόν από το 1910.
Ο Φίσερ έγραφε για την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο Βρετανικό Ναυτικό: «Προετοιμάζαμε τον πόλεμο, στις ώρες της εργασίας μιλούσαμε για τον πόλεμο, σκεφτόμαστε τον πόλεμο και ελπίζαμε στον πόλεμο».2Ό.π. Ritchard Evans, σ. 816
Από την άλλη πλευρά ο Αρχηγός του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου την περίοδο 1906 – 1914, Χέλμουτ Φον Μόλτκε (1848 – 1916) βιαζόταν πολύ, και την άνοιξη του 1914 δήλωνε: «Ο χρόνος μας πιέζει, κάθε μέρα αναμονής μειώνει τις πιθανότητές μας. Ο πόλεμος πρέπει να έρθει και όσο συντομότερα τόσο το καλύτερο». Το τραγικό για τον Μόλτκε τον «νεότερο» όπως ονομαζόταν, είναι, ότι όταν ήρθε ο πόλεμος εκείνος έπαθε νευρικό κλονισμό και αντικαταστάθηκε.
Πράξη 1η
Η δολοφονία του Φρ. Φερδινάνδου στο Σεράγεβο, 26/6/1914
[..] Όταν μια ανερχόμενη δύναμη απειλεί μια ήδη κυριαρχούσα δύναμη, τότε οδηγούμεθα πιθανότατα σε πόλεμο [..] Θουκυδίδης.
Τότε η ανερχόμενη δύναμη ήταν η Αθήνα και η κυριαρχούσα η Σπάρτη. Το 1914 η ανερχόμενη ήταν η Γερμανία και η κυριαρχούσα η Βρετανία. Η σύγκρουση θα ερχόταν σίγουρα, στη συγκεκριμένη περίπτωση χρειάστηκε ένα λάθος δρομολόγιο του αυτοκινήτου που μετέφερε τον Αρχιδούκα της Αυστρίας Φραγκίσκο Φερδινάνδο και τη σύζυγό του για να δώσει την ευκαιρία στον 19χρονο Σερβοβόσνιο εθνικιστή Γκαβρίλο Πρίντσιπ να ανοίξει την πόρτα του τρελοκομείου.
Η Αυστρο -Ουγγαρία κατηγόρησε τη Σερβία ότι στηρίζει τους δολοφόνους και εξέδωσε τελεσίγραφο απεολώντας με στρατιωτική επέμβαση αν οι ένοχοι δεν οδηγούντο άμεσα στη δικαιοσύνη. Ακολούθησε ένας ορυμαγδός διπλωματικών ενεργειών. Η Γερμανία έσπευσε να στηρίξει την Αυστρία, η Ρωσία είχε υποσχεθεί στήριξη στη Σερβία και όλα έδειχναν ότι το επόμενο βήμα ήταν θέμα χρόνου.
Πράξη 2η
Ο πόλεμος
Στις 28 Ιουλίου 1914 η Αυστρο -Ουγγαρία κηρύσσει τον πόλεμο στη Σερβία και όπως ήταν αναμενόμενο η Ρωσία κινητοποιεί το στρατό της για να υποιστηρίξει τη Σερβία. Την 1η Αυγούστου η Γερμανία κηρύσσει τον πόλεμο στη Ρωσία.
Η 3η Αυγούστου 1914 ήταν μια ζεστή Δευτέρα. Ο Κάϊζερ Γουλιέλμος Β’ δεν ήταν σε καμμία περίπτωση ένας στρατηγιστής που θα επιδίωκε μανιωδώς τον πόλεμο. Κατά τον Τσώρτσιλ ήταν «ένας ριψοκίνδυνος τουρίστας που πέταξε το τσιγάρο του στον προθάλαμο της πυριτιδαποθήκης, που ήταν ήδη η Ευρώπη.
Οι Γερμανοί είχαν πιστέψει ότι είχε έρθει η στιγμή τους για να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με την Βρετανία, γιατί η Βρετανία ήταν ο ουσιαστικός αντίπαλός τους.
Η Ευρώπη είχε κατρακυλήσει στην εμπόλεμη σύρραξη μέσα σ’ ένα κλίμα παράλογου ενθουσιασμού και εθνικής έξαρσης από όλες τις πλευρές. Όλοι νόμιζαν ότι ο πόλεμος που ξεκίναγε θα ήταν μικρής διάρκειας και έτσι οι αποχαιρετισμοί των επιστρατευμένων συνήθως τέλειωναν με την επωδό «Τα Χριστούγεννα θα είμαστε πίσω», καθώς οι διευθετήσεις που το κάθε κράτος ξεχωριστά διεκδικούσε, υπήρχε διάχυτη η αντίληψη ότι θα είχαν ρυθμισθεί πολύ γρήγορα. Τα δεδομένα όμως είχαν ήδη αλλάξει ερήμην των πρωταγωνιστών.
Η ιστορία του πολέμου είχε γυρίσει σελίδα και ο πόλεμος αυτός δεν θα ήταν σίγουρα μια μικρή παρένθεση, ένας στρατιωτικός περίπατος ή μιας μικρής διάρκειας περιπέτεια όπως ανεξήγητα πολλοί είχαν πιστέψει. Ήταν ένας πόλεμος που έφερε γρήγορα τις εμπόλεμες δυνάμεις αντιμέτωπες με αντίστοιχα μεγάλες αλλαγές, όπως το πολυβόλο, το αεροπλάνο, λίγο αργότερα το τανκ, τα υποβρύχια και τα δηλητηριώδη αέρια, που άλλαξαν ριζικά το πεδίο μάχης σε ξηρά και θάλασσα.
Οι προϋποθέσεις ισχύος είχαν μεταβληθεί και η προπολεμική αλματώδης οικονομική ανάπτυξη, προϊόν του βιομηχανικού οργασμού που είχε προηγηθεί δεν μπορούσε από μόνη της να δώσει την νίκη.
Η νέα πραγματικότητα έγινε αντιληπτή πολύ γρήγορα ,καθώς η πρώτη επέλαση των Γερμανικών δυνάμεων στην Γαλλική ενδοχώρα δέσμευσε τα 2/3 της γαλλικής παραγωγής σε χάλυβα και χυτοσίδηρο ενώ σημαντικές ελλείψεις παρουσιάστηκαν και σε γαιάνθρακα. Στη Γαλλία οι εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό σταμάτησαν ενώ οι τιμές στο εσωτερικό άρχισαν να ανεβαίνουν. Η εξάρτηση της Γαλλίας από τις θαλάσσιες μεταφορές ήταν φανερή και δεν απαιτείτο μεγάλη διορατικότητα για να αντιληφθεί κάποιος ότι το πρόβλημα θα γινόταν ολοένα και περισσότερο έντονο για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις αλλά και παράλληλα εκρηκτικό για την κοινωνική συνοχή του άμαχου πληθυσμού, καθώς η ώρα του δελτίου τροφίμων πλησίαζε.
Η Μ. Βρετανία από την άλλη μεριά δεν είχε δεχθεί επίθεση στο έδαφός της και σε κάθε περίπτωση κανείς αυτή την ώρα δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία της στην θάλασσα. Όλοι όμως ήξεραν ότι η οικονομική κατάσταση δεν θα αργούσε να γίνει ανησυχητική καθώς ήταν γνωστό ότι η αγροτική παραγωγή δεν επαρκούσε για την κάλυψη των αναγκών του νησιού η επιβίωση του οποίου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το εμπόριο και τις εισαγωγές.
Και ενώ όλα ξεκίνησαν μέσα σ’ ένα κλίμα ενθουσιασμού και πανηγυρισμών, πολύ γρήγορα το σκηνικό άλλαξε και τεράστια δίκτυα από λασπωμένα καταφύγια ξεδιπλώθηκαν. Ο ενθουσιασμός χάθηκε και μια αγωνία πήρε τη θέση του για τέσσερα ολόκληρα χρόνια μέσα στη φρίκη των χαρακωμάτων.
Ο παράγων που άλλαξε το πολεμικό ισοζύγιο ήλθε πάλι από τη θάλασσα και αυτή τη φορά όχι από ένα πολεμικό πλοίο αλλά από ένα βρετανικό υπερτωκεάνιο, το RMS Lusitania, το οποίο στις 2 Μαίου 1917 ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη για το Λίβερπουλ το 101ο και τελευταίο του ταξίδι μεταφέροντας 1959 επιβάτες και πλήρωμα και ποσότητα πυρομαχικών.
Στις 7 Μαίου λίγο μετά τις 2 το μεσημέρι, 8 ναυτικά μίλια νότια της Ιρλανδίας και ενώ ξ ορχήστρα έπαιζε το ρυθμό του δημοφιλούς τραγουδιού «It’s a Long Way to Tipperary», μια τορπίλη του γερμανικού υποβρυχίου U-20, σχίζει στα δύο το πλοίο που βυθίζεται μέσα σε 18 λεπτά. Περισσότεροι από 1198 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στα παγωμένα νερά και ανάμεσά τους 128 Αμερικανοί πολίτες, η απώλεια των οποίων αποτελούσε casus belli για τις Η.Π.Α. Το ναυάγιο του Lusitania κρατά καλά κρυμμένα τα μυστικά της ιστορίας αλλά και της παρα- ιστορίας, τροφοδοτώντας πολλά σενάρια. Γεγονός είναι ότι η τορπίλη του U-20 άλλαξε την πορεία των γεγονότων καθώς στις 6 Απριλίου 1917 οι Η.Π.Α μπαίνουν στον πόλεμο.
Όλοι πολεμούσαν όλους και όλους τους πολεμούσε η φονική ισπανική γρίππη που ξέσπασε το 1918 αποδεκατίζοντας τους ήδη εξαντλημένους Ευρωπαίους.
Ο «Μεγάλος» Πόλεμος τέλειωσε εξίσου απότομα όπως απότομα είχε ξεκινήσει. Τα γερμανικά όνειρα είχαν γίνει εφιάλτες. Στις 8 Νοεμβρίου 1918β τα πληρώματα του Γερμανικού στόλου στασιάζουν στο Κίελο εξαντλημένα από τον παρατεταμένο πόλεμο, αρνούμενα να αποπλεύσουν για μια τελευταία αποστολή εναντίον του Βρετανικού στόλου. Αλυσιδωτές εξεγέρσεις εκδηλώνονται σε ολόκληρη τη χώρα και ο Κάϊζερ Γουλιέμος ΙΙ παραιτείται καταφεύγοντας στην Ολλανδία.
Στις 9 Νοεμβρίου 1918 η Γερμανία ανακηρύχθηκε Σοσιαλιστική Δημοκρατία και μια μέρα αργότερα το βράδυ της 10ης Νοεμβρίου 1918, σ’ ένα βαγόνι στο δάσος της Κομπιένης υπογράφεται η ανακωχή. Οι Γερμανοί εκπρόσωποι αποδέχονται όλους τους όρους που επέβαλλαν οι σύμμαχοι. Την επόμενη μέρα 11 Νοεμβρίου 1918 στις 11 π.μ. τίθεται σε εφαρμογή η ανακωχή. Η είδηση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό σε όλα τα συμμαχικά έθνη που ένοιωσαν επιτέλους ανακούφιση.
Στις 1 Νοεμβρίου 1918 ο Γερμανικός στόλος ξεπροβάλλει μέσα από την ομίχλη πλέοντας προς το Σκάπα Φλόου για να παραδοθεί. Το πρωί της 21ης/7/1919 εκεί στο Σκάπα Φλόου, 50 αντιτορπιλικά, 10 καταδρομικά και 11 θωρηκτά της ηττημένης Γερμανίας, αγκυροβολημένα εν όψει της παράδοσής τους στους Βρετανούς σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλιών, υψώνουν ξαφνικά την εθνική τους σημαία και αυτοβυθίζονται. Από τα 71 γερμανικά πλοία μόνο για εννέα από αυτά η αυτοβύθιση δεν υπήρξε επιτυχής. Το γεγονός αυτό ήταν ένα σοκ για τη διεθνή κοινή γνώμη προκαλώντας έναν εύλογο προβληματισμό στην πλευρά των νικητών και ένα αίσθημα ικανοποίησης στην πλευρά των ηττημένων.
Πράξη 3η
Οι συνέπειες
Ο απολογισμός του «Μεγάλου Πολέμου» ήταν πράγματι τραγικός. Το σύνολο των νεκρών και τραυματιών ανήλθε στα 37 εκ. περίπου.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο πρώτος ολοκληρωτικός και βιομηχανικός πόλεμος που διεξήχθη σε χαρακώματα, πεδία μαχών, θάλασσες, αέρα αλλά και λιμάνια, πόλεις και χωριά που υπέφεραν από τις ασθένειες και τον υποσιτισμό και όταν ήρθε η ανακωχή, η καταμέτρηση των εκατομμυρίων νεκρών και τραυματιών αλλά και των ψυχολογικών ερειπίων που σαν σκιές περιφερόντουσαν άσκοπα ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Ήταν μια ολόκληρη γενιά που έχασε τα νιάτα της στον πόλεμο χωρίς να ξέρει πια που ανήκει.3Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ο μαύρος οβελίσκος, Κέδρος, Αθήνα, 2019
Η Ευρώπη του 19ου αιώνα βγήκε κατεστραμμένη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ήπειρος που δάνειζε ολόκληρο τον κόσμο, ήταν χρεωμένη τώρα στις Η.Π.Α και όλα τα κράτη της αποτιμούσαν τις ζημιές στις κλονισμένες οικονομίες τους.
Οι υλικές καταστροφές επηρέασαν ουσιαστικά την παραγωγή, η οποία μειώθηκε σχεδόν στο μισό, σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, με αποτέλεσμα να ευνοηθούν νέες έξω – ευρωπαϊκές δυνάμεις όπως η Ιαπωνία και, κυρίως, οι Η.Π.Α.
Η οικονομική ευημερία εκεί στα τέλη του 19ου – αρχές του 20ου αιώνα έγινε πια παρελθόν και την Βelle Εpoque την παρέσυρε οριστικά το ρεύμα της ιστορίας. Ο δρόμος για την οικονομική κρίση είχε μόλις ανοίξει.
Φινάλε
Στις 28 Ιουνίου του 1919 υπογράφεται η συνθήκη των Βερσαλλιών. Κάποιοι πανηγυρίζουν, κάποιοι άλλοι που μπορούν να προβλέψουν την συνέχεια ανησυχούν. Κανείς όμως ή πολλοί λίγοι μπορούσαν να προβλέψουν τη συνέχεια.
Πηγές:
- Eric Hobsbawn, Η εποχή των άκρων, ο σύντομος 20ος αιώνας 1914-1991, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1994.
- Jean Monnet, Απομνημονεύματα, εκδόσεις Ροές, Αθήνα 1988.
- Winston Churchill, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, εκδόσεις ‘’ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ’’, σύνοψη της εξάτομης ιστορίας του Β΄Π.Π, στοιχεία από το κεφάλαιο 1:’’Οι απερισκεψίες των νικητών’’.
- Geert Mak, Στην Ευρώπη, ταξίδια στον 20ο αιώνα, εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Ινώ Βαν Νταϊκ – Μπαλτά.
- Historical Atlas, έκδοση 1996, Anders Rohr, J.W. Cappelens Forlag, Oslo
- AJP Taylor, History of World War I, Octopus Books Limited,1974
- Erik Larson, Βουβό κύμα, το τελευταίο πέρασμα του Λουζιτάνια, μτφρ.:Κατερίνα Σχινά, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2017
- Niall Ferguson, Ο πόλεμος στον κόσμο. Ο αιώνας του μίσους 1901 – 2000, Ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα