Του Γιώργου Κανάκη.
Λοιπόν που λέτε, τότε που δεν υπήρχε η σημερινή εικονική πραγματικότητα, όταν διαβάζαμε τη νουβέλα του Αμερικανού συγγραφέα Herman Melville με με τον τίτλο Moby Dick, κλείναμε τα μάτια και μπαρκάραμε στο φαλαινοθηρικό Pequod. Εκεί στεκόμασταν σε μια μπάντα του καραβιού και ζούσαμε με τη φαντασία μας, ακούγοντας το ξερό κτύπο από το ξύλινο ποδάρι πάνω στα μαδέρια της κουβέρτας όταν βημάτιζε με νευρικότητα ο μονομανής σχεδόν τρελός Captain Ahab ζητώντας εκδίκηση από τη φοβερή και τρομερή δολοφόνο φάλαινα Moby Dick που τον είχε αφήσει ανάπηρο και του είχε βουλιάξει το καράβι. Από τη μεριά μας που καθόμασταν ήσυχα ήσυχα παρατηρούσαμε χωρίς βέβαια να μας παίρνουν χαμπάρι τον Υποπλοίαρχο Starback, που έπινε συνέχεια καφέ, τους Ανθυποπλοιάρχους τον Stubb και τον Flask, τον Fleece τον μάγειρα, τον συνομήλικό μας Pip το καμαροτάκι και τον σιδερά που πλοίου τον Perth, που ίσιωνε και ακόνιζε τα καμάκια. Οι καμακιστές ήταν κομμάτι πιο δύσκολοι πιο απρόσιτοι: ο Queequeg, ο Tashtago, o ψηλέας ο Αφρικανός ο Daggoo, που ο καθένας τους για τους διαφορετικούς λόγους προσπαθούσε να πολεμήσει τους δικούς του δαίμονες κυνηγώντας αλύπητα τις φάλαινες, έτσι λοιπόν την έστηναν στα βαθμιδόσχοινα παρατηρώντας τη θάλασσα να δουν την ανάσα που προδίδει, να αυτόν τον τεράστιο πίδακα που εκτόξευε η φάλαινα, φωνάζοντας δυνατά για να ακουστούν: «there she blows!» για να κερδίσουν το χρυσό δουβλόνι που είχε καρφώσει στον ιστό με τα ίδια του τα χέρια ο Captain Ahab, σαν ρεγάλο γι’ αυτόν που θα πρωτοέβλεπε τον Moby Dick.
Περάσαν τα χρόνια και σαν Ν. Δόκιμοι στα θερινά εκπαιδευτικά ταξίδια περίπου στο μεσοκαλόκαιρο στη Δυτική Μεσόγειο συναντάγαμε που και που φάλαινες να ξεφυσάνε και να πετάνε ψηλά την υγρή ανάσα τους. Τότε από τα μεγάφωνα των πλοίων δινόταν η διαταγή να συγκεντρωθούμε στο κατάστρωμα για να θαυμάσουμε έστω και στιγμιαία αυτά τα θαυμάσια θαλάσσια θηλαστικά. Το τελευταίο αντάμωμα που είχα με φάλαινα ήταν κατά τον πλου της επιστροφής του ΠΠΚ ΚΕΛΕΥΣΤΗΣ ΣΤΑΜΟΥ τον Αύγουστο του 1975 από τις Cannes στη Ν. Γαλλία, όπου κατά το λυκαυγές, που λέτε σε μια βάρδια 04:00-08:00, όταν ταλαιπωρημένοι, άυπνοι και σε παμφυλακή ευρισκόμενοι στη μικρή κλειστή γέφυρα, ο επόπτης πηδαλίου Αρχικελευστής Πβ Πέτρος Βαμβακούσης είδε να ξεχωρίζει κατάπλωρα ένας γκρίζος όγκος που πετούσε ψηλά ένα πίδακα, τότε φώναξε δυνατά «Φάλαινα κατάπλωρα!» και χωρίς να περιμένει εντολή από τον Κυβερνήτη που κούρνιαζε στην πολυθρόνα του, μια και δεν είχε κατέβει από τη Γέφυρα, πήρε στα χέρια του το πηδάλιο και έκανε μερικές μοίρες στροφή δεξιά και μετά από λίγο το έφερε «αυτού πορεία». Το καράβι μας που λέτε έκανε σλάλομ και παράκαμψε τη φάλαινα όμορφα και ωραία κοινώς «ούτε γάτα ούτε ζημιά», όμως όσοι ήμασταν εκεί διερωτηθήκαμε τι θα γινότανε αν ο ΣΤΑΜΟΥ πλέοντας καμαρωτός καμαρωτός με 25 κόμβους, έπεφτε πάνω της. Θα μας έγραφαν οι εφημερίδες, ότι ταχύπλοο πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού με κατευθυνόμενα βλήματα-ναι είχαμε και από δαύτα- συγκρούστηκε με φάλαινα και μη έχοντας πρωραίο στεγανό συγκρούσεως βυθίστηκε αύτανδρο, χώρια που θα μας χρέωναν και ένα θαλάσσιο θηλαστικό! Βέβαια προσπαθώντας να διερευνήσουμε το γενεσιουργό αίτιο του παρ’ ολίγον ατυχήματος πώς στην ευχή βρέθηκε στην πορεία μας μια φάλαινα μεσοπέλαγα στην Μεσόγειο, κάποιος είπε ότι δεν ήταν φάλαινα αλλά δελφίνι, για να εισπράξει ευθύς και παραχρήμα το φιλοπαίγμον σχόλιο του Επικελευστή Τ/Πβ Βασίλη Βότση: «μάλλον δεν ήταν φάλαινα, αλλά δελφίνι που το εδώ κλίμα, του άνοιξε την όρεξη και τρώγοντας έγινε…σαν φάλαινα!».
Πέρασαν τα χρόνια και δε ξανά ανταμώθηκα με φάλαινες in blood and flesh, παρά μόνο σε κάποιο επαγγελματικό ταξίδι στην Ανατολική ακτή της Αμερικής, εντελώς τυχαία σε ένα κατάστημα ναυτικών ειδών στο Newport, πήρε το μάτι μου διάφορα scrimshaw, αυτά που σκάλιζαν οι παλαιοί ναυτικοί και κυρίως οι καμακιστές φαλαινοθήρες σε κόκαλα φαλαινών. Αν και θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε απλοϊκά, δηλαδή naif, πάνω στα οστά των μεγάλων θηλαστικών οι ναυτικοί είχαν χαράξει γοργόνες, παλιές αγάπες που τους περίμεναν ματαίως να επιστρέψουν σε κάποιο λιμάνι, θρησκευτικά θέματα για να ξορκίσουν τον φόβο του θανάτου ή να τους προστατέψουν από αφροδίσια νοσήματα. Τότε ήταν που υποσχέθηκα στον εαυτό μου, ευκαιρίας δοθείσης να ψάξω την υπάρχουσα βιβλιογραφία και να βρω Έλληνες φαλαινοθήρες. Πέρασαν τα χρόνια και πριν περίπου 20 χρόνια κάποιος καλός φίλος γνωρίζοντας την αγάπη μου για τη θάλασσα και το ναυτικό γενικότερα, μου χάρισε την βιογραφία του καπετάν Γιάννη του Παϊζη, από το Θίακι που ήταν ο μοναδικός συμπατριώτης μας που κουμαντάρισε ένα ολόκληρο στόλο φαλαινοθηρικών. Έτσι λοιπόν θα επιχειρήσω να αφηγηθώ τη δράση του.
Όμως πριν αρχίσω να περιγράφω την περιπέτειά του, θα ήθελα να διευκρινίσω δύο σοβαρά θέματα:
1. Άργησα να γράψω για τη φαλαινοθηρία γιατί προβληματιζόμουν ή μάλλον φοβόμουν για την αντίδραση ορισμένων ατόμων με οικολογικές ευαισθησίες, που είναι απολύτως θεμιτές αλλά και δίκαιες-με τις οποίες συμφωνώ- πλην όμως τότε που διαδραματίστηκαν αυτά τα γεγονότα η εν γένει ευαισθησία (αν και υπήρχαν κανόνες που διέπαν το κυνήγι των μεγάλων θαλάσσιων θηλαστικών), μάλλον ήταν κάπως χαλαρή. Όμως τότε δηλαδή τη δεκαετία του ’50 γενικά τα θέματα της οικολογίας και της προστασίας της πανίδας και χλωρίδας ήταν εν πολλοίς άγνωστα. Για παράδειγμα τότε το κάπνισμα ήταν εκδήλωση ανδρισμού και η απαγόρευση του σε ανοικτούς και κλειστούς χώρους ήταν στον χώρο του ιδεατού, και προς επίρρωση του εν λόγω ισχυρισμού στο ΝΝΑ επιτρεπόταν το κάπνισμα, μάλιστα για τους ανωτέρους Αξιωματικούς ασθενείς υπήρχαν και ειδικά στακτοδοχεία! Βέβαια εδώ και χρόνια απαγορεύεται το κάπνισμα δια νόμου της ΕΕ, αλλά τύποις μια και την εν λόγω απαγόρευση την έχουν γραμμένη στα παλαιότερα των υποδημάτων τους!
2. Ο καπετάν Γιάννης Παϊζης από το 1939 ίσαμε το 1956 όργωνε στη κυριολεξία τις θάλασσες με το Εμπορικό Ναυτικό, όταν πρωτομπαρκάρησε συμμετέχοντας σε νηοπομπές, αλλά και στο τότε Βασιλικό Ναυτικό όταν στις 3 Μαρτίου 1942 παρουσιάστηκε στην Ελληνική Πρεσβεία του Λονδίνου για να καταταχτεί σαν ναύτης. Υπηρέτησε στο ΒΠ ΠΙΝΔΟΣ. Τον Ιούνιο του 1943 ονομάσθηκε Εφεδρος Μάχιμος Σημαιοφόρος και τοποθετήθηκε στο ΒΠ ΠΑΝΘΗΡ σαν Βοηθός Αξιωματικού Ναυτιλίας. Μετά τοποθετήθηκε σαν Ύπαρχος στο Ν/Α ΚΑΡΤΕΡΙΑ με Κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Πύρρο Σπυρομήλιο, όπου έλαβε ενεργά σε επιχειρήσεις εκαθαρίσεως ναρκοπεδίων στη Τυνησία. Στη συνέχεια του ανατέθηκαν καθήκοντα Κυβερνήτου στο Ν/Α ΛΕΡΟΣ σε ηλικία 23 ετών, όπου έλαβε μέρος σε ναρκαλιείες στη Μεσόγειο και στις ελληνικές θάλασσες. Τα Χριστούγεννα του 1947 απολύθηκε από το ΒΝ έχοντας υπηρετήσει ακριβώς έξι 6 ολόκληρα χρόνια. Για τη δράση του τού απονεμήθηκαν δυο Μετάλλια Εξαιρέτων Πράξεων και δυο Σταυροί Ναυτικού Αγώνα για τις υπηρεσίες του στο Πολεμικό και το Εμπορικό Ναυτικό αντίστοιχα. Έζησε 15 χρόνια της ζωής του, από τα 20 μέχρι τα 35 αντρίκια και πολυτάραχα πολεμόντας το φασισμό και ναζισμό και παλεύοντας με τα στοιχεία της φύσης, φουρτούνες, ομίχλες, παγόβουνα. Στο διάστημα αυτό είδε ανθρώπους να καίγονται, να πνίγονται, να γίνονται κομμάτια. Βαπόρια να βουλιάζουν με την πλωρη ή την πρύμη, άλλα να ανατινάζονται και να κόβονται στα δύο ή να γίνονται μπουρλότο. Είδε νάρκες να χώνονται κάτω από τις μάσκες της πλώρης και παγόβουνα να ζώνουν σαν λύκοι μέσα στη καταχνιά της ομίχλης της Αναρκτικής χιλιάδες μίλια μακριά από τον κόσμο. Σε όλες αυτές τις στιγμές ένιωθε το Χάρο δίπλα του και όμως χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει πάντα του ξεγλύστραγε. Αυτή λοιπόν ήταν μια περίοδος της ζωής του που άξιζε, γεμάτη κίνδυνο αλλά και συγκινήσεις.
Τη φαλαινοθηρία τη δεκαετία του 60 τη νέμονταν αποκλειστικά οι Νορβηγοί αν και υπήρχαν μερικές εταιρείες Ολλανδών και Άγγλων. Το μονοπώλιο αυτό το έσπασε ο Ωνάσης μπαίνοντας δυναμικά στο χώρο. Όντας μη ευπρόσδεκτος αναγκάστηκε να προσλάβει φαλαινοθήρες προσφέροντας αστρονομικούς μισθούς, τέτοιους που η Νορβηγική κυβέρνηση έφτιαξε νόμο που στερούσε την υπηκοότητα σε όσους Νορβηγούς μπάρκαραν στην εταιρεία του Ωνάση. Όμως, όπως συνήθως λέγεται «το χρήμα ουδείς εμίσησε», και πάρα πολλοί καμακιστές πήραν τα μπογαλάκια τους και πήγαν στη Σουηδία, Δανία, Πορτογαλία, έτσι το επιβεβλημένο από το κράτος έμπαργκο, δε δημιούργησε κανένα πρόβλημα.
Έτσι λοιπόν ο φαλαινοθηρικός στόλος της εταιρείας του Ωνάση αποτελούνταν από 18 πλοία. Το πλοίο εργοστάσιο OLYMPIC CHALLENGER , 32.000 ton. DW, όπου γινόταν η επεξεργασία των φαλαινών, 12 κυνηγάρικα πλοία, τα λεγόμενα catchers, που ήταν μετασκευασμένες ακταιωροί του Καναδικού Ναυτικού, 4 μεταφορικά του ιδίου τύπου, που ρυμουλκούσαν τις χτυπημένες φάλαινες στο εργοστάσιο και ένα πλοίο που επέβαινε ο αρχηγός των καμακιστών, που λέγεται catch leader και με αυτό ανιχνεύει τριγύρω και μέχρι 300 μίλια μακριά για να εντοπίσει κοπάδια από φάλαινες.
Οι Αξιωματικοί και τα πληρώματα ήταν Γερμανοί περίπου 550, στα κυνηγάρικα και στα μεταφορικά καπεταναίοι ήταν Νορβηγοί, που ήταν άριστοι ναυτικοί και καλοί άνθρωποι όμως το μόνο τους ελάττωμα ήταν η αγάπη τους για το σπίρτο. Από την άλλη μεριά οι Γερμανοί ήταν και δαύτοι καλοί ναυτικοί, αλλά υπήρχε αντιζηλία με τους Νορβηγούς γιατί είχαν απίθανες αμοιβές, έτσι λοιπόν δημιουργόντουσαν κόντρες και παραιτήσεις κάτω στο Νότιο Πόλο. Ο καπετάν Γιάννης λοιπόν ανέλαβε να έχει το γενικό κουμάντο και να παίζει τον άχαρο ρόλο του παραβλήματος (μπαλονιού) για να εξομαλύνει περίεργες καταστάσεις που ενδεχόμενα να είχαν τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο. Έχοντας λοιπόν υπόψη ότι η εποχή της φαλαινοθηρίας διαρκούσε μόνο 50 μέρες και ότι οι επενδύσεις ήταν μερικά εκατομύρια δολάρια, ο ρόλος του ήταν παραπάνω από καθοριστικός.
Η ζωή στην Ανταρκτική ήταν ζόρικη και ο καπετάν Γιάννης έπρεπε να είναι συνεχώς στο πόδι μια και τα catchers πλεύριζαν το πλοίο εργοστάσιο οποιαδήποτε ώρα του 24ωρου για παραλαβή καυσίμων, τροφίμων ή για επισκευές. Όμως υπήρχε και ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, στον πόλο ήταν συνέχεια μέρα και ο ήλιος ψηλά και τις 24 ώρες. Έπρεπε λοιπόν να τρώνε και να κοιμώνται με το ρολόι.
Η πρώτη αποστολή που ανέλαβε ήταν από το φθινόπωρο του ‘54 μέχρι την άνοιξη του ’55 και άρχισε πολύ άσχημα. Συνήθως κυνηγούσαν φάλαινες του είδους sperm, που το λίπος τους δεν είναι βρώσιμο αλλά είναι κατάλληλο για βιομηχανική χρήση. Τις εντόπιζαν στον Ειρηνικό Ωκεανό περίπου 200-300 μίλια δυτικά από τις ακτές της Κεντρικής Αμερικής και δυτικότερα από τα νησιά Galapagos. Όμως ο Ωνάσης υποψιαζόταν πιθανά προβλήματα, λόγω ανταγωνισμού με τις δικτατορικές αρχές αυτών των κρατών,που διατηρούσαν παράκτιους φαλαινοθηρικούς σταθμούς-δηλαδή κυνηγούσαν τις διερχόμενες από τις ακτές τους φάλαινες- και έτσι ασφάλισε στους Lloyds όλη την επιχείρηση στον Ειρηνικό.
Ήταν το τέλος της φαλαινοθηρίας και ετοιμάζονταν να βάλουν πλώρη για την Ανταρκτική, όταν τους επιτέθηκαν δυο Αντιτορπιλικά του Περού και αεροπλάνα στα 210 μίλια από τις ακτές τους. Τα αεροπλάνα πράγματι βομβάρδισαν χωρίς να κτυπήσουν τα catchers και το πλοίο εργοστάσιο, μάλιστα μια βόμβα έπεσε πολύ κοντά στη πρύμη του, όπου εκεί υπήρχε η πυρτιδαποθήκη με τα πυρομαχικά των κανονιών.
Με κατάλληλες οδηγίες ο καπετάν Γιάννης μετά από συνεννόηση με τα γραφεία της εταιρείας που ήταν στο Μόντε Κάρλο, κατάφερε να διασώσει από τους Περουβιάνους 6 catchers και το ολοκαίνουργιο τάνκερ Olympic Splendor (που είχε μεταβεί για να παραδόσει καύσιμα και να παραλάβει το λάδι) και τα οδήγησε ασφαλώς στη Balboa του Παναμά. Τα άλλα πλοία, το πλοίο εργοστάσιο και τα υπόλοιπα catchers, τα δυο αντιτορπιλικά τα συνόδευσαν στο λιμάνι Callao του Περού όπου και κατασχέθηκαν. Σε μια βδομάδα η όλη υπόθεση λύθηκε με τη συμβολή του Lloyds, όπου μόλις οι Περουβιάνοι έλαβαν το τσεκ των 3.000.000 δολλαρίων, αποδέσμευσαν τα πλοία. Ο Ωνάσης με τη διορατικότητα του είχε βάλει τα γυαλιά στο τότε κατεστημένο! Ο στόλος λοιπόν συγκεντρώθηκε ξανά και έβαλε ρότα για το Ross Sea της Ανταρκτικής.
Όμως συνέβηκαν και σοβαρά ατυχήματα.
Σε ένα catcher ο ντουκιαδώρος του σχοινιού του καμακιού, όπως ήταν απασχολημένος να ντουκιάρει τα μπόσικα που έφερνε το βίντσι, μάλλον από απροσεξία πάτησε μέσα στις ντούκες του σχοινιού. Και άξαφνα η καμακωμένη φάλαινα αντέδρασε και άρχισε να παίρνει βάθος, τότε έφυγαν οι πάνω βόλτες του ντουκιαρίσματος, μπλέχτηκαν στο ένα του πόδι και του το έκοψαν σαν από μπαλτά απάνω από το γόνατο. Το κομμένο πόδι βγήκε στη κουβέρτα από το ρούμπο του σχοινιού και τότε κατάλαβαν ότι είχε συμβεί ατύχημα στο παρακάτω κατάστρωμα. Ο καμακιστής ήταν τυχερός στην ατυχία του, μια και υπήρχε γιατρός χειρουργός, νοσοκόμος και εξοπλισμένο χειρουργείο.
Ένα άλλο τραγικό ατύχημα συνέβη σε ένα ναυτη του εργοστασίου. Μόλις είχαν πετάξει στη θάλασσα το στομάχι και τα άντερα μιας φάλαινας και ο ναύτης πήγε να κλείσει το άνοιγμα των χειραγωγών στην πλευρά του καταστρώματος, που είχαν ανοίξει λίγα λεπτά πριν για το πέταγμά τους. Ήταν πολλά τα αίματα και οι λάσπες, γλύστρησε και βρέθηκε στην παγωμένη θάλασσα. Του πέταξαν αμέσως μια σωσίβια κουλούρα που ήταν δεμένη στους χειραγωγούς για παν ενδεχόμενο και ενώ άπλωσε το χέρι του να την πιάσει, έπαθε ανακοπή και κυριολεκτικά βούλιαξε σαν να ήταν από μολύβι. Αν και ήταν 23 χρονών νέος και αθλητικός τύπος δεν άντεξε η καρδιά του ούτε ένα λεπτό σε τόσο χαμηλή θερμοκρασία της θάλασσας.
Όμως υπήρχαν και σοβαρά ναυτικά ατυχήματα, όταν δυο catcher συγκρούστηκαν πλέοντας ολοταχώς κυνηγώντας την ίδια φάλαινα με αποτέλεσμα το ένα να εμβολίσει το άλλο περίπου στη μέση προξενώντας ένα μεγάλο άνοιγμα σε σχήμα σφήνας από την ίσαλο ίσαμε το κέντρο του καταστρώματος. Στο το σημείο της σύγκρουσης λίγο δεξιότερα βρισκόταν η πυριτιδαποθήκη του καραβιού και από μεγάλη τύχη δεν έγινε έκκρηξη με θανάσιμα αποτελέσματα. Μέσα σε μια ώρα το ένα καράβι βυθίστηκε ανάμεσα από τα παγόβουνα ευτυχώς χωρίς καμιά ανθρώπινη απώλεια.
Ο γέρο Borgen ήταν ο καλύτερος καμακιστής ή whale gunner μια και πάντα εντόπιζε τις φάλαινες σε κάθε 12ωρη βάρδια, εκτός αν επικρατούσε ομίχλη ή κακοκαιρία. Πριν μπαρκάρει με την εταιρεία του Ωνάση, ενώ κυνηγούσε μια φάλαινα ξέχασε να τραβήξει έγκαιρα το χέρι του από το πυροβόλο και το κλείστρο του έκοψε τον αντίχειρα που κρεμόταν από μια πέτσα. Και το πιο άσχημο, ότι αστόχησε!
Χρησιμοποιώντας το άλλο το χέρι και τα δόντια του, έσχισε το πουκάμισό του, έβγαλε μια μεγάλη λωρίδα και μ’ αυτή τύλιξε το τραύμα όσο καλύτερα μπορούσε έτσι στα σβέλτα. Όση ώρα κρατούσε η «θεραπευτική αγωγή» ο Υποπλοίαρχος με τον Λοστρόμο ξαναγέμισαν το πυροβόλο και όπλισαν το καμάκι, ενώ ο ίδιος με τα γερακίσια μάτια του ανίχνευε τον ορίζοντα για τη φάλαινα που του ξέφυγε. «Εντάξει έλεγε, χάσαμε το δάκτυλο αλλά όχι και τη φάλαινα!». Μέσα σε είκοσι λεπτά το άτυχο κύτος έπλεε ανάσκελα με μια μεγάλη σημαία μπηγμένη στη φουσκωτή κοιλία του και ο Borgen έβαλε πλώρη προς το πλοίο εργοστάσιο. Ο γιατρός έκανε ό, τι ήταν δυνατό και την ίδια κιόλας μέρα ο γέρο καμακιστής με μπανταρισμένο το χέρι είχε βγει να ξανά κυνηγήσει φάλαινες! Ο αντίχειρας κόλλησε λίγο στραβά αλλά έκανε πολύ καλά τη δουλειά του!
Στις 3 Μαρτίου 1955 πέσανε σε μεγάλη κακοκαιρία μια και είχε τελειώσει το πολικό καλοκαίρι και μέρα με τη μέρα οι καιρικές συνθήκες χειροτέρευαν. Όσο περνάνε οι μέρες, τόσο παχαίνει το στρώμα του πάγου και αν συμβεί να εγκλωβίσει μέσα του κανένα καράβι, τότε αυτό είναι χαμένο. Ο πάγος που το αγκαλιάζει ασκεί τεράστιες πιέσεις στα πλευρά και σύντομα τα συνθλίβει. Πλέοντας λοιπόν ανάμεσα στα παγόβουνα προσπαθούσαν να πλησιάζουν τα πιο μικρά και σιγά σιγά με την πλώρη τα έσπρωχναν αλλά δυστυχώς δεν προλάμβαναν. Με τη βοήθεια μερικών catchers που ήταν πιο ευέλικτα, κατάφεραν δυο τρεις φορές να ανοίξουν ένα μικρό δίαυλο προς τα ελεύθερα νερά. Η κατάσταση χειροτέρεψε τις τελευταίες 48 ώρες και η απόσταση από τα ελεύθερα νερά άρχισε να μεγαλώνει. Έπρεπε λοιπόν να κάνουν μια ύστατη προσπάθεια χρησιμοποιώντας τη κύρια μηχανή για να ξεφύγουν από το θανάσιμο αγκάλιασμα των πάγων. Έτσι λοιπόν με «πάσει δυνάμει» το πλοίο έπεσε με όλη του τη δύναμη κτυπώντας με τη πλώρη το παγόβουνο. Το καράβι τραντάχθηκε ολόκληρο και σε λίγο άρχισε να μπρουμουτίζει (να είναι έμπλωρο). Μετά από ένα γρήγορο έλεγχο διαπίστωσαν ότι το στεγανό συγκρούσεως είχε πλημμυρίσει εντελώς. Μπαλαστάρωντας τις πρυμνιές δεξαμενές αντιστάθμισαν τη διαγωγή του πλοίου. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφεραν να φτάσουν στην ανοικτή θάλασσα. Είχαν σωθεί! Έχοντας 1300 μίλια να διανύσουν στον μανιασμένο Ανταρτικό Ωκεανό έβαλαν πλώρη προς Βορρά. Επιτέλους θα βάζανε στη πρύμνη τους το Σταυρό του Νότου και θα άφηναν πίσω τους τα φοβερά και τρομερά παγόβουνα λέγοντας σκωπτικά, ότι «μόνο σαν παγάκια στο ποτήρι του ουίσκι θα τα βλεπαν».
Την επόμενη εποχή κυνηγιού ξεκίνησαν σχετικά νωρίς από την Ευρώπη που ήταν η βάση τους για να κυνηγήσουν φαίλενες sperm. Αν και πήγαιναν καλά συνάντησαν κακοκαιρία και πέσανε σε θύελλα. Οι δυνατοί άνεμοι σήκωναν κύματα βουνά και τα catchers ταξίδευαν δίπλα τους σαν παπάκια, όμως μια τα βλέπανε και μια τα χάνανε, όμως το πλοίο-εργοστάσιο λόγω μεγάλου μήκους υπέφερε. Κατά τις 04:00 ακούσαν ένα ισχυρό και παράξενο θόρυβο που δεν ήξεραν τι είναι. Η θύελλα δεν είχε αφήσει τίτοτα όρθιο τα είχε σμπαραλιάσει και στο ημέρολόγιο του πλοίου ο καπετάνιος έγραφε: «Άνεμος ΝΑ 12-Κύματα βουνά». Όταν κάποτε έκοψε η θύελλα διαπίστωσαν ότι, το καράβι είχε υποστεί ρήγμα στη δεξιά πλευρά, στη μέση περίπου που έπιανε από το κρουζέτο του καταστρώματος, συνέχιζε στη μπάντα μέχρι το παρατροπίδιο. Με άλλα λόγια το πλοίο θα κοβόταν στα δύο. Τότε αποφάσισαν να κατευθυνθούν στο πλησιέστερο νησί, το South Georgia όπου δεν υπήρχε δυνατότητα επισκευής, αλλά τουλάχιστον θα μπορούσαν να αγκυροβολήσουν και να κάνουν κάποιες πρόχειρες επισκευές. Στο νησί υπήρχε ένας παράκτιος φαλαινοθηρικός σταθμός που τον διαχειρίζονταν Άγγλοι και Νορβηγοί. Αν και ήταν ανταγωνιστές τούς καλοδέχτηκαν και τούς έδωσαν υλικά για να προβούν σε ηλεκτροσυγκόλληση. Εργαζόμενοι οι Γερμανοί τεχνίτες του καραβιού 18 ώρες το 24ωρο κατάφεραν σε 5 μέρες να επισκευάσουν το ρήγμα.
Τα φαλαινοθηρικά τα λεγόμενα catchers ήταν μικρά καραβάκια που δεν προσέφεραν καμιά άνεση στα πληρώματά τους, ήταν ουσιαστικά μέσα στη θάλασσα μια και το κατάστρωμά τους απείχε μόλις 20 εκ πάνω από τη θάλασσα. Η διαβίωση ήταν χάλια επιεικώς εκτός από το φαλαινίσιο στέκι, όταν ήταν καλά σιτεμένο και δεν είχε βραχεί πολύ με το ανεμόβροχο μέσα στο πιάτο κατά τη μεταφορά του από τη κουζίνα. Στην ουσία δεν υπήρχε ωράριο εργασίας. Ζούσαν όλο το 24ωρο βιγλάρωντας τον ορίζοντα με τα αετήσια μάτια τους να εντοπίσουν το ξεφύσημα κάποιας φάλαινας. Και μόλις ακουγόταν η πολεμική ιαχή: «There she blows» σήμαινε γενικός συναγερμός. Όλα ήταν έτοιμα από πριν, όλοι πήγαιναν στις θέσεις τους και αυτό που έμενε ήταν να πλησιάσουν σε απόσταση βολής.
Ο καπετάνιος την πλησίαζε που λέτε με μαγκιόρικους χειρισμούς και περίμενε να ξαναφανεί για τις συνηθισμένες 5-6 ανάσες. Όταν τη ζύγωνε σε απόσταση βολής, πίεζε τη σκαντάλη και έφευγε το καμάκι βάρους 35 κιλών μαζί με το σχοινί, που ξετυλιγόταν αστραπιαία. Τα καμάκια αυτά έχουν τέσσερεις χαλούς ή νύχια και μπροστά ένα εκρηκτικό πυροσωλήνα που πυροδοτείται αυτόματα σε ένα δευτερόλεπτο μετά την είσοδο του καμακιού στο σώμα της φάλαινας. Αν η φάλαινα είναι τυχερή, μπορεί να τη βρει στη καρδιά ένα θραύσμα από τον πυροσωλήνα και να πεθάνει ακαριαία. Συνήθως, όμως δεν γίνεται και μόλις κτυπηθεί, βουτάει σε μεγάλο βάθος, παρασύροντας το σχοινί για πολλές εκατοντάδες μέτρα. Για να κουράσουν το κύτος, το πλήρωμα σταματάει το λασκάρισμα του σχοινιού και έτσι αρχίζει η ρυμούλκηση του catcher από την καμακιασμένη φάλαινα. Μόλις κάνει να αναδυθεί για να πάρει αέρα, μετά από μισή ή μια ώρα ανάλογα με την ηλικία της, τα βίντζια του πλοίου τη φέρνουν κοντά σε απόσταση βολής και εκεί δέχεται δεύτερο και τρίτο καμάκι μέχρι να τελειώσει.
Αμέσως τη φέρνουν δίπλα και με ένα ειδικό κοντάρι από σωλήνα διοχετεύουν πεπιεσμένο αέρα κάτω από το στρώμα λίπους, πάχους 20-30 εκατοστά που περιβάλει όλο το σώμα της για θερμομόνωση. Μόνο έτσι μπορεί να παραμείνει στην επιφάνεια η φάλαινα και τότε κόβουν τα σχοινιά των καμακιών.Επίσης κόβουν ένα μεγάλο τμήμα από την ουρά της για να ελαττώσουν την επιφάνεια, που επενεργεί σαν το ιστίο των ιστιοφόρων. Χαράζουν με λατινικά στοιχεία τον πλευρικό αριθμό του catcher που τη χτύπησε και της καρφώνουν ένα μακρύ κοντάρι με χρωματιστή σημαία για να φαίνεται από μακριά και παράλληλα ειδοποιούν το πλοίο -εργοστάσιο να στείλει πλοίο μεταφοράς να την παραλάβει. Τελικά η φαλάινα ρυμουλκείται στο πλοίο-εργοστάσιο, όπου την ανεβάζουν στο πρυμιό κατάστρωμα «εκδοράς» μέσω μιας κεκλιμμένης ράμπας που πιάνει από την ίσαλο μέχρι το κύριο κατάστρωμα. Χρησιμοποιούνται προς τούτο δυο τεράστια βίτζια με χοντρά συρματόσχοινα που καταλήγουν σε ειδική οδοντωτή αρπάγη που γατζώνει στην ουρά.
Όταν τελειώσει το γδάρσιμο, το στρώμα πάχους που περιβάλλει τη φάλαινα κόβεται σε κομμάτια και ρίχνεται στα στόμια των κυλινδρικών καζανιών που βρίσκονται στο από κάτω υπόστρωμα. Το γδάρσιμο δεν είναι εύκολη υπόθεση, γιατί για να ολοκληρωθεί, η φάλαινα πρέπει να τουμπάρει. Έτσι για να ξέρουμε γιατί μιλάμε, η φάλαινα είναι ένας όγκος πάνω από 100 τόνους και μήκους μέχρι και 40 μέτρα. Αυτό το μεγαθήριο θα πρέπει να γυρίσει από το ένα πλευρό στο άλλο. Τότε αναλάμβανε κουμάντο ο λοστρόμος ο Willy, που ολοκλήρωνε τη μανούβρα σε 5 λεπτά! Το ύφος και οι κινήσεις των χεριών του που έκαναν κουμάντο στα βίντζια, θύμιζαν τον Φον Κάραγιαν να διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βιέννης, και όπως στην αίθουσα των συναυλιών, έτσι και στη κουβέρτα, δεν ακουγότανε κιχ κατά τη διάρκεια της μανούβρας. Ο Willy ήταν πραγματική λοστρομάρα, αγαπητός σε όλους με ιδιαίτερη όμως αδυναμία στο Αquavit!
Με το που νετάριζε το γδάρσιμο της πλευράς, ανοίγεται η κοιλιά και πετιέται στη θάλασσα, ενώ οι καλοφαγάδες μαζεύουν τις γαρίδες που έχουν μπλέξει μέσα στις μπαλένες, στο στόμα της. Τις περισσότερς φορές οι γαρίδες είναι ακόμα ζωντανές. Από κει η φάλαινα περνάει στο πλωριό κατάστρωμα όπου την αναλαμβάνουν οι τεμαχιστές με τα μεγάλα κοφτερά γυριστά μαχαίρια τους, στερεωμένα σε δίμετρα κοντάρια. Ατμοκίνητα πριόνια κόβουν τη σπονδυλική στήλη, τα πλευρά και τεμαχίζουν το κεφάλι. Το ψαχνό κρέας όπως το ψαρονέφρι και η ουρά πετιούνται στη θάλασσα. Το πλήρωμα κρατούσε όση ποσότητα ήθελε, το κρεμούσαν καμιά δεκαριά μέρες να σιτέψει και το έτρωγαν τηγανιτό σαν στέκι ή κεφτέδες ή ωμό ταρταρ, ή μπιφτέκι. Στα καλύτερα ειστιατόρια του κόσμου βρίσκεται σπάνια φαλαινίσιο στέκι.
Το συκώτι δεχόταν ειδική επεξεργασία σε ιδιαίτερο τμήμα του εργοστασίου και αφού κοβόταν σε λωρίδες έμπαινε σε χωριστά καζάνια. Το τελικό εξαγόμενο από το ολόκληρο συκώτι να ήταν ένα ή δυο κιλα μιας ουσίας που χρησιμοπείται στη φαρμακοβιομηχανία. Η πανάκριβη αυτή ουσία πρέπει να είναι συναφής με το μουρουνόλαδο και συσκευαζόταν σε μικρά βαρελάκια. Η μυρουδιά αυτού του χώρου ήταν κάτι το αφόρητο και δυστυχώς ο εξαεριστικός αγωγός την μετέφερε σ’ όλο το καράβι. Ένας νεοφώτιστος χειριστής των μηχανημάτων αυτής της πτέρυγας, δοκίμαζε κάθε τόσο με το δάκτυλο στην άκρη της γλώσσας του τη γεύση αυτού του εκχυλίσματος, όπως έβγαινε από τον διαχωριστή, με αποτέλεσμα να πρηστούν τα γεννητικά όργανα και έτσι παρέμεινε αρκετούς μήνες, ενώ έκανε σχετική θεραπεία!
Οι καρχαρίες και τα ασπρόμαυρα όκρα, αυτοί οι αιμοβόροι φονιάδες των φαλαινών, συνόδευαν το πλοίο-εργοστάσιο όταν ρυμουλκούσαν χτυπημένες φάλαινες μέχρι να τις πάρουν πάνω. Σπανίως δάγκωναν το σώμα του κύτους για να φάνε το κρέας του, αλλά μόνο για να αρπάξουν τον καλύτερο μεζέ τους, που ήταν η γλώσσα και τα γεννητικά όργανα των αρσενικών φαλαινών.
Σπανίως ασχολούντο με το κόψιμο των μπαλενών που ήταν κάποτε η πρώτη ύλη για τη κατασκευή κορσέδων, μια και τις είχε αντικαταστήσει το πλαστικό.
Ένα από τα καθήκοντα του καπετάν Γιάννη ήταν το πιλοτάρισμα του τάνκερ δίπλα στο πλοίο- εργοστάσιο που γινόταν κάθε 15 μέρες περίπου. Το τάνκερ αντλούσε πετρέλαια στο εργοστάσιο για όλο τον φαλανοθηρευτικό στόλο και το πλοίο-εργοστάσιο αντλούσε φαλαινόλαδο στο τάνκερ. Όταν έδιναν όλο το φαλαινόλαδο και πέρνανε όλο το πετρέλαιο, το τάνκερ έφευγε για Β. Ευρώπη και σε λίγες βδομάδες έφτανε άλλο. Για να πλευρίσει ένα τάνκερ στο λιμάνι, χρησιμοποιείται η άγκυρα και διατίθενται 3-4 ισχυρότατα ρυμουλκά που δένουν στη πλώρη και στη πρύμνη και το βοηθούν στους χειρισμούς. Στην Ανταρκτική όμως δεν υφίσταται τέτοια πολυτέλεια και το τάνκερ πρέπει να πέσει δίπλα στο πλοίο-εργοστάσιο χωρίς καμιά εξωτερική βοήθεια. Δηλαδή στο φτερό!
Επειδή τα δυο προηγούμενα χρόνια είχαν γίνει σοβαρές ζημιές τόσο στο εργοστάσιο όσο και στα τάνκερ κατά τους χειρισμούς αυτούς, οι Γερμανοί καπεταναίοι αρνήθηκαν να ξανακάνουν αυτούς τους χειρισμούς. Έτσι το «μπαλάκι» έπεσε στον καπετάν Γιάννη και με μοναδική εξαίρεση του καπετάν Π. Στέφου που πιλοτάριζε το OLYMPIC SLENDOUR των 30.000 τόνων μοναχός του.
Αφού δένανε δυο μεγάλες φάλαινες κατά μήκος της δεξιάς πλευράς του πλοίου-εργοστασίου που επενεργούσαν σαν παραβλήματα/μπαλόνια, το εργοστάσιο λοιπόν που λέτε, προχωρούσε σε προκαθορισμένη πορεία πολύ αργά, ίσα ίσα να τιμονεύται και το τάνκερ ακολουθούσε με ελαφρά συγκλίνουσα πορεία και κάπως μεγαλύτερη ταχύτητα. Όταν τα δυο πλοία ερχόταν κοντά και σχεδόν δίπλα, περνούσαν κάβους, έκοβαν σιγά σιγά αλλά συγχρόνως μερικές στροφές και έπαιρναν μπόσικα από τους κάβους.
Ο καπετάν Γιάννης την έκανε αυτή τη μανούβρα πολλες φορές και με διαφορετικά τάνκερ. Την είχε βρει εύκολη και δεν του συνέβη ποτέ η παραμικρή ζημιά. Πρέπει να την είχε παρακολουθήσει, όταν ήταν ναύτης στο ΒΠ ΠΙΝΔΟΣ, στις ταχείες νηοπομπές μεταφέροντας στρατεύματα του Montgomery, όταν Αγγλικά αντιτορπιλικά έπαιρναν καύσιμα από τα μεγάλα επιβατηγά. Αρκεί κανείς να μη την πάρει από φόβο και αρχίσει κινήσεις μηχανής, πρώσω, κράτει, ανάποδα, γιατί τότε οπωσδήποτε θα γίνει ζημιά.
Το μόνο περίεργο περιστατικό που συνέβη, ήταν σε μια περίπτωση που τα δυο πλοία πλευρισμένα και με τις δυο φάλαινες ανάμεσά τους σαν μπαλόνια, όταν ο καιρός χάλασε απότομα και αμέσως σήκωσε θάλασσα, όπως συμβαίνει στην Ανταρκτική. Το παγόβουνο δεν τους προστάτευε από σταβέντο γιατί ο καιρός είχε τουμπάρει από σοφράνο. Τα δυο πλοία άρχισαν να μποτζάρουν με κίνδυνο να κτυπήσει το ένα το άλλο, με το να σκαμπανεβάζουν στο πάνω -πάνω και στο κάτω -κάτω μέρος των πλευρών τους, από το κρουζέτο μέχρι και τα παρατροπίδια, δηλαδή στα πιο άσχημα σημεία, οπότε θα δημιουργούντο σοβαρές ζημιές. Για λόγους ασφαλείας διακόψανε τη μετάγγιση και αποσύνδεσαν τις μάνικες. Όσο περνούσε η ώρα τόσο υποφέρανε οι φάλαινες-μπαλόνια. Αποφάσισαν ότι η μόνη λύση ήταν να διακόψουν τη πλεύριση για ευθετότερο χρόνο και να απομακρύνθούν το τανκερ και το πλοίο-εργοστάσιο. Τη στιγμή που ξεκόλλαγαν τα καράβια, μια από τις φάλαινες έσκασε σαν χριστουγεννιάτικο μπαλόνι, σκορπίζοντας το περιεχόμενο της κοιλιάς της στις πλευρές και επάνω στα πλωριά καταστρώματα που είχαν γίνει σύχρηστα. Χρειάστηκε πλύσιμο πολλών ωρών με καυτό νερό για να τα καθαρίσουν. Όσο για τη μυρουδιά, δεν βαριέσαι…ήταν τόσες και τέτοιες μυρουδιές του εργοστασίου, που μια ακόμη δεν έκανε τη διαφορά. Είχανε πάθει όλοι ανοσία!
Αυτή ήταν και η τελευταία φαλαινοθηρική αποστολή του στόλου του Ωνάση. Φτάνοντας στην Ευρώπη, πληροφορήθηκαν ότι ολόκληρος ο στόλος είχε πουληθεί στους Ιάπωνες. Κι έτσι αφού ξεφόρτωσαν το φαλαινόλαδο στο Amsterdam πήγανε στο Rotterdam για να γίνει η παράδοση στους αγοραστές.
Εδώ τελειώνουν οι απευθείας δεσμοί με τη θάλασσα του καπετάν Γιάννη Παϊζη, που αμέσως μετά συνέχισε τη σταδιοδρομία του σαν Αρχιπλοίαρχος στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας του Ωνάση στο Μοντε Κάρλο. Το θαλασσινό ταξίδι του καθόλα επιτυχημένο επιβεβαιώνει περίτρανα την «ώσμωση» που υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει ανάμεσα στο Εμπορικό και το Πολεμικό Ναυτικό.