Γράφει ο Ηρακλής Καλογεράκης
Δωδεκανησιακή ιστορική αναδρομή.
Το σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων αποτελείται από 187 συνολικά νησιά (14 μεγάλα, 41 νησίδες και 132 νησίδια) τα οποία οι Ιταλοί κατείχαν από το 1912, τα ονόμαζαν «νησιά του Αιγαίου» και είχαν εγκαταστήσει σε αυτά, στρατιωτικές δυνάμεις που συγκρότησαν την «Ιταλική Στρατιωτική Δύναμη Αιγαίου» (Egeomil).
Η δύναμη αυτή, λόγω του Β’ ΠΠ, ενισχύθηκε και τον Ιούνιο του 1940, που η Ιταλία μπήκε στον πόλεμο, αριθμούσε σε περίπου 40.000 άνδρες και των τριών όπλων. Στα μεγάλα νησιά, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 1936, κατοικούσαν 140.848 άνθρωποι εκ των οποίων οι περίπου 17.000 ήταν Ιταλοί.
Λόγω όμως του πολέμου, η επικοινωνία και ο ανεφοδιασμός των νησιών γινόταν όλο και πιο δύσκολα και ήταν επικίνδυνα.
Στη Ρόδο, το μεγαλύτερο νησί, είχε εγκατασταθεί η 50η Μεραρχία Πεζικού η «Regina» που είχε δύο Συντάγματα Πεζικού, τρία Συντάγματα Πυροβολικού (9ο, 10ο και 50ο), ένα Τάγμα αρμάτων και μία Λεγεώνα Μελανοχιτώνων.
Επίσης σε όλα τα μεγάλα νησιά των Δωδεκανήσων (Ρόδο, Λέρο, Κω, Κάρπαθο, Κάσο, Κάλυμνο, Καστελόριζο, Αστυπάλαια και Πάτμο) υπήρχαν παράκτιες πυροβολαρχίες του Ιταλικού Βασιλικού Ναυτικού με κανονικές φρουρές, ενώ σε όλα τα άλλα νησιά, μικρά αποσπάσματα.
Το Ιταλικό ναυτικό (Regia Marina) είχε στα Δωδεκάνησα περίπου 40 πολεμικά πλοία, την 4η Μοίρα αντιτορπιλικών (4η Squadriglia Cacciatorpediniere) με μόνιμη παρουσία ενός και περισσοτέρων ανάλογα με επιχειρησιακές ανάγκες, 2 τορπιλοβόλα “Sella class”, 3 κανονιοφόρους (Marinefährprahm), τον 3ο Στολίσκο τορπιλακάτων (MAS ΙΙΙ)), ένδεκα ναρκαλιευτικά, 2 ναρκοθέτιδες και άλλα μικρότερα βοηθητικά, των οποίων κύρια αποστολή ήταν, η παρενόχληση των θαλάσσιων γραμμών ανεφοδιασμού των Βρετανών στην περιοχή, από τις ακτές της Βόρειας Αφρικής, μέχρι το Αιγαίο.
Στη Λέρο και στην Πάτμο υπήρχαν Ναυτικές Βάσεις με πάνω από 8.000 ναύτες. Επίσης στην αεροναυτική Βάση που ήταν στο Πόρτο Λάγο (Λακί) της Λέρου, στάθμευε και μία Μοίρα υδροπλάνων για περιπολίες και για έρευνα-διάσωση.
Η Ιταλική αεροπορία (Regia Aeronautica) είχε την Αεροπορική Διοίκηση Αιγαίου με έδρα τη Ρόδο η οποία διέθετε μία Πτέρυγα Μάχης με δύο ανεξάρτητες Ομάδες Βομβαρδιστικών που κάθε ομάδα από αυτές είχε δύο Σμήνη αεροσκαφών, τέσσερα Σμήνη καταδιωχτικών και δύο Σμήνη αναγνωριστικών αεροσκαφών και υδροπλάνων Έρευνας-Διάσωσης.
Τα αεροπλάνα, 35 καταδιωχτικά, 70 βομβαρδιστικά, 15 αναγνωριστικά και υδροπλάνα, ήταν κατανεμημένα και επιχειρούσαν από τα 3 αεροδρόμια της Ρόδου (Γαδουρά στην Κάλαθο, Μαριτσά και Κατταβιά), από το αεροδρόμιο της Καρπάθου (Αφιάρτη), από το αεροδρόμιο της Κώ (Αντιμάχεια) και από τα υδατοδρόμια της Λέρου και της Ρόδου (Μανδράκι).
Για την επικοινωνία των νησιών και εξυπηρέτηση των κατοίκων, υπήρχαν αρκετά τακτικά δρομολόγια πλοίων και αεροπλάνων, τόσο μεταξύ Ιταλίας και νησιών, όσο και τοπικά μεταξύ των νησιών αυτών. Βεβαίως, με την έναρξη του πολέμου τα δρομολόγια με την Ελλάδα σταμάτησαν.
Ένα από τα πλοία της γραμμής, το Φιούμε ( S/S Fiume) που εκτελούσε τα τακτικά δρομολόγια στη
α. Γραμμή 61 μεταξύ Ρόδου – Σύμης- Κω – Αστυπάλαιας- Πάτμου- Λέρου, κάθε 14 μέρες,
β. Γραμμή 62 μεταξύ Ρόδου και Καστελόριζου, κάθε εβδομάδα και
γ. Γραμμή 63 μεταξύ Ρόδου, Τήλου και Κάσου, κάθε εβδομάδα,
με την έναρξη του Ελληνοιταλικού πολέμου εξοπλίστηκε και μετατράπηκε και χρησιμοποιείτο και σαν ανθυποβρυχιακό και οπλιταγωγό πλοίο.
Τοποθετήθηκε τότε στο πλοίο ένα κανόνι 76/40 mm στην πρύμη, δύο πολυβόλα Breda των 13,2 mm στη δεξιά πλευρά και άλλα δύο στην αριστερή και επίσης αποθήκευσαν μερικές βόμβες βυθού σε αφετήρα στη πρύμνη.
Το πλοίο, μετά τον εξοπλισμό του βάφτηκε με χρώματα παραλλαγής (καμουφλάζ) και τοποθετήθηκε σε αυτό ένα κλιμάκιο 9 ναυτών με επικεφαλή υποπλοίαρχο για την χρήση του οπλισμού.
Όλα βέβαια αυτά γινόταν χωρίς συνοδεία για προστασία, πράγμα που το καθιστούσε ένα ανυπεράσπιστο στόχο.
Πολλοί, κυρίως οι Δωδεκανήσιοι, δυσανασχετούσαν και παραπονιόντουσαν για αυτό αλλά οι Ιταλοί καθησύχαζαν τους φόβους τους με αστείες προφυλάξεις, όπως π.χ. αναχώρηση των πλοίων σε διαφορετικές ώρες από τον προγραμματισμένο χρόνου απόπλου. Όλα αυτά βέβαια ήταν εν γνώσει των συμμάχων και δικαίως το πλοίο, ήταν στο στόχαστρο και της Αγγλικής και της Ελληνικής κατασκοπείας.
Το ατμόπλοιο S/S Fiume, Ιστορικό και χαρακτηριστικά του πλοίου.
Το πλοίο ναυπηγήθηκε το 1926 για λογαριασμό της εταιρείας Brodarsko Akcijsko Drustvo Boka (Schifffahrts-AG Boka από το Κότορ στα Γερμανικά ναυπηγεία Lubecker Masch. Ges. του Lubeck με αριθμό ναυπήγησης 226 και του δόθηκε το όνομα «PRESTOLONASLEDNIK PETAR», δηλαδή του τότε διάδοχου Πέτρου της Γιουγκοσλαβίας.
Μετά την καθέλκυση του το πλοίο ξεκίνησε να εκτελεί δρομολόγια μεταξύ των Γιουγκοσλαβικών λιμανιών μέχρι που πωλήθηκε το 1928 στην ιταλική Nautica S. A. Di Navigazione, που είχε την έδρα την πόλη Fiume της Ίστριας και εκτελούσε δρομολόγια στη γραμμή Βενετία Φιούμε, Τεργέστη, Πούλα και Σπλιτ.
Αρχές του 1930, μπήκε στη γραμμή των Δωδεκανήσων και πήρε το όνομα «Calitea» για προβολή των ιαματικών λουτρών που οι Ιταλοί έφτιαξαν στην Καλλιθέα της Ρόδου.
Στη συνέχεια, το πλοίο, λόγω αλλαγής κυριότητας και συγχωνεύσεων των εταιρειών που το είχαν στο στόλο τους, βρέθηκε να ανήκει κατά περιόδους στην Società Anonima di Navigazione Marittima Costiere (Shipping company, Fiume), στην Lloyd Triestino di navigazione (την μετέπειτα Italia Marittima di navigazione) με έδρα την Τεργέστη της Ιταλίας και τελικά στα τέλη του 1932 στην Adriatica Shipping Company, που το 1933, του έδωσε το όνομα ατμόπλοιο «S/S Fiume», ενώ το όνομα «Calitea» το έδωσε σε ένα άλλο, ντιζελοκίνητο, πλοίο της.
Το νέο αυτό πλοίο «Calitea» ήταν πολύ μεγαλύτερο, είχε εκτόπισμα 4.013 τόνων, ήταν εγγεγραμμένο στο νηολόγιο της Τεργέστης (Trieste No 342) και έκανε και αυτό δρομολόγια στα Δωδεκάνησα. Το πλοίο αυτό βυθίστηκε από 2 τορπίλες υποβρυχίου στις 11 Δεκεμβρίου 1941 νότια της Πελοποννήσου ενώ έπλεε σε μια νηοπομπή από το Μπρίντιζι στη Βεγγάζη.
Στα τέλη του 1936 έγινε εκκαθάριση της Adriatica και μετατροπή της σε ανώνυμη που ονομάστηκε «Adriatica – Società Anonima di Navigazione» και είχε πάνω από 20 πλοία. Ένα από αυτά ήταν και το “Fiume”.
Το πλοίο P.fo “Fiume” (pass.) ήταν εγγεγραμμένο στο νηολόγιο της Βενετίας με αριθμό 308, ήταν μονέλικο με μια ατμομηχανή ισχύος 1100 ΗΡ και δύο ατμολέβητες, που του έδιδαν ταχύτητα 10,5 κόμβους. Το μήκος του ήταν 48,18 μ., το πλάτος 7,80μ, το βύθισμα 3,70μ και το εκτόπισμα του 662 τόνους. Η καθαρή χωρητικότητα του ήταν 382 κ.κ.χ. και το ωφέλιμο φορτίο ήταν 300 τόννοι.
Ο κυβερνήτης και οι αξιωματικοί του πλοίου ήταν όλοι Ιταλοί, ενώ το υπόλοιπο πλήρωμα ήταν Έλληνες.
Είχε 14 μόνο κρεββάτια στη Α’ θέση, 2 σε μονές και 6 σε διπλές καμπίνες, ενώ όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες, ταξίδευαν στην τρίτη θέση, στο κατάστρωμα.
Για την περίοδο αυτή του πολέμου όπως ανέφερε σε δημοσιογράφους ο κ. Μανώλης Χαραλάμπης, που το 1942 ήταν υπεύθυνος για την φόρτωση (Capo Stiva), υπήρχαν προτροπές και συστάσεις από Συμμαχικές δυνάμεις να αφαιρεθεί ο οπλισμός γιατί το πλοίο ήταν εμπορικό και επιβατικό. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ και αυτό ήταν η αιτία της προσβολής και της βύθισης του.
Παρόλα αυτά από όλα τα πλοία, που ταξίδεψαν στα Δωδεκάνησα, το «Fiume» ήταν το πιο αγαπητό γιατί ήταν το μακροβιότερο στην εσωτερική γραμμή της Δωδεκανήσου και γιατί είχε πολλούς Δωδεκανήσιους στο πλήρωμά του.
Το τελευταίο ταξίδι του ΦΙΟΥΜΕ
Το μεσημέρι της 24 Σεπτεμβρίου 1942, το ΦΙΟΥΜΕ με κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Aldo Cantù, απέπλευσε από την Ρόδο (Κολώνα) για τα νησιά της Δωδεκανήσου με 81,5 τόνους τροφίμων και 250 επιβάτες οι περισσότεροι των οποίων ήταν Ιταλοί στρατιώτες (155 άτομα). Οι Έλληνες πολίτες επιβάτες ήταν περίπου 70 άτομα ενώ οι Ιταλοί 25 άτομα, που πήγαιναν σε διάφορα νησιά.
Μεταξύ των Ιταλών Στρατιωτικών που επέστρεφαν στις μονάδες τους από άδεια, ήταν και μία μονάδα με πέντε Αξιωματικούς που είχαν πρόσφατα τοποθετηθεί στην Σύμη για να ενισχύσουν την φρουρά της.
Ο καιρός ήταν καλός. Η κατάσταση θάλασσας 4-5 μποφόρ και η ορατότητα καλή. Μετά τον απόπλου, όπως συνιθιζόταν, όλοι ήταν σε εγρήγορση με το προσωπικό της γέφυρας να εξερευνά σχολαστικά την θάλασσα. Ανησυχούσαν για τυχόν παρασυρόμενες νάρκες ή άλλους κινδύνους. Μόλις το πλοίο βρέθηκε στα ανοιχτά, ο πλοίαρχος αφού έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες πλού, αποσύρθηκε στις 12:30 στην καμπίνα του.
Το υποβρύχιο ΝΗΡΕΥΣ (Υ-4)
Το ναυτικό μας με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου διέθετε έξη Υ/Β εκ των οποίων ένα, το ΓΛΑΥΚΟΣ, βρισκόταν σε μακρά ακινησία (ΜΑΚ) οι εργασίες του οποίου τέλειωσαν αρχές Απριλίου 41 και έτσι μπήκαμε στον πόλεμο με πέντε υποβρύχια.
Η κατάσταση των υποβρυχίων ήταν κακή. Παλιά και ταλαιπωρημένα. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφερθούμε στην αναφορά του Αρχηγού του ΓΕΝ στο Πολεμικό Συμβούλιο της 12 Δεκεμβρίου 1940, που όταν αναφέρθηκε στα υποβρύχια είπε «… τα 6 υποβρύχιά μας σε οποιοδήποτε άλλο κράτος θα ήταν εκτός υπηρεσίας. Εμείς τα χρησιμοποιούμε εντατικά, αν και η ζωή τους έχει φθάσει στο όριο».
Αμέσως με την κήρυξη του πολέμου το Υ/Β ΝΗΡΕΥΣ (με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Ρώτα) μαζί με το υποβρύχια ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ διατέθηκαν στην Ναυτική Αμυντική Περιοχή (ΝΑΠ-1) με έδρα την Πάτρα για εγκατάσταση αμυντικών περιπολιών στο Ιόνιο και συγκεκριμένα στη περιοχή μεταξύ Λευκάδας, Κεφαλονιάς και Ζακύνθου.
Στις 6 Νοεμβρίου 1940, μετά το πέρας της πρώτης περιπολίας (28/10-31/10), αναγκάστηκαν επέστρεψαν στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας προκειμένου να αποκαταστήσουν μια σειρά προβλημάτων και ζημιών που είχαν παρουσιαστεί και μείωναν τη μαχητική τους ικανότητα. Στη συνέχεια, το ΝΗΡΕΥΣ εκτέλεσε άλλες 5 περιπολίες στο Ιόνιο και την Αδριατική, με αντικειμενικό σκοπό την κατά το δυνατόν αποκοπή του ιταλικού ρεύματος ανεφοδιασμού προς την Αλβανία.
Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, τα ελληνικά πολεμικά πλοία δέχτηκαν ανελέητη επίθεση από την LUFTWAFFE με αποτέλεσμα στο διάστημα 4 – 25 Απριλίου, το ναυτικό μας να χάσει 25 πλοία. Επειδή το ναυτικό μας ποτέ στην ιστορία του, δεν υπέστειλε την σημαία του και δεν παραδόθηκε ποτέ στον εχθρό, αποφασίστηκε όπως, τα εναπομείναντα πλοία πλεύσουν σταδιακά, αρχικά στη Σούδα της Κρήτης και μετά στην Αλεξάνδρεια, ώστε από εκεί να συνεχίσουν τον αγώνα τους ενάντια στις δυνάμεις του άξονα
Έτσι, μέχρι την 2 Μαΐου 1941, είχαν καταπλεύσει στην Αλεξάνδρεια, 16 πλοία του Στόλου μας, μεταξύ των οποίων και τα πέντε του υποβρύχια (ΝΗΡΕΥΣ, ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ, ΤΡΙΤΩΝ, ΚΑΤΣΩΝΗΣ και ΓΛΑΥΚΟΣ). Το υποβρύχιο ΠΡΩΤΕΥΣ, η μόνη απώλεια του ναυτικού μας στον Ελληνοιταλικό πόλεμο, είχε χαθεί αύτανδρο στο στενό Οτράντο, αφού όμως προηγουμένως είχε επιτεθεί σε Ιταλική νηοπομπή και είχε βυθίσει ένα πλοίο της το Sardegna.
Το Υ/Β ΝΗΡΕΥΣ λίγο μετά την άφιξη του στη Μέση Ανατολή με κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Λίβα, ανέλαβε αμέσως δράση και στις 26 Μαΐου ξεκίνησε την πρώτη του περιπολία στην περιοχή μεταξύ Αττάλειας – Καστελόριζου με σκοπό να εμποδίσει την μεταφορά εχθρικών δυνάμεων προς Κύπρο, Συρία ή Παλαιστίνη, που διήρκησε μέχρι 7 Ιουνίου 1941.
Ακολούθησε άλλη μία στην ίδια περιοχή (26/6 -9/7/42), δύο στην περιοχή Ρόδου (7/8 -15/8/41 και 29/9 -30/9/41) και δύο στην Κρήτη (6/12 -13/12/41 και 21/1 -29/1/42) και μετά λόγω της κακής καταστάσεως που βρισκόταν και των συχνών βλαβών που παρουσίαζε, εστάλη στην Αλεξανδρέττα για να υποστεί μια Γενική Επισκευή από το Πλωτό Συνεργείο Υποβρυχίων HMS Medway (Submarine Depot Ship) η οποία διήρκησε 5 μήνες.
Μετά την τονωτική αυτή ένεση, ήταν πάλι σε θέση να αναλάβει δράση. Έτσι την 9/7/1942, με Κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Ράλλη ξεκίνησε και πάλι τις περιπολίες. Απέπλευσε από την Χάιφα αλλά το υποβρύχιο συνέχιζε να παρουσιάζει αρκετές βλάβες. Τρεις μέρες μετά τον απόπλου, κράτησε η δεξιά κύρια μηχανή και την επομένη μέρα και η αριστερή. Το υποβρύχιο συνέχισε με τους ηλεκτροκινητήρες και πλησίασε την Κύπρο, για να επισκευάσει με ησυχία τις μηχανές. Ενώ κατευθυνόταν προς ένα υπήνεμο όρμο, παρουσίασε πρόβλημα και η γυροπυξίδα. Μετά από 2 μέρες, το προσωπικό επισκεύασε τις βλάβες και συνέχισε την αποστολή του.
Ξημερώματα της 15/7 πέρασε από το στενό Ρόδου – Καρπάθου και στις 10:00 εντόπισε οπτικά τέσσερα μηχανοκίνητα ιστιοφόρα (μεγάλα καΐκια) που μετέφεραν εφόδια και μερικούς επιβάτες, να πλέουν βόρεια της Καρπάθου.
Επιτέθηκε σε αυτά και βύθισε τα τρία από τα τέσσερα. Πήραν στο υποβρύχιο για ανάκριση τρία άτομα, τον ιδιοκτήτη των σκαφών, τον υιό του και ένα μηχανικό, από τους οποίους έμαθαν αρκετά στοιχεία για την οχύρωση των νησιών, τα παρατηρητήρια και τη δύναμη φρουράς μερικών νησιών. Περισυνέλλεξε 44 άτομα από την θάλασσα που τα επιβίβασε στο τέταρτο ισιοφόρο και τους άφησε ελεύθερους.
Στις 19/7 το μεσημέρι το υποβρύχιο εντόπισε ένα εχθρικό εμπορικό πλοίο 6 – 7.000 τόνων, το οποίο πρόσβαλε με 4 τορπίλες από απόσταση 2.300 μέτρων. Μία από αυτές το έπληξε γιατί ακούστηκε η έκρηξη.
Στις 20/7 το υποβρύχιο ευρισκόμενο στο στενό Κέας-Μακρονήσου, εντόπισε σε απόσταση 5 νμ ένα εμπορικό πλοίο που συνοδευόταν από ένα τορπιλοβόλο. Όμως, η επίθεση δεν κατέστη δυνατόν να γίνει λόγω βραχυκυκλώματος που παρουσιάστηκε στην τελική φάση της βολής.
Το υποβρύχιο, όταν τελείωσε η περιπολία του, κατέπλευσε στο Πόρτ-Σάιδ για επισκευές αλλά τα Βρετανικά συνεργεία έδιδαν προτεραιότητα στα Βρετανικά υποβρύχια και ο κυβερνήτης του φοβούμενος ότι η επισκευή θα πάρει πολύν χρόνο, έφυγε και πήγε στη Βηρυτό που ήταν και η διοίκηση του. Εκεί με την βοήθεια του Ελληνικού συνεργείου που ήταν στο ΚΟΡΙΝΘΙΑ, επισκεύασαν γρήγορα τις βλάβες και το πλοίο ετοιμάστηκε για την επόμενη του περιπολία.
Στις 15/9/1942, το Υ/Β ΝΗΡΕΥΣ, με Κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Αλ. Ράλλη και Ύπαρχο τον Υποπλοίαρχο Λούνδρα, απέπλευσε από την Βηρυτό για να εκτελέσει την 8η και 14η από την αρχή του πολέμου, περιπολία. Θα πήγαινε πάλι στην περιοχή της Δωδεκανήσου.
Κατά τον πλου του προς την περιοχή περιπολίας, το υποβρύχιο στις 22 Σεπτεμβρίου 1942, εντόπισε αρχικά με τα υδρόφωνα του το ΦΙΟΥΜΕ σε μεγάλη απόσταση και αργότερα το είδε στο περισκόπιο του, όμως δεν πρόλαβε να λάβει θέση για βολή λόγω στροφής και γρήγορης απομάκρυνσης του πλοίου. Από πληροφορίες που είχε συλλέξει προηγουμένως και από τα χαρακτηριστικά του πλοίου, αντιλήφθηκε πως επρόκειτο για το ατμόπλοιο ΦΙΟΥΜΕ που εκτελούσε και στρατιωτικές μεταφορές.
Αργότερα, το μεσημέρι της 24 Σεπτεμβρίου 1942, το Υ/Β ΝΗΡΕΥΣ, ενώ ευρισκόταν στο στενό Ρόδου – Σύμης, εντόπισε σε απόσταση 5νμ, πάλι το ΦΙΟΥΜΕ, που όπως ξέρουμε ήταν βαμμένο με χρώματα παραλλαγής. Αυτή τη φορά το ΦΙΟΥΜΕ είχε αποπλεύσει από τη Ρόδο και ευρισκόταν στην περιοχή ανοιχτά του Παραδείσου έξω από τον κάβο Αλωπό και κατευθυνόταν προς την Σύμη. .
Το υποβρύχιο ξεκίνησε αμέσως τις διαδικασίες βολής τορπιλών και την κατάλληλη στιγμή, έβαλε δέσμη τριών τορπιλών. Μία από τις τορπίλες το πέτυχε στις 13:02 και με την έκρηξη το πλοίο στην κυριολεξία σηκώθηκε, κόπηκε στα δύο και μετά χάθηκε βυθιζόμενο κατακόρυφα.
Επειδή με την έκρηξη καταστράφηκαν τα περισσότερα σωστικά μέσα και καμιά από τις τέσσερις βάρκες που είχε, δεν κατέστη δυνατό να καθαιρεθεί. Μόνο μερικές σχεδίες βρέθηκαν στη θάλασσα όπως και μερικά ξύλινα μαδέρια και μπαούλα. Πλήρωμα και επιβάτες που επέζησαν της εκρήξεως, έπεσαν στην θάλασσα αλλά από τα 291 άτομα σώθηκαν μόνο 73. Αρκετοί που δεν ήξεραν μπάνιο παρασύρθηκαν από τη δίνη των προπελών και χάθηκαν αμέσως.
Μόλις έγινε αντιληπτό το συμβάν από το παρατηρητήριο της Ρόδου, εστάλησαν πλοία και υδροπλάνα από την Ρόδο για την περισυλλογή των ναυαγών. Τα 2 υδροπλάνα έφτασαν μετά από λίγο, αλλά ατυχώς ο πλωτήρας του ενός μάλλον προσέκρουσε σε κάποιο επιπλέον αντικείμενο, κόπηκε το φτερό του και αναποδογύρισε πιο πέρα.
Το φτερό που αποκόπηκε, σύμφωνα με μαρτυρία επιζήσαντος, έπεσε σε ένα μαδέρι που το κράταγαν για να επιπλέουν, δύο άτομα. Ατυχώς ο ένας, ο Πλοίαρχος του ΦΙΟΥΜΕ Aldo Cantù, σκοτώθηκε, ακαριαία. Ο άλλος σώθηκε. Το δεύτερο υδροπλάνο πέταξε πάνω από τους ναυαγούς και έριξε αρκετά σωσίβια σε αυτούς.
Μετά από 45 περίπου λεφτά έφτασαν δύο τορπιλάκατοι (Μ.Α.S) και πολύ αργότερα και ένα τορπιλοβόλο. Ένα άλλο τορπιλοβόλο και μερικά αεροπλάνα, εκτέλεσαν έρευνα της περιοχής για να εντοπίσουν το Υποβρύχιο, που τελικά δεν το εντόπισαν.
Τα πλοία έρευνας-διάσωσης, μόλις έφτασαν στο χώρο του ναυαγίου, πέταξαν σωσίβια προς τους ναυαγούς και μετά προέβησαν στην περισυλλογή τους. Όσοι ναυαγοί και σοροί βρέθηκαν, μεταφέρθηκαν στο κτίριο του τελωνείου της Ρόδου. Οι περισσότεροι από τους διασωθέντες ήταν Έλληνες μέλη του πληρώματος κα επιβάτες που ήξεραν μπάνιο.
Ο Ύπαρχος του πλοίου Emilio Vianello και ο Ασυρματιστής Arturo Tommasini πνίγηκαν, ενώ ο πρώτος Μηχανικός Giorgio Modonese, ο Ασυρματιστής Giuseppe Gadaleta και ο λοστρόμος Demetrio Galiozi ήταν αγνοούμενοι.
Ο μόνος αξιωματικός που σώθηκε ήταν ο δεύτερος αξιωματικός, ο Υποπλοίαρχος Silvio KASTELIC, ο οποίος στην αναφορά που έκανε προς την εταιρεία του πλοίου στις 12/10/42, ανέφερε:
"Στις 12.05 της 24 Σεπτεμβρίου 1942 ξεκινήσαμε από την Ρόδο με προορισμό την Σύμη. Στις 12.10 περάσαμε την Punta Sabbia (μάλλον εννοεί την αμμόγλωσσα στο Ενυδρείο της Ρόδου) και κατόπιν ακολουθήσαμε πορεία 287 μοίρες. Το πλοίο ήταν φορτωμένο με 81,5 τόνους τρόφιμα για τα διάφορα νησιά. Επίσης, είχε και 249 επιβάτες, πολίτες και στρατιωτικούς (αδειούχους που επέστρεφαν στις μονάδες τους). Το πλήρωμα αποτελείτο από 29 ναυτικούς και 9 στρατιωτικούς. Σύνολο επιβαινόντων 287. Ο καιρός ήταν καλός, άνεμοι Βόρειοι 4-5 Β και η ταχύτητα στους 10 κόμβους. Ο Κυβερνήτης Aldo CANTU ήταν στη γέφυρα μέχρι τις 12.30 και μετά αποσύρθηκε στην καμπίνα του δίνοντας εντολή να προσέχουν για νάρκες. Στις 13.02 και σε απόσταση 9,5 μίλια από την Punta Sabbia (την αμμόγλωσσα) έγινε μια μεγάλη έκρηξη. Ήταν προφανές ότι χτυπηθήκαμε από τορπίλη. Το πλοίο κόπηκε στα δύο και ταχύτατα άρχισε να βυθίζεται, σχεδόν κατακόρυφα. Το πλοίο (σύμφωνα και με εκτιμήσεις άλλων) βυθίσθηκε σε 25 δευτερόλεπτα(!!!), γεγονός που εξηγεί τον μικρό αριθμό των διασωθέντων και την απώλεια των εγγράφων του πλοίου και του πληρώματος. Η Ναυτική Διοίκηση, προφανώς ειδοποιημένη από τις παράκτιες φρουρές, έστειλε βοήθεια. Δύο υδροπλάνα του Ερυθρού Σταυρού, έφθασαν στον τόπο του ναυαγίου, αλλά το ένα ανετράπη κατά την προσθαλάσσωση. Μετά από 45 λεπτά ήλθε και άλλη βοήθεια. Σύμφωνα με τα στοιχεία, από τους 287 επιβαίνοντες, σώθηκαν μόνον οι 73."
Μετά την προσβολή
Μετά από αρκετές μέρες και μετά από μια δικαστική έρευνα που έγινε, παραδόθηκαν οι σοροί των θυμάτων στους συγγενείς για να γίνει η κηδεία τους στην οποία παρευρέθηκε πλήθος κόσμου.
Το Υ/Β «Νηρεύς» μετά την επιτυχία του απομακρύνθηκε προς τα δυτικά και τις απογευματινές ώρες ακούστηκαν, σε αρκετά μεγάλη απόσταση εκρήξεις βομβών βάθους. Ήταν από την ομάδα που ερευνούσε για εντοπισμό του υποβρυχίου που νόμισε πως κάτι είχε εντοπίσει.
Την επομένη μέρα το υποβρύχιο εντόπισε και πρόσβαλε ένα μεγάλο (80 τόνων) Ιταλικό ιστιοφόρο μεταξύ Νισύρου-Τήλου που έπλεε από Ρόδο προς Κω και εκτελούσε και αυτό στρατιωτικές μεταφορές. Το υποβρύχιο έβαλε με το πυροβόλο του και στη συνέχεια το εμβόλισε.
Το υποβρύχιο συνέχισε την περιπολία του, αλλά μερικές μέρες αργότερα παρουσιάστηκε βλάβη σε κρίσιμα βοηθητικά μηχανήματα (αεροθλιπτικές), οπότε διέκοψε την περιπολία του και επέστρεψε στη βάση του στη Βηρυτό όπου κατέπλευσε το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου και έγινε ενθουσιωδώς δεκτός από τα πληρώματα των άλλων υποβρυχίων.
Ο Αντιναύαρχος Φωκάς μας μεταφέρει τα γεγονότα:
(….) Τα Βρετανικά και συμμαχικά υποβρύχια εισπλέοντα εις την βάση τους μετά επιτυχή τορπιλλισμόν, συνήθιζαν να υψώνουν την μαύρην σημαίαν με την νεκροκεφαλήν ως σύμβολον της επιτυχίας των. Ο ΝΗΡΕΥΣ επροτίμησε, κατά την είσοδον του εις την Βηρυτόν, να επάρη εις τον ιστό του την ωραία μεταξίνην γαλανόλευκο την οποία εφύλαττε δι’ εξαιρετικάς περιστάσεις. Με παρατεταγμένον το πλήρωμα του εις το κατάστρωμα, επλησίασεν περήφανον το ελληνικόν υποβρύχιον εις ΚΟΡΙΝΘΙΑ υπο τας ζωηράς επευφημίας των πληρωμάτων των αδελφών πλοίων. (…..)
Ο Κυβερνήτης του Υ/Β ΤΡΙΤΩΝ, στην αναφορά του προς την διοίκηση Υποβρυχίων στη Βηρυτό, έγραψε σχετικά με το συμβάν τα παρακάτω:
1η ημέρα πλου, 15/9/42 13.30’. Αποπλέομεν Βηρυτού ίνα έξωθι λιμένος εκτελέσωμεν ασκήσεις μετά γαλλικού αντιτορπιλλικού και δυο αγγλικών τορπιλλακάτων. 19.03’. Κατευθυνόμεθα προς το στενόν Ρόδου. ... ...…… 10η ημέρα πλου, 24/9/42 13.40’. Ατμόπλοιον φορτηγοεπιβατηγόν εις απόστασιν 5 χιλ. 13.42’. Πολεμική έγερσις - Έναρξις επιθέσεως. 14.00’. Το πλοίον ανεγνωρίσθη ως ιταλικόν εκτοπίσματος τουλάχιστον 1.500 τόννων. 14.03’. Πυρ - Εβλήθησαν τρεις τορπίλλαι από αποστάσεως 450 μέτρων. Μετά παρέλευσιν 20 – 25 δευτερολέπτων ηκούσθη εντός του υποβρυχίου δυνατή διπλή έκρηξις. Η τορπίλη επέτυχε τον εχθρόν εις τα 2/3 του μήκους του από πρώρας. Η πρύμνη του πλοίου εθρυμματίσθη και ανετινάχθη εν μέσω μέλανος καπνού εις ύψος 100 μ. Ταυτοχρόνως η πρώρα του μετά του υπολοίπου σκάφους ήρχισεν ανορθουμένη, έλαβε την θέσιν της κατακορύφου, και εις διάστημα μικρότερον των δύο λεπτών εξηφανίσθη υπό την επιφάνειαν της θαλάσσης εις θέσιν 6 μίλια προς 160ο από άκρας Αlupo. 14.05’. Με ταχύτητα, προχωρήσεως 7 κ. τη βοηθεία του ρεύματος απεμακρύνθημεν από δυσμάς. 15.35’. Ηκούσθησαν εκρήξεις δέσμης βομβών. 17.47’. Ηκούσθησαν και πάλιν εκρήξεις δέσμης βομβών. 19.50’. Αναδυόμεθα 7 μίλια νοτιοδυτικώς Σύμης και κατευθυνόμεθα ίνα φορτίσωμεν πλησίον των Τουρκικών ακτών. 11η ημέρα πλου, 25/9/42 04.10’. Κατευθυνόμεθα εις το μεταξύ Νισύρου και Τήλου στενόν δι’ου διέρχεται η γραμμή συγκοινωνίας Πειραιώς–Ρόδου.
Επίσης ο Αντιναύαρχος Φωκάς στο ίδιο βιβλίο του (Β’ τόμος), αναφέρει ότι ο αρχηγός του Βρετανικού Στόλου της Μεσογείου, ναύαρχος Harwood έγραψε προς το Βρετανικό Ναυαρχείο και κοινοποίησε στις Ελληνικές ναυτικές αρχές τα ακόλουθα:
«Ο πλωτάρχης Αλέξ. Ράλλης του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού και το πλήρωμα του είναι άξιοι συγχαρητηρίων δια την αποφασιστικήν και επιτυχή περιπολία του υποβρυχίου του, εκτελεσθείσαν παρ’όλην την σημαντικήν εχθρικήν αντίδρασιν και παρά τον μέγα αριθμόν βλαβών, τας οποίας επιτυχέστατα αντιμετώπισε. Τα ελληνικά υποβρύχια εισέρχονται τώρα εις περίοδον σαφούς ενεργού πολεμικής δράσεως, η παρούσα δε περιπολία προοιωνίζεται τα βέλτιστα δια το μέλλον….»
Μερικές μέρες αργότερα, η Βρετανική Υπηρεσία Πληροφοριών ενημέρωσε πως οι δυο από τις τορπίλες του ΝΗΡΕΥΣ βρήκαν το πλοίο, που εκτελούσε και στρατιωτικές μεταφορές παράλληλα με τα δρομολόγια του και πως επέβαιναν σε αυτό 400 Ιταλοί στρατιωτικοί και μικρός αριθμός πολιτών. Μετά από αυτά έγινε μια τελετή στην οποία παρασημοφορήθηκε ο Κυβερνήτης του Πλωτάρχης Ράλλης.
Ακολούθως το υποβρύχιο εκτέλεσε άλλες 6 περιπολίες μέχρι το τέλος του πολέμου (27/10-12/11/42, 14-28/2/44, 19-31/3/44, 5-19/6/44, 15-31/7/44 και 29/9-13/10/44) και επίσης χρησιμοποιήθηκε για μεταφορές κομάντος και παραλαβή προσωπικού, που έφευγε από την κατεχόμενη Ελλάδα. Το υποβρύχιο στις αποστολές του αυτές, παρουσίαζε αρκετά προβλήματα και σοβαρές βλάβες τις οποίες όμως το πλήρωμα, κατάφερνε να αντιμετωπίζει..
Μετά το πέρας του πολέμου και την απελευθέρωση της Ελλάδας, το υποβρύχιο επέστρεψε στην Ελλάδα.
Στις 3 Μαΐου 1947 παροπλίστηκε λόγω της κακής κατάστασης του υλικού του και το 1952 εκποιήθηκε για διάλυση.
Ήταν η περίοδος της ανασυγκρότησης και η χώρα μας δυστυχώς χρειαζόταν και χρήματα και μέταλλα.