Γράφουν οι Δημήτριος Γεωργαντάς και Ιωάννα – Θεοδοσία Γεωργαντά
« Αν θα γράψετε ποτέ την Βιογραφία μου, μη λησμονήσετε να γράψετε ότι, επί τέλους, εγήρασα ονειρευόμενος». Νικόλαος Γύζης (1842-1901)
Ο Νικόλαος Γύζης, γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1842 στο Σκλαβοχώρι της Τήνου. Ήταν ένα από τα έξι (6) παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου Γύζη και της Μαργαρίτας. Σε αυτούς τους τίμιους, εργατικούς και φτωχούς γονείς, ο μεγάλος ζωγράφος θα στρέφει συχνά με ευλάβεια και νοσταλγία τα μάτια της ψυχής του.
Τα πρώτα ξένοιαστα χρόνια τα πέρασε στο νησί του, όπου ακόμα ήταν νωπές οι ηρωικές ιστορίες του Αγώνα και τα κατορθώματα των επαναστατών. Το 1850 η οικογένειά του μεταναστεύει στην Αθήνα. Εγκαταστάθηκαν στο Μοναστηράκι και αργότερα στην οδό Θεμιστοκλέους 18. Από μικρός ο Γύζης εκδηλώνει την ισχυρή κλίση του στο σχέδιο και τη ζωγραφική. Δεκαεπτά (17) ετών, αφού κατορθώνει να ξεπεράσει τις αντιρρήσεις του πατέρα του, εγγράφεται στο Σχολείο των Τεχνών. Παράλληλα, παρακολουθεί και μαθήματα ξυλογλυπτικής και χαλκογραφίας, ώστε να μπορεί να έχει ένα επάγγελμα βιοπορισμού. Το χαρακτηριστικό του ήταν το χιούμορ του, η αφέλειά του και η αδιάκοπη εσωτερική ανάγκη του να επιτυγχάνει το τέλειο, καθώς επίσης και η μεγάλη θρησκευτικότητά του.
Στο τέλος των σπουδών του και μέσω του φίλου του, Νικηφόρου Λύτρα, γνωρίζεται με τον πλούσιο και φιλότεχνο συμπατριώτη του Νικόλαο Νάζο. Ο Νάζος μερίμνησε, ώστε να λάβει υποτροφία από το ευαγές Ίδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, για σπουδές στην Ακαδημία του Μονάχου. Τον Ιούνιο 1865, σε ηλικία 23 ετών, ο Γύζης αναχωρεί για το Μόναχο. Μαθήτευσε κοντά στους ζωγράφους Χέρμαν Άνσουτς (Hermann Anschutz) και Αλεξάντερ Βάγκνερ (Alexander Wagner). Τον Ιούνιο 1868 γίνεται δεκτός στις τάξεις του μεγάλου ζωγράφου Καρλ Φον Πιλότυ (Karl Von Piloty), που είχε τη φήμη έξοχου δασκάλου. Δέχθηκε τις επιρροές των εικαστικών ρευμάτων των δασκάλων του, δημιουργώντας έργα ρεαλισμού και ηθογραφίας, απαράμιλλης καλλιτεχνικής αξίας. Ήταν εκφραστής του ακαδημαϊκού ρεαλισμού του ύστερου 19ου αιώνα και εκπρόσωπος του συντηρητικού εικαστικού κινήματος, της «Σχολής του Μονάχου». Οι Γερμανοί δάσκαλοί του τον χαρακτήριζαν ως «γερμανικότερο των Γερμανών».
Διαμορφώθηκε καλλιτεχνικά με ξένους προσανατολισμούς, αλλά με έντονη την ελληνική ζωγραφική έκφραση. Τα έργα του ακτινοβολούν φως και μαγεία, χάρη στα θαυμάσια ζεστά χρώματα που χρησιμοποιεί. Η ζωγραφική του εδράζονταν στην τεχνοτροπία της Σχολής του Μονάχου. Με βάση τον ρομαντικό ρεαλισμό επεδίωκε μία φιλτραρισμένη απεικόνιση της πραγματικότητας, με περιγραφική εξιστόρηση των λεπτομερειών.
Το 1868 δημιουργεί το έργο «ΙΩΣΗΦ ΣΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ», το οποίο χαρίζει στο ευαγές Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου. Το 1870 δημιουργεί το πανέμορφο έργο του: «ΙΟΥΔΙΘ ΚΑΙ ΟΛΟΦΕΡΝΗΣ». Επίσης, το 1870, βραβεύεται για τη δημιουργία του έργου του: «ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ». Η παραγωγικότητά του είναι αξιόλογη και δημιουργεί πολλά έργα. Το 1871 κερδίζει το ασημένιο μετάλλιο της Ακαδημίας Καλών Τεχνών και χρηματικό έπαθλο για το έργο του «ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΝΙΚΗΣ». Το θέμα του πόνου το πραγματεύεται συχνά στα έργα του όπως: «ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ», «ΤΑ ΟΡΦΑΝΑ» και «ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ».
Το 1872 επιστρέφει στην Ελλάδα. Μένει στην Αθήνα, σε μία πάροδο της οδού Θεμιστοκλέους, στο πατρικό του σπίτι, όπου ζωγραφίζει προσωπογραφίες. Το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον του είναι γενικά στραμμένο στην Ελλάδα. Ζωγραφίζει κυρίως στα Μέγαρα. Το πάθος του ήταν η μουσική. Η ευαισθησία του αυτή βρήκε έναν προσωπικό τρόπο έκφρασης στην ιδεαλιστική περίοδο της ζωγραφικής του. Δημιουργεί τον διασημότερο πίνακά του: «ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ». Το υλικό του από την Ελλάδα θα το χρησιμοποιήσει αργότερα στη Γερμανία. Το 1873, με το φίλο του Νικηφόρο Λύτρα, πραγματοποιούν περιοδεία στη Μικρά Ασία (Σμύρνη). Το ταξίδι αυτό τον έκανε να αγαπήσει περισσότερο την ελληνική ιστορία και να ωριμάσει μέσα του η ελληνική συνείδηση.
Οι καλλιτεχνικές δημιουργίες του είναι καθαρές και διακρίνονται από την λεπτομέρεια των ζωγράφων του ρομαντικού ρεαλισμού. Τα χρώματά του είναι ζεστά και τα έργα του χαρακτηρίζονται από εξαιρετική λαμπρότητα.
Τέλος Οκτωβρίου 1873 αντιμετωπίζει σοβαρή περιπέτεια με τα μάτια του και κινδυνεύει να χάσει την όρασή του. Ενδεικτικά έργα αυτής της περιόδου είναι: «Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΟΡΝΙΘΟΚΛΕΠΤΟΥ», «ΤΟ ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ» (1873-1875) και «ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ ΜΕ ΤΣΙΜΠΟΥΚΙ». Τον Μάιο 1874, ο Γύζης, απογοητευμένος από τις συνθήκες ζωής και εργασίας στην Ελλάδα, μαζί με το φίλο του Λύτρα, επιστρέφουν στη Γερμανία. Το 1874-1875 δημιουργεί τα έργα: «ΤΑΜΑ», «ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ», «Η ΠΡΩΤΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ», «ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ».
Έρχεται για λίγο στην Ελλάδα, τον Απρίλιο 1877, παντρεύεται την Άρτεμη Νάζου και μαζί επιστρέφουν στο Μόναχο. Στις 21 Μαΐου 1878 γεννά την πρώτη του κόρη (Πηνελόπη), η οποία πεθαίνει σε δώδεκα (12) ημέρες. Η έμμονη ιδέα που τον κατατρώει, είναι το μέλλον της Ελλάδος και ο παραγκωνισμός του κλασικού πνεύματος, πρώτα από τους ίδιους τους Έλληνες. Στις 4 Απριλίου 1879 γεννιέται η κόρη του Μαργαρίτα – Πηνελόπη.
Τον Αύγουστο 1880 ανακηρύσσεται επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου. Την Πρωτοχρονιά 1881 έλαβε το μετάλλιο του Γεωργίου Α΄. Στις 18 Απριλίου 1881 γεννιέται η 2η κόρη του (Μαργαρίτα), ενώ ταυτόχρονα πεθαίνει και η μητέρα του. Το έτος αυτό ασχολείται με ιδιαίτερη κλίση με επιτραπέζια θέματα (νεκρές φύσεις) και μελετάει κεφάλια γερόντων με έντονη την ψυχογραφική του διεισδυτικότητα. Μετά ένα έτος από τον θάνατο της μητέρας του πεθαίνει και ο πατέρας του.
Το 1882 εκλέγεται έκτακτος καθηγητής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και λαμβάνει το ασημένιο μετάλλιο της Νυρεμβέργης. Η αποδοχή της θέσης του σήμαινε την τελεσίδικη ματαίωση των σχεδίων επιστροφής του στην Ελλάδα. Στη Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση Μονάχου βραβεύεται με το ασημένιο μετάλλιο για το έργο του: «ΑΠΟΣΤΗΘΗΣΗ». Έργα της ίδιας περιόδου είναι: «ΚΟΥΚΟΥ», «ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ» και «Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΚΑΙ Ο ΕΓΓΟΝΟΣ».
Παρά το γεγονός ότι ανήκε στην πνευματική αριστοκρατία του Μονάχου, δε ζωγράφιζε πλούσιους, στρατιωτικούς ή πρίγκιπες, αλλά ένιωθε ο «Νικολός» της Τήνου. Τα πρόσωπα των καλλιτεχνημάτων του χαρακτηρίζονταν από απλότητα και ζεστασιά. Έβρισκε ανταπόκριση στη ζεστασιά των απλών καθημερινών πραγμάτων και στην περιγραφή των μικρών συμβάντων. Σημαντικά του έργα αποτελούν: «Ο ΚΟΥΡΕΑΣ» (1880), «Η ΨΥΧΟΜΑΝΑ» (1882-1883), «ΜΙΚΡΟΣ ΣΟΦΟΣ» και (1884), «ΧΑΡΤΟΜΑΝΤΙΣΣΑ» (1885), «ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ» (1885-1886). Το σπουδαιότερο έργο του αποτελεί: η «ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ» (1886), αντιπροσωπευτικό της νεοϊδεαλιστικής τέχνης του, στο οποίο φαίνεται το προανάκρουσμα μιας πραγματικά πνευματικής άνοιξης.
Το 1886 αποτελεί την έναρξη της περιόδου του νεοϊδεαλισμού του. Εκδηλώνεται η πλατωνική του πίστη για μια αιώνια ομορφιά. Το 1884 γεννιέται και ο γιος του Ονούφριος – Τηλέμαχος. Το 1887 δημιουργεί το έργο: «ΛΑΒΑΡΟ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ». Το 1888 εκλέγεται τακτικός καθηγητής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου. Το 1890 έρχεται το τέταρτο παιδί του (Ιφιγένεια). Το 1891-1892 δημιουργεί το σημαντικό έργο του: «ΙΣΤΟΡΙΑ», για τα γενέθλια του Λεοπόλδου της Βαυαρίας. Το 1893 ζωγραφίζει: την «ΑΡΜΟΝΙΑ» παραγγελία του εργοστασίου Ίμπαχ. Το 1896 δημιουργεί το έργο: «ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΙΣ», για το δίπλωμα του Πολυτεχνείου του Μονάχου. Ακολουθεί το 1896: το «ΔΙΠΛΩΜΑ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ», η «ΦΗΜΗ», η «ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ», κ.α.
Το 1892 η Πινακοθήκη του Μονάχου βράβευσε με το χρυσό μετάλλιο το έργο του: «ΑΠΟΚΡΗΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ». Στη Μαδρίτη του απονέμεται το χρυσό βραβείο για το έργο του: «ΤΑΜΑ». Ο πίνακάς του: «ΑΡΜΟΝΙΑ» κερδίζει το πρώτο βραβείο ανάμεσα σε 152 καλλιτέχνες. Αποδίδει στα έργα του την ελληνική καθημερινότητα, τη συγκίνηση και την εμπειρία των γεγονότων της εποχής που έζησε.
Το Σεπτέμβριο 1895 έρχεται στην Αθήνα. Επισκέφτηκε την Ελλάδα για να αποκτήσει νέες εμπειρίες από μία πιο άμεση επαφή με τους Έλληνες. Συναντάει τους Βολονάκη, Λύτρα, Λεμπέση και άλλους δικούς του καλλιτέχνες. Η κάθε επαφή του με τον ελληνικό χώρο τον οδηγεί στις αγαπημένες φωνές των τρυφερών παιδικών του χρόνων. Με δέος ανταμώνει το ελληνικό φως και την ομορφιά, αυτή που δεν μπορεί να αποδοθεί με τις λέξεις και τα μάτια των πολλών. Είναι η τελευταία φορά που επισκέφτηκε την Ελλάδα, την οποία νοσταλγούσε σε όλη του τη ζωή. Τον Νοέμβριο 1895 επιστρέφει στο Μόναχο. Έχει ωριμάσει μέσα του η ουσία του κλασικού ελληνικού πνεύματος.
Το 1896 έλαβε το αργυρό μετάλλιο για το: «ΔΙΠΛΩΜΑ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ». Επίσης, στα 1896-1897 δημιουργεί πλήθος έργων: «ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ» (1896-1898), «ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ», «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΘΛΙΨΕΩΣ», «ΔΟΞΑ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ», «Ο ΓΕΡΟΣ ΠΟΥ ΚΑΠΝΙΖΕΙ», «Η ΧΑΡΑ ΕΝ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ», κ.α.
Έδινε ουσιαστικό βάθος και αισθητικό κύρος στις αλληγορίες του. Χειρίζονταν τα θέματά του με απλότητα και στόχευε κατευθείαν στην καρδιά του κοινού. Δημιουργεί το μεγαλειώδες έργο του: «ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΒΑΥΑΡΙΑΣ» τα έτη 1895-1899. Το 1898 λαμβάνει το χρυσό παράσημο Ρίτερκροϋτς και το γερμανικό κράτος αγοράζει έργα του για την Πινακοθήκη. Το 1899 δημιουργεί το σημαντικό πίνακα «ΝΕΟ ΑΙΜΑ». Τα τελευταία του έργα είχαν βαθύτατο θρησκευτικό χαρακτήρα. Άφησε ημιτελές το έργο του: «ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ».
Ανακάλυψε το βάθος και το πλάτος των μικρών γεγονότων της ζωής και τα αφηγήθηκε εικαστικά με παραδειγματική ευαισθησία. Ενδιαφέρθηκε να αναπαραστήσει έναν εσωτερικό κόσμο και να τον μεταφέρει εικαστικά στα έργα του. Ο κατάλογος των έργων του είναι μακροσκελής, γεμάτος από αληθινά αριστουργήματα. Μερικά από αυτά είναι: «»ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΠΟΥ ΠΑΙΖΕΙ», «ΤΑ ΟΡΦΑΝΑ», «ΤΑ ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΑΤΑ», «ΤΟ ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ», «ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ», «ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ ΜΕ ΤΟΥΡΜΠΑΝΙ», «ΠΑΠΠΟΥΣ ΚΑΙ ΕΓΓΟΝΟΣ», κ.α. Η σημαντικότερη μορφή στα έργα του είναι η γυναίκα, που εμφανίζεται ως Τέχνη, Μουσική, Άνοιξη, Δόξα, κλπ. Δύο από τα σημαντικότερα έργα του σε δημόσια κτήρια στην Καϊζερσλάουτερν και στη Νυρεμβέργη, καταστράφηκαν από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι δυνάμεις του αρχίζουν να τον εγκαταλείπουν. Ζωγραφίζει το τελευταίο έργο του: «ΙΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ». Αρχές φθινοπώρου του 1900, η λευχαιμία τον καταβάλλει. Ο πυρετός τον τσακίζει. Το χέρι του δεν μπορεί να πιάσει το πινέλο. Οι τελευταίες σκέψεις του είναι για την Ελλάδα και στη συνεχή πάλη του ανθρώπινου γένους για καταξίωση. Στις 4 Ιανουαρίου 1901 πεθαίνει. Ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου. Η τελευταία του γραπτή φράση είναι: «Λοιπόν, ας ελπίζουμε και ας ζητούμε να είμαστε εύθυμοι».
Μετά την Καταστροφή των Ψαρών
Αντιμετώπιζε με πολύ σοβαρότητα το θέμα της σύνθεσης των έργων του. Στα έργα του, το σχέδιο και τα χρώματα, τα ενδύματα και οι μορφές, οι κινήσεις και τα αισθήματα, τα πάντα ισορροπούσαν. Το πληρέστερο έργο του και το αριστούργημά του αποτελεί ο πίνακάς του: «Μετά την Καταστροφή των Ψαρών». Η μεγάλη ελαιογραφία του: «Μετά την Καταστροφή των Ψαρών», διαστάσεων 133 Χ 188 εκ., η οποία βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος, απεικονίζει το δράμα των Ελλήνων που γλύτωσαν από τις σφαγές, αντιμετωπίζουν όμως την άγρια θάλασσα και προσπαθούν να σωθούν. Η ρωμαλέα διάθεσή του να απεικονίσει το έπος του ξεσηκωμένου λαού της Ελλάδος και τις μεγάλες μαρτυρικές ώρες του λαού του, μιας πολύ κοντινής του εποχής. Η Ελλάδα που τον εμπνέει, είναι μία Ελλάδα αγώνων και θυσιών.
Η σύλληψη της ιδέας του έργου είναι ανεπανάληπτη. Ο πίνακας είναι πλήρης εσωτερικής κίνησης και ενότητας. Πείθει άμεσα για την πραγματικότητα της σκηνής και εξάπτει την φαντασία ότι οι συγκεκριμένες μορφές, θα ζωντανέψουν και θα συνεχίσουν τις κινήσεις τους και τον αγώνα τους για επιβίωση. Στα πρόσωπά τους αποδίδει παραστατικά το υψηλό ήθος των αγωνιζόμενων Ελλήνων για την ελευθερία.
Στην εικόνα κυριαρχούν περισσότερο από τα βασικά χρώματα, μία μυστηριώδης απόχρωση του κυανού τόνου, το «κυανού του Γύζη». Το βάθος της σύνθεσής του αποτελείται από ένα αργυρόχρωμο νεφέλωμα, που το διασχίζει μία γραμμή κυανού αιθέρα και οι τόνοι αυτοί αντανακλώνται στις μορφές και τα ενδύματα των ανθρώπων. Έχει πλήρη αίσθηση της αρμονικότητας των κινήσεων και γνωρίζει να τιθασεύει την ορμή, ώστε να παρουσιάζεται η ευγένεια και η πνευματικότητα των μορφών. Πραγματοποιεί μία ανατομία ψυχής παρά μία απεικόνιση προσώπων. Στα πρόσωπά των μορφών του πλανιέται η χωρίς δάκρια οδύνη. Τη μεγάλη θλίψη την ζωγραφίζει σιωπηλή, που ξεσπά πολύ βαθιά, χωρίς να αλλοιώνει τα μέρη των προσώπων, χωρίς να εκφυλίζεται σε κραυγές ή επιδείξεις. Οι πινελιές του είναι αδρές και αποφασιστικές. Με τα χρώματά του εμβαθύνει περισσότερο στην αναλογία των μορφών και τις σχεδιάζει απλά.
Η εικόνα της βάρκας σε μεγάλο κίνδυνο, με τους ανθρώπους, σε χαρακτηριστικά ποικιλία στάσεων, να εξαφανίζονται στο βάθος της μανιασμένης θάλασσας, χωρίς να κατορθώσουν να ανέβουν πάνω της ή να πιαστούν από αυτή, και τα πρόσωπά τους γεμάτα απόγνωση, που κινδυνεύουν από τα σκαμπανεβάσματά της. Οι αστραπές φωτός στα μάτια των μορφών δίνουν την απόκοσμη λάμψη της ψυχής τους. Εδώ, τις επικίνδυνες αυτές στιγμές, που ο θάνατος πετάει στους σκούρους ατμοσφαιρικούς τόνους και τα σκοτεινά αινιγματικά νερά, μέσα σε προσευχές και ολολυγμούς, παρουσιάζεται η ανεξάντλητη πίστη των Ελλήνων. Τα πρόσωπά τους είναι πλήρη εκφράσεων και το σώμα και οι κινήσεις τους αφήνονται να διαισθάνονται από την φαντασία. Οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν να διασώσουν τίποτε προσωπικό, αλλά διέσωσαν την άγια εικόνα- κειμήλιο και τη σημαία, που θα τους προστατεύσει και θα τους εμπνεύσει στη συνέχιση του αγώνα για την επίτευξη της ελευθερίας.
Στον πίνακά του αποδίδει εκφραστικά τον ψυχισμό και τον πνευματικό ηρωισμό των Ελλήνων προσφύγων. Ζωγραφίζει ποικιλία διαφορετικών χεριών και τα χρησιμοποιεί έξυπνα σαν εκφραστικό μέσο για να αποδώσει συναισθηματικές καταστάσεις. Αποδίδει επιτυχημένα τη σύνθεση των επιφανειών πάνω στις οποίες εισέρχεται το φως και αναδεικνύει την στιλπνότητα των τόνων. Χρησιμοποιεί άσπρο χρώμα και τονίζει την παγερότητα των σκούρων χρωμάτων. Οι πινελιές του είναι αδρές και βιαστικές και οι τόνοι αλληλοσυγκρούονται με ιδιαίτερη τόλμη.
Την στιγμή της απόγνωσης, που οι άνθρωποι κλαίνε, προσεύχονται, προσπαθούν με τα χέρια τους να διασώσουν τους δικούς τους, που βρίσκονται έρμαιο των κυμάτων της θάλασσας, ο παπάς, τον οποίο συναντάμε και σε πολλούς άλλους πίνακές του, καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες να προστατεύσει την άγια εικόνα. Παράλληλα το φλάμπουρο της Λευτεριάς κυματίζει περήφανα. Μόνο ένας άνθρωπος, ο μόνος όρθιος στο κέντρο του πίνακα, ο βρακοφόρος νησιώτης, αγωνίζεται με όλες του τις δυνάμεις να οδηγήσει τη βάρκα με σιγουριά, ελπίδα, δύναμη και αποφασιστικότητα. Αποτελούν τα χέρια του βρακοφόρου νησιώτη μία αυστηρή συμβολική σημασία, στην οδήγηση της βάρκας-της Ελλάδος- στη ρότα της ελευθερίας και στην πλήρη δικαίωση των οραμάτων των επαναστατών. Το ζεστό χρώμα (κόκκινο) του σκούφου του νησιώτη συμβολίζει το συναίσθημα της πίστης για την ελευθερία. Ο έντονα φωτισμένος στο κέντρο νησιώτης σηματοδοτεί την ελπίδα για την ελευθερία και την φλόγα του πνεύματος και της ψυχής των αγωνιζόμενων επαναστατών.
Στην καλλιτεχνική δημιουργία του, ο κεφαλόδεσμος περιορίζει τα μακριά μαλλιά και η επεξεργασία του θέματος και το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στο σχήμα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Το κάλυμμα του κεφαλιού του ανθρώπου που προσπαθεί να σώσει τον δικό του άνθρωπο που κινδυνεύει, τονίζει περισσότερο το πρόσωπό του και τα συναισθήματά του. Το κόκκινο χρώμα στο κεφαλόδεσμο του ατόμου που προσπαθεί να σώσει κάποιον στο νερό και ο σκούφος του όρθιου νησιώτη δημιουργεί έντονη αντίθεση με τα χρώματα του δέρματός τους. Στις μορφές τα μόνα ευδιάκριτα χαρακτηριστικά είναι το μέτωπο, η λεπτή μύτη και το αποφασιστικό σπινθηροβόλο μάτι.
Την ίδια ώρα που οι ζωντανοί πολεμούν με τα στοιχεία της φύσης για να σωθούν, η καμένη γη του ρημαγμένου νησιού τους, φαίνεται μαύρη και σκοτεινή. Αποθανάτισε καλλιτεχνικά την καταστροφή των Ψαρών με τους ήρωες, που πολεμούν μετά από τον αιμοδιψή κατακτητή, να διασωθούν από τη φύση. Η ώρα είναι σκοτεινή. Σκοτάδι παντού. Τα κύματα του σκοταδιού και της θάλασσας εκτινάσσονται στις άκρες του πίνακα. Τα πάντα σιωπούν πάνω στο νησί και έχουν κατακαεί τα πάντα. Ζωγραφίζει τον ουρανό με ανταύγειες, που κρύβουν την ολοσχερή καταστροφή του νησιού. Το σκοτεινό περιβάλλον στη θάλασσα, στη ξηρά και στον ουρανό, συμβολίζει τις σκληρές πολεμικές συγκρούσεις που θα ακολουθήσουν μετά την καταστροφή των Ψαρών, μέχρι να έλθει το φως της ελευθερίας. Απέδωσε εικαστικά το πνεύμα των επαναστατών και τη θέληση για ελευθερία στη ζωή και στη θρησκεία. Το φως του ήλιου έρχεται από ένα βαθυγάλανο νυκτερινό κόσμο, για να φωτίσει το σκοτάδι, αναγγέλλοντας στους Έλληνες την ανάσταση της ελευθερίας.
Αντί Επιλόγου
Ο Γύζης έμεινε στην ψυχοσύνθεσή του σταθερά Έλληνας στο Μόναχο. Είχε πραγματικά ένα αγνό και πηγαίο ταλέντο. Στο Μόναχο έντυσε τον δυναμισμό του με το φόρεμα του ρομαντικού ρεαλιστικού στυλ, στο πλαίσιο της «Σχολής του Μονάχου». Ανεπανάληπτη είναι η βάπτισή του στα νάματα του εθνικού παρελθόντος, το ολοκληρωτικό δέσιμό του στο σκοπό του και η συνέπεια με την οποία εξυψώθηκε στα οράματά του. Η εσωτερική πορεία του, επιτυγχάνοντας τα ύψη της ζωγραφικής δεξιοτεχνίας, κατόρθωσε να βρει το κουράγιο να οδηγηθεί μέχρι την επίτευξη ενός μοναχικού καλλιτεχνικού οραματιστή. Στα έργα του διακρίνεται η λεπτομέρεια και η καθαρότητα των χαρακτηριστικών των μορφών του. Εστίαζε στο συναίσθημα, ως ρομαντικός ρεαλιστής ζωγράφος.
Ο Γύζης με τα ανυπέρβλητα έργα του σχεδίασε ηθογραφίες, θρησκευτικά και θέματα από την ελληνική μυθολογία μέχρι το 1821. Απέδωσε με τον χρωστήρα του ασύγκριτες στιγμές του Ελληνικού Έθνους και της καθημερινότητας των απλών Ελλήνων, του 19ου αιώνα. Στη σύνθεση των έργων του ακολουθεί συγκεντρωτική μέθοδο. Κέντρο της είναι το κέντρο της εικαστικής δημιουργίας του και είναι παραστατική και κλειστή. Η βασική μορφή του θέματος τοποθετείται στο κέντρο και περιβάλλεται από διάφορα επίπεδα, μορφές και συνοδευτικά στοιχεία. Το τοπίο αποτελεί πρόσχημα και αποκτά παραδείσια και ρομαντικά χαρακτηριστικά.
Στον πίνακά του: «Μετά την Καταστροφή των Ψαρών», ήρθε να θυμίσει στους Έλληνες, την ολοκληρωτική καταστροφή των Ψαρών και την δραματική εξαφάνιση των κατοίκων σε διάφορα μέρη της τότε Ελλάδος Η ηρωική μορφή του βρακοφόρου νησιώτη στον πίνακά του: «Μετά την Καταστροφή των Ψαρών», στο κέντρο της βάρκας και δίπλα στη σημαία των Ελλήνων, να δείχνει την απαράμιλλη δύναμη στις καρδιές των επαναστατημένων Ελλήνων να συνεχίσουν τον Αγώνα τους, με αγώνες, κόπους και βάσανα, μέχρι την τελική επίτευξη της ελευθερίας τους.
Αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους, χαράκτες και σχεδιαστές του 19ου αιώνα. Ασχολήθηκε με ηθογραφίες, νεκρή φύση, πορτρέτα, αλλά και ιδεαλιστικά – αλληγορικά θέματα, επηρεασμένος από τον Ευρωπαϊκό Συμβολισμό, εκφράζοντας το πνεύμα της εποχής του. Ποιητές και λογοτέχνες εμπνεύστηκαν από τα έργα του. Η Ευρώπη έπλεξε διθυράμβους για αρκετό καιρό μετά το θάνατό του. Όσα ωραία λόγια και αν γράφτηκαν και λέχθηκαν γι’ αυτόν, το χρέος μας δεν ξεπληρώνεται. Μεγάλη σημασία δεν έχει μόνο το τι μας έδειξε με τα έργα του, αλλά και με πόση καθαρότητα και αγάπη τα αποδεχτήκαμε.
Βιβλιογραφικές και Διαδικτυακές Αναφορές
- Γάκης, Τρύφων. (1996). 1821. Η Ελληνική Επανάσταση, Αθήνα: ΔΕΛΤΑ.
- Γιαννόπουλος, Νίκος. (2016). 1821. Οι μάχες των Ελλήνων για την ελευθερία, Αθήνα: Historical Quest.
- Νικόλαος Γύζης, 1 Μαρτίου 2008, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.covigreek.wordpress.com, 24-1-2022.
- Νικόλαος Γύζης. Μία σπάνια καλλιτεχνική προσωπικότητα, 1-3-2019, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.imerodromos.gr, 24-1-2022.
- «Νικόλαος Γύζης – 120 χρόνια από τον θάνατό του». Έκθεση στο 56ο Φεστιβάλ Δημητρίων, 19-10-20211, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.culturenow.gr, 24-1-2022.
- Ιστορία του ελληνικού Έθνους. (1975). τόμοι ΙΑ’ και ΙΒ’, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
- Ραγιάς, Γιώργος. (1975). Οι Έλληνες ζωγράφοι. Από τον 19ο αιώνα στον 20ο, Τόμος Α΄, Αθήνα: Μέλισσα.
- Σαν σήμερα «έφυγε» ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους, 6-1-2022, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.cretalive.gr, 24-1-2022.
- Φιλήμων, Ιωάννης. (1859-1861). Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τόμος Α΄.