Του Αντιπλοιάρχου Σπυρίδωνος Μαζαράκη Π.Ν.
Εισαγωγή
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτελεί αναμφισβήτητα μια από τις σημαντικότερες ναυμαχίες της παγκόσμιας ιστορίας και η σημασία της είναι ευρέως αποδεκτή από το σύνολο των ιστορικών μελετητών και των θεωρητικών της στρατηγικής σκέψης. Αποτελεί αντικείμενο για τη μελέτη της θεωρίας της αποφασιστικής μάχης σε συνδυασμό με τη θεωρία της ναυτικής στρατηγικής, η οποία υποστηρίζει την εξέχουσα επιρροή της ναυτικής ισχύος στον ρου της ιστορίας. Η ερώτηση που εύλογα προκύπτει είναι: Πόσο σημαντική ήταν η επίδραση του αποτελέσματος της ναυμαχίας της Σαλαμίνας για την ιστορία; Η ερώτηση αυτή εμπεριέχει ένα σύνολο συνδεόμενων ερωτήσεων που πρέπει να απαντηθούν επιμέρους. Είναι δυνατόν μια μάχη να είναι αποφασιστική και ποιο ακριβώς είναι το αντικείμενο που αποφασίζεται; Επιπλέον, ειδικότερα, μπορεί μια ναυμαχία να είναι αποφασιστική για τα γεγονότα στην ξηρά; Προχωρώντας στον «αντιπραγματικό» (counter-factual) αναστοχασμό των γεγονότων του παρελθόντος, τί θα γινόταν αν η έκβαση μιας ναυμαχίας ήταν διαφορετική; Με αφορμή τη συμπλήρωση των 2.500 ετών από τη διεξαγωγή της, σκοπός του παρόντος πονήματος είναι η ανάδειξη της αποφασιστικότητας της ναυμαχίας της Σαλαμίνας για τον ρου της ιστορίας.
Αποφασιστικές μάχες της Ιστορίας
Είναι γεγονός ότι έχει δημοσιευθεί μεγάλος αριθμός βιβλίων και συγγραμμάτων που ασχολούνται αποκλειστικά με τις μάχες που επηρέασαν όχι μόνο το αποτέλεσμα ενός πολέμου αλλά και την ιστορία συνολικά. Για παράδειγμα, ο E.S. Creasy στο έργο του «The Fifteen Decisive Battles of the World from Marathon to Waterloo» (1851) επέλεξε τις μάχες «λόγω της διαχρονικής σημασίας τους και λόγω της ουσιαστικής (practical) επιρροής στη δική μας κοινωνική και πολιτική κατάσταση, την οποία μπορούμε να εντοπίσουμε στα αποτελέσματα αυτών των συγκρούσεων». Ωστόσο, μόλις μία εξ αυτών είναι ναυμαχία, η καταστροφή της Ισπανικής Αρμάδας του 1588. Ειδικά για τους Περσικούς πολέμους αναφέρεται μόνο στη μάχη του Μαραθώνα. Αντίστοιχα, ο JFC Fuller στο βιβλίο του «Decisive Battles: Their Influence upon History and Civilization» (1940) αναφέρεται μόνο σε μία ναυμαχία (Ναύπακτος, 1571) ενώ στο επόμενο βιβλίο του για τις «Αποφασιστικές μάχες που διαμόρφωσαν τον Κόσμο» (1954–1956) συμπεριλαμβάνει και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Στην πιο πρόσφατη προσπάθεια καταγραφής των σημαντικότερων μαχών, ο Giles MacDonogh’s στο «Great Battles: 50 Key Battles from the Ancient World to the Present Day» (2010) αναφέρεται σε δύο από τις μάχες των Περσικών πολέμων, των Θερμοπύλων και της Σαλαμίνας. Από την πλευρά του, ο John Keegan στo «History of Warfare» υποστηρίζει ότι ένα από τα ιστορικά χαρακτηριστικά των πολεμικών στόλων ήταν η εξάρτηση τους από την ξηρά, με αποτέλεσμα οι πιο αποφασιστικές ναυμαχίες «διαχρονικής και περισσότερο από τοπικής σημασίας» να έχουν διεξαχθεί σε ένα περιορισμένο ποσοστό των θαλασσίων περιοχών. Είναι αξιοσημείωτο ότι από τις δεκαπέντε αποφασιστικές ναυμαχίες που επιλέγει ο Keegan, οι τρείς έχουν διεξαχθεί στον ελληνικό χώρο σε απόσταση λιγότερο από 200 ναυτικά μίλια και με διαφορά 2.300 ετών (Σαλαμίνα, Ναύπακτος και Ναβαρίνον).
Είναι ενδιαφέρον ότι στις μελέτες για τις αποφασιστικές μάχες σπάνια εμπεριέχονται ναυμαχίες. Ο Jan Breemer σε μελέτη του για τις αποφασιστικές ναυμαχίες παρατηρεί δύο στοιχεία που επηρεάζουν την ανάλυση τους (Breemer, The Burden of Trafalgar, σελ. 9). Πρώτον, η προσέγγιση των μελετητών εμπεριέχει διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης. Οι πιο σπουδαίες προσεγγίσεις αφορούν σε μάχες που άλλαξαν την ιστορία, ενώ οι πιο συντηρητικές εμπεριέχουν αυτές που καθόρισαν την έκβαση ενός πολέμου. Ανάλογα με τον τρόπο προσέγγισης, ένας μελετητής μπορεί να επιλέξει διαφορετικές ναυμαχίες ως σημαντικότερες, ακόμα και όταν αφορούν τον ίδιο πόλεμο. Για παράδειγμα, στους περσικούς πολέμους θα μπορούσε κάποιος να αναφέρει τη ναυμαχία της Μυκάλης ή και του Ευρυμέδοντα ως σπουδαιότερης από αυτή της Σαλαμίνας. Δεύτερον, η ανάλυση των μελετητών έχει ισχυρά στοιχεία ιδιοτέλειας. Ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο, αλλά και τις εν γένει αντιλήψεις του κάθε συγγραφέα, η πρόσληψη της αποφασιστικότητας μιας μάχης ή ναυμαχίας παίρνει διαφορετική μορφή. Για παράδειγμα, ήδη από την αρχαιότητα υπήρξαν διαφορετικές οπτικές για τη σημασία της ναυμαχίας. Ο ιστορικός των Περσικών πολέμων, Ηρόδοτος, είναι ξεκάθαρος: Αν οι Αθηναίοι, πανικόβλητοι μπροστά στον κίνδυνο εγκατέλειπαν την πόλη τους ή έμεναν και παραδίνονταν στον Ξέρξη, κανένας δε θα επιχειρούσε ν᾽ αντιμετωπίσει τους Πέρσες στη θάλασσα (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 7.139.3). Συνεπώς, για τον Ηρόδοτο, οι Αθηναίοι ήταν σωτήρες της Ελλάδας, καθώς με την επιλογή τους εξακολούθησε η Ελλάδα να ζει ελεύθερη και κράτησαν όρθιο όλο τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο αναχαιτίζοντας τον βασιλιά. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 7.139.5). Αλλά και για τη σημασία της Αθηναϊκής Ναυτικής ισχύος, ο Ηρόδοτος είναι ξεκάθαρος: Οι Αθηναίοι λόγω του ανταγωνισμού με την Αίγινα αναγκάστηκαν να γίνουν ναυτικοί και έτσι σώθηκε η Ελλάδα. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 7.144.3). Από την άλλη πλευρά, ο Πλάτων στο έργο του «Νόμοι», υποστηρίζει ότι οι μάχες στον Μαραθώνα και στις Πλαταιές έσωσαν την Ελλάδα και όχι οι ναυμαχίες στη Σαλαμίνα και το Αρτεμίσιο. Είναι δεδομένο ότι ο σχολιασμός του Πλάτωνα είναι πολιτικά φορτισμένος, καθώς έχει ως βάση την κριτική του για τη λειτουργία του Αθηναϊκού πολιτεύματος και όπως αναφέρει οι ναυμαχίες δεν «έκαναν καλύτερους» του Αθηναίους. (Πλάτων, Νόμοι, 707 c.d). Αναμφισβήτητα, η ιδιοτελής ανάγνωση των ιστορικών γεγονότων επηρεάζει την αντικειμενική εκτίμηση της σημασίας τους.
Θεωρητική προσέγγιση στην αποφασιστική ναυμαχία στη θάλασσα
Ως ιδιοτελής, σε πολλές περιπτώσεις, έχει χαρακτηριστεί και η προσέγγιση των θεωρητικών της θαλάσσιας και ναυτικής ισχύος στα ιστορικά γεγονότα. Ο θιασώτης της θαλάσσιας ισχύος, Αμερικανός ναύαρχος Alfred Thayer Mahan, υποστήριξε στο εμβληματικό του έργο για την «Επιρροή της Θαλάσσιας Ισχύος στην Ιστορία» ότι ο «Έλεγχος των θαλασσών μέσω του ναυτικού εμπορίου και της ναυτικής υπεροχής σημαίνει κυρίαρχη επιρροή στον κόσμο [..] και είναι το κυριότερο μεταξύ των υλικών στοιχείων της ισχύος και της ευημερίας των εθνών». (Mahan, The Influence of Sea Power, σελ. 25). Αντίθετα με τον Mahan, ο έτερος σπουδαίος θεωρητικός της ναυτικής ισχύος, Sir Julian Corbett αντιλαμβάνεται ότι ο θαλάσσιος πόλεμος έρχεται δεύτερος εμπρός στη σημασία του χερσαίου, καθώς «Από τη στιγμή που οι άνθρωποι ζούνε στην ξηρά και όχι στη θάλασσα, η επίλυση των διαφορών μεταξύ των κρατών κρίνεται – εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις – είτε από το τί μπορεί να κάνει ο στρατός σου εναντίον της επικράτειας και της εθνικής ζωής του εχθρού σου, είτε από τον φόβο του τί επιτρέπει ο στόλος στον στρατό σου να κάνει» (Corbett, Some Principles of Maritime Strategy, σελ 24.) Εκτός από τη γενικότερη σημασία της θαλάσσιας ισχύος, υφίσταται και διαφωνία μεταξύ των δύο θεωρητικών σχετικά με τη σημασία της αποφασιστικής μάχης στη θάλασσα και της αναγκαιότητας της συγκέντρωσής του στόλου σε ένα αποφασιστικό σημείο. Αναφέρει σχετικά ο Mahan: «Η αποφασιστική υπεροχή στο κρίσιμο σημείο δράσης είναι η κύριος στόχος της στρατιωτικής τέχνης…..και ο αποφασιστικός στόχος της επίθεσης είναι η οργανωμένη δύναμη του εχθρού, δηλαδή ο Στόλος του» (Mahan, Retrospect and Prospect, σελ. 164,168). Από την πλευρά του, ο Corbett με βάση την άποψη ότι η εμμονή με την επίτευξη αποφασιστικής μάχης μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμό των επιλογών μιας ναυτικής στρατηγικής διαφοροποιείται σε σχέση με τον Mahan αναφορικά με το θέμα της συγκέντρωσης του στόλου. Ο Corbett υποστηρίζει ότι: «Σκοπός του ναυτικού πολέμου πρέπει να είναι πάντοτε, άμεσα ή έμμεσα, η εξασφάλιση του θαλασσίου ελέγχου ή η παρεμπόδιση της εξασφάλισής του από τον εχθρό. […] Η κυριαρχία στη θάλασσα, επομένως, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά τον έλεγχο των θαλάσσιων επικοινωνιών, είτε για εμπορικούς είτε για στρατιωτικούς σκοπούς». (Corbett, Some Principles of Maritime Strategy, σελ. 87, 89). Ως εκ τούτου, για τον Corbett, η προστασία των θαλασσίων επικοινωνιών αποτελεί την ουσία της ναυτικής επιρροής και τον στρατηγικό στόχο που πρέπει να επιδιώκει ο πολεμικός στόλος. (Vego, Naval Classical Thinkers, σελ. 6). Η σκέψη του Corbett έχει συγκεκριμένη δομή: Σίγουρα, η διενέργεια αποφασιστικής ναυμαχίας είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για την επίτευξη της κυριαρχίας στη θάλασσα. Ωστόσο, ο ασθενέστερος στόλος λόγω της γεωγραφίας έχει τη δυνατότητα να αποφύγει τη μάχη με τον συγκεντρωμένο ισχυρότερο εχθρικό στόλο και να επιδοθεί σε επιχειρήσεις ελάσσονος αντεπίθεσης και καταστροφής του εχθρικού εμπορίου. Συνεπώς, η εμμονή των ισχυρών στόλων (και δη του Βρετανικού) με την αποφασιστική μάχη και την απαιτούμενη συγκέντρωση των μονάδων του στόλου σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, οδηγεί σε περιορισμό του ελέγχου των θαλασσίων επικοινωνιών και ουσιαστικά στην απώλεια επίτευξης του στρατηγικού στόχου.
Μελετώντας την παγκόσμια ναυτική ιστορία και τις περίφημες αποφασιστικές ναυμαχίες σε συνδυασμό με τις θεωρίες της Ναυτικής Στρατηγικής μπορούμε να φτάσουμε σε κάποια συμπεράσματα. Αρχικά, είναι δεδομένο ότι «από τη στιγμή που οι άνθρωποι ζούνε στην ξηρά και όχι στη θάλασσα», η κατάληξη του ανταγωνισμού και της σύγκρουσης στη θάλασσα έχει έμμεση σχέση με τη γενικότερη κατάληξη του πολέμου. Το μέγεθος της επιρροής στα γεγονότα στην ξηρά εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του πολέμου. Ειδικά, για την περίοδο που αναφερόμαστε, οι αρχαίοι στόλοι ήταν ιδιαίτερα εξαρτημένοι από την ξηρά για ανεφοδιασμό και προστασία από τις καιρικές συνθήκες στις οποίες ήταν εξαιρετικά ευάλωτοι. Γενικά, πριν από την ανάπτυξη της ιστιοφόρου ποντοπόρου ναυτιλίας, η ναυτική ισχύς είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη χερσαία. Αναφορικά με τη διενέργεια αποφασιστικών ναυμαχιών, αυτές είναι σπάνιες και σίγουρα πολύ λιγότερες σε αριθμό. Οι αποφασιστικές ναυμαχίες ιστορικά λαμβάνουν χώρα όταν συνυπάρχουν δύο συνθήκες: Αφενός, όταν και οι δύο αντίπαλοι εκτιμούν ότι έχουν πιθανότητα νίκης και αφετέρου, όταν η γεωγραφία του πολέμου επιβάλλει τη σύγκρουση για τον καθορισμό του ελέγχου των θαλασσίων επικοινωνιών. Ωστόσο, είναι φανερό ότι σχεδόν πάντα ο ισχυρότερος επιδιώκει την αποφασιστική ναυμαχία, προκειμένου να επιτύχει με ένα χτύπημα την κυριαρχία στη θάλασσα. Από την άλλη πλευρά, ο ασθενέστερος προσπαθεί να αποφύγει την αποφασιστική ναυμαχία με το σύνολο του στόλου ή να απομονώσει μέρος του εχθρικού στόλου σε ενέδρα.
Με βάση τις θεωρίες που προαναφέρθηκαν θα γίνει προσπάθεια υποστήριξης της αποφασιστικότητας της ναυμαχίας της Σαλαμίνας.
Σύγκριση ναυτικής ισχύος Περσών και Ελλήνων
Η περσική αυτοκρατορία ήταν η κατεξοχήν ισχυρότερη χερσαία αυτοκρατορία της εποχής. Η ισχύς της στηριζόταν στις αχανείς εκτάσεις που κατείχε και από τις οποίες μπορούσε να συγκεντρώσει πολυάριθμους στρατούς. Όπως γράφει και ο Ηρόδοτος, η αυτοκρατορία «απέκτησε» τη θάλασσα μετά την υποδούλωση της Αιγύπτου από τον Καμβύση (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 3.34.5). Είναι δεδομένο ότι οι Πέρσες είχαν ισχυρό ναυτικό το οποίο όμως στηριζόταν στους υπόδουλους λαούς, κυρίως Φοίνικες, Αιγύπτιους, Κύπριους και Ίωνες. Ήδη από την περίοδο της κατάκτησης της Ιωνίας, οι Πέρσες είχαν επιδοθεί σε έναν ανταγωνισμό με τις ελληνικές πόλεις κράτη για τον έλεγχο του βόρειου Αιγαίου και του Ελλήσποντου. (Green, The Greco-Persian Wars, σελ. 13-14). Οι περσικές εκστρατείες στον ελλαδικό χώρο αναδεικνύουν δύο σημαντικά στοιχεία: Πρώτον, ήταν δεδομένη στην περσική αντίληψη ότι οι εκστρατείες απαιτούσαν τη σύζευξη χερσαίας και ναυτικής ισχύος, όπως αναδείχθηκε από την πρώτη κιόλας εκστρατεία το 492 π.Χ., η οποία σταμάτησε λόγω της καταστροφής του στόλου στο Άθως. Δεύτερον, η περσική ναυτική ισχύς ήταν υπέρτερη από αυτή των Ελλήνων σε όλες τις εκστρατείες, όπως φαίνεται ιδιαίτερα στη δεύτερη εκστρατεία στην οποία ο περσικός στόλος υπό τον Δάτη και τον Αρταφέρνη διέπλευσε τις Κυκλάδες, κατέστρεψε την Ερέτρια και αποβιβάστηκε στον Μαραθώνα. Ωστόσο, η στρατηγική σκέψη των Περσών παρέμεινε χερσαία. Ο George Cawkwell, στην ανάλυση του για τον περσικό στόλο, υποστηρίζει ότι παρά την αύξηση της ναυτικής ισχύος της αυτοκρατορίας, η αντίληψη των Περσών για τη ναυτική στρατηγική παρέμεινε αυτή μιας χερσαίας δύναμης που αντιλαμβανόταν τα πλοία ως ένα κινητό κομμάτι της χερσαίας ισχύος και όχι ως μέσο για την κυριαρχία των θαλασσών. (Cawkwell, Τhe Greek Wars, σελ. 257). Ο ίδιος συγγραφέας υποστηρίζει ότι γενικότερα από τις ιστορικές πηγές φαίνεται ότι οι Πέρσες ηγεμόνες μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις εκτιμούσαν ως απαραίτητη την ύπαρξη μεγάλου στόλου και ότι ο Ξέρξης διέταξε την κατασκευή στόλου για την υποστήριξη της εκστρατείας του (χωρίς να γνωρίσει έγκαιρα τις αθηναϊκές προετοιμασίες) (Cawkwell, Τhe Greek Wars, σελ. 259).
Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες ήταν περίφημοι για τις φάλαγγες οπλιτών, οι οποίες μετά από τις πολύχρονες συγκρούσεις μεταξύ των πόλεων – κρατών, είχαν αναδειχθεί στον κατ’ εξοχήν αποτελεσματικότερο σχηματισμό για τις μάχες στην ξηρά, όπως αποδείχθηκε περίτρανα στις μάχες των Περσικών πολέμων. Ωστόσο, καμία ελληνική πόλη κράτος δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως χερσαία δύναμη ειδικά μπροστά στην Περσική Αυτοκρατορία. Οι Έλληνες, λόγω της γεωμορφίας του χώρου που διαβιούσαν (μικρές πεδιάδες, απόκρημνες ακτές, δυσκολοδιάβατοι δρόμοι), από την αρχή επιδόθηκαν στην ενασχόληση με τη θάλασσα και το θαλάσσιο εμπόριο. Συνέπεια αυτού του γεγονότος, είναι ότι αρκετές πόλεις κράτη διατηρούσαν πολυάριθμους πολεμικούς στόλους για την προστασία των θαλασσίων γραμμών – επικοινωνιών, κυρίως από τους πειρατές. Όπως γράφει ο Θουκυδίδης «Και ναυτικά εξήρτυαν οι Έλληνες και εις τη θάλασσαν επεδίδοντο περισσότερον». Στο ίδιο χωρίο του βιβλίου, ο Θουκυδίδης περιγράφει τους ελληνικούς στόλους των πόλεων κρατών που προϋπήρχαν των Περσικών επιδρομών (Κόρινθος, Ιωνία, Σάμος, Συρακούσες και Κέρκυρα), σημειώνοντας ότι οι Αιγινήτες και οι Αθηναίοι είχαν «ασήμαντους στόλους» και ότι αργότερα ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους «ενώ ευρίσκοντο ήδη εις πόλεμον προς τους Αιγινήτας και αναμένετο ο βάρβαρος να κατασκευάσουν τα πολεμικά πλοία, με τα οποία εναυμάχησαν εις τη Σαλαμίνα». (Θουκυδίδης, Ιστορία, Βιβλίον Α, 13-14). Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι ελληνικές πόλεις κράτη (και ειδικά η Αθήνα) απέκτησαν τη ναυτική ισχύ για να αντιμετωπίσουν την Περσική Αυτοκρατορία στη θάλασσα λίγο πριν την εκστρατεία του Ξέρξη.
Προς τη ναυμαχία της Σαλαμίνας
Για τον σκοπό του παρόντος πονήματος δεν είναι υποχρεωτική η αναλυτική περιγραφή των ιστορικών γεγονότων που οδήγησαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας τα οποία θεωρούνται γνωστά. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να αναφερθούν συγκεκριμένα γεγονότα που αναδεικνύουν τη σημασία της κατάληξης των αναμετρήσεων στη θάλασσα για το τελικό αποτέλεσμα της περσικής εκστρατείας στον ελληνικό χώρο. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, τόσο οι Πέρσες όσο και οι Αθηναίοι, προετοιμάστηκαν πυρετωδώς για την ενίσχυση των στόλων τους. Ειδικά, οι Πέρσες έχοντας υπόψη τους ότι ο πολυάριθμος στρατός τους θα ήταν αδύνατο να ανεφοδιαστεί από τους περιορισμένους πόρους του ελληνικού χώρου έλαβαν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του στόλου με πιο χαρακτηριστική ενέργεια τη διάνοιξη της διώρυγας στο Άθως. Μπορεί το κέντρο βάρους της περσικής προσπάθειας να ήταν οι χερσαίες δυνάμεις αλλά η κρίσιμη αδυναμία τους ήταν η εξάρτηση από τις θαλάσσιες επικοινωνίες που εξασφάλιζαν τον συνεχή ανεφοδιασμό. Αυτός ακριβώς ήταν ο στόχος της στρατηγικής ιδιοφυίας του Θεμιστοκλή.
Ο ρόλος του Θεμιστοκλή στην ήττα των Περσών είναι γνωστός, αποδεκτός και αδιαμφισβήτητος. Θαυμαστής του είναι ο έτερος θιασώτης της ναυτικής ισχύος, Θουκυδίδης, ο οποίος γράφει «Και συγκεφαλαιώνων λέγω, ότι δια της φυσικής του οξύνοιας [..] ανεδείχθη ικανώτερος από κάθε άλλον να διαγινώσκη αμέσως τι έπρεπε να πραχθή ή να λεχθεί». (Θουκυδίδης, Ιστορία, Βιβλίον Α, 138). Ο Θεμιστοκλής αντιλαμβανόμενος τη γεωστρατηγική των περσικών εκστρατειών και της ανατολικής Μεσογείου γενικότερα, προέβαλε τη ναυτική ισχύ και το θαλάσσιο εμπόριο ως το εργαλείο για την ευημερία της Αθήνας. Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε σημαντικά αξιώματα στην Αθήνα, προέτρεψε τους Αθηναίους να ενισχύσουν τον στόλο κάτι που τελικά υλοποιήθηκε χρησιμοποιώντας τα έσοδα από τα μεταλλεία του Λαυρίου. Παρότι δεν ήταν επικεφαλής του στόλου, ήταν ο αδιαμφισβήτητος ιθύνων νους πίσω από τη ναυτική στρατηγική των Ελλήνων. Ερμηνεύοντας ορθά τον χρησμό για τα «ξύλινα τείχη», έπεισε τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν την πόλη τους και μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες να ναυμαχήσουν στα στενά της Σαλαμίνας και φρόντισε, με την αποστολή του Σίκιννου, ώστε και ο Ξέρξης να πειστεί να ναυμαχήσει εκεί.
Η επιλογή των στενών της Σαλαμίνας ως τόπος της ύστατης προσπάθειας για ανάσχεση της περσικής εκστρατείας (παρότι δεν ήταν δεδομένη ακόμα και τη νύκτα πριν τη διεξαγωγή της ναυμαχίας) ήταν κατάλληλη σύμφωνα με τις αρχές της ναυτικής στρατηγικής για την αποφασιστική μάχη. Ο υποδεέστερος στόλος επέλεξε να αντιπαρατεθεί με τον ισχυρότερο σε περιορισμένο χώρο για να αποφύγει το αριθμητικό του μειονέκτημα. Υπάρχουν πολλές μελέτες με αντικρουόμενες εκτιμήσεις για τον αριθμό των πλοίων που ναυμάχησαν στη Σαλαμίνα ωστόσο η εκτίμηση του Peter Green για αριθμητικό πλεονέκτημα περίπου 2:1 (650 περσικά ενάντια σε 310 ελληνικά) φαίνεται λογική (Green, The Greco-Persian Wars, σελ. 60-64). Ανεξάρτητα από ποιες είναι οι εκτιμήσεις, είναι δεδομένο ότι οι Έλληνες εκμεταλλευόμενοι την ανώτερη ναυτική τους τέχνη και τη γεωγραφία της περιοχής κατάφεραν να επικρατήσουν. Επίσης, σίγουρο είναι ότι το αποτέλεσμα επηρέασε το υπέρτερο ηθικό των Ελλήνων που υπερασπίζονταν την ελευθερία και την επιβίωση τους με τον «νυν υπέρ πάντων αγών» (Αισχύλος, Πέρσες). Χωρίς να το γνωρίζουν οι Έλληνες, εφάρμοσαν τη μεταγενέστερη θεώρηση του Corbett για τη συγκέντρωση του στόλου πριν από μια αποφασιστική ναυμαχία: «Η ιδανική συγκέντρωση, εν ολίγοις, είναι μια εμφάνιση αδυναμίας που καλύπτει μια πραγματικότητα δύναμης. (Corbett, Some Principles of Maritime Strategy, σελ. 153). Τις στιγμές πριν από τη σύγκρουση των αντίπαλων πλοίων οι Έλληνες φαίνονταν σε πιο δυσχερή θέση από τους Πέρσες.
Από την άλλη πλευρά, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, η αποφασιστική μάχη έχει ως προϋπόθεση την κοινή αντίληψη μεταξύ των αντιπάλων ότι έχουν πιθανότητες νίκης και ουσιαστικά την επιθυμία τους να εμπλακούν σε μια μάχη με πολύ μεγάλο διακύβευμα. Η συζήτηση για τον λόγο που ο Ξέρξης επέλεξε να ναυμαχήσει στη Σαλαμίνα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Είχε δύο επιλογές: Μια να εμπλακεί σε ναυμαχία με τους Έλληνες στη Σαλαμίνα ή να προχωρήσει προς τον Ισθμό χωρίζοντας τις δυνάμεις του, χάνοντας το αριθμητικό πλεονέκτημα και αφήνοντας τα μετόπισθεν ευάλωτα σε ελληνικές αντεπιθέσεις από τη θάλασσα, αλλά ελπίζοντας ταυτόχρονα ότι ο χρόνος και η περίσταση θα κάνει τους Έλληνες να διαλυθούν (Green, The Greco-Persian Wars, σελ. 172). Τελικά, εφάρμοσε κάτι ανάμεσα στα δύο: διέταξε ένα μικρό τμήμα του στρατού του να κινηθεί προς τον Ισθμό και ένα μικρό τμήμα του στόλου να αναπτυχθεί στον Σαρωνικό. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Ηρόδοτου, καταλυτικό ρόλο στην απόφαση να ναυμαχήσουν οι Πέρσες στη Σαλαμίνα ήταν το μήνυμα του Θεμιστοκλή ότι οι Έλληνες δεν ήταν μονιασμένοι και ήταν έτοιμοι να δραπετεύσουν. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύθηκε η άποψη των Περσών ότι μπορούσαν να νικήσουν, καθώς ήταν αναμφισβήτητα ισχυρότεροι (τουλάχιστον αριθμητικά) στη θάλασσα, αλλά και στις πρόσφατες σημαντικές ναυμαχίες με τους Έλληνες, στη μία είχαν επικρατήσει (ναυμαχία της Λάδης) και στην άλλη είχαν έρθει ισοπαλία (ναυμαχία του Αρτεμισίου). Ο Ξέρξης έπεσε στην παγίδα του Θεμιστοκλή μόλις επιβεβαιώθηκε η βασιλική υπεροψία του ότι μπορεί να νικήσει τους Έλληνες και στη θάλασσα αφενός λόγω της υπέρτερης ναυτικής του ισχύος και αφετέρου λόγω της μη σύμπνοιας (και πιθανής προδοσίας) των Ελλήνων.
Τα αποτελέσματα της ναυμαχίας της Σαλαμίνας είναι γνωστά. Με μεγάλο μέρος του Περσικού στόλου κατεστραμμένο, οι γραμμές ανεφοδιασμού του πολυπληθούς στρατού ήταν εκτεθειμένες στις ελληνικές επιθέσεις. Ο Ξέρξης, φοβούμενος τον αποκλεισμό του στην Ελλάδα, αποφάσισε να αφήσει ένα μέρος του στρατού του με τον Μαρδόνιο να συνεχίσει την εκστρατεία και επέστρεψε στις Σάρδεις έχοντας ολοκληρώσει τον σκοπό της εκστρατείας του, όπως υποστήριξε και η Αρτεμισία, ήτοι την καταστροφή της Αθήνας και την κατάκτηση της Ελλάδας μέχρι τον Ισθμό. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 8.102.3). Μπορεί η ναυμαχία στη Σαλαμίνα να είχε περιορισμένα απτά αποτελέσματα μιας και οι κατεκτημένες περιοχές δεν απελευθερώθηκαν και ο περσικός στρατός ήταν άθικτος, αλλά το στρατηγικό της αντίκτυπο θα εμφανιζόταν αργότερα. Όπως γράφει ο Barry Strauss, «Η Σαλαμίνα ήταν μια αποφασιστική μάχη γιατί διέλυσε το περσικό ναυτικό, αλλά δεν οδήγησε τους Πέρσες έξω από την Ελλάδα» (Strauss, Η ναυμαχία της Σαλαμίνας, σελ. 383). Οι νίκες των Ελλήνων στις Πλαταιές και τη Μυκάλη, τον επόμενο χρόνο, ολοκλήρωσαν την καταστροφή των περσικών δυνάμεων στον ελληνικό ηπειρωτικό κορμό και το Αιγαίο και οδήγησαν στην αναστολή της περσικής επιθετικότητας. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο Victor Davis Hanson, “Η επιτυχία στις Πλαταιές μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο υπό το φως της τακτικής, στρατηγικής και πνευματικής επιτυχίας στη Σαλαμίνα τον προηγούμενο Σεπτέμβριο, η οποία έδωσε στους Έλληνες τη δυνατότητα να συνεχίσουν τον αγώνα». (Hanson, Σφαγή και Πολιτισμός, σελ. 78).
Σημασία της ναυμαχίας της Σαλαμίνας
Για να εκτιμήσουμε τη σημαντικότητα της ναυμαχίας της Σαλαμίνα στον ρου της ιστορίας θα πρέπει να αναφερθούμε στους λόγους που την καθιστούν πιο αποφασιστική από τις άλλες σπουδαίες νίκες των Ελλήνων, στον Μαραθώνα, τις Πλαταιές και τη Μυκάλη. Και για να υποστηρίξουμε αυτή τη θέση οφείλουμε να εντοπίσουμε τους τομείς που επηρέασε το αποτέλεσμα της ναυμαχίας.
Ξεκινώντας από το προφανές: Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας επιβεβαιώθηκε η σημασία της ναυτικής ισχύος. Ο Colin Gray στο έργο του “Leverage of Seapower” αναφέρει ότι δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε πιο ξεκάθαρο παράδειγμα στο οποίο η ναυτική ισχύς να παράγει πλεονέκτημα τόσο θανάσιμο για τον εισβολέα. (fatal leverage). (Gray, Leverage of Seapower, σελ. 98). Οι Έλληνες καθοδηγούμενοι από τη στρατηγική σκέψη του Θεμιστοκλή κατάφεραν να προσβάλλουν τους Πέρσες στο μοναδικό σημείο της στρατηγικής τους που ήταν ευάλωτο, τις θαλάσσιες γραμμές επικοινωνιών. Αλλά ταυτόχρονα οι Έλληνες (και ιδιαίτερα οι Αθηναίοι), εντόπισαν το εργαλείο στο οποίο θα βάσιζαν τη μετέπειτα κυριαρχία τους στις ελληνικές θάλασσες. Τον Αθηναϊκό στόλο. Μετά τις επιτυχίες στις Πλαταιές και τη Μυκάλη, οι Έλληνες υπό την ηγεσία των Αθηναίων πέρασαν από τη στρατηγική άμυνα στη στρατηγική επίθεση ιδρύοντας τη «ναυτική» Δηλιακή συμμαχία και τη διενέργεια προληπτικού πολέμου για την προστασία των παράκτιων περιοχών του Αιγαίου από τους Πέρσες. Η Αθηναϊκή Θαλασσοκρατία στηρίχθηκε σε τέσσερεις πυλώνες εγγενείς στις θαλάσσιες αυτοκρατορίες: τη Δημοκρατία, τη Ναυτική Ισχύ, τον πλούτο της Αυτοκρατορίας και τον κανόνα της Λογικής (Rule of Reason). (Hale, Lords of the Sea, σελ. 158). Βασιζόμενοι στην υπέρτερη ναυτική τους ισχύ οι Αθηναίοι επέκτειναν την επιρροή τους σε όλη την ανατολική Μεσόγειο νικώντας τους Πέρσες σε όλες τις αναμετρήσεις στη θάλασσα με πιο σπουδαία τη ναυμαχία του Ευρυμέδοντα. Σε στρατηγικό επίπεδο η σημαντικότερη επιρροή της ναυμαχίας της Σαλαμίνας ήταν ότι ανέδειξε έναν εναλλακτικό τρόπο πολέμου σε σχέση με τις χερσαίες αποφασιστικές μάχες της αρχαιότητας. Ο εναλλακτικός αυτός τρόπος πολέμου εμφανίζεται ξεκάθαρα στον «Επιτάφιο» του Περικλή, όπως μας τον μεταφέρει ο Θουκυδίδης: «Μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτος» (Θουκυδίδης, Ιστορία, 143). Η θαλάσσια ισχύς μπορούσε να αντιπαρατεθεί στην υπέρτερη χερσαία ισχύ με την εφαρμογή έμμεσης στρατιωτικής προσέγγισης στον πόλεμο που προβλέπει την αποφυγή της αποφασιστικής αναμέτρησης στην ξηρά και τη διατήρηση του πολέμου επι μακρόν μέχρις ότου ο αντίπαλος να εξουθενωθεί οικονομικά. Ο Andrew Lambert υποστηρίζει ότι μπορεί η ναυτική ισχύς να έδωσε ένα αποφασιστικό χτύπημα στις περσικές φιλοδοξίες αλλά ταυτόχρονα τα θαλάσσια κράτη που κυριάρχησαν στη Μεσόγειο (η Αθήνα και αργότερα η Ρώμη) αποτέλεσαν πρότυπο για τις μεταγενέστερες ναυτικές δυνάμεις (τη Βρετανία). (Lambert, Seapower States, σελ. 44).
Η σημασία της ναυμαχίας της Σαλαμίνας ενισχύεται ακόμα περισσότερο όταν εξετάζεται σε ευρύτερο πλαίσιο. Στα νερά της Σαλαμίνας συγκρούστηκαν δύο κόσμοι, η Ανατολή με τη Δύση, η απολυταρχία με τη δημοκρατία, η ελευθερία με τη δουλεία. Όπως γράφει ο Hegel: «Η ιστορία κρεμόταν τρέμοντας στη ζυγαριά: Ανατολίτικος δεσποτισμός – ο κόσμος ενωμένος κάτω από έναν άρχοντα και κυρίαρχο – από τη μία πλευρά, ξεχωριστά κράτη – ασήμαντα σε έκταση και πόρους, αλλά κινητοποιούμενα από την ελεύθερη ατομικότητα – από την άλλη πλευρά, βρισκόταν αντιμέτωπα στη γραμμή της μάχης. Ποτέ στην Ιστορία δεν αποδείχθηκε πιο περίτρανα η ανωτερότητα της πνευματικής ισχύος έναντι του καθόλου ευκαταφρόνητου υλικού πλούτου». (Hegel, The philosophy of History, σελ. 276). Η πνευματική ανωτερότητα των ελεύθερων Αθηναίων πολιτών που επάνδρωσαν τις νικηφόρες τριήρεις βασίζονταν όχι μόνο στο ότι προστάτευαν τους βωμούς και τις εστίες τους, αλλά και στο ότι προστάτευαν την ίδια τη δημοκρατία. Μια νεογέννητη δημοκρατία που προέβλεπε την ελευθερία του ατόμου και την ισόνομη και ισότιμη συμμετοχή στα κοινά. Στη Σαλαμίνα προστατεύτηκαν οι αξίες που αποτελούν τη βάση της δυτικής κουλτούρας, η δημοκρατία και ο κανόνας της λογικής. Χωρίς τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και την ανάδειξη της ναυτικής ισχύος ως στρατηγικού και πολιτικού εργαλείου για τη διασπορά της δημοκρατίας δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε την ύπαρξη του Χρυσού Αιώνα του Περικλή και την άνθηση της ελληνικής φιλοσοφίας στην αρχαία Αθήνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Breemer, Jan S. The burden of Trafalgar: Decisive battle and naval strategic expectations on the eve of World War I, Journal of Strategic Studies, 17:1, 33-62,1994.
- Cawkwell, George. The Greek Wars: the Failure of Persia. Oxford: Oxford University Press, 2005.
- Corbett, Julian S. Principles of Maritime Strategy. New York: Dover Publications, 2004.
- Fagan, Garett και Matthew Trundle, επιμ, New Perspectives on Ancient Warfare, Leiden: Brill NV, 2010.
- Gray, Colin S. The Leverage of Sea Power: The Strategic Advantage of Navies in War. New York: The Free Press, 1992.
- Green, Peter. The Greco-Persian wars. Berkeley: University of California Press. 1996.
- Hanson, Victor Davis. Σφαγή και Πολιτισμός, μετ. Κωνσταντινέα Στέλλα, Αθήνα: Εκδόσεις Κάκτος, 2002.
- Hale, John R. Lords of the Sea: the Epic Story of the Athenian Navy and the Birth of Democracy. New York : Viking, 2009.
- Hegel, Georg Wilhelm Friedrich. The Philosophy of History, Kitchener: Batoche Books, 2001.
- Lambert, Andrew. Seapower States: Maritime Culture, Continental Empires and the Conflict That Made the Modern World, New Haven: Yale University Press, 2018.
- Mahan, Alfred Thayer. The Influence of Sea Power upon History 1660-1783. Gretna: Pelican, 2003.
- Mahan, Alfred Thayer. Retrospect and Prospect: Studies in International Relations Naval and Political. Boston: Little, Brown and Company, 1902.
- Olmested A.T., History of the Persian Empire, Chicago: University of Chicago Press, 1948.
- Strauss, Barry. Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, μετ. Παππά Μαρία, Αθήνα: Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη,2005.
- Till, Geoffrey. Seapower: A Guide for the Twenty-First Century. London: Routledge, 2004.
- Vego, Milan, Naval Classical Thinkers and Operational Art, Naval War College, NWG:1005, 2009.