Γράφει ο Λεωνίδας Τσιαντούλας
Ιστορικό της ΝΒΝΕ
Η Ναυτική Βάση Νοτίου Ευβοϊκού (ΝΒΝΕ) είναι στρατιωτική περιοχή που ανήκει στην αρμοδιότητα του Πολεμικού Ναυτικού. Εδρεύει σε ακτή της ανατολικής Αττικής, περίπου 50 χιλιόμετρα βορειοανατολικά από το κέντρο της Αθήνας. Στην περιοχή αυτή, πριν την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, κατασκευάστηκαν από την Κυβέρνηση Μεταξά αμυντικές εγκαταστάσεις που αποτελούσαν το Οχυρό Νοτίου Ευβοϊκού (Υπηρεσία υπαγόμενη τότε στην Ναυτική Περιοχή 4, που είχε ως έδρα τη Χαλκίδα). Σκοπός του Οχυρού Νοτίου Ευβοϊκού ήταν ο έλεγχος της νότιας εισόδου του κόλπου. Για το λόγο αυτό ήταν εξοπλισμένη με ναυτικά πυροβόλα και διέθετε πλωτό φράγμα.
Μπορείτε να μάθετε περισσότερα για το παλαιό Οχυρό Νοτίου Ευβοϊκού παρακολουθώντας ένα σχετικό βίντεο στο κανάλι YouTube του Ελληνικού Ινστιτούτου Ναυτικής Ιστορίας.
Σήμερα στις εγκαταστάσεις της ΝΒΝΕ στεγάζεται και λειτουργεί το Θέρετρο Αξιωματικών Ναυτικού (Θ.Α.Ν.). Το θέρετρο αποτελείται από ξενοδοχειακά συγκροτήματα, οικήματα και βοηθητικές εγκαταστάσεις που μπορούν να φιλοξενήσουν και σιτίσουν περισσότερα από 1500 άτομα. Το Θέρετρο Αξιωματικών Ναυτικού κτίστηκε το 1971 με σχέδια του Τεχνικού Γραφείου Δοξιάδη. Είναι αξιοσημείωτο ότι το παλαιότερο κτίσμα της Βάσης είναι ένα απλό μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στην Αγία Μαρίνα, το οποίο υπήρχε εκεί πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πριν καν τη δημιουργία του Οχυρού Νοτίου Ευβοϊκού! Το εκκλησάκι αυτό, πέρα από τη θρησκευτική και συναισθηματική του αξία, έχει για το Πολεμικό Ναυτικό μια ιστορική σημασία που δυστυχώς αγνοείται από τους περισσότερους. Για αυτό λοιπόν το θέμα θα μιλήσουμε στη συνέχεια.
Διαφυγές για τη Μέση Ανατολή
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τον κατακτητή δημιουργήθηκε από προσωπικό του Ναυτικού που είχε μείνει στην Ελλάδα ένα ρεύμα διαφυγών προς τη Μέση Ανατολή για να ενωθούν με τον υπόλοιπο Ναυτικό που συνέχιζε τον Αγώνα. Τις διαφυγές αυτές, κρυφά από τις Κατοχικές Αρχές, διευκόλυνε αφιλοκερδώς η Γενική Διεύθυνση Ναυτικού (ΓΔΝ). Αυτή ήταν μια Υπηρεσία που είχε ως κύριο έργο της τη μέριμνα και την εν γένει διοικητική παρακολούθηση των κάθε βαθμού στελεχών του Ναυτικού που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα μετά την αποδημία του Στόλου στη Μέση Ανατολή.
Παράλληλα όμως µε τις φανερές δραστηριότητες, η Γ.Δ.Ν., σε επαφή µε το αρχηγείο τού Ναυτικού στην Αίγυπτο, μεθόδευε την εκτέλεση των διαφυγών μέσω της μυστικής οργάνωσης “Φοξ” που διευθυνόταν από επίλεκτους αξιωματικούς και διέθετε «ιδιόκτητα» μικρά σκάφη, µε κυβερνήτες υπαξιωματικούς που πραγματοποίησαν μεγάλο αριθμό επικίνδυνων πλόων προς και από τα τουρκικά παράλια. Περισσότερα για την Γενική Διεύθυνση Ναυτικού και την οργάνωση “Φοξ”, μπορείτε να διαβάσετε σε σχετικό άρθρο του Αντιναυάρχου (ε.α.) Α. Δημητρακόπουλου ΠΝ στο navalhistory.gr
Επειδή όμως η Γενική Διεύθυνση Ναυτικού δεν μπορούσε να βοηθήσει το σύνολο των επιθυμούντων να διαφύγουν, αυτοί κατέφευγαν και σε ιδιοκτήτες καϊκιών οι οποίοι επ΄αμοιβή αναλάμβαναν να τους βοηθήσουν. Δυστυχώς συχνές ήταν οι περιπτώσεις που κάποιοι καπετάνιοι, αφού έπαιρναν την προκαταβολή, εξαφανίζονταν ή, ακόμη χειρότερο, κατέδιδαν στις Κατοχικές Αρχές τους αποπειρόμενους να διαφύγουν και εισέπρατταν αμοιβή.
Παρακάτω, ο Αντιναύαρχος Δημητρακόπουλος μας περιγράφει μια συνήθη διαδικασία διαφυγής:
“…Τα µέλη της αποστολής συναντιόνταν σε κάποιο σημείο της περιοχής του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου, της Πλατείας Βάθη ή του Μεταξουργείου, όπου τους περίμενε ένας «σύνδεσμος» της οργάνωσης, συνήθως υπαξιωματικός. Εκεί, επέβαιναν σε ένα φορτηγό «γκαζοζέν», εφοδιασμένοι µε πλαστές ταυτότητες που εξασφάλιζε η οργάνωση μέσω του αρχηγού της Αστυνομίας Έβερτ, εμφανιζόμενοι ως … μαυραγορίτες. Το αυτοκίνητο, περνώντας από διάφορα “µπλόκα”, τους πήγαινε προς το Γραµματικό και τους άφηνε κοντά στην Αγία Μαρίνα. Στη συνέχεια, πεζοπορώντας, κατέβαιναν στο εκκλησάκι τής Αγίας Μαρίνας, το ίδιο που και σήμερα υπάρχει στο Θέρετρο των αξιωματικών τού Ναυτικού. Μόλις σουρούπωνε, βάρκες τους διαπεραίωναν στην απέναντι ακτή τής Εύβοιας, στο Πόρτο Μπούφαλο ή κοντά στο Aλιβέρι. Με τη συνοδεία τού «συνδέσμου», πάντα νύκτα και µε τα πόδια, διέσχιζαν την Εύβοια κάθετα και µε το ξημέρωμά έφθαναν στους Τσακαίους. Εκεί περίμεναν να έρθει το καΐκι της διαφυγής στον αποκάτω όρμο των Πετριών, καταλύοντας σε σπίτια τού χωριού…”
Η συνέχεια του ως άνω ταξιδιού γινόταν με καΐκι στη Σμύρνη, τρένο στο Χαλέπι της Συρίας και οδικώς στην Αίγυπτο. Εκεί ολοκληρωνόταν το ταξίδι της διαφυγής που, ανάλογα με την περίπτωση, διαρκούσε από μερικές εβδομάδες έως λίγους μήνες.
Αν και οι τρόποι και τα δρομολόγια διαφυγής διαφοροποιούνταν λόγω συνθηκών και εκτάκτων κωλυμάτων, είναι αληθές ότι ένας σημαντικός αριθμός στελεχών του Ναυτικού χρησιμοποίησε ως σημείο αναχώρησης από την Αττική προς την Εύβοια το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας που σήμερα ευρίσκεται στη ΝΒΝΕ. Ας δούμε τη γλαφυρή αφήγηση του αειμνήστου Αντιναυάρχου (ε.α.) Θεόδωρου Μανωλοπούλου ΠΝ σχετικά με μια από τις προσπάθειές του να διαφύγει για τη Μέση Ανατολή1Αναστάσιος Δημητρακόπουλος, “Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος – Οι πολεμιστές του Ναυτικού θυμούνται”, Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος 2011.¨
“…Κάποια στιγμή, βρέθηκα και εγώ σε μία από τις ομάδες που περιοδικά οργάνωναν οι άνθρωποι της Γενικής Διεύθυνσης Ναυτικού. Η ομάδα αυτή απετελείτο από τον σημαιοφόρο Π. Ψαλιδάκη, πρώην απότακτο του ’35, τους αξιωματικούς εκ πληρωμάτων στόλου Α. Μακρή και Ε. Κώνστα, τον αρχικελευστή ναυτικό δόκιμο Χ. Μαθιουδάκη και τους συμμαθητές μου Α. Γκορτζή, Γ. Καράγιωργα, Σ. Σούλη, Α. Μουραμπά και Π. Αραπάκη, τον κατά μία τάξη νεότερό μου Δ. Αρβανίτη και εμένα. Σύνολο 11 άτομα. Σύνδεσμος της αποστολής ήταν ο υποκελευστής Β’ μηχανικός Ι. Κρυώνης. Πρέπει να ήταν αρχές τού 1944.
Μέχρι το Γραμματικό πήγαμε με «γκαζοζέν» και από εκεί με τα πόδια στο Καπανδρίτι και την Αγία Μαρίνα, όπου σήμερα λειτουργεί το Θέρετρο Αξιωματικών Ναυτικού. Σταματησαμε στην «επικίνδυνη στροφή», λίγο πριν από τη σημερινή πύλη τού Θερετρου. Ηταν σκοτάδι…” “…Την εποχή εκείνη, καθ’ όλο το μήκος τής παραλίας τής Αγίας Μαρίνας υπήρχε πυκνή σειρά σχίνων και όλος ο χώρος απο τα σχίνα μέχρι τα ξενοδοχεία Ξ1 και Ξ2 ήταν βάλτος. Η ομαδα αναγνώρισης έφθασε σε ένα ταπεινότατο, κτισμένο από δυο γριές, εκκλησάκι, το οποίο, μεγαλωμένο σήμερα από το Ναυτικό, είναι το ομώνυμο παρεκκλήσιο του θερέτρου. Εκεί, είδαν ένα καΐκι, το οποίο εξέλαβαν ως το καΐκι της διαφυγής και άρχισαν να του φωνάζουν. Ωστόσο, επρόκειτο για γερμανικό περιπολικό, οι δε Γερμανοί, ακούγοντας ελληνικές φωνές, έριξαν δύο φωτοβολίδες. Τις είδαμε και εμείς απο μακριά. Παράλληλα, γερμανική περίπολος με σκυλιά άρχισε να κτενίζει την ακτή. Οι δικοί μας το έβαλαν στα πόδια, μας βρήκαν και αποφασίσαμε να καβαλήσουμε το λόφο πίσω από τα “ναυαρχικα” και να καταφύγουμε στο λατομείο που συναντάμε στο δρόμο προς την Αγία Μαρίνα. Φθάσαμε με την ψυχή στο στόμα, βρήκαμε κάτι εγκαταλειμμένα καμίνια και χωθήκαμε μέσα…” “…Είδαμε και αποείδαμε και γυρίσαμε, κακήν-κακώς, στην Αθήνα. Σε καμιά δεκαπενταριά μέρες -θα ήταν αρχές Φεβρουαρίου του 1944- μας ειδοποίησαν ότι ξαναφεύγαμε. Ίδια σύνθεση αποστολής, ίδιο δρομολόγιο μέχρι την Αγία Μαρίνα. Νύκτα, καταλήξαμε στο εκκλησάκι, κοντά στο οποίο ήταν κρυμμένη μία μεγάλη βάρκα, με τα κουπιά της τυλιγμένα με λινάτσες για να μην κάνουν θόρυβο, κατάρτι κατεβασμένο και ιστίο διπλωμένο. Όλα αυτά οργανωμένα από τη Γενική Διεύθυνση Ναυτικού. Σύραμε αθόρυβα τη βάρκα μέχρι τη Θάλασσα, μπήκαμε μέσα και κωπηλατήσαμε μέχρι πίσω από το νησί Μπερδούκι. Εκεί, ανοίξαμε το πανί, μας έσπρωξε και η νοτιά, περάσαμε τον Αλμυροπόταμο και φθάσαμε στον όρμο του Πόρτο Μπούφαλο, όπου αποβιβαστήκαμε…”
Το σήμερα
Κάθε χρόνο στις 16 Ιουλίου (παραμονή της εορτής της Αγίας Μαρίνας) το Πολεμικό Ναυτικό διοργανώνει με επισημότητα εορταστικό Εσπερινό στο ναΐσκο της ΝΒΝΕ με συμμετοχή της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας. Ο γράφων προτείνει στον επόμενο αντίστοιχο εορτασμό το 2025, να αποκαλυφθεί και μια λιτή μαρμάρινη επιγραφή που να θυμίζει το ρόλο που έπαιξε αυτό το τοπόσημο, τιμώντας παράλληλα όσους με μια πατρίδα σκλαβωμένη τόλμησαν να συνεχίσουν τον πόλεμο μέσα από τα “ξύλινα τείχη” και να γυρίσουν ως ελευθερωτές της.