της Κατερίνας Καριζώνη
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο ΜΟΝΟΦΘΑΛΜΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΕΙΡΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ» (Ιστορία 5η : TO NAΝΦΙΟ) – Δεύτερη Έκδοση- Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ – 2009
ΝΑΝΦΙΟ
Ανάφη, μια πέτρα ριγμένη στη θάλασσα, με το βουνό της Βίγλας να εποπτεύει το πέλαγος και το Καστέλι με τα ερείπια της αρχαίας πόλης φορτωμένα στις ράχες του. Και πιο κάτω ο περίφημος βράχος του Καλάμου, ο μεγαλύτερος μονόλιθος του Αιγαίου, άγριο κι απρόσιτο λημέρι πειρατών.
Νάνφιο την ονόμασαν οι Βενετοί, όταν την κατέλαβαν και διόρισαν δικό τους κυβερνήτη. Τότε που έξι οικογένειες ευγενών βασίλευαν στο Αιγαίο. Ο Μάρκος Σανούδος είχε αρπάξει τη Νάξο, την Πάρο, την Αντίπαρο, τη Μήλο, τη Σίφνο, την Κύθνο, την ΄Ιο, την Αμοργό κι άλλα νησιά και είχε ιδρύσει το Δουκάτο του Αιγαίου. Ο Μαρίνος Δάνδολος κατέλαβε την Άνδρο, οι αδελφοί Γκίζι έγιναν αφέντες στην Τήνο, τη Μύκονο, τη Σκύρο, τη Σκόπελο, τη Σέριφο, την Κέα. Ο Τζιάκομο
Μπαρότσι υπέταξε τη Θήρα, ο Τζιάκομο Βάριο τα Αντικύθηρα. Και ο Λεονάρδος Φώσκολος πήρε την Ανάφη κι έγινε ηγεμόνας της, πρώτα αυτός κι ύστερα ο γιος του.
Για τους Έλληνες όμως η Ανάφη θα ‘μενε πάντα το νησί του θρυλικού πειρατή. Η πατρίδα του Ιωάννη ή Τζιοβάννι Δελοκάβο. Εκεί γεννήθηκε ο πειρατής από Γενοβέζους γονείς που είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στην Ανάφη. Ο πατέρας του, Φραγκίσκος Δελοκάβο, ήταν αρωματοποιός. Έφτιαχνε αρώματα απ’ τα αιθέρια έλαια της Ανατολής και τα πουλούσε στους εμπόρους της Ευρώπης. Κέρδιζε πολλά χρήματα και είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη από την τέχνη του. Σιγά σιγά άρχισε να διδάσκει τα μυστικά της αρωματοποιίας στον γιό του. Όμως εκείνος είχε μέσα του μόνο τα αρώματα των ταξιδιών. Τη μυρωδιά της περιπέτειας. Αυτήν εμπιστευόταν κι αυτή τον συνεπήρε και τον οδήγησε στη θάλασσα.
Από μικρός ο Ιωάννης είχε εκδηλώσει την κλίση του στα ναυτικά επαγγέλματα. Έφτιαχνε αυτοσχέδια καραβάκια και τα έριχνε στο νερό. Κι άλλοτε μάζευε τα παιδιά του νησιού και τους μοίραζε αξιώματα: καπετάνιος, λοστρόμος, κωπηλάτης, μούτσος, ξυλουργός, επόπτης,
τσουρμαδόρος, σκριβάνος, πειρατής. Οργάνωνε ναυμαχίες, επιχειρούσε ρεσάλτα και σκλάβωνε ανθρώπους. Στο Δρακοντόσπηλο είχε κρύψει μια σχεδία και μ’ αυτήν περνούσε στα απέναντι νησιά κι ακόμα μακρύτερα, στη Ζαφορά και τη Χαμίλη, όταν δεν είχε καιρό στο πέλαγος.
Κάποια χρονιά ο Φραγκίσκος Δελοκάβο αρρώστησε βαριά. Είχε πιει μολυσμένο νερό από μια πηγή κι έπαθε τύφο. Μέσα σε λίγο καιρό πέθανε. Ο Τζιοβάννι, παρά την επιμονή της μητέρας του, αρνήθηκε να αναλάβει την οικογενειακή τους επιχείρηση. Έτσι το αρωματοποιείο έκλεισε και η ωραία χήρα Μαργαρίτα ξαναπαντρεύτηκε έναν Βενετσιάνο έμπορο. Τότε ο ατίθασος Τζιοβάννι βρήκε την ευκαιρία και το ‘σκασε απ’ το σπίτι του. Μπαρκάρισε σε μια γαλέρα του Λεονάρδου Φώσκολου κι έφυγε για πάντα απ’ το νησί. Αλλά κι απ’ τη γαλέρα δραπέτευσε και πέρασε στα παράλια της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Σάμο. Στην Αναία γνώρισε τον Αντρέα Μορέσκο, έναν άλλον νεαρό Γενοβέζο πειρατή. Τους δύο άντρες τούς ένωσε το πάθος για τη θάλασσα αλλά και το μίσος για τους Βενετούς.
Χρόνια κρατούσαν οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε Γένουα και Βενετία. Το μήλο της έριδας ήταν πάντα το Αιγαίο. Από εκεί περνούσαν οι εμπορικοί δρόμοι για την Ανατολή κι όλοι ενδιαφέρονταν να τους ελέγξουν. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης απ’ τους Φράγκους, οι Βενετοί επικράτησαν στο Αρχιπέλαγος και οι Γενοβέζοι στράφηκαν στην πειρατεία. Χτυπούσαν τα βενετσάνικα πλοία με μεγαλύτερη μανία απ’ ό,τι τα οθωμανικά. Η Γένουα συμμάχησε με την Πίζα και κήρυξαν πόλεμο στη Γαληνοτάτη (Βενετία), που μόνο γαλήνια δεν ήταν και ειρηνική. Οι ναυμαχίες κράτησαν χρόνια. Κι οι Βενετοί στο τέλος νίκησαν.
Ωστόσο ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο πόλεις δεν σταμάτησε κι οι τελευταίες μπλέχτηκαν πάλι σε συγκρούσεις. Το Αιγαίο αναστατώθηκε. Ήταν η εποχή που ο Δελοκάβο δρούσε σε κείνα τα νερά. Έκανε επιδρομές απ’ τις ακτές, αλλά χτυπούσε ταυτόχρονα και στ’ ανοιχτά της θάλασσας. Σιγά σιγά απέκτησε δύο δικές του γολέτες, μια φρεγάτα για τις μεγάλες διαδρομές και 75 άντρες πλήρωμα. Κάποια στιγμή αυτονομήθηκε από τον Αντρέα Μορέσκο και ανέλαβε μόνος του πειρατική δράση. Πλούσιες κι εξαιρετικά προσοδοφόρες οι επιχειρήσεις του.
Έξω απ’ τη Σύρο λεηλάτησε μια γαλέρα που κατευθυνόταν στη Βενετία. Το σκάφος ανήκε στον πατέρα του ιστορικού Σανούδου και μετέφερε χιώτικη μαστίχα και κρασιά. Ο Δελοκάβο άρπαξε εμπορεύματα αξίας 35.000 υπέρπυρων, αιχμαλώτησε τους Βενετούς εμπόρους Φραγκίσκο και Φερδινάνδο Μπαρμπαρίγο και ζήτησε λύτρα για να τους ελευθερώσει. Λίγο αργότερα κούρσεψε δύο γαλλικα πλοία φορτωμένα με υφάσματα που κατευθύνονταν στη Σμύρνη. Σκλάβωσε το πλήρωμα και τους επιβάτες και τους πούλησε στη Βόρεια Αφρική. Τα εμπορεύματα τα εκποίησε στην Κωνσταντινούπολη, στη συνοικία των Γενοβέζων στον Γαλατά, όπου υπήρχε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο. Οι Γενουάτες είχαν βοηθήσει τους Βυζαντινούς στην ανακατάληψη της
Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, γι’ αυτό και ο αυτοκράτορας τους υποστήριζε. Το γενοβέζικο εμπόριο ανθούσε στο Βυζάντιο:στην Κρυμαία, στη Ραιδεστό, στη Λήμνο, στη Θεσσαλονίκη, στη Χίο, στη Φώκαια. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας αποζημίωσε τον πατέρα του Σανούδου με 10.722 χρυσά νομίσματα για τη ληστεία του Δελοκάβο, τις δραστηριότητες του οποίου εκτιμούσε ιδιαιτέρως. Στόχος του πειρατή ήταν πάντοτε οι Βενετοί, αλλά και οι Οθωμανοί κι οι Μπαρμπαρέζοι. Λεηλατούσε ακόμα και στεριές, κυρίως αυτές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Σινιορίας (Βενετίας).
Παραμονή της στέψης του πάπα Ιωάννη ΚΑ΄ο πειρατής Τζιοβάννι χτύπησε τα Κύθηρα και λίγους μήνες αργότερα επιτέθηκε στο Νεγκροπόντε(Χαλκίδα). Εκεί συνάντησε για πρώτη φορά τον
πειρατή Λικάριο. Οι δύο κουρσάροι συνδέθηκαν με στενή φιλία. Γιος φτωχού Λομβαρδού απ’ τη Βιντσέντζε της Ιταλίας, που όμως είχε εγκατασταθεί στην Κάρυστο, ο Λικάριος διέπρεπε ήδη στις θαλάσσιες επιδρομές και είχε απλώσει τη δράση του σ’ όλο το Αιγαίο. Οι δύο άνδρες ένωσαν τις δυνάμεις τους κι άρχισαν να οργανώνουν από κοινού επιθέσεις και να θησαυρίζουν. Το δουλεμπόριο έκανε θραύση εκείνη την εποχή, γιατί τα πλοία χρειάζονταν χέρια για τα κουπιά και η γη σκλάβους για να την καλλιεργούν.
Κάποια ανοιξιάτικη μέρα με λιακάδα, μια βενετσιάνικη γολέτα ταξίδευε στα ήσυχα νερά της Άσπρης Θάλασσας. Είχε απλωμένα 17 πανιά και 120 κωπηλάτες στους πάγκους. Μετέφερε εμπορεύματα και ταξιδιώτες απ’ την Ιταλία στην Αλικαρνασσό. Ο Δελοκάβο διέκρινε από μακριά
το σκαρί κι έδωσε διαταγή να το χτυπήσουν. Οι πειρατές το πλεύρισαν, πήδησαν στο κατάστρωμα και ύστερα από άγρια συμπλοκή άρπαξαν εμπόρευμα κι έμψυχο φορτίο. Όμως η μοίρα έπαιξε περίεργο παιχνίδι στον Τζιοβάννι. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και μια όμορφη κοπέλα, η Κονστάνς, κόρη του Βενετού ποδεστάτου (άρχοντας, κυβερνήτης) της Μεθώνης. Λεπτή, φινετσάτη, με μακριά μαύρα μαλλιά, ντυμένη στα μετάξια και στα πέπλα. Πήγαινε στους γάμους της ξαδέλφης της μ’ έναν πλούσιο Έλληνα, ο οποίος είχε εργοστάσιο
στυπτηρίας (προϊόν με μεγάλη εμπορική ζήτηση στο Μεσαίωνα) στη Σμύρνη. Κι αν ο νεαρός πειρατής κούρσεψε το πλοίο, η όμορφη Κονστάνς κούρσεψε την καρδιά του και τη σκλάβωσε. Ο Τζιοβάννι, παρά τη βενετσιάνικη καταγωγή της, την κράτησε κοντά του, την παντρεύτηκε κι αποφάσισε να εγκατασταθεί μαζί της στην Ανάφη. Γιατί η Ανάφη παρέμενε πάντα το αγαπημένο του νησί. Κι ας το είχε εγκαταλείψει από χρόνια. Κι ας το κυβερνούσαν ακόμα οι λαομίσητοι
Φώσκολοι.
Όταν όμως πάτησε το πόδι του εκεί, ο πειρατής έμαθε πως η μητέρα του είχε πεθάνει. Με βαριά καρδιά επισκέφτηκε το πατρικό του και το εγκαταλειμμένο εργαστήριο του πατέρα του. Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια, τότε που εκείνος πάσχιζε να του διδάξει πώς να συλλέγει τα αρώματα των λουλουδιών, πώς να τα διυλίζει και πώς να τα αναμιγνύει με άλλες μυρωδιές. Στα ράφια του εργαστηρίου υπήρχαν ακόμα σκόρπια μπουκαλάκια με ταγκισμένα αρώματα κάτω από πυκνά
στρώματα σκόνης. Ο Δελοκάβο συγκινήθηκε. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του. Την ίδια μέρα κιόλας, πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί με τη γυναίκα του στο πατρικό του. Επισκεύασε το παλιό κτίσμα. Το έκανε φρούριο με χοντρά τείχη και σιδερένιες πόρτες, μ’ ένα μεγάλο κήπο γεμάτο λουλούδια κι ένα πηγάδι στη μέση της αυλής.
Ύστερα από λίγο καιρό γεννήθηκε και το πρώτο τους παιδί, ένα όμορφο αγόρι που το ονόμασαν Φραγκίσκο. Ο Τζιοβάννι το πήρε μαζί του στα καράβια κι άρχισε να το εκπαιδεύει, παρ’ όλο που η μητέρα του δεν συμφωνούσε μ’ αυτή την ανατροφή κι έτρεμε τους κινδύνους της θάλασσας. Εκείνη είχε μάθει στα παλάτια των δόγηδων και στην αριστοκρατική ζωή. Όμως ο Τζιοβάννι ήθελε να κάνει το γιο του γενναίο πολεμιστή, κουρσάρο του Αιγαίου. Ήταν η εποχή που άνθιζε η επιδρομή και το πειρατικό επάγγελμα είχε αποκτήσει μεγάλο γόητρο. Οι πειρατές ήταν περιζήτητοι απ’ τους Δυτικούς αλλά και από τους Βυζαντινούς ηγεμόνες. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ χρησιμοποιούσε 90 πειρατικές ομάδες του Αιγαίου για να εξασφαλίσει τις θαλάσσιες διαδρομές και να προκαλεί δολιοφθορές στους Βενετσιάνους.
Ο Δελοκάβο έστησε το σπιτικό του στη Χώρα και το ορμητήριό του στον Κάλαμο. Από εκεί εξαπέλυε τις επιθέσεις του στα διερχόμενα πλοία. Στο Μέγα Ποταμό είχε δικό του ταρσανά και στο λιμάνι της Καταλημάτσας έδενε τα σκαριά του. Με τον καιρό άρχισε να αποκτά τη συμπάθεια των κατοίκων της Ανάφης. Όλοι τον θαύμαζαν για τα κατορθώματά του, όπως και τον εκτιμούσαν για τις ηγετικές του ικανότητες.
Ο Λεονάρδος Φώσκολος, βλέποντας πως ο Δελοκάβο γινόταν ολοένα και πιο δημοφιλής, φοβήθηκε ότι θα έχανε την εξουσία. Άλλωστε ελάχιστοι τον συμπαθούσαν στο νησί κι ακόμα λιγότεροι τον υποστήριζαν. Άρχισε, λοιπόν, να μηχανεύεται τρόπους για να εκτοπίσει τον ανταγωνιστή του. Στην πρώτη ευκαιρία που ο πειρατής έλειπε απ’ το νησί, έστειλε κρυφά τους στρατιώτες του και πυρπόλησαν το σπίτι του. Μόλις που πρόλαβαν να γλιτώσουν η Κονστάνς με το γιο της. Μπήκαν σε μια βάρκα και κατέφυγαν στην Εύβοια, στο κάστρο του Λικάριου. Ο Δελοκάβο εκείνο τον καιρό κούρσευε στα νερά της Κάντιας. Έμαθε τα κακά μαντάτα και σαλπάρισε αμέσως για την Κάρυστο. Εκεί, αφού ενώθηκε με τις δυνάμεις του Λικάριου, επιχείρησε απόφαση στην Ανάφη. Έκαψε τα πλοία του Φώσκολου και συγκρούστηκε με τους σιδηρόφρακτους ιππότες του. Έπειτα από σφοδρή μάχη, οι πειρατές κατέλαβαν τη Χώρα και στη συνέχεια το κάστρο του Καλάμου. Οι Φώσκολοι φόρτωσαν τα χρήματα και τα οικόσημά τους στα καράβια τους κι έφυγαν φωνάζοντας: «VideatDeusetjudicet!» Και: «Mundussenescit», (Ο Θεός
βλέπει και κρίνει. Ο κόσμος φθίνει.) Αλλά δεν ξαναγύρισαν πίσω ποτέ από τότε.
Οι κάτοικοι της Ανάφης δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση στους πειρατές. Εξάλλου προτιμούσαν έναν κουρσάρο για ηγεμόνα τους από έναν υπερόπτη Βενετσιάνο. Έκαψαν της ενετικές σημαίες, πέταξαν τους θυρεούς στης Σινιορίας και κήρυξαν την Ανάφη ανεξάρτητη. Ο Δελοκάβο άφησε μια φρουρά στο νησί και τράβηξε για την Κωνσταντινούπολη. Εκεί παρουσιάστηκε στον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο και του δήλωσε ότι είχε ελευθερώσει το Νάνφιο απ’ τους Φράγκους και το επέστρεφε στον βυζαντινό θρόνο. Κι εκείνος για να τον ανταμείψει του χάρισε τον τίτλο του Μεγάλου Δούκα, μαζί με την Αρχοντία της Ανάφης κι ένα τμήμα της Ρόδου για να το διοικεί.
Άλλωστε ένα νησί υπό την εποπτεία Ελληνογενουάτη πειρατή θα ήταν μια σφήνα στην καρδιά του Δουκάτου του Αιγαίου, αλλά και μια μόνιμη πηγή προβλημάτων για τους Βενετούς.
Από τις σημειώσεις της συγγραφέως:
Η Ανάφη είναι περήφανη για τον τρομερό πειρατή της, τον Ιωάννη Δελοκάβο. Ήταν άντρας θηρίο. Έζησε επί Φραγκοκρατίας και όργωσε όλο το Αιγαίο με τα καράβια του.Το 1269 ελευθέρωσε την Ανάφη από τους Φράγκους και την παρέδωσε στον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, ο οποίος τον ονόμασε Μέγα Δούκα της Ανάφης και ναύαρχο του βυζαντινού στόλου. Κούρσευε μαζί με το γιο του και ήταν πιστός φίλος και συνεργάτης του πειρατή Λικάριου από την Κάρυστο της Εύβοιας. Άλλοι πιστεύουν πως ήταν Έλληνας από την Ανάφη κι άλλοι πως ήταν Ιταλός, και μάλιστα Γενουάτης.