Το πρωί της 14ης Δεκεμβρίου 1960 στα στενά του Βοσπόρου, σε απόσταση 200 μόνον μέτρων από τις ασιατικές ακτές, εκτυλίχθηκε μια απο τις τραγικότερες ναυτικές ιστορίες. Το διήγημα που ακολουθεί βασίζεται σε αυτό το πραγματικό γεγονός
Γράφει η Κατερίνα Γαγανέλη
Τα πόδια του είχαν βγάλει φτερά. Έτρεχε ο Θεολόγης με το χαρτί στο χέρι να προλάβει τα νέας της μάνας του. Πήρε το απολυτήριο του με άριστα. Τη βρήκε να ταλαιπωρεί τα ασπρόρουχα στη σκάφη. Τα κοπανούσε με τόση δύναμη που κοντοστάθηκε. Τον είδε εκείνη και χαμογέλασε.
-Έλα άντρα μου, μη σκιάζεσαι. Στη σκάφη ξεσπάω τους καημούς μου. Τι κρατάς εκεί; του είπε χαμογελώντας
-Κοίτα μάνα, κοίτα. Όλα άριστα.
Σκούπισε τα χέρια στην ποδιά της και της κόπηκε το χαμόγελο.
-Ωραία. Φύλαξε το στο ντουλάπι και θα μιλήσουμε μετά που θα φάμε.
-Μάνα, κάποια μέρα θα έρθει και ο κύριος Πέτρος, το είπε χωρίς να την κοιτάξει.
-Πάλι τα ίδια Θεοφάνη μου. Τι γυρεύει πάλι ο δάσκαλος; Μιλήσαμε ξανά το Πάσχα.
-Μάνα σε παρακαλώ, θέλω να πάω.
-Δεν έχεις να πας πουθενά. Εγώ άλλο δικό μου δε χαρίζω στη θάλασσα. Ακούς; Φτάνει ο πατέρας σου, με άφησε να φροντίζω μονάχη μου εσένα μωρό και την αδερφή σου στην κοιλιά.
Έτσουξαν τα μάτια του παιδιού μα δεν είπε λέξη. Ανένδοτη η μάνα του, ένα χρόνο τώρα που της εκμυστηρεύτηκε το όνειρό του. Να σπουδάσει μηχανικός ήθελε και να οργώνει τις θάλασσες με τα μεγάλα καράβια που άκουγε μα έβλεπε μόνο σε φωτογραφίες στις εφημερίδες. Η απουσία του πατέρα του δώδεκα χρόνια τώρα έστεκε βαριά πάνω από το σπιτικό τους. Φημισμένος ψαράς, δεν έμεινε στη μνήμη των συγχωριανών του για τις πλούσιες ψαριές του μα για την τόλμη του. Πρώτος έπαιρνε τη βάρκα κι έτρεχε να βοηθήσει, ακόμα και να σώσει σαν άκουγε πως κινδύνευε άνθρωπος μεσοπέλαγα. Ένα βράδυ δε γύρισε. Βρήκαν τη βάρκα να πλέει μόνη της και ο καπετάν Νικήτας άφαντος. Άδειο ήταν το κιβούρι που θάψανε. Ο Θεολόγης ήταν δεν ήταν τεσσάρων χρονών όμως αυτή η μέρα χαράχτηκε μέσα του. Θυμάται τη μάνα να σουρομαδιέται και να μη βρίσκει αναπαμό. Τη συντρέξανε οι άλλες γυναίκες μη γεννήσει πρόωρα. Με τίλιο, χαμομήλι και βαλσαμόχορτο κι άλλα βοτάνια την ηρέμησαν μια στάλα και την πήρε ο ύπνος. Δίπλα της ο Θεολόγης, ορκίστηκε στον εαυτό του να μη γίνει αιτία να πικραθεί ποτέ. Ποιος να ήξερε ότι μαζί με τον ερχομό του ο πατέρας του ψιθύρισε στο αυτί του την επιθυμία του. Μεγάλος και τρανός θα γίνει εσύ λεβέντη μου, θα κουμαντάρεις μεγάλα καράβια, θα τιθασεύεις τη θάλασσα και εγώ θα σε καμαρώνω. Δεν εξηγείται αλλιώς η αγάπη που της είχε. Ολημερίς μιλούσε στο δάσκαλο για τον καημό του και την πεθυμιά του να την ταξιδεύει. Ανένδοτη η μάνα. Μόλις της έκανε κουβέντα έφυγε το χρώμα από το πρόσωπό της και αγρίεψε «Ξέχασε το» είπε μόνο και δε θέλησε καμιά άλλη κουβέντα. Μόνη του ελπίδα ο δάσκαλος. Η αδερφή του τα κομμάτια της μάνας. «Που θα μας αφήσεις δυο γυναίκες μονάχες; Πας με τα καλά σου». Άνισος ο πόλεμος.
Δε φάνηκε ο δάσκαλος για καιρό. Τον συναντούσε στο καφενείο του χωριού ο Θεολόγης μα ντρεπόταν να του κάνει κουβέντα. Κάτι παραπάνω θα ήξερε. Το καλοκαίρι κύλησε σαν νερό. Δούλευε μεροκάματο σε οικοδομές, αποδείχτηκε καλός μάστορας κι έπαιρνε καλό χαρτζιλίκι, βοήθαγε και το σπίτι. Ανάσανε η οικογένεια. Ηρέμησε η μάνα, σκεφτόταν πως λογικεύτηκε ο γιός της αφού δε μιλούσε πια για σπουδές, καράβια και θάλασσες. Λάθος έκανε.
Ένα απόγευμα φάνηκε ακάλεστος ο δάσκαλος στο κατώφλι τους. Ο Θεολόγης δε βγήκε να τον χαιρετήσει, τους άφησε μονάχους. Ευγενική η μάνα τον κέρασε γλυκό κουταλιού που έφτιαξε μονάχη της και κρύο νερό από το πηγάδι. Αγέλαστη.
-Κυρία Ελένη ξέρετε γιατί ήρθα.
-Ξέρω δάσκαλε και κακώς έκανες. Τα είπαμε αυτά πριν καιρό. Μην φυσάς στο μυαλό του παιδιού πράγματα που δε πρόκειται να γίνουν. Με κάνεις να μετανιώνω που σε άκουσα και στον έστελνα. Φούσκωσαν μεγάλες ιδέες στο κεφάλι του κι άντε να τον κάνω καλά.
-Σας καταλαβαίνω, όμως δεν πρέπει να σταθούμε εμπόδιο στα όνειρα του παιδιού. Είναι άριστος μαθητής και είναι κρίμα να μη συνεχίσει να σπουδάζει. Όλοι οι καραβοκύρηδες ψάχνουν καλούς καπεταναίους και μηχανικούς. Αφήστε το παιδί να δοκιμάσει έστω.
-Τον ήπιες τον καφέ σου δάσκαλε. Άμε στην ευχή του Θεού κι άσε μας στην ησυχία μας. Ξέχνα και το Θεολόγη, δε θα ξανάρθει σχολείο.
Σηκώθηκε ο καθηγητής απρόθυμα από την καρέκλα του κι έφερε το καπέλο του δυο βόλτες στα χέρια του.
-Ξέρω ότι έχετε περάσει δύσκολα μα μην τιμωρείτε το παιδί, δε φταίει σε τίποτα. Α, κυρία Ελένη καθηγητής είμαι, το γυμνάσιο τελείωσε ο Θεολόγης και με αυτό το χαρτί μπορεί να κάνει πολλά στη ζωή του.
-Στο καλό, κύριε καθηγητά. Θα χαρώ να σας ξαναδώ εκτός σπιτιού.
Μαχαίρι να κάρφωναν στο στήθος του Θεοφάνη – που έκλαιγε βουβά κι άκουγε τη συζήτηση, πίσω από τις κουρτίνες – λιγότερο θα πονούσε. Έπνιγε τους λυγμούς του και δάγκωνε τα μάγουλα του μην ακουστεί. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο απόκομμα της εφημερίδας. Μια φωτογραφία είχε μουσκέψει από τα δάκρυα του και κόντευε να λιώσει στα χέρια του. Ένα τεράστιο πλοίο του Νιάρχου είχε καθελκυσθεί στο Newcastle της Αγγλίας, τον Φεβρουάριο του 1954, χωρητικότητας 32.040 τόνων. Σήμερα θα σήκωνε σημαία στο Φάληρο και θα ξεκινούσε το 1ο του ταξίδι. Η «Παγκόσμιος Αρμονία». Ήταν 8 Σεπτεμβρίου 1954.
Ήρθαν τα πρώτα κρύα και η δουλειά στην οικοδομή σταμάτησε. Άντε να μαστόρευαν κανένα φράχτη αραιά και που. Το όνειρο του Θεολόγη ξεθώριαζε μα δε ξεχάστηκε. Έπιασε ο καφετζής, ο κυρ Χαράλαμπος με το κουτσό ποδάρι, τη μάνα του και ζήτησε να τον βοηθάει στο μαγαζί ο μικρός. Βρέθηκε ο Θεολόγης να μαθαίνει να φτιάχνει καφέδες και τα χούγια του καθενός. Σε πολύ λίγο χρόνο ήξερε πώς πίνει τον καφέ του και ο τελευταίος κάτοικος. Του άρεσε αυτή η επαφή με τους ανθρώπους. Άκουγε και ιστορίες για τη θάλασσα και αγαλλίαζε η ψυχή του. Παραμονή Χριστουγέννων 1958, τέσσερα χρόνια μετά που τέλειωσε το σχολείο είχε γίνει σχεδόν αφεντικό στο καφενείο. Ο ιδιοκτήτης του αφού δεν κατάφερε να τον κάνει γαμπρό του για κάποια από τις θυγατέρες του τα παράτησε και τον άφησε στην ησυχία του. Εκείνο το βράδυ δεν είχε κόσμο στον καφενέ και ο κυρ Χαράλαμπος έβαλε δυο ουζάκια για τους δυο τους.
-Έλα κάτσε λεβέντη μου. Να σου μιλήσω θέλω.
Παράτησε τη σκούπα ο Θεολόγης και έκατσε κοντά του. Του άρεσε που το αφεντικό του τον υπολόγιζε για άντρα κι όχι για κανένα παιδαρέλι.
-Ξέρω τον καημό μου παιδί μου, είπε και τον έπιασε από τον ώμο. Κι εγώ την αγαπούσα τη ρουφιάνα τη θάλασσα κι έλεγα ότι θα τη φάω με το κουτάλι σαν μεγαλώσω. Μα βλέπεις, σακατεύτηκα. Ποιος θα έπαιρνε στη δούλεψή του έναν κουτσό; Ας είναι, ο καθένας έλεγε η μάνα μου γεννιέται με την τύχη του και η δική μου είχε γράψει αυτή τη μοίρα. Εσένα όμως δε το σηκώνει η καρδιά μου να μαραζώνεις.
-Τι θες να πεις αφεντικό; Αφού τα ξέρεις. Η μάνα μου είναι ανένδοτη.
-Ολόκληρος άντρας έγινες. Παλικάρι δυο μέτρα, η μάνα σου έχει τον καημό της μα πέρασαν χρόνια από τότε και δεν είναι σωστό να μπαίνει εμπόδιο στο τυχερό σου.
Κατέβασε το κεφάλι και κοίταξε τα σκονισμένα παπούτσια του.
-Θέλω να τις φροντίσω και τις δυο, θέλω να ράβουν όμορφα φουστάνια, να πάψει η μάνα να ξενοπλένει και η αδερφή μου να κεντάει. Αρχόντισσες τις θέλω και μακάρι να έβρισκα δουλειά σε καράβι. Δε θα τη ρώταγα τη μάνα, νύχτα θα έφευγα κι ας την πίκραινα.
-Είσαι σίγουρος αγόρι μου; Αν είσαι θα σε βοηθήσω εγώ.
Με λαχτάρα τον κοίταζε ο Θεολόγης. Του ένευσε με το κεφάλι του να συνεχίσει να μιλάει.
-Άκου με το λοιπόν. Έχω ένα ξάδερφο που δουλεύει στα βαπόρια του Σταύρου Νιάρχου. Θέλουν πιτσιρικάδες σαν εσένα με όρεξη και μεράκι. Μη φαντάζεσαι μεγαλεία, ναύτες ψάχνουν και καμαρωτάκια. Αυτά που έμαθες στη δούλεψη μου θα σου φανούν χρήσιμα. Τι λες; Να του γράψω;
-Το ρωτάς κυρ Χαράλαμπε; αύριο κιόλας κι ας είναι Χριστούγεννα. Δώρο μου κάνεις αφεντικό και δε ξέρω πώς να στο ξεπληρώσω, αλήθεια, είπε ο Θεολόγης βουρκωμένος.
-Άμε στην ευχή του Θεού παλικάρι μου και ας ελπίζουμε και οι δυο να κάνουμε το σωστό.
Χαμογελούσε ανεξήγητα ο Θεολόγης. Δε μπορούσε η μάνα να καταλάβει το γιατί όμως δε τα σκάλιζε παραπάνω. Είκοσι μέρες μετά τον φώναξε να πιούνε μαζί το καφεδάκι τους μα δε φαινόταν. Πήγε στην κάμαρη του, στρωμένο το κρεβάτι κι ένα σημείωμα πάνω του.
ΣΥΓΧΩΡΑΜΕ ΜΑΝΑ ΜΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΟΚΙΜΑΣΩ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΜΟΥ
ΘΑ ΔΟΥΛΕΨΩ ΣΕ ΒΑΠΟΡΙ ΤΟΥ ΝΙΑΡΧΟΥ, ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΡΜΟΝΙΑ
ΣΑΣ ΑΓΑΠΑΩ ΚΑΙ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ ΝΑ ΓΥΡΙΣΩ ΣΥΝΤΟΜΑ
ΘΕΟΛΟΓΗΣ
Άδειασε η μάνα το ταλαίπωρο κορμί της πάνω στο κρεβάτι και ξέσπασε σε λυγμούς. Σηκώθηκε με κόπο και άναψε το καντήλι της.
-Να μου τον προσέχεις Παναγιά μου, να φυλάς το μοναχογιό μου κι όλα τα παιδιά που βολοδέρνουν στις θάλασσες. Στείλε τον Αϊ Νικόλα στην πλώρη τους κι εγώ θα φροντίζω το εκκλησάκι σου μέχρι να κλείσω τα μάτια μου.
Μπορεί να μη σπούδασε, μα πάτησε επιτέλους το πόδι του στο αγαπημένο του βαπόρι. Με καπετάνιο τον Αριστείδη Μπαρτζή, συμπατριώτη του από τα Ψαρά, ένιωθε ακόμα καλύτερα ο Θεολόγης. Καμαρωτοί τον ντύσανε και του μάθανε τα πάντα μέσα στο πλοίο. Πρύμη, πλώρα, τα καρέ των αξιωματικών, των ναυτών. Βρήκε γρήγορα τη ρουτίνα και την καθημερινότητα του. Τα πράγματα ήταν αρκετά απλά. Οι ναύτες καθαρίζανε το κατάστρωμα, ξύνανε, βάφανε, δουλειά τους ήταν να συντηρούν το καράβι. Οι μηχανικοί φρόντιζαν τις μηχανές του. Δεν τους έβλεπε πολύ ο ήλιος, κάνανε δουλειές, συντήρηση κάτω. Ο Θεολόγης και οι άλλοι καμαρότοι σερβίρανε πλούσιο πρωινό, με αυγά, λουκάνικα και όλα τα καλά του Θεού. Μετά ετοίμαζαν καφέ. Πολύ καφέ. Να τον βρουν έτοιμο μόλις έκαναν το διάλειμμά τους. Μεσημέρι στρώνανε τα τραπέζια και σερβίρανε. Σε φουσκοθαλασσιές έβρεχαν και τα τραπεζομάντηλα για να μη γλιστράνε τα πιάτα. Ατσίδα τον φώναζαν οι παλιοί γιατί μια φορά τα είπανε και δεύτερη δε χρειάστηκε. Είναι αυτό που λένε πως αν κάνεις αυτό που αγαπάς το κάνεις καλά. Όλη μέρα σβούριζε ανάμεσα τους ο Θεολόγης με το χαμόγελο καρφωμένο στα χείλη. Ταξίδευαν τις θάλασσες και ημέρευε το μυαλό του. Δεν ήταν έτσι από την αρχή. Η πρώτη εμπειρία του ήταν πολύ ζόρικη. Είχε μεγάλη φουρτούνα και τον έπιασε η θάλασσα. Το βαπόρι έμοιαζε καρυδότσουφλο μπροστά στην καταιγίδα που εξελισσόταν μπροστά στα μάτια τους.
-Διάολε, θα μας σκοτώσουν αυτά τα κύματα έβρισε ένας αξιωματικός δίπλα του.
-Τι έχουν αυτά τα κύματα ρώτησε διστακτικά ο Θεολόγης.
-Μα δε βλέπεις; Είναι βουβά, δεν έχουν αφρό, δε σκάνε ρε παιδάκι μου. Μας ανεβοκατεβάζουν μπορεί και δεκαπέντε μέτρα. Ένα να μας καταπιεί, πάει, τελειώσαμε.
Τι ήταν να το πει. Μόνο από την περιγραφή ξεκίνησε να ξερνοβολά, του βρώμαγαν τα πετρέλαια, οι δεξαμενές, τα αυγά, όλα. Κάποια στιγμή σκέφτηκε έκανα καλά που ήρθα ή έμπλεξα και έφερε εικόνα τη μάνα του. Τον έστειλαν για ύπνο, του έφτιαξαν κι ένα χαμομήλι και κοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε όλα ήταν αλλιώς. Μπουνάτσα. Κόντευαν να φτάσουν στον Ισημερινό. Βγήκε σχεδόν τρέχοντας στο κατάστρωμα να δει…τι να δει. Θάλασσα και ορίζοντας, τίποτα άλλο. Από το πουθενά του ήρθε ένας κουβάς νερό στο κεφάλι και σήκωσε τα μάτια ψηλά. Τον μπουγέλοσαν. Έτσι ήταν το έθιμο του είπαν, οι πρωτάρηδες που αντικρίζουν τον Ισημερινο πρέπει να «φάνε» ένα κουβά νερό. Τον παρέσυραν και γέλασε μαζί τους. Όμορφα περνούσε, δύσκολα αλλά δένονται οι άνθρωποι με τις δυσκολίες. Άκουγε συνέχεια ότι είναι τυχερός που ήρθε σε αυτό το βαπόρι. Σε άλλα οι καυγάδες είναι καθημερινοί.
Συνήθισε γρήγορα. Έμαθε και να ζωγραφίζει τις ώρες που δεν είχε δουλειά. Έστελνε λεφτά στη μάνα του και τους έγραφε σε ωραίες κάρτες από κάθε μέρος που επισκεπτόταν. Μασσαλία, Γιβραλτάρ, Περσικός Κόλπος. Ζούσε ο Θεολόγης για να βλέπει την απεραντοσύνη των ωκεανών, τα χρώματα του δειλινού, τα θεόρατα κύματα που τους παίδευαν μεσοπέλαγα, την ηρεμία που χάριζε στην ψυχή του η πλανεύτρα θάλασσα. Δεν του έφταναν τα λόγια για να περιγράψει τα συναισθήματα του. Η απόλυτη αίσθηση ελευθερίας.
Ευτυχώς που πρόλαβε να δει αρκετά λιμάνια γιατί από τις αρχές του 1959 τα ταξίδια τους περιορίστηκαν στη Μαύρη θάλασσα.
Ώρα μία μετά τα μεσάνυχτα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του κάθιδρος ο Θεολόγης. Αυτό δεν ήταν όνειρο, εφιάλτης ήταν σκέφτηκε και έτρεξε να ρίξει νερό στο κεφάλι του να συνέρθει. Θυμήθηκε τη μάνα του να του χαϊδεύει τα μαλλιά κάθε φορά που ξυπνούσε ανταριασμένος και να του λέει «καλό κι ευλογημένο στο Θεό παραδομένο». Το είπε μέσα του πολλές φορές κι ο ίδιος μα δεν το πίστευε. Κακό προαίσθημα είχε. Πήγε νωρίτερα στο πόστο του στο καρέ των αξιωματικών που σιγά σιγά γέμιζε αγουροξυπνημένα πρόσωπα. Θα έπιναν γρήγορα τον καφέ τους και θα πήγαιναν στις θέσεις τους. Άλλος στη γέφυρα, άλλος στις μηχανές να σκαρτάρουν βάρδιες.
-Θεολόγη είσαι καλά; Τον ρώτησε ο Βαγγέλης. Θερμαστής στο βαπόρι είχαν γίνει καλά φιλαράκια μεταξύ τους, αυτός τον έμαθε και να ζωγραφίζει. Έκανε να μιλήσει αλλά δε γνώρισε τον ήχο της φωνής του. Γεμάτη φόβο με μια απόχρωση γκρίζα σαν τη λάβα. Καθάρισε το λαιμό του.
-Καλά, καλά. Να ένα βάρος στο στήθος αλλά θα περάσει. Σ’ ευχαριστώ φίλε μου.
Πίκρα μαζεύτηκε στο στόμα του και ο καφές την έκανε χειρότερη. Έφτυσε στο φλιτζάνι και τα δυο. Είναι νύχτα, μόλις δεις τον ήλιο γυμνό κι ολόφωτο να λαμπυρίζει στην επιφάνεια της θάλασσας θα σου περάσουν όλα, παρηγόρησε σιωπηλά τον εαυτό του.
Δεμένοι ήταν στα στενά του Βοσπόρου, σε μικρή απόσταση από τις ασιατικές ακτές. Η πόλη κοιμόταν. Κοίταξε τα φωτάκια που αναβόσβηναν και σκέφτηκε –παράλογα- ότι κάπου, κάποιος θα γελούσε, μια ερωτοχτυπημένη κοπελιά θα διάβαζε τα ραβασάκια από τον καλό της, κάπου αλλού θα γλεντούσαν, θα έπιναν, θα τραγουδούσαν. Λίγα τα φώτα που τρεμόπαιζαν. Η πόλη κοιμόταν.
Ένα τράνταγμα τον βρήκε απροετοίμαστο κι έχασε την ισορροπία του. Γύρω του έπεφταν πιάτα, ποτήρια, μπρίκια και οτιδήποτε ήταν εκτεθειμένο. Άκουσε φωνές και ένιωσε το χέρι του Βαγγέλη να τον τραβάει απότομα.
-Τρέχα, του φώναξε κάτι σοβαρό συμβαίνει. Έτρεξαν προς το κατάστρωμα. Μια τεράστια φλόγα υψωνόταν πάνω από τα κεφάλια του και πολύς καπνός. Εκεί βρισκόταν ο πλοίαρχος ο οποίος ούρλιαζε στο πλήρωμα να εγκαταλείψει το πλοίο για να σωθούν. Ο Θεολόγης κοίταζε με ανοιχτό το στόμα.
-Βαγγέλη, τι γίνεται; Πεθάναμε και βρισκόμαστε στην κόλαση;
-Βούτα γρήγορα στη θάλασσα και κολύμπα προς τη στεριά. Έλα πάμε, έκανε να τον τραβήξει μα εκείνος δεν αντέδρασε. Βούτηξε ο Βαγγέλης στα κατάμαυρα νερά ενώ άκουγε εκρήξεις πίσω του. Κολυμπούσε γρήγορα χωρίς να κοιτάξει. Ο Θεολόγης έμεινε πίσω. Δεν ήξερε αν τα δάκρυα ήταν από τον καπνό ή για τον φίλο του. Επέζησε με ελαφρά τραύματα.
14 Δεκεμβρίου 1960 οι εφημερίδες έγραφαν:
Την 14η Δεκεμβρίου και περί ώρα 02:30 το γιουγκοσλαβικό πετρελαιοφόρο «Πήτερ Ζόρανιτς» διαπλέον τον Βόσπορον με κατεύθυνση προς το Αιγαίο επέπεσεν επί του υπό ελληνική σημαία πετρελαιοφόρου «Παγκόσμιος Αρμονία» που έπλεε κενό από Πειραιά για Νοβοροσίνσκυ.
Κατά την πρόσκρουση επακολούθησε ανάφλεξη του γιουγκοσλαβικού πλοίου και προκλήθηκε πυρκαγιά, η οποία μεταδόθηκε στο «Παγκόσμιος Αρμονία» και στη συνέχεια και τα δύο τα πλοία, παρασυρόμενα από το ρεύμα έπεσαν επί του αγκυροβολημένου τουρκικού πλοίου «Ταρσός» στο οποίο επεκτάθηκε η πυρκαγιά.
Ποιος από τους επιζώντες και όσους έζησαν αυτή τη νύχτα θα την ξεχνούσε ποτέ; Η έκρηξη λέει που ακολούθησε και η φωτιά που εκδηλώθηκε έκανε τους κατοίκους ακόμα κι από τα γύρω υψώματα να πεταχτούν από τα κρεβάτια τους και να βγουν στους δρόμους. “Denizde can pazarı” με πηχυαίους τίτλους έγραφαν οι εφημερίδες – η θάλασσα έγινε ένα παζάρι ψυχών. Οι ναυτικοί έπεφταν στο παγωμένο νερό αλλά είχαν να αντιμετωπίσουν κι εκεί τις φλόγες από το καύσιμο που χύνονταν στη θάλασσα αλλά και να παλέψουν με τα ισχυρά θαλάσσια ρεύματα.
Ένας Tούρκος ναυτικός, ο οποίος επέστρεφε από το ψάρεμα και υπήρξε μάρτυρας της συγκρούσεως δήλωσε τα εξής: «Είδα πάνω από τη θάλασσα φλόγα ύψους 50 μέτρων, ενώ πυκνό νέφος μαύρου καπνού κάλυπτε και τα δύο σκάφη. Ολόκληρη η ποσότητα πετρελαίου που μετέφερε το γιουγκοσλαβικό τάνκερ, χύθηκε στη θάλασσα. Εν ριπή οφθαλμού η περιοχή εκείνη φωτίστηκε σαν να είχε βγει ο ήλιος ενώ στην ακτή οι κάτοικοι βρισκόταν σε πανικό. Έκανα ότι μπορούσα για να βοηθήσω».
Το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας από την πρώτη στιγμή που πληροφορήθηκε την θλιβερή είδηση, ενήργησε ταχύτατα. Επικοινώνησε με το Ελληνικό Προξενείο Κωνσταντινουπόλεως και την Ελληνική Πρεσβεία Άγκυρας. Άμεσα απέστειλε αεροπορικώς αξιωματικό του Λιμενικού Σώματος για να παράσχει τη συνδρομή του στο Προξενείο και να ενεργήσει εκ παραλλήλου τις ανακρίσεις.
Ο Έλληνας κος Κάτρης, ο οποίος διατάχθηκε να διεξάγει τις ανακρίσεις για τα αίτια της πολύνεκρης θαλάσσιας τραγωδίας διαπίστωσε από τις καταθέσεις των 12 διασωθέντων Ελλήνων ναυτικών ότι το «Παγκόσμιος Αρμονία» ανερχόταν το Βόσπορο, πλέοντας δεξιά, ενώ το γιουγκοσλαβικό κατερχόταν αρκετά αριστερότερα απ’ όσο θα έπρεπε. Η πορεία του τελευταίου δεν ήταν η ενδεδειγμένη γιατί είχε σημειώσει μεγάλη παρέκκλιση προς τα αριστερά, με αποτέλεσμα αιφνιδίως να βρεθεί προ της πρώρας του ελληνικού.
Από τη σύγκρουση το «Παγκόσμιος Αρμονία» υπέστη ρήγμα τεράστιο και στις δύο πλευρές της πρώρας του μήκους 6 μέτρων και δύο μικρότερα στην πρύμνη, ενώ το γιουγκοσλαβικό κτύπησε στην δεξιά πλευρά και κάτω ακριβώς από τη γέφυρά του. Αμέσως κρουνοί πετρελαίου και βενζίνης εκτοξεύθηκαν σε μεγάλο ύψος, με αποτέλεσμα να περιλούσουν και τα δύο σκάφη, τα οποία και άρχισαν να φλέγονται. Ακολούθησαν οι εκρήξεις.
Τα προάστια σε ακτίνα αρκετών χιλιομέτρων εκκενώθηκαν. Τα σχολεία και οι δημόσιες υπηρεσίες υποχρεώθηκαν σε αργία και οι πλόες στον Βόσπορο διακόπηκαν.
Ο πλοιοκτήτης του «Παγκόσμιος Αρμονία» κ. Σταύρος Νιάρχος έφτασε αεροπορικώς την 14η Δεκεμβρίου με το ιδιωτικό του αεροπλάνο και επισκέφθηκε στα νοσοκομεία όλους τους τραυματίες του πληρώματος του σκάφους. Σε δηλώσεις του ο κ. Νιάρχος τόνισε τα εξής: «Υπεύθυνον δια το δυστύχημα είναι το γιουγκοσλαβικόν τάνκερ διότι ηκολούθη αντικανονικήν πορείαν πλεύσεως. Είμαι ιδιοκτήτης 60 παρομοίων σκαφών, η δε ενταύθα άφιξις μου οφείλεται στο ενδιαφέρον μου δια την τύχην του πληρώματος και όχι δια την ζημίαν την οποίαν υπέστην».
Η Πόλη έζησε έναν εφιάλτη που τελείωσε με τον βομβαρδισμό των καραβιών για να κατορθώσουν να σβήσουν τη φωτιά. Οι ζωές των ναυτικών που χάθηκαν, ο τρόμος που έζησαν οι κάτοικοι, η οικολογική καταστροφή, με 12.000 τόνους βενζίνης και 10.000 τόνους πετρελαίου που χύθηκαν στη θάλασσα, χαράχθηκαν στη μνήμη και στην ιστορία της.
Ο Βαγγέλης τα διάβαζε όλα αυτά κι έκλαιγε βουβά. Η οικογένειά του θα ερχόταν αύριο. Ήθελαν να τον αγγίξουν, να τον αγκαλιάσουν, να διαπιστώσουν ότι είναι στα αλήθεια ζωντανός. Εκείνος σκεφτόταν την παρέα του, τα παλικάρια που χάθηκαν άδικα. Τον φίλο του τον Θεολόγη, ο μικρός τους ήταν. Έπρεπε να τον σώσει. Ήλπιζε να είχε σωθεί. Κοίταξε ψηλά και προσευχήθηκε για πολλοστή φορά για τις ψυχές των φίλων που αποκαλούσε θαλασσινή οικογένεια.
Μόλις επέστρεψε στην πατρίδα αρνήθηκε να βλέπει ειδήσεις. Αρνήθηκε να δει δημοσιογράφους. Καθόταν κι έγραφε κλεισμένος στο δωμάτιο του ώρες ατέλειωτες. Ούτε στην κηδεία πήγε. Το τέλος της τραγωδίας γράφτηκε στο λιμάνι του Πειραιά, όταν έφτασαν μόνο 6 ανώνυμοι σοροί καθώς οι υπόλοιποι 23 έγιναν στάχτη πάνω στο φλεγόμενο «Παγκόσμιος Αρμονία». Ο ναός του Αγίου Νικολάου είχε ντυθεί πένθιμα για την ιστορική κηδεία των τραγικά χαμένων ναυτικών μας.
Αλλά εάν το δειλινό της 27ης Δεκεμβρίου 1960 στο Νεκροταφείο της Αναστάσεως εγράφη η τελευταία σελίδα της ναυτικής τραγωδίας του Βοσπόρου, στα Ψαρά από της 14ης Δεκεμβρίου άλλες σκηνές διαδραματίζονταν. Το νησί, θρηνούσε σύσσωμο. Από το ένα άκρο μέχρι το άλλο δεν ακούγονταν για ένα ολόκληρο μήνα τίποτε άλλο παρά μοιρολόγια και θρήνοι. Κανένα σπίτι δεν γιόρτασε τα Χριστούγεννα του 1960. Κανενός Ψαριανού τα χείλη δεν γέλασαν.
Μια μάνα καθημερινά μοιρολογά. Μια φωτογραφία έμεινε να θυμίζει την ομορφιά του μοναχογιού της. Κι αυτή η ελιά στο πάνω χείλος, ίδια με τη δική της.
Με τη φωτογραφία σου
στέκω και κουβεντιάζω
και της μιλώ μα δε μιλεί
και βαριαναστενάζω
Για δες φωτιά, για δες καπνός
για δες εκεί ντουμάνι
που βγαίνει απ’ το σπιτάκι μου
κι όλο τον κόσμο πιάνει.
(Λαϊκό μοιρολόι για την καταστροφή της Σμύρνης
από τη συλλογή της Μέλπως Μερλιέ «Μικρασιάτικα Τραγούδια»
το τραγούδησε η Ειρήνη Βογιατζή από τις Φώκιες Μ. Ασίας, ηχογράφηση του 1930).
Αχό τα δάκρυα τα πικρά
θολώνουν τη μορφή σου
λεβέντη μου που μίσεψες
κι έχασες τη ζωή σου.
(Κατερίνα Γαγανέλη)
Παγκόσμιος Αρμονία. Μία από τις δραματικότερες και τραγικότερες σελίδες του εμπορικού μας ναυτικού.
Βασικές πηγές από τις οποίες άντλησα τεκμηριωμένα στοιχεία είναι:
https://www.paratiritis-news.gr/politismos/ena-navagio-sto-vosporo/