Γράφει η Κατερίνα Γαγανέλη
Mια φορά κι έναν καιρό σε ένα πανέμορφο μικρό λιμανάκι στη Κάλυμνο ζούσε μια βαρκούλα μικρή. Μπροστά στα καΐκια, τις λάντζες και τα άλλα πλεούμενα που έδεναν δίπλα της έμοιαζε ακόμα πιο μικρή. Κάποιες φορές σήκωνε λίγο την πλώρη της όμως δεν κατάφερνε να δει ολόκληρες τις μεγάλες βάρκες. Αλήθεια ήταν πολύ μικρή.
Η Πανωραία, έτσι βαφτίστηκε η βαρκούλα μας από τον καπετάνιο μας, προέκυψε έπειτα από μια μεγάλη παραγγελία που έκαναν στον κυρ Σταμάτη. Ένας πλούσιος νησιώτης για να στηρίξει τον τόπο του ζήτησε από τον Σταμάτη να του φτιάξει ένα ξύλινο μεγαλοπρεπές σκαρί. Χάρηκε πολύ ο καπετάνιος μας. Παλιός ναυτικός, είχε φάει τα χρόνια του στη θάλασσα. Βουτηχτής σφουγγαράς, ξακουστός σε όλη την Κάλυμνο. Είχαν να το λένε στο νησί για το πόσο ριψοκίνδυνος ήταν. Μια άτυχη μέρα o κυρ Σταμάτης χτύπησε άσχημα τη μέση του και σταμάτησε να μαζεύει σφουγγάρια. Σε αυτή τη δουλειά δε μπορούσε να πει όχι. Μόνο με μικροεπισκευές ασχολούνταν σε παλιά καΐκια έτσι τώρα έψαξε παντού για να βρει τα πιο ανθεκτικά ξύλα, τους πιο μεγάλους κορμούς κι άρχισε να δουλεύει το σκάφος. Πολύ σκληρή δουλειά αλλά μαθημένος στα δύσκολα, έξυνε, έτριβε μπογιάτιζε και όλες αυτές τις ώρες σιγοτραγουδούσε. Σαν τελείωσε έμεινε κι ο ίδιος να κοιτά με θαυμασμό το έργο του.
Γυάλιζε στο φώς του ήλιου αυτό το πανέμορφο σκαρί και ο κυρ Σταμάτης το ζήλεψε. Κοίταξε γύρω του και είδε ότι του είχαν μείνει αρκετά ξύλα για να φτιάξει μια μικρογραφία του και χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά ξεκίνησε να σκαλίζει και να μαστορεύει. Νύχτα μέρα δούλευε, με πολύ αγάπη και μεράκι και τέσσερις μέρες μετά πήρε το πιο λεπτό του πινέλο κι έγραψε στο πλάι το όνομα της.
-“Πανωραία, έτσι θα σε φωνάζω” και θα σε χαζεύουν όλοι στο νησί, είπε στη βαρκούλα μας κι εκείνη κορδώθηκε λίγο παραπάνω. Τέντωσε ψηλά τα γυαλιστερά κουπιά της, κοίταξε την αντανάκλασή της μέσα στο νερό και από τη χαρά της πλατσούρισε με το ένα κουπί κι έκανε μούσκεμα τον Κυρ Σταμάτη. Γέλασε εκείνος, τη σκέπασε κι έφυγε να πάει να κοιμηθεί. Χρειαζόταν και οι δύο τους ξεκούραση μετά από τόση δουλειά.
Την επομένη το πρωί η Πανωραία άκουσε φωνές στο λιμάνι και τίναξε από πάνω της το μουσαμά. Είδε πολλά παιδιά κόσμο και άπειρα μπαλόνια. Ο παπά Δημήτρης έψελνε μπροστά απο ένα τεράστιο καράβι. Πω πω, πόσο μεγάλο ήταν! Άκουσε να λένε πως έκαναν εγκαίνια, γι΄ αυτό και το μεγάλο πάρτι. Ένιωσε ένα τσίμπημα στο μέρος της καρδιάς. Σε αυτή κανένας δεν έκανε εγκαίνια. Κοίταζε και ξανακοίταζε το μεγάλο καράβι, χωρούσε τουλάχιστον εκατό άτομα επάνω ενώ στην Πανωραία με το ζόρι θα έμπαιναν πέντε κι αυτά παιδιά. “Σιγά, σκασίλα μου…” σκέφτηκε η βαρκούλα μας. Ούτε που με νοιάζει.
Κι όντως δεν την ένοιαζε. Φρόντιζε ο κυρ Σταμάτης να της χαρίζει υπέροχη συντροφιά. Κάθε μέρα φόρτωνε πάνω στη βαρκούλα παιδιά και τα πήγαινε να κολυμπήσουν σε μια παραλία που δεν πάει ο δρόμος.
Ε, ρε βουτιές και γέλια που έκαναν τα πιτσιρίκια. Πρώτη και καλύτερη από όλες η εγγόνα του καπετάνιου η Μαρίνα. Κολυμπούσε σαν δελφίνι και έκανε βουτιές από κάθε γωνιά της Πανωραίας. Πόσο όμορφα περνούσαν. Τα χάχανα τους και οι φωνές τους έφταναν μέχρι τη χώρα του νησιού και γελούσαν και οι άλλοι κάτοικοι μαζί τους.
-“Χαρά στο κουράγιο σου βρε Σταμάτη,” έλεγαν. “Κάθε μέρα να κουβαλάς τόσα παιδιά πέρα δώθε”.
-“Εγώ κλέβω από τα παιδιά τη νιότη και τη φρεσκάδα τους. Αφήστε που αγαπάω κι αυτή τη βαρκούλα τόσο πολύ που αν μπορούσα θα κοιμόμουν πάνω της κάθε βράδυ”.
Καμάρωνε η βαρκούλα μας. Καμάρωνε πολύ.
Θύμωνε όμως και κάποιες φορές. Να όπως τότε που κορόιδευαν τον Κυρ Σταμάτη για την “τεράστια” βάρκα του. Κάτι νεαροί του λέγανε ότι ούτε μέχρι τη σημαδούρα δε θα καταφέρει να φτάσει. Και δως του γέλια. Δεν απάντησε ο καπετάνιος, μόνο τη χάιδεψε και της μουρμούρισε “άστους να λένε ομορφούλα μου”. Από ζήλια τα λένε.
Πιο πολύ της άρεσε όμως όταν περνούσε το καλοκαίρι και ξεκινούσαν τα σχολεία. Άδειαζε τότε το νησί από κόσμο και περίμενε πως και πώς να αρχίσουν τα δρομολόγια για την Τέλενδο. Τα τελευταία δύο χρόνια πήγαιναν κι έφερναν μια όμορφη δασκάλα που πήγαινε με μεγάλη χαρά να μάθει γράμματα στα λίγα παιδιά που ζούσαν στο νησάκι. Τα κατάφερε κι έκανε τελικά και ταξίδι πιο μεγάλο από τη σημαδούρα κι ας κουραζόταν λίγο παραπάνω. Σημασία έχει ότι τα κατάφερε.
Κι έτσι περνούσε ο καιρός με την Πανωραία να κάνει πιο μεγάλα όνειρα. Όλα ωραία ήταν και ήσυχα όμως… κάποια στιγμή βαρέθηκε.
Ήθελε να πάει στα πολύ βαθιά νερά, εκεί που το χρώμα της θάλασσας από γαλάζιο γίνεται μολυβί, εκεί που στο βυθό κολυμπούσαν μεγάλα ψάρια κι όχι μόνο αθερίνες, γαυράκια και καβούρια.
Μια φορά πήγε να κάνει το παράπονό της σε μια λάντζα που ήρθε κι άραξε δίπλα της κι έπιασαν την κουβέντα.
-“Για πες εσύ που είσαι τόσο μεγάλη, πως είναι να κολυμπάς σε τόσο βαθιά νερά”; ρώτησε με ανυπομονησία η Πανωραία μας.
– “Κοίτα, εκεί έξω είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα ειδικά αν σε βρει καμιά φουρτούνα. Εμένα με φορτώνουν και πολύ και νομίζω ότι δεν θα αντέξω για πολλά χρόνια ακόμα. Ένα σκαρί ξύλινο είμαι, τι φαντάζονται, ότι θα ζήσω για πάντα; Να τα βλέπεις εκεί στην άλλη άκρη του λιμανιού τα ξεπεσμένα σκάφη. Τα τρώει το νερό και η αλμύρα. Για να έχουμε καλό ερώτημα, εσύ τι θες και ρωτάς; Μικρούλα, δεν είναι για σένα αυτά τα πράγματα. Με το πρώτο μεγάλο κύμα θα τουμπάρεις καημένη”.
– “Α, μπα, και γιατί παρακαλώ να τουμπάρω; Κύμα είναι ψηλά θα με σηκώσει και θα ξανακατέβω. Όλα πια νομίζετε ότι τα ξέρετε εσείς οι ψηλοί και μεγαλύτεροι. Τέλος πάντων, κοίτα τη δουλειά σου και συγνώμη που σε ενόχλησα”, απάντησε θυμωμένα η βαρκούλα μας.
– “Δεν στο είπα για να σε θυμώσω ούτε και να σε προσβάλω για το μέγεθος σου και μη μου κρατάς μούτρα. Στο είπα γιατί δεν έχεις βγει σε πολύ άγριες θάλασσες και δεν ξέρεις. Εδώ τον περασμένο χειμώνα το επιβατικό που έρχεται μια στο τόσο ζορίστηκε τόσο πολύ μέχρι να δέσει που δεν ήθελε να ξανάρθει ποτέ στα μέρη μας”.
– “Εντάξει – εντάξει, δε χρειάζομαι άλλες πληροφορίες. Ευχαριστώ”, απάντησε πεισμωμένη η Πανωραία και γλιστρώντας απαλά πάνω στο νερό απομακρύνθηκε από κοντά της.
Πόσο ξιπασμένη αυτή η λάντζα, σκεφτόταν και όλο και φούντωνε η επιθυμία μέσα της να το σκάσει, να πάει στα βαθιά μολυβένια νερά και να αποδείξει σε όλους ότι μπορεί να τα καταφέρει και να επιστρέψει στο λιμανάκι τους νικήτρια. Σκεφτόταν όλα τα πλεούμενα να την κοιτάνε με το στόμα ανοιχτό, τον πρόεδρο και το δάσκαλο του νησιού να την χειροκροτάνε και τον κυρ Σταμάτη να δακρύζει από περηφάνια για τη μικρή του βαρκούλα.
Το αποφάσισε… Το μεσημεράκι που όλοι θα πήγαιναν στα σπίτια τους εκείνη θα λυνόταν όπως είχε μάθει να κάνει πολύ καιρό τώρα και θα έφευγε. Την προβλημάτισε λίγο που έβρεχε αλλά και πάλι, πρώτη ή τελευταία φορά ήταν που θα την ξέπλενε η βροχή.
Ούτε τα μπουμπουνητά που ακουγόταν από μακριά στάθηκαν ικανά να την αποτρέψουν από την τολμηρή απόφαση της.
Πράγματι λοιπόν, μόλις όλα στο λιμάνι ησύχασαν εκείνη έλυσε το μικρό σκοινί που είχε για κάβο και σιγά σιγά βγήκε έξω από το λιμανάκι. Χρησιμοποίησε και τα κουπιά της για να βγει πιο γρήγορα μην την δει κανένα μεγάλο καΐκι κι αρχίσει να χτυπάει τις κόρνες του.
Τελικά τα κατάφερε. Μάζεψε τα κουπιά της κι άφησε τα κύματα να την πηγαίνουν πάνω κάτω. Πόσο της άρεσε αυτή η αίσθηση ελευθερίας. Δεν κράτησε όμως πολύ. Ξαφνικά σηκώθηκαν μεγάλα κύματα και η Πανωραία βρέθηκε παρασυρμένη από αυτά. Δεν κατάλαβε για πότε βρέθηκε ανάποδα μέσα στο νερό κι όταν είδε πόσο μαύρο είναι σκέφτηκε όλα αυτά τα ψάρια που λαχταρούσε να δει από κοντά. Που να κρύφτηκαν άραγε;
Τρόμαξε πάρα πολύ και έβαλε τα κλάματα. Χοντρά δάκρυα φόβου έτρεχαν κάτω από όμως γλίστρησαν κι αυτά μαζί με το νερό της βροχής στα φουρτουνιασμένα κύματα, που τη χτυπούσαν αλύπητα. Έχασε το ένα κουπί της από την προσπάθεια να κολυμπήσει στα ρηχά.
Στο νου της ήρθαν όλα όσα άκουγε αυτά τα χρόνια για τις τρικυμίες, τους ανέμους που αποφασίζουν να φυσήξουν όπως θέλουν και να σε πάνε εντελώς μακριά από τον προορισμό σου. Ένα μεγάλο κύμα την ξαναγύρισε στην κανονική της θέση. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και από πολύ μακριά είδε τα φωτάκια του νησιού να αναβοσβήνουν. Γέμισαν δάκρυα τα μάτια της ξανά και σκέφτηκε τον αγαπημένο της καπετάνιο που δεν θα ξανάβλεπε ποτέ. Θυμήθηκε ένα τραγούδι που έλεγαν τα παιδιά το καλοκαίρι κι άρχισε να το σιγοτραγουδάει.
Πάνω στο κύμα σε μια βάρκα
πλέω μοναχή
και ξαφνικά ήρθε
φουρτούνα να με βρει,
χαμένη έκλαψα κι είπα
Θεέ μου γιατί,
κάθε ελπίδα πια για μένα
είχε χαθεί..
Πόσο μετάνιωνε για την απερισκεψία της. Πόσο θα ήθελε να γυρίσει στο μικρό της λιμανάκι και να μην ξαναφύγει ποτέ από εκεί. Αυτό είναι τελικά η μανία της φύσης κι εκείνη ήταν σίγουρη πια ότι από λεπτό σε λεπτό ένα μεγάλο κύμα θα την κατάπινε μαζί του στο βυθό και θα τελείωνε τόσο άδοξα η ζωή της. Τα πελώρια κύματα νόμιζε ότι έφταναν μέχρι τον ουρανό κι εκείνη δεν έβλεπε καθόλου στεριά. Δεν ξεχώρισε ούτε το μεγάλο σκάφος που την πλησίασε. Μόνο όταν είδε μεγάλα φώτα να πέφτουν επάνω της κατάλαβε ότι ήρθαν γι αυτή. Άρχισε η βαρκίσια καρδούλα της που ήταν κάπου βαθιά κρυμμένη στο βρεγμένο ξύλο, να χτυπάει δυνατά από χαρά κι όταν είδε και τον καπετάνιο της να στέκεται στην άκρη του σκάφους άρχισε να φωνάζει “βοήθεια” και να κλαίει πιο δυνατά για να ακουστεί. “Μικρή μου Πανωραία, αχ πόσο με τρόμαξες. Νόμιζα ότι δε θα σε ξαναδώ ποτέ”, είπε ο καπετάνιος και σκαρφάλωσε επάνω της με κίνδυνο να τον πετάξουν κι αυτόν τα κύματα στη θάλασσα. Τα κατάφερε όμως και από το μεγάλο σκάφος του έδωσαν ένα ακόμα κουπί κι ξεκίνησε με μεγάλη προσπάθεια και κόπο να κωπηλατεί προς ένα απάνεμο σημείο στο νησί. Όταν τα κατάφερε τη χάιδεψε και της μίλησε τρυφερά.
“Μικρή και όμορφη βαρκούλα της καρδιάς μου. Σε έφτιαξα με πολύ αγάπη και θα στεναχωριόμουν αφόρητα αν σε έχανα. Έχεις δίκιο όμως. Δε σκέφτηκα ποτέ να σου μιλήσω για το μυστήριο που λέγεται θάλασσα. Δε φαντάστηκα ποτέ ότι θα θελήσεις να φύγεις μακριά μου. Κι αφού το ήθελες τόσο πολύ ας μου το ζητούσες. Θα ξεκινούσαμε μαζί αυτό το ταξίδι αλλά με του σωστούς ανέμους και θα είχες κι εμένα στο πλευρό σου. Ήταν πολύ τολμηρό και ριψοκίνδυνο αυτό που έκανες” την κοίταξε λίγο πιο αυστηρά και η βαρκούλα μας κατέβασε τα μάτια της από ντροπή. “Η θάλασσα μικρή μου είναι μυστήριο πράγμα, όταν είναι γαλήνια σε μαγεύει όταν όμως οργίζεται δεν υπάρχει σκαρί και άνθρωπος που δεν τρομάζει με την αγριάδα της. Κάνει πλοία τεράστια να μοιάζουν με “χάρτινες βαρκούλες”. Γι αυτό σε παρακαλώ μην δοκιμάσεις ξανά κάτι τέτοιο. Δεν είναι όλοι φτιαγμένοι για όλα.
Πρέπει να μάθεις να είσαι ευχαριστημένη με αυτά που μπορείς να κάνεις και να σου πω και κάτι. Δεν είναι λίγα.
Έχεις αναρωτηθεί πόσα παιδιά περιμένουν πως και πως να έρθει το καλοκαίρι να τα πας βόλτα;
Έχεις σκεφτεί πόσο χαρούμενη είναι η δασκάλα μας που τη πηγαινοφέρνεις;
Ο παπά Δημήτρης που τον πηγαίνεις στον Προφήτη Ηλία να ανάψει τα καντήλια;
Μόλις ξημερώσει και πέσει ο αέρας θα γυρίσουμε στο λιμανάκι μας κι ελπίζω από εδώ και στο εξής το πάθημα να σου έγινε μάθημα.”
Δε μιλούσε η Πανωραία.
Είχε φωλιάσει όσο πιο βαθιά μπορούσε μέσα στη σπηλιά που βρήκε καταφύγιο κι έκλεισε τα κουπιά της γύρω από τον καπετάνιο.
Πλέον ήξερε που ανήκει!