Γράφει ο Γεώργιος Καρέλας
Στις αρχές Μαρτίου του 1629 καταπλέει στο λιμάνι της Ζακύνθου ένα φορτηγό πλοίο που μετέφερε εμπορεύματα από την Κρήτη προς τη Ζάκυνθο για λογαριασμό του Εβραίου εμπόρου Αβραάμ Κανδιώτη. Ο πλοίαρχος του πλοίου Ανδρέας Ρούσος ευθύς μόλις αποβιβάστηκε έσπευσε να απολογηθεί στον έμπορο αλλά και στις αρχές μιας και ένα αναπάντεχο γεγονός που συνέβη κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στοίχισε ένα μέλος του πληρώματος και απώλεια μέρους του φορτίου που βρισκόταν στο κατάστρωμα …Διηγήθηκε μια ιστορία –που στα αυτιά αυτών που άκουσαν την αφήγηση φάνταζε τουλάχιστον απόκοσμη και τρομακτική-, για ένα σπάνιο φυσικό φαινόμενο που συνέβη στο ταξίδι της επιστροφής που είχε αποτέλεσμα να απολεστεί ο ναυτόπαις (μούτσος) του πλοίου και ένα μέρος του φορτίου. Και όλα αυτά σε λίγα λεπτά εξ αιτίας της θάλασσας που αγρίεψε, άφρισε και χτύπησε το πλοίο…Και δεν ήταν μόνο αυτό , στην περιγραφή ακούστηκαν και άλλα περίεργα που κανείς δεν είχε ξανακούσει…Ο καπετάνιος μίλησε για ένα φαινόμενο που φάνταζε με ιστορία βγαλμένη από τη φαντασία….
Διηγήθηκε με όσο πιο μεγάλη λεπτομέρεια μπορούσε αυτά που έζησε αδιαφορώντας αν θα γινόταν πιστευτός ή όχι….Άλλωστε δεν είχε κάποια άλλη επιλογή, θα περιέγραφε την αλήθεια και όχι κάποιο φανταστικό γεγονός….Ανέφερε τα κάτωθι …….
«Τη 27 Φεβρουάριου του έτους 1629 άναχωρήσας περί τό μεσονύ κτιον έκ Κρήτης, μετά δέκα περίπου ώρας, άν και o καιρός ήτο καλός, καί άνεμος δέν έπνεε και ο ουρανός ήτο λίαν κυανούς (azzur-rissimo), αίφνης ειδον μακρόθεν πρός βορράν είς τήν θάλασσαν βουνά κυμάτων, άτινα έκ του αφρού έφαίνοντο ως χιονοσκεπή, καί πρός νότον διευθυνόμενα ώς άστραπή. Έν ριπή οφθαλμού καί ή πέριξ ήμών θάλασσα επάφλαζε καί ήφριζε. Πριν προλάβω τόν καιρόν νά έρωτήσω τόν πηδαλιούχον περί του πρωτοφανούς τούτου παραδόξου φαινομένου, ήκουσα ύποθαλάσσιον θόρυβον μοιάζοντα μέ άλύσεις συρομένας. Ένόμισα ότι’ τό πλοίον έσταμάτησεν ή μάλλον ότι προσέ κρουσεν είς βράχους, ότι κατεποντίσθημεν διότι,άν καί πολύ μακρά ήμεθα τών φοβερών εκείνων θαλασσίων βουνών, ούχ ήττον ή θάλασσα ένθα εύρισκόμεθα ήτο τόσον άγρια, ώστε ένόμισα ότι τό πλοίον έγεινε βορά του καταστρεπτικού έκείνου κύματος. Έπανήλθεν ή ήρεμία, άν καί ή θάλασσα έξηκολούθει βράζουσα (bollire). Τότε μόνον ήκουσα τάς άπελπιστικάς φωνάς τών ναυτών μου. Καίπερ ήμιθανεϊς, έστρέψαμεν τούς οφθαλμούς πρός τά κύματα, έκ του φόβου μήπως έπαναληφθή τό κακόν, άλλά τά κύματα προύχώρουν πρός νότον άφίνοντα όπισθεν γαλήνην μέν, άλλά τεταραγμένην θάλασσαν, φαιού χρώματος μετά μικρού άφρού, ένω ο ούρανός έξηκολούθει νά είναι λίαν κυανούς καί αίθριος. Είς τήν θάλασσαν εϊδομεν λείψανα πλοίου. Πάντα ταύτα συνέβησαν είς όλίγιστα λεπτά. Μόλις άνέλαβον. είδον, μετ’ άλγους τής ψυχής μου, ότι έλειπεν ναυτόπαις (mozzo) καί τά έπί του καταστρώματος βυτία (botte)»
Αν και οι αρχές της πόλης πίστεψαν τον καπετάνιο και το πλήρωμα που κατέθεσε παρομοίως με τον καπετάνιο ο Εβραίος έμπορος δεν πείσθηκε. Νόμισε ότι ο καπετάνιος και το πλήρωμα σκαρφίστηκαν αυτή την απίθανη ιστορία για να καρπωθούν την αξία μέρους του εμπορεύματος που του ανήκε για λογαριασμό τους. Φαντάστηκε ότι το εμπόρευμα αυτό το είχαν πουλήσει ήδη σε κάποιο λιμάνι πριν φτάσουν στη Ζάκυνθο…
Την εποχή εκείνη συχνά αναφέρονταν απώλειες φορτίων –συνήθως λόγω της πειρατείας – αλλά αυτή η ιστορία δεν τον έπεισε, φάνταζε βγαλμένη από τη φαντασία. Ο έμπορος τελικά κατηγόρησε τον Ανδρέα Ρούσο ότι καταχράστηκε το εμπόρευμα και το πλοίο παρέμεινε ακινητοποιημένο στο νησί μέχρι την έκδοση της απόφασης.
Αν και ο προβλεπτής Βέμβος (σημ. πρόκειται για τον Ενετό προβλεπτή Giacomo Bembo) σύντομα απεφάνθη ότι κατόπιν των ανακρίσεων δεν προέκυψε ότι ο πλοίαρχος ήταν άξιος τιμωρίας δεν ήταν εύκολο να βγει οριστική απόφαση. Όπως ανέφερε ο προβλεπτής αφού πραγματικά και η Διοίκηση ενδιαφερόταν να μάθει όλη την αλήθεια, αν ο πλοίαρχος έλεγε ψέματα θα τιμωρούνταν παραδειγματικώς αν όμως έλεγε την αλήθεια θα τιμωρούνταν επίσης παραδειγματικώς ο έμπορος. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο Ρούσος για να μάθει και ο ίδιος τι ακριβώς συνέβη και από ποιο φαινόμενο προήλθε το ατύχημα λογικά θα έπρεπε να κατευθυνθεί σε ένα κοντινό λιμάνι, έχοντας τις επιλογές των Κυθήρων ή της Μεθώνης, (με πρώτη επιλογή αυτή των Κυθήρων όπου ήταν υπό Ενετική κατοχή και οι κάτοικοι θα είχαν ίσως αντιληφθεί και αυτοί το φαινόμενο και θα μπορούσε να πάρει κάποια βεβαίωση από τις τοπικές αρχές) αυτός όμως επέλεξε να κατευθυνθεί κατ ευθείαν στη Ζάκυνθο.
Η πειρατεία ήταν σε έξαρση και υπήρχε πάντα ο κίνδυνος των Οθωμανών πειρατών (που ενθαρρύνονταν από το Σουλτάνο με σκοπό να πληγεί η Βενετιά που στηριζόταν στο δια θαλάσσης εμπόριο) αλλά και των φοβερών και τρομερών πειρατών της Μάνης. Έχοντας ήδη περάσει τη ζώνη του επικίνδυνου θαλάσσιου δρόμου του μεταξιού, μιας εναλλακτικής θαλάσσίας οδού προς την Ανατολή μεταξύ Ευρώπης και Συρίας, δεν θα ήθελε να και άλλες περιπέτειες προσεγγίζοντας κάποια ακτή.
Ο άτυχος καπετάνιος παρ ‘ ότι έλεγε την αλήθεια χρειαζόταν στοιχεία, κάποια επίσημη μαρτυρία για να αποδείξει όσα κατέθεσε. Και αυτό δεν άργησε πολύ να συμβεί… Mετά από παρέλευση 1-2 μηνών κατέπλευσε στη Ζάκυνθο για να προστατευτεί λόγω τρικυμίας Ισπανικό πολεμικό πλοίο του οποίου ο καπετάνιος ήταν φίλος του Βενετού προβλεπτή. Στην συνάντηση των δυο που ακολούθησε ο Ισπανός καπετάνιος διηγήθηκε στον Βέμβο και τη δική του περιπέτεια όταν έχοντας αναχωρήσει κατά τις αρχές Μαρτίου από τη Μήλο και ενώ επικρατούσε ζέστη και η θάλασσα ήταν ήρεμη ξαφνικά αυτή αγρίεψε ενώ παράλληλα ακούστηκε βοή από το βυθό που την παρομοίασε με ήχο που μοιάζει με σανίδες που σπάζουν. Στη συνέχεια το πλοίο ήρθε αντιμέτωπο με μεγάλα αφρίζοντα κύματα που κατευθύνονταν νοτιοανατολικά.
Το πλοίο δεν έπαθε κάποια ζημιά , το πλήρωμα όμως τρομοκρατήθηκε. Στη συνέχεια το πλοίο κατέπλευσε στα Κύθηρα όπου πληροφορήθηκαν από τους κατοίκους ότι είχε γίνει σεισμός τον οποίο ακολούθησε πλημμυρίδα χωρίς όμως να αναφέρεται ούτε ο σεισμός σαν πολύ μεγάλης έντασης αλλά ούτε και το φαινόμενο της πλημμυρίδας σαν κάτι το πολύ ιδιαίτερο…
Μετά από αυτά ο Ενετός προβλεπτής παρακάλεσε τον Ισπανό καπετάνιο να συντάξει επίσημη αναφορά για το συμβάν για να τη χρησιμοποιήσει στο δικαστήριο όπου ο Έλληνας καπετάνιος αντιμετώπιζε την κατηγορία της απάτης.
Μια ακόμα μαρτυρία έγινε γνωστή λίγο αργότερα όταν ο πλοίαρχος Ενετικής πολεμικής γαλέρας που κατέπλευσε στη Ζάκυνθο από την Κέρκυρα ανέφερε ότι σε ταξίδι του κατά το μήνα Μάριο συνάντησε στη θάλασσα λείψανα ναυαγίων και πτώματα, χωρίς όμως να παρατηρήσει κάτι άλλο ή να ακούσει για κάποιον σεισμό.
Σαν αποτέλεσμα των ανωτέρω ήρθε και η απόφαση του Δικαστηρίου που ήταν αθωωτική για τον Έλληνα καπετάνιο και καταδικαστική για τον έμπορο. Σε έγγραφο της 4ης Ιανουαρίου 1631 αναγράφεται η ετυμηγορία του Διοικητηρίου (Reggimento) της Ζακύνθου ….
«Έκ των έπισήμων πληροφοριών καί καταθέσεων διάφορων άξιοπίστων μαρτύρων η ομολογία του πλοιάρχου Ρούσου καταφαίνεται πιστή καί άληθής (fedele e vera). Γνωρίζει έπίσης έπισήμως ή δικαιοσύνη ότι έκ της θαλασσίου έκείνης στιγμιαίας διαταράξεως πολλά ναυάγια συνέβησαν. Επομένως, κατά τήνγενομένην άπόφασιν τής δευτέρας Απριλίου τοϋ έτους 1629, σήμερον καταδικάζομεν τον Εβραίον Κανδιώτην διά την δυσπιστίαν του προς τάς άργάς, νά έκτεθή έπί μίαν ήμέραν εις τον κύφωνα (berlina) έντος τής πόλεως Ζακύνθου καί έπί μίανήμέραν εις το προάοτετον τοΰ Αίγιαλοΰ, είς τριών μηνών φυλάκισιν και είς τά έ’ξοδα τής δίκης. Ό δέ πλοίαρχος έχει το δικαίωμα να ζητήση άποζημίωσιν διάτήν χρονοτριβήν του .»
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Ολόκληρο το κείμενο βασίστηκε στο πάρα πολύ ενδιαφέρον και τεκμηριωμένο άρθρο του Σπυρίδωνα Δε Βιάζη “Μέγας εν Κρήτη σεισμός”στο περιοδικό Παρνασσός ( εκδόσεις Παπαγεωργίου, Νοέμβριος 1893) και προστέθηκαν κάποιες διευκρινίσεις και υποθέσεις
Ο Σπυρίδων Δε Βιάζης:
Ήταν λόγιος ευρύτατης μόρφωσης αλλά και λίγο εκκεντρικός . Γεννήθηκε στις 13 Μαΐου 1849 στην Κέρκυρα . Η γιαγιά του ήταν από τη Ζάκυνθο ήταν όμως Ιταλικής καταγωγής και φανατικός καθολικός .Εκτός από το πλούσιο συγγραφικό του έργο συνεισέφερε στον εμπλουτισμό της Φωσκολικής βιβλιοθήκης της Ζακύνθου με πολλά τεκμήρια. Για την προσφορά του τιμήθηκε από το ελληνικό κράτος πρώτα με τον Αργυρό (1894) και αργότερα (1919) με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος.[
Κρητικά προϊόντα σε βαρέλια που θα μπορούσαν να μεταφέροναν από την Κρήτη στη Ζάκυνθο ήταν το ελαιόλαδο (αν και η ελαιοκαλλιέργεια δεν ήταν ιδιαίτερα εξαπλωμένη στις αρχές του 15ου αιώνα) , κρασί (το γνωστό κρασί του Ρεθύμνου malvoisie-(μαλβαζία είχε μεγάλη ζήτηση ) αλλά και πιθανώς τυριά
Οι αναφορές συμβάντων της εποχής οφείλονται στη λεπτομερή καταγραφή από τις Βενετικές αρχές. Τα αρχεία της Βενετίας (Venice Museum and Archives ) που διασώζονται ακόμα στην πόλη αυτή είναι η πηγή όχι μόνο αυτών των γεγονότων αλλά και μιας περιόδου αρκετών αιώνων εκ των οποίων τρείς έχουν ιδιαίτερο Ελληνικό ενδιαφέρον μιας και αναφέρονται στην Ενετική κατοχή της Ελλάδας και κατά συνέπεια σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη χώρα μας.. Τα αρχεία που αφορούν τα γεγονότα που αναφέρθηκαν προέρχονται ειδικότερα από τα κάτωθι αρχεία της Ζακύνθου της περιόδου -diversorum Regimmento di Bembo- Aρχειοφυλακείο υπό τα Δικαστήρια – και Carte Sanita –(στο κείμενο αναφέρεται σαν Aρχειοφυλακείο εγώ θα έλεγα ότι ίσως πρόκειται για πληροφορίες που αντλήθηκαν από το αρχείο του λοιμοκαθαρτηρίου ….)
Αλλά και στην Ελλάδα σώζονται αρχεία από την εποχή της Βενετοκρατίας (1562-1797) στα Κύθηρα πχ υπάρχει Τοπικό Αρχείο Κυθήρων το οποίο υπόκειται στην περιφερειακή υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Το αρχειακό υλικό είναι ταξινομημένο στη βάση της θητείας του εκάστοτε Προβλεπτή (Διοικητή) . Το αρχείο της Κέρκυρας είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ενώ δε διεσώθη αυτό της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου( σωζόταν στο αρχειοφυλακείο του νησιού μέχρι τη σεισμοπυρκαγιά του 1953 και ήταν από τα τέλη του 15ου αιώνα)
Το επίκεντρο του σεισμού (πιθανότατα υποθαλάσσιου) πρέπει να ήταν κάπου μεταξύ Κρήτης -Σαντορίνης Μήλου και Κυθήρων.
Ο ίδιος ο Δε Βιάζης την περίοδο που έγραφε το άρθρο στο περιοδικό Παρνασσός βρήκε αναφορά που σχετίζεται με μεγάλο σεισμό στην Κρήτη σε εκκλησιαστικό κώδικα που απέκτησε και ανήκε σε Κρητικό. Στη συνέχεια χάρισε το τεκμήριο στη Φωσκόλεια βιβλιοθήκη
Παραθέτω την αναφορά του ιερέως όπως τη συνέγραψε και την κατέγραψε στο άρθρο ο Σπυρίδων Δε Βιάζης
« τή εικοστή έβδομη Φεβρουάριου του έτους 1629 σφοδραί δονήσεις έπήνεγκον έπί τής νήσου Κρήτης άρκετάς ζημίας, «αχκθ’ μηνί φεβρουαρίου είς τάς κζ’, ήμέρα σάβατω τής Σταυροπροσκυνήσεως, ώρα τετάρτη τής ήμερα; έγίνικε σεισμός μέγας είς ‘ολον τό νησί τής Κρήτης καί έπέσασι σπήτια καί έπλακόσασι ανθρώπους πολλούς καί τάς καμπάνας γιά τη χώρας καί σούντανε δε που έλέγασι οί άνθρωποι πώς δίδουσιν κάτω νά χαλάν καί οι έκκλησίαις καί νοίξασι καί ή γή έβρ. ‘,… και οίτριμε όπου έλέγαμε κάθε πράγμα πώς θέλει νάνοίξ ή γής να μάς καταπιή».