Γράφει η Στέλλα Χρυσοχόου
Mονεμβασία 12/8/1998
Την Παρασκευή το βράδυ είχε πανσέληνο. Μας συντρόφευε ήδη, από τα βουνά της Αρκαδίας και την καμαρώναμε στον πηγαιμό για την Μονεμβασία. Λίγο αργότερα έκανε να λαμποκοπούν οι κορυφές του Πενταδάκτυλου. Οι εσχατιές του κάβο – Ταίναρου ήσαν ορατές… Το ίδιο και οι πέτρες της Μάνης, αυτές που χάραξαν και ύστερα όρισαν την ζωή των ανθρώπων σε αυτά τα μέρη. Και τις ρυτίδες στα μέτωπα τους! Ίδιες με τις χαρακιές των βράχων, όπως ακριβώς τις σχηματίζει ο σίδηρος και ο χαλκός των σπλάχνων τους.
Αχ! Αυτός ο τόπος! Τι έρωτας απέραντος…
Ήταν 11 το βράδυ όταν φθάσαμε στο σπίτι της Μονεμβασίας. Έτρεξα στη βεράντα μαντεύοντας από τα πριν τι θ’ αντικρύσω. Ολόγιομο, στην ανοιχτή αγκάλη του Μυρτώου, χάραζε σε ευθεία γραμμή το μονοπάτι του, πέρα από τον κάβο της Καμήλας, ασημίζοντας το πέλαγος. Αν άνοιγα τα χέρια σαν φτερά θα βάδιζα απάνω του. Τόσο ανάλαφρη ένοιωθα την ψυχή μου.
Το φεγγάρι του Αυγούστου, το μονοπάτι του, το Μυρτώο και ο κάβο –Μαλέας. Ο απόηχος από τις φωνές των παιδιών, που παίζανε σκαρφαλωμένα στο κανόνι, μπροστά από τον Ελκόμενο Χριστό.
Οι καμπουριασμένες από τον Μαΐστρο συκιές, που αγκάλιαζαν τα, από το αλάτι, σαρακοφαγωμένα πεύκα με έναν έρωτα άπελπι.
Η καμπύλη της απεραντοσύνης του πελάγους, και πίσωθέ της τα βουνά της Κρήτης, που μάντευες τον όγκο τους. Στο καταχείμωνο, λένε οι ντόπιοι, στις Αλκυονίδες ημέρες βλέπεις τις κορφές τους.
Οι βυθισμένες στο γαλάζιο μπόμπες του Francesco Morosini μπροστά από τα κάτω τείχη, από τότε που εκείνος, με νύχια και με δόντια για το Μεγαλείο της Γαληνοτάτης Κυράς κι’ Αφέντρας του επάλευε.
Θυμάμαι πάντα από το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εκείνο το υπέροχο:
Στ’ ανοιχτά του πέλαγου * με καρτέρεσαν.
Με μπομπάρδες τρικάταρτες * και μου ρίξανε.
Αμαρτία μου νάχα κι’ εγώ * μιάν αγάπη.
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο.
Εδώ, μπροστά στα τείχη της Μονεμβασίας στα 1690, οι τρικάταρτες μπομπάρδες του γέρου Βενετσιάνου, επλήγωσαν το Ρόδο το Αμάραντο… και πήραν από τους Οθωμανούς το Κάστρο το απάτητο –το τελευταίο από όλα τα κάστρα του Μωρηά– κι εκείνον γι’ αυτό του το κατόρθωμα τον τίμησαν και “Peloponnesiaco” γράψανε στο τάφο του οι Βενετοί.
Λακωνία της λιτής πέτρας.
Λακωνία των σιωπηλών ανθρώπων.
Λακωνία του Μονεμβάσιου, του δικού της οίνου που, “ἂκρατος ἡμῖν ἐκυρνᾶτο”.
Λακωνία των κυπαρισσιών και του Κυπαρισσιού. Των ξεχασμένων αμπελώνων.
Λακωνία του Ταινάρου και του Μαλέα. Του Χάρακα και του Ιέρακα. Της Πλύτρας και της Βάθειας. Του Ελαφονησιού και των Κυθήρων.
Λακωνία που τους Νόμους σου αποτύπωσες το 480 π. Χ. σε “Στενά”, που ο Σπερχειός αργότερα επλάτυνε.
Λακωνία του Μυστρά και του “τελευταίου των Ελλήνων”, που είπε “Έσμέν Ἓλληνες τό γένος ὡς ἡ τέ φωνή και ἡ πάτριος παιδεία μαρτυρεῖ“ και την ταυτότητα του σε αυτήν ακριβώς την Παιδεία ηύρε αιώνες μετά από την ώρα που αυτή θεμελιώθηκε και δια του Πλάτωνος επλατύνθηκε.
Λακωνία της Ματίνας, που μου είπε ότι απ’ τις “αυλές του Χάροντα” την διέσωσαν κι’ όλη μαζί με θαλασσοδαρμένο βράχο έμοιαζε. Της Ματίνας που κάτω εκεί στην άκρη του κόσμου, στα Βελανίδια, με την Παναγιά την Έλωνα κουβέντιαζε και φιλενάδα της την λόγιαζε. Μοναδική, νομίζω, γιατί ποιάν άλλη να ‘βρει στην ξεχασμένη απ’ όλους γωνιά της;
Της Ματίνας που στις ίδιες συντεταγμένες 65 τόσα χρόνια βιώνει το πέτρινο φώς της γης της, που η ζήση της άλλους μεσημβρινούς ή άλλους παράλληλους ποτέ δεν γνώρισε.
Της Ματίνας που την ώρα του θανάτου του συντρόφου της όρισε, ζητώντας από την Παναγιά βοήθεια, παρ’ όλο που –το ‘ξερε– πως της παραφορτώθηκε….. Και Εκείνη δεν αρνήθηκε αλλά έστερξε.
Η ιστορία της Ματίνας είναι πέρα για πέρα αληθινή. Και ας μοιάζει με αλλοτινών καιρών παραμύθι.
Την συνάντησα τον Σεπτέμβριο του 1996 όταν βρέθηκα στο λιμάνι των Βελανιδιών.
Σαν κυρά κι αφέντρα αυτού του τόπου η Ματίνα κάθισε στο τραπέζι μας και μας έκανε την τιμή να μας μιλήσει για την ζωή της. Τι πιο φυσικό άλλωστε…. Ολάνοιχτο βιβλίο η σκέψη της. Καθάριος ο λόγος της “αγράμματης”. Αυτής που σπούδασε στα θρανία των κυμάτων και στων βράχων τα έδρανα.
Μας είπε, λοιπόν, ότι όταν ο άντρας της, ο μπάρμπα-Γιώργος, αρρώστησε βαρειά ήτανε καταχείμωνο. Μονάχη στο προσκεφάλι του επάλευε. Ώσπου ήρθε από τον Πειραιά ο γυιός τους να τους δει. Εκείνη, τότε, πήρε το δρόμο για την εκκλησία της Παναγιάς της Έλωνας.
Και τη Μεγάλη Χάρη της εζήτησε: Να κάνει το θαύμα της, να κλείσει τα μάτια του ο μπάρμπα-Γιώργος τώρα που ήταν το παιδί εδώ. Γιατί τι θα έκανε μονάχη της μέσα στο καταχείμωνο γριά γυναίκα;
Πολλή Μεγάλη Χάρη στ’ αλήθεια αυτή. Το ‘ξερε η Ματίνα. Το ‘ξερε “πως της παραφορτώθηκε”. Και τότε μέσα στον Ναό ακούστηκε, λέει, βρόντος τρομερός ωσάν να κατρακύλαγαν στις πλάκες μεγάλες κούπες μπακιρένιες, ωσάν αυτές που πήζανε το γάλα. Σημάδι πως η Ματίνα εισακούστηκε.
Την άλλη μέρα ο μπάρμπα-Γιώργος έκλεισε τα μάτια του για πάντα.
Εκεί, στο τελευταίο λιμάνι πριν από τον κάβο Μαλέα, το φόβο και τον τρόμο των καπεταναίων. Εκεί που ο διαχρονικός χαρακτήρας της καθημερινότητας και ο ρυθμός της ανάσας των ανθρώπων ταυτίζονται. Εκεί που η Αγία Ερημία ορίζει συντρόφισσα της Παναγιάς μιαν άλλη μάννα σαρακοφαγωμένη από την αρμύρα.
Πέτρες των εσχατιών της Λακωνικής γης, που το χάδι του Μυρτώου για αιώνες βιώνετε, έχετέ την καλά τη δική σας Ματίνα.
ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΓΙΩΡΓΗΣ
Τα τρία κουτσά τραπέζια του Γιώργη με τις ξεκοιλιασμένες καρέκλες στο ταρατσάκι του Θεού, εκεί που όλοι εμείς οι “ξένοι” “δικοί” γινήκαμε καθώς ο Παναγιώτης τις ιστορίες του κουβάρι ξετύλιγε κι ο κυρτωμένος Γιώργης χαμογελαστά συγκατάνευε.
Εκείνες οι πατάτες οι λευκές από το αλάτι και η απλάδα με το μοσχοβολιστό χταποδάκι φτιαγμένο απ’ τα χεράκια του Γιώργη.
Και οι τσουρομαδημένοι από τον χειμώνα και την πείνα μονεμβασιώτικοι γάτοι ένα γύρω.
Να ‘σαι καλά Παναγιώτη, εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ, που η Πανσέληνος την ψυχή μας είχε γητέψει.
Είμασταν οι τρείς και κανείς μας δεν μίλαγε.
Μονάχα το φεγγάρι το μονοπάτι του κένταγε.
Γύρισες το βλέμμα κατά τον Γιώργη, που κόντευε ως και τα δάκτυλα του να καπνίσει πια, και του είπες:
– Α, ρε Γιώργη να παίρναμε την βάρκα, να τράβαγα κουπί, να φτάναμε στη Κύπρο. Και να ‘χες, λέει, ένα μακρύ σκοινί να το ‘δενες στη μύτη της και να το κράταγες γερά. Και πάλι να τράβαγα κουπί ωρέ, να την εφέρναμε πίσω στην Ελλάδα…
Κανείς μας δεν μίλησε.
Μονάχα το …νερωμένο κρασί που ξαναβάλαμε στα ποτήρια και σιωπηλά τα σηκώσαμε, το Δίκαιο του Αιτήματος στους Αιώνες κατοχύρωσε παρουσία μαρτύρων δύο.
Τι να τους κάνεις τους περισσότερους. Απλώς την στιγμή θα ευτέλιζαν…
Στις 25 Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 1999, ο Γεώργιος Βουγιουρδής, ο Γιώργης, ξεκίνησε το Μεγάλο Ταξίδι για την Άλλη Μονεμβασία, την προσωπική, την ολότελα δική του, αυτή που δεν θα μοιράζεται πια με τον Παναγιώτη ή με κανέναν από μας. Την χωρίς επιστροφή… Κι απόμεινε ο Παναγιώτης μόνος κι έρημος στο καλντερίμι να σεργιανά σαν απόνερα βάρκας, καταμεσής στο πέλαγος της ζωής. Κάτι λίγα σπαράγματα ακόμα ενός άλλου κόσμου, η Ματούλα, ο Μήτσος και η Ελένη από δίπλα Και γύρω οι νεώτερες τουριστικές γενεές, έτοιμες να διαγράψουν τη δική τους τροχιά, σίγουρες ούσες ότι: Ἃμες δὲ γ’ ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες…
Πάσχα του 2000.
Γυρίσαμε με τον Αλέξη μου πάλι στην Μονεμβασία. Δεν γίνεται αλλιώς για κανέναν από τους δυό μας. Μεγάλη Παρασκευή πρωΐ έσυρα τα βήματά μου στο ανηφόρι και βγήκα στο ταρατσάκι, γνωρίζοντας από τα πριν το Μεγάλο Κενό που περίμενε την ψυχή μου. Το τόλμησα όμως. Έχω μάθει πια να κοιτάζω κατάματα τα συμβάντα, τα πέντε τελευταία χρόνια.
Και ω! του θαύματος. Ο Γιώργης ήταν παρών ανάμεσα στις εκατοντάδες μαργαρίτες που είχαν φυτρώσει στο ταρατσάκι απ’ άκρη σ’ άκρη… Ήταν ο δικός του Επιτάφιος, αντάξιος σε ομορφιά με τον Επιτάφιο στον Ελκόμενο Χριστό, που είχε φτιάξει όπως κάθε χρόνο ο Μήτσος.
Μεγάλη Παρασκευή, Πάσχα του 2001
Πάλι φύσαγε στο Βράχο. Θα έλεγες ότι τρελάθηκε ο αγέρας. Μόνο που αυτή τη φορά ήτανε Μαΐστρος και ξελαμπηκάρησε ο τόπος όλος κι ήρθανε τα βουνά πιο κοντά κι η Παραπόλα βγήκε καταπάνω στην ακτή. Έως και τον Άγιο Φωκά τον άγγιζες αν άπλωνες το χέρι σου.
Ο Επιτάφιος έτοιμος, φτιαγμένος από τον Μήτσο, μοσχοβόλαγε βιολέτα.
Το “Ω, γλυκύ μου Έαρ, γλυκύτατο μου τέκνον” σου ράγιζε τα φυλλοκάρδια.
Άφησα, κατά το συνήθειό μου τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά όλο το βράδυ. Το χάραμα άνοιξα τα μάτια κατά την ανατολή να δω τον ήλιο ν’ ανατέλλει πέρα από το Μυρτώο, προς την «καθ’ ημάς Ανατολή» κατά το Αϊβαλί, από εκεί που είχαν έρθει τα ακούσια βήματα του πατέρα μου. Και εκείνος όλα τα καλοκαίρια μας στην Κω μας πήγαινε για διακοπές. Και κάθε πρωί στις 5.30 κατέβαινε στο λιμάνι λέει για να ψαρέψει. Όχι βέβαια. Απλώς, επέστρεφε εκεί που ανήκε βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει απ’ τα Μικρασιατικά παράλια.
Έτσι κι εγώ, χρόνια τώρα, οδηγημένη από Εκείνον στην “άγνωστή μου γη” επέστρεφα από το σπίτι του Βράχου. Και εκείνα τα χαράματα του Μεγάλου Σαββάτου κοιτώντας και κατά τον νοτιά είδα κατά κάτω στον Κάβο-Μαλέα τις κορυφές από τα Λευκά Όρη να λάμπουν! Μέσα στην πρωϊνή αχλύ πήρε και άστραφτε ο Κάβος και πίσωθε του τα χιόνια λαμποκόπαγαν στεφανωμένα με ρόδινα σύννεφα. Η Κρήτη ήτανε πασχαλιάτικα δική μου.
Ως φαίνεται, ότι λαχταράς στη ζωή σου πολύ, στο τέλος το αξιώνεσαι.
ΕΛΕΝΗ
Αχ! Αυτές οι γυναίκες που το μεγάλο “γιατί” των ματιών τους σιωπηλά σε πέτρες και γαλάζιο αποτύπωσαν.
Αυτές που άντεξαν τις γέννες και τον θερισμό την ίδια ακριβώς στιγμή και “έκοψαν τον λώρο των παιδιών τους με πέτρα”.
Αυτές που διακόνησαν ναούς και σπίτια με την ίδια πίστη, ταγμένες στο μαύρο τους ένδυμα. Που πίσω από τα μαντήλια, με μάτια ίδια με εληές, τα μυστήρια της ζωής αντίκρυσαν και το μοιρολόϊ του τέλους μονάχα, άφησε τον καϋμό τους να ψάλλει ότι την ψυχή τους για χρόνια κατέκαιε.
Αχ! της Ελένης το μήνυμα που κάθε μέρα, χρόνια ολόκληρα, ανέβαινε το βράχο της Μονεμβασίας ίσαμε την Αγία Σοφία να πάρει, λέει, τα χρήματα που αφήναν οι πιστοί και να τα φέρει στο παγκάρι του Ελκόμενου Χριστού. Δεν θυμούμαι να της το ζήτησε κανείς, παρά μονάχα ο εαυτός της. Ενδεδυμένη το ξεθωριασμένο ρούχο της έσχατης πενίας, που πάνω της έλαμπε απ’ το Φως της Ψυχής της, την αντάμωσα ένα απόγευμα που είχα σύρει τα βήματα μου πάνω ψηλά στο βράχο. Και έτσι απλά κι ωραία μου είπε το γιατί ανταμωθήκαμε.
Είναι αλήθεια ότι ποτέ η Ελένη δεν συνάντησε τη Ματίνα. Κι η απόσταση που τις χωρίζει είναι ένα τσιγάρο δρόμος. Να! έτσι να κάνεις πως παίρνεις την βάρκα και σκαντζάρεις τον κάβο της Καμήλας, βρέθηκες στα Βελανίδια. Πόσο μοιάζουν οι δυό τους σαν σέρνουν τα βήματα στο Ρυθμό της Αυτάρκειας τους. Σαν κινούν με την ίδια αρχέγονη κίνηση τα χέρια λειτουργώντας την σημαίνουσα καθημερινότητα τους.
Έχεις φάει “τσαϊτια” απ’ τα χεράκια της Ελένης; Έτσι για να γευτείς την απόλυτη γεύση του αρμυροθρεμένου χόρτου του Μονεμβάσιου Βράχου.
-Πως κάνεις τα τσαΐτια μωρ’ Ελένη;
-Να, έλα να σου δείξω. Και άπλωσε τα χεράκια της.
-Δυόμισι χούφτες αλεύρι. Το βλέπεις;
Το έβλεπα και κάπως έτσι το σκεφτόμουν ότι θα γινότανε το άνοιγμα του φύλλου. Με το “όσο πάρει” και “όσο σηκώσει”, που χρόνια τώρα εισπράττω σαν απάντηση στην κλασική ερώτησή μου. Το “όσο πάρει” είναι με τον νου. Το “όσο σηκώσει” είναι με την καρδιά. Και τα δυό μαζί έχουν εκείνο το μοναδικό αποτέλεσμα της ταπεινώτατης νοστιμιάς και της δωρικής γεύσης. Είναι το θυμάρι του δικού τους βουνού και ο βασιλικός του περβολιού τους και τίποτε παραπέρα. Η από μάννα σε κόρη προίκα, που κουβαλάει την παράδοση την γευστική ίσαμε τις μέρες μας. Και το χρυσίζον ελαιόλαδο πάνω από όλα. Και η από αιώνες γνώση ότι “τόσο μόνον είχανε με την βοήθεια του Θεού”.
Έσκυψε η Ελένη πάνω στην πλαστική λεκάνη, που είχε αποθέσει το αλεύρι της και άρχισε την τελετουργία του φύλλου. Το σταύρωσε τρεις φορές και κάτι σαν μαγεία απλώθηκε παντού, ως βαθειά μεσ’ την ψυχή μου. Τότε κατάλαβα ποια Δύναμη οδηγούσε τα μικροσκοπικά χέρια. Ήταν η ίδια Δύναμη που όριζε τον νου όλων και ενδυνάμωνε τις ψυχές τους στις αντάρες της ζωής, μαζί με εκείνη την απέραντη υπομονή και απαντοχή. Και η μια γενεά διαδεχότανε την άλλη στον αέναο συμπαντικό ρυθμό των τόπων αυτών. Γιατί τα μέρη αυτά είναι ευλογημένα από την φτώχεια τους. Η αυτάρκειά τους είναι η αντοχή τους.
Όταν ξεμπουκάρει ο βοριάς από το πέλαγος τον παίρνει και τον σηκώνει τον Μονεμβασιώτικο βράχο. Θαρρείς και ταξιδεύει το “πετροκάραβο” και μαζί του όλοι οι άνθρωποι του βράχου συνεπαρμένοι κι αυτοί.
Και κονταροχτυπιούνται στα τείχη φαντάσματα Τούρκων και Βενετσιάνων φρουρών. Και γαλέρες της Γαληνοτάτης τραβώντας για τον Χάνδακα ξεμυαλίζονται αντικρύζοντας τον Βράχο του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄. Μη μπας και νόμιζε η Βενετιά ότι η πρώτη Θαλασσοκράτηρα ήτανε; Όχι δα! Η Μονεμβασία ήτανε η πρώτη με τον “ἂκρατο Μονεμβάσιο οἶνο”, ο οποίος “ἡμῖν ἐκυρνᾶτο”.