Γράφει η Δήμητρα Κουκίου
«Δεν μπορούμε να μην επαναλαμβάνουμε επαρκώς στους Ευρωπαίους, ότι η ελευθερία της Ελλάδος εξαρτάται περισσότερο από τον πόλεμο στην θάλασσα και λιγότερο από τον πόλεμο στην ξηρά. Όσο οι Έλληνες είχαν την υπεροχή στην θάλασσα, κανένας τουρκικός στρατός δεν μπόρεσε να επικρατήσει στον Μοριά. »
Olivier Voutier
Η διαπίστωση του φιλέλληνα Olivier Voutier, αυτόπτη μάρτυρα και αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης μέχρι και το 1823, υπογραμμίζει τη δυναμική παρουσία του ελληνικού ναυτικού στους μεγάλους σταθμούς της ιστορίας. Είναι γεγονός ότι όταν μιλάμε για τον Αγώνα του 1821 ασυναίσθητα μας έρχεται στο νου η ηπειρωτική Ελλάδα και κυρίως ο Μοριάς και η Ρούμελη, αφού και η στρατηγική των αντιπάλων επικεντρώθηκε στην ισχυρή χερσαία στρατιωτική της δύναμη. Ασυναίσθητα παραγκωνίζονται οι θυσίες των υπολοίπων Ελλήνων, μολονότι στα πεδία της μάχης έλαβαν μέρος αγωνιστές από όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα. Για να καταστεί, ωστόσο, δυνατή η εξάπλωση της επανάστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα θεωρήθηκε απαραίτητη η σύμπραξη και η συμμετοχή των νησιών του Αιγαίου, η οποία αποτέλεσε τον δεύτερο πόλο της εθνικής εξέγερσης των Ελλήνων.

Τα ελληνικά νησιά, διάσπαρτα στο θαλάσσιο χώρο, εκτεθειμένα κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, δήλωσαν σταδιακά τη δυναμική τους παρουσία συνεχίζοντας τη ναυπηγική τέχνη και τη ναυτική παράδοση. Στα πλαίσια των διεθνών συγκρούσεων και των οικονομικοκοινωνικών αλλαγών του 18ου αιώνα, ασθενικά στην αρχή και τολμηρότερα στη συνέχεια, εξελίχθηκαν με το εμπόριο και τα ταξίδια, σε υπολογίσιμα ναυτικά κέντρα, αύξησαν τον πληθυσμό τους και κατά τη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων απέκτησαν μεγαλύτερη οικονομική δύναμη. Οι νησιώτες, τολμηροί και ριψοκίνδυνοι, διασχίζοντας τις θάλασσες εξελίχθηκαν σε μαχητικούς καραβοκύρηδες και εμπειροπόλεμους ναυτικούς. Επιπλέον η υποχρεωτική ετήσια στρατολόγησή τους στον Οθωμανικό στόλο, η συμμετοχή τους στην εξέγερση των επαναστατικών κινημάτων στην υπόδουλη Ελλάδα, στους ρωσοτουρκικούς πολέμους 1768-1774 και τους αγώνες του Λάμπρου Κατσώνη συνέβαλε στην καλύτερη ναυτική τους προετοιμασία. Η εμπειρία τους ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από την αντιμετώπιση των πειρατών και από τις δικές τους ριψοκίνδυνες προσπάθειες για τη διάσπαση των ναυτικών αποκλεισμών κατά τη ναπολεόντεια περίοδο. Η ναυτική δύναμη των νησιωτών, εμπορική και πολεμική, πληρούσε τις προϋποθέσεις για σύγκρουση και επιβολή στον τουρκικό στόλο. Με καράβια άριστα εξοπλισμένα και επανδρωμένα με αξιόμαχα πληρώματα τάχθηκαν με την έναρξη της Επανάστασης στο πλευρό των χερσαίων δυνάμεων.
Οι Σπετσιώτες ήταν οι πρώτοι που ανταποκρίθηκαν στις προσκλήσεις των Πελοποννησίων αγωνιστών και ύψωσαν πανηγυρικά τη σημαία της ελευθερίας στο διοικητήριο του νησιού στις 3 Απριλίου 1821. Στις 10 Απριλίου ακολούθησαν τα Ψαρά. Οι Ψαριανοί με το φιλελεύθερο πνεύμα και τον πατριωτισμό που τους διέκρινε, αψηφώντας τη δυσμενή γεωγραφική τους θέση και τον κίνδυνο που διέτρεχαν, δεδομένου ότι ο εχθρικός στόλος μόλις κατέβαινε από το Βόσπορο το νησί τους θα συναντούσε πρώτο, ύψωσαν τη σημαία τις ελευθερίας και ρίχτηκαν στον Αγώνα με την πεποίθηση ότι θα μπορούσαν με τη ναυτική τους δύναμη να πλήξουν τον εχθρό. Η ισχυρή Ύδρα αντίθετα δεν ανταποκρίθηκε με τον ίδιο ενθουσιασμό στο πανελλήνιο αίτημα για βοήθεια. Οι συντηρητικοί πρόκριτοι του νησιού θέλοντας να σταθμίσουν τη σοβαρότητα του κινήματος, ήρθαν σε ρήξη με τον λαό ο οποίος, παρακινημένος από τον αγνό πατριώτη Αντώνη Οικονόμου, επαναστάτησε. Στις 16 Απριλίου υψώθηκε στο νησί η σημαία της επανάστασης.

Η κατάσταση στις Κυκλάδες υπήρξε εντελώς διαφορετική. Επηρεασμένοι από τον φανατισμό των καθολικών και των Λατίνων ιερέων οι κάτοικοι της Σύρου, της Τήνου και της Νάξου αμφισβήτησαν την ιερότητα του Αγώνα και η συμβολή τους υπήρξε ελάχιστη κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Το παράδειγμα των τριών ναυτικών νησιών ακολούθησαν σταδιακά η Άνδρος, η Σαντορίνη, η Κύθνος, η Σέριφος, η Σίφνος και η Σέριφος.
Από τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου η πρώτη που επαναστάτησε ήταν η Κάσος το προχωρημένο, ανάμεσα σε Κάρπαθο και Κρήτη, φυλάκιο. Με την οικονομική ενίσχυση της Καρπάθου ανέπτυξε ανεξάρτητη πολεμική δράση και αποτέλεσε το συμπαραστάτη της επαναστατημένης Κρήτης μέχρι την καταστροφή της το 1824. Το κίνημα της Κάσου ακολούθησαν η Κάλυμνος, η Πάτμος και άλλα μικρότερα, ενώ στη ρόδο, όπου ήταν αγκυροβολημένος ο τουρκοαιγυπτακός στόλος η εξέγερση κατέστη αδύνατη. Εκείνη όμως που ξεχώρισε για τη μεγάλη της δραστηριότητα ήταν η Σάμος, η οποία, εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης, έγινε το επίκεντρο των ναυτικών συγκρούσεων στο Αιγαίο. Στα τρία πρώτα χρόνια του Αγώνα η αποστολή της ήταν παράλληλη με εκείνη των Ψαρών. Τα δύο νησιά αποτέλεσαν τα άγρυπνα φυλάκια της ελευθερίας και τις βάσεις για τις καταδρομές των κατοίκων τους στα μικρασιατικά παράλια. Στην Κρήτη η κήρυξη της επανάστασης εκδηλώθηκε κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Η μεγαλόνησος που βρισκόταν μακριά από τον ελληνικό ηπειρωτικό χώρο με μεγάλη πληθυσμιακή παρουσία εμπειροπόλεμων τουρκοκρητικών και παράλληλα ισχυρή παρουσία τουρκικών δυνάμεων στο νησί επαναστάτησε στις 7 Απριλίου 1821. Ο κίνδυνος άμεσης κατάπνιξης οποιασδήποτε επαναστατικής κίνησης στο νησί δεν εμπόδισε τους ατρόμητους Κρητικούς και στις 21 Μαΐου ιδρύθηκε η Καγκελαρία των Σφακίων.
Απέναντι στον ετοιμοπόλεμο ελληνικό στόλο που αποτελούνταν από μικρότερα εμπορικά, κατά κύριο λόγο, πλοία ο Οθωμανικός, άρτια εξοπλισμένος και καθαρά πολεμικός, υστερούσε σε έμψυχο υλικό, η δράση του οποίου έπαιζε ρόλο στις επιχειρήσεις. Χωρίς ναυτική παράδοση οι Οθωμανοί, θεωρούσαν επικουρική τη συμβολή του ναυτικού τους και δεν είχαν φροντίσει για την εκπαίδευση έμπειρων πληρωμάτων, αφού ο στόλος τους μέχρι τότε αποτελείτο από τους υποχρεωτικά ναυτολογημένους Έλληνες νησιώτες. Επίσης στα τέλη του 18ου αιώνα αρχηγός των Ελλήνων ναυτών της τουρκικής ναυαρχίδας οριζόταν πάντοτε Υδραίος. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση ο αντίπαλος στόλος στερήθηκε μεγάλο αριθμό ναυτών, βρέθηκε εκτεθειμένος και αποδυναμωμένος εξαιτίας των λιποταξιών και των διώξεων των ικανών και έμπειρων πληρωμάτων. Μακριά από τον έλεγχο των θαλάσσιων επιχειρήσεων, αφού η μόνιμη ναυτική βάση του ήταν στα Δαρδανέλια, δεν ακολούθησε επιθετική στρατηγική και δεν επεδίωξε τις ναυτικές συγκρούσεις επειδή φοβόταν την απώλεια των μεγάλων και ακριβών πολεμικών πλοίων που διέθετε. Ο ελληνικός στόλος με δύο ναυτικές βάσεις στην Ύδρα και τις Σπέτσες και τις δύο προωθημένες στα Ψαρά και την Κάσο είχε μεγαλύτερη εποπτεία στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή από τα Δαρδανέλλια έως και την Αλεξάνδρεια και μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.


Ειδικά τον πρώτο χρόνο τα αποτελέσματα της δράσης της ναυτικής δύναμης των Ελλήνων, ήταν άμεσα και καθοριστικά για τη συνέχεια, αφού ματαίωσε την πρώτη προσπάθεια των Οθωμανών να στείλουν ενισχύσεις, περίπου 3.000 άνδρες, από τα παράλια της Μικράς Ασίας στην Πελοπόννησο για την καταστολή της Επανάστασης. Απέτρεψε επίσης την αποστολή πολεμοφοδίων στις οθωμανικές δυνάμεις στην Ήπειρο, που προσπαθούσαν να καταπνίξουν την «ανταρσία» του Αλή Πασά, κρατώντας εκεί απασχολημένες για περισσότερο διάστημα πολυάριθμες στρατιωτικές δυνάμεις του σουλτάνου. Στρατηγικής σημασίας ήταν επίσης ο αποκλεισμός των παραθαλάσσιων φρουρίων που κατείχαν οι Τούρκοι, ώστε να τους αποδυναμώσουν. Καθώς πολλά από αυτά βρίσκονταν σε απόκρημνες και δυσπρόσιτες περιοχές, ο μόνος τρόπος να το καταφέρουν ήταν η πολύμηνη πολιορκία και ο αποκλεισμός τους προκειμένου να τους εξαναγκάσουν να συνθηκολογήσουν για να μην πεθάνουν από ασιτία. Αυτό που είχε σημασία για τους πολιορκητές ήταν να αποτρέψουν μια ενδεχόμενη έξοδο των υπερασπιστών τού φρουρίου και να εμποδίσουν τις τουρκικές δυνάμεις που έρχονταν για ενίσχυση, να πλησιάσουν το φρούριο.
Έτσι κατά τον πρώτο χρόνο οι Έλληνες κατέλαβαν τα φρούρια της Μονεμβασιάς και του Νεοκάστρου, αναπτερώνοντας το ηθικό των επαναστατών. Ταυτόχρονα οι Έλληνες, επιτιθέμενοι με επιτυχία εναντίον οθωμανικών πλοίων, εξασφάλιζαν πολύτιμο οπλισμό και πυρομαχικά. Το μεγαλύτερο εγχείρημα υπήρξε αναμφισβήτητα η πυρπόληση του τουρκικού δικρότου στην Ερεσό τον Μάιο του 1821. Η επιτυχία τού τολμήματος ήταν τεράστια. Πέρα από τις απώλειες των Τούρκων, η νίκη τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων και απέδειξε ότι ήταν ικανοί να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το κολοσσιαίο τουρκικό ναυτικό. Η επιτυχημένη χρήση του πυρπολικού συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια τού Αγώνα με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Παρόλα αυτά, οι Τούρκοι διατηρούσαν υπεροχή στη θάλασσα. Με τη συνδρομή αιγυπτιακών και αλγερινών πλοίων ανεφοδίασαν τα φρούρια της Κορώνης και της Μεθώνης και αποβίβασαν στρατιωτικές ενισχύσεις στην Πάτρα. Τον Οκτώβριο του 1821 έκαψαν το Γαλαξίδι, το κυριότερο ναυτικό κέντρο των Ελλήνων στη Στερεά Ελλάδα, και αιχμαλώτισαν τα πλοία του.
Το δεύτερο έτος της Επανάστασης, σημαδεύθηκε από συγκλονιστικά γεγονότα στις ναυτικές εξορμήσεις των Ελλήνων. Ο οθωμανικός στόλος επιχείρησε να ενισχύσει τις χερσαίες δυνάμεις, να πλήξει τα νησιωτικά κέντρα των Ελλήνων και να επανακτήσει τη θαλάσσια κυριαρχία. Αντίστοιχα, το ελληνικό ναυτικό κινητοποιήθηκε εγκαίρως, συγκεντρώνοντας αρκετά πλοία και αρχηγούς. Η μεγάλη σύγκρουση των δύο αντιπάλων πραγματοποιήθηκε στην Πάτρα τον Ιανουάριο του 1822. Η νίκη των Ελλήνων σε αυτήν είχε μεγάλη ηθική σημασία γιατί διαπίστωσαν ότι μπορούσαν να προξενήσουν ζημιές στον εχθρό όχι μόνο με τη χρήση πυρπολικών αλλά και κατά παράταξη. Βέβαια η καταστροφή της Χίου τον Μάρτιο του ίδιου έτους αναχαίτισε για λίγο την τη νικηφόρα ελληνική ναυτική προέλαση αλλά η απάντηση δόθηκε τρεις μήνες μετά, τον Ιούνιο του 1822 με την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον μεγάλο Ψαριανό πυρπολητή Κωνσταντίνο Κανάρη στα νερά της Χίου και ακολούθησε η πυρπόληση της τουρκικής υποναυαρχίδας στην Τένεδο τον Οκτώβριο του 1822.

Το 1823 χαρακτηρίστηκε, ωστόσο, ως έτος αδράνειας και αναμονής και οι κινήσεις των αντίπαλων ναυτικών στόλων ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικές. Οι Τούρκοι, στις 17 Φεβρουαρίου, δοκιμάζονται από μια μεγάλη πυρκαγιά στην Κωνσταντινούπολη, η οποία, πέρα από τις απώλειες που προκάλεσε στους κατοίκους της, κατέστρεψε τον ναύσταθμο, τα χυτήρια και τους στρατώνες, με αποτέλεσμα να χαθούν πολεμοφόδια και άφθονο υλικό που προοριζόταν για το ναυτικό. Μόλις τον Μάιο, κατάφεραν να συγκροτήσουν ισχυρή ναυτική δύναμη αποτελούμενη αυτή τη φορά από ελαφρές μονάδες ώστε να γίνει ταχύτερη και πιο ευκίνητη απέναντι στον εχθρό. Από τις ελάχιστες ναυμαχίες της χρονιάς , αξίζει να αναφερθούν αυτή στο Άγιο Όρος στις 15 Σεπτεμβρίου και στον Μαλιακό κόλπο στις 14 Οκτωβρίου, κατά τις οποίες οι Τούρκοι υπέστησαν σημαντικές ζημιές.
Το 1824 αντίθετα χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση στις ναυτικές επιχειρήσεις με σημαντικές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Εκτός από τις εμφύλιες διαμάχες που κορυφώθηκαν και καθυστερούσαν τη σωστή προετοιμασία των Ελλήνων για τον Αγώνα, την επαναστατημένη Ελλάδα απειλούσε ένας νέος κίνδυνος. Ο σουλτάνος αποφασισμένος να καταστείλει την Ελληνική Επανάσταση απευθύνθηκε στον ισχυρό υποτελή του, τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Είχε αντιληφθεί ότι ο μόνος τρόπος να αποκτήσει υπεροχή στη θάλασσα ήταν η συνεργασία του με τον αιγυπτιακό στόλο, ο οποίος ήταν καλά εξοπλισμένος με πλοία γαλλικής κατασκευής και πληρώματα άρτια εκπαιδευμένα από αξιωματικούς τού γαλλικού ναυτικού. Ως αντάλλαγμα για τη βοήθειά του, ο Αιγύπτιος πασάς θα έπαιρνε την Κρήτη και σχετικό έλεγχο της Πελοποννήσου. Η σύμπραξη αυτή προκάλεσε ολέθρια αποτελέσματα στην ελληνική πλευρά. Με την καταστροφή της Κάσου τον Μάιο και των Ψαρών τον Ιούνιο οι Έλληνες έχασαν τις δύο προωθημένες ναυτικές τους βάσεις, τον έλεγχο και τη δυνατότητα επιδρομών στα παράλια της Μ. Ασίας και της Αιγύπτου. Η αντεπίθεση των Ελλήνων υπό τη ηγεσία του Ανδρέα Μιαούλη υπήρξε άμεση σημειώνοντας μεγάλες νίκες στη Χίο, τη Σάμο και την Αλικαρνασσό. Η αποδυνάμωση όμως του ελληνικού στόλου επέτρεψε στον εχθρικό συμμαχικό στόλο να καταλάβει την Κρήτη και στη συνέχεια τη Μεθώνη, με μοιραία συνέπεια την οδυνηρή ήττα των Ελλήνων στη Σφακτηρία τον Απρίλιο του 1825. Η ατυχής συγκυρία χάρισε στον Ιμπραήμ μια εξαιρετική βάση ναυτικών επιχειρήσεων, αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο με τα καταστρεπτικά για την έκβαση της Επανάστασης αποτελέσματα.
Από τον Ιούνιο του 1825 μέχρι και τους πρώτους μήνες του 1826, κύριο μέλημα του ελληνικού στόλου υπήρξε η προστασία των δύο ναυτικών νησιών· της Ύδρας και των Σπετσών και ο ανεφοδιασμός τού Μεσολογγίου. Η ηρωική πόλη πολιορκείτο για δεύτερη φορά από τις δυνάμεις τού Κιουταχή, ενώ ισχυρή οθωμανική ναυτική δύναμη επιχείρησε τον αποκλεισμό της δια θαλάσσης. Η οριστική πτώση της στις 10 Απριλίου 1826, παρά τις τέσσερις συντονισμένες προσπάθειες του ελληνικού στόλου υπό την αρχηγία του Ανδρέα Μιαούλη για τον εφοδιασμό της, υπήρξε το μεγαλύτερο πλήγμα του Αγώνα αναζωπυρώνοντας τα φιλελληνικά συναισθήματα σε όλη την Ευρώπη. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, όλη σχεδόν η Στερεά Ελλάδα βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων. Στις δυτικές περιοχές της Στερεάς άρχισε η διάλυση των στρατιωτικών σωμάτων και οι περισσότεροι αγωνιστές κατέφυγαν στην Πελοπόννησο, η οποία με τη σειρά της αντιμετώπιζε τη μανία τού Αιγυπτίου στρατάρχη. Ο ελληνικός στόλος περιοριζόταν μόνο σε αναγνωριστικές περιπολίες αποδυναμωμένος από πλοία και εφόδια παρά την οικονομική ενίσχυση που είχε λάβει από το πρώτο δάνειο. Κάτω από αυτή την πίεση το έμψυχο δυναμικό, δυσαρεστημένο από την οικονομική δυσπραγία, εξωθήθηκε σε ακραίες καταστάσεις με πιο χαρακτηριστική ήταν η εξέγερση των υδραίων ναυτικών που απαιτούσαν άμεση καταβολή της μισθοδοσίας τους. Ακολούθησε μια περίοδος αναρχίας και ανεξέλεγκτης πειρατείας κατά την οποία τα πληρώματα του στόλου λαφυραγωγούσαν αδιακρίτως.

Είναι γεγονός ότι η έλλειψη πόρων για την κίνηση του στόλου ταλάνισε το ελληνικό ναυτικό σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, δεδομένου ότι οι νησιώτικοι στόλοι διατηρούσαν τη αυτοτέλειά τους, συντηρούσαν τα πλοία τους και κάλυπταν τα έξοδα των επιχειρήσεων. Τις περισσότερες φορές μάλιστα στηρίζονταν αποκλειστικά στις καταδρομικές αποστολές και τις λείες για να εξασφαλίσουν πολεμοφόδια. Το απαιτούμενο ποσό για τη συντήρησή τους, τους μισθούς των πληρωμάτων και τα έξοδα ανέρχονταν σε πολλές χιλιάδες γρόσια και η ενίσχυση από την Προσωρινή Διοίκηση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Τα τρία νησιά η Υδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά που είχαν επωμισθεί τα περισσότερα έξοδα έστελναν αντιπροσώπους στα υπόλοιπα για την είσπραξη χρημάτων, χωρίς ικανοποιητικά αποτελέσματα. Ούτε η προσπάθεια του Δημητρίου Υψηλάντη τον Ιούνιο του 1821 να οργανώσει εφορίες σε κάθε νησί για την είσπραξη χρημάτων για την κίνηση του στόλου απέδωσε. Η έλλειψη πόρων και η μεγάλη διάρκεια του πολέμου ωθούσε πολλές φορές τους ναυτικούς να τρέπονται σε διαρπαγές και στο λαθρεμπόριο, να είναι απαιτητικοί διεκδικώντας το μισθό τους και απείθαρχοι κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων. Ούτε το 1822, όταν συστάθηκε «Μινιστέριον των Ναυτικών» με τους τρεις ναυάρχους επικεφαλής, αντιμετωπίστηκαν τα σοβαρά οικονομικά ζητήματα και η έλλειψη ενιαίας ηγεσίας.
Η φυσική διάσπαση των νησιών δεν ευνοούσε την ενιαία εξουσία, όπως έγινε στην ηπειρωτική Ελλάδα, και τα περισσότερα, ήδη από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας είχαν δική τους κοινότητα. Ως εκ τούτου η έντονη τοπική συνείδηση προκαλούσε ακόμα περισσότερα προβλήματα. Η ανάληψη όμως της αρχηγίας από τον Υδραίο ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, έστω και άτυπης, οδήγησε τον ελληνικό στόλο σε σπουδαία κατορθώματα και παρά τις αντιξοότητες ενίσχυσε το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων. Ο κατάπλους μάλιστα της ατμοκίνητης «Καρτερίας» (Σεπτέμβριος 1826) και της ιστιοφόρου φρεγάτας «Ελλάς» (Νοέμβριος 1826), που αποτέλεσαν πολύτιμο ξεκίνημα για τη δημιουργία εθνικού στόλου, αναπτέρωσε τις ελπίδες τους. Την ίδια περίοδο, τα πράγματα είχαν αλλάξει και στο διπλωματικό πεδίο με το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (Απρίλιος 1826), που υπογράφτηκε μεταξύ Αγγλίας και Ρωσίας και αποτελεί το πρώτο επίσημο διπλωματικό έγγραφο που αναγνώριζε το δικαίωμα για πολιτική ανεξαρτησία στους Έλληνες. Ένα χρόνο αργότερα η υπογραφή της Ιουλιανής Συνθήκης (1827) και η εφαρμογή της από τον συμμαχικό στόλο των Μεγάλων Δυνάμεων οδήγησε στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου προοιωνίζοντας τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Όσα από τα ένδοξα πλοία του Αγώνα θεωρήθηκαν αξιόμαχα συγκρότησαν τον Στόλο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και οι ηρωικού ναυμάχοι έγιναν οι πρώτοι αξιωματικοί του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, το οποίο έκτοτε συνεχίζει την ένδοξη πορεία του υπερασπιζόμενο τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.