Εικόνα άρθρου: Το Αϊβαλί, εικονογραφημένο από τον SOLOUP για το ομώνυμο graphic novel.
Γράφει η Στέλλα Χρυσοχόου
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, αλλά δεν μπορώ να πω πως ακριβώς όλη μου τη ζωή εννόησα, και πως αποδέχθηκα όλα τα συμβάντα της. Όταν με μνήμες Μικρασιατικές, γης Αιολικής ετράφηκα, όταν το όραμα τους με έθρεψε και των ακτών τους οι κυματισμοί, τον για πάντα χαμένο ελληνισμό μου εσφράγισαν.
Και στα μέρη αυτά ποτέ δεν επέστρεψα παρ’ όλο που ο Αλέξανδρος, ο πατέρας μου, λίγο πριν κλείσει τα μάτια του το 1978, ζήτησε με την βάρκα να περάσουμε απέναντι. Από την Μυτιλήνη στο Αϊβαλί…
Εγώ εδώ πώς δέθηκα, πώς ρίζωσα; Τους βράχους των Δελφών, τους βράχους της Μονεμβασίας πώς ενστερνίστηκα; Τη φτώχεια τους τη δωρική πως ένοιωσα και ‘κείνο το φορτίο των δυτικών ακτών της Μικράς Ασίας πού άραγε το απίθωσα;
Τον Φουάτ Μπέη γιατί ποτέ δεν ηύρα, το χρέος να ξοφλήσω; Το εικοσάχρονο αγόρι του, που μέσα στους πρόσφυγες τον παππού μου, τον Δημητρό, αναζήτησε να παραδώσει τα κοσμήματα της Στέλλας, πως το άφησα να φύγει χωρίς ούτε ένα ευχαριστώ; Ή μήπως η απάντηση του παππού ήταν ότι ακριβώς έπρεπε.
Απίστευτη ιστορία στ’ αλήθεια. Θα σας την πω, να δείτε πως θεμελιώνονται οι φιλίες πέρα από πατρίδες και θρησκείες. Μονάχα τα χνώτα να ταιριάζουν.
Τον Σεπτέμβριο του ’22 όταν κυνηγημένοι έφυγαν απ’ το Αϊβαλί και πέρασαν στην Μυτιλήνη, ο Δημητρός δεν πίστευε ότι τα χώματά του δεν θα τα ξανάβλεπε και ότι τα μάτια του στην Αττική θα τα ‘κλεινε. Εμπιστεύθηκε τα κοσμήματα της Στέλλας, της γιαγιάς μου, στον καλύτερο φίλο του, τον Φουάτ Μπέη, να του τα φυλάξει και όταν με το καλό γυρίζαν πίσω, να του τα ξαναδώσει.
Βδομάδες πέρασαν, τα πράγματα αγρίεψαν, η Σμύρνη κάηκε. Ο Ελληνισμός ακόμη μια φορά από χιλιόχρονες κοιτίδες έφυγε, αφήνοντας πίσω του λάθη και πάθη, σπαρασσόμενα ερείπια ψυχής και αρχαίου μαρμάρου. Θραύσματα βυζαντινών ψηφίδων και νεοκλασικής ωραιότητος.
Τον Φουάτ όμως, δεν τον αγγίζαν όλα αυτά. Τον φίλο του σκεφτότανε, τον φίλο του πονούσε, εκεί σε “ξένο τόπο” στην Μυτιλήνη, φτωχό κι ανήμπορο.
Και τα κοσμήματα τον βάραιναν. Το ήξερε ότι αξίζανε πολλούς παράδες. Το ήξερε ότι την οικογένεια του φίλου του θα σώζανε στην προσφυγιά. Κι αγγάρεψε το γιόκα του να πάει, λέει, απέναντι να βρει τον Δημητρό να του τα παραδώσει και να ζητήσει και σημάδι ότι τα παρέλαβε.
Kαι το εικοσάχρονο Τουρκόπουλο ακολούθησε την εντολή του κύρη του κι διάβηκεν απέναντι. Μέρες ολόκληρες τον Δημητρό αναζήτησε μέσ’ στους προσφυγικούς καταυλισμούς, τοις του πατρός του ρήμασι πειθόμενος, αφουγκραζόμενος τον οδυρμό των ξεριζωμένων και το αναπάντητο «γιατί» των ψυχών τους.
Τον ηύρε, παρέδωσε τα κοσμήματα και σημάδι για τον γονιό του ζήτησε. Κι ο Δημητρός το σταύρωσε, το ευχήθηκε και το έστειλεν απέναντι.
‒ Μπέσα για μπέσα ο Δημητρός τα πήρε τα κοσμήματα. Αυτό να πάς να πεις του κύρη σου…..
Και τ’ απόνερα του καϊκιού έγιναν η τελευταία υδάτινη γέφυρα, που κανείς τους πια ποτέ δεν διάβηκε γιατί έτσι το έταξεν η Μοίρα, το Κισμέτι.