Γράφει ο Δημήτρης Μπαλόπουλος
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει παρατηρηθεί ένα έντονο ενδιαφέρον των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών για τη γεωγραφία της δημόσιας μνήμης, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το τοπίο, τον δημόσιο χώρο, την τέχνη και την αρχιτεκτονική. Είναι σημαντικό λοιπόν να εξετάζουμε περιπτώσεις, που ο χώρος μέσα από μια κατασκευή επιδρά στην καθημερινή ζωή των κατοίκων μιας πόλης, δημιουργώντας κοινωνικές σχέσεις, αποτελώντας ουσιαστικά μέρος της ίδιας της ιστορίας της πόλης.
Η αναφορά μας γίνεται για το κλειστό κολυμβητήριο της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων (Σ.Ν.Δ) στον Πειραιά, ως μια περίπτωση εφαρμοσμένης δημόσιας Ιστορίας, ένα έργο του 1959, το οποίο χρησιμοποιείται έκτοτε ως χώρος προπόνησης των μαθητών της σχολής, αλλά παράλληλα και ως χώρος προπονήσεων και αγώνων πολλών αθλητικών σωματείων της πόλης. Με άλλα λόγια το συγκεκριμένο κολυμβητήριο δεν ήταν μόνο ένας χώρος συγκεκριμένης χρήσης αλλά σταδιακά μετεξελίχθηκε σε χώρο ανάπτυξης σχέσεων και δεσμών ανθρώπων μιας τοπικής κοινωνίας.
Η σχέση ανθρώπου και νερού είναι πολύ παλιά όπως μαρτυρείται σε τοιχογραφίες και αμφορείς του 1.600 π.Χ.(Αγύπτιοι, Ασσύριοι, Έλληνες, Ρωμαίοι). Στα νεότερα χρόνια, άρχισε να διαδίδεται ιδιαίτερα ως άσκηση και διασκέδαση στην Αγγλία στις αρχές του 19ου αιώνα, όπου το 1869 κατασκευάζεται και η πρώτη κλειστή δεξαμενή. Η διενέργεια των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 1896, στο πρόγραμμα των οποίων είχαν περιληφθεί και κολυμβητικοί αγώνες που διενεργήθηκαν στο λιμάνι της Ζέας, έδωσαν το έναυσμα μιας αλματώδους ανάπτυξης του υγρού στίβου σε παγκόσμια κλίμακα. Στην Ελλάδα, το πρώτο κολυμβητήριο που εγκαινιάστηκε το 1938 ήταν το ανοικτό Ολυμπιακό Κολυμβητήριο Ζαππείου, το οποίο φιλοξενούσε έκτοτε αγώνες κολύμβησης και υδατοσφαίρισης, οι οποίοι μέχρι τότε γίνονταν στις προκυμαίες των λιμανιών.
Το 1959 είναι ο δεύτερος σταθμός στην ιστορία του ελληνικού υγρού στίβου, καθώς τότε αποπερατώνεται το κλειστό κολυμβητήριο της Σ.Ν.Δ, έργο του νεαρού τότε αρχιτέκτονα Δημήτρη Φατούρου, ο οποίος με το συνολικό του έργο συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του ελληνικού αρχιτεκτονικού μεταπολεμικού μεταμοντερνισμού. Ο Δημήτρης Φατούρος υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία στο Πολεμικό Ναυτικό και ήταν αυτός που ανέλαβε το έργο της σχεδίασης και της επίβλεψης εκτέλεσης ενός έργου που χαρακτηρίστηκε ως πρωτοποριακό, ενσωματώνοντας τολμηρά για την εποχή του αρχιτεκτονικά στοιχεία, παραμένοντας για τον λόγο αυτό σύγχρονο ακόμη και σήμερα.
Είναι αξιοσημείωτο, ότι το έργο αυτό υλοποιείται 54 χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας της σχολής στις σημερινές της εγκαταστάσεις και 10 χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, σε μια περίοδο που το Πολεμικό Ναυτικό βρίσκεται σε διαδικασία αναδιοργάνωσης και ανασυγκρότησης. Η Σ.Ν.Δ. έχει αυξήσει τον αριθμό των μαθητών της μετά τα δύσκολα χρόνια του πολέμου εισερχόμενη και αυτή σε μια αναπτυξιακή φάση, προχωρώντας μάλιστα στην κατασκευή ενός κλειστού κολυμβητηρίου, έργο πρωτοποριακό για τα τότε δεδομένα, κάτι που δεν αποτελεί όμως παραδοξότητα, για το Πολεμικό Ναυτικό καθώς δεν ήταν η πρώτη φορά που καινοτομούσε.
Σημαντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι το συγκεκριμένο κολυμβητήριο δεν έτυχε περιορισμένης χρήσης, ήτοι για να καλύπτει τις ανάγκες της σχολής. Το Ναυτικό εξωστρεφές από τη φύση του, έδωσε τη δυνατότητα χρήσης του χώρου σε ομάδες του Πειραιά, καθιστώντας το έργο εκτός από ένα εξαιρετικό δείγμα αρχιτεκτονικού μεταπολεμικού μοντερνισμού, σε ένα έργο που καθόρισε την ίδια την ιστορία του ελληνικού υγρού στίβου. Το κολυμβητήριο αυτό είναι το πρώτο της πόλης του Πειραιά, δύο ομάδες του οποίου (ο Εθνικός και ο Ολυμπιακός) πρωταγωνιστούν επί δεκαετίες σε κολύμβηση και υδατοσφαίριση) και μάλλον το πρώτο σε όλη την Ελλάδα, το οποίο εκτός των άλλων, διέθετε βατήρα 10 μ. που το καθιστούσε και καταδυτήριο. Για το αν ήταν το πρώτο ή το δεύτερο κλειστό κολυμβητήριο στην Ελλάδα, θα αναφέρουμε ότι ο ίδιος ο Δ. Φατούρος στην τηλεοπτική συνέντευξή του στο «Αστικό Τοπίο» στην Έφη Μάντζαρη (διαθέσιμη στο youtube), το θεωρεί δεύτερο χωρίς να αναφέρει ποιο ήταν το πρώτο. Η δική μας έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτό που θεωρείται ως πρώτο είναι μια δεξαμενή / προπονητήριο στην Πάτρα, που βέβαια δεν έχει καμμία σχέση με το έργο στον Πειραιά.
Η κατασκευή του κολυμβητηρίου της Σ.Ν.Δ, ήταν ιδιαίτερα απαιτητική λόγω της μορφολογίας του εδάφους και των ειδικών λειτουργικών αναγκών που καλείτο να εξυπηρετήσει το έργο, όπως: μόνωση, ακουστική, φωτισμός, αερισμός. Ο ίδιος ο αρχιτέκτων δήλωνε, ότι το έργο του αυτό – το οποίο εκτιμούσε ιδιαίτερα- αποτέλεσε για τον ίδιο μια πρόκληση, καθώς ήθελε με την πρότασή του να δείξει τι σημαίνει «εγκιβωτισμένο νερό και εγκιβωτισμένη περιοχή μέσα στο νερό». Χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο ότι το κολυμβητήριο έπρεπε από τη μια πλευρά του να βλέπει τη θάλασσα και για τον λόγο αυτό επελέγη μια αρχιτεκτονική σύνθεση με μια τζαμαρία προς τη θάλασσα, έτσι ώστε ο κολυμβητής να νοιώθει ότι κολυμπά στο φως.
Το κολυμβητήριο κηρύχθηκε ομόφωνα διατηρητέο μνημείο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού. Το μοντερνιστικό κολυμβητήριο αποτελεί πλέον τμήμα του ιστορικού συμπλέγματος της Σχολής Δοκίμων με το κυρίως νεοκλασικό κτίριο διοίκησης της σχολής, την Υπηρεσία Φάρων, το γειτονικό Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο, το Κονώνειο Τείχος και το αρχαίο ταφικό μνημείο στη Ναυτική Διοίκηση Αιγαίου (το φερόμενο ώς «Τάφος Θεμιστοκλέους»).
Τον Νοέμβριο του 2014 η ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού, μέσω του τότε Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού αντιναυάρχου Ε. Αποστολάκη ΠΝ, με τον τρόπο που επιβάλλουν οι παραδόσεις του, τίμησε στην Σ.Ν.Δ τον Δημήτρη Φατούρο για το συνολικό του έργο.