Γράφουν οι Άρης Μπιλάλης & Νίκος Σιδηρόπουλος
Άνεμοι έντασης δέκα μποφόρ και κύματα ύψους οχτώ μέτρων βάλθηκαν να καταστρέψουν τη γερμανική νηοπομπή καθώς παρέπλεε τις σκοτεινές ακτές του Πηλίου. Εκεί που δυόμιση χιλιετίες νωρίτερα τα ίδια στοιχεία της φύσης κατέστρεψαν εκατοντάδες πλοία από τον στόλο ενός άλλου εισβολέα: του Ξέρξη.
Η νηοπομπή είχε αποπλεύσει στις 15 Οκτωβρίου 1942 από την Θεσσαλονίκη και την απαρτίζανε το φορτηγό ατμόπλοιο ΤΕΤΗ και το αποβατικό MFP.129 συνοδευόμενα από τρεις ακτοφυλακίδες. Στα αμπάρια του ΤΕΤΗ είχαν φορτωθεί πυρομαχικά, καύσιμα σε βαρέλια, καυσόξυλα και στρατιωτικά οχήματα.
Η ιστορία του ΤΕΤΗ ξεκινάει το 1903 όταν ναυπηγήθηκε στα ναυπηγεία Russell & Co του Port Glasgow με το όνομα AULDMUIR για λογαριασμό της νεοσύστατης Dundee Steam Navigation Co. Ltd. Με διαστάσεις 95,9 x 14,4 μέτρων, και ολική χωρητικότητα 2.747 κόρων, το σκάφος είχε μεταφορική ικανότητα 4.620 τόνων. Το προωστήριο του σκεύος αποτελείτο από μια τρικύλινδρη παλινδρομική ατμομηχανή τριπλής εκτόνωσης και δυο ατμολέβητες που απέδιδαν 250 ονομαστικούς ίππους επιτρέποντας στο μονέλικο σκάφος να κινηθεί με μέγιστη ταχύτητα 9 κόμβων. Μετά την ολοκλήρωση του, τον Απρίλιο του 1903, ξεκίνησε τους πλόες του ανά την υφήλιο, οπουδήποτε πρόκυπτε ικανοποιητικός ναύλος. Όμως η εταιρία του δεν μπόρεσε να εδραιωθεί στο ναυτιλιακό στερέωμα και το 1910 το AULDMUIR περιήλθε στην Admiral Shipping Co και ταξίδευε κυρίως από τα λιμάνια της Βρετανίας προς αυτά της Βαλτικής μεταφέροντας από εκεί ξυλεία και παράγωγα της. Το 1929 το AULDMUIR αποκτήθηκε από την ισπανική εταιρία Compañía de Navegación Vizcaya S.A. που το μετονόμασε RIPA υψώνοντας του την σημαία του Παναμά.
Το 1936 το ατμόπλοιο περιήλθε στην Καδιώ Γ. Σιγάλα (κατά το 89%) στον Νικόλαο Ανδρόνικο (μερίδιο 10%) και στον Νομικό Γ. Σιγάλα (1%) αντί 4.300 λιρών Αγγλίας. Κατά την νηολόγηση του στον Πειραιά μετονομάστηκε TETΗ που ήταν το όνομα ενός από τα δεκατέσσερα παιδιά που απέκτησε η Καδιώ Σιγάλα (Οία, 1882-1967), μια δυναμική προσωπικότητα του ελληνικού εφοπλισμού. Το ΤΕΤΗ ταξίδευε με βάση τους ναύλους που εξασφάλιζε η Κυρά-Καδιώ, όπως την αποκαλούσαν οι ναυτιλιακοί κύκλοι του Πειραιά. Έτσι το βρίσκουμε να μεταφέρει πίσσα από την Μαριούπολη στη Σέττη, μεταλλεύματα από την Καζαμπλάνκα στο Γαλάτσι του Δούναβη και από εκεί ξυλεία στην Αλεξάνδρεια. Τον Απρίλη του 1937 το σκάφος ενεπλάκη σε μια δικαστική διαμάχη όταν ναυλώθηκε από βέλγικη εταιρία για να μεταφέρει από τη Γδύνια στο Βατούμ της Ρωσίας 4.200 τόνους σιδηροτροχιών με τελικό παραλήπτη την κυβέρνηση της Περσίας. Όταν το πλοίο έφθασε εκεί στις 12 Μαΐου δεν του επιτράπηκε ο ελλιμενισμός καθώς δεν είχαν εξασφαλισθεί οι απαραίτητες εγκρίσεις για την εκφόρτωση. Τελικά το ΤΕΤΗ έπλευσε έως την Περσία προκειμένου να εκφορτώσει εκεί το φορτίο του.
Μετά την είσοδο της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στην επίταξη των εμπορικών πλοίων που ήταν απαραίτητα για την εθνική προσπάθεια που ξεκινούσε. Έτσι, το ΤΕΤΗ της εταιρίας Σιγάλα επιτάχθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1941 στη Θεσσαλονίκη. Ακολούθως συμμετείχε στη συμμαχική επιχείρηση “Lustre” που προέβλεπε την μεταφορά στρατιωτών και πολεμικού υλικού από την Αίγυπτο προς την Ελλάδα. Τα πλοία που συμμετείχαν στην επιχείρηση, ανάμεσα τους και το ΤΕΤΗ, μετέφεραν 58.364 στρατιώτες, 8.588 οχήματα, πυροβόλα και τεθωρακισμένα καθώς και τόνους πολεμικού υλικού και εφοδίων. Την 1η Απριλίου 1941 το ΤΕΤΗ αναχώρησε από τον Πειραιά μαζί με άλλα οχτώ πλοία με προορισμό την Αλεξάνδρεια. Την επομένη, η νηοπομπή βρισκόταν νοτίως της Γαύδου όταν δέχθηκε επίθεση από έξι γερμανικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη Ju.88. Τα αεροσκάφη έπληξαν το ατμόπλοιο ΚΟΥΛΟΥΡΑΣ ΞΕΝΟΣ και το βρετανικό HOMEFIELD ενώ το ΤΕΤΗ υπέστη ζημιές από παραπλήσιες εκρήξεις με αποτέλεσμα να παρουσιαστούν διαρροές. Τα δυο πρώτα πλοία βυθίστηκαν και το ΤΕΤΗ αναγκάστηκε να αναστρέψει πορεία και κατευθύνθηκε σε αγκυροβόλιο πλησίον του Κισάμου προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι διαρροές. Ακολούθως επέστρεψε στον Πειραιά για να ολοκληρωθούν οι επισκευές. Στις 15 Απριλίου το ΤΕΤΗ έγινε για δεύτερη φορά στόχος της γερμανικής αεροπορίας και βυθίστηκε στα Αμπελάκια Σαλαμίνας, ευτυχώς χωρίς θύματα. Το σκάφος σύντομα ανελκύστηκε και επισκευάστηκε από τους Γερμανούς για να υποστηρίξει τις μεταφορικές τους ανάγκες στο Αιγαίο.
Ανάμεσα στα πλοία που κατέλαβαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα ήταν και τα ακτοπλοϊκά φορτηγά ΒΥΡΩΝ και ΓΕΩΡΓΙΟΣ Σ. ΚΡΙΝΗΣ. Μιας και οι Γερμανοί δεν διέθεταν πολεμικά σκάφη επιφανείας στο Αιγαίο, αποφάσισαν να μετατρέψουν ορισμένα από τα μικρά εμπορικά που κυρίευσαν σε ακτοφυλακίδες. Έτσι το ΒΥΡΩΝ εξοπλίστηκε για να υπηρετήσει ως πολεμικό σκάφη παρά ότι είχε πια συμπληρώσει έξη δεκαετίες στις θάλασσες.
Μάλιστα, όταν το 1881 καθελκύσθηκε στα ναυπηγεία John Shuttleworth στο Hull της Αγγλίας, έλαβε το όνομα PIONEER (Πρωτοπόρος) καθώς αποτέλεσε το πρώτο σιδερένιο αλιευτικό σκάφος που είχε ναυπηγηθεί εξαρχής με ατμομηχανή. Το PIONEER που είχε διαστάσεις 28,71 x 6,16 x 2,8 μέτρων και ολική χωρητικότητα 112,44 κόρων, δεν έφερε φουγάρο και η εξαγωγή των καυσαερίων της μηχανής γινόταν από ένα κούφιο πρυμναίο κατάρτι το οποίο έφερε και ιστία. Καθώς η τεχνολογία των ατμολέβητων εξελίχτηκε ραγδαία, το 1887 αποφασίστηκε να τοποθετηθεί ένας νέος λέβητας που απέδιδε 30 ονομαστικούς ίππους. Το 1896 το σκάφος πουλήθηκε σε Γάλλους και μετονομάστηκε JEANNE D’ARC και βρέθηκε να ταξιδεύει στην ακτογραμμή της Αλγερίας. Κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, επιτάχθηκε από το γαλλικό Πολεμικό Ναυτικό και μετατράπηκε σε βοηθητικό ναρκαλιευτικό. Το σκάφος πρόσφερε τις υπηρεσίες του μέχρι τον Μάρτιο του 1919 οπότε επιστράφηκε στους ιδιοκτήτες του.
Τον επόμενο χρόνο, αποκτήθηκε από τον πλοίαρχο Σπυρίδωνα Λυκιαρδόπουλο από την Κεφαλονιά και νηολογήθηκε στον Πειραιά ως φορτηγό πλοίο με το όνομα ΒΥΡΩΝ. Το 1924 πέρασε στον επίσης Κεφαλλονίτη πλοίαρχο Γεράσιμο Μπονίκο και ταξίδευε από την Πάτρα στον Κορινθιακό και το Ιόνιο μεταφέροντας τόσο εμπορεύματα όσο και επιβάτες. Το 1930 το ΒΥΡΩΝ πουλήθηκε στον Κωνσταντίνο Πέττα συνεχίζοντας τα δρομολόγια του στην ακτοπλοΐα ως «μικτό» ατμόπλοιο. Τα επόμενα χρόνια δεν έλλειψαν και ορισμένα απρόοπτα. Στις 21 Αυγούστου 1933 το ΒΥΡΩΝ βρισκόταν στα Κανναβάτα Κρυονερίου φορτώνοντας δέματα χόρτου, όταν εξαιτίας της υπερβολικής ποσότητας και κακής στοιβασίας το σκάφος απώλεσε την ισορροπία του και πήρε μεγάλη κλίση με αποτέλεσμα να εισέλθουν νερά από τα ανοίγματα του κύτους και να ανατραπεί. Λίγες ημέρες αργότερα το ΒΥΡΩΝ ανελκύστηκε με τη συνδρομή του ναυαγοσωστικού ΜΑΡΙΓΩ ΜΑΤΣΑ και ρυμουλκήθηκε στην Πάτρα όπου επισκευάσθηκε.
Στις 29 Οκτωβρίου 1940 το ΒΥΡΩΝ επιτάχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά στρατιωτικών τμημάτων ανάμεσα στις δυο ακτές του Πατραϊκού. Μάλιστα, ήταν ένα από τα λίγα ακτοπλοϊκά πλοία που διέφυγαν αλώβητα τις γερμανικές αεροπορικές επιθέσεις και στις 5 Μαΐου 1941 το κατέλαβαν οι Γερμανοί, ενώ βρισκόταν ελλιμενισμένο στην Κόρινθο, κηρύσσοντας το λεία πολέμου. Τον Απρίλιο του 1942 το ΒΥΡΩΝ είχε ολοκληρώσει την μετατροπή σε πολεμικό και έλαβε τον διακριτικό αριθμό 10.V.3 που υποδείκνυε ότι επρόκειτο για το τρίτο περιπολικό σκάφος του 10ου στολίσκου ακτοφυλακής του γερμανικού Ναυτικού που είχε συσταθεί στη Θεσσαλονίκη. Το ΒΥΡΩΝ πλέον θα χρησιμοποιούταν σε περιπολίες, αποστολές παράκτιες άμυνας, ανθυποβρυχιακά καθήκοντα και ως ναρκαλιευτικό.
Σε αυτά τα πλαίσια το 10.V.3 (πρώην ΒΥΡΩΝ) ανέλαβε μαζί με τα 10.V.2 (πρώην ΓΕΩΡΓΙΟΣ Σ. ΚΡΙΝΗΣ) και 12.V.5 τη συνοδεία της γερμανικής νηοπομπής που απαρτιζόταν από το ΤΕΤΗ και το αποβατικό MFP.129. Η νηοπομπή απέπλευσε στις 15 Οκτωβρίου 1942 από την Θεσσαλονίκη προς το Τρίκερι και τα πλοία κινήθηκαν προς νότο εν μέσω κακοκαιρίας. Στο ύψος του Πηλίου οι καιρικές συνθήκες επιδεινώθηκαν καθώς έπνεαν θυελλώδεις άνεμοι και η θάλασσα ήταν εξαιρετικά τρικυμιώδης. Πλέοντας στο σκοτάδι, με τους φάρους σβηστούς και με περιορισμένη ορατότητα εξαιτίας των καιρικών φαινομένων, το ΤΕΤΗ παρέκκλινε της πορείας του και περί τις 22.30’ της 15ης προσάραξε σε βραχώδη ακτή παρά την θέση Οβριός στο ύψος της Παλαιάς Μιτζέλας. Το πλήρωμα αποπειράθηκε να εγκαταλείψει το σκάφος με τις λέμβους αλλά ο επικεφαλής της γερμανικής φρουράς τους συγκράτησε καθώς θεώρησε ότι κινδύνευαν περισσότερο εάν προσπαθούσαν να αποβιβαστούν στην βραχώδη ακτή εν μέσω της θύελλας. Πράγματι, πλήρωμα και επιβαίνοντες παρέμειναν στο σκάφος μέχρι το ξημέρωμα, οπότε και διεκπεραιώθηκαν με δυσκολία στη ξηρά.
Οι Γερμανοί ενημέρωσαν τις ιταλικές αρχές στη Ζαγορά και η είδηση για το ναυάγιο αμέσως έφθασε στις γερμανικές αρχές. Μετά από τρεις ημέρες, ο καιρός βελτιώθηκε αλλά το ΤΕΤΗ πλέον έστεκε μισοβυθισμένο σε απόσταση 50 μέτρων από την ακτή, με την γέφυρα κατεστραμμένη, το μηχανοστάσιο πλημμυρισμένο και το πρυμναίο τμήμα ήδη κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το σκάφος ήταν πλέον καταδικασμένο, παραδομένο να καταστραφεί από τα στοιχεία της φύσης.
Το ναυάγιο του ΤΕΤΗ έγινε πεδίο λαφυραγώγησης από την τοπική Πηλιορείτικη κοινότητα. Σιδερένια εργαλεία που ήταν σε έλλειψη στην περιοχή, πιάτα, κουζινικά και κάθε λογής άλλο χρήσιμο αντικείμενο αφαιρέθηκε από το ναυάγιο. Στο μεταξύ η μικρή γερμανική φρουρά ανέλαβε τη φύλαξη των εκατοντάδων βαρελιών βενζίνης που είχαν ξεβραστεί στην ακτή σε μήκος πέντε χιλιομέτρων. Οι Γερμανοί έθεσαν περιπολίες και ειδοποίησαν ότι απαγορευόταν η πρόσβαση στην ακτή και ότι θα πυροβολούσαν κάθε παραβάτη. Παρά την απαγόρευση το πλιάτσικο συνεχίστηκε και ορισμένοι που εντοπίστηκαν από τους Γερμανούς συνελήφθησαν και δάρθηκαν. Η γερμανική φρουρά και το πλήρωμα παρέμεινε επί εβδομάδες στην ακτή μέχρι που αντικαταστάθηκε από εννέα Ιταλούς. Όταν μετά από ένα μήνα αποχώρησαν οι Ιταλοί, οι ντόπιοι ξεκίνησαν να αφαιρούν το πολύτιμο φορτίο βομβών και καυσίμων… Έτσι, έβγαλαν εκατοντάδες βόμβες στη ξηρά προκειμένου να αφαιρέσουν την εκρηκτική τους ύλη, ενώ από τα αλεξίπτωτα των φωτοβολίδων έφτιαξαν ρούχα. Ένα μέρος των εκρηκτικών κατέληξε στα χέρια των ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ. και χρησιμοποιήθηκε σε σαμποτάζ, ενώ τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν επί σειρά ετών για παράνομη αλιεία. Εκατοντάδες από τα βαρέλια με τα καύσιμα κατέληξαν στην κατοχή των ντόπιων και άλλων κατοίκων που κατέφθασαν από τα πεδινά για να πάρουν από το πολύτιμο καύσιμο.
Ωστόσο η διαρκής λαφυραγώγηση του ναυαγίου και του φορτίου του αποτέλεσε ένα πρόβλημα για τις δυνάμεις Κατοχής. Για αυτό το λόγο την άνοιξη του 1943 έγινε μια πρώτη προσπάθεια καταστροφής του πλοίου και του φορτίου με βολές αεροσκαφών. Ο φόβος της έκρηξης κράτησε τα αεροσκάφη σε μεγάλο ύψος και έτσι μόνο μια βόμβα έπληξε το ΤΕΤΗ αποκόπτοντας την πρύμνη, χωρίς όμως να καταστραφεί το φορτίο. Έτσι αποφασίστηκε η ανατίναξη του ναυαγίου με χρήση εκρηκτικών. Μια πρώτη προσπάθεια απέτυχε όταν ένας κάτοικος έκοψε το καλώδιο πυροδότησης, μα όταν τελικά η ανατίναξη πραγματοποιήθηκε κατέστρεψε ολοκληρωτικά το ΤΕΤΗ.
Επιστρέφοντας πίσω στο βράδυ της 15ης Οκτωβρίου 1942, τα υπόλοιπα πλοία της νηοπομπής συνέχισαν την πορεία τους αδυνατώντας σε αυτές τις συνθήκες να συμπαρασταθούν στο ΤΕΤΗ καθώς κινδύνευαν και τα ίδια. Το 10.V.3 (πρώην ΒΥΡΩΝ) ακολούθησε πορεία προς νότο εν μέσω σφοδρής καταιγίδας. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, το αποβατικό MFP.129 προσάραξε σε αμμόγλωσσα πλησίον του Χορευτού και ένα μέλος του πληρώματος τραυματίστηκε. Στο 10.V.3, τα κύματα παρέσυραν την αντένα του ασύρματου και σάρωναν το κατάστρωμα του σκάφους, πλημυρίζοντας τα διαμερίσματα. Σύντομα το ύψος του νερού στο λεβητοστάσιο ανήλθε στα 13-20 εκατοστά, μουσκεύοντας τα κάρβουνα και μειώνοντας έτσι την πίεση του ατμού. Κομμάτια κάρβουνου παρασύρθηκαν από τα νερά στην κύρια αντλία με αποτέλεσμα αυτή να πάψει να λειτουργεί. Η χειροκίνητη αντλία ήταν αδύνατο να τεθεί σε λειτουργία εξαιτίας της θαλασσοταραχής και έγινε μια απέλπιδα προσπάθεια να απομακρυνθούν τα νερά με κουβάδες. Όταν αυτό δεν απέδωσε ο πλοίαρχος προσπάθησε να φέρει το σκάφος «πάνω στον καιρό» αλλά καθώς η πίεση του ατμού ήταν χαμηλή το 10.V.3 δεν μπόρεσε να στρέψει απέναντι στην δύναμη του καιρού. Όταν το ύψος του νερού στο λεβητοστάσιο έφθασε το ένα μέτρο, η φωτιά του λέβητα έσβησε οπότε αντιλαμβανόμενος τον άμεσο κίνδυνο ανατροπής ο πλοίαρχος προσπάθησε να πλησιάσει στην ξηρά αλλά το 10.V.3 πήρε κλίση 40-45°. Ακολούθησε η πόντιση των δυο αγκυρών για να διατηρηθεί το σκάφος σε σταθερή θέση και διατάχθηκε η εγκατάλειψη του. Μια λέμβος και σωσίβιες σχεδίες ρίχθηκαν στην θάλασσα και το πλήρωμα επιβιβάστηκε σε αυτές. Όμως η λέμβος ανατράπηκε από τα κύματα και τρείς άνδρες έχασαν τη ζωή τους, ενώ οι υπόλοιποι κατόρθωσαν μετά από μεγάλη προσπάθεια να βγουν στην ακτή του Μπάνικα. Επάνω στο προσαραγμένο σκάφος είχαν μείνει ο καπετάνιος με άλλα τρία μέλη του πληρώματος, τους οποίους διέσωσαν το πρωί όταν με την βοήθεια ψαράδων τους έριξαν σκοινί που είχαν δέσει σε ένα βράχο δημιουργώντας ένα είδους «αερογέφυρας». Τελικά, οι άγκυρες του 10.V.3 ξέσυραν υπό την πίεση των ορμητικών κυμάτων και το σκάφος παρασύρθηκε καταλήγοντας να προσαράξει στην βραχώδη ακτή και να διαρραγεί σε τρία σημεία. Το γερμανικό πλήρωμα έμεινε στην παραλία για τρεις μέρες ώσπου παρελήφθη από γερμανικό απόσπασμα. Από τα πλοία της νηοπομπής μόνο τα 10.V.2 και 12.V.5 κατόρθωσαν να φθάσουν στους Ωρεούς. Το δε αποβατικό MFP.129 ανελκύστηκε επιτυχώς μετά από προσπάθειες εβδομάδων.
Το καλοκαίρι του 1952 ο εργολάβος ναυαγιαιρεσιών Αντώνης Μαράκης απέκτησε τα δικαιώματα διάλυσης του ναυαγίου του ΤΕΤΗ. Έτσι, νοίκιασε τον πλωτό γερανό ΗΡΑΚΛΗΣ που είχε ναυπηγηθεί το 1908 στο ναυπηγείο Βασιλειάδη του Πειραιά και τον έστειλε στον Οβριό προκειμένου να ανελκύσει τμήματα από το ναυάγιο. Το βράδυ της 23ης Αυγούστου 1952 ο ΗΡΑΚΛΗΣ βρισκόταν αγκυροβολημένος στην Νταμούχαρη όταν λόγο των ισχυρών ανέμων παρασύρθηκε και εξόκειλε στα αβαθή όπου υπέστη ρήγματα και βυθίστηκε. Ο πλωτός γερανός σύντομα ανελκύστηκε και κατόπιν επισκευών επανήλθε στα καθήκοντα του.
Το ναυάγιο του ΒΥΡΩΝ παρέμεινε στο σημείο προσάραξης ώσπου άρχισε να διαλύεται από την δύναμη της θάλασσας. Στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα, μια μπίγα μάζεψε ότι μέταλλο είχε κάποια αξία αφού πρώτα δυναμίτισε το ναυάγιο για να γίνει πιο εύκολη η ανέλκυση των τμημάτων του.
Ογδόντα χρόνια μετά την απώλεια των Γερμανικών πλοίων, η Ομάδα Ενάλιων Αποτυπώσεων του Εργαστηρίου Τοπογραφίας του Α.Π.Θ., πραγματοποίησε καταδυτική αποστολή στην παραλία της Παλαιάς Μιτζέλας για να καταγράψει το ναυάγιο του ΤΕΤΗ. Κατά την διάρκεια της κατάδυσης βρέθηκαν βαρέλια μεταφοράς καυσίμων τα οποία ταιριάζουν με τις μαρτυρίες των περίοικων καθώς και με τις αναφορές στα γερμανικά έγγραφα. Η κατάδυση επιβεβαίωσε την πραγματοποίηση εκτεταμένων εργασιών ανέλκυσης καθώς στο βυθό σήμερα απομένουν μικρής έκτασης υπολείμματα από το ναυάγιο. Η έρευνα πεδίου αποκάλυψε ένα μεγάλο μέρος κατωκάραβου με διαστάσεις που ταιριάζουν με αυτές του ΤΕΤΗ. Τα βάθη στα οποία υπάρχουν τα υπολείμματα κυμαίνονται από τα 4 μέτρα ως τα 10 μέτρα ενώ σε μεγάλη έκταση υπάρχουν στρεβλωμένες λαμαρίνες, απόρροια των εκρήξεων. Στα χωριά γύρω από τον Οβριό, εντοπίστηκαν δεκάδες κενές βόμβες είτε παρατημένες, είτε σε διακοσμητικές ή άλλες χρήσεις.
Κατόπιν, ακολούθησε και δεύτερη καταδυτική αποστολή στην παραλία Μπάνικας του χωριού Ανήλιου. Εκεί, έγινε εφικτός ο εντοπισμός στο βυθό ενός λέβητα, που εξακριβώθηκε ότι ανήκε στο ΒΥΡΩΝ καθώς ταυτοποιήθηκε πλήρως με βάση τα κατασκευαστικά σχέδια του λέβητα που έφερε το σκάφος όταν βυθίστηκε. Κάνοντας λήψη φωτογραφιών από διαφορετικές γωνίες δημιουργήθηκε κατόπιν η τρισδιάστατη αποτύπωση του λέβητα. Τα ευρήματα της έρευνας πεδίου και η ιστορική έρευνα που πραγματοποιήθηκε για τα δυο ναυάγια, παρουσιάστηκαν σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2022 από την Ιστορική Δημοτική Βιβλιοθήκη Ζαγοράς.
Βιβλιογραφία:
- Καπανιάρης Αλέξανδρος, Τσούκας, Νίκος, Ήρθαν τα καράβια τα Ζαγοριανά, Όψεις και μνήμες της ναυτιλίας και του εμπορίου στο Ανατολικό Πήλιο (1600-1969), Δημητριάδος, 2015.
- Κολιού Νίτσα, Άγνωστες πτυχές Κατοχής και Αντίστασης 1941-1944, Τόμος Β’, Βόλος, 1985.
- Μελισσηνός Ιωάννης, Το Ναυτικό στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – Η συνολική προσφορά της Ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας 1940-1945, τόμος Α΄ κ Β΄, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 1995.
- Τεζαψίδης Βύρωνας, Die Kriegsmarine in der Agais im II.WK 1941-1944: Schiffe, Einheiten, Fp.Nr., Offiziere, Gefechte, ιδ.έκδοση, Θεσσαλονίκη, 2008.
- Lloyd’s Register
- Εφημερίδες Σφαίρα και Σημαία Πειραιώς ετών 1920-1940
- Περιοδικό Ναυτικά Χρονικά ετών 1930-1940
- Γερμανικά Πολεμικά Ημερολόγια Ναυάρχου Αιγαίου ετών 1941-1942