- ThePlus Audio
Γράφει ο Δρ Αριστείδης Διαμαντής
Η επίθεση των Γερμανών στη Γαλλία, τον Μάιο του 1940, αναζωπύρωσε την επεκτατική πολιτική της Ιταλίας, η οποία άρχισε να γίνεται και πάλι απειλητική για τη χώρα μας, ιδιαίτερα μετά τις 10 Ιουνίου, όταν η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας και της Αγγλίας. Τα άρθρα του ιταλικού Τύπου, η δημοσίευση του χάρτη της Ιταλικής Αυτοκρατορίας, που περιελάμβανε την Κέρκυρα, την Κρήτη και την Κύπρο καθώς και οι αιτιάσεις του Ιταλικού Υπουργείου Εξωτερικών για την απαγόρευση του ελλιμενισμού αγγλικών πολεμικών πλοίων σε ελληνικά λιμάνια, φανέρωναν ανοικτά τις προθέσεις της Ιταλικής Κυβέρνησης για την αναμενόμενη επίθεση εις βάρος της Ελλάδας. Οι βομβαρδιστικές επιθέσεις των ιταλικών πολεμικών αεροπλάνων εναντίον του «Ωρίωνος» στον κόλπο του Κισσάμου και του αντιτορπιλικού «Ύδρα», που είχε σπεύσει σε βοήθεια, στις 10 Ιουλίου, καθώς και υποβρυχίων μας στον κόλπο της Ιτέας και των αντιτορπιλικών «Β. Γεώργιος» και «Β. Όλγα», στις 16 και 30 Ιουλίου αντίστοιχα, έδωσαν πλέον σαφές το μήνυμα για όσα σύντομα θα επακολουθούσαν.
Ο άνανδρος τορπιλισμός της «Έλλης» στην Τήνο τον Δεκαπενταύγουστο του 1940, ανήμερα της γιορτής της Παναγίας, αποτέλεσε την προτελευταία πράξη της άδικης επίθεσης των Ιταλών τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, που έσυρε την Ελλάδα στη δίνη του πολέμου. Ο γιατρός του πλοίου ανθυποπλοίαρχος Ν. Μόσχος προσέφερε τις πρώτες βοήθειες στους άτυχους τραυματίες και επιμελήθηκε την ασφαλή μεταφορά τους, επιβαίνοντας επί της «Β. Όλγας» μετά τη βύθιση της «Έλλης», συνεπικουρούμενος από τον ανθυποπλοίαρχο ιατρό Τ. Νικολαΐδη του αντιτορπιλικού «Β. Γεώργιος». Η εφημερίδα «ο Ασύρματος» της 17ης Αυγούστου του 1940 έγραφε: «…Ήταν ιδιαιτέρως συγκινητικές οι στιγμές του σχηματισμού και του απόπλου της νηοπομπής που έγινε ποτέ στην Ελλάδα. Οι τραυματίες υπαξιωματικοί και ναύτες της “Έλλης” είχαν διαχωρισθεί και επιβιβασθεί σε δύο σκάφη. Οι ελαφρότερον τραυματισμένοι, όσοι ηδύναντο να βαδίσουν, μετεφέρθησαν στο “Έσπερος”. Οι βαρύτερον δε τραυματισμένοι διά της “Αρντένας”. Τους επί της “Αρντένας” τραυματίες συνώδευε συνεργείο ιατρών του Ναυστάθμου, με επικεφαλής τον πλωτάρχην ιατρόν του Β.Ν. κ. Μαλαμίτσην. Εις το Ναυτικόν Νοσοκομείον Πειραιώς μετεφέρθησαν οι… οι υπόλοιποι δε εις το θεραπευτήριον του Ναυστάθμου.»
Η πρώτη συμμετοχή στρατιωτικών νοσοκομείων στον πόλεμο του 1940 ήταν αυτή του Ναυτικού Νοσοκομείου Πειραιώς και του Ναυτικού Νοσοκομείου του Ναυστάθμου, τα οποία κλήθηκαν να νοσηλεύσουν τους τραυματίες του τορπιλισμού της «Έλλης». Η εφημερίδα «Ελληνικόν Μέλλον» της 17ης Αυγούστου σημείωνε τα παρακάτω: «…Μέτρα είχον ληφθεί διά την τήρησιν της τάξεως. Άμα τα ατμόπλοια επλεύρισαν και απεβιβάσθησαν τα επ’ αυτών πλήθη των προσκυνητών, ήρχισεν η μεταφορά των θυμάτων της επιθέσεως. Δέκα τέσσαρες τραυματίαι μετεφέρθησαν εις το Ναυτικόν Νοσοκομείον Πειραιώς, οι δε υπόλοιποι, οι ελαφρότερον τραυματισμένοι, μετεφέρθησαν διά βοηθητικού του Στόλου εις το Νοσοκομείον του Ναυστάθμου».
Με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940 τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο κινητοποίησης της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού, το οποίο προέβλεπε την σταδιακή αποσυμφόρηση των λειτουργούντων Ναυτικών Νοσοκομείων του Πειραιά 1Στο Ν. Ν. Πειραιώς Διευθυντής τοποθετήθηκε ο αντιπλοίαρχος ιατρός Χ. Μίχος. Από τις 4 Ιανουαρίου 1941, στη δύναμη του νοσοκομείου προστέθηκε η Χειρουργική πτέρυγα του Τζανείου Νοσοκομείου του Πειραιά δυναμικότητας 200 κλινών, που χρησίμευσε για τη νοσηλεία των τραυματισμένων στρατιωτών, οι οποίοι διακομίζονταν από το μέτωπο του πολέμου. Από την έναρξη των εχθροπραξιών και για χρονικό διάστημα πέντε και πλέον μηνών μέχρι τις 7 Απριλίου 1941 στο κεντρικό κτίριο του Ν.Ν.Π. νοσηλεύθηκαν 2184 ασθενείς και άλλοι 445 στην πτέρυγα του Τζανείου. Η μεγάλη έκρηξη στο λιμάνι του Πειραιά, στις 6 Απριλίου 1941, επέφερε σημαντικές υλικές καταστροφές στο κεντρικό κτίριο και στο παράρτημα του Τζανείου με αποτέλεσμα να διαταχθεί η μετεγκατάσταση του νοσοκομείου στο κτίριο της Γερμανικής Σχολής στην Αθήνα, ενώ στον Πειραιά παρέμεινε μόνο σταθμός πρώτων βοηθειών, που παρέσχε αξιόλογη περίθαλψη σε τραυματίες και άμαχο πληθυσμό από την ημέρα της έκρηξης και μετά. Μετά την κατάληψη της Αθήνας από τα στρατεύματα των Γερμανών, το Ν. Ν. Πειραιώς εγκαταστάθηκε στο Δημοτικό Σχολείο της οδού Λιοσίων, το οποίο μετά από λίγο διέκοψε τη λειτουργία του του Πόρου2Στο Ν. Ν. Πόρου, διευθυντής τοποθετήθηκε ο έφεδρος αντιπλοίαρχος ιατρός Γ. Τσάλτας. Με την κήρυξη του πολέμου, το νοσοκομείο μεταφέρθηκε στο ξενοδοχείο «Αίγλη» από το κτίριο του Κεντρικού Προγυμναστηρίου, στο οποίο μέχρι τότε στεγαζόταν, από το τέλος όμως Νοεμβρίου του 1940 μεταφέρθηκε εκ νέου στο αρχικό του κτίριο και άρχισε να λειτουργεί απρόσκοπτα, περιθάλποντας και ιδιώτες συγγενείς στρατευθέντων. Στις αρχές Ιανουαρίου 1941, οι συνεχιζόμενες πολεμικές συγκρούσεις επέβαλαν την ταχύτατη ανάπτυξη 100 κλινών για τους τραυματίες του πολέμου και ένα μήνα αργότερα το Ν. Ν. Πόρου επεξέτεινε τη λειτουργία του με την εγκατάσταση 110 κλινών στο κτίριο της Σχολής Πυροβολικού. Καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου και μέχρι τις 5 Μαΐου 1941 νοσηλεύθηκαν και αποθεραπεύτηκαν 335 οπλίτες τραυματίες εκτός από δέκα, οι οποίοι διακομίστηκαν στην Αθήνα μετά τη διάλυση του Κεντρικού Προγυμναστηρίου, στις εγκαταστάσεις του οποίου στεγάστηκε το Γερμανικό Φρουραρχείο του Πόρου, από τον Μάιο του 1941 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1944. και του Ναυστάθμου στη Σαλαμίνα3Επικεφαλής του Ναυτικού Νοσοκομείου του Ναυστάθμου, κατά την περίοδο του πολέμου, τοποθετήθηκε ο διευθυντής της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Ναυστάθμου, αντιπλοίαρχος ιατρός Ν. Τζαβάρας. Το Κεντρικό Νοσοκομείο ενισχύθηκε με άλλα δύο παραρτήματα με την επίταξη καταλλήλων οικημάτων, το ένα σε σχολικό κτίριο στην πόλη της Σαλαμίνας και το άλλο στην έπαυλη Παναγιωτόπουλου, στον συνοικισμό Παλούκια. Ο γιατρός Τζαβάρας, σε συνεργασία με το Γενικό Διοικητή του Ναυστάθμου, μερίμνησε για τη μετατροπή του Κεντρικού Νοσοκομείου σε κέντρο διαλογής και διακομιδής τραυματιών στο Ναυτικό Νοσοκομείο Πειραιώς και Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών και ασθενών στο παράρτημα της Σαλαμίνας καθώς και για την υγειονομική κάλυψη των αναγκών των πληρωμάτων των ναυτικών υπηρεσιών του Ναυστάθμου και των πολεμικών πλοίων εν όψει των μελλοντικών αεροπορικών επιθέσεων. Επίσης μερίμνησε για την κατασκευή καταφυγίου στον περίβολο του νοσοκομείου και για τη διάθεση νοσοκομειακού αυτοκινήτου για τη μεταφορά ασθενών και τραυματιών. Προϊστάμενος του Κεντρικού Νοσοκομείου στο Ναύσταθμο τοποθετήθηκε ο πλωτάρχης ιατρός Κ. Σιώκος. Στο παράρτημα του νοσοκομείου στη Σαλαμίνα, δυνάμεως 150 κλινών, προϊστάμενος τοποθετήθηκε ο πλωτάρχης ιατρός Λ. Ασημακόπουλος, ο οποίος μαζί με τον Τζαβάρα υπήρξαν οι τελευταίοι, που εγκατέλειψαν το νοσοκομείο μετά την εκκένωση του Ναυστάθμου και τη μεταφορά όλων των ασθενών από το κεντρικό κτίριο και τα παραρτήματά του στον Πειραιά και την Αθήνα, περί τα μέσα Απριλίου 1941, όταν πλέον η επικείμενη παρουσία των Γερμανών τους απείλησε στο να συλληφθούν αιχμάλωτοι. Στο παράρτημα της έπαυλης Παναγιωτόπουλου αναπτύχθηκαν 50 κρεβάτια, προϊστάμενος δε τοποθετήθηκε ο πλωτάρχης ιατρός Κ. Γιαννόπουλος. Τα τρία αυτά νοσοκομειακά κλιμάκια παρείχαν περίθαλψη σε 250 ασθενείς ημερησίως, από τους οποίους οι 100 ήταν στρατιώτες από το μέτωπο του πολέμου. από τον καιρό της ειρήνης, και την ανάπτυξη νέων με την επίταξη καταλλήλων οικημάτων, τη σύσταση πλωτών νοσοκομείων, τον ανεφοδιασμό κάθε ναυτικής υπηρεσίας με φαρμακευτικό και υγειονομικό υλικό καθώς την έγκαιρη τοποθέτηση του ανώτερου και κατώτερου υγειονομικού προσωπικού στις διάφορες υπηρεσίες.
Τον Νοέμβριο του 1940, στη Γενική Επιθεώρηση του Πολεμικού Ναυτικού τοποθετήθηκε ο πλοίαρχος ιατρός Α. Ταπίνης, ο οποίος εκτελούσε χρέη υγειονομικού επιθεωρητή. Επικεφαλής της Διεύθυνσης της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού τοποθετήθηκε ο πλοίαρχος ιατρός Κ. Ηρειώτης με τμηματάρχες του Ιατρικού και Φαρμακευτικού Τμήματος, έφεδρο πλωτάρχη ιατρό Ι. Λάππα και έφεδρο αντιπλοίαρχο φαρμακοποιό Χ. Ηλιόπουλο, αντίστοιχα, και βοηθούς τον υποπλοίαρχο φαρμακοποιό Δ. Κατσανάκη και τον υποπλοίαρχο ιατρό Χ. Ρομπόκο, ο οποίος εκτελούσε και χρέη Ιατρού Φρουράς μαζί με τον έφεδρο σημαιοφόρο ιατρό Δ. Χριστόπουλο. Αρχίατρος Στόλου τοποθετήθηκε ο αντιπλοίαρχος Ν. Βεργής, προϊστάμενος της Κεντρικής Φαρμακαποθήκης ο αντιπλοίαρχος φαρμακοποιός Π. Καστάνης με υποδιευθυντή και διαχειριστή τον ανθυποπλοίαρχο φαρμακοποιό Α. Σιαφά και προϊστάμενος της Υγειονομικής Αποθήκης ο υποπλοίαρχος ιατρός Α. Αντωνάτος.
Η λειτουργία των Ναυτικών Νοσοκομείων του Πειραιά, του Πόρου και του Ναυστάθμου στη Σαλαμίνα επεκτάθηκε και σε γειτονικά κτίρια, ενώ δημιουργήθηκαν Πρόσκαιρα Ναυτικά Νοσοκομεία στις περιοχές των Αθηνών4Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1941, ιδρύθηκαν άλλα δύο Ναυτικά Νοσοκομεία, τα οποία στεγάστηκαν το ένα στο ξενοδοχείο «Κάρλτον» του Παλαιού Φαλήρου και το άλλο στο ξενοδοχείο «Καστρί» στο Καστρί. Στις δύο αυτές νοσοκομειακές μονάδες νοσηλεύτηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου όχι μόνον άνδρες του Ναυτικού αλλά και τραυματίες στρατιώτες, οι οποίοι διακομίζονταν από τα μέτωπα του πολέμου. Διευθυντής του Ν. Ν. Φαλήρου τοποθετήθηκε ο έφεδρος αντιπλοίαρχος ιατρός Π. Λαμπάτος και διευθυντής του Ν. Ν. Καστρίου ο πλοίαρχος ιατρός Κ. Ηρειώτης, παράλληλα με τα λοιπά καθήκοντά του ως διευθυντής της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Ναυτικών. Την οργάνωση του νοσοκομείου στο Καστρί ανέλαβε και έφερε σε πέρας μέσα σε χρονικό διάστημα 10 ημερών, αναπτύσσοντας 300 κλίνες, ο γιατρός Σ. Γριβογιάννης, ο οποίος με την έναρξη του πολέμου ανακλήθηκε στις τάξεις του Ναυτικού. Πρέπει να σημειωθεί ότι το νοσοκομείο συνέχισε τη λειτουργία του και μετά τη συνθηκολόγηση., Παλαιό Φάληρο και Καστρί, στο Μονοδένδρι των Πατρών5Με την κήρυξη του πολέμου αποφασίστηκε η ίδρυση Ναυτικού Νοσοκομείου στην Πάτρα, τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε ο αντιπλοίαρχος ιατρός Π. Κρέμος. Αρχικά το πρόσκαιρο Ναυτικό Νοσοκομείο στην Πάτρα επρόκειτο να στεγαστεί στην ιδιωτική Κλινική Μαγγανάρα της πόλης των Πατρών. Σύμφωνα με τον γιατρό Δ. Μπάκαλο: «…Η Κλινική, όμως, είχε βομβαρδισθεί την προηγούμενη μέρα, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει η πρόσοψή της και ο Κρέμος άρχισε να αναζητά άλλο οίκημα. Τελικά βρέθηκε το πιό κατάλληλο, έξω από την Πάτρα, στο Μονοδένδρι, όπου και μεταφέρθηκε το υλικό της Κλινικής Μαγγανάρα. Επρόκειτο για την έπαυλη Σωτηριάδη, η οποία επιβλεπόταν από την Τράπεζα Αθηνών, ακριβέστερα από το Διευθυντή του Υποκαταστήματός της στην Πάτρα. Στο Νοσοκομείο αυτό υπηρέτησα ως Υποδιευθυντής καθ’ όλο το διάστημα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, μετά από μία σύντομη υπηρεσία στο οχυρό του Αράξου. Αρχικά τοποθετήθηκε ως Υποδιευθυντής ο χειρουργός Μαλαμίτσης, ο οποίος με ένα άλλο χειρουργό, τον άτυχο καθηγητή Κοντιάδη, θα αντιμετώπιζαν τους τραυματίες σε περίπτωση ιταλικής αποβατικής επιχείρησης. Απόβαση, όμως, δεν επιχειρήθηκε και έτσι τραυματίες δεν υπήρχαν. Σε 15-20 ημέρες μετατέθηκαν και οι δύο σε άλλες υπηρεσίες, ο Κοντιάδης στο στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, όπου βρήκε αργότερα, τον Απρίλιο του 1941, το θάνατο σε μία επίθεση γερμανικών αεροπλάνων, όταν οι βόμβες τους έπληξαν το χειρουργείο, ενώ χειρουργούσε. Ο Μαλαμίτσης μετατέθηκε στο Νοσοκομείο Ναυστάθμου ή Πειραιώς, δεν θυμούμαι ακριβώς σε ποιό από τα δύο…». Το νοσοκομείο διαμορφώθηκε κατάλληλα για τη νοσηλεία 50 περίπου ασθενών και τραυματιών και λειτούργησε κανονικά μέχρι την 4η Μαΐου 1941. Όλο το χρονικό διάστημα της λειτουργίας του νοσηλεύθηκαν γύρω στους 550 υπαξιωματικούς και ναύτες καθώς και άμαχος πληθυσμός. στην Αιδηψό6Το πρόσκαιρο Ναυτικό Νοσοκομείο Αιδηψού λειτούργησε προσωρινά και διαλύθηκε στα τέλη Απριλίου του 1941. και στην Αίγινα7Η δραστηριοποίηση του πρόσκαιρου Ναυτικού Νοσοκομείου στην Αίγινα, την 12η Νοεμβρίου του 1940, ανατέθηκε στον αντιπλοίαρχο ιατρό Χ. Περδίκη, ο οποίος ανέλαβε και τη διεύθυνσή του. Μέχρι τη διάλυσή του στις 10 Μαΐου του 1941 νοσηλεύθηκαν ασθενείς, οι οποίοι ανήκαν στη δύναμη των δύο οχυρών της Αίγινας, καθώς και ιδιώτες και μέλη των οικογενειών των επιστρατευθέντων.
Η Κεντρική Φαρμακαποθήκη και η Υγειονομική Αποθήκη, άρτια οργανωμένες και επαρκώς εφοδιασμένες με το αναγκαίο φαρμακευτικό και υγειονομικό υλικό, βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη και δράση κατά τις ημέρες της κινητοποίησης, οι γιατροί δε και οι φαρμακοποιοί σε στενή συνεργασία μεταξύ τους συνέβαλαν στον καλύτερο, ταχύτερο και αποτελεσματικότερο ανεφοδιασμό των πολεμικών πλοίων. Για τις ανάγκες των διακομιδών από τα μέτωπα του πολέμου και της νοσηλείας των τραυματιών και ασθενών χρησιμοποιήθηκαν εκ νέου τα πλωτά νοσοκομεία. Το εκπαιδευτικό πλοίο των Ναυτικών Δοκίμων «Άρης»8Ο «Άρης» ναυπηγήθηκε στη Γαλλία μεταξύ των ετών 1926-1927 και χρησιμοποιήθηκε για την εκπαίδευση των ναυτικών δοκίμων και ναυτοπαίδων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου 1940-1941 μετατράπηκε σε πλωτό νοσοκομείο, διευθυντής του οποίου τοποθετήθηκε ο Αρχίατρος του Στόλου, αντιπλοίαρχος ιατρός Ν. Βεργής και υποδιευθυντής ο πλωτάρχης Κ. Ανδρικόπουλος. Στο πλοίο επέβαινε και ο υποπλοίαρχος ιατρός Κ. Αγγελίδης, ο οποίος, αν και οργανικά ανήκε στη δύναμη του «Αβέρωφ», εντούτοις μετέβαινε τρεις φορές την εβδομάδα για την παρακολούθηση των χειρουργικών ασθενών. Ο «Άρης», εκτός από της αρχικής του αποστολής να νοσηλεύει ασθενείς των πληρωμάτων των πολεμικών πλοίων, για τους οποίους καταβαλλόταν προσπάθεια να μην απομακρύνονται στα νοσοκομεία ξηράς, χρησιμοποιήθηκε και για τις διακομιδές των τραυματιών από τα μέτωπα του πολέμου. Καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου νοσήλευσε περί τους 500 τραυματίες και ασθενείς και διακόμισε περί τους 350 τραυματίες. Με διαταγή του Αρχηγού Στόλου, υποναυάρχου Ε. Καββαδία, ο «Άρης» δεν ακολούθησε την Αποδημία του Στόλου στην Αλεξάνδρεια, παραμένοντας ελλιμενισμένος στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας, όπου περιήλθε στους Γερμανούς, οι οποίοι αφού το επισκεύασαν από τις ζημιές που είχαν προκαλέσει τα γερμανικά βομβαρδιστικά στις 23 Απριλίου του 1941, όταν βομβάρδισαν τις εγκαταστάσεις του Ναυστάθμου. Οι Γερμανοί το μετονόμασαν σε «Γκρατς» και το χρησιμοποίησαν για τις μεταφορές και διακομιδές ασθενών και τραυματιών από το μέτωπο της Αφρικής στην Ιταλία. Στις 5 Δεκεμβρίου του 1942 τορπιλίστηκε από συμμαχικό υποβρύχιο και βυθίστηκε, ενώ έπλεε κοντά στο λιμάνι της Μπιζέρτα. σύμφωνα με το σχέδιο κινητοποίησης, μετατράπηκε σε πλήρες πλωτό νοσοκομείο νοσηλείας με χειρουργικό, παθολογικό, μικροβιολογικό, ακτινολογικό, οδοντιατρικό και φαρμακευτικό τμήμα και διέθετε 110 κρεβάτια για τη νοσηλεία υπαξιωματικών και ναυτών καθώς και τρία δωμάτια για τη νοσηλεία αξιωματικών.
Η δύναμη των πλωτών νοσοκομείων συμπληρώθηκε από τα επιβατηγά πλοία «Αττική»9Στο πλωτό αυτό νοσοκομείο, δύναμεως 362 κλινών, κυβερνήτης τοποθετήθηκε ο έφεδρος πλοίαρχος Δ. Μελετόπουλος και διευθυντής ο υποπλοίαρχος Θ. Θωμόπουλος. Το «Αττική», μετά από 25 πλόες, διατάχθηκε στις 10 Απριλίου του 1941 να μεταφέρει το προσωπικό του στρατιωτικού νοσοκομείου της Δράμας μαζί με όλο το υγειονομικό υλικό στην Αθήνα, που εν τω μεταξύ είχε εκκενωθεί. Λόγω, όμως, της εισόδου των Γερμανών στην πόλη της Καβάλας στάθηκε αδύνατη η ταυτόχρονη παραλαβή των ασθενών και τραυματιών από το νοσοκομείο της Δράμας. Εξαιτίας του αποκλεισμού του λιμένα του Πειραιά, το «Αττική» διατάχθηκε να πλεύσει προς το λιμάνι της Σύρου, τη νύχτα όμως της 11ης προς 12η Απριλίου, και ενώ έπλεε κατάφωτο, φέροντας τα διακριτικά σήματα του Ερυθρού Σταυρού, δέχτηκε επίθεση γερμανικού βομβαρδιστικού πλησίον του ακρωτηρίου Καφηρέα με συνέπεια τη βύθισή του και τον θανάσιμο τραυματισμό 16 μελών του πληρώματος, μεταξύ των οποίων και της προϊσταμένης αδελφής Ευφραιμίδου. Το αντιτορπιλικό «Κουντουριώτης», το οποίο κλήθηκε να περισυλλέξει τους ναυαγούς, παρέλαβε και το νεκρό σώμα του ηρωικού Κυβερνήτη Μελετόπουλου. Συνολικά τα θύματα ανήλθαν σε 27, τον αριθμό, συμπεριλαμβανομένων και όσων πνίγηκαν. Η βύθιση του «Αττική» προκάλεσε μεγάλη αγανάκτηση στο πανελλήνιο, η οποία εκφράστηκε και από τον ημερήσιο Τύπο της εποχής. Η εφημερίδα «Καθημερινή» της 13ης Απριλίου του 1941 σε άρθρο της με τίτλο «Οι Ανόσιοι» έγραφε τα εξής: «Οι ανόσιοι άνθρωποι οι οποίοι υπηρετούν τους δύο δικτάτορας εξετέλεσαν προχθές νέον έγκλημα: εβομβάρδισαν πάμφωτο και φέρον του Ερυθρού Σταυρού τα σήματα το Πλωτόν Νοσοκομείον “Αττική”. Να τους βρίσωμεν, να τους παραδώσωμεν διά μίαν ακόμη φορά εις τον δημόσιον εμπτυσμόν τους ανθρώπους αυτούς; Το θεωρούμε περιττό. Διότι δεν πρόκειται με τας ύβρεις μας να μεταβάλωμε τη πεπορωμένην συνείδησιν του επιδρομέως. Το ιδικόν μας καθήκον είναι να κρατήσωμεν εσφιγμένους τους γρόνθους μας, υψηλά το κεφάλι και να δώσωμεν την μάχην. Η νίκη θα είναι η εκδίκησίς μας.» Χαρακτηριστικά είναι τα αποσπάσματα του χρονικού του βομβαρδισμού και της βύθισής του από το ημερολόγιο της προϊσταμένης αδελφής Ε. Σπηλιοπούλου, τα οποία ακολουθούν: «…Ο κυβερνήτης, όπως πάντα στη γέφυρα. Εγώ καθήμενη κοντά στο ραδιόφωνο, κεντούσα. Κοντά μου ήταν η αδελφή Καλβοκορέση. Ήταν η ώρα 11 και 25 νυκτερινή ακριβώς. Το Νοσοκομειακό μας πλοίον περιέπλεε την ώρα εκείνη το ακρωτήριο Καφηρεύς, κοινώς Κάβο- Ντόρος, με πλήρη φωτισμό και με όλα τα διακριτικά και φωτεινά σήματα του Ερυθρού Σταυρού, όπως επιβάλλουν οι κανονισμοί και αι Διεθνείς συμβάσεις. Αίφνης ένας δυνατός βόμβος ακούστηκε τόσον κοντά μας που νομίζω πως δεν θα τον ξεχάσω ποτέ. Ταυτοχρόνως ένας δαιμονιώδης κρότος συνεκλόνισε το σκάφος ολόκληρο σαν να του ετράβηξε μιά τιτάνειος δύναμις την καρένα. Είχαν αρχίσει να εκρήγνυνται βόμβες στην πλώρη και στο υπ’ αριθμ. 1 κύτος που είχε διασκευασθή σε θάλαμο ασθενών. Το σκάφος επί τινα δευτερόλεπτα εσείετο ολόκληρο κι’ έπειτα ένοιωσα ότι έγειρε πολύ προς τα εμπρός, τόσο που η πλώρη του να βυθιστή τουλάχιστον τρία πόδια. Είχα την ψυχραιμία να βάλω το εργόχειρό μου στην τσέπη μου και φώναξα: -Παιδιά μας κτύπησαν… όλοι ήσαν ψύχραιμοι κι’ αυτό οφείλεται εν μέρει και στο ότι δεν έσβυσαν καθόλου τα φώτα. Ο εχθρός αν και πολύ καλά είχε αντιληφθή ότι επρόκειτο περί πλωτού νοσοκομείου, αφού η νύκτα ήταν σεληνοφώτιστη, εν τούτοις δεν απεμακρύνθη, αλλ’ ανελάμβανε νέαν επίθεσι κατά του ακινήτου πλέον στόχου του. Φαίνεται ότι έπεσαν περισσότερες από εξ βόμβες. Από αυτές οι τρεις πρώτες εξερράγησαν στην πλώρη, άλλες στον πρώτο θάλαμο και μερικές στη θάλασσα, πολύ κοντά στο μηχανοστάσιο. Όλοι κατ’ αρχάς τρέξαμε κάτω. Στον δεύτερο θάλαμο ανεπαύοντο οι οπλίται του νοσοκομείου Δράμας. Μια στεγανή πόρτα όλως τυχαίως ερμητικώτατα κλεισμένη εχώριζε τον πρώτο θάλαμο, όπου είχαν εκραγή οι βόμβες, από τον δεύτερο. Την επλησίασα κι’ άκουσα τότε τα νερά της θαλάσσης να μπαίνουν με ορμή. Ανατρίχιασα γιατί κατάλαβα πως βουλιάζουμε. Ευτυχώς και στον πρώτο θάλαμο δεν υπήρχαν ασθενείς αυτή τη φορά κι’ αυτό μας έκανε να κλείσωμε την πόρτα. Έτσι το σκάφος εβράδυνε λίγο να βυθισθή. Οι δυστυχείς νοσοκόμοι στρατιώται, ημίγυμνοι έκλαιαν και μας εφώναζαν τρέμοντας. –Αδελφούλες μας, τι συμβαίνει; -Δεν είναι τίποτε παιδιά, τους εφωνάξαμε. Μη φοβάσθε. Σηκωθήτε μόνο να σας βάλουμε τα σωσίβια. Ούτε ήξευραν οι καϋμένοι πως τα φορούν κι’ είχαν αφήσει στα χέρια μας την τύχη τους…Τελευταίος όλων εγκατέλειψε το σκάφος ο Κυβερνήτης, αφού προηγουμένως εβεβαιώθη ότι δεν υπήρχε κανείς επ’ αυτού και επεβιβάσθη της ημιβυθισμένης βάρκας. Αδελφαί και άνδρες άρχισαν τότε να κωπηλατούν γρήγορα, για να απομακρυνθούν του πλοίου, το οποίον βυθιζόμενον εδημιούργει τον κίνδυνον να τους παρασύρη με την δίνη του. Τραγικαί σκηναί εξετυλίχθησαν στο μέρος αυτό της τελευταίας βάρκας. Το κρύο ήταν δριμύτατο και η νύχτα είχε απλώσει προ πολλού το μαύρο της πέπλο. Τουλάχιστον είκοσι άνθρωποι ευρέθησαν στη θάλασσα απροστάτευτοι. Ο Κυβερνήτης επρότεινε να ριφθούν στη θάλασσα όσοι μπορούσαν να κολυμπήσουν, για να μείνει η βάρκα όσο το δυνατόν περισσότερον επί της επιφανείας της θαλάσσης με τους οπλίτας και τας αδελφάς της Δράμας, που δεν ήξευραν να κολυμπούν. Πρώτος έδωσε το παράδειγμα, «Έσπερος», «Ελληνίς», «Πολικός», «Σωκράτης», «Άνδρος», «Αρντένα», «Αλμπέρτα», «Πύλαρος», «Τήνος» και «Μοσχάνθη», τα οποία είχαν κατάλληλα μετασκευαστεί σε νοσοκομειακά πλοία για τις ανάγκες νοσηλείας, συνολικής δυνάμεως 2.330 ατόμων σε κρεβάτια και καθίσματα, έχοντας καθημερινή αποστολή την εκτέλεση δρομολογίων μεταξύ των λιμένων Μεσολογγίου-Πατρών, δύο έως τρεις φορές την εβδομάδα μεταξύ Μεσολογγίου-Λουτρακίου και Μεσολογγίου-Πειραιά και μια έως δύο φορές την εβδομάδα μεταξύ Αμφιλοχίας-Πατρών και Αμφιλοχίας-Πειραιά.
Το τραγικό τέλος των πλωτών νοσοκομείων της περιόδου αυτής, χαρακτηριστικό της απανθρωπιάς του πολέμου, σφραγίστηκε με τη βύθισή τους μετά από τον άνανδρο και παράνομο, σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες, βομβαρδισμό τους από εχθρικά αεροπλάνα, παρά τα ζωηρόχρωμα εμφανή σήματα του Ερυθρού Σταυρού που έφεραν10Αποκαλυπτικό είναι το απόσπασμα του βιβλίου του Ν. Πετρόπουλου «Αναμνήσεις και σκέψεις ενός παλαιού ναυτικού» για την τύχη των πλωτών νοσοκομείων: «Η μανία που έδειξαν οι βάνδαλοι κατά τις επιθέσεις τους εναντίον των πλωτών μας νοσοκομείων, χαρακτηρίζει τον πολιτισμόν τους, τον ανθρωπισμό τους και το σεβασμό που είχαν στο Διεθνή Νόμο. Οι κ.κ. Δ. Κιουσόπουλος και Χ. Τσιγκάντες- όπως μου είπαν- είχαν ετοιμάσει για την δίκη της Νυρεμβέργης και ένα πλήρη φάκελλο σχετικά με τις γερμανικές αγριότητες εναντίον των πλωτών νοσοκομείων μας. Αλλά τα περιεχόμενα αυτού του φακέλλου πέρασαν απαρατήρητα, μπροστά στις ακόμα χειρότερες φρικαλεότητες των άλλων εγκλημάτων των Ούνων. Όλα τα επιβατικά μας που είχαν μετατραπεί σε πλωτά νοσοκομεία (κατά τα σχέδια που είχαν καταρτισθεί προπολεμικά) είχαν καταφανέστατα τα σήματα και τα χρώματα του Ερυθρού Σταυρού, κατά δε τη νύκτα, έπλεαν φωταγωγημένα, σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνας. Δεν υπήρξε περίπτωση πλωτού μας νοσοκομείου που να έγινε αντιληπτό από γερμανικό αεροπλάνο και να μην υπέστη επίθεση. Ακόμα και όταν υπήρχαν και άλλα πλοία που χρησιμεύσουν ως στόχοι τους, οι γερμανοί αεροπόροι τα περιφρονούσαν και συγκέντρωναν την καταστροφική τους προσπάθεια στα πλωτά νοσοκομεία. Δεν εύρισκαν αρκετό να ρίξουν τις βόμβες τους. Πολυβολούσαν τους άοπλους ναυαγούς, ακόμη και μέσα στις σωσίβιες βάρκες με τις οποίες προσπαθούσαν να σωθούν».
Εκτός, όμως, των ναυτικών νοσοκομείων και τους πλωτών νοσοκομειακών σχηματισμών, η Υγειονομική Υπηρεσία του Ναυτικού κάλυψε με γιατρούς τις Ναυτικές Αμυντικές Περιοχές, τα Παράκτια Οχυρά, τις Ναυτικές Διοικήσεις και τους Σταθμούς Αντιαεροπορικής Άμυνας.
Από την έναρξη του πολέμου και καθ’ όλη τη διάρκειά του, λειτούργησε Ανωτάτη Ναυτική Υγειονομική Επιτροπή (ΑΝΥΕ) επιφορτισμένη με το έργο των απαλλαγών στράτευσης, αναρρωτικών αδειών και παραπομπών για περαιτέρω ιατρικές εξετάσεις και νοσηλεία στα νοσοκομεία. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου η ΑΝΥΕ συνεδρίαζε στο Ναυτικό Νοσοκομείο Πειραιώς, όταν όμως αυτό υπέστη εκτεταμένες ζημιές από τους βομβαρδισμούς, οι συνεδριάσεις συνεχίστηκαν σε άλλα κτίρια της πόλης του Πειραιά και της Αθήνας καθώς και στα Ναυτικά Νοσοκομεία του Ναυστάθμου, του Παλαιού Φαλήρου και του Καστρίου11Μετά την κατάληψη της χώρας μας από τους Γερμανούς στις 21 Απριλίου του 1941, η ΑΝΥΕ συνέχισε τις δραστηριότητές της σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής στην Αθήνα. Οι ναύτες, ναυτεργάτες, αξιωματικοί του Εμπορικού Ναυτικού, καθώς και οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού, που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα μετά την Αποδημία του Στόλου, παραπέμπονταν για ιατρικές εξετάσεις και νοσηλεία στα Ναυτικά Νοσοκομεία του Καστρίου και του Πειραιά. Η σύσταση των επιτροπών απαρτίζονταν από αξιωματικούς γιατρούς, που είχαν παραμείνει στη χώρα, χρέη δε Γραμματέα εκτελούσε πολίτης γιατρός. Το κύριο δε έργο τους αφορούσε σε ιατρικές κρίσεις και συνταξιοδοτήσεις στελεχών του Εμπορικού Ναυτικού, καθώς και στελεχών και πολιτικών υπαλλήλων του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος.
Σε όλες τις κατά θάλασσα επιχειρήσεις του Στόλου οι γιατροί συμμετείχαν ενεργά, αντιμετωπίζοντας τους ίδιους κινδύνους με τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων12Σύμφωνα με τον Θ. Σταυριανόπουλο: «Καθ’ όλας τας επιδρομάς αυτάς οι υγειονομικοί αξιωματικοί επέδειξαν αξιοθαύμαστον θάρρος, ευψυχίαν και αντοχήν εις τας ταλαιπωρίας του ψύχους και της θαλάσσης, επαγρυπνούντες μετά των λοιπών εν όπλοις συναδέλφων των επί της γεφύρας, τονώνοντες το ηθικόν των πληρωμάτων και εκτελούντες κατά τας κρισίμους εκείνας στιγμάς και χρέη οπτήρων. Μετείχον επίσης της κρυπτογραφήσεως και αποκρυπτογραφήσεως των σημάτων, παρέχοντες ούτω πολλαπλήν συνδρομήν εις την διεξαγωγήν του αγώνος».Η συμβολή των γιατρών στα πλοία υπήρξε ιδιαίτερα αξιόλογη όχι μόνο σε επίπεδο ιατρικής περίθαλψης αλλά και ενίσχυσης του ηθικού των πληρωμάτων. Όσοι από τους υγειονομικούς είχαν την τύχη και την τιμή να επιβαίνουν των πολεμικών πλοίων και να μετέχουν στις ναυτικές επιχειρήσεις και αποστολές είχαν πλήρη επίγνωση ότι όλοι επί του πλοίου προσέβλεπαν προς αυτούς με αίσθημα εμπιστοσύνης και σεβασμού13«Ο υγειονομικός αξιωματικός απροκάλυπτος, άοπλος, υπό τινων νοσοκόμων συνοδευόμενος, εν πλήρει συναισθήσει του κινδύνου, περιέρχεται το κατάστρωμα, πεδίον βροχής βολίδων και χαλάζης οβίδων, προσερχόμενος φιλάνθρωπος σωτήρ εις τους εκτάδην κειμένους και οιμώζοντας τραυματίας, ως συνέβη εις τα “ΨΑΡΑ, ΥΔΡΑΝ, ΟΛΓΑΝ” και παρήγορος άγγελος εις τους ψυχορραγούντας κατά τας τελευταίας στιγμάς παριστάμενος, αψηφών και περιφρονών τον περί αυτόν διαρκώς πτερυγίζοντα λαίμαργον και αδηφάγον θάνατον. Μετά την μάχην δε, ενώ άπαντες οι λοιποί αξιωματικοί, ησύχως εσθίοντες ανεπαύοντο, βαθέως υπνώττοντες, κεκμηκότες εκ της μάχης, ο υγειονομικός αξιωματικός μόνος εν τω θεραπευτηρίω του πλοίου και εν τω νοσοκομείω αγρυπνεί και άνευ αναπαύσεως επιτηρεί, έτοιμος να προστρέξη εκεί ένθα η φωνή του ιερού του καθήκοντος και της φιλανθρωπίας τον καλεί. Πολλοί των υγειονομικών αξιωματικών μετέσχον των ναυτικών επιχειρήσεων, καθ’ ας εχειρίσθησαν την εχθροκτόνον του Άρεως ρομφαίαν (τυφεκιοφόροι), μεθ’ ης δεξιότητος και το φιλάνθρωπον οφιοφόρον του Ασκληπιού σκήπτρον. Αληθής δόξα, τιμή και ευγνωμοσύνη οφείλεται εις το τετιμημένον, φιλόπατρι, ευγενές και ανδρείον υγειονομικόν σώμα, μόνιμον και έφεδρον, εις ο πράγματι αρμόζει και δικαίως ανήκει ο τίτλος του υπερμαχίμου όπλου» (απόσπασμα του κεφαλαίου «Το ηθικόν των μαχητών και ο ρόλος του ιατρού του πλοίου» από το βιβλίο του Θ. Σταυριανόπουλου «Η Υγειονομική Υπηρεσία του Π. Ναυτικού κατά τους απελευθερωτικούς αγώνας του Έθνους (1821-1965)»).
Ηρωικές παραμένουν στη μνήμη οι μορφές του καθηγητή της Χειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εφέδρου αντιπλοιάρχου Ξενοφώντα Κοντιάδη14Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ο Κοντιάδης κλήθηκε ως έφεδρος γιατρός και τοποθετήθηκε στο Ναυτικό Νοσοκομείο Πατρών με το βαθμό του πλωτάρχη μέχρι τον Νοέμβριο του 1940, από όπου μετατέθηκε στο Νοσοκομείο του Ναυστάθμου και μετά διορίστηκε διευθυντής στο Ναυτικό Νοσοκομείο Πειραιώς. Περί τα τέλη Δεκεμβρίου του 1940, ζήτησε μετάθεση σε νοσοκομειακό κέντρο του πολεμικού μετώπου και κατόπιν της επίμονης αίτησής του πέτυχε να τοποθετηθεί στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο των Ιωαννίνων, αναλαμβάνοντας χρέη διευθυντή από την 1η Ιανουαρίου 1941 με τον βαθμό του αντιπλοιάρχου, όπου ίδρυσε χειρουργικό κέντρο για τους πάσχοντες από κρυοπαγήματα και τους σοβαρά τραυματισμένους πολεμιστές. ο οποίος σκοτώθηκε στις 20 Απριλίου 1941 στο χειρουργείο του Στρατιωτικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, κατά τη διάρκεια βομβαρδισμού από γερμανικά αεροπλάνα, τη στιγμή κατά την οποία εκτελούσε χειρουργική επέμβαση, του γιατρού της «Ύδρας», ανθυποπλοιάρχου Σταμάτιου Μανιαρίζη15«Εις τον Εθνικόν βωμόν εθυσιάσθη και ο ενθουσιώδης και πλήρης φιλοδοξιών ανθυποπλοίαρχος ιατρός Μανιαρίζης, ο οποίος έτρεφε λατρείαν διά το Ναυτικόν και εφιλοδόξει να σταδιοδρομήση εις αυτό. Ενθυμούμαι μετά πόσης χαράς και υπερηφανείας έφερε την ένδοξον στολήν του υγειονομικού αξιωματικού. Ενδυθείς δε ταύτην άμα τη κατατάξει του εις το Ναυτικόν εις μίαν στιγμήν υπερτάτης εξάρσεως ανεφώνησε “Ήλθε καιρός να δοξασθούμε”. Και πράγματι εδοξάσθη ο ιατρός Μανιαρίζης, όπως το επεθύμη και το επεδίωκε. Έστω ο θάνατός του και η θυσία του διά την πατρίδα να χρησιμεύση ως παράδειγμα διά τους νέους υγειονομικούς αξιωματικούς και τας επερχομένας γενεάς» (απόσπασμα του κεφαλαίου «Βομβαρδισμός και καταβύθισις της ‘Υδρας. Ο ηρωισμός και η αυτοθυσία του Κυβερνήτου, των Αξιωματικών, του ιατρού και του πληρώματος» από το βιβλίο του Θ. Σταυριανόπουλου «Η Υγειονομική Υπηρεσία του Π. Ναυτικού κατά τους απελευθερωτικούς αγώνας του Έθνους (1821-1965)») που αποκεφαλίστηκε στις 22 Απριλίου του 1941, τη στιγμή που περιέθαλπε τραυματία επάνω στο κατάστρωμα του πλοίου και του έφεδρου σημαιοφόρου οδοντίατρου Βασίλειου Αναστασίου, που σκοτώθηκε όταν το πλοίο του υπέστη επίθεση από γερμανικό αεροπλάνο, ενώ ο ίδιος ανταπέδιδε τους πολυβολισμούς16«Ο Ελληνικός κόσμος της Αλεξανδρείας και ιδιαιτέρως η μεγάλη μας αθλητική οικογένεια θρηνεί τον θάνατον ενός εκλεκτού μέλους της παροικίας, του λαμπρού ανθρώπου, του πραγματικού αθλητού, οίος υπήρξε ο αείμνηστος Βασίλειος Αναστασίου…Ο Αναστασίου εμφανίζεται και καμμιά φορά στην Αλεξάνδρεια. Οι δικοί του τον βλέπουν με σκληρυμένα χαρακτηριστικά, ατσαλένιους μυς, αλλά πάντα με το χαμόγελο στο ωραίο του πρόσωπο. Είναι φανερό πως είνε ευχαριστημένος. Και τον ξαναχάνουν πάλι, χωρίς να γνωρίζουν που πάει, τι κάνει, πότε θα γυρίση. Ένα πρωί τους τηλεφωνούν να πάνε να τον παραλάβουν νεκρό εις το Νοσοκομείον. Μιά σειρά από σφαίρες του έχει χαράξει ένα στεφάνι στο πλατύ του μέτωπο. Μιά άλλη σειρά σφαιρών του έχει κομματιάσει το πλευρό. Αλλά το χαμόγελο δεν λείπει από τα χείλη του. Οι συγγενείς του κυττάζουν ερωτηματικά τον κυβερνήτη του. Κι αυτός κλαίει, κλαίει…και ψιθυρίζει ανάμεσα στους λυγμούς…-Σκοτώθηκε επάνω στο πολυβόλο του!!!» (από τα «Αρχεία της Αθλητικής Ενώσεως Ελλήνων Αλεξανδρείας», Φεβρουάριος 1944)
Κοντά στους μεγάλους μας νεκρούς, και ο ανθυποπλοίαρχος ιατρός Εμμανουήλ Γουργουρής17«Κατά την άνισον αυτήν πάλην ο ιατρός Γουργουρής ευρέθη από της πρώτης στιγμής του βομβαρδισμού εντός του νοσοκομείου του πλοίου, ένθα η πολεμική θέσις του και παρέμεινεν εκεί αγωνισθείς υπερανθρώπως διά την περίθαλψιν των αθρόως προσκομιζομένων τραυματιών του πλοίου, όπερ δεν εγκατέλειψεν ουδέ μετά την διαταγήν εγκαταλείψεως του πλοίου, ειμή όταν το σκάφος εκόπη εις δύο και τα ύδατα εισώρμησαν εντός του νοσοκομείου, ανασυρθείς εις την επιφάνειαν μετά θανάσιμον αγωνίαν σχεδόν αναίσθητος. Διακομισθέντων ακολούθως των επιζησάντων τραυματιών εις το νοσοκομείον εζήτησε όπως παραμείνη πλησίον αυτών εν Λέρω, αλλά τω υπεδείχθη υπό των εκεί Αγγλικών αρχών να συνοδεύση τους ελαφρώς τραυματισμένους και δυναμένους να μετακινηθώσιν, των λοιπών παραμεινάντων εις το Νοσοκομείον υπό την επίβλεψιν Άγγλων ιατρών. Διά την ανωτέρω διαγωγήν τω απενεμήθη “ο πολεμικός σταυρός” και πλείσται άλλαι διακρίσεις» (απόσπασμα του κεφαλαίου «Η καταβύθισις του Α/Τ Όλγα. Πολεμική δράσις του πλοίου και το ένδοξον τέλος του. Η συμβολή του ιατρού Γουργουρή» από το βιβλίο του Θ. Σταυριανόπουλου «Η Υγειονομική Υπηρεσία του Π. Ναυτικού κατά τους απελευθερωτικούς αγώνας του Έθνους (1821-1965)»). ο οποίος ανασύρθηκε ημιθανής μετά τη βύθιση της «Β. Όλγας», φροντίζοντας με αυτοθυσία μέχρι τέλους τους τραυματίες από την έκρηξη και ο γιατρός του «Αδρία», ανθυποπλοίαρχος Ανδρέας Καποδίστριας18«…Με ένα, αρκετά ζωηρόν βήμα, πηγαίνω εις το καρρέ των Υπαξιωματικών, το οποίον ο Καποδίστριας έχει μετατρέψει εις νοσοκομείον και χειρουργείον…Έφθασα εις το πρόχειρον αυτό νοσοκομείον, την στιγμήν που ο Καποδίστριας έκοβε με ένα κοινό ψαλίδι, το αριστερό χέρι, επάνω από τον αγκώνα, του διόπου μηχανικού Γεωργίου Παπαφρατζέσκου. Ούτε αναισθητικόν ούτε ένεσιν, είχε να του κάνη. Αρχίζω να παρηγορώ με λίγα λόγια τον Παπαφρατζέσκον, όταν αυτός με διακόπτει και μου λέγει, δεν τα εξέχασα ποτέ τα λόγια εκείνα, επί λέξει: -Δεν με νοιάζει διόλου για το χέρι μου, κύριε Κυβερνήτα. Τι είναι ένα χέρι για την Πατρίδα!!!…Και όλοι οι άλλοι τραυματίαι είχαν πολύ υψηλόν ηθικόν και κατόρθωναν να πνίγουν τα βογγητά που τους έφερναν οι αφόρητοι πόνοι των…Ο Καποδίστριας είναι άφθαστος. Ακούραστος, ψύχραιμος φιλομειδής, περιέθαλπε τους πάντας άριστα. Ως μοναδικόν αντισηπτικόν, είχε την κολόνια του ξυρίσματος. Και όμως δεν εμολύνθη κανένα τραύμα! Είναι έκτακτος. Εχειρούργει σαν να ευρίσκετο σε αμφιθέατρον Πανεπιστημίου. Ήτο ευτύχημα ότι είχε τοποθετηθή εις τον ΑΔΡΙΑΝ ο Καποδίστριας. Χάρις εις την ικανότητά του, διεσώθησαν από βέβαιον θάνατον, τουλάχιστον τέσσερες εκ των βαρέως τραματισθέντων…» (απόσπασμα από το βιβλίο «Εχθρός εν όψει» του ναυάρχου Ιωάννη Τούμπα, κυβερνήτη τότε του ηρωικού «Αδρία»). ο οποίος έσωσε από βέβαιο θάνατο τέσσερις βαριά τραυματισμένους άνδρες, χειρουργώντας με αυταπάρνηση.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου, τον Απρίλιο του 1941, και προτού ολοκληρωθεί η κατάληψη της χώρας μας από τα στρατεύματα των Γερμανών και Ιταλών, τα διαφυγόντα τη βύθιση από τις συνεχείς αεροπορικές επιθέσεις του εχθρού πολεμικά μας πλοία κατέπλευσαν στο λιμάνι της Σούδας. Με επικεφαλής το θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ», τα πληρώματα έξι αντιτορπιλικών, τριών τορπιλοβόλων, πέντε υποβρυχίων, ενός πλωτού συνεργείου και ενός μεταγωγικού αποφασίστηκε η Αποδημία του Στόλου στη Μέση Ανατολή με τελικό προορισμό την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου για τη συνέχιση του Αγώνα εναντίον του Άξονα.
Επί των πλοίων επέβαιναν μόνιμοι υγειονομικοί αξιωματικοί, οι υποπλοίαρχοι ιατροί Θ. Σταυριανόπουλος, Α. Αναστασιάδης, Κ. Παπαθανασίου, οι ανθυποπλοίαρχοι ιατροί Α. Κατράκης και Σ. Κασελίδης, που αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα της επανίδρυσης της Υγειονομικής Υπηρεσίας στη Μέση Ανατολή καθώς και οι σημαιοφόροι ιατροί Ι. Μπουντούρης, Γ. Βαρούχας, Δ. Τσάλτας, Ε. Γουργουρής, Α. Καποδίστριας, Ι. Αρβανίτης, Σ. Διαμαντής, Ν. Μόσχος, Τ. Νικολαΐδης, Γ. Μάνδρας και Λ. Ευγενικός, οι οποίοι τοποθετήθηκαν στα πολεμικά μας πλοία. Να σημειωθεί ότι τόσο στο θωρηκτό «Αβέρωφ» όσο και στο πλωτό συνεργείο «Ήφαιστος» λειτούργησαν θεραπευτήρια για το χρονικό διάστημα της παραμονής τους στην Αλεξάνδρεια. Αργότερα με τη μεταστάθμευσή τους στο Port-Suez, στο Aden, στο Port-Soudan και στη Βομβάη χρησιμοποιήθηκαν ως μικρά πλωτά θεραπευτήρια δυνάμεως 15-20 κλινών.
Αρχικά, στην Αλεξάνδρεια η νοσηλεία των ασθενών γινόταν στο Κοτσίκειο Ελληνικό Νοσοκομείο19Το Κοτσίκειο Νοσηλευτικό Ίδρυμα υπήρξε ένα από τα πρώτα νοσοκομεία της Μέσης Ανατολής και το τέταρτο από χρονολογική σειρά ελληνικό νοσοκομείο, που ξεκίνησε να κτίζεται στις αρχές του 1923 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με χρήματα, που προέρχονταν από δωρεά του μεγάλου ευεργέτη και ιδρυτή Θεοχάρη Κότσικα, προς τιμή του οποίου δόθηκε το όνομα «Κοτσίκειον». Η λειτουργία του άρχισε το 1936 και σταμάτησε το Σεπτέμβριο του 1964 ύστερα από την αναγκαστική πώλησή του στο αιγυπτιακό Δημόσιο. Το νοσοκομείο αυτό αποτέλεσε τη συνέχεια του νοσοκομείου «Άγιος Σωφρόνιος» (προς τιμή του Πατριάρχη Σωφρόνιου Δ΄), ενός εκ των καλυτέρων της εποχής εκείνης, το οποίο αντικατέστησε το «Νοσοκομείο των Γραικών», όπου νοσηλεύονταν ανίατες περιπτώσεις και λειτουργούσε «Τμήμα Λοιμωδών Νόσων». Το «Νοσοκομείο των Γραικών» αποτέλεσε τη συνέχεια του «Πατριαρχικού νοσοκομείου», το οποίο προήλθε από τη συνένωση των παλαιών «(ο)σπιταλίων του Αγίου Σάββα», δίπλα στη Μονή του Αγίου Σάββα, η οποία κατά τον 18ο και 19ο αιώνα λειτούργησε και ως Υγειονομείο. Όλα αυτά τα νοσοκομεία αποτέλεσαν το «Ιστορικόν Ελληνικόν Νοσοκομείον Αλεξανδρείας» ή τη «Νέαν Αλεξανδρινήν Σχολήν», όπως χαρακτηριστικά την αποκάλεσε ο διάσημος Γάλλος φυματιολόγος Édouard Rist. Σε αυτό το νοσοκομείο ο ομογενής Αιγυπτιώτης γιατρός Γεώργιος Ζαγκαρόλας άρχισε τη λαμπρή του σταδιοδρομία κατά τη διάρκεια της φοβερής επιδημίας της χολέρας, η οποία ξέσπασε το καλοκαίρι του 1865, οργανώνοντας με θαυμαστή αυταπάρνηση τη νοσηλεία των χολεροβλήτων ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος. Ο Ζαγκαρόλας, το 1867, θα προβεί σε μια σειρά επιστημονικών ανακοινώσεων «περί των αποστημάτων του ήπατος», για να επακολουθήσει λίγο αργότερα μια εξαιρετικά γόνιμη επιστημονική περίοδος από τους Σ. Καρτούλη, Α. Βαλασσόπουλο και Α. Πετρίδη σχετικά με τα νοσήματα της Αιγύπτου και την αιτιολογική σχέση της αμοιβάδωσης και του αποστήματος του ήπατος, όπως αποδείχθηκε από τον Στέφανο Καρτούλη. Στο Κοτσίκειο Νοσοκομείο εφαρμόστηκε, για πρώτη φορά στην Αίγυπτο το 1878, η μέθοδος αντισηψίας του Joseph Lister από τον γιατρό Ζαγκαρόλα. H φήμη του Κοτσικείου Νοσοκομείου της Αλεξάνδρειας θα εξαπλωθεί διεθνώς μετά την ανακάλυψη του δονακίου της χολέρας από τον Γερμανό γιατρό Robert Koch, ο οποίος επικεφαλής της Γερμανικής Αποστολής εργάστηκε στο νοσοκομείο κατά τη χρονική περίοδο Αυγούστου-Οκτωβρίου του 1883. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο Μικροβιολογικό Εργαστήριο του νοσοκομείου, στις 18 Δεκεμβρίου του 1938, εντοιχίστηκε μαρμάρινη πλάκα σε ανάμνηση της σπουδαίας αυτής ανακάλυψης. Από την εποχή της ανακάλυψης του δονακίου της χολέρας και μετά επακολούθησε μια σειρά αξιόλογων μελετών από τους γιατρούς του νοσοκομείου για τη δυσεντερία, την πανώλη, το απόστημα του ήπατος, την αμοιβάδωση, τη χολέρα, τον τύφο και τις οφθαλμικές παθήσεις, που εκείνη την εποχή έκαναν θραύση στην Αίγυπτο («αι των οφθαλμών ασθένειαι και προ πάντων η αιγυπτιακή οφθαλμία, είδος τραχώματος επιπεπλεγμένου μετ’ οξείας πυορροϊκής επιπεφυκίτιδος είχε καταστή ενδημική και λόγω μολυσματικού χαρακτήρος της, επροξένει μεγάλην θραύσιν»). από τους γιατρούς του ιδρύματος με την εποπτεία υγειονομικού αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού, δεδομένου ότι το σύνολο σχεδόν των γιατρών επέβαινε στα πολεμικά πλοία, τα οποία εκτελούσαν νηοπομπές και ναυτικές επιχειρήσεις. Υγειονομικός επόπτης τοποθετήθηκε ο υποπλοίαρχος ιατρός Α. Αναστασιάδης, η επιλογή του οποίου ως καταλλήλου για τη θέση αυτή έγινε με γνώμονα τόσο την καταγωγή του από την Αίγυπτο όσο και την καλή γνώση της αραβικής και αγγλικής γλώσσας, με σκοπό να χρησιμεύσει ως σύνδεσμος μεταξύ των ελληνικών, αγγλικών και αιγυπτιακών Αρχών.
Η αυθόρμητη κάθοδος των υγειονομικών αξιωματικών, παρά την επικρατούσα εκείνη τη χρονική περίοδο σύγχυση, νευρικότητα και αβεβαιότητα, εκτιμήθηκε πολύ από την Ηγεσία του Ναυτικού, διότι συνέβαλε κυρίως στην τόνωση του ηθικού των ναυτών και υπαξιωματικών και εδραίωσε την πίστη και τον ενθουσιασμό τους για την τελική αίσια έκβαση του Αγώνα. Σε όσους δεν κατόρθωσαν να κατέλθουν, λόγω της έλλειψης μέσων ή εξαιτίας άλλων δυσχερειών και παρέμειναν στην Ελλάδα, ανατέθηκε η μέριμνα της υγειονομικής περίθαλψης των ναυτικών οικογενειών20Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στον Πόρο ο γιατρός Χ. Περδίκης παρείχε ανιδιοτελώς τη βοήθειά του σε ασθενείς και πάσχοντες από αβιταμινώσεις εξαιτίας των στερήσεων και κακουχιών του πολέμου και ο γιατρός Κ. Ανδρικόπουλος, προτού διαφύγει στην Αλεξάνδρεια, διέθεσε το ιδιωτικό του Μικροβιολογικό Εργαστήριο στην Υπηρεσία και εξυπηρέτησε αφιλοκερδώς και με μεγάλη προθυμία πάμπολλες οικογένειες συναδέλφων, που βρίσκονταν τόσο στην υπόδουλη Ελλάδα όσο και στη Μέση Ανατολή. Οι γιατροί Σ. Αργυράκης στην περιοχή Λογκά της Μεσσηνίας, Θ. Σίδας στη Σαλαμίνα, Δ. Δήμερης, Λ. Ασημακόπουλος και αρκετοί άλλοι, που παρέμειναν στην Ελλάδα, παρείχαν ανιδιοτελώς σε ασθενείς ιατρική περίθαλψη και φροντίδα καθώς και στις οικογένειες των αξιωματικών και υπαξιωματικών, που παρέμειναν στην Ελλάδα καθώς και αυτών που κατήλθαν στη Μέση Ανατολή. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι παραμείναντες στην Ελλάδα έφεδροι εκ μονίμων αξιωματικοί, ανθυποπλοίαρχος φαρμακοποιός Ε. Μακρής και Σημαιοφόρος ιατρός Ε. Αθανασιάδης πνίγηκαν κατά τη μεταφορά τους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, επιβαίνοντας ως όμηροι επί ιταλικού πλοίου, όταν αυτό τορπιλίστηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1943, καθώς επίσης και ο έφεδρος ανθυποπλοίαρχος ιατρός Ε. Αρεάλης, ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού του Πειραιά, τον Ιανουάριο του 1944.
Αργότερα, με την ενίσχυση του Στόλου με νέα πολεμικά πλοία και τη στράτευση εθελοντών Ελλήνων της Αιγύπτου και πληρωμάτων του Εμπορικού Ναυτικού, συστάθηκε η Ναυτική Βάση Αλεξανδρείας και το Υπουργείο των Ναυτικών, ενώ ταυτόχρονα άρχισε η δραστηριοποίηση της Υγειονομικής Διεύθυνσης του Ναυτικού υπό τη διεύθυνση του αρχαιότερου τότε υγειονομικού αξιωματικού, πλωτάρχη ιατρού Χ. Κυριακίδη.
Η Υγειονομική Υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού στελεχώθηκε και από άλλους ικανούς αξιωματικούς, οι οποίοι εν τω μεταξύ προστέθηκαν στην αρχική δύναμη, μεταξύ των οποίων οι μόνιμοι γιατροί Χ. Τσακαλώτος, Κ. Ανδρικόπουλος, Β. Μαλαμίτσης, Α. Αντωνάτος, Δ. Μπάκαλος, Κ. Αγγελίδης, Κ. Ρίζος, Β. Αναστασιάδης και ο φαρμακοποιός Δ. Κατσανάκης21 Με ενέργειες του υποπλοιάρχου φαρμακοποιού Δ. Κατσανάκη συστάθηκε η Ναυτική Φαρμακαποθήκη στην Αλεξάνδρεια, η οποία εξοπλισμένη με σημαντικά αποθέματα φαρμάκων και υγειονομικού υλικού, που προέρχονταν κυρίως από τις αγγλικές υγειονομικές αποθήκες και τους φαρμακευτικούς οίκους της Αλεξάνδρειας, είχε τη δυνατότητα να ανεφοδιάζει τα πλοία του Στόλου και τις λοιπές υγειονομικές υπηρεσίες της ξηράς.
Το «Ναυτικό Νοσοκομείο Αλεξανδρείας» στελεχώθηκε από μόνιμους και έφεδρους γιατρούς του Πολεμικού Ναυτικού καθώς και από γιατρούς του Στρατού και της Αεροπορίας. Στη νοσηλευτική του δύναμη προστέθηκε, εκτός των υπηρετούντων υγειονομικών υπαξιωματικών, και αξιόλογος αριθμός εθελοντριών Αδελφών Νοσοκόμων της Ελληνικής Παροικίας24Οι περισσότερες απ’ αυτές ήταν πτυχιούχοι της «Σχολής Ελληνίδων Νοσοκόμων Αλεξανδρείας» (ΣΕΝΑ), η οποία ιδρύθηκε το 1942 μετά από πρόταση του εφέδρου Πλοιάρχου ιατρού, καθηγητή της Χειρουργικής, Παύλου Πετρίδη. Η διάρκεια της εκπαίδευσης ήταν τρίμηνη με θεωρητική και πρακτική νοσηλεία επί ασθενών και τραυματιών, ενώ υποχρεωτική ήταν η παρακολούθηση μαθημάτων Γενικής Ιατρικής, Μικροβιολογίας και Υγιεινής, στο τέλος δε της περιόδου «ειδική τριμελής υγειονομική εξεταστική επιτροπή», που αποτελούνταν από τους Π. Πετρίδη, Θ. Σταυριανόπουλο και Π. Παπαδάμ, απένειμε τα πτυχία της αδελφής νοσοκόμου σε όσες κρίνονταν άξιες. Ήταν δε τόσο μεγάλη η προθυμία της προσέλευσης και ο ζήλος της μάθησης, ώστε ο αριθμός αυτών που ενεγράφησαν στη Σχολή ανήλθε σε 300. Ογδόντα νοσοκόμες έλαβαν τα διπλώματά τους, που τους απένειμε η πριγκίπισσα Φρειδερίκη, η οποία έθεσε το Σώμα υπό την προστασία της. Το έργο του Σώματος των Ελληνίδων Εθελοντριών Νοσοκόμων, Πρόεδρος του οποίου διατέλεσε η σύζυγος του Προέδρου της Ελληνικής Κοινότητας της Αλεξάνδρειας Αργίνη Σαλβάγου, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε αξιόλογο. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες του πολέμου οι εθελόντριες νοσοκόμες βρέθηκαν δίπλα στα κρεβάτια των ασθενών και τραυματιών με απαράμιλλη ευψυχία, καρτερία, αυταπάρνηση, στοργή και αφοσίωση προς τους πάσχοντες.
Το νοσοκομείο λόγω της ποικίλης φύσεως των νοσημάτων ανέπτυξε ειδικά τμήματα, στα οποία εργάστηκαν και ειδικοί γιατροί, που επιστρατεύτηκαν αφενός μεν από το Κοτσίκειο, αφετέρου δε από την πόλη της Αλεξάνδρειας. Κατά την περίοδο της ακμής της λειτουργίας του νοσοκομείου η δύναμή του ανήλθε στα 350 κρεβάτια, στα οποία νοσηλεύτηκαν όχι μόνον άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού αλλά και μεγάλος αριθμός τραυματιών του Στρατού και της Αεροπορίας, που διακομίζονταν από τα πολεμικά μέτωπα του Ελ Αλαμέϊν, του Τομπρούκ και της Βεγγάζης.
Αξιοσημείωτη υπήρξε η δράση της Χειρουργικής Κλινικής25Στο Χειρουργικό Τμήμα του νοσοκομείου αναπτύχθηκαν δύο χειρουργεία, στα οποία οι έμπειροι και επιδέξιοι χειρουργοί του Ναυτικού Β. Μαλαμίτσης, Κ. Αγγελίδης και Ε. Αντωνάτος καθώς και ο γιατρός Λ. Στραβελάκης του Στρατού Ξηράς εκτελούσαν χειρουργικές επεμβάσεις. τόσο σε κλινικό όσο και εκπαιδευτικό επιστημονικό έργο, προϊστάμενος της οποίας υπήρξε ο έφεδρος πλοίαρχος ιατρός Π. Πετρίδης26Ο γιατρός Παύλος Πετρίδης ήταν γιος του διακεκριμένου χειρουργού και ερευνητή γιατρού της Ελληνικής Κοινότητας της Αλεξάνδρειας Αριστείδη Πετρίδη, γνωστού για τις επιστημονικές του εργασίες πάνω στα αποστήματα του ήπατος. Υπήρξε πεπειραμένος χειρουργός με βαθιά χειρουργική γνώση, το δε ερευνητικό και επιστημονικό του έργο τιμήθηκε από το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο των Αθηνών με τον τίτλο του έκτακτου καθηγητή της Χειρουργικής. Διατηρούσε πλουσιότατη επιστημονική βιβλιοθήκη και διηύθυνε την Α΄ Χειρουργική Κλινική του Κοτσικείου Νοσοκομείου, κατά τη διάρκεια δε του πολέμου η Ελληνική Κυβέρνηση στη Μέση Ανατολή του απένειμε το βαθμό του εφέδρου πλοιάρχου ιατρού του Πολεμικού Ναυτικού. Ο αδόκητος θάνατός του, μετά τη λήξη του πολέμου εξαιτίας εγκεφαλικού επεισοδίου, υπήρξε απώλεια για την Ελληνική Παροικία της Αλεξάνδρειας και προξένησε βαθύτατη θλίψη στους συναδέλφους του τού Ναυτικού, με τους οποίους είχε συνεργαστεί. [φωτογραφία 13] Μαζί με τις Κλινικές και τα λοιπά ιατρικά Εργαστήρια λειτούργησε και Τμήμα Αιμοδοσίας με επικεφαλής τον ομογενή γιατρό Ε. Κωστάλα. Το Κοτσίκειο Νοσοκομείο καθ’ όλη την περίοδο του πολέμου τέθηκε στη διάθεση της Ελληνικής Αεράμυνας με επικεφαλής τον πρώην Διευθυντή της Αστυνομίας της Αλεξάνδρειας Ρ. Ρεμανδά, τον οποίο αντικατέστησε αργότερα ο Σ. Αργυρόπουλος.
Κατά τη χρονική περίοδο 1942-1944, στο νοσοκομείο νοσηλεύτηκαν 8.761 ασθενείς και τραυματίες, από τους οποίους οι 7.024 του Ναυτικού, οι 1.181 του Στρατού και οι υπόλοιποι 556 της Αεροπορίας, ενώ Διευθυντές διατέλεσαν εκ περιτροπής, ανάλογα του χρόνου άφιξης και της αρχαιότητας, οι γιατροί Θ. Σταυριανόπουλος, Κ. Αγγελίδης, Δ. Μπάκαλος, Χ. Τσακαλώτος και Κ. Ανδρικόπουλος.
Πρέπει να τονιστεί ότι ο Κ. Ανδρικόπουλος, ως Διευθυντής του Ναυτικού Νοσοκομείου της Αλεξάνδρειας, μερίμνησε ιδιαίτερα για τη συμπλήρωση των ελλείψεων και αναγκών του, συστήνοντας μάλιστα Ωτορινολαρυγγολογικό, Νευρολογικό και Οφθαλμολογικό Τμήμα, τα οποία πλαισίωσαν οι ειδικοί γιατροί του Ναυτικού Α. Αντωνάτος και Κ. Παπαθανασίου. Επίσης, ανέλαβε την οργάνωση σειράς επιστημονικών διαλέξεων επί ποικίλων ιατρικών θεμάτων και ανακοινώσεων επί λίαν ενδιαφερουσών και σπανίων περιπτώσεων27Ανακοινώσεις, όπως «Γενικαί κατευθύνσεις εξετάσεως και γνωματεύσεως περί ικανότητος των πασχόντων εκ καρδιακών διαταραχών» (του Δ. Μπάκαλου), «Ο αυτοματισμός ως δεσπόζον σύμπτωμα εν τη καθ’ ημέραν νευρώσει» (του Κ. Παπαθανασίου), «Η πενικιλλίνη και αι θεραπευτικαί αυτής ενδείξεις» (του Ν. Παπαδάμ), «Περίπτωσις πολλαπλών εξοστώσεων αμφοτέρων των κάτω άκρων» και «Επί ενδιαφερούσης περιπτώσεως πολυκυστικών νεφρών» (του Β. Μαλαμίτση) καθώς και «Επί περπτώσεως αγγειώματος της δεξιάς αμυγδαλής» (του Α. Αντωνάτου), παρέχουν μια μικρή μόνο γεύση της ιατρικής «κουλτούρας» της εποχής εκείνης και αποδεικνύουν την άρτια επιστημονική κατάρτιση των υγειονομικών αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού. Αυτές οι επιστημονικές συνεδριάσεις, που πραγματοποιούνταν στη μεγάλη αίθουσα των τελετών του Κοτσικείου Νοσοκομείου καθώς επίσης και στην αίθουσα του Ιατρικού Συλλόγου της Αλεξάνδρειας «ο Ηρόφιλος», είχαν στόχο την ανύψωση της επιστημονικής στάθμης των γιατρών του νοσοκομείου καθώς και των εκτός τούτου υπηρετούντων υγειονομικών αξιωματικών. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι όλες αυτές οι επιστημονικές εκδηλώσεις εντάσσονταν στο πλαίσιο μιας ιδιότυπης Ναυτικής Ιατρικής Εταιρείας, της οποίας προήδρευε πάντοτε ο έφεδρος πλοίαρχος ιατρός Π. Πετρίδης. Όλες οι διαλέξεις και οι ανακοινώσεις τυπώνονταν στην Αλεξάνδρεια με κάθε λεπτομέρεια σε ειδικά τεύχη «εις μνήμην των υπέρ Πατρίδος πεσόντων του Πολεμικού Ναυτικού» και διανέμονταν στους γιατρούς και των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων καθώς και στις Ιατρικές Εταιρείες των Αθηνών, της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου.
Χρόνιοι χειρουργικοί ασθενείς διακομίστηκαν σε ειδικά συμμαχικά νοσοκομεία, ενώ δυσχερείς ορθοπαιδικές περιπτώσεις τραυματιών έτυχαν ειδικής συμπληρωματικής θεραπείας από ξένο ειδικό στρατιωτικό γιατρό, που προσερχόταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα στο νοσοκομείο. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα αυξήθηκε η νοσηλευτική ικανότητα του νοσοκομείου τόσο σε αριθμό κλινών28Κατά την αρχική φάση λειτουργίας του νοσοκομείου στην ειδικά διαρρυθμισμένη πτέρυγα του Κοτσικείου Ιδρύματος η δύναμη ανέρχονταν σε 60 κλίνες, η οποία στη συνέχεια έφθασε στα 350 κρεβάτια νοσηλείας. όσο και σε μέσα περίθαλψης, έτσι ώστε αυτό να θεωρείται το αρτιότερο από άποψη οργάνωσης και λειτουργίας από όλα τα ελληνικά στρατιωτικά νοσοκομεία της Μέσης Ανατολής.
Η άριστη οργάνωση του νοσοκομείου, από τον πρώτο ακόμη χρόνο της λειτουργίας του, η τάξη, η καθαριότητα και η ευπρέπεια που χαρακτήριζε τους χώρους του, καθώς και η επιστημονική αρτιότητα γιατρών και νοσηλευτών δίκαια επέσυραν το ζωηρό ενδιαφέρον της Ελληνικής Παροικίας και προκάλεσαν τα ευνοϊκά σχόλια των επισήμων, της Ηγεσίας και των συμμάχων. Από τους πρώτους, που επιθεώρησαν το νοσοκομείο και επισκέφθηκαν τους ασθενείς και τραυματίες, ήταν ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄, ο πρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης Ε. Τσουδερός, ο ναύαρχος Α. Σακελλαρίου, ο ναύαρχος Ε. Καββαδίας, ο ναύαρχος Ι. Δεμέστιχας, ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης και υπουργός Εθνικής Άμυνας Π. Κανελλόπουλος29Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος σε επίσκεψη του στο νοσοκομείο εξέφρασε την ευαρέσκεια της πατρίδας με τα κάτωθι: «Όσοι ίδρυσαν και εμόχθησαν για τη γένεση και την λειτουργία του Νοσοκομείου τούτου, πρέπει να είναι υπερήφανοι ως Έλληνες, ηθικά ευδαίμονες ως άτομα, τιμημένοι αιώνια, εάν έπαυσαν να ζουν. Εδώ μέσα υπάρχει- έξω από την Ελλάδα- γη ελληνική και αιώνιος ελληνικός ορίζων. Υπάρχει καρδιά ανθρώπινη στην πιο ευγενικιά λειτουργία της. Οι ωραιότεροι παλμοί της ανθρωπίνης καρδιάς είναι εκείνοι που συντονίζονται, με τον πόνο, με την αρρώστεια, με την δυστυχία του πλησίον μας. Σήμερα- 14 Νοεμβρίου 1942- επεσκέφθηκα το Νοσοκομείο τούτο, για να ιδώ τους Έλληνας τραυματίας της μεγάλης μάχης της Δυτικής Ερήμου, Ελληνόπουλα από την Ελλάδα και Ελληνόπουλα από την Αίγυπτο. Τα τελευταία συναγωνίστηκαν σε τόλμη, σε πολεμικό μένος και σε ψυχική αρτιότητα τους συμπολεμιστάς των που έχουν έρθει από την σκλαβωμένη Πατρίδα. Το Νοσοκομείο τούτο, που τιμά την Ελλάδα, ετιμήθηκε- και η τιμή αυτή θα μείνη αιώνια- με το γεγονός ότι εδώ έτρεξε αίμα, επεδέθηκαν πληγές, καταπραΰνθηκαν πόνοι Ελλήνων που επολέμησαν και ενίκησαν ως στρατιώται της ενδόξου 8ης Βρεττανικής στρατιάς».
Λίγο μετά την έναρξη της λειτουργίας του Ναυτικού Νοσοκομείου Αλεξανδρείας συστάθηκε Ανωτάτη Ναυτική Υγειονομική Επιτροπή30Πρώτος πρόεδρος τοποθετήθηκε ο έφεδρος αντιπλοίαρχος ιατρός Π. Πετρίδης και μέλη ο πλωτάρχης ιατρός Χ. Κυριακίδης και ο υποπλοίαρχος ιατρός Θ. Σταυριανόπουλος. Με την πάροδο του χρόνου και την κάθοδο νέων υγειονομικών αξιωματικών, η σύνθεση της Επιτροπής μεταβαλλόταν ανάλογα με τις εκάστοτε υπηρεσιακές ανάγκες των μελών της., η οποία λειτούργησε σύμφωνα με τα πρότυπα της ΑΝΥΕ στον ελλαδικό χώρο και συνεδρίαζε στο κτίριο του νοσοκομείου, ενώ παράλληλα λειτούργησε Ναυτικόν Αναπαυτήριον, στο οποίο παρέμεναν προς ανάρρωση οι εξερχόμενοι από το νοσοκομείο ασθενείς. Ιατρεία επίσης λειτούργησαν στις ναυτικές φυλακές καθώς και στην, εκ των ενόντων, συσταθείσα Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Στο πρόσκαιρο Κεντρικό Προγυμναστήριο λειτούργησε Θεραπευτήριον δυνάμεως 15 κλινών για τη νοσηλεία των διερχομένων ναυτών και πληρωμάτων των Ναυτικών Υπηρεσιών της ξηράς, των οποίων η σοβαρότητα της κατάστασης της υγείας των δεν απαιτούσε νοσηλεία στο νοσοκομείο.
Πρέπει να επισημανθεί ότι κατά τη διάρκεια της συνέχισης του Αγώνα στη Μέση Ανατολή ο υποπλοίαρχος ιατρός Θ. Σταυριανόπουλος, με επανειλημμένες αναφορές του προς τη στρατιωτική και πολιτική Ηγεσία, πέτυχε την εξομοίωση των διακριτικών της στολής των υγειονομικών στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού με αυτά των αξιωματικών αποφοίτων της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, στηριζόμενος στην ηρωική «μάχιμη» συμμετοχή των γιατρών σε όλα τα ναυτικά μέτωπα.
Αντί επιλόγου παρατίθεται το σχόλιο του τότε Αρχηγού Στόλου, ναυάρχου Ε. Καββαδία για τα στελέχη της Υγειονομικής Υπηρεσίας: «Οι ιατροί μας, ως πάντοτε, ανεδείχθησαν πλήρως εις το ύψος της θέσεώς των, επί των πλοίων και των εν τη ξηρά Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων» καθώς και απόσπασμα του κεφαλαίου «Το ηθικόν των μαχητών και ο ρόλος του ιατρού του πλοίου» από το βιβλίο του Θ. Σταυριανόπουλου «Η Υγειονομική Υπηρεσία του Π. Ναυτικού κατά τους απελευθερωτικούς αγώνας του Έθνους (1821-1965)»: «Ο υγειονομικός αξιωματικός απροκάλυπτος, άοπλος, υπό τινων νοσοκόμων συνοδευόμενος, εν πλήρει συναισθήσει του κινδύνου, περιέρχεται το κατάστρωμα, πεδίον βροχής βολίδων και χαλάζης οβίδων, προσερχόμενος φιλάνθρωπος σωτήρ εις τους εκτάδην κειμένους και οιμώζοντας τραυματίας, ως συνέβη εις τα “ΨΑΡΑ, ΥΔΡΑΝ, ΟΛΓΑΝ” και παρήγορος άγγελος εις τους ψυχορραγούντας κατά τας τελευταίας στιγμάς παριστάμενος, αψηφών και περιφρονών τον περί αυτόν διαρκώς πτερυγίζοντα λαίμαργον και αδηφάγον θάνατον. Μετά την μάχην δε, ενώ άπαντες οι λοιποί αξιωματικοί, ησύχως εσθίοντες ανεπαύοντο, βαθέως υπνώττοντες, κεκμηκότες εκ της μάχης, ο υγειονομικός αξιωματικός μόνος εν τω θεραπευτηρίω του πλοίου και εν τω νοσοκομείω αγρυπνεί και άνευ αναπαύσεως επιτηρεί, έτοιμος να προστρέξη εκεί ένθα η φωνή του ιερού του καθήκοντος και της φιλανθρωπίας τον καλεί. Πολλοί των υγειονομικών αξιωματικών μετέσχον των ναυτικών επιχειρήσεων, καθ’ ας εχειρίσθησαν την εχθροκτόνον του Άρεως ρομφαίαν (τυφεκιοφόροι), μεθ’ ης δεξιότητος και το φιλάνθρωπον οφιοφόρον του Ασκληπιού σκήπτρον. Αληθής δόξα, τιμή και ευγνωμοσύνη οφείλεται εις το τετιμημένον, φιλόπατρι, ευγενές και ανδρείον υγειονομικόν σώμα, μόνιμον και έφεδρον, εις ο πράγματι αρμόζει και δικαίως ανήκει ο τίτλος του υπερμαχίμου όπλου».
Βιβλιογραφικές πηγές:
–Αθανάσαινας Γ.: “Το Υγειονομικό του Πολεμικού μας Ναυτικού στον Πόλεμο του ’40”, Ναυτική Επιθεώρηση, 1996; 501: 193-201.
–Αβραμίδης Η.: “Οι Αιγυπτιώται εις τας επάλξεις”, Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αιγυπτιωτών Ελλήνων πολεμιστών, εκδ. Zymel, Αθήνα 1993.
–Αποστολάτος Γ.: “Η εποποιία του 1940-41”, Αρχείον Ιστορικών Σελίδων, Αθήνα χ.χ.
–Γιαλουράκης Μ.: “Η Αίγυπτος των Ελλήνων”, Αθήνα 1967.
–Διαμαντής Α.Γ., Δώδος Ι.: “3000 χρόνια Ελληνική Ναυτική Ιατρική. Από το μυθικό Αμφιάραο στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών”, εκδ. Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, Αθήνα 2000.
–Διαμαντής Α.Γ., Πετρογιάννης Ν.: “Ναυτικό Νοσοκομείο Σαλαμίνας. Αφιέρωμα για τα 125 χρόνια από την ίδρυσή του”, Ναυτική Επιθεώρηση, 2003; 541: 203-214.
–Διαμαντής Α.Γ.: “Επιτομή Ιστορίας της Στρατιωτικής Ιατρικής και Νοσηλευτικής στην Ελλάδα”, εκδ. Lege Artis, Αθήνα 2004.
–Διαμαντής Α.Γ.: “Η επιστημονική και κοινωνική προσφορά του Έλληνα υγειονομικού αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού από την Επανάσταση του 1821 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1940”, Ιατρικό Περισκόπιο, 2004; 9: 56-63.
–Διαμαντής Α.Γ., Λυμπέρης Σ.: “Ένας αιώνας Ανωτάτη Ναυτική Υγειονομική Επιτροπή (1905-2005)”, Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων, 2006; 40: 169-188.
–Ματσάκης Γ.: “Η ιατρική στους αγώνες της Μέσης Ανατολής”, Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων, 1995, 29; (παράρτημα): 35-44.
–Μεταλληνός Κ.: “Βασίλισσα Όλγα. Ένα αντιτορπιλικό στη δίνη του πολέμου”, εκδ. Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος, Αθήνα 1996.
–Μιχαηλίδης Ε.: “Η μονή του Αγίου Σάβ(β)α Αλεξανδρείας (320-1974)”, Αλεξάνδρεια 1975.
–Μπάκαλος Δ.: “Η εποχή μου”, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1998.
–Παρθενιάδης Γ.Ε.: “Ελληνικά Νοσοκομεία Αλεξανδρείας”, Αλεξάνδρεια 1960.
–Πετρόπουλος Ν.: “Αναμνήσεις και σκέψεις ενός παλαιού ναυτικού. Μέρος Β΄: Ο πόλεμος 1940-1941”, Αθήνα 1970.
–Σπηλιοπούλου Ε.: “Με το πλωτόν νοσοκομείον «Aττική» εις τον πόλεμον. Ο βομβαρδισμός και η βύθισίς του”, Ναυτική Ελλάς, 1945; 156: 24-25.
–Σταυριανόπουλος Θ.: “Η Υγειονομική Υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού κατά τους απελευθερωτικούς αγώνας του Έθνους (1821-1965)”, Αθήνα 1978.
-Τούμπας Ι.: “Εχθρός εν όψει (1940-1945)”, Αθήνα 1987.
–Τσαπράζης Ν.: “Ο Πολεμικός Ναύσταθμος Σαλαμίνος”, εκδ. Ιστορικής Υπηρεσίας ΠΝ, Αθήνα 1991.
–Φωκάς Δ.Γ.: “Έκθεση σχετικά με τη δράση του Ναυτικού κατά τον πολέμο1940-1944”, εκδ. Πολεμικού Ναυτικού χ.χ. (αναδημοσίευση α΄ έκδοσης Ιστορικής Υπηρεσίας ΠΝ, Αθήνα 1953).
–Χατζής Κ.: “Πλωτά Νοσοκομεία”, Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων, 1981; 5: 649-658.
–Χατζής Κ.: “Στοιχεία από την δράση της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο”, Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων, 1988; 22: 65-93.
–Χατζηφώτης Ι.Μ.: “Αλεξάνδρεια. Οι δύο αιώνες του νεότερου Ελληνισμού (19ος-20ός αιώνας)”, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999.
Οι φωτογραφίες των κειμένων προέρχονται από τα αρχεία των Κ. Αγγελίδη, Π. Κρέμου και
Θ. Σταυριανόπουλου καθώς και το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα.