- ThePlus Audio
Ο ναύαρχος Τόγκο πέτυχε μια από τις αποφασιστικότερες νίκες όλων των εποχών στη ναυμαχία της Τσουσίμα, η οποία έκρινε την έκβαση του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου.
Γεννήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1848 στην Καγκοσίμα της Σατσούμα και ο πατέρας του ήταν σαμουράι. Σε ηλικία 15 ετών αντελήφθη την ισχύ του ναυτικού, κατά το βομβαρδισμό της πόλης του από βρετανικά πλοία στα πλαίσια της τιμωρίας για το θάνατο ενός Άγγλου υπηκόου. Την επόμενη χρονιά η Σατσούμα δημιούργησε ναυτικό και ο Τόγκο κατατάχθηκε αμέσως. Τον Ιανουάριο του 1868 συμμετείχε στη ναυμαχία της Άβα και την επόμενη χρονιά στις ναυμαχίες της Μιγιάκο και της Χακοντάτε, κατά τον ιαπωνικό εμφύλιο, γνωστό και ως «πόλεμο Μποσίν».
Από το 1871, που ενετάχθη στο επίσημο ιαπωνικό ναυτικό, έως το 1878 παρέμεινε στη Μεγάλη Βρετανία και εκπαιδεύτηκε σε πολεμικά πλοία, στη σχολή επιτελών, στη σχολή πολέμου, στο Κέμπριτζ, ενώ παρακολούθησε και ναυπήγηση πλοίων. Μετά την επάνοδό του στην Ιαπωνία, κυβέρνησε διάφορα πλοία μέχρι το 1894, που ξέσπασε ο σινο-ιαπωνικός πόλεμος. Ως πλοίαρχος, κυβερνήτης του καταδρομικού «Νανίβα» βύθισε το βρετανικό φορτηγό πλοίο «Κάουτσινγκ» που μετέφερε Κινέζους στρατιώτες και διακρίθηκε κατά τη ναυμαχία της Γιαλού. Στο τέλος του πολέμου και αφού κατέλαβε τη Φορμόζα (σημερινή Ταϊβάν) προήχθη τιμητικά σε υποναύαρχο, αλλά μετατέθηκε στη σχετικά «ανενεργή» θέση του διοικητή της Σχολής Πολέμου.
Το 1903, με μια κίνηση που ξάφνιασε το στρατιωτικό οικοδόμημα, ο υπουργός ναυτικών, ναύαρχος Γιαμαμότο, τον προήγαγε σε αντιναύαρχο και του ανέθεσε τη διοίκηση του αυτοκρατορικού στόλου, επειδή τον θεωρούσε «ικανό και τυχερό»! Η αιφνιδιαστική επίθεση του Τόγκο στο ρωσικό ναύσταθμο του Πορτ Άρθουρ στις 8 Φεβρουαρίου 1904, σήμανε την έναρξη του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου. Ακολούθησαν οι δυο ναυμαχίες στην Κίτρινη Θάλασσα στις 23 Ιουνίου 1904 και στις 10 Αυγούστου 1904 και η ναυμαχία του Ουλσάν στις 14 Αυγούστου 1904, κατά τις οποίες ο ιαπωνικός στόλος βύθισε το μεγαλύτερο μέρος του ρωσικού στόλου της Άπω Ανατολής. Τα ελάχιστα πλοία που διασώθηκαν κατέφυγαν στο Πορτ Άρθουρ, το οποίο κατέλαβαν οι Ιάπωνες, αφού πρώτα ο Τόγκο είχε επιβάλλει ναυτικό αποκλεισμό.
Στις 27 – 28 Μαΐου 1905, ο Τόγκο αντιμετώπισε στα στενά της Τσουσίμα το ρωσικό στόλο της Βαλτικής, που είχε καταφέρει να φθάσει στην περιοχή μετά από 7 μήνες και έχοντας διανύσει 18.000 μίλια. Κατά τη διάρκεια της νικηφόρας ναυμαχίας που ακολούθησε, ο Τόγκο τραυματίστηκε, αλλά δεν εγκατέλειψε τη γέφυρα της ναυαρχίδας του, «Μικάσα». Στο τέλος της μάχης, επισκέφθηκε τον αιχμαλωτισθέντα αντίπαλό του, ναύαρχο Ραζεστβένσκυ, και τον παρηγόρησε λέγοντας: «Η ήττα αποτελεί κοινή μοίρα για τους στρατιώτες. Δεν υπάρχει λόγος ντροπής. Το σημαντικό είναι να έχεις επιτελέσει στο ακέραιο το καθήκον σου». Η απόλυτη συντριβή των Ρώσων στα χέρια του Τόγκο, οδήγησε στη νικηφόρα λήξη του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου και στην ανάληψη από τον ναύαρχο, πλέον, Τόγκο της διοίκησης του ιαπωνικού ναυτικού. Επίσης αναγορεύθηκε από τον αυτοκράτορα, σε κόμη και λίγο πριν πεθάνει σε μαρκήσιο. Το 1913, είχε την ιδιαίτερη τιμή να αναλάβει καθήκοντα διαπαιδαγώγησης του διαδόχου του ιαπωνικού θρόνου, Χιροχίτο. Το 1921 αποστρατεύθηκε, αλλά συνέχισε να ασχολείται με το ναυτικό και μάλιστα πρότεινε την αύξηση των πλοίων και του μεγέθους τους, μια πρόταση που υιοθετήθηκε από τους διαδόχους του. Πέθανε από καρκίνο στις 30 Μαΐου 1934 και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη, μια τιμή που στην Ιαπωνία απολάμβαναν μόνο μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Τα πολεμικά ναυτικά της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας, της Κίνας, των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ιταλίας και της Ολλανδίας έστειλαν πλοία, που απέδωσαν τιμές στη μνήμη του νεκρού ναυάρχου, πλέντας στον Κόλπο του Τόκιο.
Ο ηρωικός και αξιόλογος Ρώσος ναύαρχος έμεινε στην ιστορία γιατί υπέστη την πλέον ολοκληρωτική ήττα σε ναυμαχία, μια ήττα που δεν θα μπορούσε να αποτρέψει παρά τις ικανότητές του.
Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1848 και η οικογένειά του ήταν πλούσια και ευγενής. Λίγα είναι γνωστά για την καριέρα του σαν νεαρός αξιωματικός, εκτός από τη φήμη του ως εξαιρετικού πυροβολητή. Επίσης ήταν βετεράνος του ρωσο-τουρκικού πολέμου, στον οποίο είχε διακριθεί. Ως υποναύαρχος, διοικητής του Στόλου της Βαλτικής, ήταν υπεύθυνος για την οργάνωση και διεύθυνση των ιδιαίτερα πετυχημένων γυμνασίων και ασκήσεων πυρών, που έλαβαν χώρα στις 24 Ιουλίου 1902, προς τιμήν του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄, εξαδέλφου του Τσάρου Νικολάου Β΄. Ο επιβλητικός υποναύαρχος επεδείκνυε αυτοσυγκράτηση με τους ανωτέρους του και χαρακτηριζόταν από αποφασιστικότητα και σιδηρά πειθαρχεία, όμως η συμπεριφορά προς τους υφισταμένους του ήταν σκληρή και είχε δίκαια κερδίσει το προσωνύμιο «τρελός σκύλος». Οξύθυμος και σαρκαστικός, συνήθιζε μέσα σε εκρήξεις οργής να εκτοξεύει τα κιάλια του από τη γέφυρα του πλοίου και το επιτελείο του φρόντιζε πάντοτε να έχει σημαντικό πλεόνασμα κιαλιών πριν από οποιοδήποτε απόπλου.
Τα αναμφίβολα προσόντα του, οδήγησαν τον Τσάρο στην απόφαση να του εμπιστευτεί μια αποστολή που φαινόταν αδύνατη: Να πλεύσει με ένα στόλο αποτελούμενο από ατμόπλοια που χρησιμοποιούσαν για την πρόωσή τους κάρβουνο, διανύοντας 18.000 μίλια από το Λιμπάου έως τη ρωσική ναυτική βάση του Πορτ Άρθουρ, για να αντιμετωπίσει το σύνολο του ιαπωνικού στόλου στην Άπω Ανατολή. Ο Ραζεστβένσκυ είχε επίγνωση της τραγικής κατάστασης τόσο των πλοίων, όσο και των πληρωμάτων του. Για κάποια πλοία, αυτό θα ήταν το πρώτο τους ταξίδι με αποτέλεσμα να μην έχουν εκτελέσει ποτέ πυρά και ο ναύαρχος προσπάθησε να εκπαιδεύσει τα πληρώματα, τόσο κατά τη διαδρομή, όσο και πριν αποπλεύσουν. Επίσης γνώριζε ότι λόγω της βρετανο-ιαπωνικής συμμαχίας, θα αντιμετώπιζε σοβαρές δυσχέρειες στην προσπάθεια ανεφοδιασμού του με καύσιμα και γι’ αυτό οργάνωσε ένα σύστημα ανεφοδιασμού εν πλω.
Έχοντας στη διάθεσή του τέσσερα νεότευκτα θωρηκτά, τύπου «Μποροντίνο», επέλεξε ένα από αυτά («Πρίγκιπας Σουβόρωφ») για πλοίο έδρας διοικητού. Συνολικά διέθετε 8 θωρηκτά, 3 παράκτια θωρηκτά, 8 καταδρομικά, 9 αντιτορπιλικά και το πλοίο επισκευών «Καμτσάτκα», ένα από τα χειρότερα πλοία σε επίπεδο εκπαίδευσης στην παγκόσμια ιστορία! Στη Βόρεια Θάλασσα τα ανεκπαίδευτα ρωσικά πληρώματά νόμιζαν ότι δεχόντουσαν επίθεση από τον ιαπωνικό στόλο και παραλίγο να βυθίσουν ένα στολίσκο από βρετανικές ανεμότρατες. Εν πλω, ο Ραζεστβένσκυ πληροφορήθηκε την προαγωγή του σε αντιναύαρχο, αλλά και ότι μετά την αποφασιστική ναυμαχία την οποία θα διεξήγαγε, θα έπρεπε να επαναπλεύσει στο Βλαδιβοστόκ και να παραδώσει τη διοίκηση του στόλου στο ναύαρχο Μπιρίλωφ.
Στις 27 Μαΐου 1905 ο στόλος του Ραζεστβένσκυ συναντήθηκε με τον ιαπωνικό στόλο του Τόγκο και έλαβε χώρα η ναυμαχία της Τσουσίμα. Ο Ρώσος ναύαρχος τραυματίστηκε νωρίς στη μάχη και δεν μπόρεσε να συνεισφέρει όσο θα ήθελε και ο αντικαταστάτης του, υποναύαρχος Νεμπογκατώφ, παρέδωσε την επόμενη μέρα όσα πλοία δεν είχαν ήδη βυθιστεί. Ο Ραζεστβένσκυ συνελήφθη, αλλά ο Τόγκο του φέρθηκε ιπποτικά και γρήγορα ο ναύαρχος επέστρεψε στην Ρωσία.
Το 1906 έλαβαν χώρα δίκες με στόχο την απόδοση ευθυνών για τη συντριβή της Τσουσίμα και ο Ραζεστβένσκυ ανέλαβε την πλήρη ευθύνη της, παρότι οι δικαστές στόχευαν στη χρησιμοποίηση του Νεμπογκατώφ ως «αποδιοπομπαίου τράγου». Τελικά, ο Ραζεστβένσκυ αθωώθηκε και ο Νεμπογκατώφ καταδικάστηκε σε δεκαετή κάθειρξη. Ο Ρώσος ναύαρχος πέθανε στις 14 Ιανουαρίου 1909 στην Αγία Πετρούπολη, αφού λίγους μήνες πριν είχε προσκληθεί σε ένα μεγαλοπρεπές μνημόσυνο για να τιμηθεί η μνήμη του!
Ναυμαχία της Τσουσίμα (1905)
Η απόλυτη απομόνωση της Ιαπωνίας μέχρι το 19ο αιώνα, αντικαταστάθηκε στην αυγή του 20ου αιώνα, με ιμπεριαλιστική πολιτική κυριαρχίας στην Άπω Ανατολή. Το 1894 ξέσπασε ο πρώτος επεκτατικός πόλεμος εναντίον της Κίνας, με χτυπήματα στην Κορέα και τη χερσόνησο της Λιαοντόγκ. Κατόπιν ευρωπαϊκών πιέσεων, η Ιαπωνία εγκατέλειψε σχεδόν όλες τις κτήσεις της στον εν λόγω πόλεμο, συμπεριλαμβανομένου του στρατηγικού λιμένα του Πορτ Άρθουρ, στον οποίο οι Ρώσοι δημιούργησαν ναύσταθμο! Οποιαδήποτε διείσδυση της «αυτοκρατορίας του Ανατέλλοντος Ηλίου» στην περιοχή, εμποδιζόταν από τη Ρωσία, η οποία κατόπιν συμφωνίας με την Κίνα, ξεκινούσε την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής στη Λιαοντόγκ, ως συνέχεια του υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου.
Οι Ρώσοι αρνήθηκαν να συνεργαστούν εμπορικά με τους Ιάπωνες και μάλιστα μετέφεραν στην Άπω Ανατολή σημαντικό αριθμό στρατευμάτων. Έτσι οι Ιάπωνες, νιώθοντας ότι θίγονται τα ζωτικά τους συμφέροντα, επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στο ναύσταθμο του Πορτ Άρθουρ, το Φεβρουάριο του 1904, θέτοντας εκτός μάχης δυο θωρηκτά και ένα καταδρομικό. Ο Ιάπωνας ναύαρχος Τόγκο διέλυσε το ρωσικό στόλο της Άπω Ανατολής, νικώντας σε τρεις ναυμαχίες (δυο στην Κίτρινη Θάλασσα στις 23 Ιουνίου 1904 και στις 10 Αυγούστου 1904 και μια στο Ουλσάν στις 14 Αυγούστου 1904) και αποτελειώνοντας τα ελάχιστα πλοία που είχαν εγκλωβιστεί στο Πορτ Άρθουρ, το οποίο έπεσε σε ιαπωνικά χέρια στις 2 Ιανουαρίου 1905.
Όσο οι Ιάπωνες πολιορκούσαν το Πορτ Άρθουρ, ο Τσάρος διέταξε την αποστολή του μεγαλύτερου μέρους του στόλου της Βαλτικής, που μετονομάστηκε σε «Δεύτερη Μοίρα Ειρηνικού», στην Άπω Ανατολή, ώστε μαζί με τα υπολείμματα της «Πρώτης Μοίρας Ειρηνικού» (ουσιαστικά του στόλου της Άπω Ανατολής), να νικήσει τους Ιάπωνες σε μια αποφασιστική ναυμαχία. Το στόλο της Βαλτικής, που βρισκόταν σε κακή κατάσταση τόσο από πλευράς πλοίων, όσο και από πλευράς πληρωμάτων, θα διοικούσε ο εξαίρετος ναύαρχος Ραζεστβένσκυ. Ο στόλος αυτός απέπλευσε στις 15 Οκτωβρίου 1904 και για να μην τελεί σε κατάσταση ομηρίας από τους Βρετανούς, εξαιτίας της χρήσης της διώρυγας του Σουέζ, αναγκάστηκε να τον μοιράσει σε δυο μέρη. Τα παλαιότερα πλοία διήλθαν τη διώρυγα, αλλά τα πλέον σύγχρονα και αξιόπιστα έκαναν τον περίπλου της Αφρικής πριν φθάσουν στην Τσουσίμα. Επί δρομολογίου, ο ρωσικός στόλος απέδειξε την τραγική του κατάσταση όταν σε γυμνάσια πυρών κατά ρυμουλκούμενου στόχου, κανένα πλοίο δεν μπόρεσε να τον πετύχει και μάλιστα το πλοίο έδρας διοικητού κτύπησε το πλοίο που ρυμουλκούσε το στόχο! Την ίδια τύχη είχαν οι τορπιλικές προσβολές, ενώ από λάθος εκτίμηση ένα βράδυ, παραλίγο να οδηγηθεί η Ρωσία σε πόλεμο με τη Μεγάλη Βρετανία, αφού κτύπησε ένα στολίσκο βρετανικών αλιευτικών, τα οποία μπέρδεψε με ιαπωνικά πολεμικά πλοία!
Ο Ραζεστβένσκυ κατάφερε σε κάθε περίπτωση το ακατόρθωτο, δηλαδή να πλεύσει με αυτό το ναυτικό συνονθύλευμα που του είχε διατεθεί, μέχρι την Άπω Ανατολή, με ανεφοδιασμούς σε κάρβουνα εν πλω, διανύοντας 18.000 μίλια. Πριν την τελική αναμέτρηση με τους Ιάπωνες και αφού είχε συνενώσει τα δυο τμήματα του στόλου του, υποχρεώθηκε να «ενισχυθεί» από κάποια πλοία του ναυάρχου Νεμπογκατώφ, τα οποία είχε απορρίψει πριν ξεκινήσει το ταξίδι του, γιατί ήταν τόσο παλιά και αναξιόπιστα, που μάλλον θα δυσχέραιναν τις επιχειρήσεις. Μάλιστα ο Ρώσος ναύαρχος τα είχε χαρακτηρίσει «αυτοβυθιζόμενα»!
Με δεδομένο ότι το Πορτ Άρθουρ είχε πέσει, ο ρωσικός στόλος θα κατευθυνόταν στο Βλαδιβοστόκ, μέσω των στενών της Τσουσίμα, μια επιλογή που είχε εύκολα μαντέψει ο αντίπαλός του και ετοιμαζόταν να διεξάγει εκεί την αποφασιστική του ναυμαχία. Έτσι στις 27 Μαΐου συναντήθηκαν οι δυο στόλοι, με την ακόλουθη σύνθεση: Ο Ραζεστβένσκυ διέθετε 8 θωρηκτά, 3 παράκτια θωρηκτά, 8 καταδρομικά και 9 αντιτορπιλικά και ο Τόγκο μόνο 4 θωρηκτά, αλλά 27 καταδρομικά, 21 αντιτορπιλικά και μεγάλο αριθμό τορπιλακάτων. Το πρωί, στις 6:30, ο Τόγκο έστειλε το ακόλουθο λιτό σήμα στο Τόκιο: «Ο εχθρός εντοπίστηκε. Ο στόλος μας προχωρά για να επιτεθεί και να τον καταστρέψει».
Η ναυμαχία ξεκίνησε αρκετά αργότερα, όταν το μεσημέρι περί τις 2:45 ο Τόγκο επιτέθηκε, εφαρμόζοντας την περίφημη τακτική «‘Τ’ του Νέλσονα», δηλαδή όταν πέρασε με όλα τα πλοία του κάθετα από το σχηματισμό μάχης των Ρώσων, αποκτώντας το πλεονέκτημα να μπορεί να βάλλει εναντίον τους με δυο πυροβόλα και να δέχεται πυρά μόνο από τα πρωραία ρωσικά πυροβόλα. Κατά την κίνηση, το πρώτο πλοίο που κτυπήθηκε ήταν η ιαπωνική ναυαρχίδα, το θωρηκτό «Μικάσα», το οποίο όμως δεν έπαθε σοβαρή βλάβη. Οι Ιάπωνες εκτός από καλύτεροι πυροβολητές χρησιμοποιούσαν και εκρηκτικά βλήματα, σε αντίθεση με τους Ρώσους που χρησιμοποιούσαν κρουστικά. Μετά τη βύθιση του πρώτου ρωσικού θωρηκτού, «Μποροντίνο», κτυπήθηκε και η ρωσική ναυαρχίδα «Πρίγκιπας Σουβόρωφ» και ο ναύαρχος Ραζεστβένσκυ ετέθη εκτός μάχης, με το ναύαρχο Νεμπογκατώφ να τον αντικαθιστά. Πριν νυχτώσει οι Ιάπωνες με απόλυτη επιτυχία βύθισαν τα θωρηκτά «Οσλυάμπυα», «Αυτοκράτωρ Αλέξανδρος Γ΄» και το «Πρίγκιπας Σουβόρωφ».
Τη νύκτα, ο Τόγκο ξεκούρασε τα θωρηκτά του και εξαπέλυσε την επίθεση 21 αντιτορπιλικών και 37 τορπιλακάτων από τις 8:00 έως τις 11:00. Όταν σε κάποια φάση φάνηκε να ξεφεύγουν οι Ρώσοι και να απομακρύνονται ανενόχλητοι, άναψαν τους προβολείς τους, θεωρώντας ότι κινδυνεύουν και εντοπίστηκαν εκ νέου. Το πρωί βρήκε βυθισμένο το θωρηκτό «Ναβαρίνο» και σε κατάσταση διάλυσης το θωρηκτό «Σισόυ Βελίκι» και τα καταδρομικά «Ναύαρχος Νακίμωφ» και «Βλαδίμηρος Μονομάχος», με ιαπωνικές απώλειες μόνο τριών τορπιλακάτων.
Το ερχόμενο πρωί εμφανίστηκαν τα ιαπωνικά θωρηκτά και καταδρομικά για να ολοκληρώσουν το έργο της καταστροφής του ρωσικού στόλου. Πέντε αντιτορπιλικά και το καταδρομικό «Σβετλάνα» βυθίστηκαν εύκολα και ο Ρώσος ναύαρχος Νεμπογκατώφ παρέδωσε τον υπόλοιπο στόλο, ήτοι 4 θωρηκτά και 1 αντιτορπιλικό. Το παράκτιο θωρηκτό «Ναύαρχος Ουσακώφ» και το καταδρομικό «Ντιμίτρι Ντανσκόι» αρνήθηκαν να παραδοθούν και τελικά βυθίστηκαν. Το καταδρομικό «Ιζουμρούντ» προσάραξε σε μια σιβηρική ακτή, τρία καταδρομικά παραδόθηκαν στη Μανίλα των Φιλιππίνων σε Αμερικάνους και το καταδρομικό «Αλμάζ» κατάφερε να φτάσει στο Βλαδιβοστόκ, μαζί με δυο αντιτορπιλικά. Η εικόνα της απόλυτης ρωσικής καταστροφής συμπληρώνεται αν προσθέσουμε τους 4.380 νεκρούς και 5.920 αιχμαλώτους, με αντίστοιχες ιαπωνικές απώλειες 117 νεκρών και 583 τραυματιών.
Ξεκινώντας από κάποια τακτικά συμπεράσματα, η εκπαίδευση και το ηθικό ήταν βασικοί παράγοντες της ιαπωνικής επιτυχίας. Επίσης, συγκριτικό πλεονέκτημα αποτελούσε η ευελιξία των ιαπωνικών πλοίων που μπορούσαν να αναπτύξουν ταχύτητα 16 κόμβων έναντι των ρωσικών που λόγω της στριδώνας στα ύφαλα των πλοίων μετά από το τεράστιο ταξίδι τους, περιοριζόντουσαν σε ταχύτητα μόλις 9 κόμβων. Η χρήση ανώτερης τακτικής, πυροβόλων μεγαλύτερου διαμετρήματος και εκρηκτικών βλημάτων ήταν επίσης καταλυτική.
Η άμεση συνέπεια της ναυμαχίας ήταν η νίκη στον ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο, η διάλυση της ρωσικής ναυτικής ισχύος και η αναγνώριση της Ιαπωνίας ως μιας παγκόσμιας δύναμης με ισχυρότατο ναυτικό. Οι πολιτικές συνέπειες στη Ρωσία ήταν το ξέσπασμα της στάσης του 1905, προπομπού της Οκτωβριανής επανάστασης του 1917 και η μηδενική ανοχή σε άλλη «ταπείνωση», που έπαιξε ρόλο στη λανθασμένη διαχείριση κρίσης που οδήγησε στο ξέσπασμα του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Στην Ιαπωνία, αντίστοιχα, καλλιεργήθηκε το αίσθημα της ανωτερότητας έναντι των Ευρωπαίων και του αήττητου, κάτι που βοήθησε αργότερα στην απόφαση της χώρας να πολεμήσει κατά άλλων δυτικών ναυτικών δυνάμεων στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και ιδιαίτερα κατά των Η.Π.Α.