Του Δρος Αριστείδη Γ. Διαμαντή
Η Επανάσταση του Εικοσιένα υπήρξε ο σπινθήρας, που πυροδότησε το κίνημα του Φιλελληνισμού. Ο υπέρμετρος θαυμασμός των ξένων για τον πολιτισμό της κλασικής αρχαιότητας απέκτησε περισσότερο ελληνοκεντρικό προσανατολισμό και οι επαναστατημένοι Έλληνες ταυτίστηκαν με τους αρχαίους τους προγόνους. Ο αγώνας τους ερέθισε τη φαντασία, συγκίνησε και αναστάτωσε τους λαούς, συντάραξε τις πολιτικές των ξένων κυβερνήσεων και οι πολίτες των χωρών τους εκδηλώθηκαν με χιλιάδες τρόπους υπέρ της ελληνικής ανεξαρτησίας∙ το ενδιαφέρον τους ξαπλώθηκε και έγινε παγκόσμιο και έφτασε ως τα πέρατα της γης.
Αυτή η ιδεαλιστική και ρομαντική κίνηση, που παρέσυρε τα συναισθήματα του πολιτισμένου κόσμου για να συνδράμει τον αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων, εκδηλώθηκε με πολλούς τρόπους∙ με την κάθοδο εθελοντών, προκειμένου να μετάσχουν στις στρατιωτικές και ναυτικές επιχειρήσεις, με φλογερά άρθρα στον διεθνή Τύπο και την ίδρυση Φιλελληνικών Κομιτάτων και χρηματικούς εράνους υπέρ του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Οι αγώνες των Ελλήνων και οι νίκες τους στη στεριά και τη θάλασσα, η ηρωική Έξοδος του Μεσολογγίου, η καταστροφή της Χίου, η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη, ο θάνατος του λόρδου Βύρωνα στο πλευρό των πολιορκημένων Ελλήνων και τόσα άλλα γεγονότα συνέτειναν στη διαμόρφωση ενός διεθνούς φιλελληνικού κλίματος. Ενθουσιώδεις φοιτητές, γιατροί, παλαίμαχοι αξιωματικοί και στρατιώτες εγκατέλειψαν τις χώρες τους, προκειμένου να μεταβούν στην Ελλάδα ως εθελοντές. Οι έρανοι δεν ήταν προνόμιο της αριστοκρατίας. Ακόμη και οι απλοί άνθρωποι προσέφεραν από το υστέρημά τους για την ενίσχυση του Αγώνα, που διεξήγαγε ένας χριστιανικός λαός για την απελευθέρωσή του από τον οθωμανικό ζυγό.
Η αποστολή ξένων εθελοντών στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα υπήρξε από τις σημαντικότερες εκφάνσεις του Φιλελληνικού Κινήματος. Με την έναρξη της Επανάστασης πολλοί ξένοι θα πλαισιώσουν τους επαναστατημένους αγωνιστές με σκοπό να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Ιδεολόγοι αλλά και παροπλισμένοι βετεράνοι των Ναπολεόντειων Πολέμων συγκρότησαν τα πρώτα στρατιωτικά φιλελληνικά τμήματα, που κατήλθαν στην επαναστατημένη Ελλάδα. Οι εντυπώσεις τους από την Επανάσταση δεν ήταν πάντοτε και οι καλύτερες. Συχνά απογοητευμένοι από την έλλειψη οργάνωσης και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης εγκατέλειψαν τη χώρα μας, ενώ όσοι παρέμειναν, κατανοώντας τις αδυναμίες των αγωνιζομένων για την ελευθερία τους, τάχθηκαν στο πλευρό τους και ταυτίστηκαν μαζί τους. Η συμβολή τους στην οργάνωση του ελληνικού στρατού και ναυτικού και την εκπαίδευση των ατάκτων επαναστατών υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική.
Το παρόν άρθρο δεν αποσκοπεί στην εξιστόρηση της δράσης των φιλελλήνων αγωνιστών, επιφανών και μη, που έλαβαν μέρος και διακρίθηκαν στις διάφορες μάχες και ποικίλες φάσεις του Αγώνα αλλά ενός Ελβετού, που εγκατέλειψε το πάτριο έδαφος, την οικογένειά του, τις κλινικές και τους χώρους της επιστημονικής του έρευνας, προκειμένου να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του στην αιμορραγούσα και ασθμαίνουσα επαναστατημένη Ελλάδα, ενώνοντας τις δυνάμεις του με εκείνες των Ελλήνων αγωνιστών.

Ο Λουδοβίκος-Ανδρέας Γκος (Louis–André Gosse, 1791-1873) θεωρείται η πιο σημαντική προσωπικότητα των Ευρωπαίων φιλελλήνων γιατρών, που συμμετείχαν ενεργά στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Γεννήθηκε στη Γενεύη από πατέρα φαρμακοποιό, σπούδασε ιατρική στο Παρίσι, από το 1811 έως το 1816, και ένα χρόνο αργότερα περάτωσε τη διδακτορική του διατριβή. Μετά την οριστική του εγκατάσταση στη Γενεύη, το 1820, και ενώ ασκεί το ιατρικό επάγγελμα, αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική ως μέλος του κόμματος των Φιλελευθέρων και πρωτοστατεί στην ίδρυση της εφημερίδας «Journal de Genève», η οποία υπήρξε η φωνή του φιλελληνισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη. Λίγο αργότερα, γνωρίζει τον θερμό φιλέλληνα Γαλλοελβετό τραπεζίτη και μεγάλο ευεργέτη του ελληνικού έθνους Ιωάννη-Γαβριήλ Εϋνάρδο (Jean-Gabriel Eynard, 1775-1863), με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία.
Το 1821, με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, ο Εϋνάρδος ιδρύει την πρώτη φιλελληνική επιτροπή στη Γενεύη και γίνεται ο στυλοβάτης όλων των φιλελληνικών κομιτάτων της Ευρώπης, που θα συμβάλουν στη διαφώτιση της κοινής γνώμης και θα χρηματοδοτήσουν με εράνους την αποστολή εθελοντών και εφοδίων τον Αγώνα των Ελλήνων. Το 1826, ιδρύεται στο Παρίσι φιλελληνικό κομιτάτο υπό την προεδρία του Εϋνάρδου, το οποίο θα προχωρήσει στη συγκρότηση τριμελούς «Ναυτικής Επιτροπής», αποτελούμενης από τον Ανδρέα Μιαούλη (1769-1835), τον Μανόλη Τομπάζη (1784-1831) και τον Γκος, με σκοπό τη διαχείριση των βοηθημάτων των Ευρωπαίων φιλελλήνων. Η Επιτροπή ασκούσε καθήκοντα Ναυαρχείου, διανέμοντας τα εφόδια αποκλειστικά για τις ανάγκες του Επαναστατικού Στόλου, ο οποίος είχε τεθεί κάτω από τις διαταγές του Βρετανού λόρδου ναυάρχου Τόμας Κόχραν (Thomas Cochrane, 1775-1860).
Πρέπει να επισημανθεί ότι ο Γκος δεν υπήρξε απλά η περίπτωση ενός νεαρού ένθερμου φιλέλληνα, ο οποίος επιχειρούσε τα πρώτα του ιατρικά βήματα στη σταδιοδρομία του, αλλά ενός διαπρεπή επιστήμονα εγνωσμένου κύρους στη χώρα του καθώς και στους επιστημονικούς κύκλους της Ευρώπης. Το παρακάτω απόσπασμα από την επιστολή του Εϋνάρδου προς τον Τομπάζη είναι απόλυτα διαφωτιστικό για τη σοφή επιλογή του Γκος: «…Το ξένο μέλος που έχει υποδειχθή, είναι μέλος της Επιτροπής της Γενεύης∙ είναι ο κύριος Gosse, άνθρωπος πολύ ικανός και μορφωμένος, και ακόμη ένας από τους πιο διακεκριμένους γιατρούς της Γενεύης. Επεθύμησε να κατεβή στην Ελλάδα για να προσφέρη δωρεάν στους συμπολίτες σας όλη την βοήθεια του επαγγέλματός του. Δεν θα κανείς να διαλέξη άλλο πιο άξιο πρόσωπο. Ευαρεστηθήτε λοιπόν να τον δεχθήτε ως συνάδελφό σας. Η επιτροπή, αποτελούμενη από τον ναύαρχο Τομπάζη, τον ναύαρχο Μιαούλη και τον κύριο Gosse, θα επιφορτιστή με το να παραλαμβάνη και να διαμοιράζη τις τροφές που αποστέλλονται από τις επιτροπές. Οι τροφές δεν θα είναι δυνατόν να εκτραπούν από τον ειδικό προορισμό τους για τους στόλους που διοικεί ο ναύαρχος Κόχραν».
Η απόφαση του Γκος να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο πλευρό των αγωνιζομένων Ελλήνων πήγαζε από μια βαθιά εσωτερική του ανάγκη για ανθρωπιστική βοήθεια. Ο ίδιος σημειώνει χαρακτηριστικά: «Παρασυρμένος από μια ενθουσιαστική ορμή, που λίγοι μόνο την κατάλαβαν και πολλοί ίσως την έψεξαν, δεν δίστασα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου, αφού πίστεψα πως ενεργώντας έτσι θα ήμουν περισσότερο ωφέλιμος στην ανθρωπότητα παρά μένοντας στην πατρίδα μου, οπού θα ήταν δυνατόν άνετα να αντικατασταθώ για ένα διάστημα… Μπορούσα να μείνω αδιάφορος σ’ ένα τέτοιον ενθουσιασμό;». Στην λαχτάρα του για κάθοδο στην επαναστατημένη Ελλάδα συνετέλεσε και η ενθάρρυνση της μητέρας του, η οποία εμφορούμενη από ανθρωπιστικά ιδεώδη, συμμερίστηκε απόλυτα τον ενθουσιασμό του νεαρού γιατρού, προτρέποντάς τον για αυτή του την απόφαση. Σε επιστολή του ο Γκος από την Ύδρα προς την ηλικιωμένη του μητέρα γράφει: «Σε σένα, αγαπητή μητέρα, θα οφείλω ότι μπόρεσα να φανώ χρήσιμος σε χιλιάδες άτομα. Το θάρρος σου, η αφοσίωσή σου μου επιτρέπουν να τρέξω σε βοήθεια των δυστυχισμένων υπερασπιστών της Ελλάδας. Χάριτες σου οφείλονται, χάριτες και στην θεία Πρόνοια που μας ενέπνευσε το καλό και που μας βοηθεί να το πραγματοποιήσουμε».

Τον Δεκέμβριο του 1826, ο Γκος αποβιβάζεται στην Ύδρα, μεταφέροντας τρόφιμα, εφόδια, πυρομαχικά και φάρμακα και οργανώνει εφοδιαστικό κέντρο για τις ανάγκες του Στόλου. Δύο μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1827, οι προμήθειες αυτές θα μεταφερθούν υπ’ ευθύνη του στον Πόρο, κατ’ εντολή της Επαναστατικής Κυβέρνησης, η οποία είχε διακρίνει προθέσεις οικειοποίησής τους από τους Υδραίους, που πίεζαν προς τον σκοπό αυτό. Τον Μάρτιο του 1827, ο Κόχραν καταφθάνει στην Ελλάδα και ο Γκος διορίζεται Γενικός Επιμελητής του Στόλου. Η συνεργασία του μεγάλου Ελβετού φιλέλληνα με τον Κόχραν, με τον οποίο συνδέθηκε στενά με φιλία, του άφησε ωραίες αναμνήσεις, όπως ο ίδιος σημειώνει στο ημερολόγιό του.
Η μετακίνηση του Γκος στον Πόρο σηματοδοτεί και τη δημιουργία πρώτου πολεμικού ναυστάθμου στον ελλαδικό χώρο. Στο υπ’ αριθμό 10133/15.03.1829 έγγραφο του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια (1776-1831) προς το Υπουργικό Συμβούλιο αναφέρονται τα κάτωθι: «Η εν Πόρω επί των Ναυτικών Επιτροπή εσυστήθη κατά πρώτον παρά της Κυβερνήσεως δια να θεωρήση μερικάς αναγκαίας υποθέσεις, αίτινες επήγαζον εκ της ληψοδοσίας του λόρδου Κόχραν. Μετά ταύτα διά να συμμαζευθή το υλικόν του Ναυτικού έδωκεν αφορμήν εις την σύστασιν του Ναυστάθμου, την επιτήρησιν του οποίου επεφορτίσθη η ιδία επιτροπή. Αυτή εσύγκειτο εκ διαφόρων μελών, είχε συνεργάτην και τον μακαρίτην Άστιγγα, πολλάκις δε και ο ιατρός Γκός επεφορτίζετο να συμπράττη ωσαύτως, αλλ’ ο κύριος Τομπάζης είναι ο μόνος όστις κατά συνέχειαν εβάστα το βάρος της εργασίας ταύτης».
Το 1829, η τριμελής Επιτροπή διευρύνεται με την προσθήκη τριών νέων μελών, των φιλελλήνων Βαυαρού συνταγματάρχη Έϊδεκ (Karl Wilhelm von Heidek, 1832-1862), του Βεστφαλού Χόφμαν (Koerring Hoffman) και του Γάλλου γιατρού Μπαγί (Étienne-Marin Bailly, 1796-1837). Ο διορισμός του Γκος στη θέση του Γενικού Επιμελητή του Στόλου αποτέλεσε σοφή επιλογή. Με εισήγησή του κατασκευάστηκαν αποθήκες πολεμοφοδίων, φούρνοι παρασκευής διπυρίτη άρτου (γαλέτας) για τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων και αποθήκες υγειονομικού και φαρμακευτικού υλικού, που έφερε από τη Μασσαλία. Ο Γκος, παράλληλα με τις υποχρεώσεις του Επιμελητή, ίδρυσε φαρμακείο και άσκησε επιτυχώς και τα καθήκοντα του γιατρού, φροντίζοντας και περιθάλποντας ασθενείς και τραυματίες των πληρωμάτων των πολεμικών πλοίων.
Ο ίδιος σημειώνει: «Έκτοτε έλαβον την θέσιν Γενικού Επιτρόπου (Commissaire) του στόλου και ησχολήθην εις την εις Πόρον μεταφοράν των αποθηκών και προμηθειών μας. Τη συμπράξει του Κυρίου Μανώλη Τομπάζη και τη βοηθεία Βεστφαλού φιλέλληνος τον οποίον εγνώρισα μόνον υπό το όνομα Koerring διέταξα να κατασκευασθώσι φούρνοι διά παξιμάδια, ναύσταθμος διά το ναυτικόν, κανονιοφόροι λέμβοι προς φύλαξιν των παραλίων, ενώ συγχρόνως παρείχον τροφάς εις την εκστρατείαν των Αθηνών, και τα αναγκαία χρήματα προς συντήρησιν της φρεγάτας “Ελλάδος” και ενός ατμοπλοίου, ή προς επισκευήν των Υδραϊκών και Σπετσιωτικών πλοίων και των πυρπολικών του Κανάρη. Αι διοικητικαί αύται ασχολίαι δεν με εμπόδιζον να εξασκώ τον ιατρικόν προορισμόν μου. Άλλοτε χειρούργος και άλλοτε παθολόγος ή φαρμακοποιός, ενοσήλευσα τον Καραϊσκάκην θανασίμως πληγωθέντα και παρευρέθην εις τας τελευταίας στιγμάς του νεαρού Ναπολέοντος, υιού του Λουκιανού. Από την υπογραφήν εγγράφων τροφοδοσιών, ή την διανομήν πυροβόλων, σφαιρών, ή εις επισκέψεις πυρεσσόντων, χρέη αντίθετα πολλάκις δε πολύ δυσάρεστα και πάντοτε επίπονα. …Εκανόνισα συγχρόνως την υγειονομικήν υπηρεσίαν του σχολείου των ορφανών (college) και ίδρυσα με τα φάρμακα τα οποία είχον αγοράσει εις Μασσαλίαν φαρμακείον εν τω Ναυστάθμω…».
Όλες οι αποθήκες και οι υπηρεσίες του υποτυπώδη αυτού ναυστάθμου καθώς και της μικρής νοσηλευτικής μονάδας και του φαρμακείου στεγάστηκαν σε ιδιωτικά οικήματα ή πρόσθετα παραπήγματα, τα οποία είχαν νοικιαστεί για τον λόγο αυτό, όπως έχει καταχωρίσει, στα «Χρονικά του Ελληνικού Β. Ναυτικού 1833-1873», ο ναύαρχος και ακαδημαϊκός μας Δημήτριος Φωκάς (1886-1966)∙ «…Το Νοσοκομείον και το Φαρμακείον είχον εγκατασταθεί εις ιδιωτικάς οικίας ενοικιασθείσας εν αυτώ τω κέντρω της πόλεως του Πόρου. Το δε πυροβολικόν ευρίσκετο και τούτο εκτός του Ναυστάθμου εις ιδιωτικόν τινα περίβολον ειδικώς ενοικιασμένον…». Ας σημειωθεί ότι τα οικήματα αυτά θα αποτελέσουν αργότερα τον πυρήνα για την ίδρυση του πρώτου πολεμικού ναυστάθμου στον Πόρο, τον Ιούλιο του 1829, όπως αναφέρεται στην έκθεση «Περί συστάσεως του πρώτου Ελληνικού Ναυστάθμου στον Πόρο» του διακεκριμένου γιατρού και πολιτικού Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου (1791-1865), αρμοδίου για θέματα του Ναυτικού, εκείνη την εποχή, και μέλους του «Γενικού Φροντιστηρίου», το οποίο είχε στη δικαιοδοσία του το σύνολο των ναυτικών υπηρεσιών του υπό σύσταση ναυστάθμου.
Οι υποτυπώδεις εγκαταστάσεις του ναυτικού νοσοκομείου στον Πόρο φιλοξένησαν και νοσήλευσαν όχι μόνο ασθενείς και τραυματίες από τα πληρώματα των πλοίων του Εθνικού Στόλου και των συμμαχικών δυνάμεων αλλά και κατοίκους του νησιού και των γύρω περιοχών, αποδεικνύοντας έτσι, ακόμη και σε τέτοιες ταραγμένες εποχές, τη θέση των στρατιωτικών νοσοκομείων απέναντι στο κοινωνικό σύνολο.
Η αξία, την οποία απέδωσε με τον χρόνο η Κυβέρνηση στη λειτουργία του Ναυστάθμου στον Πόρο, καταφαίνεται σε απόσπασμα του ιδίου του Γκος: «…Είχε μεγάλην σπουδαιότητα διά την Κυβέρνησιν η προφύλαξις του Πόρου, λιμένος του Ναυτικού και εντευκτηρίου των συμμάχων πολεμικών πλοίων, εκ του απειλούντος κινδύνου, δι’ ό και επεδίωξα τον σκοπόν τούτον. Οι ιατροί του τόπου είχον αμφιβολίας περί του τρόπου της θεραπείας της νόσου, και η εφαρμογή των ιατρικών θεωριών μου εις την πανώλην προσείλκυσε την προσοχήν των και εδικαιολόγησε τας προβλέψεις μου με τρόπον θριαμβευτικόν. Δεν επρόφθασαν να εξαλειφθώσι οι σοβαροί φόβοι τους οποίους μας επροξένησεν η εμφάνισις της αιγυπτίας μάστιγος, όταν επιδημία κακοήθους πυρετού παρουσιάσθη εις Πόρον, ήτις και πάλιν μοι έδωκεν ασχολίας…».
Τα πρώτα κρούσματα της πανώλης παρουσιάστηκαν στην Ύδρα, τον Απρίλιο του 1828, όταν άνδρες του πληρώματος υδραϊκής γολέτας, που είχε μεταφέρει Έλληνες αιχμαλώτους από τη Μεθώνη και Κορώνη, προσβλήθηκαν και κάποιοι από αυτούς έχασαν τη ζωή τους από την «πανούκλα των φτωχών», όπως ονομάστηκε τότε η αρρώστια, που έπληττε τους στρατιώτες του Ιμπραήμ Πασά (1789-1848). Παρά τα σκληρά μέτρα που έλαβαν οι πρόκριτοι της Ύδρας για τον περιορισμό της θανατηφόρου νόσου, εντούτοις τα συνεχή κρούσματα, τα οποία επεκτάθηκαν και στα γύρω νησιά, στην Αίγινα και τις Σπέτσες και στη συνέχεια στην Αργολίδα και τα Καλάβρυτα και στο στρατόπεδο των Μεγάρων, υποχρέωσαν τον Καποδίστρια να λάβει αυστηρότερα μέτρα για την καταστολή της με την αποστολή των γιατρών, μεταξύ των οποίων και του Γκος. Η εμπλοκή του τελευταίου ως ιατρού στην καταπολέμηση της νόσου υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική. Η έγκαιρη διάγνωση και η απομάκρυνση των αρρώστων αλλά και αυτών, που ήταν ύποπτοι, η δημιουργία λοιμοκαθαρτηρίων και η επιβολή καραντίνας, η καύση των ενδυμάτων των νεκρών, η απαγόρευση των συναθροίσεων ακόμη και στις εκκλησίες καθώς και οι «καυτηριάσεις των οιδημάτων» (sic) των νοσούντων, που εφήρμοζε ο Γκος, συνέτειναν στον περιορισμό της εξάπλωσης της επιδημίας.
Στο βιβλίο του για την πανώλη, η οποία ενέσκηψε στην Ελλάδα εκείνη την εποχή (Relation de la peste qui a régné en Grèce en 1827 et 1828), ο Γκος γράφει: «Ωστόσο, σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, η Α.Ε. ο κυβερνήτης Καποδίστριας έδειξε τη μεγαλύτερη ενεργητικότητα, και έκανε τις μεγαλύτερες θυσίες. Από την πρώτη εμφάνιση της ασθένειας, παντού δημιουργήθηκαν επιτροπές υγιεινής, δημιουργήθηκαν καραντίνες σε όλα τα μέρη και καταρτίστηκε κώδικας υγιεινής. Μοιράστηκαν χρήματα και τρόφιμα στους απόρους, ενώ οι υγιείς πληθυσμοί απασχολήθηκαν σε δημόσια έργα, στάλθηκαν γιατροί όπου υπήρχε ανάγκη και με πυκνή αλληλογραφία η κυβέρνηση γνώριζε επακριβώς τι συνέβαινε, με μια λέξη δεν ξεχάστηκε τίποτε. Έτσι, ο Πρόεδρος, με τη βοήθεια του αδελφού του, του κόμη Βιάρου, και με τις προσπάθειες των κυβερνητών των επαρχιών, τον ζήλο των επισκόπων και των δημογερόντων και την πειθαρχία της μάζας του έθνους, κατόρθωσε να περιορίσει με επιτυχία τη μάστιγα στις διάφορες τοποθεσίες όπου εμφανίστηκε και να θωρακίσει τα επίφοβα σημεία».

Πολλοί σύγχρονοι μελετητές θεωρούν ότι η πραγματεία του Γκος, η οποία δημοσιεύτηκε στο Παρίσι το 1838, αποτελεί ακόμη και σήμερα μια από τις πιο αξιόλογες επιστημονικές μελέτες και αξιόπιστη ιστοριογραφική πηγή σημαντικών πληροφοριών για την υγειονομική κατάσταση της χώρας μας και τον τρόπο καταπολέμησης της πανώλης. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η επιδημία της πανώλης, που κράτησε σχεδόν ένα χρόνο, άφησε πίσω της 783 θύματα επί συνόλου 1113 καταγεγραμμένων κρουσμάτων.
Οι επαφές του Ελβετού φιλέλληνα με τους Ευρωπαίους γιατρούς του Ιμπραήμ, με τους οποίους αντάλλασε γνώσεις, καθώς και η αλληλογραφία που ανέπτυξε με τις ελληνικές αρχές κατά τη διάρκεια της επιδημίας φανερώνουν όχι μόνο τη μεγάλη εκτίμηση, που του είχαν, αλλά και τον επιτυχή του αγώνα για την εξάλειψη της αρρώστιας, η οποία απείλησε τον εξασθενημένο και εξαθλιωμένο ελληνικό πληθυσμό. Ο Καποδίστριας, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του την αξία του, τον έχρισε μέλος της «Εκτάκτου Επιτροπής Υγείας» και έθεσε στη διάθεσή του την απαιτούμενη οικονομική και ιατρική βοήθεια. Με επιστολή του προς τον προσωρινό διοικητή του Πόρου του υποδείκνυε να ακολουθεί στο ακέραιο τις οδηγίες του Γκος για την αντιμετώπιση της πανώλης, ενώ σε άλλη επιστολή του προς τον Γκος του συνιστούσε να βοηθήσει το έργο του διοικητή∙ «Η κυβέρνηση δεν αισθάνεται την ανάγκη να σας παρακαλέση να εκτελέσετε την υπηρεσία που σας ζητεί. Δείξατε τόσο συχνά την αγάπη σας γι’ αυτή την χώρα και τον ζήλο, που σας εμψυχώνει για τα ζητήματά της, ώστε κρίνουμε περιττό να σας επισημάνουμε την σπουδαιότητα των καθηκόντων, τα οποία σας ανέθεσε μια στιγμή τόσο κρίσιμη και τόσο αποφασιστική».
Η συγκινητική και μέχρις αυτοθυσίας ανταπόκριση του Γκος στην καταπολέμηση της νόσου δεν τον άφησε αλώβητο. Στην προσπάθειά του αυτή, εργαζόμενος κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες και υψηλές θερμοκρασίες, προσεβλήθη από ελονοσία, η οποία παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή του. Η βραχεία νοσηλεία του στο αμερικανικό νοσοκομείο, που ίδρυσαν οι Αμερικανοί φιλέλληνες γιατροί Χάου (Samuel Gridley Howe, 1801-1876) και Ρας (John Dennison Russ, 1801-1881) στον Πόρο, η χρήση κινίνου και εν συνεχεία η απολαυστική νυχτερινή βαρκάδα συντροφιά με τον Καποδίστρια, που του δημιούργησε ψυχική ευφορία και η ολιγόωρη ξεκούρασή του σε κάποιο απομονωμένο μοναστήρι της περιοχής συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάρρωσή του. Ο Καποδίστριας και ο Σπυρίδων Τρικούπης (1788-1873), σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη σημαντική συμβολή του στην αναχαίτιση της επιδημίας, του έστειλαν επιστολή, η οποία τελείωνε με τα παρακάτω λόγια: «Εκάνατε πολύ περισσότερα. Γλυτώσατε από τον θάνατο ένα μεγάλο αριθμό κατοίκων του Πόρου κατά την εποχή αυτή, εποχή κακοήθων πυρετών. Παρά λίγο μάλιστα να γίνετε θύμα και σεις ο ίδιος. Σας παρακαλούμε λοιπόν να πάτε να βρήτε ένα καλύτερο τόπο στα νησιά του Αρχιπελάγους, για ν’ αποκαταστήσετε την υγεία σας όσο μπορείτε πιο σύντομα».
Παρά το γεγονός ότι τα εφόδια των αποστολών των ευρωπαϊκών φιλελληνικών επιτροπών προορίζονταν αποκλειστικά για το Ναυτικό, εντούτοις ο Γκος με τη χρηστή διαχείρισή τους συνέβαλε καθοριστικά στη συντήρηση σημαντικών στρατοπέδων της Στερεάς Ελλάδας καθώς και στον απρόσκοπτο εφοδιασμό πολλών εκστρατειών εναντίον των Τούρκων. Με τα χρήματα, που διαχειρίστηκε ο Γκος κατά την παραμονή του στη χώρα μας, αγόρασε χειρουργικά εργαλεία και φάρμακα, αντιμετώπισε τις επισκευαστικές ανάγκες των πολεμικών πλοίων, μίσθωσε αποθήκες για τη στέγαση φαρμακείου και μικρού νοσοκομείου, κατασκεύασε οχυρωματικά έργα στο λιμάνι του Πόρου και ανέλαβε τη μισθοδοσία των ναυτών και των στρατευμάτων του σπουδαίου Βρετανού φιλέλληνα στρατηγού Τσωρτς (Sir Richard Church, 1784-1873).

Από επιστολή του Γκος προς τη μητέρα του, πληροφορούμαστε για τη ζωή και το έργο του εδώ, στον ελλαδικό χώρο∙ «Έχω γίνει ένας αληθινός αρλεκίνος με το να είμαι άλλοτε συμφιλιωτής, σύμβουλος, συντονιστής, γενικός επίτροπος, ταμίας, έμπορος, γραμματικός, γιατρός… Ως προς την καρδιά μου, δεν έχει αλλάξει, σας το βεβαιώνω, και δεν θ’ αλλάξη καθόλου, παρά τη δύναμη των γεγονότων, παρά τις εναντιότητες που μας παρουσιάζονται σε κάθε βήμα». Για τη διπλή του δράση, ως γιατρού και επιμελητή, διαβάζουμε στο ημερολόγιό του: «Αναγκάστηκα έπειτα από την μάχη να κάνω ακρωτηριασμούς πάνω στη γολέτα. Και όσο φρόντιζα τους τραυματίες, έπρεπε να υπογράφω εντολές για την τροφοδοσία των στρατιωτών, επειδή ήμουν και γενικός φροντιστής του στόλου. Επειδή όμως δεν είχα ούτε μελάνι, ούτε πένα, χρησιμοποιούσα το αίμα των πληγωμένων για μελάνι και ένα σπίρτο για πένα». Πράγματι, ο Γκος υπήρξε αεικίνητος και πανταχού παρών σε όλα τα στρατιωτικά, πολιτικά, οικονομικά και ιατρικά δρώμενα της χώρας μας κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα∙ για την πολυπραγμοσύνη και πολυσήμαντη αυτή του δραστηριότητα θα αποκληθεί «Docteur partout».
Το καλοκαίρι του 1829, ο Γκος θα αναχωρήσει για την πατρίδα του. Η κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας τις σπουδαίες υπηρεσίες του στη χώρα μας, θα του απονείμει τον τίτλο του επίτιμου πολίτη Καλαβρύτων και Αθηνών. Ένα χρόνο νωρίτερα, οι κάτοικοι του Πόρου τον τίμησαν, ανακηρύσσοντάς τον «Ποριώτην πολίτην» με τα παρακάτω λόγια: «Ημείς οι πολίται Ποριώται αναγνωρίζοντες εις το υποκείμενον του εξοχωτάτου Ιατρού Κυρίου Λόϊζου Ανδρέου Γκόσε άκρον φιλελληνισμόν, και εκλεκτάς αρετάς, θεωρήσαντες το άοκνον και ενθουσιών πνεύμα του προς σύμπραξιν και κατόρθωσιν των όσα αποβλέπουσι την ωφέλειαν της πατρίδος, τα προς τους ενδεείς φιλάνθρωπα αισθήματά του, και τον προς τον Ιερόν Αγώνα ειλικρινέστατον ζήλον του, πεποιθότες ότι τοιαύτα προτερήματα συντελούσιν όχι ολίγον και προς την ηθικήν των Ελλήνων μεταρρύθμισιν, επιθυμούντες δε με τοιούτον ενάρετον άνδρα να σχετίσωμεν την Νήσον μας, κοινή θελήσει παραδεχόμεθα, και παμψηφεί πολιτογράφομεν Ποριώτην πολίτην τον ειρημένον Ιατρόν Κύριον Λόιζον Ανδρέα Γκόσε, εννοούντες να απολαμβάνη εφεξής καθ’ όλην την έκτασιν τον τίτλον και τα δικαιώματα του γνησίου και αυτόχθονος Ποριώτου. Εις ένδειξιν δε γίνεται το παρόν ενυπόγραφον και ενσφράγιστον».
Στη μικρή μονογραφία του Ιάκωβου Τομπάζη (1849-1947), εγγονού του ναυάρχου Μανόλη Τομπάζη, είναι καταχωρισμένη μια ενδιαφέρουσα ψυχογραφική προσέγγιση του γιατρού André Jacob Duval (1828-1887) για τον Γκος, που δημοσιεύτηκε ως νεκρολογία στη «Journal de Genève», το 1873. Ο Duval, όπως εύκολα θα διαπιστώσει ο σημερινός αναγνώστης, πέτυχε από ορισμένα και μόνον εξωτερικά χαρακτηριστικά να μας δώσει μια σχεδόν ολιστική προσέγγιση της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του μεγάλου Ελβετού φιλέλληνα γιατρού σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο∙ «Πολλάκις έσχομεν αφορμήν να θίξωμεν μερικάς ιδιότητας του χαρακτήρος του, την έκτακτον φυσικήν και διανοητικήν αυτού δραστηριότητα, την δίψαν προς την παιδείαν, την μετ’ επιμονής σπουδήν ειδικών τινων ζητημάτων εν τω μέσω των ποικίλων αυτού ασχολιών, το βάθος και την σταθερότητα των πεποιθήσεων, τον γενναιόψυχον ενθουσιασμόν, την εξόχως πρακτικήν αφοσίωσιν, το παράτολμον θάρρος, την μετριοφροσύνην, την καλοκάγαθον αφέλειαν, την αφιλοκέρδειαν και την ακεραίαν τιμιότητα. Οι μη γνωρίσαντες αυτόν προσωπικώς θα εφαντάζοντο ότι τοιούτος ων θα έζη αφωσιωμένος είς τον κάλαμόν του όταν δεν παρεσύρετο εκ της ανάγκης της κινήσεως∙ εν τούτοις δεν έχει ούτως∙ ο Γκος εγνώριζε να ευρίσκη καιρόν δι’ όλα. Συνομιλητής αξιέραστος και ευφυής εν τη κοινωνία, ήτο επίσης ο άνθρωπος της οικογενείας. Κηπουρός εν Mornex, αλλά και τακτικός θαμών εν Γενεύη των αιθουσών του Συλλόγου των Διαλέξεων. Εν μια λέξει εγνώριζε να εργάζεται και εγνώριζε να αναπαύεται, αλλ’ ηγνόει να μένη άεργος. Η εκφραστική και ευκίνητος φυσιογνωμία του, τα αδρά χαρακτηριστικά του, το ταχύ και στερεόν βάδισμά του απεκάλυπτον τω παρατηρητή ατομικότητα διαγεγραμμένην και φύσιν ουδέν έχουσαν το τυπικόν, αι συγκινήσεις της οποίας ήσαν ως εκ τούτου πλειότεραι μεταδοτικαί. Θα ήτο δυσχερές και εις τον πλέον δύσθυμον ν’ αντιστή εις το μεταδοτικόν του αγαθού και ειλικρινούς αυτού μειδιάματος και εις τον πλέον ψυχρόν να μη αισθανθή σπινθήρα τινα της ζωογονούσης αυτόν φλογός. Τα κυριαρχούντα στοιχεία του ηθικού αυτού χαρακτήρος ήσαν η αγάπη προς την αλήθειαν και η απέχθεια προς την αδικίαν. Και αν μας επιτρέπεται να ομιλήσωμεν και περί αυτών τούτων των ελαττωμάτων του δεν υπήρξαν άλλα πλην της υπερβολής αυτών τούτων των προτερημάτων αυτού».

Το 1838, ο Γκος επανήλθε στην αγαπημένη του Ελλάδα, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1841. Για τις εξαίρετες υπηρεσίες, που προσέφερε στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας της πατρίδας μας, ο βασιλιάς Όθων (1815-1867) του απένειμε τον «Αργυρούν Σταυρόν» και το «Αριστείον του Αγώνος».
Στο πλούσιο επιστημονικό έργο του Γκος συγκαταλέγονται ορισμένες σημαντικές δημοσιεύσεις, που αφορούν στην περίοδο της παραμονής του στην Ελλάδα. Εκτός από την περισπούδαστη μελέτη του για την πανώλη, για την οποία έγινε μνεία παραπάνω, ο Γκος δημοσίευσε στατιστικά στοιχεία για τα νησιά του ελληνικού αρχιπελάγους (Documents statistiques sur les îles de l’Archipel grec) και πρόγραμμα σχεδιασμού για τη δημιουργία σχολείων στοιχειώδους εκπαίδευσης στην Ελλάδα (Plan d’organisation des écoles primaries de Grèce), το 1829, καθώς και μελέτη για τις ιαματικές πηγές της Κύθνου (Des eaux minerals et thermals de Thermia en Grèce), το 1835.
Μερικές από τις ενδιαφέρουσες δημοσιεύσεις του είναι η έκθεσή του για τα εθνολογικά και ιατρικά ζητήματα του Περού, που υποβλήθηκε στην Ανθρωπολογική Εταιρεία των Παρισίων, το 1861 (Rapport sur les questions ethnologiques et médicales relatives au Pérou) καθώς και η διατριβή του για τις αρχαίες φυλές του Περού (Dissertation sur les races qui composaient l’ancienne population du Pérou) και η μελέτη για το φυτό κόκα (Monographie de l’Erythroxylon Coca), που εξεδόθησαν την ίδια εποχή. Μια άλλη πρωτότυπη μελέτη του αφορούσε στα πλεονεκτήματα που θα προσέφερε η εξημέρωση της αφρικανικής στρουθοκαμήλου στην Αλγερία (Des Avantages que présenterait en Algérie la domestication de l’autruche d’Afrique), το 1857. Η μελέτη του για τις ρευματοειδείς παθήσεις (Des maladies rhumatoïdes), που παρουσιάστηκε στην Ελβετική Εταιρεία Φυσικών Επιστημών, το 1825, το δοκίμιο του για τις τεχνητές παραμορφώσεις του κρανίου (Essai sur les déformations artificielles du crâne), που δημοσιεύτηκε το 1855, οι μεταρρυθμίσεις που πρότεινε για τις καραντίνες (De la réforme des quarantaines), το 1842, και η μελέτη του για το σωφρονιστικό σύστημα από ιατρική και φιλοσοφική άποψη (Examen médical et philosophique du système pénitentiaire), που είδε το φως της δημοσιότητας το 1837, φανερώνουν ένα ανήσυχο και διερευνητικό πνεύμα, μια προικισμένη ιδιοσυγκρασία, ένα πρωτοπόρο και διορατικό γιατρό με πολυποίκιλες επιστημονικές αναζητήσεις.
Η μελέτη δημοσιευμένων ελληνικών και ξένων αρχειακών πηγών και η ανάγνωση των επιστολών, που αντάλλαξε ο Γκος με τους οικείους του αλλά και τις εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής του για την υπόθεση της Ανεξαρτησίας της χώρας μας καθώς και το ημερολόγιό του, κατατείνουν στο γεγονός ότι ο Ελβετός γιατρός υπήρξε από τις πιο ξεχωριστές περιπτώσεις φιλελλήνων στην Ελλάδα. Η προσφορά του Γκος υπήρξε πολυσχιδής και βαρυσήμαντη. Ήταν αναμφισβήτητα ο έντιμος και δίκαιος διαχειριστής των εφοδίων, που στέλνονταν από τις φιλελληνικές επιτροπές της Ευρώπης, διετέλεσε μέλος διαφόρων επιτροπών και εισηγητής επί ζητημάτων αφορώντων στο νεοσύστατο Ναυτικό, επικεφαλής μικρής ναυτικής μοίρας για την πάταξη της πειρατείας, συνεργάτης και σύμβουλος του ναυάρχου Κόχραν, πρωτοπόρος στον αγώνα εναντίον της πανώλης, πληθωρικός και αεικίνητος κατά τον χρόνο της παραμονής του στη χώρα μας. Σήμερα, ο Γκος θεωρείται ο αδιαφιλονίκητος θεμελιωτής της Υγειονομικής Υπηρεσίας και ο πρώτος Επιμελητής του Ναυτικού.
Βιβλιογραφικές πηγές:
Βακαλόπουλος Κ.Α.: “Σχέσεις Ελλήνων και Ελβετών φιλελλήνων κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Συμβολή στην ιστορία του Ελβετικού Φιλελληνισμού”, Διατριβή επί Διδακτορία, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1975.
Bouvier-Bron M.: “La mission médicale de Louis-André Gosse pendant son séjour en Grèce (1827-1829)”, Gesnerus, 1991; 49(3-4): 343-357.
Διαμαντής Α.Γ.: “Ναυτικό Νοσοκομείο Πόρου”, Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων, 2007; 40: 15-28.
Gosse A.L.: “Relation de la peste qui a régné en Grèce en 1827 et 1828”, AB. Cherbuliez et Cie, Libraires, Paris 1838.
Montandon C.: “Louis-André Gosse et la médecine pénitenciaire”, Gesnerus, 1997; 34: 98-112.
Τομπάζης Ι.Ν.: “Ο Φιλέλλην Ελβετός Ανδρέας Λουδοβίκος Γκος”, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, εν Αθήναις 1910.
Φωκάς Δ.: “Χρονικά του Ελληνικού Β. Ναυτικού (1833-1873)”, Έκδοση Γενικού Επιτελείου B. Ναυτικού, Αθήνα 1923.