- ThePlus Audio
Προδημοσίευση από το υπό σύνταξη βιβλίο του Αντιναυάρχου Π.Ν. ε.α. Α. Κ. Δημητρακόπουλου "Ιστορία του Πολεμικού Ναυτικού, 1940-1950"
Διαβάζοντας την Ιστορία του Πολεμικού Ναυτικού ο αναγνώστης θα αιφνιδιαστεί μαθαίνοντας ότι σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε στην Ελλάδα ένα κομμάτι του Ναυτικού αναγνωρισμένο τόσο από τις δυνάμεις κατοχής όσο και από το επίσημο απόδημο Ναυτικό. Δεν συνεργαζόταν με τον κατακτητή, δεν ήταν μάχιμο και είχε διοικητικής μόνο φύσης αρμοδιότητες. Πρόκειται για τη Γενική Διεύθυνση Ναυτικού, µία υπηρεσία η ύπαρξη της οποίας αγνοείται ακόμη και από την πλειονότητα των στελεχών του Ναυτικού που δεν έζησαν τα φοβερά εκείνα χρόνια.
Μία πρώτη σκέψη για την ίδρυση υπουργείου Εθνικής Άμυνας (και, παράλληλα, Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας) διατυπώθηκε στα τέλη του 1936. Προτάθηκε από τον τότε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού αντιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο. Προ της ισχυρής αντίδρασης του Ναυτικού (η Αεροπορία τήρησε «εκκωφαντική» σιγή) το σχετικό νομοσχέδιο «ενταφιάστηκε». Με τα σημερινά δεδομένα (ιδιαίτερα για μία χώρα με γεωγραφική διαμόρφωση όπως αυτή της Ελλάδας), η μη ύπαρξη εν πολέμω ενιαίας διοίκησης των ενόπλων δυνάμεων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «εγκληματική». Τότε, όμως τα δεδομένα ήταν τελείως διαφορετικά και οι συνθήκες δεν είχαν ακόμη ωριμάσει για έναν τέτοιο «νεωτερισμό»1Για το ζήτημα αυτό βλ. εκτενέστερα στο αντιναυάρχου Α. Δημητρακόπουλου, Ιστορία του Πολεμικού Ναυτικού, 1913-1940, τόμ, Γ΄, σελ. 64.
Τελικά, το εν λόγω υπουργείο συστάθηκε το 1950, αντικαθιστώντας τα τρία κλαδικά υπουργεία, τα οποία, μεταπίπτοντας σε υφυπουργεία, υπάχθηκαν σε αυτό2Α.Ν. 1431 της 8ης Απριλίου 1950 «Περί συστάσεως Υπουργείου Εθνικής Αμύνης» (ΦΕΚ Α΄ 94/1950).. Και όμως, το πρώτο υπουργείο Εθνικής Άμυνας τοποθετείται στην εποχή της Κατοχής. Από την αρχή της πρώτη κατοχικής κυβέρνησης του αντιστρατήγου Γεωργίου Τσολάκογλου υπήρξε και ένα υπουργείο με αυτή την ονομασία, με υπουργό τον υποστράτηγο Γεώργιο Μπάκο3Διάταγμα της 30ής Απριλίου 1941 «Περί διορισμού [… αναφέρεται η σύνθεση της κυβέρνησης Γ. Τσολάκογλου]» (ΦΕΚ Α΄ 147/194, Ελλην. Πολιτ.)..
Τώρα, αν ο αναγνώστης διερωτηθεί γιατί έλαβε αυτή την ονομασία και τι είδους εθνική άμυνα μπορούσε να έχει μία κατεχόμενη χώρα, ο συγγραφέας δεν θα είναι σε θέση να απαντήσει.
Σε αυτό, λοιπόν, το υπουργείο υπάγονταν τρεις γενικές διευθύνσεις, ανά μία για κάθε Κλάδο των ενόπλων δυνάμεων. Κύριο έργο της Γενικής Διευθύνσεως Ναυτικού (Γ.Δ.Ν.) ήταν η μέριμνα και η εν γένει διοικητική παρακολούθηση των κάθε βαθμού στελεχών του Ναυτικού που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα μετά την αποδημία του Στόλου στη Μέση Ανατολή. Έδρευε σε ένα παλαιό κτίριο επί της οδού Κριεζώτου 8 (φέρεται ως η παλιά κατοικία του απόστρατου ναυάρχου Ιωάννη Ηπίτη και, κατά µία πληροφορία, που όμως δεν μπόρεσε να επιβεβαιωθεί, ήταν ιδιοκτησία του Ταμείου Εθνικού Στόλου). Προϊστάμενός της, σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ήταν ο πλοίαρχος Χριστόφορος Κovιάλης (πατέρας του μετέπειτα ναυάρχου Πατρόκλου Κονιάλη), πλαισιωμένος από ολιγάριθμους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. Ο όγκος των στελεχών που «υπηρετούσαν» στη Γ.Δ.Ν. ήταν αποσπασμένος σε διάφορες υπηρεσίες, όπως υπουργεία, δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς, την τοπική αυτοδιοίκηση, τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, λιμεναρχεία, ακόμη και στο... Αστεροσκοπείο και το Νομισματοκοπείο4Ν.Δ. της 28ης Μαΐου 1941 «Περί τακτοποιήσεως των εν ενεργεία αξιωματικών [και ανθυπασπιστών]» (ΦΕΚ Α΄ 180/1941, Ελλην. Πολιτ.).
Οι δραστηριότητες της Γ.Δ.Ν. αφορούσαν στην τακτική μισθοδοσία των στελεχών του Ναυτικού που παρέμεναν στην Ελλάδα και στη συγκαλυμμένη οικονομική ενίσχυση των οικογενειών όσων είχαν ακολουθήσει το Στόλο κατά την αποδημία του ή σταδιακά διέφευγαν στη Μέση Ανατολή. Επίσης, η Γ.Δ.Ν. παρείχε στοιχειώδη τροφοδοσία, είτε µε διανομή βασικών τροφίμων (κυρίως µέσω τού Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού), είτε µε τη λειτουργία υποτυπωδών συσσιτίων. Η παροχή αυτών των υπηρεσιών συντήρησης του ναυτικού προσωπικού και των οικογενειών τους αντιμετωπίστηκε με πολλή επιτυχία από τον διευθυντή Επιμελητείας του Ναυτικού οικονομικό πλοίαρχο Ιωάννη Λαζαρόπουλο5Αντιναυάρχου Δ. Φωκά, Έκθεσις επί της Δράσεως του Β. Ναυτικού κατά τον Πόλεμος 1940-1945, τόμ. Β΄, σελ. 327. Παράλληλα, προσέφερε κάποιο βαθμό ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, µε ένα υποτυπώδες «Ναυτικό Νοσοκομείο» στο επιταγμένο παλαιό «Γαλλικό Νοσοκομείο» που τότε υπήρχε στη λεωφόρο Αλεξάνδρας6Το Γαλλικό Νοσοκομείο είχε ιδρυθεί με χρηματοδότηση της γαλλικής κυβερνήσεως το 1919 και εγκαταστάθηκε σε μισθωμένη έπαυλη που βρισκόταν στο μέσο, περίπου, της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, δεξιά του κατερχομένου προς την Πατησίων, στο ύψος της οδού Κουμανούδη, απέναντι από τη σημερινή Πλατεία Αργεντινής Δημοκρατίας. Διέθετε μόνον 53 κλίνες αλλά οι υπηρεσίες που προσέφερε ήταν υψηλού επιπέδου. Η επίβλεψη της υπηρεσίας και η φροντίδα των ασθενών ανήκε στις καλόγριες του Τάγματος του Αγίου Ιωσήφ (St. Joseph). Εκθειαζόταν δεδομένου ότι παρακολουθούσε τις διεθνείς επιστημονικές εξελίξεις και διέθετε άρτιο εξοπλισμό και ειδικευμένους γιατρούς. Ήταν από τα πρώτα νοσοκομεία στην Ελλάδα που εισήγαγε τις ακτίνες Röntgen και αποκλήθηκε από τον αρχίατρο του Ναυτικού και ακαδημαϊκό Πέτρο Αποστολίδη (Παύλος Νιρβάνας) «Σιωπηλό Νοσοκομείο» λόγω των άψογων συνθηκών φιλοξενίας που εξασφάλιζε στους ασθενείς. Το 1937 θεμελιώθηκε νέο κτήριο, πάλι επί της Αλεξάνδρας, δίπλα στην Υγειονομική Σχολή Αθηνών, στους Αμπελοκήπους. Ο πόλεμος και η μετέπειτα Κατοχή δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωσή του, ενώ, παράλληλα, περιέπεσε σε παρακμή το παλαιό νοσοκομείο.
Πέρα από τα παραπάνω και τα λοιπά θέματα που συνεπάγεται η καθαρώς διοικητικής φύσης παρακολούθηση προσωπικού, η Γ.Δ.Ν. «επόπτευε» το προσωπικό που παρέμενε στην Ελλάδα, µε απώτερο πάντα σκοπό τη δυνατότητα επανένταξής του στο μάχιμο Ναυτικό. Σε αυτό το πλαίσιο εντασσόταν και η εισαγωγή στη Σχολή Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων του Πολυτεχνείου των ναυτικών δοκίμων της 1ης και της 2ας τάξης που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα. Λίγους μήνες αργότερα µε διαταγή τής Γ.Δ.Ν., οι δόκιμοι ονομάστηκαν αρχικελευστές και κατόπιν δόκιμοι σημαιοφόροι λιμενικοί, ώστε, αφ’ ενός µεν να μισθοδοτούνται αφ’ ετέρου δε να παρακολουθήσουν, έστω και μερικά από τα μαθήματα της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, φοιτώντας στη στοιχειώδη «Σχολή Δοκίμων Σημαιοφόρων Λιμενικών», η οποία είχε συσταθεί για αυτό το σκοπό, λειτουργώντας σε σχολή θηλέων επί της οδού Καντακουζηνού.
Παράλληλα µε αυτές τις «εμφανείς» δραστηριότητες, η Γ.Δ.Ν. βρισκόταν, µε απόλυτη μυστικότητα, σε επαφή µε το αρχηγείο τού Ναυτικού στην Αίγυπτο, τόσο µέσω κωδικοποιημένων ραδιοφωνικών μηνυμάτων, όσο και µε αγγελιοφόρους που συχνά διακινούνταν μεταξύ της Μέσης Ανατολής και της κατεχόμενης Ελλάδας, µέσω Τουρκίας ή µε υποβρύχια. Με αυτές τις «οδούς» η Γ.Δ.Ν. λάμβανε διάφορες οδηγίες, κυρίως για τις προτεραιότητες αποστολής στελεχών από την Ελλάδα, µε σκοπό την ενίσχυση του μαχόμενου απόδημου Ελληνικού Ναυτικού, αλλά και αγγλικές λίρες για την οικονομική κάλυψη αντιστασιακών δραστηριοτήτων. Για τη μεθόδευση των διαφυγών προς τη Μέση Ανατολή είχε συγκροτηθεί µία μυστική οργάνωση διευθυνόμενη από επίλεκτους αξιωματικούς, η οποία, μάλιστα διέθετε και «ιδιόκτητα» ταχύπλοα πετρελαιοκίνητα, µε κυβερνήτες υπαξιωματικούς που πραγματοποίησαν μεγάλο αριθμό επικίνδυνων πλόων προς και από τα τουρκικά παράλια. Πρόκειται για την οργάνωση «Φοξ» για την οποία θα γίνει εκτενέστερος λόγος πιο κάτω σε αυτό το Κεφάλαιο.
Με όλως ιδιαίτερη επιμέλεια, η Γ.Δ.Ν. τηρούσε καταχωρημένα στα Μητρώα τού Γ.Ε.Ν. όλα τα στελέχη τού Ναυτικού που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα και τα διέγραφε µόνο αφού αποδεδειγμένα επιτύγχαναν τη διαφυγή τους στη Μέση Ανατολή. Η επιβεβαίωση της διαφυγής γινόταν από τις συμμαχικές αρχές, που ήταν αρμόδιες για την υποδοχή τους, µε ραδιοφωνικά κωδικοποιημένα μηνύματα. Επρόκειτο για µία από τις σημαντικότερες υπηρεσίες που προσέφερε η Γ.Δ.Ν. δεδομένου ότι, σύμφωνα µε το Πρωτόκολλο της Συνθηκολόγησης, τα εν ενεργεία στελέχη των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων που παρέμεναν στη χώρα θεωρούνταν αιχμάλωτοι πολέμου, εγκλεισμένοι –ούτως ειπείν– στο ευρύτερο «στρατόπεδο» της ελληνικής επικράτειας. Με την ιδιότητα αυτή και σύμφωνα µε τη Σύμβαση της Γενεύης, τούς αναγνωριζόταν το «δικαίωμα» της προσπάθειας «δραπέτευσης».
Η τακτική της Γ.Δ.Ν. να προβαίνει στη διαγραφή των στελεχών τού Ναυτικού μόνο αφού βεβαιωνόταν ότι η διαφυγή είχε ολοκληρωθεί, παρακάμπτοντας τις εντολές των αρχών Κατοχής, οι οποίες προέβλεπαν την άμεση διαγραφή (συνεπαγόμενη την αποστρατεία), έσωσε πολλούς από το θάνατο, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις εκείνες των τότε υποπλοιάρχων Επαμεινώνδα Πανά και Μενέλαου Χριστόπουλου, οι οποίοι τελικά στάλθηκαν σε στρατόπεδα κρατουμένων του Άξονα7Οι τότε υποπλοίαρχοι Ε. Πανάς και Μ. Χριστόπουλος συνελήφθησαν στις αρχές Απριλίου του 194 από τους Γερμανούς κατά την προσπάθεια διαφυγής τους στη Μέση Ανατολή. Τον Ιανουάριο του 1943 καταδικάστηκαν σε θάνατο, τον Μάιο του ιδίου έτους μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο κρατουμένων στην Αυστρία και από εκεί στη Γερμανία, από όπου απελευθερώθηκαν τον Μάιο του 1945 από τα προελαύνοντα αμερικανικά στρατεύματα, επαναπατριζόμενοι μετά δίμηνο στην Ελλάδα. Βλ. και υποναυάρχου Ε. Πανά Τρία Χρόνια στα Χέρια των Ναζί, 1942-1945 και αντιπλοιάρχου Μ. Χριστόπουλου Έπλεοι Πάσης Τιμής. Αναμνήσεις από την Αιχμαλωσίαν μου.
Το ίδιο συνέβη και με τους: πλοίαρχο Μάριο Μητσάκη, αντιπλοίαρχο Κωνσταντίνο Τσάτσο και αρχικελευστή μηχανικό ναυτικό δόκιμο Ιωάννη Πετρόπουλο8Οι πλοίαρχος Μ. Μητσάκης και αντιπλοίαρχος Κ. Τσάτσος συνελήφθησαν τον Ιούλιο του 1943 κατά την προσπάθεια διαφυγής τους, καταδικάστηκαν σε θάνατο και διατάχθηκε η μεταγωγή τους σε στρατόπεδο κρατουμένων σε χώρες τού Άξονα. Σοβαροί λόγοι υγείας δεν επέτρεψαν τη μεταφορά του Μητσάκη στη Γερμανία και παρέμεινε κρατούμενος στην Ελλάδα μέχρι την Απελευθέρωση. Ο Τσάτσος στάλθηκε στην Αυστρία και κατόπιν στη Γερμανία, από όπου απελευθερώθηκε από τα αμερικανικά στρατεύματα στα μέσα Μαΐου του 1945 και επαναπατρίστηκε.
Ο μηχανικός αρχικελευστής ναυτικός δόκιμος Ι. Πετρόπουλος συνελήφθη στα μέσα Απριλίου του 1942 για τον ίδιο ως άνω λόγο και μεταφέρθηκε σε στρατόπεδα της Ιταλίας, από όπου δραπέτευσε τον Σεπτέμβριο του 1943 μετά την ιταλική συνθηκολόγηση. Τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους συνελήφθη από τους Γερμανούς, αλλά πολύ σύντομα απελευθερώθηκε από τα συμμαχικά στρατεύματα και παρουσιάστηκε στη Μέση Ανατολή.
Είναι πιθανόν την αυτή τακτική να ακολουθούσαν και οι Γ.Δ. των άλλων Κλάδων, σε μια ωστόσο περίπτωση, εκείνη του προερχόμενου από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων επισμηναγού Μιχαήλ Ακύλα (που συνελήφθη την ίδια μέρα και κάτω από τις ίδιες συνθήκες με τους Πανά και Χριστόπουλο), τούτο ίσως δεν συνέβη, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί «απλός πολίτης», αποστερούμενος των δικαιωμάτων των εν ενεργεία στρατιωτικών και να οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ίδια τύχη –δηλαδή η εκτέλεση– περίμενε και τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας, των οποίων η διαφυγή αποτελούσε πράξη λιποταξίας από ενεργό υπηρεσία δημόσιας τάξης (βλ. για παράδειγμα τις περιπτώσεις των λιμενικών υποπλοιάρχων Γεωργίου, Κωτούλα, Ηλία Καζάκου κ.ά.). Η διαφυγή στη Μέση Ανατολή συνεπαγόταν την έκδοση Κανονιστικού Διατάγματος κατάσχεσης των περιουσιακών τους στοιχείων, το οποίο δημοσιευόταν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Πολιτείας, ως «αναχωρησάντων άνευ αδείας εις το εξωτερικόν και εις χώρας ευρισκομένας εις εμπόλεμον κατάστασιν προς τας δυνάμεις τού Άξονος». Όπως φαίνεται, ωστόσο, οι αποφάσεις αυτές εξεδίδοντο μεν για «τους τύπους» αλλά παρέμεναν ανεκτέλεστες.
Παρόλες τις δυσκολίες, παρόλους τους κινδύνους που η προσπάθεια συνεπαγόταν, ο αριθμός των Ελλήνων, τόσο στρατιωτικών όσο και ιδιωτών, που διέφυγαν στη Μέση Ανατολή για να ενταχθούν στις ένοπλες δυνάμεις και να συνεχίσουν τον αγώνα κατά του Κατακτητή, υπήρξε εντυπωσιακά μεγάλος. Ακόμη και νεαροί ηλικίας κάτω των 18 ετών αποτολμούσαν τη διαφυγή φλεγόμενοι από την επιθυμία να πολεμήσουν για την ελευθερία της Πατρίδας.
Η Γ.Δ.Ν. προσέφερε κατά την Κατοχή εξαιρετικά αξιόλογες υπηρεσίες, τόσο προς τα στελέχη του Σώματος και τις οικογένειές τους, όσο και προς το μαχόμενο Ναυτικό και τον συμμαχικό αγώνα γενικότερα. Αναγνώριση τούτου υπήρξε και η απονομή στον Πλοίαρχο Χρ. Κονιάλη, καθώς και σε άλλους άνδρες της Γ.Δ.Ν., του Μεταλλίου Εξαίρετων Πράξεων, του Πολεμικού Σταυρού ή και του Αριστείου Ανδρείας.
Οι Ειδικές Οργανώσεις Εθνικής Αντίστασης του Ναυτικού
Εξίσου άγνωστες στο ευρύ κοινό είναι και οι Ειδικές Οργανώσεις Εθνικής Αντίστασης (Ε.Ο.Ε.Α.) που συστάθηκαν από στελέχη τού Ναυτικού στη διάρκεια της Κατοχής.
Κατά τους πρώτους μήνες η αντιστασιακή δράσης αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες λόγω των σοβαρότατων δυσχερειών που δημιουργούσαν οι δεινές συνθήκες της Κατοχής, καθώς και η έλλειψη χρηματικών πόρων και υλικών μέσων. Σιγά-σιγά, όμως, με την υπομονή, την επιμονή και με τη προσέλευση φιλότιμων και ριψοκίνδυνων στελεχών κατορθώθηκε η άνδρωση μυστικών οργανώσεων και η επίτευξη της αναγκαίας επαφής με τις ελληνικές και συμμαχικές αρχές της Μέσης Ανατολής.
Ο τότε πλοίαρχος Ευάγγελος (ή Άγγελος) Μπακόπουλος, παράλληλα με την ιδιότητα του διευθυντή της Υπηρεσίας Φάρων που διατήρησε στη διάρκεια της Κατοχής και με κύριο συνεργάτη τον την εποχή εκείνη πλοίαρχο Δημήτριο Τσάφο, ήταν επικεφαλής μυστικής οργάνωσης9Αναφέρεται ως «Κεραυνός» αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατόν να επιβεβαιωθεί (βλ. Τ. Αθανασιάδη και Ι. Μαραγκουδάκη, Έλληνες Ναυτικοί στην Εθνική Αντίστασταση 1941-1935. Οι Μυστικές Οργανώσεις, οι Αγώνες και οι Θυσίες για την Ελευθερία της Πατρίδας, περιοδικό Ιστιοπλοϊκός Κόσμος, τεύχος 146 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2020). με έργο τη διαφυγή ναυτικού προσωπικού στη Μέση Ανατολή, τη διαβίβαση πληροφοριών προς τους Συμμάχους, τη συντήρηση και την παροχή βοήθειας στις οικογένειες του προσωπικού τού Ναυτικού που βρισκόταν στη Μέση Ανατολή και τη συγκράτηση ενωμένου του προσωπικού, το οποίο παρέμενε στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων, η οργάνωσή του βοήθησε περίπου 6.700 οικογένειες, διένειμε περί τους 132 τόνους τροφίμων και 14.000 κονσέρβες και μοίρασε το αντίστοιχο περίπου 14.000 χρυσών λιρών. Τιμήθηκαν και οι δύο με το Χρυσούν Αριστείον Αδρείας, επειδή: «διά συνεχούς, μακράς, εντατικής, τολμηράς και εξαιρετικώς επικινδύνου ενώπιον του εχθρού προσπαθείας, δι’ ην απητείτο μεγίστη ενεργητικότης, θάρρος και αυτοθυσία, προσέφερον πολλαπλάς εθνικάς υπηρεσίας». Επίσης, στα τέλη τού 1983 τιμήθηκαν με βραβείο τής Ακαδημίας Αθηνών «δι’ εξαίρετον ανθρωπιστικήν και πατριωτικήν ενέργειαν κατά την περίοδον της γερμανικής Κατοχής».
Ο κατά την εποχή εκείνη έφεδρος αντιπλοίαρχος Ευγένιος Βαλασάκης ίδρυσε και διεύθυνε την οργάνωση «Αλίκη» (από το όνομα της συζύγου του) και, μαζί με τους τότε αντιπλοιάρχους Τρύφωνα Κωνσταντινίδη και Κωνσταντίνο Χασιώτη (πατέρα τού αντιναυάρχου Σπυρίδωνος Χασιώτη), καθώς και σημαντικός αριθμός αξιωματικών και υπαξιωματικών του Λιμενικού Σώματος, εργάστηκαν για τη συγκέντρωση και διαβίβαση πληροφοριών προς τις συμμαχικές αρχές. Ο Κωνσταντινίδης τιμήθηκε με το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων, επειδή: «κατά την διάρκειαν της Κατοχής, ταχθείς εις ειδικάς εθνικάς οργανώσεις, δια συστηματικής και επικινδύνου ενώπιον του εχθρού εργασίας, προσέφερε σημαντικάς υπηρεσίας εις τον υπέρ Πατρίδος αγώνα, επιδείξας ευψυχίαν και αφοσίωσιν εις το καθήκον». Ειδικά οι Βαλασάκης και Χασιώτης, οι οποίοι συνεργάστηκαν και με το μυστικό δίκτυο του Μπακόπουλου, για το οποίο έγινε ήδη λόγος, τιμήθηκαν με το Χρυσούν Αριστείον ΑνδρεΙας, με την ίδια αιτιολογία όπως ο Μπακόπουλος. Επίσης, στον Βαλασάκη απονεμήθηκε το παράσημο του Ταξιάρχη τού Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (Order of the British Empire – Ο.Β.Ε.).
Οι τότε αντιπλοίαρχοι Δημήτριος Βαλτινός και Σπυρίδων Λαζαρίμος (ο μετέπειτα επί σειρά ετών καθηγητής Ναυτιλίας στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων), καθώς και ο ανθυποπλοίαρχος τηλεγραφητής Δ. Αλεξόπουλος εργάστηκαν και αυτοί στο χώρο τών πληροφοριών, ενταγμένοι στην ΕΟΕΑ «Όμηρος» του συνταγματάρχη Στυλιανού Κιτριλάκη και συνεργαζόμενοι με το δίκτυο του πλοιάρχου Ε. Μπακόπουλου. Και στους δύο απονεμήθηκε το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων με την ίδια αιτιολογία όπως και για τον Κωνσταντινίδη. Ο Αλεξόπουλος τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας «διότι κατά την διάρκειαν της Κατοχής, διά συνεχούς, μακράς, εντατικής, τολμηράς και εξαιρετικώς επικινδύνου ενώπιον του εχθρού προσπαθείας δι’ ην απητείτο μεγίστη ενεργητικότης, θάρρος και αυτοθυσία, προσέφερε μεγίστας υπηρεσίας εις τον υπέρ Πατρίδος αγώνα. Συλληφθείς υπό των Γερμανών επέδειξε θάρρος, ευψυχίαν και πραγματικήν αφοσίωσιν εις τα ιδεώδη της Πατρίδος».
Ο έφεδρος πλωτάρχης Παναγιώτης Λυκουρέζος συνεργάστηκε με το μυστικό δίκτυο του πλοιάρχου Ε. Μπακόπουλου, ενώ το 1942 συγκρότησε και διετέλεσε αρχηγός της αντιστασιακής οργάνωσης πληροφοριών και δολιοφθορών «Κόδρος», με την οποία διέφυγαν στη Μέση Ανατολή οι Γεώργιος Παπανδρέου, Φίλιππος Δραγούμης, Κωνσταντίνος Βεντήρης, Πέτρος Ράλλης, Θεμιστοκλής Τσάτσος, Γεώργιος Καρτάλης και πολλοί άλλοι πολιτικοί και στρατιωτικοί. Αντιλαμβανόμενος ότι η παραμονή του στην Ελλάδα είχε καταστεί επισφαλής, διέφυγε στη Μέση Ανατολή τον Αύγουστο του 1944, αντικαθιστώμενος από τον προερχόμενο από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων έφεδρο αντισμήναρχο Ανδρέα Κυριακίδη και κατόπιν από τον έφεδρο σημαιοφόρο Μιχαήλ Αβέρωφ (αδελφό τού μετέπειτα υπουργού Ευάγγελου Αβέρωφ). Τιμήθηκε με το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων με την ίδια αιτιολογία όπως οι Κωνσταντινίδης, Βαλτινός και Λαζαρίμος10Για τη δράση της ΕΟΕΑ «Κόδρος» βλ. στο πλωτάρχη Π. Λυκουρέζου Μυστική Οργάνωσις «Κόδρος». Χρονικό από την Εθνικήν Αντίστασιν, αυτοέκδοση, Αθήνα, χ.χ.
Ο έφεδρος πλοίαρχος Αλέξανδρος Λεβίδης ίδρυσε και διεύθυνε τη δράση της οργάνωσης διαφυγών «Μαλέας» και συνεργάστηκε με το μυστικό δίκτυο τού Μπακόπoυλoυ, καθώς και με την οργάνωση δολιοφθορών «Μίδας 614» του θρυλικού ταγματάρχη Ιωάννη Τσιγάvτε. Στη συνέχεια, έχοντας διαφύγει στη Μέση Ανατολή, διεύθυνε το Κλιμάκιο Πληροφοριών Σμύρνης και, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (Σεπτέμβριος 1943), πέτυχε την προσχώρηση στους Συμμάχους των ιταλικών δυνάμεων της Σάμου και άλλων παρακείμενων νήσων. Τελικά, προδομένος, συνελήφθη σε αποστολή στην Ικαρία από τις δυνάμεις τού Άξονα και εγκλείστηκε σε στρατόπεδο στην Γερμανία, από όπου απελευθερώθηκε τον Απρίλιο του 1945 από τα προελαύνοντα αμερικανικά στρατεύματα11Για την ΕΟΕΑ «Μαλέας» και τη μετέπειτα δράση τού επικεφαλής της, τότε πλοιάρχου, Αλεξάνδρου Λεβίδη βλ. και στην αφήγησή του στο αντιναυάρχου Α. Δημητρακοπούλου Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Πολεμιστές τούΝαυτικού Θυμούνται…, τόμ. Γ΄, σελ. 55.[.mfn]
Τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας, για: «ηρωικήν μέχρις αυτοθυσίας απόδοσιν επί του πεδίου της μάχης προς απελευθέρωσιν των ελληνικών νήσων, τον Σεπτέμβριον 1943, κατά την συνθηκολόγησιν της Ιταλίας». Παράλληλα, του απονεμήθηκε και το παράσημο του Ταξιάρχη τού Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (Order of the British Empire).
Δεν πρέπει να παραλειφθεί και η οργάνωση πληροφοριών και δολιοφθορών «Προµηθεύς ΙΙ», διάδοχος της οργάνωσης «Προμηθεύς Ι» του συνταγματάρχη Ευριπίδη Μπακιρτζή. Επικεφαλής ήταν ο κατά την εποχή εκείνη έφεδρος μηχανικός ανθυποπλοίαρχος Χαράλαμπος Κουτσογιαννόπουλος, ο οποίος, µεταξύ άλλων, συνέβαλε στο προπαρασκευαστικό στάδιο της επιχείρησης ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου (15 Νοεμβρίου 1942). Τον Φεβρουάριο του 1943 συνελήφθη μαζί με τον σημαιοφόρο Ηλία Ντεγιάννη (αδελφό του γνωστού ανώτατου δικαστικού Ιωάννη Ντεγιάννη και του μετέπειτα ναυάρχου και υπουργού Εθνικής Άμυνας Θεόδωρου Ντεγιάννη), τον αρχικελευστή τηλεγραφητή Αντώνιο Παπαγιάννη ενώ βρίσκονταν σε ασυρματική επαφή με τη Μέση Ανατολή. Δεδομένου ότι ήταν γνώστης πολλών πληροφοριών, ο Κουτσογιαννόπουλος εξαγοράστηκε από τους Βρετανούς με σημαντικό αριθμό χρυσών λιρών. Οι άλλοι, όμως, δύο οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Να σημειωθεί ότι ο Ντεγιάννης είχε ήδη καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο για την ανατίναξη δύο πλοίων στο Κερατσίνι12Για την ΕΟΕΑ «Προμηθεύς ΙΙ» βλ. και αφήγηση του μέλους της, τότε σημαιοφόρου Τ. Λούη στο αντιναυάρχου Α. Δημητρακοπούλου Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Πολεμιστές τού Ναυτικού Θυμούνται…, τόμ. Γ΄, σελ. 157.. Η ενέργεια των Βρετανών δημιούργησε πικρίες στους συγγενείς των δύο τελευταίων, όχι επειδή διασώθηκε ο Κουτσογιαννόπουλος αλλά γιατί η διάσωσή του περιορίστηκε σε αυτόν μόνο.
Και οι τρείς τιμήθηκαν µε τον Πολεμικό Σταυρό Γ΄ Τάξης, για «αποδεδειγμένας ηρωικάς πράξεις, υπερβαινούσας κατά πολύ την εκτέλεσιν του καλώς εννοουµένου καθήκοντος». Οι Ντεγιάννης και Παπαγιάννης προήχθησαν μεταθανατίως επ’ ανδραγαθία και τους απονεμήθηκε το Αριστείο Ανδρείας επειδή: «αναπτύξαντες όλως εξαιρετικήν δράσιν υπό άκρως επικινδύνους περιστάσεις και προσενεγκόντες μεγίστας υπηρεσίας εις τον υπέρ Πατρίδος αγώνα, συνελήφθησαν παρά των αρχών Κατοχής εν τη εκτελέσει της αποστολής των και εξετελέσθησαν παρά του εχθρού, επιδείξαντες ηρωισμόν προκαλέσαντα τον θαυμασμόν, τόσον κατά την βασανιστικήν ανάκρισίν των όσον και κατά την στιγμήν της εκτελέσεως». Το Ναυτικό έχει τιμήσει τη μνήμη του Ντεγιάννη δίνοντας το όνομά του σε μία πυραυλάκατο.
Μεταξύ των στελεχών του Ναυτικού που συνεργάστηκαν με τον «Προμηθέα» ήταν οι: σημαιοφόρος Τιμολέων Λούης και Δημήτριος Μπαρδόπουλος, ο μηχανικός σημαιοφόρος Παναγιώτης Ψαλλιδάκης13Στον τότε μηχανικό σημαιοφόρο Π. Ψαλλιδάκη οφείλεται η σημαντική πληροφορία για τον κατάπλου στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας οκτώ υποβρυχίων που είχε παραδώσει στους Γερμανούς η γαλλική κυβέρνηση του Βισύ. Βλ. και αφήγησή του στο αντιναυάρχου Α. Δημητρακοπούλου Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Πολεμιστές τού Ναυτικού Θυμούνται…, τόμ. Ε΄, σελ. 445. και ο αρχικελευστής τηλεγραφητής Απόστολος Βενιζέλος
Για το συντονισμό και κατεύθυνση του αντιστασιακού αγώνα ήταν απόλυτα αναγκαία η τηλεγραφική επαφή με τις ελληνικές και τις συμμαχικές αρχές στη Μέση Ανατολή. Σημαντικότατη προς τούτο υπήρξε η συμβολή του εξειδικευμένου στην ασύρματη τηλεγραφία πλοιάρχου Κυριάκου Πεζόπουλου, ο οποίος τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό Γ΄ Τάξης.
Μεταξύ των πολλών στελεχών του Ναυτικού, αλλά και απλών ναυτοδιόπων, που εντάχθηκαν σε αντιστασιακές οργανώσεις, ήταν και ο τότε πλοίαρχος Θεόδωρος Κουντουριώτης, γιος του «Ναυάρχου της Νίκης» στους Βαλκανικούς Πολέμου, υπουργού των Ναυτικών, προέδρου της Δημοκρατίας και αντιβασιλέα Παύλου Κουντουριώτη. Το 1942 συνελήφθη από τις ιταλικές αρχές Κατοχής και καταδικάστηκε σε θάνατο για τη δράση του. Ωστόσο, η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά χάρη στην καταγωγή του (αναφέρεται ότι παρενέβη και ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, τονίζοντας ότι η εκτέλεση του γιού του Παύλου Κουντουριώτη θα είχε στην ελληνική κοινή γνώμη τον ίδιο αντίκτυπο με την εκτέλεση του γιού του Γαριβάλδη στην ιταλική). Κατόπιν τούτων μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο κρατουμένων στην Ιταλία, από όπου διέφυγε μετά την ιταλική συνθηκολόγηση τον Σεπτέμβριο του 1943. Ακολούθως παρουσιάστηκε στη Μέση Ανατολή. Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθούν ο τότε οικονομικός σημαιοφόρος Αχιλλέας Αδριανός, ο οποίος έδρασε ως δολιοφθορέας τής ΕΟΕΑ «Απόλλων», του ιδιώτη Ιωάννη Πελτέκη, οι πλοίαρχος Θεμιστοκλής Νικοτσάρας και αντιπλοίαρχος Παναγιώτης Ιγγλέσης της «Εθνικοκοινωνικής Επανάστασης (Ε.Ε.)» και ο υποπλοίαρχος Ιωάννης Ζαχαράκης του «Εθνικού Κομιτάτου (Ε.Κ.)».
Αν και δεν ήταν στέλεχος του Ναυτικού θα πρέπει να προστεθεί και ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Ρήγας Ρηγόπουλος, ιδρυτής τής οργάνωση κατασκοπείας και πληροφοριών «Ελληνική Πατριωτική Εταιρεία» (γνωστής στη μέση Ανατολή ως «5-165»). Και τούτο επειδή όταν στα μέσα του 1943 η οργάνωσή του εντοπίστηκε από τις κατοχικές αρχές και πολλά μέλη της συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν, κατάφερε να διαφύγει και ανέλαβε καθήκοντα κυβερνήτη μίας από τις καταδρομικές ημιολίες του ομώνυμου 2ου Αγγλοελληνικού Στολίσκου.14Βλ. αφήγηση Ρ. Ρηγόπουλου στο αντιναυάρχου Α. Δημητρακόπουλου Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Πολεμιστές τού Ναυτικού Θυμούνται…, τόμ Δ΄, σελ. 299. Βλ., επίσης, Ρ. Ρηγόπουλου, Μυστικός Πόλεμος Ελλάδα – Μ. Ανατολή 1940-1945. Γύρω από το Ιστορικό τής Υπηρεσίας 5-165.
Σκόπιμα αφέθηκε τελευταία η κύρια οργάνωση διαφυγών του Ναυτικού «Φοξ». Ιδρύθηκε και διευθύνθηκε από τον τότε πλωτάρχη Παναγή Παπαχρήστο, με κύριους συνεργάτες του τους: οικονομικό υποπλοίαρχο Ευάγγελο Φουρναράκο, τον κελευστή μηχανικό Ιωάννη Βελλιώτη και τον υποκελευστή τεχνίτη πυρομαχικών Αντώνιο Σύκαλη15Σε μία από τις προσπάθειες διαφυγής, η αποστολή προδόθηκε και ο Σύκαλης συνελήφθη, βασανίστηκε απάνθρωπα, στάλθηκε σε στρατόπεδο κρατουμένων στην Αυστρία και κατόπιν στη Γερμανία υφιστάμενος ανείπωτες ταλαιπωρίες, μέχρι που τον Μάιο του 1945 απελευθερώθηκε από τα προελαύνοντα σοβιετικά στρατεύματα και επαναπατρίστηκε. Η αφήγηση των τραγικών περιπετειών του στο αντιναυάρχου Α. Δημητρακοπούλου Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Πολεμιστές τούΝαυτικού Θυμούνται… (τόμ. Ε΄, σελ. 34) είναι τόσο ζωντανή που διαβάζοντάς την σφίγγεται το στομάχι σου.
Χάρη στην «Φοξ» διέφυγε στην Μέση Ανατολή μεγάλος αριθμός ανδρών του Ναυτικού. Ο Παπαχρήστος τιμήθηκε µε το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας και από την Ακαδημία Αθηνών µε τις ίδιες αιτιολογίες όπως οι Μπακόπουλος και Τσάφος που προαναφέρθηκαν. Επίσης, του απονεμήθηκε το παράσημο του Αξιωματικού του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (Order of the British Empire Ο.Β.Ε.).
Η «Φοξ» διέθετε μικρό αριθμό καϊκιών16Ένα από αυτά είχε αγοραστεί στο όνομα του κελευστή Βελλιώτη που μόλις αναφέρθηκε, µε καπετάνιους υπαξιωματικούς τού Ναυτικού, τα οποία πραγματοποίησαν μεγάλο αριθμό επικίνδυνων πλόων προς και από τα τουρκικά παράλια. Ήταν σχετικά ταχύπλοα πετρελαιοκίνητα που μπορούσαν να μεταφέρουν περί τα 25 µε 30 άτομα. Κατά τη διάρκεια τής ημέρας οι επιβάτες παρέμεναν στο αμπάρι τού καϊκιού, ξαπλωμένοι σε στενάχωρα «ράφια». Τα σκάφη διέθεταν και ελαφρύ φορητό οπλισμό για αυτοάμυνα. Η επιλογή στελεχών τού Ναυτικού σε αποστολή διαφυγής λάμβανε υπ’ όψιν της και τις οδηγίες που έπαιρνε η οργάνωση από τις ναυτικές αρχές του απόδημου Ελληνικού Ναυτικού, ανάλογα µε τις ανάγκες σε προσωπικό που παρουσιάζονταν κάθε φορά στη Μέση Ανατολή, ιδίως από τη στιγμή που άρχισε να παραδίδεται στο Ναυτικό σημαντικός αριθμός πολεμικών πλοίων, κυρίως από την Αγγλία, αλλά και τις ΗΠΑ.
Υπήρχαν και, ούτως ειπείν, «ιδιωτικές» διαφυγές, που «χρυσοπληρώνονταν» και ήταν σχετικά ανασφαλείς. Συγκεκριμένα, έχουν αναφερθεί μέχρι και 30 χρυσές λίρες ανά άτομο, πoσό ιδιαίτερα μεγάλο για τα δεδομένα ανέχειας της εποχής εκείνης. Συγχρόνως, μερικοί ασυνείδητοι καπετάνιοι, αφού έπαιρναν την προκαταβολή, δεν εμφανίζονταν τη συμφωνημένη ώρα ή, ακόμη χειρότερο, κατέδιδαν τη διαφυγή στις αρχές κατοχής για να εισπράξουν από αυτές τη σχετική αμοιβή. Αξίζει να αναφερθεί η ψαροταβέρνα του Δουράμπεη στην περιοχή του Μικρολίμανου, που την εποχή εκείνη δεν είχε τη σημερινή κοσμοπολίτικη μορφή. Σε αυτές τις διαφυγές μετείχε και το καΐκι του Δουράμπεη, οι οποίες ήταν όλες επιτυχείς. Αρκετοί άνδρες του Ναυτικού πέρασαν ώρες στο υπόγειό της ταβέρνας, περιμένοντας να τους ειδοποιήσουν ότι είχε έρθει η πολυπόθητη, αλλά και επικίνδυνη, στιγμή της αναχώρησης17Αντιναυάρχου Α. Δημητρακόπουλου Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Πολεμιστές τού Ναυτικού Θυμούνται…, τόμ Α΄, σελ. 117, τόμ. Β΄ σελ. 236 και τόμ. Δ΄, σελ. 333.
Αντίθετα, τα µέλη των αποστολών, οι οποίες οργανώνονταν από την «Φοξ» , δεν κατέβαλαν κανένα ποσό. Ωστόσο, όλοι όσοι διέφυγαν µε την οργάνωση «Φοξ» αναφέρουν ότι στην ομάδα τους περιλαμβάνονταν και μερικοί Εβραίοι οι οποίοι πλήρωναν. Η οργάνωση ενισχυόταν οικονομικά από τη Γ.Δ.Ν. με τις χρυσές λίρες που έφθαναν στην Ελλάδα µε πράκτορες που αποβιβάζονταν από υποβρύχια σε ερημικές ακτές. Φαίνεται να υπήρξε και μία άλλη οδός: Σε μερικούς πολιτικούς μηχανικούς στους οποίους οι Γερμανοί ανέθεταν την εκτέλεση τεχνικών έργων, πληρώνονταν δε με χρυσές λίρες δεδομένου ότι οι κατοχικές δραχμές δεν είχαν καμία αξία. Ορισμένοι από αυτούς συνεργάζονταν με τη Γ.Δ.Ν. ή με άλλες μυστικές υπηρεσίες. Έπαιρναν, λοιπόν, τις χρυσές λίρες τις οποίες παρέδιδαν σε κάποια μυστική υπηρεσία και από τη Γ.Δ.Ν. λάμβαναν μία επιταγή με το ισόποσο, πληρωτέα στη δείνα τράπεζα της Ελβετίας, του Λονδίνου κ.λπ. Η επιταγή αυτή έφθανε με κάποιο τρόπο στη Μέση Ανατολή και τα χρήματα καταθέτονταν στη συγκεκριμένη τράπεζα. Έτσι και οι οργανώσεις είχαν άμεσα διαθέσιμο χρήμα, και οι λίρες δεν χρειαζόταν να ταξιδέψουν με ό,τι κίνδυνο αυτό συνεπαγόταν, και οι συνεργαζόμενοι με τους Γερμανούς μηχανικοί εμφάνιζαν αντιστασιακή δράση18Αντιναυάρχου Α. Δημητρακόπουλου Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Πολεμιστές τού Ναυτικού Θυμούνται…, τόμ. Γ΄ σελ. 271 κ.έπ., αφήγηση αντιναυάρχου Θ. Μανωλόπουλου, με προσωπική εμπειρία επί του ζητήματος αυτού.
Τα µέλη της αποστολής συναντιόνταν σε κάποιο σημείο της περιοχής του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου, της Πλατείας Βάθη ή του Μεταξουργείου, όπου τους περίμενε ένας «σύνδεσμος» της οργάνωσης, συνήθως υπαξιωματικός. Εκεί, επέβαιναν σε ένα φορτηγό «γκαζοζέν», εφοδιασμένοι µε πλαστές ταυτότητες που εξασφάλιζε η οργάνωση μέσω του αρχηγού της Αστυνομίας Έβερτ, εμφανιζόμενοι ως ... μαυραγορίτες. Το αυτοκίνητο, περνώντας από διάφορα “µπλόκα”, τους πήγαινε προς το Γραµματικό και τους άφηνε κοντά στην Αγία Μαρίνα. Στη συνέχεια, πεζοπορώντας, κατέβαιναν στο εκκλησάκι τής Αγίας Μαρίνας, το ίδιο που και σήμερα υπάρχει στο Θέρετρο των αξιωματικών τού Ναυτικού. Μόλις σουρούπωνε, βάρκες τους διαπεραίωναν στην απέναντι ακτή τής Εύβοιας, στο Πόρτο Μπούφαλο ή κοντά στο Aλιβέρι. Με τη συνοδεία τού «συνδέσμου», πάντα νύκτα και µε τα πόδια, διέσχιζαν την Εύβοια κάθετα και µε το ξημέρωμά έφθαναν στους Τσακαίους. Εκεί περίμεναν να έρθει το καΐκι της διαφυγής στον αποκάτω όρμο των Πετριών, καταλύοντας σε σπίτια τού χωριού. Αρκετές φορές, το καΐκι αργούσε για διαφόρους λόγους και συχνά ο «σύνδεσμος» έκανε την αντίστροφη διαδρομή για νέες συνεννοήσεις.
Η αναχώρηση από τις Πετριές εμφάνιζε ιδιαιτερότητες. Η Εύβοια, ιδίως από τις αρχές του 1943, ελεγχόταν από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, που έφερναν δυσκολίες στη διαφυγή στελεχών του Ναυτικού, θεωρώντας τους ως «εν δυνάµει» επικίνδυνους για τα μελλοντικά σχέδια του ΕΑΜ. Προέβαλαν το ευλογοφανές επιχείρημα ότι, όποιος ήθελε να πολεμήσει για την Ελλάδα, μπορούσε να το κάνει άμεσα από τις τάξεις τού ΕΛΑΣ, χωρίς να χρειάζεται να «υπηρετήσει» τους Άγγλους στη Μέση Ανατολή. Οι αντιρρήσεις τους «εξαγοράζονταν» από τον πλωτάρχη Παπαχρήστο µε χρυσές λίρες και συμβιβασμό πάνω στον αριθμό των µελών του ΕΑΜ που θα αναχωρούσαν και αυτά στη Μέση Ανατολή για σκοπούς που εξυπηρετούσε την οργάνωσή τους. Τουλάχιστον σε µία περίπτωση, οι άνδρες του Ναυτικού οδηγήθηκαν στα ορεινά ενδότερα της Εύβοιας, απειλήθηκαν δε µε εκτέλεση ως «προδότες» μέχρι να οριστικοποιηθεί η σχετική συμφωνία (όπως οι μετέπειτα ναύαρχοι Βασίλειος Αβραµόπουλος, Θεόδωρος Μανωλόπουλος και Πέτρος Aραπάκης και πλοίαρχος Αριστοτέλης Μουραµπάς). Η διαφυγή ιδιαίτερα υψηλόβαθμων ή «επωνύμων» γινόταν από το Λαύριο, η περιοχή τού οποίου παρουσίαζε μικρότερα προβλήματα αυτής τής φύσης.
Όταν τελικά έφθανε το καΐκι, μαζί µε τα µέλη τής διαφυγής επιβιβαζόταν και αριθμός Εβραίων από τους αρκετούς που περίμεναν στους Τσακαίους. Το καΐκι απέπλεε αφού νύχτωνε και κατευθυνόταν προς την περιοχή τού Τσεσµέ. Ο διάπλους του Αιγαίου και ιδίως το πέρασμα του Στενού του Καφηρέα δεν ήταν ακίνδυνα εγχειρήματα, δεδομένου ότι περιπολούσαν σκάφη των δυνάμεων κατοχής, οι «καταδιώξεις» όπως αυτά ονομάζονταν.
Καιρού επιτρέποντος, το καΐκι έφθανε στην τουρκική ακτή µε το ξημέρωμά και οι διαφυγόντες παραδίδονταν στις τοπικές δυνάμεις ασφαλείας που τους οδηγούσαν στο κρατητήριο. Εκεί υποστήριζαν ότι ήταν Κύπριοι για να τύχουν ιδιαίτερου χειρισμού ως υπήκοοι τής Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Σε αντίθετη περίπτωση, κινδύνευαν να απελαθούν στην Ελλάδα, με προφανή κίνδυνο ακόμη και για τη ζωή τους. Κάποια στιγμή, ειδοποιημένοι από την Αθήνα, µέσω Καΐρου, εμφανίζονταν εκπρόσωποι των ελληνικών ή και των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών. Η στάση των τουρκικών αρχών ποίκιλλε ανάλογα με τη γενικότερη πορεία του πολέμου. Γενικά, πάντως, δεν ήταν εχθρική.
Το επόμενο βήμα ήταν να δοθεί σε κάθε άνδρα του Ναυτικού ένα χρηματικό ποσό και να οδηγηθούν σε κάποιο ξενοδοχείο της Σμύρνης. Μπορούσαν, πλέον, να κινηθούν σχετικά ελεύθεροι και το σύνηθες ήταν να επισκεφθούν κάποιο εστιατόριο όπου, πεινασμένοι από το ταξίδι της διαφυγής «περιδρόμιαζαν», μέχρι αναισθησίας. Καθώς τα στομάχια τους ήταν ξεσυνηθισμένα από τις στερήσεις της Κατοχής, το αποτέλεσμα ήταν να παθαίνουν κοιλιακά, με όλες τις επακόλουθες … συνέπειες.
Αργά ή γρήγορα, οι άνθρωποι της Σμύρνης επιβίβαζαν τους διαφυγόντες σε τραίνο με προορισμό το Xαλέπι της Συρίας. Συνήθως ταξίδευαν στη σκευοφόρο και στα υψώματα κατέβαιναν, όπως και οι άλλοι επιβάτες, για να… σπρώξουν το τραίνο που αγκομαχούσε στις ανηφόρες. Υπήρξαν, όμως, και περιπτώσεις που το ταξίδι τους γινόταν με καΐκι. Ένα μάλιστα από αυτά ναυάγησε στις προσβάσεις του Κόλπου της Αττάλειας, με πολλές απώλειες, με τους διασωθέντες να συλλαμβάνονται από τις τουρκικές αρχές και παραλίγο να απελαύνονται στην Ελλάδα (ανάμεσά τους οι μετέπειτα ναύαρχοι Σπυρίδων Αυγέρης, Αθανάσιος Αθανασίου, Πέτρος Μαυρομμάτης και Νικόλαος Ρίτσος και πλοίαρχος Γεώργιος Γιαννακουδάκης)19Αντιναυάρχου Α. Δημητρακόπουλου Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Πολεμιστές τού Ναυτικού Θυμούνται…, αφηγήσεις αντιναυάρχων Α. Αθανασίου, τόμ Α΄, σελ. 109 και Ν. Ρίτσου, τόμ. Δ΄, σελ. 330.
Στο Χαλέπι οδηγούνταν σε ειδικά στρατόπεδα των Άγγλων όπου γινόταν η επιβεβαίωση της ταυτότητας, ο κλιβανισμός των ρούχων, ο εμβολιασμός και τακτοποιούνταν διάφορα διοικητικής φύσης ζητήματα. Το επόμενο και τελευταίο βήμα ήταν το ταξίδι για την Αίγυπτο και η παρουσίαση στις ελληνικές ναυτικές αρχές. Εκεί ολοκληρωνόταν το ταξίδι της διαφυγής που, ανάλογα με την περίπτωση, είχε διαρκέσει από μερικές εβδομάδες έως λίγους μήνες.
***
Ο κατάλογος των ανδρών του Ναυτικού που έδρασαν στην κατεχόμενη Ελλάδα είναι μακρύς και περιλαμβάνει αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και ναυτοδιόπους όλων των βαθμών και ειδικοτήτων. Ενδεικτικό τούτου είναι και οι ηθικές αμοιβές που απονεμήθηκαν σε αυτούς μετά το τέλος του πολέμου: 7 Χρυσά και 5 Αργυρά Αριστεία Ανδρείας, 1 Πολεμικός Σταυρός Β’ Τάξης και 27 Γ΄ Τάξης, 181 Μετάλλια Εξαιρέτων Πράξεων και 4 παράσημα του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή ένα σύνολο 225 αμοιβών.20Βλ. αρχιπλοιάρχου Ι. Λάχανου Δόξα και Δάφνες. Τιμητικές Διακρίσεις που Απενεμήθησαν εις το Προσωπικόν τού Πολεμικού Ναυτικού κατά τον Πόλεμο 1940–1945. Για τις μυστικές υπηρεσίες και τη διαφυγή ναυτικού προσωπικού από την Ελλάδα βλ και αντιναυάρχου Δ. Φωκά, Έκθεσις επί της Δράσεως του Β. Ναυτικού κατά τον Πόλεμος 1940-1945, τόμ. Β΄, σσ. 322-328.
Τέλος, αποδίδοντάς τους ιδιαίτατη τιμή, μνημονεύεται ότι 6 αξιωματικοί, 4 αρχικελευστές, 10 υπαξιωματικοί (σημ. ανθυπασπιστές) και 4 ναύτες εκτελέστηκαν για την αντιστασιακή τους δράση. Τα στοιχεία τους παρατίθενται στο συνημμένο πίνακα. Τιμήθηκαν με ανώτατες ηθικές αμοιβές και προήχθησαν, επ’ ανδραγαθία.
***
Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθούν τα λόγια που, με πολλή απλότητα και συστολή, ανέφερε στον συγγραφέα ο εξαίρετος πλωτάρχης (διαχειρ.) Βασίλειος Ρόζος όταν πριν από λίγα χρόνια έπαιρνε τις συνεντεύξεις των βετεράνων μας για το πεντάτομο βιβλίο που κυκλοφόρησε στη συνέχεια. Την εποχή της Κατοχής ήταν κελευστής, μέλος της οργάνωσης «Φοξ» και ένας από τους συνοδούς των αποστολών διαφυγής:21Αντιναυάρχου Α. Δημητρακόπουλου Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Πολεμιστές τού Ναυτικού Θυμούνται…, αφήγηση πλωτάρχη Β. Ρόζου, τόμ. Δ΄, σελ. 362.
«Εκείνος που υπηρετoύσε σε ένα πλοίο, αν εξαιρέσουμε το ναυάγιο που είναι κάτι τραγικό, ήταν ενταγμένος σε ένα οργανωμένο σύνολο και προστατευόταν από τις διεθνείς συνθήκες. Διέτρεχε μεν τους κινδύνους του πολέμου αλλά, αν συλλαμβανόταν από τον αντίπαλο, εθεωρείτο αιχμάλωτος πολέμου. Αν, όμως, κάποιος από εμάς –λέγω «εμάς» γιατί δεν ήμουν ο μόνος– είχε την ατυχία να πέσει στα χέρια τού εχθρού, δεν καλυπτόταν από τίποτε. Σύμφωνα με τα κρατούντα της εποχής, θα βασανιζόταν αλύπητα για να μιλήσει, θα καταδικαζόταν σε θάνατο, θα εξετελείτο, η κατοικία του θα καταστρεφόταν και η oικογένειά του θα υφίστατο παντοειδείς διώξεις. Αυτές ήταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργούσαμε, σε, συνδυασμό και με την πείνα της Κατοχής. Τα γνωρίζαμε όλα αυτά, αλλά δεν τα λαμβάναμε υπ' όψιν. Όπως τότε λέγαμε, οι Γερμανοί κάνουν τη δουλειά τους και εμείς τη δική μας».
Κλείνοντας αυτό το Κεφάλαιο, που με πολύ συνοπτικό τρόπο σκιαγραφεί μία ηρωική δράση με ανείπωτους κινδύνους, εκτιμάται ότι το Ναυτικού μας και ειδικότερα η Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού θα έπρεπε να είχε μεριμνήσει για τον εντοιχισμό στο εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας, εκεί ακριβώς όπου άρχιζε το ταξίδι των διαφυγών, μίας πλάκας που µε λίγα λόγια να θυμίζει στους νεότερους την προσφορά των παλαιότερων στελεχών του Ναυτικού εκείνα τα χρόνια του ζόφου.
Και ένα τελευταίο: Ο γράφων γνώρισε αρκετούς από όσους αναφέρθηκαν σε αυτό το Κεφάλαιο, αλλά και πολλούς άλλους βετεράνους του πολέμου, η υπηρέτησε κάτω από τις διαταγές τους. Κανένας, μα κανένας δεν μιλούσε για τα χρόνια εκείνα ή για το τι έκανε. Σαν να επρόκειτο για μία οδυνηρή μεν περίοδο, κατά την οποία, όμως, δεν θεωρούσαν ότι είχαν κάνει τίποτε περισσότερο από το καθήκον τους…