Του Παναγιώτη Φουράκη
Από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, η δημιουργία του Πολεμικού Ναυτικού σε όλα τα Ναυτικά Κράτη του πλανήτη στηρίχθηκε σε ένα θεωρητικό πλαίσιο ανάπτυξης της ναυτικής σκέψης την οποία παρήγαγαν συγκεκριμένοι άνθρωποι όπως ο Ναύαρχος και Καθηγητής Alfred Mahan στις ΗΠΑ, οι Julian Corbet και Halford Mackinder στη Βρετανία, ο Alfred von Tirpitz στη Γερμανία, ο Hyacinthe-Τheophile Aube της Jeune Ecole στη Γαλλία και οι Sato Tetsutaro και Yamamoto Gonbee στην Ιαπωνία. Στην Ελλάδα την ίδια χρονική περίοδο ένας εύρωστος νους ανέπτυξε ένα ευρύ θεωρητικό στρατηγικό πλαίσιο σχετικά με τις κατευθύνσεις και τους ρόλους που θα έπρεπε να ακολουθήσει το ελληνικό Ναυτικό δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ανάπτυξης της ελληνικής ναυτικής ισχύος. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Περικλής Αργυρόπουλος.

Ο Περικλής Αργυρόπουλος γεννήθηκε το 1871 και πέθανε το 1953 στην Αθήνα. Αφού πρώτα σπούδασε στη Γαλλία και τη Βρετανία, στη συνέχεια αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και αποστρατεύτηκε με το βαθμό του Υποναυάρχου. Τον Νοέμβριο του 1912, ως κυβερνήτης του τορπιλοβόλου 14 βύθισε στο λιμάνι των Κυδωνιών μια τουρκική κανονιοφόρο. Στη συνέχεια πολιτεύτηκε και έγινε υπουργός το 1916 και το 1926, ενώ διετέλεσε και πρέσβης της Ελλάδας στη Μαδρίτη λίγο πριν την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Συνέγραψε μια σειρά από σημαντικές μελέτες σχετικά με το Ναυτικό. Σε μια περίοδο που οι διεθνείς εξελίξεις στον τομέα των στρατιωτικών εξοπλισμών ήταν ραγδαίες και καθορίζονταν από τη θεωρητικοποίηση της έννοιας της ναυτικής και της ευρύτερης θαλάσσιας ισχύος, πάνω στο «Ναυτικόν της Ελλάδος Πρόγραμμα» του Περικλή Αργυρόπουλου που γράφτηκε το 1905 και δημοσιεύτηκε το 1907, «οικοδομήθηκε» η ναυτική ισχύς της Ελλάδας τη χρονική περίοδο που προηγήθηκε των Βαλκανικών Πολέμων και ουσιαστικά κατέδειξε τις γεωπολιτικές επιλογές του ελληνικού κράτους.
Η επαναστατικότητα αυτής της μελέτης κατέστησε τη ναυτική σκέψη εφαλτήρα για μια ευρύτερη εθνική στρατηγική. Έχοντας πλήρη συναίσθηση της σημασίας του Προγράμματός του, ο Αργυρόπουλος στις «Αναμνήσεις» του, το περιέγραψε ως «εγερτήριο σάλπισμα» της κοινής γνώμης. Λαμβάνοντας υπ’ όψη τις μετέπειτα εξελίξεις στο χώρο του Ναυτικού, μπορεί με βεβαιότητα να λεχθεί ότι η μελέτη αυτή είχε πραγματικά αφυπνιστική συμβολή για τα ελληνικά ναυτικά πράγματα, αφού στηριζόταν στην αναμφισβήτητη αρχή ότι «άνευ ναυτικού ούτε εκ της ειρήνης δυνάμεθα να επωφεληθώμεν, ούτε τον πόλεμον να υποστηρίξωμεν» και δεικνύει την τεράστια στρατιωτική, πολιτική και διπλωματική αξία που έχει διαχρονικά το Ναυτικό. Στη σκέψη του Αργυρόπουλου, ο όρος «άμυνα» προσέλαβε ένα διαφορετικό περιεχόμενο, εκείνο της «επίθεσης».
Στα πλαίσια αυτά, υποστήριξε τη δημιουργία ενός στόλου αποτελούμενου από ισχυρές επιθετικές μονάδες που θα ήταν σε θέση και να προστατέψει αποτελεσματικά τις παράλιες και νησιωτικές περιοχές της χώρας και ταυτόχρονα να διεξάγει επιθετικές επιχειρήσεις, στηριζόμενος στην αντίληψη ότι «πρώτιστον της συντάξεως του στόλου αυτού καθήκον είνε η καταναυμάχησις του αντιπάλου ης συντελουμένης πας φόβος επιθέσεως κατά των ακτών εκλείπει». Αφορμή για τη συγγραφή του προγράμματός του στάθηκε πρώτον, η ανάπτυξη ολοκληρωμένης ναυτικής στρατηγικής από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και η συνειδητοποίηση της ανάγκης απόκτησης ισχυρού πολεμικού στόλου που κατευθυνόταν και μεθοδευόταν με συστηματικό τρόπο από την Γερμανία, η οποία φιλοδοξούσε να μετατρέψει την Τουρκία σε ένα πραγματικό δορυφόρο του Β΄ Ράιχ στα πλαίσια του σχεδίου της «προς Ανατολάς» επέκτασης, γνωστής και με τον όρο «Drang nach Osten». Δεύτερον, η διαφωνία του με το «Υπόμνημα» του πρίγκιπα Γεώργιου για την αναδιοργάνωση του Ναυτικού που κυκλοφόρησε το 1904.

Παράλληλα, ο Αργυρόπουλος αντέδρασε έντονα και στο Ναυτικό Πρόγραμμα του γάλλου Ναυάρχου Fournier. Στα πλαίσια της ελληνικής προσπάθειας για ανασύνταξη και εκσυγχρονισμό του Ναυτικού, συντάχθηκε από τον πρίγκιπα Γεώργιο (ο οποίος στον πόλεμο του 1897 είχε χρηματίσει αρχηγός του τορπιλλικού στόλου), μια εμπεριστατωμένη αναφορά με τίτλο «Προς τα μέλη της επιτροπής γνωμοδοτήσεως επί του ναυτικού προγράμματος» που αποτελούσε ουσιαστικά το πρώτο ολοκληρωμένο ελληνικό ναυτικό πρόγραμμα του 20ου αιώνα. Το «Υπόμνημα» του Γεωργίου, παρόλο που δεν παρέβλεπε τη σημασία των θωρηκτών τα οποία θεωρούσε «βάση» κάθε στόλου, κατέληξε στη λύση των αντιτορπιλικών ενώ η τελική πρόταση του προέβλεπε την προμήθεια τριών νέων θωρηκτών τα οποία θα προστίθεντο στα υπάρχοντα τρία που είχε αγοράσει ο Τρικούπης («Ύδρα», «Σπέτσες» και «Ψαρά») και απεριόριστο αριθμό αντιτορπιλικών, τα οποία θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 18 στον αριθμό.



Όμως ο βασιλιάς Γεώργιος προέβη σε μερική υλοποίηση του προγράμματος του γιου του ζητώντας ταυτόχρονα τη συμβουλή του γάλλου πρωθυπουργού Κλεμανσώ, ο οποίος ήταν προσωπικός του φίλος. Ο τελευταίος έστειλε στην Ελλάδα τον απόστρατο αντιναύαρχο Έρνεστ Φουρνιέ που ήταν εναντίον των μεγάλων θωρηκτών και πρότεινε ως πιο αξιόπιστη λύση για τις ανάγκες του ελληνικού Ναυτικού το νέο όπλο της εποχής, το υποβρύχιο. Παράλληλα ζήτησε τη δημιουργία κατάλληλης ναυπηγικής υποδομής στη χώρα για την κατασκευή δέκα υποβρυχίων, την αγορά τεσσάρων ελαφρών καταδρομικών μεγάλης ταχύτητας και άλλων δώδεκα ταχέων αντιτορπιλικών. Το συνολικό κόστος του προγράμματος θα έφτανε τα 60 εκατ. φράγκα. Αυτό όμως πρακτικά σήμαινε πως η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αγοράσει ούτε ένα καινούριο θωρηκτό.
Η αντίδραση του Αργυρόπουλου εκφράστηκε με τη δημοσίευση του «Ναυτικού της Ελλάδας Προγράμματος» το 1907 που στηρίχθηκε σε μια εμπεριστατωμένη συγκριτική ανάλυση του ελληνικού και του οθωμανικού στόλου. Ο Αργυρόπουλος θεωρούσε ότι η απόκτηση στόλου με επιθετικό προσανατολισμό ήταν καλύτερη και οικονομικά πιο συμφέρουσα λύση από τη δημιουργία πυροβολείων, οχυρωμάτων και τορπιλικών σταθμών. Σε καμιά περίπτωση δεν παραγνώριζε τη σημασία των τορπιλοβόλων, αλλά τόνιζε τον καθαρά βοηθητικό τους προς τα θωρηκτά χαρακτήρα. Παραδέχτηκε ότι η τορπίλη ήταν ένα αναμφισβήτητα σημαντικό όπλο στα πλαίσια ενός ναυτικού αγώνα αλλά πίστευε ότι δεν μπορούσε να εξασφαλίσει ναυτική ισχύ μετατρέποντας σε Ναυτική Δύναμη τη χώρα που αποκλειστικά τη χρησιμοποιεί.
Βάσει των παραπάνω ο Αργυρόπουλος έκανε την τελική του πρόταση για ελάχιστη αναλογία συγκρότησης στόλου η οποία ήταν ένα αντιτορπιλικό προς ένα θωρηκτό. Παράλληλα, τόνισε την εκ των ων ουκ άνευ ανάγκη ύπαρξης τουλάχιστον έξι αντιτορπιλικών για τη διεκπεραίωση και εκτέλεση διαφόρων άλλων αποστολών.

Η μελέτη του Αργυρόπουλου χρησιμοποιήθηκε και ως οδηγός από τον πρωταγωνιστή του ναυτικού αγώνα των Βαλκανικών Πολέμων Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, ο οποίος το συμβουλευόταν ως το κατεξοχήν σύγγραμμα περί ναυτικών πραγμάτων αποδεικνύοντας έτσι τόσο τη στρατηγική όσο και την τακτική αξία της μελέτης.
Παράλληλα, έθεσε τις πραγματικές βάσεις της ελληνικής ναυτικής ισχύος η οποία θριάμβευσε στους Βαλκανικούς Πολέμους και απελευθέρωσε τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου στηριζόμενη στην αρχή ότι «παν πολεμικόν πλοίον έχον μαχητικήν αξίαν δέον να συμβάλλη εις την κυρίαν του κατά θάλατταν πολέμου επιχείρησιν, την ναυμαχίαν».
Ο Αργυρόπουλος εξέφρασε μια άκρως πρωτοποριακή ιδέα που έδινε στο στόλο μια διττή σημασιολογική διάσταση, ηθική και πραγματική. Η ηθική διάσταση έδινε τη δυνατότητα στην Ελλάδα να σταθεί ως άξιος και αξιόπιστος σύμμαχος δίπλα στις Μεγάλες ευρωπαϊκές Ναυτικές Δυνάμεις. Η πραγματική σημασία του στόλου στηριζόταν στη δυνατότητα που παρείχε για δράση στο θαλάσσιο θέατρο των επιχειρήσεων. Το κριτήριο προκειμένου η Ελλάδα να κερδίσει την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων και να προωθήσει επ’ ωφελεία της τα εθνικά της ζητήματα ήταν γεωστρατηγικό: «… αι Δυνάμεις θα κανονίσωσι την προς εν έκαστον των ενδιαφερομένων Κρατών υποστήριξιν αυτών, αναλόγως της στρατιωτικής ή ναυτικής δυνάμεως...». Ως εκ τούτου, η επιλογή της ενίσχυσης του Ναυτικού ήταν αυτονόητη. Μια Ελλάδα με ισχυρές ναυτικές δυνάμεις θα αποτελούσε αξιόπιστο παράγοντα στη νοτιανατολική Μεσόγειο συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες θα υποστήριζαν τα εθνικά ζητήματα της χώρας όταν θα συνειδητοποιούσαν ότι η τελευταία θα είχε πολλά να τους προσφέρει.
Με βάση λοιπόν την τεκμηριωμένη προτίμησή του για τις μεγάλες ναυτικές μονάδες που διέθεταν ισχυρή θωρηκτή προστασία και βαρύ πυροβολικό, ο Αργυρόπουλος αξιοποίησε τις προσωπικές του σχέσεις με την πολιτική ηγεσία της εποχής και πρωταγωνίστησε με τις παρασκηνιακές του κινήσεις στην αγορά εκείνης ακριβώς της μονάδας που, λόγω της τεχνολογικής της ανωτερότητας, καθόρισε το αποτέλεσμα των δυο σημαντικότερων ναυμαχιών των Βαλκανικών Πολέμων, της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913). Η μονάδα αυτή ήταν το θωρηκτό «Αβέρωφ».

Όπως ήταν φυσιολογικό, η μελέτη και πρόταση του Αργυρόπουλου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους κύκλους, τόσο του παλατιού όσο και του Ναυτικού. Ο Πρίγκιπας Γεώργιος την ίδια χρονιά με την κυκλοφορία της παραπάνω μελέτης (1907), θα υποβάλει στην κυβέρνηση μια δεύτερη πρόταση με τίτλο «Περί συνθέσεως και συμπληρώσεως των ναυτικών ημών δυνάμεων εξ αφορμής του Προγράμματος του Ναυάρχου Φουρνιέ». Η ναυτική του φιλοσοφία στηριζόταν πλέον στον όγκο και τη μεγάλη δύναμη πυρός απορρίπτοντας την αποκλειστική λύση των υποβρυχίων και των τορπιλοβόλων. Η τελική πρότασή του προς το Υπουργείο των Ναυτικών θα είναι διαφορετική από εκείνη του 1904 σε σημείο μάλιστα που να προβλέπει λιγότερα αντιτορπιλικά από τον Αργυρόπουλο. Πράγματι, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να υλοποιήσει το συγκεκριμένο πρόγραμμα το οποίο στήριξε τελικώς την επιθετική στρατηγική της Μεγάλης Ιδέας που στόχευε στην εθνική ολοκλήρωση και αποκατάσταση.
Τα Ναυτικά προγράμματα της περιόδου 1904 – 1907

Βιβλιογραφία
• Αργυρόπουλος Π., «Η Θέσις της Ελλάδος Απέναντι των Δυνάμεων και η υπό Ναυτικήν Έποψην Σημασία αυτής», Αθήνα, Ναυτική Ελλάς, 1905.
• Αργυρόπουλος Π., Το Ναυτικόν της Ελλάδος Πρόγραμμα, Αθήνα, Εστία, 1907.
• Αργυρόπουλος Π., Αναμνήσεις, Αθήνα, 1996.
• Γεώργιος (πρίγκηψ), «Προς τα Μέλη της Επιτροπής Γνωμοδοτήσεως επί του Ναυτικού Προγράμματος», Ναυτική Επιθεώρηση, 231 (Μάρτιος – Απρίλιος 1952), σελ. 115-38.
• Γεώργιος (πρίγκηψ), Περί συνθέσεως και συμπληρώσεως των ναυτικών ημών δυνάμεων εξ αφορμής του Προγράμματος του Ναυάρχου Φουρνιέ, Ναυτική Επιθεώρηση, 231 (Μαρ-Απρ. 1952), σελ. 115-38.
• Fournier F.E., Vice-amiral, La flotte necessaire –Ses avantages strategiques, tactiques et economiques, Paris-Nancy, Berger-Levrault & Cie, 1896.
• Λουκάς Ι., Θαλάσσια Ισχύς και Ελληνικό Κράτος, (ο Στόλος της Μεγάλης Ιδέας), Αθήνα, 1998.
• Φουράκης Π., «Περικλής Αργυρόπουλος. Ο θεμελιωτής της ελληνικής ναυτικής ισχύος», Αθήνα, 2008.