Γράφει ο Χρήστος Αμπατζής
Η περίπτωση του USS Forrestal αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα και πλέον πολύνεκρα δυστυχήματα στην ιστορία του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού. Μέσα σε μία στιγμή οι ΗΠΑ διέτρεξαν τον κίνδυνο να απωλέσουν ένα νεότευκτο αεροπλανοφόρο και μάλιστα χωρίς καμία επενέργεια του αντιπάλου. Πρόκειται περί μιας πραγματικής τραγωδίας που αποφεύχθηκε χάρη στο πείσμα και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες τόσο του πληρώματος όσο και των συνοδών πλοίων. Τα αίτια αυτής της μελανής σελίδας θα μπορούσαν να συνοψιστούν μέσα σε μερικές μόνο λέξεις: παλαιότητα υλικού, μη τήρηση των κανόνων και άγνοια.
Η Πρώτη Πράξη του Δράματος
Το USS Forrestal (CVA-59) ήταν ένα αεροπλανοφόρο του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού. Εισήλθε σε υπηρεσία το 1955 και αποτελούσε την παρθενική προσπάθεια των ΗΠΑ για την ναυπήγηση υπεραεροπλανοφόρων (supercarriers) όντας το πρώτο πλοίο της κλάσης του. Με συνολικό μήκος 325 μέτρων, εκτόπισμα 60.000 τόννων (82.402 με πλήρες φορτίο) και ταχύτητα 33 κόμβων, το πλοίο ήταν ένα πραγματικό στολίδι για τα δεδομένα της εποχής του αποτελώντας όχι μόνο το μεγαλύτερο αεροπλανοφόρο που είχε ναυπηγηθεί ποτέ (μέχρι τότε) αλλά και το πρώτο ικανό να υποστηρίξει αεροθούμενα αεροσκάφη (jets). Το Forrestal προοριζόταν να επιχειρεί στα πλαίσια των αμερικανικών δυνάμεων του Ατλαντικού ωκεανού. Ωστόσο, οι επιχειρησιακές ανάγκες και η πραγματικότητα δεν άργησαν να το οδηγήσουν και σε άλλα θέατρα επιχειρήσεων.
Στις 25/7/1967 το πλοίο, με κυβερνήτη τον Πλοίαρχο John Beling, κατέπλευσε στα ανοιχτά του Βιετνάμ. Η αποστολή του ήταν να ενωθεί με τα εκεί ευρισκόμενα αμερικανικά αεροπλανοφόρα που επιχειρούσαν στην περιοχή του Ειρηνικού προκειμένου να καλύψει τις ολοένα και αυξανόμενες ανάγκες για αεροπορικούς βομβαρδισμούς του Βορείου Βιετνάμ στα πλαίσια του πολέμου. Ενδεικτικό της κλίμακας των επιχειρήσεων είναι το ότι μόνο το 1967 τα αμερικανικά αεροσκάφη πραγματοποίησαν περισσότερες από 122.000 εξόδους πάνω από τους αιθέρες της Ινδοκίνας. Όπως ήταν αναμενόμενο, το πλοίο μπήκε δυναμικά στον εν εξελίξει αγώνα.
Μέσα στις πρώτες τέσσερις ημέρες από την άφιξή του, είχε σημειώσει ήδη δεκάδες εξόδους αεροσκαφών στο ενεργητικό του. Επρόκειτο περί ενός σωστού άθλου όχι μόνο για τους πιλότους αλλά και τα πληρώματα του σκάφους τα οποία εργάζονταν αδιάκοπα για πολλές ώρες, μέσα σε εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες και πάντοτε σε ασφυκτικά χρονικά πλαίσια καθώς καλούνταν να ανεφοδιάσουν και να προετοιμάσουν αεροσκάφη το συντομότερο δυνατόν προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες/αιτήσεις των μαχόμενων στην στεριά τμημάτων. Η κόπωση και το άγχος είχαν καταστεί καθημερινά φαινόμενα στο αεροπλανοφόρο. Παράλληλα, πυρομαχικά και καύσιμα εξαντλούνταν ταχύτατα και με ανησυχητικούς ρυθμούς προκειμένου να ικανοποιηθούν οι, φαινομενικά, ακόρεστες επιχειρησιακές ανάγκες.
Ως εκ τούτου, η πέμπτη ημέρα των επιχειρήσεων (σ.σ. 29/7) δεν προοιώνιζε κάτι διαφορετικό. Το «πρόγραμμα» προέβλεπε την εκτέλεση μιας μεγάλης κλίμακας αεροπορικής επιδρομής με στόχο μια στρατηγικής σημασίας σιδηροδρομική γραμμή βορείως του Ανώι, αργά το πρωί. Το βράδυ της προηγούμενης ημέρας (σ.σ. 28/7) το ΠΓΥ USS Diamond Head πλεύρισε το Forrestal προκειμένου να το ανεφοδιάσει με βόμβες των 1.000 λιβρών. Επρόκειτο περί μιας τυπικής διαδικασίας ρουτίνας που, αναμφίβολα, είχε επαναληφθεί εκατοντάδες φορές στο παρελθόν. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν τρόπον τινά διαφορετικά.
Το Προσωπικό Πυρομαχικών (Ordnance Personnel) εξέφρασε ανοιχτά τις ανησυχίες του σχετικά με τα νέα πυρομαχικά. «Νέα» κατ’ ευφημισμό και μόνο διότι οι βόμβες που παρέλαβαν δεν ήταν οι σύγχρονες που χρησιμοποιούσαν συνήθως. Επρόκειτο περί πυρομαχικών χρονολογούμενων από τον Πόλεμο της Κορέας (αν όχι και παλαιότερα), τα οποία έφεραν εμφανή σημάδια φθοράς από την μακρόχρονη παραμονή και έκθεσή τους σε κάποια αποθήκη. Το αποκορύφωμα όλων ήταν πως οι βόμβες περιείχαν εκρηκτική ύλη Comp B (Composition B) η οποία γινόταν ισχυρότερη αλλά και ασταθέστερη με το πέρασμα του χρόνου. Το γεγονός προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Πλοιάρχου Beling ο οποίος και παραπονέθηκε σχετικά στον κυβερνήτη του Diamond Head, με τον τελευταίο να απαντά αφοπλιστικά ότι αυτά τα πυρομαχικά είχε και αυτά παρέδιδε!
Αποτελούσε τραγική αλήθεια το γεγονός ότι στα μέσα του 1967, ο πόλεμος στο Βιετνάμ είχε σχεδόν εξανεμίσει τα όποια υφιστάμενα αμερικανικά αποθέματα βομβών. Η επιχειρησιακή πραγματικότητα είχε αναγκάσει την στρατιωτική επιμελητεία να καταφύγει σε έκτακτα μέτρα χτενίζοντας κάθε υπάρχουσα αποθήκη πυρομαχικών και ανασύροντας από τα έγκατά της κάθε διαθέσιμο βλήμα-βόμβα-κ.ά. Έτσι, οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να διεξαχθούν με τα υπάρχοντα αποθέματα.
Η Μοιραία Ημέρα
Η 29η Ιουλίου ξεκίνησε χωρίς τίποτα απολύτως να προϊδεάζει για την καταστροφή που θα ακολουθούσε. Το πρώτο κύμα αεροπορικών επιδρομών απονηώθηκε, επιτυχώς, στις 07:00 και όλα τα αεροσκάφη είχαν επιστρέψει σώα πίσω στο αεροπλανοφόρο μέχρι τις 09:14. Αμέσως, ξεκίνησαν με πυρετώδεις ρυθμούς οι προετοιμασίες για την προπαρασκευή του επόμενου κύματος. Στην επίθεση θα λάμβαναν μέρος αεροσκάφη τύπου A-4 Skyhawk και A-6 Intruder εξοπλισμένα συνολικά με 16 βόμβες των 1.000 λιβρών, 4 των 750 και 60 των 500. Επιπλέον, θα υπήρχαν και αεροσκάφη τύπου F-4 Phantom εφοδιασμένα με πυραύλους αέρος αέρος Sidewinder και ρουκέτες των 127 χιλ. MK-35 Zuni με στόχο την καταστολή της εχθρικής αεράμυνας αλλά και την απόκρουση τυχών εχθρικών αεροσκαφών.
Στις 10:25 το κατάστρωμα του Forrestal παρουσίαζε ένα μεγαλοπρεπές θέαμα. Όλα τα αεροσκάφη που επρόκειτο να συμμετάσχουν στην επιχείρηση ήταν εφοδιασμένα και έτοιμα στις θέσεις τους ενώ οι πιλότοι έσπευδαν να τα επανδρώσουν. Την ίδια στιγμή, τα πληρώματα καταστρώματος πραγματοποιούσαν πυρετωδώς όλες τις αναγκαίες εργασίες, βοηθώντας τους πιλότους να λάβουν τις θέσεις τους και κάνοντας τους τελικούς ελέγχους. Βασικό ζητούμενο ήταν οι απονηώσεις να γίνονται το συντομότερο δυνατόν και χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα. Προκειμένου όλα τα αεροσκάφη του κύματος να μπορέσουν να βρεθούν πάνω από το πεδίο επιχειρήσεων την ίδια στιγμή θα έπρεπε ο χρόνος απονήωσης μεταξύ τους να είναι όσο γινόταν πιο μικρός προκειμένου το πρώτο αεροσκάφος να μην σπαταλά πολύτιμα καύσιμα κάνοντας γύρους έως ότου και το τελευταίο βρεθεί στον αέρα.
Με αυτό το σκεπτικό στο πίσω μέρος του μυαλού τους, οι αξιωματικοί του Forrestal αποφάσισαν να κάνουν μερικές μικρές αλλαγές σχετικά με την διαδικασία φόρτωσης των ρουκετών Zuni στα F-4 Phantom. Συγκεκριμένα, ο κανονισμός προέβλεπε ότι τα συστήματα πυροδότησης θα συνδέονταν στους εκτοξευτές μόνο όταν το αεροσκάφος θα είχε λάβει θέση στον καταπέλτη για απονήωση. Επιπλέον, οι περόνες ασφαλείας θα αφαιρούνταν επίσης μόνο σε εκείνο το τελικό στάδιο και όχι νωρίτερα προκειμένου να αποφευχθεί κάποια τυχαία πρώιμη εκπυρσοκρότηση. Προκειμένου να επισπεύσουν την διαδικασία απονήωσης, οι αξιωματικοί ενέκριναν την σύνδεση όσο τα αεροσκάφη ήταν σταθμευμένα στο κατάστρωμα και ανέμεναν την σειρά τους εκτιμώντας ότι όσο οι ασφάλειες παρέμεναν συνδεδεμένες δεν θα υπήρχε κανένας κίνδυνος. Ωστόσο, αυτό που δεν γνώριζαν ήταν πως επί τέσσερεις ημέρες, στον βωμό της ταχύτητας, πολύ συχνά οι υπόλογοι αφαιρούσαν τις περόνες πολύ πριν την προβλεπόμενη στιγμή ενώ ουκ ολίγες φορές οι δυνατοί άνεμοι είχαν οδηγήσει στην αποκόλλησή τους! Αυτό σήμαινε πως σε κάθε Phantom επί του καταστρώματος, οι ρουκέτες ήταν πλήρως οπλισμένες και έτοιμες για πυροδότηση ανά πάσα ώρα και στιγμή! Αρκούσε μόνο ένα μικρό λάθος από πλευράς του πιλότου ή ένα βραχυκύκλωμα (κάτι διόλου σπάνιο) για να συμβεί κάτι καταστροφικό.
Στις 10:50 ο Υποπλοίαρχος James Banger λάμβανε την θέση του στο πιλοτήριο του Phantom 110. Μόλις δέθηκε έκανε σήμα στον αρμόδιο υπόλογο προκειμένου να τεθεί σε λειτουργία ο κινητήρας του αεροσκάφους με την βοήθεια μιας εξωτερικής γεννήτριας. Όταν ήρθε η στιγμή, ο Banger μετέβαλε έναν διακόπτη προκειμένου το αεροσκάφος να αρχίσει να λειτουργεί στηριζόμενο στην εσωτερική του ισχύ και όχι αυτή της γεννήτριας. Ήταν μια διαδικασία ρουτίνας που ουκ ολίγες φορές προκαλούσε κάποιο μικρό – αμελητέο βραχυκύκλωμα. Αυτή την φορά όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, το ηλεκτρικό φορτίο διοχετεύθηκε στο σύστημα πυροδότησης των ρουκετών Zuni όπου η περόνη ασφαλείας είχε αφαιρεθεί πρόωρα. Ήταν 10:51 όταν, χωρίς κανείς να αντιληφθεί το τί ακριβώς συνέβη πολλώ δε μάλλον να αντιδράσει, μια ρουκέτα πυροδοτήθηκε και εκτοξευόμενη με ιλιγγιώδη ταχύτητα από το Phantom έπληξε το Skyhawk 416 του Υποπλοιάρχου John McCain που βρισκόταν σταθμευμένο στην απέναντι πλευρά, τρύπησε την εξωτερική δεξαμενή καυσίμων του και συνέχισε την πορεία της, ευτυχώς χωρίς να ανατιναχθεί! 400 γαλόνια αεροπορικού καυσίμου κατέκλυσαν με μιας το κατάστρωμα ενώ όλοι προσπαθούσαν να συνέλθουν από το σοκ! Δύο δευτερόλεπτα αργότερα ένα πυρακτωμένο θραύσμα έπεσε πάνω στα καύσιμα προκαλώντας αστραπιαία ανάφλεξή τους. Πυκνοί καπνοί κάλυψαν το σημείο ενώ προκλήθηκε αναστάτωση. Ορισμένοι πιλότοι έσπευσαν να λυθούν και να εγκαταλείψουν τα αεροσκάφη τους φοβούμενοι τα χειρότερα. Ένας από αυτούς ήταν και ο Υποπλοίαρχος David Dollarhide, χειριστής του Skyhawk 417. Όταν είδε το διπλανό του Skyhawk 416 να αναφλέγεται επιχείρησε να βγει από το πιλοτήριό του αλλά στην προσπάθειά του και λόγω του ύψους του αεροσκάφους έπεσε και έσπασε τον γοφό του! Άλλοι, πάλι, παρέμειναν στις θέσεις τους αναμένοντας το πλήρωμα να σβήσει την πυρκαγιά.
Ένας Αγώνας Επιβίωσης
Πράγματι, μέσα σε δευτερόλεπτα το Άγημα Αμέσου Επεμβάσεως 8 (ΑΑΜΕΠ – Damage Control Party), η ειδική ομάδα πυρόσβεσης, με επικεφαλής τον Αρχικελευστή Gerald Farrier έφτασε στο σημείο. Ο Farrier όρμησε πρώτος μπροστά κρατώντας έναν πυροσβεστήρα και παρατήρησε ότι η πρόσκρουση της ρουκέτας είχε αποκολλήσει από το Skyhawk 416 δύο βόμβες των 1.000 λιβρών οι οποίες είχαν τυλιχτεί στις φλόγες. Ενεργώντας ταχύτατα έστρεψε τον πυροσβεστήρα του προς την κοντινότερη βόμβα προκειμένου να προλάβει να σβήσει την πυρκαγιά πριν η θερμοκρασία προκαλέσει την πυροδότησή της. Την ίδια στιγμή, από την γέφυρα του αεροπλανοφόρου ο Πλοίαρχος Beling παρατηρούσε την κατάσταση και αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα αυτής διέταξε τις μηχανές ανάποδα ολοταχώς προκειμένου να μειωθεί η ταχύτατα του πλοίου από τους 27 στους 9 κόμβους προκειμένου να ελαττώσει και την ισχύ του ανέμου από τα να εξαπλώνει τις φλόγες. Αμέσως σήμανε γενικός συναγερμός και όλο το πλήρωμα άρχισε να τρέχει προς τις θέσεις μάχης του. Παράλληλα, αεροσκάφη που ήταν έτοιμα για απονήωση διατάχθηκαν να μετακινηθούν όσο μπορούσαν πιο κοντά στην πλώρη προκειμένου να απομακρυνθούν κατά το δυνατόν από την πρύμνη και την μαινόμενη πυρκαγιά.
Την ίδια στιγμή, ο Farrier και οι άνδρες του αγωνίζονταν με τις φλόγες χωρίς όμως αποτέλεσμα. Όλοι όμως ήταν ψύχραιμοι καθώς γνώριζαν ότι απαιτούνταν τουλάχιστον 10 λεπτά έως ότου η θερμοκρασία φτάσει σε κρίσιμο επίπεδο και προκαλέσει την πυροδότηση των βομβών. Αυτό, βέβαια, θα ήταν ορθό αν επρόκειτο περί σύγχρονων πυρομαχικών. Εν προκειμένω όμως, ουδείς από το ΑΑΜΕΠ γνώριζε ότι αυτά ήταν παλιά και φθαρμένα πυρομαχικά με Comp B τα οποία πλησίαζαν ταχύτατα το σημείο πυροδότησης. Ουσιαστικά, ο Farrier και η ομάδα του δεν είχαν στην διάθεσή τους 10 λεπτά αλλά λιγότερα από 2! Παρατηρώντας ότι οι βόμβες είχαν αρχίσει να παίρνουν ένα έντονο κόκκινο χρώμα ο αρχικελευστής αντελήφθη πως κάτι δεν πήγαινε καλά και άρχισε να φωνάζει και να χειρονομεί προς το πλήρωμα να απομακρυνθεί ταχύτατα από το σημείο. Δυστυχώς, η φωνές του πνίγηκαν μέσα στον θόρυβο και το χάος της στιγμής. Στις 10:52, μόλις 1 λεπτό και 34 δευτερόλεπτα από την πρόκληση της πυρκαγιάς η βόμβα εξερράγη. Θραύσματα εκτοξεύτηκαν προς πάσα κατεύθυνση ενώ το πλήρωμα άρχισε να τρέψει πανικόβλητο. Ο Farrier και 26 άλλοι άνδρες σκοτώθηκαν ακαριαία από την έκρηξη. Μέσα σε μια στιγμή το ΑΑΜΕΠ 8, η μοναδική εξειδικευμένη μονάδα πυρόσβεσης σε ολόκληρο το πλοίο είχε πάψει να υφίσταται! Την ίδια ώρα η φωτιά εξαπλωνόταν καταβροχθίζοντας και άλλα αεροσκάφη. Προτού προλάβει το πλήρωμα να συνέλθει και να επιστρέψει στο σημείο προσπαθώντας να συνεχίσει την πυρόσβεση και την περίθαλψη των τραυματιών, η δεύτερη βόμβα των 1.000 λιβρών εξερράγη!
Με την δεύτερη έκρηξη το πλήρωμα αντελήφθη την πραγματικότητα! Συνειδητοποιώντας ότι υπήρχαν κι άλλες παλιές βόμβες τυλιγμένες από τις φλόγες οι Αμερικανοί άρχισαν να υποχωρούν και να ψάχνουν να καλυφθούν φοβούμενοι τα χειρότερα. Η κίνηση απεδείχθη σωτήρια καθώς μέσα στα επόμενα 5 λεπτά άλλες 7 εκρήξεις συντάραξαν το αεροπλανοφόρο μετατρέποντας το πρυμναίο κατάστρωμα σε παρανάλωμα του πυρός. Επιπλέον, προκλήθηκαν ρήγματα στο θωρακισμένο κατάστρωμα με την φωτιά να εξαπλώνεται στο υπόστεγο αεροσκαφών και στους χώρους ενδιαιτήσεως του πληρώματος ενώ σημειώθηκαν και αρκετές απώλειες.
Όταν οι εκρήξεις σταμάτησαν και η κατάσταση φάνηκε να σταθεροποιείται κάπως, δεκάδες μέλη του πληρώματος, η συντριπτική πλειοψηφία χωρίς καμία απολύτως εμπειρία/εκπαίδευση στην κατάσβεση πυρκαγιών, έσπευσαν στο σημείο και αξιοποιώντας όσες μάνικες δεν είχαν κομματιαστεί επιδόθηκαν σε έναν σκληρό αγώνα με τις φλόγες. Πλέον το διακύβευμα δεν ήταν η διασφάλιση μερικών αεροσκαφών αλλά η σωτηρία του ίδιου του αεροπλανοφόρου καθώς η φωτιά εξαπλωνόταν και πλησίασε απειλητικά το αεροσκάφος εναέριου ανεφοδιασμού Sky Warrior 614 το οποίο ήταν κατάφορτο με 12.700 λίτρα αεροπορικού καυσίμου! Αν οι φλόγες έφταναν αυτό το αεροπλάνο τότε η μόνη λύση θα ήταν η εγκατάλειψη του αεροπλανοφόρου.
Επικράτησε ένα πανδαιμόνιο. Όσοι δεν είχαν καταπιαστεί με την πυρόσβεση έτρεψαν φρενήρεις προκειμένου να απομακρύνουν το Sky Warrior από το σημείο. Για να μπορέσουν, όμως, να το πράξουν αυτό έπρεπε πρώτα να μετακινήσουν και 4 αεροσκάφη (2 Skyhawk και 2 Phantom) καθώς και 2 ελικόπτερα που βρίσκονταν σταθμευμένα μπροστά του. Στην προσπάθειά τους, οι Αμερικανοί μετακίνησαν με τα χέρια, χωρίς την βοήθεια οχημάτων τα προαναφερθέντα εναέρια μέσα ενώ το κατάστρωμα συνταρασσόταν και από νέες, μικρότερης έντασης, εκρήξεις. Ενδεικτικό του πανικού και της αγωνίας του πληρώματος να απομακρύνουν το Sky Warrior ήταν το ότι κατά την μετακίνησή του, το φτερό του πιάστηκε σε ένα από τα ελικόπτερα το οποίο και άρχισε να σέρνει πίσω του καθ’ όλη την διαδικασία ρυμούλκησής του! Ο άμεσος, θανάσιμος κίνδυνος είχε αποσοβηθεί! Ωστόσο, τρία αεροσκάφη τύπου RA-5C Vigilante που ήταν σταθμευμένα δίπλα στο Sky Warrior δεν μπόρεσαν να διασωθούν. Τα Vigilante 602 και 603 υπέστησαν ζημιές από τις φλόγες πριν προλάβει τελικά το πλήρωμα να τις σβήσει. Ορισμένοι προσπάθησαν να ρίξουν το Vigilante 605 στην θάλασσα αλλά εις μάτην καθώς οι πίσω τροχοί του κόλλησαν στο κατάστρωμα και το αεροσκάφος έμεινε μετέωρο στην άκρη. Τελικά, και τα τρία αεροσκάφη ρίχτηκαν στην θάλασσα. Παρεμφερής ήταν και η τύχη των Skyhawk 310 και 316. Το πρώτο καταστράφηκε ολοσχερώς από τις φλόγες. Το δεύτερο, αν και κατάφερε να ρυμουλκηθεί μακριά από την εστία φωτιάς εντούτοις είχε υποστεί βλάβες από την έκρηξη με συνέπεια το πλήρωμα να το ρίξει στη θάλασσα.
Η μάχη με τις φλόγες μαινόταν αδιάκοπη και διαρκώς επιδεινωμένη εξαιτίας και της απειρίας/άγνοιας του πληρώματος. Όπως προαναφέρθηκε, με εξαίρεση το ΑΑΜΕΠ 8, το υπόλοιπο πλήρωμα δεν είχε λάβει κάποια, έστω υποτυπώδη, εκπαίδευση πυρόσβεσης. Ως εκ τούτου, οι άνδρες χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα τόσο μάνικες με αφρό όσο και άλλες με θαλασσινό νερό στοχεύοντας τις ίδιες εστίες της φωτιάς, με μοναδικό αποτέλεσμα το νερό να απομακρύνει/ξεπλένει τον αφρό επιτρέποντας στις φλόγες να «αναπνεύσουν» ενώ παράλληλα η πίεση του νερού ωθούσε φλεγόμενα καύσιμα μέσα από τα ρήγματα στο εσωτερικό του αεροπλανοφόρου! Εν ολίγοις, οι φιλότιμες προσπάθειες του πληρώματος επιδείνωσαν την κατάσταση αντί να την βελτιώσουν. Έπειτα από μία ώρα μάχης με τις φλόγες, το πλήρωμα κατάφερε, επιτέλους, να θέσει την φωτιά υπό έλεγχο.
Καθοριστική ήταν η συμβολή δύο συνοδών αντιτορπιλικών των USS George K. MacKenzie και USS Rupertus. Αμφότερα τα σκάφη είχαν σπεύσει προς βοήθεια του λαβωμένου γίγαντα ευθύς μόλις σημειώθηκαν οι εκρήξεις. Το μεν MacKenzie περισυνέλλεξε άνδρες του πληρώματος του Forrestal που είχαν πέσει στη θάλασσα και στην συνέχεια προσπάθησε – κρατώντας την μεγαλύτερη δυνατή απόσταση από το αεροπλανοφόρο – να βοηθήσει στην πυρόσβεση χρησιμοποιώντας τις διαθέσιμες αντλίες νερού. Το Rupertus υπήρξε, τρόπον τινά, ο σωτήρας του Forrestal. Αντιλαμβανόμενος το μέγεθος του κινδύνου αλλά και την σοβαρότητα της κατάστασης, ο κυβερνήτης του αντιτορπιλικού, Πλωτάρχης Edwin Burke, έφερε το πλοίο του κυριολεκτικά δίπλα στο φλεγόμενο αεροπλανοφόρο σε απόσταση μόλις 6 μέτρων! Από εκεί έστρεψε όλες τις αντλίες νερού προς τις διάφορες εστίες φωτιάς, ιδιαίτερα αυτές που το πλήρωμα του Forrestal είτε δεν μπορούσε να φτάσει είτε να καταπολεμήσει, συμβάλλοντας καθοριστικά στην καταπολέμησή τους. Παράλληλα, ελικόπτερα από τα αεροπλανοφόρα USS Bonhomme Richard και USS Oriskany περισυνέλλεγαν άτομα που είχαν βρεθεί στην θάλασσα και εκκένωναν τους πολλούς τραυματίες καθώς το αναρρωτήριο του Forrestal ήταν γεμάτο και δεν μπορούσε να δεχτεί άλλο κόσμο.
Στις 14:45, έπειτα από 4 ώρες αδιάκοπων προσπαθειών, οι φλόγες στο κατάστρωμα και στο υπόστεγο αεροσκαφών είχαν σχεδόν κατασβηστεί. Εντούτοις, εξακολουθούσαν να μαίνονται εστίες φωτιάς στα χαμηλότερα διαμερίσματα του σκάφους και ο κίνδυνος δεν είχε αποσοβηθεί. Τα μέλη του πληρώματος αναγκάστηκαν να ανοίξουν μόνα τους οπές στο κατάστρωμα προκειμένου να μπορέσουν να κατευθύνουν τις μάνικες στα απειλούμενα σημεία. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι εξαιτίας των πολλαπλών εστιών η θερμοκρασία σε αρκετά μέρη είχε ανέβει τόσο πολύ ώστε οι μάνικες άρχισαν να λιώνουν από την θερμότητα! Αργά, αλλά σταθερά, ωστόσο, το πλήρωμα άρχισε να κερδίζει την μάχη. Τελικά, στις 04:00 της 30ης Ιουλίου, έπειτα από 18 ολόκληρες ώρες, ο Πλοίαρχος Beling ενημερώθηκε ότι και η τελευταία εστία φωτιάς είχε σβήσει επιτυχώς.
Με τον κίνδυνο να έχει αποσοβηθεί πλήρως, η νέα επιτακτική ανάγκη ήταν η περίθαλψη των δεκάδων τραυματιών μερικοί από τους οποίους βρίσκονταν και σε κρίσιμη κατάσταση. Ενδεικτικό του μεγέθους των απωλειών ήταν το γεγονός ότι όχι μόνο το αναρρωτήριο του Forrestal αλλά και αυτά των δύο άλλων αεροπλανοφόρων (Bonhomme Richard και Oriskany) ήταν ασφυκτικά γεμάτα από τραυματίες! Τα τρία σκάφη είχαν εδώ και ώρες στραφεί νότια προκειμένου να συναντήσουν το νοσοκομειακό πλοίο USS Repose.
Ο Απολογισμός μιας Τραγωδίας
Όταν, πλέον, όλα είχαν τελειώσει, το Αμερικανικό Ναυτικό μπορούσε να προβεί σε έναν απολογισμό του δυστυχήματος. Ως προς το Forrestal, αυτό είχε υποστεί εκτεταμένες ζημιές το κόστος αποκατάστασης των οποίων ανερχόταν στο αστρονομικό ποσό των 72 εκατομμυρίων δολαρίων αγοραστικής αξίας 1967 (σημερινή αξία 650 εκατομμύρια)! Επιπλέον είχαν καταστραφεί ολοσχερώς 21 αεροσκάφη (11 A-4 Skyhawk, 7 F-4 Phantom και 3 RA-5C Vigilante) ενώ άλλα 40 είχαν υποστεί ζημιές. Πέρα από τις υλικές, ιδιαίτερα βαριές ήταν και οι ανθρώπινες απώλειες. Το όλο δυστύχημα είχε στοιχήσει την ζωή σε 134 άνδρες ενώ άλλοι 161 είχαν τραυματιστεί, μερικοί από τους οποίους εξαιρετικά σοβαρά. Σε αυτό τον κατάλογο δεν συμπεριλαμβάνονταν και τα ψυχικά/ψυχολογικά τραύματα τα οποία υπέστησαν όλοι όσοι βίωσαν αυτή την εφιαλτική τραγωδία και τα οποία θα τους συνόδευαν για το υπόλοιπο του βίου τους.
Όπως ήταν αναμενόμενο, μια τραγωδία τέτοιου μεγέθους δεν θα μπορούσε να μην προκαλέσει και την αντίδραση του Αμερικανικού Ναυτικού. Διατάχθηκε η πραγματοποίηση έρευνας τόσο για τα αίτια πρόκλησης του δυστυχήματος όσο και για τους λόγους που συνέβαλαν στην διόγκωσή του υπό τον Υποναύαρχο Forsyth Massey.
Έπειτα από μήνες ερευνών, η επιτροπή απεφάνθη πως δεν μπορούσαν να αποδοθούν ευθύνες αποκλειστικά και μόνο σε ένα άτομο καθώς τα αίτια ήταν πολυπαραγοντικά. Μη τήρηση των προβλεπόμενων κανόνων ασφαλείας κατά την φόρτωση πυρομαχικών στα αεροσκάφη, προβλήματα με τα ηλεκτρονικά συστήματα των Phantom τα οποία συχνά προκαλούσαν βραχυκυκλώματα, χρήση πεπαλαιωμένου και ασταθούς υλικού που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα έπρεπε ποτέ να φτάσει σε μάχιμες μονάδες και παντελής άγνοια/έλλειψη εκπαίδευσης στην πυρόσβεση από πλευράς του πληρώματος. Όλα αυτά, βέβαια, δεν εμπόδισαν ορισμένες φωνές στους κόλπους του ναυτικού να υποστηρίξουν ότι το βάρος της καταστροφής έπρεπε να το επωμιστεί εξ ολοκλήρου ο κυβερνήτης του αεροπλανοφόρου. Αν και τελικά απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες εντούτοις, ο Πλοίαρχος Beling επρόκειτο να περιθωριοποιηθεί για το υπόλοιπο της καριέρας του, να πέσει σε δυσμένεια και να ολοκληρώσει την σταδιοδρομία του με τον βαθμό του υποναυάρχου ως διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στην Ισλανδία, μια διόλου αξιοζήλευτη θέση.
Παρά ταύτα, η τραγωδία του Forrestal είχε και κάποια θετικά αποτελέσματα. Συγκεκριμένα το Αμερικανικό Ναυτικό αναθεώρησε άρδην την προσέγγισή του ως προς τα θέματα πυρασφάλειας. Συγκεκριμένα, υπήρξε πρόβλεψη για την επαρκή κατάρτιση και εκπαίδευση του συνόλου του πληρώματος όλων των πλοίων γύρω από θέματα πυρόσβεσης προκειμένου να αποφευχθούν παρεμφερή περιστατικά. Μάλιστα, ιδρύθηκε και σχετικό εκπαιδευτικό κέντρο που έλαβε το όνομα του φονευθέντος Αρχικελευστή Gerald Farrier.
Επιπλέον, υιοθετήθηκαν νέες τεχνολογικές καινοτομίες όπως η τοποθέτηση πλευρικών συστημάτων πυρόσβεσης γύρω από το κατάστρωμα των αεροπλανοφόρων ώστε να καταστέλλεται τάχιστα οποιαδήποτε πυρκαγιά τυχόν προκύψει.
Ως προς το ίδιο το αεροπλανοφόρο, αυτό υποβλήθηκε σε μεγάλης κλίμακας επισκευές και το 1968 επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία στον Ατλαντικό. Έκτοτε δεν συμμετείχε ποτέ ξανά σε πολεμικές επιχειρήσεις. Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 1993 και μετατράπηκε σε πλωτό μουσείο. Παρά τις προσπάθειες διάσωσής του το πλοίο οδηγήθηκε τελικά στο διαλυτήριο τον Φεβρουάριο του 2014.
Πηγές – Βιβλιογραφία
- Rossiter, M. (2007). Ark Royal: the life, death and rediscovery of the legendary Second World War aircraft carrier (2nd ed.). Corgi Books, London.
- Winchester, J. (2006). “Douglas A-3 Skywarrior.” Military Aircraft of the Cold War (The Aviation Factfile). Grange Books, London.
- Stewart, H. P. (2004). The Impact of the USS Forrestal‘s 1967 Fire on United States Navy Shipboard Damage Control (Master’s thesis). Fort Leavenworth, Kansas: United States Army Command and General Staff College. (Τελευταία πρόσβαση 31/12/2023).
- Wimberly, Τ. (2007) Remarks at USS Forrestal Forty Year Memorial Tribute. Farrier Firefighting School, Norfolk, Virginia.
- Freeman, Gregory A. (2004). Sailors to the End: The Deadly Fire on the USS Forrestal and the Heroes Who Fought It. HarperCollins