Η ιστορία ενός πέτρινου φάρου που χάθηκε στη λήθη.
Έρευνα- επιμέλεια: Σπύρος Μ. Θεοδωράκης
Οι φάροι μπορεί να φαίνονται ίδιοι, όμως δεν είναι. Καθένας τους έχει τη δική του γραμμή, το δικό του ύψος και ύφος, τη δική του συχνότητα και εμβέλεια -μ΄ άλλα λόγια- τη δική του προσωπικότητα.
Οι φάροι μπορεί να μοιάζουν ίδιοι, αλλά δεν είναι. Άλλοι, προσδιορίζουν ακραία όρια ή επισημαίνουν επικίνδυνες ξέρες, άλλοι ορίζουν δύσκολες ρότες κι άλλοι καταδεικνύουν γλυκούς προορισμούς.
Τα έμπειρα μάτια των ναυτικών αναζητούν τη σπίθα των φάρων μέσα στο βαθύ σκοτάδι που, σαν άλλος μίτος της Αριάδνης, θα τους βοηθήσει να βγουν από τις κακοτοπιές που κρύβει η νύκτα, έως ότου έρθει η ροδοδάχτυλη, νυχτοθρεμένη αυγούλα των ομηρικών επών. Αλήθεια, πόση ασφάλεια και σιγουριά νιώθουν οι ναυτικοί, καθώς τους περιβάλει αυτός ο απέραντος ιστός, που πλέκουν αδιάκοπα με το φως τους, οι φάροι των θαλασσών.
Ένας τέτοιος φάρος ήταν και ο Φάρος της Γραμβούσας στο βορειοδυτικότερο άκρο της Κρήτης, στο νησάκι Άγρια Γραμβούσα έκτασης μόλις 825τ.μ. Κατασκευάστηκε το 1874 (σε μια περίοδο, δηλαδή, κατά την οποίαν η Κρήτη βρισκόταν ακόμη υπό οθωμανική κυριαρχία). Το ύψος του πύργου του ήταν οκτώ μέτρα, το στίγμα Ν 36ο 38΄ 05΄΄ | Ε 23ο 34΄ 01΄΄ και είχε στελεχωθεί με φαροφύλακα.
Το 1915, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, την απελευθέρωση των Νέων Χωρών και την Ένωση της Κρήτης, ο φάρος της Γραμβούσας προστέθηκε στο ελληνικό φαρικό δίκτυο, μαζί με 34 ακόμη φάρους και φανούς, οι οποίοι είχαν κατασκευαστεί και συντηρούνταν ως τότε, σε συμφωνία με την οθωμανική κυβέρνηση, από τη γαλλική Εταιρεία Εκμετάλλευσης Οθωμανικών Φάρων. Η ελληνική Κυβέρνηση, ύστερα από διαπραγματεύσεις δύο ετών περίπου, κατέβαλε αποζημίωση στη γαλλική εταιρεία για τον προσεταιρισμό τους.
Η Ἐπιτροπή Παραλαβῆς φρόντισε και για την τύχη των ως τότε φαροφυλάκων. Όπως μας πληροφορεί ο Σ. Λυκούδης, στο Ἱστορικόν περί τῶν φάρων τῶν ἑλληνικῶν ἀκτῶν (1917), «κατόπιν θερμοτάτων τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Παραλαβῆς συστάσεων, καί συμφώνως πρός τήν θεμελιώδην ἀρχήν τῆς Κυβερνήσεως, ὅπως μεταξύ τῶν ὑπηκόων τοῦ μεγαλυνθέντος Κράτους οὐδαμῶς ὑφίστανται προτιμήσεις ἐξ ἀφορμῆς τοῦ θρησκεύματος ἑκάστου, περιελήφθη εἰς τόν νόμον 645 προσωρινή διάταξις (άρθ. 39), καθ’ ἥν οἱ εἰς τούς φάρους καί φανούς τῶν Νέων Χρῶν ὑπηρετοῦντες φύλακες κατατάσσονται μονίμως εἰς τό σῶμα τῶν φαροφυλάκων, ἐάν ὦσι πολῖται Ἕλληνες».
Ωστόσο, διαφορετική εμφανίζεται η περίπτωση των μουσουλμάνων φαροφυλάκων της Κρήτης, οι οποίοι «εἰς παραμυθητικούς τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Παραλαβῆς λόγους περί ἐνδεχομένου ἐπαναπροσδιορισμοῦ αὐτῶν, διεβεβαίουν ὅτι ἐπ’ οὐδενί λόγω θά ἐδέχοντο νά ἐπανέλθωσιν, ἔστω καί ἐπαναδιοριζόμενοι, εἰς φάρους, ἀφ’ ὦν ἡ ἀπό πεπρωμένου τῶν γεγονότων ἐξέλιξις τούς ἐξετόπισε».
Στο εγχειρίδιο Φαροδείκτης, που συντάχθηκε το 1935 «τῆ διαταγῆ τοῦ ἐπί τῶν Ναυτικῶν Ὑπουργείου, ἐπιμελεία τοῦ Στυλ. Ἑμμ. Λυκούδη, πλοιάρχου Βασιλικοῦ Ναυτικοῦ καί Διευθυντοῦ τῶν Φάρων», καταγράφονται τα εξής λεπτομερή στοιχεία για τον φάρο της Γραμβούσας:
«Τοποθεσία καί ὄνομα πυρσοῦ: Νησίς Ἀγρία Γραμποῦσα. άρχ. Τρητή νῆσος ἥ Κωρυκία. Ἐπί τῆς κορυφῆς τῶν ἀπορρώγων τῶν σχηματιζόντων τήν ΒΔ τῆς νησίδος ἄκραν, ΒΔ κέρας τοῦ κόλπου τοῦ Κισσάμου.
Χαρακτηριστικά φωτός: Μία ἔκλαμψις ἀνά 6 δευτερόλεπτα.
Φωτοβολία σέ μίλλια: 17.
Περιγραφή κτηρίου: Πυργίον σιδηροῦν λευκόν, μετά ζώνης ἐρυθρᾶς.
Ὕψος εἰς μέτρα ὑπέρ τήν θάλασσαν: 108 (ἑστιακόν ὕψος)».
Το 1938, ο δημοσιογράφος Λεωνίδας Πετρομανιάτης σε ένα ρεπορτάζ-οδοιπορικό για την εφημερίδα ‘Η βραδυνή’ επιβιβάζεται σε ένα πλοίο φαρικών αποστολών του Βασιλικού Ναυτικού, το ΩΡΙΩΝ, για ένα κυκλικό ταξίδι ανεφοδιασμού των φάρων. Οι σημειώσεις του δημοσιεύονται ως χρονογραφήματα στην εφημερίδα. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα που ακολουθεί:
Προτοῦ νά πιάσωμε στήν Κρήτη, κρατήσαμε ἀνοιχτά σέ ἕνα μικρό νησάκι πού λέγεται Γραμβοῦζα καί εἶναι σχεδόν συνέχεια μέ τό Β.Δ. ἀκρωτήριον τῆς Κρήτης. Τό ἔρημο αὐτό νησί ἔχει πολύ ἀπότομες ἀκτές, γι’ αὐτό καί στό πιό ψηλό μέρος του ἔχει τοποθετηθῆ πολύ δυνατός αὐτόματος φάρος, ὁ ὁποῖος ἐφοδιάζεται κάθε χρόνο μέ 4-8 σιδερένια δοχεῖα (φιάλες) μέ ἀέριο, ἀναλόγως τῆς ἐντάσεως καί τοῦ χρόνου τῶν ἐκπεμπομένων ἀναλαμπῶν. Εἶναι ἀδύνατον νά φαντασθῆ κανείς πόσο κουραστική καί ἐπικίνδυνη εἶναι ἡ δουλειά τοῦ ἀνεφοδιασμοῦ […]. Οἱ βράχοι εἶναι τόσο άπότομοι, ὥστε οἱ ναῦτες εἶναι ἀδύνατον νά σταθοῦν ὄρθιοι καί νά περπατήσουν ἐπάνω σ’ αὐτούς μέ φορτίο. Γι’ αὐτό ἔχει στηθῆ στήν κορυφή τοῦ νησιοῦ καί κοντά στόν φάρο ἕνα πρόχειρο βαροῦλκο καί ἔτσι, μετά ἀπό πολλούς κόπους, ἀνέβασαν οἱ ναῦτες τίς σιδερένιες μπουκάλες μέ τό ἀέριο. […] Οἱ δουλειές γιά τόν ἀνεφοδιασμό τοῦ φάρου μᾶς ἀργήσανε καί ἡ νύχτα βρῆκε ἀκόμη τούς ἐργάτες ἐπάνω στόν βράχο. Ἀναγκαστήκαμε, λοιπόν, νά τούς στείλουμε λάμπες ἀσετυλίνης γιά νά δοῦνε νά κατεβοῦν. Ὁ καιρός, ὅμως, ὅσο πέρναγε ἡ ὥρα καί δυνάμωνε. Ὁ καπετάνιος εἶχε ἀπό νωρίς ἀποφασίσει νά πᾶμε νά φουντάρουμε στό λιμάνι τῆς Κισσάμου. Ἐπειδή ὅμως ἐτελείωσαν ἀργά καί δέν μᾶς ἔπαιρναν οἱ ὦρες γιά νά πᾶμε, ἀναγκαστήκαμε νά μείνουμε στή Γραμβοῦζα τή νύκτα, ἔξω ἀπό αὐτό τό ἐρημονήσι. Ἡ βουή πού ἔκαναν τά κύματα σπάζοντας μέ λύσσα πάνω στούς βράχους τοῦ νησιοῦ, ἔκανε τή νύκτα πιό ἄγρια. Τά ἀστέρια στόν οὐρανό τρεμόσβυναν. Οἱ γλάροι, μέ τίς φωνές τους, προέλεγαν δυνατό ἀέρα……
Το αποτύπωμα στην Ιστορία.
Στα λίγα, τα μόλις εβδομήντα χρόνια της ζωής του ο φάρος της Γραμβούσας, θα είχε κάποιες ναυτικές ιστορίες να διηγηθεί… Πρόλαβε ωστόσο να μείνει στην Ιστορία, καθώς στα «πόδια» του, εκεί, στα ριζά του βράχου, συνέβη προπολεμικά ένα από τα πιο θερμά επεισόδια μεταξύ φασιστικής Ιταλίας και Ελλάδας.
Βασικός στόχος, ήδη από το 1938, της τότε διπλωματικής πολιτικής της Ιταλίας ήταν να αποδείξει την (υποτιθέμενη) μυστική, ελληνοβρετανική στρατιωτική συνεργασία.
Η πρώτη πραγματικά θερμή πρόκληση εκδηλώνεται στις 12 Ιουλίου 1940, όταν ιταλικά αεροσκάφη επιτίθενται κατά του βοηθητικού πλοίου φαρικών αποστολών ΩΡΙΩΝ του ΒΝ, που βρισκόταν στην περιοχή της Γραμβούσας προς ανεφοδιασμό του φάρου.
Τις πρωινές ώρες εκείνης της ημέρας, σμήνος τριών αεροσκαφών προσβάλλει με βόμβες την περιοχή, χωρίς, ευτυχώς να προκληθούν ζημιές ή θύματα. Για την επίθεση ενημερώνεται το Αρχηγείο, με συνέπεια να διαταχθεί ο απόπλους, προς τη Γραμβούσα, του αντιτορπιλικού ΥΔΡΑ (κλάση Dardo-D97), που εκτελούσε χρέη πλοίου σκοπούντος και το οποίο όταν έφτασε εκεί δέχθηκε κι αυτό ανεπιτυχή αεροπορική επιδρομή. Λίγο αργότερα, επιχειρώντας να αποκλιμακώσει την ένταση, η Ελληνική Κυβέρνηση διατάσσει ανάκληση του ΥΔΡΑ και του ΩΡΙΩΝ. Ταυτόχρονα, στη θέση του κυβερνήτη του φαρόπλοιου, τοποθετείται μάχιμος αξιωματικός του Ναυτικού. Παράλληλα, ζητά από τον Αρχηγό Γ.Ε.Ν. να καλέσει τους ναυτικούς ακολούθους των ξένων πρεσβειών στην Αθήνα, προκειμένου να τους ενημερώσει για το συμβάν.
Από το πρωτογενές υλικό και τα ντοκουμέντα που περιλαμβάνονται στη Λευκή Βίβλο του Ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών διαβάζουμε:
Ντοκουμέντο ἀριθ. 94 Τό Βασιλικόν Ὑπουργεῖον τῶν Ἐξωτερικῶν, πρός τήν ἐν Ἀθήναις Ἰταλικήν Πρεσβείαν, 12 Ἰουλίου 1940. Τό Βασιλικόν Ὑπουργεῖον τῶν Ἐξωτερικῶν ἔχει τήν τιμήν νά φέρη εἰς γνῶσιν τῆς Βασιλικῆς Ἰταλικῆς Πρεσβείας ὅτι σήμερον, ὥραν 6:30, τρία βομβαρδιστικά ἰταλικά ἀεροπλάνα ἔβαλον διά βομβῶν καί μυδραλλιοβόλων ἐναντίον τοῦ βοηθητικοῦ τοῦ Βασιλικοῦ Ναυτικοῦ ΩΡΙΩΝ, τῆς ὑπηρεσίας φάρων, καθ’ ἥν στιγμήν προέβαινεν εἰς τόν ἀνεφοδιασμόν τοῦ Φάρου τῆς Γραμβούζης, ἐντός τοῦ κόλπου τοῦ Κισσάμου Κρήτης. Τά ἐν λόγω ἀεροπλάνα ἐπετέθησαν ἐπίσης καί κατά τοῦ ἀντιτορπιλικοῦ ΥΔΡΑ, ὅπερ εἶχε λάβει διαταγήν νά σπεύση εἰς βοήθειαν τοῦ ΩΡΙΩΝ.
Το άδοξο τέλος.
Ο φάρος της Γραμβούσας είχε άδοξο τέλος καθώς, καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής, με την αιτιολογία ότι εκεί είχε εγκατασταθεί και λειτουργούσε ασύρματος που έδινε πληροφορίες στους Συμμάχους.
Παρόμοια τύχη είχαν και πολλοί άλλοι φάροι, με αποτέλεσμα η απελευθέρωση να βρει το ελληνικό φαρικό δίκτυο τελείως κατεστραμμένο. Στα τέλη του 1944, μόνο είκοσι οκτώ φάροι και φανοί βρίσκονταν σε λειτουργία, και μόνον οι δεκαεννέα από αυτούς ήταν επιτηρούμενοι από φαροφύλακες. Η επισκευή και συντήρησή τους ήταν επιβεβλημένη. Επιπλέον οι πέτρινοι φάροι συνιστούν παραδοσιακά βιομηχανικά μνημεία, ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής. Δυστυχώς, ο πέτρινος φάρος της Γραμβούσας δεν συμπεριελήφθη σ’ εκείνους που επισκευάστηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, ελάχιστες προπολεμικές φωτογραφίες απομένουν για να θυμίζουν αυτόν τον φάρο «στήν βορειοδυτική τῆς Μεγαλονήσου ἐσχατιά», όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν στον Φαροδείκτη.
Ωστόσο αξίζει να γίνεται αναφορά στον βραχύβιο φάρο της Γραμβούσας και στην ιστορία του καθόσον, οι μικρές, οι επιμέρους «στιγμές» της Ιστορίας, έχουν τη δική τους σημασία, τη δική τους αξία και γοητεία.