- ThePlus Audio
Έρευνα- επιμέλεια: Σπύρος Μ. Θεοδωράκης
Με την κωδική ονομασία «Χρυσόμαλλο Δέρας» ονομάστηκε η επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε πριν από 30 χρόνια (Αύγουστος 1993) για τον απεγκλωβισμό των Ελλήνων του Πόντου που ζούσαν στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το Σοχούμι της Γεωργίας. Υπήρξε η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Ήταν μια ναυτική εκστρατεία που στέφτηκε από απόλυτη επιτυχία. Χαρακτηρίστηκε η πιο μεγάλη μέχρι τότε προσπάθεια ευρωπαϊκού κράτους, για τον απεγκλωβισμό πολιτών από εμπόλεμη ζώνη.
Αρχικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι το εγχείρημα συνέλαβαν, εραστές της πολιτικής, εφαρμόστηκε από άριστους -ένστολους και μη- και ανέδειξε αφανείς ήρωες. Ο έχων τότε την ευθύνη της επιχείρησης, πλοίαρχος του Π.Ν. Βασίλειος Ντερτιλής δήλωσε πολύ αργότερα σε συνέντευξη του: «Ο Ελληνικός Στρατός εκλήθη να σχεδιάσει μια ειδική επιχείρηση απεμπλοκής Ελλήνων που ζουν εκεί (σ.σ. Γεωργία/Σοχούμι) που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν σαν όμηροι, όχι φυσικών προσώπων, αλλά των συγκυριών δηλαδή των εμφυλίων συρράξεων στην περιοχή εκείνη. Ήταν μια επιχείρηση σε απόλυτη συνεργασία με φορείς του Υπουργείου Εξωτερικών και του ΓΕΝ».
Τα γεωπολιτικά δεδομένα.
Ο Καύκασος, που ιστορικά υπήρξε σημαντικός χώρος μυθολογικής αναφοράς αλλά και κοιτίδα πολλών λαών, υπήρξε συγχρόνως και μια πολυεθνική περιοχή που γεννούσε διαχρονικά ένταση και συγκρούσεις. Η μετάβαση από την πολυεθνική ενιαία Σοβιετική Ένωση, στα μετασοβιετικά κράτη δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση.
Οι Γεωργιανοί υπήρξαν ένας από τους λαούς που διεκδικούσε έντονα την ανεξαρτησία του κατά τα τελευταία χρόνια της σοβιετικής κυριαρχίας. Άλλωστε είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στη σοβιετική ιστορία δίπλα στον Λένιν. Ένα αυξημένο συναίσθημα εθνικής υπερηφάνειας, το οποίο κατά την περίοδο της διάλυσης, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 διοχετεύτηκε σε ακραίο εθνικισμό, είχε σαν αποτέλεσμα να οδηγήσει τη νεαρή Γεωργία σε μια ανοιχτή αμφισβήτηση της αυτόνομης υπόστασης της Οσετίας, της Αμπχαζίας και της Ατζαρίας. Αποτέλεσμα ήταν οι διαδοχικοί πόλεμοι, πρώτα με τους Οσετίνους και στη συνέχεια με τους Αμπχάζιους.
Στη δίνη των πολέμων αυτών θα βρεθεί κι η ελληνική κοινότητα της Γεωργίας. Λίγα χρόνια πριν, περισσότεροι από τους 100.000 πολίτες που ανήκαν στην αναγνωρισμένη ελληνική μειονότητα, είχαν καταφύγει στην Ελλάδα, την Κύπρο και τη Νότια Ρωσία. Ωστόσο εκείνη την περίοδο στο Σοχούμι, την πιο ανθηρή πόλη των Ελλήνων του σοβιετικού Πόντου, οι συνθήκες είχαν πάρει άσχημη τροπή.
Η Συνομοσπονδία των ομογενών της πρώην ΕΣΣΔ «Ο Πόντος», απέστειλε στον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, την ακόλουθη δραματική επιστολή, με ημερομηνία 8 Φεβρουαρίου 1993:
«Αξιότιμε Κύριε Πρωθυπουργέ, […]
Θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή σας στη δυσχερή κατάσταση, στην οποία βρίσκονται οι ομογενείς […] στην Αμπχαζία. Στη ζώνη των αιματηρών ενόπλων συγκρούσεων του Σοχουμίου, παραμένουν ακόμη περί τους 2.000 Έλληνες και είναι επιτακτική η ανάγκη απομακρύνσεώς τους από εκεί. Κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες οι άνθρωποι αυτοί δεν δύνανται να απομακρυνθούν με ίδια μέσα […] ενώ αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των τραυματιών και των φονευθέντων […]»
Συγχρόνως, οι εκκλήσεις των απανταχού ομογενών, αλλά και των ποντιακών οργανώσεων στην Ελλάδα εντείνονται. Αποκορύφωμα, το συλλαλητήριο που έγινε στην Αθήνα την άνοιξη του 1993 έξω από το Ελληνικό Κοινοβούλιο όπου συγκεντρωθήκαν 5.000 Πόντιοι και ζητούσαν την άμεση απομάκρυνση των Ελλήνων ομογενών από την Αμπχαζία. Η Κυβέρνηση τότε, αποφάσισε να προχωρήσει σε επιχείρηση απεγκλωβισμού των, αμέσως μόλις θα το επέτρεπαν οι συνθήκες.
Η πολύπλευρη προετοιμασία.
Η προετοιμασία της επιχείρησης «Χρυσόμαλλο Δέρας», της οποίας εμπνευστής ήταν η τότε υφυπουργός Εξωτερικών Βιργινία Τσουδερού, κράτησε σχεδόν έξι μήνες κι ενώ οι εμφύλιες συγκρούσεις ήταν σε εξέλιξη. Αρχικά εκπρόσωποι της Ομογένειας από Γεωργία και Ρωσία, επισκέφθηκαν την υφυπουργό εξωτερικών και της ανέλυσαν τη δυσχερή κατάσταση των ομογενών στην Αμπχαζία. Η υφυπουργός ζήτησε την άμεση υποβολή εισηγήσεων από το Εθνικό Ίδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Αποδήμων και Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων (Ε.Ι.Υ.Α.Π.Ο.Ε.) και από συναρμόδιες υπηρεσίες, για την ενδεχόμενη οργάνωση μεταφοράς των ομογενών (ναύλωση πλοίων κ.λπ.), για τον απαιτούμενο χρόνο οργάνωσης, για τις δυνατότητες και το κόστος μεταφοράς και την διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας στην Αμπχαζία.
Στις 10 Ιουνίου, η ίδια η υφυπουργός πραγματοποίησε περιοδεία στη Νότια Ρωσία, στη Γεωργία, στην Αρμενία και στο Αζερμπαϊτζάν. Έγιναν συναντήσεις με εκπροσώπους της Γεωργίας, τη Ρωσική Πρεσβεία στην Τιφλίδα και το Πατριαρχείο Γεωργίας και επαφές με εκπροσώπους των ομογενών της Αμπχαζίας και της Γεωργίας. Επίσης μια ελληνική αντιπροσωπεία επί μέρες και με την συνοδεία ένοπλων αξιωματικών, επισκεπτόταν όλες τις γειτονιές της πόλης και τα γύρω χωριά, όπου υπήρχε ελληνικός πληθυσμός, για να ειδοποιήσει και προετοιμάσει τους ομογενείς. Η παρουσία της εκεί, τους εμψύχωσε κι αναπτέρωσε το φρόνημά τους. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση μιας ηλικιωμένης ελληνίδας στη περιοχή: «Από τότε που ακούστηκε πως είσαστε εδώ, οι ντόπιοι μας υπολογίζουν και μας σέβονται περισσότερο…».
Προς τα τέλη Ιουλίου [21/7], τρία στελέχη της Ελληνικής πρεσβείας στη Μόσχα, μαζί με τον εκπρόσωπο του ΕΙΥΑΠΟΕ κ. Αδάμη Μητσοτάκη, φτάνουν στη Γεωργία, για να προετοιμάσουν την επιχείρηση εντοπισμού και οργάνωσης των ομογενών για τη μεταφορά τους στην Ελλάδα. Οι εντολές του προέδρου του ΕΙΥΑΠΟΕ κ. Γιώργου Ιακώβου (μετέπειτα υπουργού Εξωτερικών της Κύπρου) ήταν:
α) η ομάδα να μεταβεί στο Σοχούμι, β) να πληροφορηθεί για την ύπαρξη ασφαλών (από στρατιωτικής πλευράς) λιμένων ή αγκυροβολίων, γ) να υπολογισθεί ο αριθμός των ομογενών, δ) να εξετάσει τη δυνατότητα συγκέντρωσής των σε τρία-τέσσερα χωριά ή και χώρους κοντά στο σημείο επιβίβασης, ε) να συντάξει χρονοδιάγραμμα μεταφοράς των ομογενών στο Σοχούμι και στ) να διερευνηθούν οι απόψεις-θέσεις της Κυβέρνησης της Γεωργίας για τη σχεδιαζόμενη δραστηριότητα.
Κατά ευνοϊκή συγκυρία στις 27 Ιουλίου υπογράφτηκε μεταξύ των αντιμαχόμενων, η Συμφωνία του Σότσι για τον τερματισμό του πολέμου. Η συμφωνία δεν τηρήθηκε αλλά δόθηκε η ευκαιρία στην Ελλάδα να οργανώσει την επιχείρηση απεγκλωβισμού. Έτσι, στις 31 Ιουλίου, τα μέλη της ελληνικής αποστολής κατάφεραν να μεταβούν στο Σοχούμι. Αντίκρισαν μια πόλη χωρίς ηλεκτρικό και νερό, χωρίς τρόφιμα, από την οποία ο μισός πληθυσμός είχε φύγει. Τίποτε δεν θύμιζε την πανέμορφη πόλη της Μαύρης Θάλασσας.
Στη συνέχεια, στο κέντρο της πόλης, στο σπίτι του ομογενούς Φίλιππου Τυρικίδη, οργανώθηκε ένα αυτοσχέδιο “προξενείο” και τακτοποιούσε τα ταξιδιωτικά έγγραφα 1.484 ατόμων. Πολλοί είχαν ακόμη διαβατήρια που έγραφαν ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ και τα οποία φυλούσαν σαν ευαγγέλιο. Και δεν ήσαν λίγοι αυτοί που εξορίστηκαν κι άλλοι έχασαν τη ζωή για αυτά τα διαβατήρια. Για όσους όμως δεν είχαν διαβατήριο προέκυψε το πρόβλημα με την έλλειψη φωτογραφιών για την έκδοση καινούργιου. Φωτογραφείο δεν λειτουργούσε, ούτε ρεύμα υπήρχε. Τότε τα μέλη της αποστολής, τους ζήτησαν προσωπικές φωτογραφίες από τα οικογενειακά τους άλμπουμ, τις οποίες έκοβαν με το ψαλίδι για την έκδοση των πιστοποιητικών.
Εκεί ο Αδάμης Μητσοτάκης –κρητικός στην καταγωγή- συνάντησε κι έναν ηλικιωμένο Πόντιο, ο οποίος θυμόταν έναν Κρητικό που είχε πάει εκεί πριν πολλά χρόνια και μάζευε τους Ποντίους και του δήλωσε: «Σε εκείνο το καράβι δεν πρόλαβα να μπω, αλλά σε τούτο θα ΄μπω!..» Αναφερόταν στον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος είχε περάσει το 1919 από εκείνες τις περιοχές και μάζευε τους Έλληνες του Πόντου. Ήταν εθελοντής τότε στον Ελληνικό Στρατό, και ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος τον τοποθέτησε σε θέση διευθυντή στο νεοσύστατο υπουργείο Περιθάλψεως. Στο υπουργείο, ο Καζαντζάκης θα παραμείνει μόλις έναν χρόνο, για πρώτη και μοναδική φορά σε δημόσια θέση. Θα ταξιδέψει μέχρι στις εσχατιές του Καυκάσου και του Αντικαυκάσου και θα ζήσει από κοντά το δράμα του Ελληνισμού. Το πόσο «σημάδεψε» το ταξίδι αυτό το νεαρό συγγραφέα, αποτυπώνεται εκφραστικότατα στο βιβλίο του: «Αναφορά στον Γκρέκο»
Η ναυτική εκστρατεία
Ακολουθώντας το χρονικό της επιχείρησης φαίνεται ξεκάθαρα η σπουδαιότητα, η πολυπλοκότητα και το μέγεθος του εγχειρήματος.
* [9/8/93] ημέρα Δευτέρα. Απέπλευσε από τον Πειραιά το ΕΓ/ΟΓ VISCOUNTESS M. της ναυτιλιακής εταιρείας Marlines S.A. του εφοπλιστή Παναγιώτη Μαραγκόπουλου, ο οποίος λέγεται ότι για το ταξίδι αυτό δεν δέχθηκε να αποζημιωθεί. Καλύφτηκαν μόνο τα έξοδα των καυσίμων, της τροφοδοσίας και του πληρώματος.
Στο πλοίο επέβαινε, 20μελής ομάδα προσωπικού των Ομάδων Υποβρυχίων Καταστροφών (Ο.Υ.Κ.) ως πλήρωμα -οι οποίοι ήταν εφοδιασμένοι με ναυτικά φυλλάδια- και κλιμάκιο του Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών για την παροχή ιατρικής βοήθειας. Στο πλοίο είχε φορτωθεί ανθρωπιστική βοήθεια. Πρώτος σταθμός η Λήμνος.
* [12/8/93] ημέρα Πέμπτη. Ταξίδεψε με πολιτικό αεροπλάνο από την Αθήνα στο Σοχούμι, μέσω Θεσσαλονίκης-Τιφλίδας, η 11μελής ομάδα του ΓΕΕΘΑ, με στοιχειώδη και απαραίτητα εφόδια (τροφή στρατού, νερό και το κυριότερο δορυφορικό τηλέφωνο), για να συνδράμει στην τελική φάση της επιχείρησης.
Την ομάδα αποτελούσαν οι: Ντερτιλής Βασίλειος (επικεφαλής), Καρυώτης Χρήστος, Πάτσαλος Αναστάσιος, Σεραφετινίδης Εφραίμ, Τσιατσούλης Λεωνίδας, Γιοβανέκο Γεώργιος, Καραπάλης Χαράλαμπος, Γεωργίου Παναγιώτης, Μαραπάς Δημήτριος, Μπεσλίκας Δημήτριος, Αποστολόπουλος Κωνσταντίνος. Βασικός σύνδεσμος με την τοπική κυβέρνηση, ένας ελληνικής καταγωγής ταγματάρχης της Γεωργιανής υπηρεσίας ασφαλείας. Φτάνοντας, η ομάδα επιθεώρησε τους χώρους (λιμάνι, φυλάκια τελωνείου και συνοριακών φρουρών, πλατεία μπροστά στο λιμάνι, οδούς που οδηγούσαν ως εκεί) και κατέστρωσε το τελικό σχέδιο. Συγχρόνως το VISCOUNTESS M. που βρισκόταν στη Λήμνο είχε ειδοποιηθεί να ξεκινήσει. Σύμφωνα με το σχέδιο θα έπρεπε να βρίσκεται στο Σοχούμι ανήμερα της Εορτής της Παναγίας .
* [15/8/1993] ημέρα Κυριακή. Στις 5 π.μ. (τοπική ώρα) ξεκίνησε η τρίτη φάση της επιχείρησης. Το ελληνικό κλιμάκιο εγκαταστάθηκε στο λιμάνι και προχώρησε στην οργάνωση του χώρου. Το VISCOUNTESS M. θα κατέπλεε νωρίς το πρωί και θα έπρεπε να αποπλεύσει πριν νυχτώσει. Υπήρχε επικοινωνία τόσο με το πλοίο που πράγματι πλησίαζε τις ακτές της Υπερκαυκασίας, όσο και με το ελληνικό επιχειρησιακό κέντρο στην Ελλάδα (Αθήνα και Αλεξανδρούπολη), όπου καθήκοντα συντονιστή εκτελούσε ο διπλωμάτης Αλέξης Χατζημιχάλης. Είχε κανονιστεί ότι οι Ομογενείς θα εισέρχονταν στον κυρίως χώρο του λιμανιού ανά πέντε και θα υποβάλλονταν ταχύτατα πρώτα σε προξενικό έλεγχο από το ελληνικό κλιμάκιο, κατόπιν σε τελωνειακό και συνοριακό έλεγχο από τους στρατιώτες ενός ρωσικού συντάγματος αλεξιπτωτιστών και στη συνέχεια θα επιβιβάζονταν σε πλοίο. Εκεί θα ανέμενε κλιμάκιο του ΕΙΥΑΠΟΕ για την υποδοχή και καταγραφή τους.
Με το πρώτο φως το VISCOUNTESS M. φάνηκε στον ορίζοντα και κατέπλευσε στο Σοχούμι, σε μια πόλη ερειπωμένη. Μισοβυθισμένα πλοία στο λιμάνι κι εγκαταλειμμένα κτίρια παντού. Μια πόλη σχεδόν νεκρή. Ξεκίνησε αμέσως η εκφόρτωση της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τον πολιορκημένο πληθυσμό του Σοχουμίου, την οποία είχε υποσχεθεί η Ελληνική Κυβέρνηση υπό μορφή ανταλλαγμάτων. Οι στιγμές είναι δύσκολες αλλά όλα σκεπάζονται από μια φωνή «Όταν είδα εγώ το καράβι με την ελληνική σημαία φώναξα: το καράβι ήρθε της Ελλάδας, θα πάμε στην Ελλάδα…».
Φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του Αντώνη Χατζηαντωνίου, που συμμετείχε στην επιχείρηση ως μέλος της ομάδας ΟΥΚ.
Η επιβίβαση των ομογενών, παρά τις ανησυχίες των τοπικών αξιωματούχων, εξελίχθηκε σύμφωνα με το σχέδιο χάρη στην βοήθεια των στελεχών του ΓΕΕΘΑ και των πεζοναυτών που ταξίδεψαν από την Αθήνα.
Ο Βλάσης Αγτζίδης, διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας, ο οποίος συμμετείχε στην επιχείρηση, αφηγείται με δραματικό τρόπο: «-Την ώρα της επιβίβασης λες και είχα πάει 70 χρόνια πίσω κι είχα βρεθεί σε μια προκυμαία μιας Ιωνικής πόλης την ώρα που έφευγαν οι προσφυγές. Η αίσθηση ήταν μιας απόλυτης κατάρρευσης, μιας τρομερής και τελικής ήττας. Εκείνη την στιγμή τελείωνε ιστορικά η ελληνική παρουσία».
Η επιβίβαση 1.013 ομογενών είχε τελειώσει γύρω στις 5:00 το απόγευμα. Το πλοίο απέπλευσε αμέσως. Την ώρα που έκλεινε ο καταπέλτης, «έκλεινε» κι ο κύκλος μιάς ελληνικής παρουσίας κι ενός πολιτισμού 140 ετών σε τούτη τη γωνιά του Εύξεινου Πόντου. Για μια ομογένεια που είχε πάντα κλεισμένη την Ελλάδα…. βαθιά μες στην ψυχή. Κι όλο περιμένει πάλι τη στιγμή να ξαναρθεί, το καράβι στο λιμάνι να φανεί, θαλασσινό πουλί στα όνειρα…
Εκείνες τις στιγμές, η συσσώρευση μιας πίεσης που κρατούσε χρόνια, ήταν μεγάλη. Λυτρωτικά, πλημμύρισαν το πλοίο, οι ήχοι μιας ποντιακής λύρας κι ένας ξέφρενος χορός στήθηκε μέχρι αργά το βράδυ στο γκαράζ του πλοίου που ήταν κατάφορτο. Είχε όσα πράγματα μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους οι 1.013 πρόσφυγες, μια Ιστορία αιώνων, βάσανα πολλά και πόνος. Πόνος πολύς, για τον έναν ακόμη ξεριζωμό αυτού του λαού, από τις γενέθλιες γαίες του.
* [16/8/93] ημέρα Δευτέρα. Το πλοίο με τους Έλληνες του Πόντου άφησε την Μαύρη Θάλασσα και εισήλθε στο Βόσπορο. Ήταν μια γλυκιά ηλιόλουστη μέρα όταν, κάποια στιγμή, φάνηκε καθαρά στο στεριανό ορίζοντα το επιβλητικό περίγραμμα της Αγιά-Σοφιάς. Στο κατάστρωμα ο ηλικιωμένος λυράρης πιάνει πάλι τη λύρα του. Αυτή τη φορά παίζει και τραγουδά το σκοπό της Άλωσης. Η συγκίνηση κι οι συμβολισμοί που ξεχειλίζουν εκείνη την ώρα, φέρνουν ένα κόμπο στο λαιμό. «-Το πλοίο λοιπόν αυτό με τους προσφυγές, ήταν ουσιαστικά τα υπόλοιπα της Μικρασιατικής καταστροφής που δεν είχε ακόμη τελειώσει. Ακόμη και το 1993 ο ελληνισμός κατέβαζε πρόσφυγες μπροστά από την Αγιά Σοφιά προς τη βαλκανική Ελλάδα.» θα δηλώσει αργότερα ο κ. Αγτζίδης.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού όλα εξελίχθηκαν ομαλά. Υπήρχε τακτική επαφή με το κλιμάκιο υποδοχής στην Αλεξανδρούπολη. Στο πλοίο η παροχή νερού ήταν ελεγχόμενη και γινόταν διανομή συσσιτίου τρεις φορές την μέρα.
Για το ταξίδι της επιστροφής, θα πει μετά από καιρό σε συνέντευξή του ο πλοίαρχος Ντερτιλής: «Κατά την επιστροφή μας, ο τούρκος αξιωματικός που συνόδευσε το πλοίο μας καθώς διασχίζαμε το Βόσπορο, επέδειξε επαγγελματική και άψογη συμπεριφορά. Δεν ρώτησε ούτε τι είναι οι επιβάτες, ούτε τι ακριβώς κάνει αυτό το πλοίο, ενώ φεύγοντας μας χαιρέτησε και μας έδωσε τα συγχαρητήριά του.».
* [18/8/93] ημέρα Τετάρτη. Πριν ακόμη χαράξει, το VISCOUNTESS M. έδενε στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Τους ομογενείς μας υποδέχθηκε εκ μέρους της κυβέρνησης η υφυπουργός Εξωτερικών Βιργινία Τσουδερού, ένα μικρό τιμητικό άγημα και λίγοι επίσημοι. Η κ. Τσουδερού θα πει αργότερα για την δυσκολία της επιχείρησης: «-Δεν εύρισκες εύκολα πλοίο καθόσον για ένα τέτοιο ταξίδι δεν μπορούσες να το ασφαλίσεις. Το πλοίο θα προσέγγιζε σε εμπόλεμη ζώνη. […] Ήταν μεγάλη αγωνία μας βεβαίως, κι εκεί που χρειαζόταν συνεχή επαφή, ήταν όταν περνούσανε το καράβι από τα Δαρδανέλλια. Δεν ξέραμε πως θα το αντιμετωπίσουν οι Τούρκοι. […] Για τους Έλληνες του Πόντου υπήρχε ένας μύθος “ότι θα έρθει ένα πλοίο από την Ελλάδα για να διασώσει τους προσφυγές που είχανε στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο περάσει στην Σοβιετική Ένωση”. Αυτό το καράβι κι εμείς που τους υποδεχθήκαμε στην Αλεξανδρούπολη ήταν για κείνους η πραγμάτωση του μύθου αυτού».
Ο δε πλοίαρχος του VISCOUNTESS M. cpt Γιώργος Σαμιωτάκης, δήλωσε: «-Ήταν ένα ταξίδι διαφορετικό. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα είχαν συμφωνήσει να κάνουν εκεχειρία τις ώρες που το πλοίο ήταν εκεί. Η επιβίβαση των προσφυγών έγινε ομαλά. […] Η συγκίνηση όλων μας ήταν μεγάλη. Αν το Ελληνικό Κράτος επαναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα θέλω να πάω πάλι εγώ».
Το νόστιμον ήμαρ.
Η επιχείρηση “Χρυσόμαλλο Δέρας” απεγκλώβισε έγκαιρα τότε τους ομογενείς μας, αφού τον επόμενο μήνα το Σοχούμι κατέλαβαν αμπχαζιανές δυνάμεις με εκατόμβες νεκρών. Η επιτυχής έκβαση της επιχείρησης εξύψωσε το κύρος της Ελλάδας, τόσο στα μάτια της Ομογένειας, όσο και στον διεθνή πολιτικό περίγυρο. Η ελληνική αυτή επιχείρηση μεταδόθηκε από σημαντικά ξένα ΜΜΕ (Le Monde, Izvestiya κ.α.) και έχει μπει στη διεθνή βιβλιογραφία. Ο ελληνικός Τύπος της εποχής, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν κάλυψε επαρκώς το γεγονός. Ίσως να αποτελεί εξήγηση το ότι εκείνη την περίοδο η πολιτική ζωή του τόπου κινείτο ανάμεσα σε συμπληγάδες, του ειδικού τύπου Συγκυβέρνησης και του Ειδικού Δικαστηρίου.
Ωστόσο οι ομογενείς μας από την Αμπχαζία, κατάφεραν να φτάσουν στην ιδεατή πατρίδα των προγόνων τους την Ελλάδα, που αποτελούσε τον κοινό παρανομαστή και το βασικό συστατικό της εθνικής τους ταυτότητας. Τα παιδιά τους, γεννημένα και μεγαλωμένα σε κοινωνίες με διαφορετικές δομές, αλλά γαλουχημένα με το νόστο των γονιών τους, θα αναζητήσουν εδώ την ουτοπία που τους είχαν υποσχεθεί, αλλά θα αισθανθούν, στην αρχή τουλάχιστον της εγκατάστασής τους, σαν ξένοι, όπως το ίδιο ξένοι αισθάνονταν και στη μακρινή πατρίδα που εγκατέλειψαν. Όμως για την αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων ήταν απαραίτητη, μια διαφορετικού τύπου επιχείρηση.
Βιβλιογραφικές αναφορές (*)
Αγτζίδης, Β. (1993). Ο πόλεμος στην Αμπχαζία και οι συνέπειές του για την ελληνική κοινότητα. Αθήνα: Γενική Γραμματεία Αποδήμου Ελληνισμού.
Αγτζίδης, Β. (1993). «Επιχείρηση “Χρυσόμαλλο Δέρας”». Ομογενειακό Βήμα, τευχ.3.
Αρμογένης, Γ. (1993). «Η κάθοδος των Ποντίων». Εφοπλιστής, τεύχ. 7, σελ. 7-9.
Θεοδωράκης, Σ. (2013). «Ένα πολύτιμο ταξίδι πριν από 20 χρόνια». Εφοπλιστής, τεύχ. 244, σελ. 132-137.
Καλαμβρέζος, Δ. (1996). «Μικρό χρονικό της επιχείρησης απεγκλωβισμού των ομογενών από την εμπόλεμη Αμπχαζία. “Χρυσόμαλλο Δέρας”», στο: Β. Αγτζίδης (επιμ.), Οι άγνωστοι Έλληνες του Πόντου. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Κυριακίδη.
Τέλλογλου, Τ. (2001). «Επιχείρηση Χρυσόμαλλο Δέρας». Τηλεοπτική εκπομπή Οι Νέοι Φάκελοι, Αθήνα: Σκάι TV.
(*) Σύμφωνα με το σύστημα αναφοράς ΑΡΑ (American Psychological Association).