Ο σημαιοφόρος μας στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1948 ήταν ΗΡΩΑΣ του Β΄ΠΠ που γρήγορα ξεχάστηκε
Έρευνα-κείμενο Ηρακλής Καλογεράκης
Αξημέρωτα της Δευτέρας της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο τρομακτικός ήχος των σειρήνων, οι κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών και το ραδιόφωνο, μετέφεραν την είδηση του πολέμου. Οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ήχησαν σε όλη την Ελλάδα από άκρο σε άκρο, αλλά Ιταλικά αεροπλάνα δεν φάνηκαν πουθενά.
Αμέσως επιστρατεύεται με ατομικές προσκλήσεις προσωπικό, για συμπληρωθεί η δύναμη της VIII Μεραρχίας Ηπείρου και της IX Δυτικής Μακεδονίας. Μετά από λίγο ακολουθεί η επιστράτευση των στρατευσίμων κλάσεως από 1924 έως και 1940 και στην υπόλοιπη Ελλάδα, με εξαίρεση μόνο των μη ικανών, των πολύτεκνων, των προστατών οικογενείας. Παράλληλα με τη στρατιωτική προετοιμασία της χώρας μπαίνει σε εφαρμογή και το σχέδιο της πολιτικής επιστράτευσης, βάσει της οποίας ο πληθυσμός όλης της χώρας αδιακρίτως φύλου και όλοι οι οργανισμοί όφειλαν να «συντρέχωσι και συνεισφέρουσι εις την Εθνικήν Αμυναν υποκείμενοι εις πειθαρχίαν πολέμου».
Στις στρατιωτικές σχολές, οι τεταρτοετείς ονομάστηκαν Αξιωματικοί, οι τριτοετείς Αρχιλοχίες, Αρχικελευστές-ή Αρχισμηνίες αντίστοιχα και στους υπόλοιπους δόθηκε άδεια διαρκείας. Αυτοί οι «αδειούχοι», ταπεινωμένοι και με συναίσθημα ντροπής, πήγαν στα σπίτια τους βασανίζοντας το μυαλό τους με το πως θα βρουν τρόπο να οργανωθούν και να αντισταθούν. Στους απόφοιτους των πανεπιστημίων απονεμήθηκαν βαθμοί υπαξιωματικών ενώ οι του ΕΜΠ έγιναν Αρχιλοχίες, Αρχικελευστές ή Αρχισμηνίες ανάλογα με το όπλο.
Η χώρα βρέθηκε μέσα σε λίγες ώρες σε εμπόλεμη κατάσταση ενώ σε όλα τα λιμάνια, τους σταθμούς λεωφορείων και τραίνων, επικρατούσε συνωστισμός. Οι επιστρατευμένοι Έλληνες, με σφιγμένα αλλά χαμογελαστά χείλη, ήθελαν να πάνε να διώξουν τους Ιταλούς εισβολείς. Οι υπόλοιποι συγγενείς και φίλοι, τους κατευόδωναν με τραγούδια και αγκαλιές.
Στη Θεσσαλονίκη, ο Γεώργιος Καλαμβοκίδης, ως απόφοιτος Ανωτάτης Σχολής, επιστρατεύεται και του απονέμεται ο βαθμός του Αρχικελευστή. Επειδή όμως ήταν λαμπρός ιστιοπλόος στον Άρη Θεσσαλονίκης και ήξερε από Ναυτική Τέχνη και άρμενα, του δόθηκε η ειδικότητα του Αρμενιστή. Ο Καλαμβοκίδης λόγω αναγκών προσωπικού για επιχειρήσεις Ναρκοπολέμου, εκπαιδεύεται στον Ναρκοπόλεμο και στην ναρκαλιεία, μια εξειδίκευση που θα χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά στην επόμενη του τοποθέτηση.
Η κύρια βάση υποστήριξης του στρατού μας στο Αλβανικό μέτωπο δημιουργήθηκε στην Πρέβεζα και καθημερινά μεταφερόταν εφόδια από τον Πειραιά, το γνωστό ΗΡΕ (Ημερήσιο Ρεύμα Εφοδιασμού). Αργότερα από την 6/12/40, λόγω της προέλασης του στρατού μας, χρησιμοποιήθηκε και το λιμάνι των Αγίων Σαράντα σαν Προκεχωρημένη Βάση Εφοδιασμού. Το λιμάνι αυτό ήταν μεν πλησιέστερα στο μέτωπο, αλλά κινδύνευε και πιο πολύ από επιθέσεις εχθρικών πλοίων, υποβρυχίων και αεροπλάνων, απλά και μόνο επειδή ήταν κοντά στις Ιταλικές βάσεις. Στο λιμάνι αυτό, διατάχθηκε στις 13/12/1940, ο σχηματισμός, της Ναυτικής Διοίκησης Βορείου Ηπείρου (ΝΔΒΗ) που υπαγόταν στη Ναυτική Αμυντική Περιοχή ΝΑΠ/1.
Για την από θαλάσσης άμυνα της περιοχής ευθύνης της, αποφασίστηκε η πόντιση ενός ναρκοπεδίου (από την Άκρα Αγ. Αικατερίνη Κέρκυρας μέχρι την Άκρα Κεφαλή της Ηπείρου), μια ενέργεια που υλοποιήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1940 από τρία μικρά βοηθητικά πλοία του Πολεμικού Ναυτικού. Από την ημέρα δε αυτή και μετά, η ΝΔΒΗ ήταν σε πλήρη λειτουργία με διοικητή τον Αντιπλοίαρχο Τρ. Κωνσταντινίδη. Ανάμεσα στους Αξιωματικούς, όλοι έφεδροι, ήταν και ο Μόνιμος εξ εφέδρων Σημαιοφόρος Πύρρος Σπυρομήλιος, που είχε αποταχθεί μετά το κίνημα του 1935 αλλά με την επιστράτευση τοποθετήθηκε σαν Υποδιοικητής στο Οχυρό Καραμπουρνού και ο οποίος λόγω καταγωγής από την Χειμάρα, επιθυμούσε μετάθεση κοντά στο Αλβανικό μέτωπο. Επίσης στη ΝΔΒΗ τοποθετήθηκε και ο Έφεδρος Αρχικελευστής Γεώργιος Καλαμβοκίδης, που ανέλαβε την Υπηρεσία «Ν» (την Υπηρεσία Ναρκαλιείας και Ναρκαγρευτικών) και επίσης ήταν υπεύθυνος των φορτοεκφορτώσεων στο λιμάνι.
Η ΝΔΒΗ ήταν επιφορτισμένη εκτός της λειτουργίας του λιμανιού, με την από θαλάσσης και αέρος, ενεργό άμυνα της περιοχής καθώς και για τον έλεγχο των βόρειων προσβάσεων του στενού Ηπείρου -Κερκύρας. Στην διοίκηση αυτή υπήχθησαν όλα τα στρατιωτικά τμήματα της πόλης, το Φρουραρχείο, ένα πυροβολείο Α/Α, ένας ουλαμός Ορεινού πυροβολικού στην Άκρα Κεφάλι, το Κέντρο Εφοδιασμού, το Ορεινό χειρουργείο και περίπου 150 ναυτεργάτες. Τα πλωτά μέσα που της είχαν διατεθεί ήταν το Ναρκαλιευτικό-Ναρκοθετικό Στρυμών, το πετρελαιοκίνητο ναρκαγρευτικό Ταξιάρχης, η ανεμότρατα Αγ. Παρασκευή, το ατμήλατο ρυμουλκό Αγ. Σπυρίδων, ένα μικρό βοηθητικό για την κίνηση Λιμένος, δύο βενζινάκατοι, δύο λέμβοι και πέντε φορτηγίδες.
Για την ασφάλεια και αδιάκοπη λειτουργία των θαλασσίων γραμμών επικοινωνιών ήταν απαραίτητη η επίταξη και η πρόχειρη μετατροπή σε ναρκαγρευτικά, επιπλέον αλιευτικών σκαφών χωρητικότητας 10-25 κόρων που είχαν συρόμενα εργαλεία. Στα πλαίσια αυτά, ο Αρχικελευστής Καλαμβοκίδης βοήθησε στην τροποποίηση της ανεμότρατας Ζαΐρα καθώς και πέντε άλλων πετρελαιοκίνητων (π/κ) αλιευτικών (μηχανότρατες) των Αγ. Νικόλαος, Αγ. Ιωάννης, Αγ. Δημήτριος, Ευαγγελίστρια και Μαρία, ώστε να είναι σε θέση να εκτελέσουν έλεγχο περιοχής για ύπαρξη ναρκών και για την εν συνεχεία εξουδετέρωση τους. Μετά από αυτά, οργανώθηκε στη ΝΔΒΗ η «Υπηρεσία Ναρκαλιείας, οι δε γριπίσεις που γινόταν κάθε βράδυ στην περιοχή, εξασφάλισαν την ασφαλή ναυσιπλοΐα από Κερκύρας μέχρι Αγ. Σαράντα και Χειμάρα, επιτρέποντας στα λιμάνια αυτά να χρησιμοποιούνται ασφαλώς.
Την 1η Μαρτίου 1941, διατάχθηκε από το Υπουργείο Ναυτικών η χρησιμοποίηση του όρμου Πανόρμου της Χειμάρας, για ανεφοδιασμό των υποβρυχίων μας που επιχειρούσαν στην Αδριατική. Για την υλοποίηση της διαταγής αυτής έπρεπε να ελεγχθεί ότι ο όρμος αυτός ήταν ασφαλής και ο Διοικητής της ΝΔΒΗ διέταξε να γίνει γρίππιση για τυχόν νάρκες από δύο μικρά επίτακτα αλιευτικά μετασκευασμένα σε ναρκαγρευτικά.
Στο ένα, το «π/κ Ταξιάρχης», πλοίαρχος ήταν ο Κωνσταντίνος Βακολέτος με πλήρωμα τον Μηχανικό Γεώργιο Ωρολογά και ναύτες τους Πολυκράτη Τζότη και Ιωάν. Χατζηγεωργίου. Σε αυτό επέβη ως κυβερνήτης, ο Σημαιοφόρος Π. Σπυρομήλιος με τον Υποκελευστή Β’ Αρμενιστή Σωτήριος Βελιώτη, το ναύτη Σηματωρό Γεώργιο Τσολάκα και το ναύτη Αρμενιστή Φώτη Καρνάβα. Στο άλλο, το «π/κ Αγγελική» επέβη σαν Κυβερνήτης ο Αρχικελευστής Καλαμβοκίδης με τον ναύτη Αρμενιστή Κων/νο Γίδα. Ο οπλισμός στο πρώτο ήταν 1 φορητό πολυβόλο και στο άλλο μόνο το περίστροφο του Αρχικελευστού Καλαμβοκίδη.
Το βράδυ, ενώ εκτελείτο γρίππιση, εντόπισαν στην Αδριατική ένα Ιταλικό πλοίο επιφανείας, ενώ περί ώρα 23:20 αναφέρθηκε ότι «υποβρύχιόν τι ανεδύθη». Τα τροποποιημένα αλιευτικά ενεπλάκησαν συνεπώς σε ένα αγώνα με εχθρικά πολεμικά, δυσαναλόγως ισχυρότερα. Αμέσως ο Σημαιοφόρος Σπυρομήλιος διέταξε να αφήσουν το σύρμα της γρίπισης και ταχύτατα με το σκάφος του κινήθηκε ανάμεσα στο υποβρύχιο και τον ανυπεράσπιστο Καλαμβοκίδη, βάλλοντας παράλληλα με το φορητό πολυβόλο εναντίον των πλοίων εξ αποστάσεως400 μέτρων. Το υποβρύχιο ανταπέδωσε το πυρ με το κύριο πυροβόλο και τα Α/Α πολυβόλα του. Ο Αρχικελευστής Καλαμβοκίδης, μη έχων άλλο όπλο, όταν βρέθηκε κοντά στο εχθρικό σκάφος άρχισε να το πυροβολεί με το περίστροφο του. Δεν μπορούσε να παραμένει άπραγος.
Η μάχη αυτή διήρκεσε μόνο 10 λεπτά και μετά τα πλοία χάθηκαν. Το υποβρύχιο ανέφεραν καταδύθηκε. Από έρευνα όμως που πρόσφατα έγινε, δεν βρέθηκε πουθενά στα Ιταλικά αρχεία κάποιο υποβρύχιο να επιχειρεί στην περιοχή, την περίοδο εκείνη. Ίσως να ήταν κάποιο μικρό Ιταλικό περιπολικό που μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα και λόγω συσκότισης να εκλήφθηκε σαν υποβρύχιο. Οι κυβερνήτες των πλοίων μας κατόρθωσαν δια της ναυτικής τους ικανότητας, ψυχραιμίας και θάρρους να οδηγήσουν τα ναρκαγρευτικά τους στην βάση τους, αν και βαλλόταν επί πολλά λεπτά από τα εχθρικά πυροβόλα.
Τα πληρώματα των σκαφών μας, επέδειξαν αξιοθαύμαστη ανδρεία και ηρωισμό, τα δε σκάφη τους ουδεμία ζημιά υπέστησαν. Για την παραδειγματική αυτή δράση, οι κυβερνήτες των ναρκαγρευτικων σκαφών παρασημοφορήθηκαν, ο μεν Σημαιοφόρος Σπυρομήλιος με τον Πολεμικό Σταυρό Α’ Τάξεως και ο Αρχικελευστής Καλαμβοκίδης με το Πολεμικό Σταυρό Β΄ Τάξεως.
Στις 17 Μαρτίου 1941, ο Διοικητής της ΝΔΒΗ Αντιπλοίαρχος Τρ. Κωνσταντινίδης, μετατέθηκε και καθήκοντα διοικητού εκτελούσε ο Υποδιοικητής Πλωτάρχης μέχρι την 30 Μαρτίου, που ήλθε Διοικητής ο Πλοίαρχος Σολιώτης. Οι Αρχικελευστές απόφοιτοι ΕΜΠ, προήχθησαν στα μέσα Μαρτίου στο βαθμό του Σημαιοφόρου ενώ ο Αρχικελευστής Καλαμβοκίδης προήχθη λίγο αργότερα.
Μετά την Γερμανική εισβολή στη Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα, την συνθηκολόγηση της Γιουγκοσλαβίας την 16 Απριλίου 1941 και την υποχώρηση των Ελληνικών δυνάμεων, διατάχθηκε από το Α’ ΣΣ, πρώτα η διάλυση των παρατηρητηρίων και πυροβολείων και μετά την 18 Απριλίου 1941, η εκκένωση των Αγ. Σαράντα.
Σύμφωνα με τις οδηγίες εκκενώσεως το προσωπικό ήταν κατανεμημένο σε 8 ομάδες. Ο Σημαιοφόρος Σπυρομήλιος ήταν στην 4η ομάδα που θα αποτελείτο από τον Αρχικελευστή Τζανέτο, 1 υπαξιωματικό, 22 ναύτες και 27 λιμενεργάτες του κέντρου Εφοδιασμού Αγ. Σαράντα που θα επέβαιναν στην ανεμότρατα «Ευαγγελίστρια» (ιδιοκτησίας Σοφρά) η οποία θα ρυμουλκούσε και δύο φορτηγίδες για να πάνε στην Ηγουμενίτσα. Ο εφ. Σημαιοφόρος Αρμενιστής πλέον Καλαμβοκίδης μαζί με δύο υπαξιωματικούς και 16 άνδρες θα επέβαιναν στην μηχανότρατα Αγ. Ιωάννης, θα έπλεαν προς Σαγιάδες και μετά στην Ηγουμενίτσα.
Μετά λοιπόν την εκκένωση των Αγ. Σαράντα την 18 Απριλίου 1941, όλο το προσωπικό μετέβη στην Ηγουμενίτσα όπου ο Διοικητής Πλοίαρχος Σολιότης το διαίρεσε σε δύο ομάδες. Η μια θα έμενε στην ζώνη των επιχειρήσεων και θα πήγαινε στην Πρέβεζα, ενώ η άλλη θα πήγαινε στην Πάτρα για να ενταχθεί στη δύναμη της ΝΑΠ/1. Οι «ήρωες» σημαιοφόροι, Σπυρομήλιος και Καλαμβοκίδης, επέβησαν στην ανεμότρατα «Ζαϊρα» και μαζί με άλλους ξεκίνησαν στις 19 Απριλίου από Ηγουμενίτσα για την Πάτρα. Εκεί οι δρόμοι του προσωπικού της Ναυτικής Διοίκησης Ηπείρου χωρίστηκαν για να μεταβούν όπως και όπου μπορούσε ο καθένας. Άλλοι θα πήγαιναν στην Κρήτη για να συνεχίσουν τον πόλεμο και άλλοι στις ιδιαίτερες τους πατρίδες με άδεια «αορίστου διαρκείας», αφού εν τω μεταξύ η Ελλάδα είχε υποταχθεί από τους Γερμανούς. Έκαστος άνδρας με διαταγή διοικητού, Πλοιάχου Ι. Σολιώτη, έλαβε αντίτιμο τροφής 10 ημερών (δρχ 320), ξηρά τρόφιμα (διπυρίτης και ελιές ή χαλβά) για μια ημέρα και ανά δύο ένα «κυτίον σιγαρέτων».
Στις 24 Απριλίου 1941, οι Σημαιοφόροι Σπυρομήλιος και Καλαμβοκίδης έφτασαν στην Καλαμάτα και από εκεί διεκπεραιώθηκαν πρώτα στην Κρήτη και μετά στην Μέση Ανατολή. Την 4 Μαΐου 1941, χορηγήθηκαν φύλλα πορείας στους περίπου 75 άνδρας της ΝΔΒΗ που είχαν απομείνει, ενώ μερικοί από τους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, πέρασαν αργότερα στην Κρήτη, μετά στην Αίγυπτο και στην Μέση Ανατολή, όπου εντάχθηκαν και αυτοί στις Ελληνικές μονάδες για να συνεχίσουν τον αγώνα, ενάντια στις Ναζιστικές δυνάμεις.
Ο Έφεδρος Γεώργιος Καλαμβοκίδης σε όλη την διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων του Ελληνοϊταλικού πολέμου, έδειξε σπάνιες αρετές και προσήλωση στο καθήκον και δικαίως προτάθηκε διαρκούντος του πολέμου, για προαγωγή. Ήταν ένας ήρωας και οι υπόλοιποι πολεμιστές, χρειάζονται ήρωες.
Ο πόλεμος συνεχίζεται από την Μέση Ανατολή
Τα Δωδεκάνησα ήταν υπό Ιταλική κατοχή και στη Ρόδο, που έδρευε και η 50η Μεραρχία Πεζικού η «Regina», υπήρχαν 3 Ιταλικά στρατιωτικά αεροδρόμια (Maritsa, Gadurrà και Cattavia) απ’ όπου τα αεροπλάνα τους εξορμούσαν για να βομβαρδίσουν τις συμμαχικές δυνάμεις σε τρείς ηπείρους, αλλά κυρίως να παρεμποδίσουν τις συμμαχικές νηοπομπές στην κεντρική και ανατολική Μεσόγειο. Για τον λόγο αυτό οι Βρετανοί τα είχαν από την αρχή στοχοποιήσει και έκαναν αρκετές, ανεπιτυχείς όμως, απόπειρες καταστροφής τους. Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί των Άγγλων ήταν πάντα βιαστικοί, σύντομοι και από πολύ μεγάλο ύψος, γιατί τα βομβαρδιστικά τους (Vickers Wellington) ήταν πολύ αργά, με αποτέλεσμα να αναχαιτίζονται εύκολα από τα ιταλικά Α/Φ διώξεως (CR-42 & G-50).
Τον Μάρτιο του 1942, έλαβε χώρα μια συνδυασμένη ενέργεια ναυτικού-αεροπορίας, κατά την οποία οκτώ Αγγλικά αντιτορπιλικά και αεροπλάνα βομβάρδισαν το λιμάνι της Ρόδου και τα αεροδρόμια του νησιού. Το πλήγμα όμως, δεν ήταν τόσο αποτελεσματικό, όσο ήθελαν. Η αεράμυνα των αεροδρομίων, η διασπορά των αεροσκαφών και τα προστατευτικά οχυρωματικά έργα που είχαν κάνει, απέτρεψαν να γίνουν σοβαρές ζημιές. Έτσι οι Βρετανοί, αποφάσισαν να σχεδιάσουν μια καταδρομική ενέργεια, που έλαβε την κωδική ονομασία “Αnglo”.
Οι Ιταλοί, είχαν πληροφορίες για τη σχεδίαση μιας τέτοιας ενέργειας και γι’ αυτό έλαβαν αυξημένα μέτρα επιτήρησης και επίσης είχαν τοποθετήσει στα αεροδρόμια της Ρόδου επιπλέον 200 στρατιώτες. Έλεγε το μήνυμα της 14ης Ιουνίου 1942 προς την Egeomil: «Η ολοκλήρωση της σταθερής άμυνας με την υπηρεσία επιτήρησης είναι ιδιαίτερα επείγουσα καθώς από διάφορες πηγές είναι γνωστό ότι οι Βρετανοί δημιουργούν Μεραρχίες Κομάντος για πράξεις δολιοφθοράς».
Η επιχείρηση “Αnglo”
Προκειμένου να γίνει σχεδιαζόμενη αποβατική ενέργεια των συμμάχων στο Τομπρούκ, έπρεπε καταστραφούν τα αεροπλάνα που είχαν βάση τα αεροδρόμια Καλάθου και Μαριτσών. Επίσης η επιχείρηση αυτή, θα δρούσε σαν αντιπερισπασμός και οι Ιταλοί θα θεωρούσαν ότι θα γινόταν μετά κάποια επιχείρηση στη Ρόδο.
Η επιχείρηση εκτελέστηκε από 9 Βρετανούς καταδρομείς της 1ης ομάδας SBS (Special Boat Section), 1 Έλληνα Αξιωματικό και δύο Δωδεκανησιακής καταγωγής στρατιώτες που χρησιμοποιήθηκαν σαν οδηγοί. Ο ένας στρατιώτης, ο Νικόλαος Σάββας ήταν από την Μεγίστη και ο άλλος, ο Γιώργος Κυρμιχάλης, από τη Σορωνή της Ρόδου και εργαζόταν και οι δύο ως εισπράκτορες στα λεωφορεία της Ιταλικής Δημοτικής Επιχείρησης Αυτοκινήτων. Αυτοί στις 14 Νοεμβρίου 1941 πέρασαν από την Ρόδο στην Τουρκία και μετά από 3 μήνες έφτασαν στο Χαλέπι Συρίας. Από εκεί πήγαν στο Ελληνικό Φρουραρχείο στη Χάιφα όπου κατετάγησαν στον Ελληνικό στρατό της Μ. Ανατολής. Ήταν η περίοδος που σχεδιαζόταν η καταδρομική ενέργεια και παρά του ότι τους αναφέρθηκε ότι αν συλλαμβάνονταν θα αντιμετώπιζαν την θανατική ποινή γιατί ήταν Ιταλοί υπήκοοι, αυτοί απάντησαν ότι παρά τον κίνδυνο αυτόν, επιθυμούσαν να λάβουν μέρος στην επιχείρηση.
Στις 31 Αυγούστου του 1942 η ομάδα επιδρομής, επέβη στο ελληνικό υποβρύχιο Παπανικολής με κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Σπανίδη και απέπλευσαν από τη Βηρυτό για την Ρόδο. Στόχοι των σαμποτέρ ήταν τα δύο σημαντικότερα αεροδρόμια της Ρόδου, αυτό που ήταν στον Κάλαθο και αυτό στη Μαριτσά.
Την 4η Σεπτεμβρίου στις 20:22 το υποβρύχιο έφτασε στον Κόλπο Αρχάγγελου (Μαλόνα) και στις 21:45 πλησίασε την παραλία του Χαρακιού, βόρεια της Λίνδου, όπου αποβίβασε την ομάδα. Οι επιδρομείς, με το που έφτασαν στο νησί, συσκέφθηκαν συζήτησαν τις λεπτομέρειες και μετά άρχισαν να συλλέγουν πληροφορίες. Στις 8 Σεπτεμβρίου, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη με 6 άτομα υπό τον Υπολοχαγό Σάδελραντ και οδηγό το Στρατιώτη Σάββα, κατευθύνθηκαν προς το αεροδρόμιο Γαδουρά στον Κάλαθο, που ήταν περίπου 13 χιλιόμετρα νότια και η δεύτερη με 5 άτομα, υπό τον Λοχαγό Άλλοτ και οδηγό τον Στρατιώτη Κυρμιχάλη, κατευθύνθηκε στο αεροδρόμιο των Μαριτσών που ήταν περίπου 50 χιλιόμετρα βόρεια.
Ο Σημαιοφόρος Καλαμβοκίδης εντάχθηκε στην ομάδα του Σάδερλαντ ενώ ο Captain Tsoukas, με όσα εφόδια δεν ήταν τελείως απαραίτητα, θα έμενε και θα τους περίμενε στο σημείο «ανασυγκρότησης». Οι επικεφαλής αποφάσισαν να κάνουν τις ανατινάξεις ταυτόχρονα την 11 Σεπτεμβρίου και τοπική ώρα 00:01, επειδή τότε αφ’ ενός δεν θα είχε φεγγάρι και αφετέρου προβλεπόταν να έχει άστατο καιρό, με πυκνή και χαμηλή νέφωση.
Μετά την εκτέλεση των επιθέσεων, οι ομάδες θα συναντιόντουσαν στο σημείο «ανασυγκρότησης» και θα πήγαιναν στην σπηλιά που είχαν κρύψει τα κανό τους, περιμένοντας το βράδυ 17/18 Σεπτεμβρίου να προσεγγίσει το υποβρύχιο για να παραλάβει την ομάδα ή όσους θα επιζούσαν.
Στο αεροδρόμιο Γαδουρά (Κάλαθος)
Η ομάδα του Υπολοχαγού Σάδερλαντ, ξημερώματα της 9 Σεπτεμβρίου, έφτασε σε ένα ύψωμα με καλή θέα προς το αεροδρόμιο και μέχρι τις 21:00 της 10ης Σεπτεμβρίου παρακολουθούσε με ειδικά τηλεσκόπια τις κινήσεις του εχθρού και τις θέσεις των αεροσκαφών. Εντόπισε με ακρίβεια τα πολυβολεία, τις σκοπιές, τους προβολείς και τα μονοπάτια. Το αεροδρόμιο ήταν περιφραγμένο με τρεις σειρές συρματοπλεγμάτων και φωτιζόταν κατά ακανόνιστα διαστήματα με προβολείς. Είχε ισχυρότατη αντιαεροπορική και παράκτιο άμυνα και επιπλέον προστατευόταν από ναρκοπέδιο από την πλευρά της παραλίας. Η ύπαρξη του ναρκοπεδίου αυτού ήταν άγνωστη στην υπηρεσία και γι’ αυτό έπρεπε να το διέλθουν με μεγάλη προσοχή.
Η ομάδα χωρίστηκε σε δύο υπο-ομάδες και αποφασίστηκε να κάνουν μια ταυτόχρονη νυχτερινή επίθεση σε δυο διαφορετικά σημεία. Η μία από τον έφεδρο Σημαιοφόρο Καλαμβοκίδη, τον Λοχία Μος (Moss), τον πεζοναύτη Χάρις (Harris) και τον στρατιώτη Σάββα θα διείσδυαν από την παραλία και θα τοποθετούσαν τα εκρηκτικά στα αεροσκάφη που ήταν κοντά στην ακτή, ενώ ο Υπολοχαγός Σάδερλαντ με τον πεζοναύτη Ντάγκαν (Duggan), θα πήγαιναν από την αντίθετη πλευρά, από την ξηρά, που δεν φρουρείτο πολύ αυστηρά, για να τοποθετήσει τα εκρηκτικά στα αεροπλάνα της αντίθετης, της βορειοδυτικής πλευράς.
Οι επιδρομείς, παρά την ξαφνική μπόρα και την καταρρακτώδη βροχή, ξεκίνησαν την ενέργειά τους γύρω στις 21.00 της 10ης Σεπτεμβρίου. Ο στρατιώτης Σάββας (οδηγός) διατάχθηκε να μείνει αναμένει την επιστροφή των υπολοίπων σε καθορισμένο σημείο του όρους Αρχαγγέλου, όπου πριν ξεκινήσουν, για να μην έχουν περιττό βάρος μαζί τους, έθαψαν όλα τα τρόφιμα που είχαν και κράτησαν μόνο μία ατομική μερίδα επιχειρήσεων (emergency Ration) και ένα δοχείο νερού.
Αφού τοποθέτησαν κάποια εκρηκτικά για αντιπερισπασμό σε αποθήκη βομβών που ήταν βορειοδυτικά και έξω από το αεροδρόμιο, πέρασαν με προσοχή τα συρματοπλέγματα και το ναρκοπέδιο στην βορειοανατολική πλευρά και πλησίασαν τον χώρο με τα αεροσκάφη. Πριν φτάσουν στα αεροσκάφη συνάντησαν ένα χαντάκι, πιθανώς αντιαεροπορικό όρυγμα, στο οποίο ο Καλαμβοκίδης τοποθέτησε τον Λοχία Μος με το οπλοπολυβόλο του, για να τους παρέχει κάλυψη και μετά με τον άλλο προσέγγισαν τα αεροσκάφη. Αφού τοποθέτησαν εκρηκτικά σε τρία βομβαρδιστικά αεροπλάνα Cant Z 1007, ξεβίδωσαν τα καπάκια των δεξαμενών αφήνοντας το καύσιμο να χυθεί έξω.
Στη συνέχεια επέστρεψαν για να πάρουν μαζί τους τον Άγγλο Λοχία Μος, τον οποίο όμως δεν βρήκαν στη θέση του. Έψαξαν για 10 λεπτά σφυρίζοντας συνθηματικά αλλά δεν ήταν πουθενά. Πιθανώς αυτός στο άκουσμα μιας διερχομένης περιπόλου, να απομακρύνθηκε και μετά μέσα στο σκοτάδι και τη βροχή, δεν βρήκε τον δρόμο του να γυρίσει πίσω. Απογοητευμένοι γιατί έχασαν τις 7 βόμβες που είχε μαζί του, πλησίασαν ανενόχλητοι την βορειοανατολική περιοχή του αεροδρομίου, κοντά στο ρέμα Γαδουράς, όπου έβαλαν εκρηκτικά σε τρία μαχητικά G 50, σε 2 CR 42 και σε ένα ακόμη Cant Z 1007. Όταν όμως ο Καλαμβοκίδης ήταν πάνω στο πτερύγιο αυτού, του ένατου αεροπλάνου και ετοιμαζόταν να κατέβει για να πάνε να βάλουν εκρηκτικά στη δεξαμενή καυσίμων που ήταν διό πέρα, έγιναν αντιληπτοί από ένα σκοπό, τον στρατιώτη Falone Camillo της 1ης Διμοιρίας, 7ου Λόχου, του 9ου Συντάγματος της Μεραρχίας Πεζικού Ρεγκίνα, ο οποίος ήταν κάτω από το φτερό του αεροπλάνου με το όπλο αναρτημένο στον ώμο του, για να προστατευτεί από την βροχή. Ο Καλαμβοκίδης δεν είδε τον σκοπό παρά τον αντιλήφθηκε όταν τον αυτός τον είδε και του φώναξε άλτ. Ο Καλαμβοκίδης, σε άπταιστα ιταλικά τον επέπληξε για την απουσία του από την κανονική του θέση και τον πλησίασε. Μόλις πλησίασε του έβαλε το περίστροφο στην κοιλιά και του είπε πως αν αρθρώσει έστω και μια λέξη θα τον σκότωνε. Ο σκοπός άρχισε να τρέμει, τα γόνατα του λύγισαν αλλά δεν έβγαλε λέξη. Όταν ετοιμαζόταν να τον κτυπήσει με την λαβή του όπλου του ακούστηκαν ομιλίες από μια φρουρά που ερχόταν για να αντικαταστήσει τους σκοπούς. Στην φάση εκείνη είπε στον Ιταλό πως θα τον αφήσει, αλλά αν πει το παραμικρό, θα πέσει αμέσως νεκρός από τους δεκάδες Άγγλους που είχαν εισέλθει στο αεροδρόμιο. Ήταν τόσο πειστικός και άγριος ο Καλαμβοκίδης, που ο Ιταλός στρατιώτης λιποθύμησε από τον φόβο του.
Ο Καλαμβοκίδης με τον Χάρις (Haris) απομακρυνόμενοι μετά προσοχής, τοποθέτησαν τρεις ακόμη βόμβες σε ισάριθμα βομβαρδιστικά αεροπλάνα και σε μια στοίβα βαρελιών με καύσιμα αεροσκαφών. Όταν όμως ρύθμιζε τον μηχανισμό του επικρουστήρα της τελευταίας βόμβας, αυτός έσπασε και έτσι έμεναν μόνο 30 δευτερόλεπτα μέχρι να εκραγεί. Την άφησε τότε κάτω και έφυγαν τρέχοντας. Μόλις η βόμβα εξερράγη περίπου στις δώδεκα και τέταρτο, ακούστηκαν φωνές και παρατηρήθηκε μεγάλη κινητικότητα στο αεροδρόμιο, χωρίς όμως να έχει σημανθεί συναγερμός.
Οι καταδρομείς πέρασαν πάλι τα συρματοπλέγματα και απομακρύνθηκαν για να πάνε στο σημείο συνάντησης που ήταν 12 χιλιόμετρα μακριά. Εν τω μεταξύ ενώ απομακρυνόταν γύρω στις μία, άρχισαν οι εκρήξεις στα αεροπλάνα και οι φωτιές στα καύσιμα ενώ ταυτόχρονα ήχησε ο συναγερμός. Όμως ήταν πολύ ήταν αργά. Οι σαμποτέρ ήταν άφαντοι. Αμέσως κλήθηκε το τμήμα «άμεσης αντίδρασης εναντίον αλεξιπτωτιστών» που είχε δημιουργηθεί και οι Ιταλοί ξεκίνησαν τις έρευνες.
Από την ενέργεια αυτή καταστράφηκαν ολοσχερώς τρία Fiat G.50, τρία SΜ 82, δύο CR 42, δύο Cant Z 1007 και ένα SΜ 79. Δύο άλλα έπαθαν σοβαρές ζημιές και τέσσερα μικρότερες. Επίσης ανατινάχτηκε μια αποθήκη πυρομαχικών και αρκετές δεξαμενές αποθήκευσης καυσίμων.
Μετά από αυτά, σχηματίστηκαν και άλλες ομάδες έρευνας, ενημερώθηκαν τηλεφωνικά τα υπόλοιπα αεροδρόμια που ήλθαν σε κατάσταση συναγερμού και δεκάδες περίπολοι χτένιζαν την περιοχή πιθαμή προς πιθαμή, μέχρι και την ακτογραμμή.
Στην θαλάσσια περιοχή γινόταν ταυτόχρονα έρευνα από περιπολικά και τορπιλακάτους. Στο αεροδρόμιο οι φωτιές έκαιγαν μέχρι το πρωί, παρά την έντονη βροχόπτωση και την προσπάθεια των πυροσβεστικών οχημάτων.
Ο Σάδερλαντ με τον πεζοναύτη Ντάγκαν έφτασαν την επομένη στο προκαθορισμένο σημείο ανασυγκρότησης, ενώ άρχισαν να ακούγονται οι εκρήξεις και εκεί βρήκαν τον Τσούκα μόνο. Βιαζόταν όμως να φτάσουν έγκαιρα για το ραντεβού στην ακτή, στο σημείο που έκρυψαν τις βάρκες και έτσι όλοι μαζί κατηφόρισαν προς την ακτή. Μετά μερικές ώρες εντοπίστηκε από περίπολο και συνελήφθη ο Τσούκας, ενώ οι άλλοι συνέχισαν με προσοχή.
Από τα 6 άτομα της ομάδας αυτής, μόνο τα δύο, Σάδερλαντ και Ντάγκαν, διέφυγαν και έφτασαν στην ακτή απ’ όπου το βράδυ 17/18 Σεπτεμβρίου τους παρέλαβε το υποβρύχιο που ήλθε και σώθηκαν. Οι υπόλοιποι τέσσερις, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι από τους Ιταλούς.
Στο αεροδρόμιο Μαριτσών
Η δεύτερη ομάδα, αυτή υπό τον λοχαγό Άιλοτ και οδηγό τον Γιώργο Κυρμιχάλη, με τον Δεκανέα Μακένζι και τους στρατιώτες Μπάροου και Μπλέικ, έφτασαν ασφαλώς και χωρίς να εντοπιστούν κοντά στο αεροδρόμιο την νύχτα 9/10 Σεπτεμβρίου.
Έλαβαν θέσεις σε στρατηγικό σημείο και παρακολουθούσαν τις κινήσεις στο αεροδρόμιο συνεχώς μέχρι το βράδυ της επομένης, που ήταν η καθορισμένη μέρα για την επίθεση.
Η ομάδα, διείσδυσε στο αεροδρόμιο από την νοτιοανατολική πλευρά όπου υπήρχε μια τάφρος που συνδεόταν με το ρέμα Μαριτσών και κινήθηκε προς τους στόχους για να βάλει τα εκρηκτικά. Δυσκολεύτηκαν και καθυστέρησαν πολύ να βάλουν αρκετά από τα εκρηκτικά, λόγω των εν κινήσει περιπόλων, ενώ δεν κατάφεραν να ενεργοποιήσουν όλες τις βόμβες και επίσης δεν έβαλαν καθόλου εκρηκτικά, σε αρκετούς στόχους. Το αεροδρόμιο βλέπετε είχε ενημερωθεί για την καταδρομική ενέργεια στο άλλο και έτσι είχαν πολύ αυξημένη ετοιμότητα. Γύρω στις 02:15 εξερράγησαν τα εκρηκτικά τους, που κατέστρεψαν ένα Cant Z 1007 και προκάλεσαν ζημιά σ’ένα άλλο. Οι επιδρομείς τότε εγκατέλειψαν το αεροδρόμιο και απομακρύνθηκαν. Όλοι τους όμως δυο μέρες αργότερα εντοπίστηκαν και μετά από καταδίωξη συνελήφθησαν.
Η τύχη των επιδρομέων
Δέκα από τους δώδεκα σαμποτέρ συνελήφθησαν μετά την εκτέλεση της αποστολής τους, μεταφέρθηκαν στο στρατηγείο Canpo Ciaro στη Ρόδο όπου ανακρίθηκαν επί 24ωρο και μετά φυλακίστηκαν σε στρατόπεδο που ήταν στο χωριό Απόλλωνας της Ρόδου όπου έμειναν ένα μήνα. Κατά τις ανακρίσεις όλοι τους αρνήθηκαν να δώσουν οποιαδήποτε πληροφορία. Μόνο ο νεαρός Κυρμιχάλης όταν συνελήφθη και βασανίστηκε τους αποκάλυψε τη σπηλιά που είχαν κρύψει τις βάρκες τους. Όλοι τους θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι πολέμου και οι μεν Δωδεκανήσιοι δικάστηκαν στη Ρόδο, οι δε υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στις 16 Νοεμβρίου με το πλοίο CALINO στον Πειραιά όπου επιβιβάστηκαν στο πλοίο CITTA DI GENOA για να πάνε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου στον Τάραντα.
Πιο συγκεκριμένα, οι Δωδεκανήσιοι, Σάββας Νίκος και Γιώργος Κυρμιχάλης, επειδή ήταν Ιταλοί υπήκοοι, δικάστηκαν στην Ρόδο στις 5 Οκτωβρίου 1942 από το ειδικό δικαστήριο για την Άμυνα των Κτήσεων (Tribunale Speciale per la Difesa del Possedimento) επειδή συνεργάστηκαν με τον εχθρό. Ο μεν πρώτος καταδικάστηκε σε θάνατο, ο δε δεύτερος, επειδή ήταν και ανήλικος, σε ισόβια κάθειρξη. Δυο μέρες αργότερα, ο Νικόλαος Σάββας εκτελέστηκε και αυτή ήταν η πρώτη εκτέλεση που πραγματοποιούσαν οι Ιταλοί στα Δωδεκάνησα. Ο νεαρός «ισοβίτης» Γιώργος Κυρμιχάλης, μεταφέρθηκε στις φυλακές Σαν Τζιμινιάνο, κοντά στη πόλη Σιένα της Τοσκάνης, όπου έμεινε μέχρι το 1944. Μετά την πτώση και φυγάδευση του Μουσολίνι, τον απελευθέρωσαν οι παρτιζάνοι όταν άνοιξαν τις φυλακές και άφησαν όλους τους κρατούμενους ελεύθερους. Όμως ο άτυχος στρατιώτης είχε εν τω μεταξύ προσβληθεί από φυματίωση και πέθανε στη Ρόδο δυο χρόνια μετά.
Ο Σημαιοφόρος Καλαμβοκίδης, επειδή ήταν αξιωματικός του Ναυτικού μεταφέρθηκε στη Ρώμη και ανακρίθηκε επί τριήμερο στο Υπουργείο Ναυτικών. Μετά από παραμονή έξι εβδομάδων εστάλη στο στρατόπεδο αιχμαλώτων Νο 78 στην SULMONA. Εκεί συνάντησε τον επίσης αιχμάλωτο Άγγλο Συνταγματάρχη Munroe στον οποίο έδωσε όλες τις πληροφορίες που είχε και οι οποίες τελικά κατάφερε να φτάσουν στο συμμαχικό στρατηγείο στην Αίγυπτο.
Την 1 Απριλίου 1943 μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Νο 25 στη πόλη PADULA, 35 χιλ. νότια του SALERNO και την 4η Αυγούστου 1943 όταν είχε αρχίσει η κατάρρευση της Ιταλίας οδηγήθηκε με τους υπόλοιπους κρατούμενους στο στρατόπεδο Νο 19 στη πόλη BOLOGNA όπου κρατήθηκε μέχρι την 7η Σεπτεμβρίου. Εκεί ο Ιταλός διοικητής του στρατοπέδου κάλεσε τον επικεφαλής Άγγλο στρατηγό Mountain και του είπε πως λόγω της ανακωχής πρέπει να αναλάβει την διοίκηση των 1.200 περίπου κρατουμένων. Όμως την 8η Σεπτεμβρίου το πρωί, ένα τάγμα S.S. με άρματα μάχης επιτέθηκε στο στρατόπεδο και το κατέλαβε. Ο Καλαμβοκίδης τότε βρήκε την ευκαιρία να αποδράσει αλλά συνελήφθη από ένα Ιταλό και παραδόθηκε στους Γερμανούς. Μετά ταλαιπωρία δύο μηνών μαζί με τους συγκρατούμενους του, που πήγαιναν από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, κατέληξε την 1η Νοεμβρίου 1943 στο Ναυτικό στρατόπεδο αιχμαλώτων «Marlag und Milag Nord» που ήταν περίπου 30 χιλ. βορειοανατολικά της Βρέμης. Εκεί έμειναν μέχρι την 10 Απριλίου 1945 που μεταφέρθηκαν οδικώς στο LUBECK όπου την 2 Μαΐου 1945 απελευθερώθηκαν από μονάδες της Αγγλικής στρατιάς. Την 10η Μαΐου όλοι οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν αεροπορικώς στην Αγγλία και ο Σημαιοφόρος Καλαμβοκίδης τέλη Ιουλίου 1945 επέστρεψε στην Ελλάδα.
Ο Υπολοχαγός Σάδερλαντ και ο πεζοναύτης Ντάγκαν, τιμήθηκαν με τον Στρατιωτικό Σταυρό και το Στρατιωτικό Μετάλλιο αντίστοιχα, για τη συμμετοχή τους στην επιδρομή.
Ο Σάδερλαντ, μετά τον πόλεμο έγραψε ένα βιβλίο στο οποίο περιέγραψε λεπτομερώς όλα τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την θητεία του στις Ειδικές με τίτλο «He who dares». Η συγκεκριμένη επιχείρηση ANGLO, μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του τράβηξε την προσοχή του κινηματογράφου και αποτέλεσε το σενάριο της ταινίας «They Who Dare» (1954) με πρωταγωνιστές τον Dirk Bogarde και τον Harold Siddons. Τα γυρίσματα της ταινίας έλαβαν χώρα στην Κύπρο, προβλήθηκε στους κινηματογράφους στην Ελλάδα το 1957 με τίτλο «Απόβαση στη Ρόδο», το 1978 προβλήθηκε από την ΕΡΤ και το 1990 από το MEGA. Ο Σάδερλαντ πέθανε στις 14 Μαρτίου 2006, σε ηλικία 85 ετών.
Ο Captain Tsoukas απελευθερώθηκε μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους στην Ιταλία και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1944 όπως και ο στρατιώτης Κυρμιχάλης. Ο Tsoukas μετά την επιστροφή του στην υπηρεσία τοποθετήθηκε σαν British Liaison Officer στην Βόρειο Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944.
Για την επιτυχή δράση του Σημαιοφόρου Καλαμβοκίδη και ενώ αυτός ήταν αιχμάλωτος στις Ιταλικές φυλακές, έγινε πρόταση παρασημοφόρησης του από την Διοίκηση των Ειδικών Δυνάμεων SAS, όπως φαίνεται παρακείμενο έγγραφο με ημερομηνία 10 Μάιου 1943.
Δεν ξέρουμε αν του απονεμήθηκε το παράσημο αυτό, αλλά όταν το 1945 επέστρεψε στην Ελλάδα προήχθη, ίσως επ’ ανδραγαθία σε Ανθυποπλοίαρχο.
Μετά την απόλυσή του, πήγε στη Θεσσαλονίκη και συνέχισε να ιστιοπλοεί, αρχικά με τα χρώματα του Άρη Θεσσαλονίκης και μετά με του Ναυτικού Ομίλου Θεσσαλονίκης που εν τω μεταξύ απέκτησε ιστιοπλοϊκή ομάδα, και να διαπρέπει.
Ο Καλαμβοκίδης μπήκε στην Εθνική Ομάδα Ιστιοπλοΐας και μάλιστα του ανατέθηκε να είναι ο σημαιοφόρος της Εθνικής μας ομάδας, στους πρώτους μεταπολεμικούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 1948. Στους αγώνες αυτούς, στην ιστιοπλοΐα σκαφών τύπου star, κατέλαβε μαζί με τους Καρόλου Χριστόφορο, Ποταμιάνο Κώστα και Βλάγκαλη Νίκο, την 10η θέση.
Ο ήρωας του Β’ΠΠ, Γιώργος Καλαμβοκίδης, επικεφαλής των 57 Ελλήνων αθλητών εισέρχεται πρώτος με την Ελληνική Σημαία στο Στάδιο Γουέμπλεϊ που ήταν κατάμεστο με 85.000 ανθρώπους και ακολουθεί ο ομάδα των 57 αθλητών με τον Ιωάννη Κετσέα επικεφαλής. Έκτοτε (δυστυχώς) τα ίχνη του χάθηκαν τελείως και κανένας δεν έμαθε για την τύχη του.
Οι Έλληνες της επιχείρησης ANGLO και η αναγνώριση της προσφοράς τους.
Για τον Λοχαγό Γεώργιο Τσούκα βρήκαμε ότι ήταν Βρετανός υπήκοος που γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγυπτου στις 14/7/1903 και πέθανε στο Λονδίνο την 22/10/1976, ενώ για τον Σημαιοφόρο Γεώργιο Καλαμβοκίδη βρήκαμε στα αρχεία της Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού και της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής, τα στοιχεία που παρατέθηκαν στο άρθρο αυτό. Υπάρχει όμως μεγάλη σύγχυση, γιατί άλλα άρθρα στον δωδεκανησιακό Τύπο και το διαδίκτυο τον αναφέρουν ως ανθυπολοχαγό του Στρατού Ξηράς και άλλα ως Σημαιοφόρο του ναυτικού. Άλλα πάλι τον φέρουν μέλος της ΙΙΙ Ελληνικής Ταξιαρχίας που πολέμησε στο Ελ-Αλαμέιν και κατέλαβε το Ρίμινι στην Ιταλία την 31/9/1944, πράγμα ανακριβές, αφού την περίοδο εκείνη ήταν ακόμη φυλακισμένος στον Τάραντα. Επίσης όλα τα άρθρα που έχουν γραφεί φέρουν τον Τσούκα ως Αξιωματικό του Ελληνικού στρατού ενώ ήταν του Βρετανικού.
Για τους Δωδεκανήσιους στρατιώτες Νικόλαο Σάββα και Γεώργιο Κυρμιχάλη, που εθελοντικά έλαβαν μέρος στην επιχείρηση Anglo, ο Δήμος Ρόδου, μετά από πρόταση της «Εταιρείας Ροδιακών Μελετών» τους τίμησε και τοποθέτησε τις προτομές τους σε κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο της νέας αγοράς, στην συμβολή των οδών Γαλλίας και Αβέρωφ.
Στα αποκαλυπτήρια των προτομών τους ήταν παρών και ο εν αποστρατεία και εν ζωή τότε, συνταγματάρχης Σάδερλαντ, όπως φαίνεται και στην παρακάτω φωτογραφία.
Επίσης, ο Δήμος Μεγίστης ονόμασε την πλατεία που είναι κοντά στο Δημαρχιακό μέγαρο, σε «πλατεία Νικολάου Σάββα» και το στρατόπεδο που είναι στο νησί έλαβε την ονομασία «Στρατόπεδο Λοχία Σάββα Νικολάου που υποδηλώνει πως μετά θάνατο ο στρατιώτης προήχθη σε λοχία.
Επίλογος
Η διαγωγή του Καλαμβοκίδη κατά την υπηρεσία του στη Ναυτική Διοίκηση Βορείου Ηπείρου, ήταν αξιοθαύμαστη και υποδειγματική. Εργάστηκε με ζήλο για την διαμόρφωση της υπηρεσίας Ναρκοπολέμου και έδειξε υπέρμετρο θάρρος σε όλες τις επιχειρήσεις που έγιναν εκεί.
Μετά την κατάληψη της Ελλάδος, αν και έφεδρος, δεν πήγε πίσω στην ιδιαίτερη του πατρίδα, αλλά αποφάσισε να συνεχίσει τον πόλεμο. Προς τούτο μετέβη μαζί με τον Σημαιοφόρο Σπυρομήλιο στη Μέση Ανατολή.
Εκεί εντάχθηκε στην ομάδα των Ειδικών Δυνάμεων για να λάβει μέρος στην «επιχείρηση ANGLO, που ήταν μια επιτυχής επιχείρηση η οποία κόστισε στους Ιταλούς πάνω από 15 αεροπλάνα και κυρίως καταρράκωσε το ηθικό τους.
Το σαμποτάζ αυτό προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στους Ιταλούς, γιατί παρά την φύλαξη, ο εχθρός κατάφερε να μπει σε δύο πολύ καλά φρουρούμενα αεροδρόμια, γεγονός που επέδρασσε αρνητικά στην ήδη κακή ψυχολογία των Ιταλών, δημιουργώντας φοβίες και ανασφάλειες σε όλους τους. Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να αμφισβητήσει την «ανδρεία» και των 12 ανδρών που έλαβαν μέρος και κυρίως του Καλαμποκίδη που ήταν ο κύριος συντελεστής της επιτυχίας.
Το ότι δεν αποδόθηκαν οι δέουσες τιμές στον Επίκουρο Σημαιοφόρο Καλαμβοκίδη και αφήσαμε να ξεχαστεί η προσφορά του στον αγώνα ενάντια στους κατακτητές, είναι μια παράλειψη που, έστω και αργά, μπορεί να διορθωθεί
Πηγές-Βιβλιογραφία
Breue William, Daring missions of World War II. John Wiley and Sons, 2001.
Cervi Mario, Storia della guerra di Grecia, BUR, 2005,
Sutherland David, He Who Dares: Recollections of Service in the SAS, SBS and MI5, Pen and Sword, Reprint edition (November 6, 2020)
Maltoni Luciano Alberghini, Rodi Settembre 1942 sabotaggio agli aeroporti, It. Cultura. Storia. Militare, Roma, 2000
Απιδιανάκης Γεώργ, 1942: Η επεισοδιακή 9η περιπολία του Παπανικολής στα Δωδεκάνησα, Άρθρο στο περιοδικό Θάλαττα του ΕΛΙΝΙΣ, τεύχος 4, Χειμώνας 2021/2022
Βρούχος Γεωργ., Ν. Σάββας – Γ. Κυρμιχάλης και η επχείρηση Anglo, Ιδιωτική έκδοση, 1966
Καλαμβοκίδης Γεώργιος, Επίκουρος Ανθυποπλοίαρχος, Αναφορά προς Υπουργείο Ναυτικών με θέμα “Περί της εν Ρόδω επιχειρήσεως και αιχμαλωσίας μου, από 10 Αυγούστου 1945”
Μπογδάνου Βαρβάρα, Η άγνωστη ιστορία του αεροδρομίου Μαριτσών, άρθρο εφημερίδας Ροδιακή, 19/11/2012
Πηγές διαδικτύου
http://www.icsm.it/articoli/ri/rodi.html
https://alchetron.com/Operation-Anglo , Operation Anglo – Alchetron, The Free Social Encyclopedia
https://comandosupremo.com/regia-aeronautica-oob-1940/
https://forgottenairfields.com/airfield-kalathos-298.html
https://forgottenairfields.com/airfield-maritsa-297.html
https://tolmwnnika.blogspot.com/2013/09/anglo.html
https://uboat.net/allies/commanders/2338.html
https://www.arabnews.com/saudi-oil-well-and-italian-air-raid
https://www.dodecaneso.org/content/organizzazione-della-regia-aeronautica/
https://www.retro1914.gr/2020/11/h.html , H άγνωστη ιστορία του ήρωα αθλητή του Άρη, Γιώργου Καλαμβοκίδη
https://www.rodiaki.gr/article/219034/h-agnwsth-istoria-toy-aerodromioy-maritswn
https://www.rodiaki.gr/article/208750/nikolaos-sabbas-kai-gewrgios-kyrmixalhs
https://www.rodiaki.gr/article/349060/74-xronia-apo-thn-epixeirhsh-anglo
https://www.royalmarineshistory.com/post/operation-anglo-sbs-raid-on-italian-airfield
https://www.sport24.gr/epikairothta/istioploia.7772611.html
https://www.wikiwand.com/en/50th_Infantry_Division_%22Regina%22
https://www.wikiwand.com/en/Operation_Anglo
www.icsm.it/articoli/ri/rodi.html, IT.CULTURA.STORIA.MILITARE ON-LIN. Articoli: Ricerche: II GM: Rodi Settembre 1942 sabotaggio agli aeroporti (icsm.it)m