Γράφει ο Χρήστος Αμπατζής
Καθ’ όλη την διάρκεια του Β’ ΠΠ, η δράση των μονάδων επιφανείας του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού (Kriegsmarine) υπήρξε σχετικά περιορισμένη. Τις λίγες φορές που τα πλοία του αξιοποιήθηκαν σε επιχειρήσεις, τα αποτελέσματα ήταν, μάλλον, πενιχρά καθώς η εκάστοτε επιτυχία συνοδευόταν σχεδόν πάντοτε και από μια μεγάλη αποτυχία/απώλεια. Η παρακάτω ιστορία, που διεξήχθη στα νερά του φιορδ του Όσλο, τη νύκτα της 8ης προς 9η Απριλίου του 1940, με πρωταγωνιστή το καταδρομικό «Blücher», αποτελεί μια παρεμφερή, εμβληματική περίπτωση.
Βαρύ Καταδρομικό «BLÜCHER»
Φέροντας το όνομα του μεγάλου Πρώσου Στρατάρχη Γκέμπχαρντ Λέμπερεχτ φον Μπλύχερ (Gebhard Leberecht von Blücher), γνωστού και ως «Marschall Vorwärts» (Ο Στρατάρχης «Εμπρός!») το «Blücher» ήταν το δεύτερο πλοίο, από τα συνολικά πέντε, της κλάσης «Admiral Hipper» και αποτελούσε ένα αριστούργημα της γερμανικής ναυπηγικής τέχνης της εποχής. Η εν λόγω κατηγορία βαρέων καταδρομικών παραγγέλθηκε από το γερμανικό κράτος, μετά την εδραίωση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στην εξουσία, το 1933. Εκμεταλλευόμενη τα προβλεπόμενα στην υπογραφείσα, μεταξύ Βρετανίας και Γερμανίας, συνθήκη για τους ναυτικούς εξοπλισμούς του 1935, η Γερμανία θα προέβαινε στη ναυπήγηση πέντε καταδρομικών, με μέγιστο εκτόπισμα 10.000 τόννων. Η εν λόγω διμερής συμφωνίας, σύντομα απεδείχθη κενή περιεχομένου καθώς, το πρώτο καταδρομικό, το «Admiral Hipper», υπερέβαινε σε εκτόπισμα τους 16.000 τόννους, γεγονός που έμελλε να επαναληφθεί και με τα μεταγενέστερα σκάφη.
Η ναυπήγησή του «Blücher», ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1936 στο Κίελο, στις εγκαταστάσεις της Deutsche Werke. Το πλοίο καθελκύστηκε στις 8.7.1937 και οι εργασίες περατώθηκαν στις 20.9.1939, λίγο μετά την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με συνολικό εκτόπισμα 18.500 τόννων, μήκος 205,9, πλάτος 22 και βύθισμα 7,2 μέτρων, αποτελούσε ένα πραγματικό κόσμημα για το Kriegsmarine. Για την κίνησή του, το καταδρομικό βασιζόταν σε τρεις ατμοστροβίλους τύπου Blohm & Voss που απέδιδαν 132.000 ίππους, οι οποίοι περιέστρεφαν τρεις έλικες, επιτρέποντάς του να αναπτύξει μέγιστη ταχύτητα 32 κόμβων.
Όπως όλα τα σκάφη της κλάσης του, το «Blücher» διέθετε αξιόλογη δύναμη πυρός. Συγκεκριμένα, ο κύριος οπλισμός του, αποτελείτο από οκτώ πυροβόλα των 20,3 cm (8 in) σε τέσσερεις δίδυμους πύργους, δύο στην πλώρη και δύο στην πρύμνη. Ο δευτερεύων – αντιαεροπορικός οπλισμός του απαρτιζόταν από 12 πυροβόλα των 10,5 cm (4,1 in) SK C/33 σε έξι δίδυμους πύργους, έξι δίδυμα πυροβόλα των 3,7 cm (1,5 in) SK C/30 και οκτώ μονά των 2 cm (0,79 in) C/30. Τέλος, το πλοίο διέθετε τέσσερεις τριπλούς τορπιλοσωλήνες των 53,3 cm (21 in) τοποθετημένους, ανά δύο, εκατέρωθεν του καταστρώματος.
Ως προς τη θωράκισή του, αυτή κρίνεται ως ικανοποιητική. Συγκεκριμένα, διέθετε πάχος 70 – 80 χλστ. στη κύρια ζώνη, 12 – 30 χλστ. στο άνω κατάστρωμα, 20 – 50 χλστ. στο κυρίως θωρακισμένο κατάστρωμα, 105 χλστ. στην πρόσοψη των πύργων των κυρίως πυροβόλων και 70 χλστ. στα πλευρά τους. Επιπλέον, το πλοίο διέθετε πέντε συστήματα διεύθυνσης πυρός και υπολογισμού απόστασης, ένα κύριο λίγο πιο πάνω από τη γέφυρα, και τέσσερα δευτερεύοντα. Τέλος, ήταν εφοδιασμένο με έναν καταπέλτη για την απονήωση των τριών διαθέσιμων αναγνωριστικών υδροπλάνων Arado Ar 196.
Το «Blücher» υπέστη κάποιες τελικές τροποποιήσεις τον Νοέμβριο του 1939 προτού αποπλεύσει για το Γκότενχαφεν (Gotenhafen), στη Βαλτική Θάλασσα, ώστε να διεξαχθούν οι θαλάσσιες δοκιμές του, οι οποίες διήρκεσαν μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου. Με το πέρας τους, το καταδρομικό επέστρεψε στο Κίελο όπου υπεβλήθη σε νέο κύκλο τροποποιήσεων. Τον Ιανουάριο του 1940 επανέλαβε τους δοκιμαστικούς του πλόες στη Βαλτική, οι οποίοι όμως διακόπηκαν περί τα μέσα του μηνός λόγω πάγου, με συνέπεια το πλοίο να παραμείνει στο λιμάνι. Εν τέλει, το «Blücher» κρίθηκε έτοιμο να συμμετάσχει σε πολεμικές αποστολές στις 5 Απριλίου 1940. Ως πρώτη του αποστολή, ορίστηκε η συμμετοχή του στην επερχόμενη εισβολή στην Νορβηγία, που προγραμματίστηκε για τις 8 του μηνός.
Η Ευρώπη τον Απρίλιο του 1940
Την άνοιξη του 1940, η κατάσταση που επικρατούσε στην Γηραιά Ήπειρο φαινόταν να έχει αποτελματωθεί. Η Αυστρία και η Τσεχοσλοβακία είχαν ήδη απορροφηθεί στο Ράιχ, ενώ η Πολωνία είχε υποκύψει έπειτα από μια γενναία, πλην όμως μάταιη αντίσταση. Η Wehrmacht δεν είχε εξέλθει αλώβητη από την αναμέτρηση. Έχοντας υποστεί απώλειες σε έμψυχο δυναμικό και πολεμικό υλικό, βρισκόταν σε ένα στάδιο ανάκαμψης και ανασυγκρότησης. Αν υπήρξε μια στιγμή κατά την οποία οι Σύμμαχοι θα μπορούσαν να είχαν τελειώσει τον πόλεμο, ήταν αυτή. Δυστυχώς, πάνω από 90 γαλλο-βρετανικές μεραρχίες προτίμησαν να αυτοκαθηλωθούν πίσω από τον όγκο οπλισμένου σκυροδέρματος της Γραμμής Μαζινώ, καρτερώντας παθητικά την γερμανική επίθεση. Αν ο μεγάλος, αυτός, όγκος δυνάμεων είχε αποτολμήσει να εισβάλει στην Γερμανία, δεν αποκλείεται η Ιστορία να έπαιρνε διαφορετική τροπή, με τα συμμαχικά στρατεύματα να προελαύνουν ακάθεκτα, μιας και απέναντί τους δεν υπήρχαν υπολογίσιμες δυνάμεις. Ατυχώς, η απουσία επιθετικού πνεύματος και θάρρους στέρησαν στην ανθρωπότητα τον γρήγορο τερματισμό της παγκόσμιας διαμάχης.
Στον αντίποδα της συμμαχικής παθητικότητας, η Γερμανική Ανωτάτη Διοίκηση Ενόπλων Δυνάμεων (Oberkommando der Wehrmacht – OKW) εργαζόταν πυρετωδώς. Όχι μόνο έριξε όλο της το βάρος στην αναπλήρωση των απωλειών της αλλά είχε προ μηνών ξεκινήσει και την κατάστρωση σχεδίων για την επερχόμενη εισβολή στη Γαλλία, την Ολλανδία και το Βέλγιο. Εν ολίγοις, η κατάσταση αντανακλούσε πλήρως την φράση του Αυστριακού Στρατάρχη Μπάουν, όταν ευρισκόμενος σε μια δεξίωση στην Βιέννη πληροφορήθηκε ότι ο Φρειδερίκος της Πρωσίας είχε αναδιατάξει τις δυνάμεις του αιφνιδιάζοντας τους Αυστριακούς: «Εμείς χορεύουμε και αυτός προελαύνει!» (Wir tanzen und er marchiert.). Αυτό δεν σημαίνει πως όλα ήταν ρόδινα για την γερμανική πλευρά, βέβαια. Οι ανθρώπινες απώλειες μπόρεσαν, πράγματι, να καλυφθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το ίδιο δεν μπορούσε να λεχθεί και για το πολεμικό υλικό. Αν και το Ράιχ διέθετε μια από τις αρτιότερες βιομηχανίες, εντούτοις αντιμετώπιζε σοβαρές ελλείψεις σε πρώτες ύλες, με έμφαση το πετρέλαιο και τον σίδηρο, οι οποίες έπρεπε να καλύπτονται με εισαγωγές από το εξωτερικό. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μεγάλο μέρος των αποθεμάτων βλημάτων πυροβολικού καλύφθηκε με αγορά από την Σοβιετική Ένωση! Το ίδιο ίσχυε και για το πετρέλαιο. Αναφορικά με το σιδηρομετάλλευμα, οι ανάγκες καλύπτονταν από τις σκανδιναβικές χώρες και συγκεκριμένα την Σουηδία, η οποία αποτελούσε τον κυριότερο προμηθευτή.
Το γεγονός αυτό, δεν διέλαθε, φυσικά, της προσοχής των καραδοκούντων Βρετανών. Μπορεί να μην είχαν τη δυνατότητα να εμποδίσουν τη μεταφορά σιδηρομεταλλεύματος που διεξαγόταν από το σουηδικό λιμάνι του Λουλέα στη Βαλτική θάλασσα αλλά τα διακινούμενα από το νορβηγικό λιμάνι του Νάρβικ φορτία βρίσκονταν εντός της ακτίνας δράσης των ναυτικών τους δυνάμεων. Το πρόβλημα, όμως, εντοπιζόταν στην πορεία των φορτηγών πλοίων, τα οποία, ακριβώς για να αποφύγουν τα βρετανικά πολεμικά, ακολουθούσαν τα παράλια της Νορβηγίας πλέοντας εντός των χωρικών υδάτων της χώρας.
Η ουδετερότητα του σκανδιναβικού κράτους, δεν φάνηκε να απασχολεί ιδιαίτερα το συμμαχικό στρατηγείο το οποίο είχε αποφασίσει να εισβάλει στην Νορβηγία και να καταλάβει, μεταξύ άλλων, το, στρατηγικής σημασίας, λιμάνι του Νάρβικ, προκειμένου να ανακόψει την ροή σιδήρου προς την Γερμανία. Ως πρόσχημα θα προβαλλόταν η αποστολή γαλλο-βρετανικών δυνάμεων για την υποστήριξη της Φινλανδίας στον πόλεμο του χειμώνα (30.11.1939 – 13.3.1940) εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, η αναβλητικότητα της πολιτικής ηγεσίας, σε συνδυασμό με την συνθηκολόγηση των Φινλανδών, κατέστησε το σχέδιο εισβολής τελείως απροκάλυπτο.
Χωρίς να πτοηθεί από την ανατροπή, το Βασιλικό Ναυτικό επανήλθε με νέα πρόταση. Με εισήγηση του Πρώτου Λόρδου του Ναυαρχείου (Υπουργός Ναυτικών), Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο Στόλος θα προέβαινε στην πόντιση ναρκών στα νορβηγικά χωρικά ύδατα θέλοντας να εξαναγκάσει τα αντίπαλα εμπορικά πλοία να πλεύσουν στην ανοικτή θάλασσα όπου θα μπορούσαν να αιχμαλωτιστούν ή και να βυθιστούν. Η ενέργεια αυτή θα αποτελούσε κατάφορη παραβίαση της νορβηγικής ουδετερότητας και για αυτό απερρίφθη από τον Βρετανό Πρωθυπουργό Νέβιλ Τσάμπερλεν.
Οι συμμαχικές ενέργειες δεν πέρασαν απαρατήρητες από τους Γερμανούς, οίτινες αντελήφθησαν τον ελλοχεύοντα κίνδυνο. Αμέσως, η OKW έστρεψε την προσοχή της στον Βορρά καθώς πλέον ήταν ξεκάθαρο πως τα γερμανικά συμφέροντα στην περιοχή αντιμετώπιζαν μια πραγματική απειλή.
Επιχείρηση WESERÜBUNG
Η επιχείρηση «WESERÜBUNG» (Άσκηση «Weser») προέβλεπε την ανάληψη ταυτόχρονης επιθετικής ενέργειας κατά της Δανίας και της Νορβηγίας με στόχο την κατάληψή τους. Αποστολή ήταν η διάνοιξη των Στενών της Δανίας για το Kriegsmarine, η εξασφάλιση ναυτικών βάσεων στον Βόρειο Ατλαντικό και η πρόληψη τυχόν βρετανικής στρατιωτικής εμπλοκής. Για τις ανάγκες του εγχειρήματος, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν μια δύναμη 120.000, περίπου, ανδρών διαιρεμένη σε εννέα μεραρχίες πεζικού, μια μοίρα πυροβολικού και μια μηχανοκίνητη ταξιαρχία τυφεκιοφόρων. Στόχος της επιχείρησης ήταν η ταχεία και αιφνίδια κατάληψη των δύο χωρών, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες, προτού οι Σύμμαχοι προλάβουν να στείλουν τυχόν ενισχύσεις.
Την εισβολή στη Νορβηγία ανέλαβε να φέρει εις πέρας το ΧΧΙ Σώμα Στρατού του Στρατηγού Νικολάους φον Φάλκενχορστ (Nikolaus von Falkenhorst) το οποίο διέθετε τις 69, 163, 181, 196 και 214 Μεραρχίες Πεζικού και την 3η Ορεινή Μεραρχία. Οι μονάδες αυτές, χωρισμένες σε έξι συγκροτήματα μάχης (Kampfgruppen), θα μεταφέρονταν στους στόχους τους από 2 θωρηκτά, 3 βαρέα καταδρομικά, 4 ελαφρά καταδρομικά, 14 αντιτορπιλικά και μεγάλο αριθμό αντιτορπιλικών συνοδείας, ναρκαλιευτικών και άλλων βοηθητικών σκαφών. Κύρια αποστολή τους, ήταν η κατάληψη των πόλεων Nάρβικ (Narvik), Tροντχάιμ (Trondheim), Μπέργκεν (Bergen), Έγκερσουντ (Egersund) και Kρίστιανσαντ (Kristiansand), στρατηγικών λιμενικών εγκαταστάσεων κατά μήκος των νορβηγικών ακτών. Η κατοχή της χώρας θα εξασφάλιζε, πέρα από την απρόσκοπτη διακίνηση σιδηρομεταλλεύματος, βάσεις για το Kriegsmarine διευκολύνοντας το έργο του και επιτρέποντάς του να προσβάλει αντίπαλα εμπορικά πλοία που ακολουθούσαν βόρεια δρομολόγια προς τις βρετανικές νήσους. Επιπλέον, η αξιοποίηση των εκεί ευρισκόμενων αεροδρομίων θα αύξανε την ακτίνα δράσης της Luftwaffe επιτρέποντάς της να παρέχει αεροπορική κάλυψη στα διερχόμενα φίλια σκάφη, ενώ τα αναρίθμητα φιόρδ, θα προσέφεραν πρώτης τάξεως χώρους απόκρυψης και καταφυγής στα γερμανικά πολεμικά πλοία. Τέλος, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην αιφνιδιαστική κατάληψη της πρωτεύουσας, Όσλο, την αιχμαλώτιση του Βασιλιά Χάακον Ζ’ (Haakon VII) και της κυβέρνησης της χώρας καθώς και των αποθεμάτων χρυσού της Νορβηγίας.
Αυτό το σκέλος της επιχείρησης ανατέθηκε στο Kampfgruppe 5, αποτελούμενο από το, επικεφαλής, βαρύ καταδρομικό «Blücher» (κλάσης Admiral Hipper), το βαρύ καταδρομικό «Lützow» (ορθότερα, θωρηκτό τσέπης, κλάσης Deutschland), το ελαφρύ καταδρομικό «Emden», τρία αντιτορπιλικά συνοδείας και εννέα ναρκαλιευτικά επί των οποίων, πέραν των προβλεπόμενων πληρωμάτων, επέβαιναν και 2.000 Γερμανοί στρατιώτες. Η συγκεκριμένη ομάδα, θα είχε την τιμή να ανοίξει την αυλαία της εισβολής μιας και θα έπρεπε να δράσει γρήγορα και αιφνιδιαστικά, πριν προλάβουν οι Νορβηγοί να οργανωθούν και να αντιδράσουν. Στις 5 Απριλίου, ο Γερμανός Αντιναύαρχος Όσκαρ Κούμετς (Oskar Kummetz), επιβιβάστηκε στο «Blücher» από κοινού με ένα απόσπασμα 800 ανδρών της 163ης Μεραρχίας Πεζικού στο λιμάνι του Σβίνεμουντε (Swinemunde) απ’ όπου ο στολίσκος απέπλευσε τρεις ημέρες αργότερα, στις 8 Απριλίου 1940. Η επιχείρηση είχε ξεκινήσει.
Πλέοντας προς το Όσλο
Όπως προαναφέρθηκε, αποστολή των γερμανικών δυνάμεων ήταν η επίτευξη στρατηγικού αιφνιδιασμού. Ωστόσο, λίγες ώρες μετά τον απόπλου τους, τα πλοία εντοπίστηκαν από το βρετανικό υποβρύχιο HMS «Triton» στα ανοικτά της Δανίας, ο κυβερνήτης του οποίου διέταξε την εκτόξευση δέσμης τορπιλών κατά της εχθρικής νηοπομπής. Χάρη, όμως, στον έγκαιρο εντοπισμό του ίχνους των τορπιλών αλλά και γρήγορους ελιγμούς, τα πλοία κατάφεραν να τις αποφύγουν επιτυχώς. Ύστερα από αυτό το περιστατικό, η γερμανική ναυτική δύναμη συνέχισε την πορεία της, φτάνοντας τη νύκτα της 8ης Απριλίου στην είσοδο του φιόρδ του Όσλο, μιας εσοχής μήκους 100 χλμ. διαιρούμενης σε δύο τμήματα.
Περί τις 23:00’ το νορβηγικό περιπολικό σκάφος, «Pol III» εντόπισε τα γερμανικά πλοία και επιχείρησε να τα προσεγγίσει προκειμένου να εξακριβώσει την ταυτότητά τους. Καθώς όμως, τα πλησίαζε, δέχτηκε τα πυρά του γερμανικού αντιτορπιλικού συνοδείας «Albatros» με αποτέλεσμα να βληθεί καίρια και να τυλιχτεί στις φλόγες. Παρά ταύτα, το πλήρωμα του «Pol III» κατάφερε να αναφέρει μέσω του ασυρμάτου ότι δεχόταν επίθεση από αγνώστου εθνικότητας πολεμικά, σημαίνοντας συναγερμό. Αγνοώντας τις εξελίξεις, τα γερμανικά πολεμικά εξακολούθησαν να κινούνται προς τον στόχο τους. Μισή ώρα αργότερα (23:30’), εντοπίστηκαν από επάκτιους προβολείς στο Ράουεϊ (Rauøy) και η εκεί ευρισκόμενη πυροβολαρχία έβαλε δύο προειδοποιητικές βολές κατά του στολίσκου ακολουθούμενη δύο λεπτά αργότερα από άλλη μία της αντικείμενης πυροβολαρχίας του Μπολάρνε (Bolærne). Παρά ταύτα, δεν υπήρξε καμία απάντηση από γερμανικής πλευράς. Οι ομοχειρίες των πυροβόλων είχαν λάβει αυστηρές εντολές να μην ανταποδώσουν τα πυρά παρά μόνο σε περίπτωση που τα πλοία τους δέχονταν κάποιο άμεσο πλήγμα. Διαπιστώνοντας ότι η ναυτική δύναμη δεν ήταν διατεθειμένη να σταματήσει ή να δηλώσει την ταυτότητά της, τα πυροβόλα του Ράουεϊ άνοιξαν πυρ στις 23:35’ εκτελώντας τέσσερις βολές. Ωστόσο, η ομίχλη που είχε σχηματιστεί περιόριζε την ορατότητα δυσχεραίνοντας τη σκόπευση με αποτέλεσμα όλα τα βλήματα να αστοχήσουν. Εκμεταλλευόμενο την κακή ορατότητα, το «Blücher» κατάφερε να βρεθεί εκτός του πεδίου βολής των δύο πυροβολαρχιών και να κρυφτεί μέσα στο σκοτάδι ακολουθούμενο από τα υπόλοιπα πλοία.
Αντιλαμβανόμενοι τον επερχόμενο κίνδυνο, οι Νορβηγοί σήμαναν γενικό συναγερμό κατά μήκος του φιόρδ του Όσλο. Θέλοντας να δυσχεράνουν το έργο των εισβολέων, δόθηκε εντολή για πλήρη συσκότιση συμπεριλαμβανομένων των υπαρχόντων φάρων και των φωτεινών ενδείξεων ναυσιπλοΐας. Με το στοιχείο του αιφνιδιασμού να έχει χαθεί και χωρίς τα αναγκαία σημεία αναγνώρισης, η γερμανική μοίρα έκανε κράττει και αποβίβασε απόσπασμα 150 ανδρών από τα «Blücher» και «Emden» στα ναρκαλιευτικά R17, R18, R19 και R21. Η δύναμη αυτή διατάχθηκε να καταλάβει τις εχθρικές πυροβολαρχίες καθώς και την πόλη του Χόρτεν (Horten), ενώ τα υπόλοιπα πλοία εξακολούθησαν να κινούνται βόρεια απαρατήρητα, με ταχύτητα 12 κόμβων. Ο πρώτος κίνδυνος είχε ξεπεραστεί επιτυχώς και οι Γερμανοί μπορούσαν να ανασάνουν με ανακούφιση, προς το παρόν.
Το οχυρό «Oscarsborg»
Το φιόρδ του Όσλο χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το πρώτο (νότιο) είναι αρκετά ευρύ και οδηγεί στη Βόρεια Θάλασσα. Το δεύτερο (βόρειο) τμήμα είναι ιδιαιτέρως στενό και στην είσοδό του βρίσκονται διάφορες μικρές νησίδες. Πάνω σε μία εκ των μικρότερων νησίδων, νότιο-ανατολικά της νήσου Χαόγια (Haoya), είχε κατασκευαστεί το οχυρό «Oscarsborg».
Τα πρώτα αμυντικά έργα είχαν αρχίσει να ανεγείρονται επί βασιλείας Χριστιανού Δ’ και είχαν ολοκληρωθεί το 1644. Κρινόμενα, όμως, ως έργα εκστρατείας, δεν έλαβαν ποτέ μόνιμη μορφή και αφαιρέθηκαν σύντομα. Το 1830 η συζήτηση επί της οχύρωσης της νησίδας επανήλθε στο προσκήνιο με αποτέλεσμα την εντατική κατασκευή μόνιμων, πλέον, έργων, η ανέγερση των οποίων ολοκληρώθηκε το 1853. Αν και το «Oscarsborg» αποτελούσε μια σοβαρή απειλή για κάθε πλοίο την περίοδο της αποπεράτωσής του, οι τεχνολογικές εξελίξεις στα τέλη του 19ου αιώνα το είχαν καταστήσει παρωχημένο. Ως εκ τούτου, η Νορβηγία προχώρησε στον εκσυγχρονισμό του με την εγκατάσταση νέων οπλικών συστημάτων και την επέκταση των υφιστάμενων οχυρώσεων. Αρχικά, μεταξύ των ετών 1874 – 1879 κατασκευάστηκε ένα υποθαλάσσιο φράγμα στα δυτικά προκειμένου να εμποδίσει πλοία με μεγάλο βύθισμα να υπερκεράσουν το οχυρό πλέοντας από εκείνη την πλευρά. Το 1890 ανανεώθηκε και ο κύριος αμυντικός οπλισμός με την απόσυρση των απαρχαιωμένων πυροβόλων και την εγκατάσταση τριών σύγχρονων Krupp των 28 cm MRK L/35 γερμανικής κατασκευής, ικανών να βάλουν εκρηκτικά βλήματα βάρους 255 κιλών καθώς και τεσσάρων ταχυβόλων βελγικών Cockerill των 57 mm L/60.
Πέραν του «Oscarsborg», στην περιοχή είχε κατασκευαστεί και μια σειρά άλλων μικρότερων οχυρών. Στα ανατολικά του κυρίως οχυρού, επί της αντικείμενης ηπειρωτικής μάζας, βρίσκονταν δύο εξ αυτών, τα «Κοπάς» (Kopas) και «Χούσβικ» (Husvik). Το πρώτο ήταν εξοπλισμένο με τρία πυροβόλα Armstrong των 15 cm L/47,5 ταγμένα στο ύπαιθρο γεγονός που τους προσέφερε μεγαλύτερη δυνατότητα περιστροφής και συνακόλουθο πεδίο βολής. Το δεύτερο, βρισκόταν ελαφρώς βορειότερα και διέθετε δύο πυροβόλα Cockerill των 57 mm L/60 και δύο Armstrong των 15 cm L/47,5. Στα δυτικά, υπήρχε το οχυρό «Νέσετ» (Nesset) εξοπλισμένο με μια πυροβολαρχία τριών Cockerill των 57 mm L/60.
Ο αμυντικός οπλισμός συμπληρώθηκε το 1901 με την ενεργοποίηση μιας υπόγειας συστοιχίας τορπιλών στα βόρεια του «Oscarsborg», πίσω από το πεδίο βολής των πυροβόλων του. Επί της ουσίας, ο Νορβηγικός Στρατός δημιούργησε ένα τεχνητό σπήλαιο το οποίο ενίσχυσε με οπλισμένο σκυρόδεμα. Εντός αυτού, είχαν τοποθετηθεί τρεις δίδυμοι τορπιλοσωλήνες, σε ισάριθμα χωριστά διαμερίσματα, οπλισμένοι με τορπίλες Whitehead Mk3, αυστρο-ουγγρικής κατασκευής, οι οποίες έφεραν εκρηκτική κεφαλή βάρους 100 κιλών. Σύμφωνα με τις προδιαγραφές, η συστοιχία διέθετε αναχορηγία έξι τορπιλών προτού χρειαστεί να επαναγεμίσει ενώ άλλες εννέα βρίσκονταν αποθηκευμένες για χρήση. Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό ήταν ο τρόπος εκτόξευσης. Αντί για την παραδοσιακή εκτόξευση πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ο κάθε τορπιλοσωλήνας βυθιζόταν με τη βοήθεια ανελκυστήρα κάτω από την επιφάνεια όπου και πυροδοτούσε την τορπίλη. Μοναδικό μειονέκτημα αυτής της πρακτικής ήταν η πάροδος ικανού χρονικού διαστήματος από τη στιγμή της εκτόξευσης, μέχρι την ανάδυση του σωλήνα, τη βύθιση του δεύτερου και τη νέα εκτόξευση. Πρακτικά λοιπόν, η συστοιχία μπορούσε να βάλει ταυτόχρονα τρεις τορπίλες.
Αναμφίβολα, ο όγκος πυρός του «Oscarsborg» αποτελούσε μεγάλη απειλή και ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα για τον οποιοδήποτε επίδοξο εισβολέα, φράζοντας ερμητικά το στενό, τουλάχιστον για τις αρχές του 20ου αιώνα. Το 1940, όμως, η σημασία του είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα. Αρχικά, τόσο ο οπλισμός όσο και τα αντίστοιχα πυρομαχικά, μετρούσαν περισσότερα από 40 χρόνια ζωής, γεγονός που τα καθιστούσε αναξιόπιστα και αναποτελεσματικά για τα νέα δεδομένα του πολέμου. Επιπλέον, κατά την υπό εξέταση περίοδο (1940) το «Oscarsborg» είχε μεταβληθεί σε κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων με συνέπεια να επανδρώνεται με μικρό αριθμό έμπειρων και επαρκώς εκπαιδευμένων στελεχών. Τέλος, ένα άλλο πρόβλημα ήταν ο μικρός αριθμός υφιστάμενων αντιαεροπορικών όπλων (Α/Α). Σε μια προσπάθεια βελτίωσης της κατάστασης, ανεγέρθηκαν δύο Α/Α πυροβολαρχίες (Seiersten και Haoya) εξοπλισμένες, η μεν πρώτη με δύο Bofors των 40 mm L/60 και τρία πολυβόλα Colt M/29 7,92 mm, η δε δεύτερη με τέσσερα Colt M/29 7,92 mm, ενώ τοποθετήθηκαν άλλα τέσσερα Colt M/29 7,92 mm και επί του «Oscarsborg».
Επίσης, το οχυρό δεν είχε «δει μάχη» από το 1874 και εντεύθεν. Σύντομα, η αξία του θα δοκιμαζόταν στην πράξη. Ο Βρετανός Ναύαρχος Νέλσων, είχε πει: «Ένα πλοίο είναι ηλίθιο αν τα βάλει με ένα οχυρό.». Άραγε, η ρήση του θα επαληθευόταν;
Σε θέσεις μάχης
Η 8η Απριλίου χάριζε μία ήσυχη και κρύα βραδιά. Ο 65χρονος διοικητής του «Oscarsborg», Συνταγματάρχης Μπίργκερ Έριξεν (Birger Eriksen), πραγματοποιούσε μια προγραμματισμένη επιθεώρηση ρουτίνας παρακολουθώντας την πυκνή ομίχλη που σιγά σιγά απλωνόταν στο φιόρδ. Λίγο πριν ολοκληρώσει το έργο του και επιστρέψει στα καταλύματά του, αντελήφθη τον αξιωματικό επικοινωνιών, ο οποίος έσπευδε να του επιδώσει ένα επείγον σήμα. Στολίσκος πολεμικών πλοίων, αγνώστου ταυτότητας, είχε παραβιάσει την εξωτερική περίμετρο του φιόρδ, εισερχόμενος σε αυτό, και κατευθυνόταν προς το Όσλο. Αμέσως, ο γηραιός διοικητής διέταξε πολεμική έγερση, επάνδρωση των θέσεων μάχης, πλήρη συσκότιση του οχυρού και ενεργοποίηση των επάκτιων προβολέων έρευνας.
Σε αυτό το σημείο, άρχισαν να γίνονται αισθητά τα προβλήματα του οχυρού. Αρχικά, ο Έριξεν δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για την αξιοπιστία των υπαρχόντων πυρομαχικών ή για την αποτελεσματικότητα των διαθέσιμων όπλων. Αν και τα τρία πυροβόλα Krupp ήταν γεμάτα, τα διαθέσιμα έμπειρα πληρώματα, μετά βίας μπορούσαν να επανδρώσουν δύο εξ αυτών ενώ δεν υπήρχαν ομοχειρίες για τα τέσσερα των 57 mm. Αντίστοιχο πρόβλημα αντιμετώπιζε και η πυροβολαρχία «Husvik» όπου τα πυροβόλα των 15 cm μετά βίας μπορούσαν να επανδρωθούν. Η συντριπτική πλειοψηφία του προσωπικού, αποτελείτο από περίπου 700 νεοσύλλεκτους, οι οποίοι αφίχθηκαν στο οχυρό μόλις πριν από επτά ημέρες! Τη σύγχυση επέτεινε το γεγονός ότι ο διοικητής της συστοιχίας των τορπιλών απουσίαζε με αναρρωτική άδεια από τον Μάρτιο!
Παρά ταύτα, ο Έριξεν έλαβε γρήγορες και σημαντικές αποφάσεις. Αρχικά, κατένειμε το διαθέσιμο, έμπειρο προσωπικό στα τρία πυροβόλα συμπληρώνοντας τις δευτερεύουσες θέσεις με νεοσύλλεκτους και βοηθητικούς (πολιτικό προσωπικό, μάγειρες, κ.ά.). Στη συνέχεια, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας, παρακάλεσε τον, επί 13 χρόνια, απόστρατο Λοχαγό Αντρέας Άντερσεν (Andreas Anderssen), να αναλάβει τη διοίκηση της συστοιχίας τορπιλών. Η τοποθέτηση αυτή, αποδείχθηκε καθοριστική καθώς ο Άντερσεν είχε υπηρετήσει στη συγκεκριμένη θέση, διατελώντας και διοικητής της, από το 1909 μέχρι και το 1927 οπότε και αποστρατεύτηκε. Απαντώντας στο κάλεσμα της πατρίδας του, φορώντας την παλαιά στολή του, ο Άντερσεν μεταφέρθηκε με βάρκα από την γειτονική πόλη Ντρέμπακ (Drøbak), όπου διέμενε, απευθείας στη θέση του. Τέλος, ο ίδιος ο Έριξεν ανέλαβε τον συντονισμό των πυροβόλων, βασανιζόμενος από μια ακόμα αμφιβολία. Γνώριζε πως, παρά τις διακηρύξεις της χώρας του περί ουδετερότητας, η κυβέρνησή της έγερνε προς την πλευρά των Βρετανών. Με την ταυτότητα των πλοίων να παραμένει άγνωστη δεν ήξερε αν θα έπρεπε να πλήξει τα επερχόμενα πλοία ή να τα αφήσει να περάσουν.
Με τον χρόνο να κυλά βασανιστικά αργά, και τα νεύρα όλων να είναι τεντωμένα, οι Νορβηγοί στρατιώτες ατένιζαν από τις θέσεις τους το απόλυτο σκοτάδι ακολουθώντας τις ακτίνες των επάκτιων προβολέων, οι οποίοι σάρωναν το φιόρδ σε αναζήτηση του εχθρού. Σταδιακά, τα λεπτά έγιναν ώρες κορυφώνοντας την αγωνία και τον εκνευρισμό. Περί τις 04:20’ τα ξημερώματα της 9ης Απριλίου, η αναμονή έφτασε στο τέλος της καθώς οι επάκτιοι προβολείς εντόπισαν το περίγραμμα του προπορευόμενου εχθρικού σκάφους μερικά χιλιόμετρα νότια.
Εξακολουθώντας να πλέει με ταχύτητα 12 κόμβων, το «Blücher» διατηρούσε την πορεία του, ηγούμενο του υπόλοιπου στολίσκου. Χάρη στις εντατικές και μεθοδικές προσπάθειες της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών, ο Αντιναύαρχος Κούμετς ήταν ενήμερος για το προσωπικό, τη διάταξη και τον οπλισμό του οχυρού και των παρακείμενων πυροβολαρχιών, εκτιμώντας πως δεν αποτελούσαν σοβαρή απειλή για τα πλοία του. Ωστόσο, αγνοούσε την ύπαρξη της συστοιχίας τορπιλών καθώς δεν υπήρχε σχετική αναφορά σ’ αυτή. Ως εκ τούτου, διέταξε τη διατήρηση της ταχύτητας και της πορείας. Άλλωστε, η στενότητα του χώρου δεν επέτρεπε τη διενέργεια ελιγμών.
Την ίδια στιγμή, στο «Oscarsborg», η σιωπή της νύκτας διακοπτόταν από τις φωνές των αξιωματικών που υπολόγιζαν την απόσταση από τον στόχο δίνοντας τις κατάλληλες συντεταγμένες και οδηγίες προς τα πληρώματα των πυροβόλων. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα πάνω στον Eriksen αναμένοντας τις διαταγές του.
Οχυρό εναντίον καταδρομικών
Μόλις το «Blücher» πέρασε τον σηματοδότη των 2 χιλιομέτρων, ο γηραιός διοικητής, ξεπερνώντας τους δισταγμούς του, στράφηκε στους άνδρες του και είπε: «Είτε θα παρασημοφορηθώ είτε θα με περάσουν στρατοδικείο. Πυρ!». Αμέσως, το πρώτο πυροβόλο των 28 cm έβαλε ένα εκρηκτικό βλήμα, φωτίζοντας, προς στιγμή, τον περιβάλλοντα χώρο. Η σκόπευση υπήρξε εξαιρετική, με αποτέλεσμα να χτυπηθεί το πλοίο στη μέση, λίγο πιο πάνω από τη γέφυρα, να αχρηστευτεί το κύριο όργανο υπολογισμού της απόστασης και να προκληθεί πυρκαγιά. Πριν καν προλάβουν οι Γερμανοί να συνέλθουν από τον αρχικό αιφνιδιασμό, το δεύτερο πυροβόλο βρυχήθηκε, με το εκρηκτικό βλήμα να βρίσκει στόχο κοντά στο υπόστεγο των αεροπλάνων προκαλώντας ανάφλεξη των εκεί ευρισκόμενων αεροπορικών καυσίμων. Με τη σειρά τους, οι παρακείμενες επάκτιες νορβηγικές πυροβολαρχίες του «Κοπάς» και του «Χούσβικ» έβαλαν κατά του καταδρομικού από απόσταση 370 μέτρων σημειώνοντας αρκετά πλήγματα και προκαλώντας σοβαρές ζημιές.
Καθώς, ο φλεγόμενος κολοσσός πλησίαζε το οχυρό, οι Νορβηγοί στρατιώτες μπορούσαν να ακούσουν τις φωνές και τα βογγητά των τραυματιών. Μέσα στο χάος της μάχης, το πλήρωμα του καταδρομικού άρχισε να ψάλει τον γερμανικό εθνικό ύμνο δηλώνοντας την ταυτότητά του. Στις 04:35 ο Eriksen έλαβε σήμα από το νορβηγικό ναρκαλιευτικό «Otra» που επιβεβαίωνε πως οι εισβολείς ήταν Γερμανοί. Αξίζει να σημειωθεί, ότι το σχετικό σήμα είχε παραληφθεί από τη ναυτική βάση του Χόρτεν στις 04:10 αλλά, λόγω προβλημάτων στο σύστημα επικοινωνίας, έφτασε στο «Oscarsborg» 25 λεπτά αργότερα. Διακινδυνεύοντας ένα «αν», αξίζει να αναλογιστεί κανείς τί θα μπορούσε να είχε συμβεί σε περίπτωση που ο Νορβηγός φρούραρχος δεν είχε διατάξει τα πληρώματά του να βάλουν κατά των εχθρικών σκαφών έως ότου λάμβανε πληροφορίες για την ταυτότητά τους. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτά θα είχαν προσπεράσει το οχυρό καταλαμβάνοντας το Όσλο και επιτυγχάνοντας τους αντικειμενικούς τους σκοπούς, οδηγώντας τη νορβηγική εκστρατεία σε διαφορετική τροπή.
Πάνω στο «Blücher», η κατάσταση θύμιζε πραγματική κόλαση. Δύο μεγάλες φωτιές μαίνονταν στο κατάστρωμα, με τα συνεργεία αποκατάστασης ζημιών να δίνουν υπεράνθρωπο αγώνα για την κατάσβεσή τους. Παράλληλα, οι ομάδες περισυλλογής προσπαθούσαν να περιποιηθούν τους δεκάδες τραυματίες που κείτονταν αιμόφυρτοι στο κατάστρωμα συχνά πατώντας πάνω στα πτώματα των συναδέλφων τους. Τα πράγματα επιδεινώθηκαν όταν η φωτιά έφτασε στα αποθηκευμένα εκρηκτικά και πυρομαχικά του πεζικού προκαλώντας πολλαπλές εκρήξεις και αυξάνοντας κατακόρυφα τον αριθμό των θυμάτων. Με τα κύρια πυροβόλα των 20,3 cm να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν, λόγω της εγγύτητας του στόχου, οι Γερμανοί άρχισαν να βάλουν προς πάσα κατεύθυνση με τον δευτερεύοντα οπλισμό, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μέσα στο γενικευμένο χάος, ο Κούμετς διέταξε τη διατήρηση της πορείας και αύξηση της ταχύτητας στους 32 κόμβους εκτιμώντας αφενός, ότι το πλοίο θα μπορούσε να αντέξει τα διάφορα πλήγματα συνεχίζοντας την πορεία του και αφετέρου ότι σύντομα θα εξερχόταν από το πεδίο βολής των εχθρικών πυροβολαρχιών και άρα θα ήταν ασφαλές. Εκείνη όμως τη στιγμή, ήρθε αντιμέτωπος με μια δυσάρεστη έκπληξη.
Βλέποντας το λαβωμένο καταδρομικό να μην ανακόπτει την πορεία του, ο Λοχαγός Άντερσεν άρχισε να δίνει τις κατάλληλες οδηγίες στα πληρώματα της συστοιχίας τορπιλών. Αν και ο ίδιος είχε αμφιβολίες για το κατά πόσον οι γηραιές αυτές τορπίλες θα λειτουργούσαν, διέταξε την εκτόξευσή τους. Μέσα στη βιασύνη και την πίεση της στιγμής, η σκόπευση υπήρξε σχετικά πρόχειρη, με την πρώτη τορπίλη να πλήττει την πλώρη του «Blücher» προκαλώντας μόνο μικρές ζημιές. Ενθαρρυμένοι από την έκρηξη, οι Νορβηγοί πυροβολητές βελτίωσαν τη σκόπευσή τους και τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν. Η δεύτερη τορπίλη εξερράγη στο μέσον του πλοίου, σχεδόν κάτω από το σημείο πρόσκρουσης του πρώτου βλήματος των 28 cm. Συνέπεια αυτού του πλήγματος ήταν η μεγάλη εισροή υδάτων και η μείωση της ταχύτητας ενώ το πλοίο έλαβε κλίση 18 μοιρών στα αριστερά.
Στις 04:34’, το «Blücher» κατάφερε να εξέλθει από το πεδίο βολής των νορβηγικών πυροβολείων. Ο επικεφαλής της πυροβολαρχίας του «Κοπάς» ζήτησε την άδεια του Έριξεν να συνεχίσει να βάλει κατά του γερμανικού καταδρομικού, καθώς τα πυροβόλα των 15 cm μπορούσαν να περιστραφούν και να το πλήξουν. Ωστόσο, ο Νορβηγός διοικητής απέρριψε το αίτημα λέγοντας: «Το οχυρό εξετέλεσε την αποστολή του» διατάζοντας την πυροβολαρχία να στραφεί κατά του δεύτερου πλοίου. Σύντομα, το βαρύ καταδρομικό «Lützow» βλήθηκε επανειλημμένα από τα νορβηγικά πυρά, και υπέστη, με τη σειρά του, σοβαρές ζημιές με αποτέλεσμα να αλλάξει πορεία εγκαταλείποντας το φιόρδ, ακολουθούμενο και από τα υπόλοιπα του στολίσκου.
Με τις μηχανές του να έχουν αχρηστευτεί ως συνέπεια του δεύτερου τορπιλικού πλήγματος, το «Blücher» αγκυροβόλησε βόρεια του «Oscarsborg». Αμέσως, ο Αντιναύαρχος Κούμετς διέταξε όλο το πλήρωμα να αφοσιωθεί στο έργο της αποκατάστασης των ζημιών και κυρίως στην πυρόσβεση, καθώς και την πυροδότηση των τορπιλών ώστε να μην εκραγούν πάνω στο πλοίο. Ατυχώς, ήταν πλέον πολύ αργά. Στις 05:30’ η φωτιά έφτασε στην αποθήκη πυρομαχικών των δευτερευόντων πυροβόλων των 10,5 cm με συνέπεια την πρόκληση ισχυρής έκρηξης, η οποία συντάραξε ολόκληρο το καταδρομικό ανοίγοντας μεγάλο ρήγμα στο πλευρό του, καταστρέφοντας αρκετά στεγανά και προκαλώντας νέες εστίες φωτιάς. Διαπιστώνοντας πως δεν υπήρχε πιθανότητα διάσωσής του, ο Αντιναύαρχος Κούμετς διέταξε την εγκατάλειψη του φλεγόμενου πλοίου. Στις 06:22’, το «Blücher» αναποδογύρισε και βυθίστηκε στον πάτο του φιόρδ του Όσλο.
Έχοντας δει το «Blücher» να φλέγεται, μέσα στη γενικότερη σύγχυση και το σκοτάδι, ο κυβερνήτης του «Lützow», Πλοίαρχος Αουγκούστ Τιέλε (August Thiele), εξέλαβε τις υποθαλάσσιες εκρήξεις που συντάραξαν το προπορευόμενο καταδρομικό ως νάρκες! Με το πλοίο του να έχει δεχθεί αρκετά πλήγματα από τα επάκτια πυροβολεία και φοβούμενος να συνεχίσει την πορεία του, διέταξε την αναστολή της επιχείρησης και την απομάκρυνση από το πεδίο της μάχης. Κατά την υποχώρηση, οι Νορβηγοί συνέχισαν να βάλουν ακατάπαυστα κατά των γερμανικών πλοίων, έως ότου αυτά, αξιοποιώντας την ομίχλη, χάθηκαν απ’ το οπτικό τους πεδίο σε απόσταση 3 χλμ., με την πυροβολαρχία 15 cm του «Κοπάς» να χαρίζει ένα «αποχαιρετιστήριο δώρο» πλήττοντας και αχρηστεύοντας το πρωραίο πυροβόλο του «Lützow».
Βγαίνοντας από το βεληνεκές των εχθρικών πυροβόλων, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων, ο Τιέλε, διέταξε το «Lützow» να βομβαρδίσει το «Oscarsborg», με το πρυμναίο τρίδυμο πυροβόλο των 28 cm. Ταυτόχρονα, έστειλε σήμα στα υπόλοιπα πλοία του στολίσκου να αρχίσουν την αποβίβαση των τμημάτων πεζικού που μετέφεραν. Οι Γερμανοί στρατιώτες, βρέθηκαν στην ανατολική ακτή του φιορδ περισσότερο από 50 χλμ. νότια του στόχου τους. Ως εκ τούτου θα έπρεπε να προελάσουν προς το Όσλο δια ξηράς και μάλιστα πεζή. Τέλος, κλήθηκε η Luftwaffe να παράξει αεροπορική υποστήριξη πλήττοντας τις νορβηγικές θέσεις όπερ και εγένετο με ιδιαίτερη σφοδρότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Σύντομα, τα νορβηγικά Α/Α άρχισαν να σιγούν, το ένα μετά το άλλο, ενώ τα άπειρα πληρώματα εγκατέλειπαν τις θέσεις τους σε αναζήτηση σωτηρίας στο άκουσμα του εφιαλτικού σφυρίγματος των σειρήνων των Stuka. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Συνταγματάρχης Έριξεν, αντελήφθη ότι τυχόν συνέχιση του αγώνα θα ήταν μάταια. Το βράδυ της 9ης Απριλίου, ζήτησε ολιγόωρη κατάπαυση του πυρός, αίτημα που έγινε δεκτό από τη γερμανική πλευρά, και το πρωί της επόμενης ημέρας παρέδωσε το οχυρό.
Ακολουθεί απόσπασμα από την νορβηγική ταινία «The King’s Choice» όπου αποτυπώνεται κινηματογραφικά η μάχη των στενών του Ντρέμπακ. Χάριν δραματικότητας, εσφαλμένα εικονίζεται ο Ταγματάρχης Eriksen να μην διακατέχεται από αμφιβολίες και να λαμβάνει αποφάσεις χωρίς δεύτερη σκέψη, ενώ απουσιάζει και η εμβληματική του φράση πριν την έναρξη της συμπλοκής. Ωστόσο, η σκηνή αποδίδει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ψυχολογία των πρωταγωνιστών της στιγμής καθώς και την στάση των άκαπνων και άπειρων νεοσύλλεκτων.
Ο απόηχος της αναμέτρησης
Η απρόσμενη εξέλιξη των επιχειρήσεων στο φιόρδ του Όσλο είχε σημαντικές επιπτώσεις για τα γερμανικά σχέδια. Σε υλικό επίπεδο, το Kriegsmarine έχασε ένα νεότευκτο βαρύ καταδρομικό ενώ ένα δεύτερο υπέστη σημαντικές ζημιές. Από πλευράς απωλειών, υπολογίζεται ότι 650 με 800 Γερμανοί αξιωματικοί, ναύτες και οπλίτες έχασαν τη ζωή τους ενώ καταμετρήθηκαν 50 τραυματίες και πάνω από 1.000 αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων ο Αντιναύαρχος Κούμτες καθώς και ο επικεφαλής της 163ης Μεραρχίας Πεζικού, Στρατηγός Έρβιν Ένγκελμπρεχτ (Erwin Engelbrecht).
Ατυχώς, οι Νορβηγοί δεν στάθηκαν ικανοί να αξιοποιήσουν περαιτέρω τη νίκη τους. Δεδομένης της ουδέτερης στάσης τους αλλά και της απροθυμίας της κυβέρνησης να προβεί, έστω σε μερική, επιστράτευση, ο Νορβηγικός Στρατός δεν διέθετε κάποιον σχηματισμό στην ευρύτερη περιοχή προκειμένου να σχηματίσει μια γραμμή άμυνας κατά μήκος του οδικού άξονα που οδηγούσε στο Όσλο. Ακόμα, όμως, κι αν διέθετε αξιόμαχα τμήματα, οι χρόνιες ελλείψεις και η σχεδόν πλήρης απουσία μηχανοκίνητων μέσων θα καθιστούσε την ανάπτυξή τους ιδιαιτέρως χρονοβόρα. Άμεση συνέπεια ήταν ο δρόμος για την πρωτεύουσα να παραμείνει ανοικτός για τους εισβολείς, οι οποίοι δεν συνάντησαν καμία απολύτως αντίσταση στο πέρασμά τους. Ένα άλλο μοιραίο λάθος ήταν η εγκατάλειψη των αιχμαλώτων. Αντί να επιχειρηθεί η μεταφορά, έστω τμήματός τους, προς βορρά, οι Νορβηγοί επέλεξαν να τους εγκαταλείψουν αφύλακτους κατά την γενική υποχώρησή τους. Ως εκ τούτου, οι συλληφθέντες Γερμανοί «απελευθερώθηκαν» από τα επελαύνοντα τμήματα της Wehrmacht επανεντασσόμενοι στο δυναμικό της.
Εν τέλει, το μόνο που πέτυχε η γενναία αντίσταση της φρουράς του «Oscarsborg» ήταν να επιβραδύνει τη γερμανική προέλαση και την κατάληψη του Όσλο εξασφαλίζοντας πολύτιμο χρόνο ώστε ο Βασιλιάς Χάακον Ζ’ και η κυβέρνησή του, να διαφύγουν στον βορρά, μεταφέροντας το σύνολο του κρατικού χρυσού και κατ’ επέκταση τη συνέχιση του αγώνα κατά των Γερμανών.
Με το πέρας του πολέμου, ο Συνταγματάρχης Έριξεν, πέρασε από κρατική εξεταστική επιτροπή για τη δράση του κατά τη γερμανική εισβολή. Δύο θέματα αποτέλεσαν σημεία ενδιαφέροντος. Πρώτον, το γεγονός ότι δεν διέταξε την εκτέλεση προειδοποιητικών βολών κατά των επερχόμενων γερμανικών πλοίων και δεύτερον, ότι παρέδωσε το οχυρό νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε και μπορούσε. Ο γηραιός φρούραρχος, απάντησε ψύχραιμα και δυναμικά. Ως προς την πρώτη περίπτωση, υποστήριξε πως οι παράκτιες πυροβολαρχίες στο πρώτο τμήμα του φιόρδ είχαν εκτελέσει προειδοποιητικές βολές κατά των γερμανικών πλοίων. Ως εκ τούτου, ο ίδιος δεν είχε καμία υποχρέωση να πράξει κάτι αντίστοιχο και μπορούσε να βάλει άμεσα εναντίον τους. Στη δεύτερη κατηγορία, ο Έριξεν παρέθεσε απλά, πλην απολύτως κατανοητά, επιχειρήματα. Υπενθύμισε πως το οχυρό στερείτο εκπαιδευμένου, έμπειρου προσωπικού με αποτέλεσμα να αδυνατεί να επανδρώσει αποτελεσματικά τις αναγκαίες θέσεις μάχης. Επιπλέον, η Α/Α του άμυνα ήταν περιορισμένη, στηριζόμενη σε μόλις δύο πυροβόλα Bofors 40 mm L/60 και 11 πολυβόλα, και συνεπώς ανεπαρκής για την απόκρουση των αεροπορικών προσβολών της Luftwaffe. Σε αυτό, συνέβαλε και η πλήρης απουσία της φίλιας αεροπορίας. Τέλος, τόνισε πως με την πτώση του Όσλο, το οχυρό είχε περικυκλωθεί και αποκοπεί χωρίς καμία δυνατότητα – πιθανότητα ανεφοδιασμού ή άφιξης ενισχύσεων. Ήταν, επομένως, θέμα χρόνου να εξαντληθούν τα διαθέσιμα πυρομαχικά και εφόδια. Συνεπώς, η παράδοση αποτελούσε μονόδρομο. Εν τέλει, οι κατηγορίες ανακλήθησαν και τόσο ο Συνταγματάρχης Έριξεν όσο και ο Λοχαγός Άντερσεν παρασημοφορήθηκαν επ’ ανδραγαθία για τη δράση τους με την ανώτατη νορβηγική διάκριση, τον Πολεμικό Σταυρό μετά Ξιφών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Adams J., The Doomed Expedition: The Campaign in Norway, 1940, Leo Cooper, UK 2020.
- Binder F., Schlünz H. H., Schwerer Kreuzer Blücher. Koehlers Verlagsgesellschaft, Hamburg 1990.
- Dildy D. C., White J. Denmark and Norway 1940: Hitler’s boldest operation. Osprey Publishing, Oxford 2007.
- Gardiner R., Chesneau R., Conway’s All the World’s Fighting Ships 1922-1946. Naval Institute Press, Annapolis 1980.
- Geirr H. H., The Battle for Norway, April-June 1940. Naval Institute Press, Annapolis 2010.
- Geirr H. H., The German Invasion of Norway: April 1940. Naval Institute Press, Annapolis 2012.
- Greene J., Massignani A. Hitler Strikes North: The Nazi Invasion of Norway & Denmark, April 9, 1940. Frontline Books, UK 2013.
- Gröner E., German Warships: 1815–1945. Vol. I: Major Surface Vessels. Naval Institute Press, Annapolis 1990.
- Kersaudy F., Norway 1940. Bison Books, Canada 1998.
- Koop G., Schmolke K. P., Die Schweren Kreuzer der Admiral Hipper-Klasse. Bernard & Graefe Verlag, Bonn 1992.
- Lunde H. O., Hitler’s Pre-Emptive War: The Battle for Norway, 1940. Casemate Publishers, Havertown 2010.
- Plevy H., Norway 1940: Chronicle of a Chaotic Campaign. Fonthill Media, UK 2017.
- Rohwer J., Chronology of the War at Sea, 1939–1945: The Naval History of World War Two. US Naval Institute Press, Annapolis 2005.
- Williamson G., German Heavy Cruisers 1939–1945. Osprey Publishing, Oxford 2003.
- Ziemke E., German Northern Theater of Operations 1940-1945, Verdun Press, 2015.