Γράφει ο Ηρακλής Καλογεράκης
Το όνομα «Δωδεκάνησος» που εμφανίζεται σε αρχαία κείμενα δεν αφορούσε τα σημερινά Δωδεκάνησα, αλλά τα δώδεκα νησιά που ήταν γύρω από το ιερό νησί της Δήλου. Τα σημερινά Δωδεκάνησα ονομαζόταν παλιά «Νότιες Σποράδες» αφού τα νησιά είναι άτακτα σπαρμένα κατά μήκος της Μικράς Ασίας, σε αντίθεση με τις Κυκλάδες που είναι κυκλικά σπαρμένες γύρω από το ιερό νησί της Δήλου.
Τα Δωδεκάνησα, λόγω θέσης, δέχθηκαν επιδρομές από Πέρσες, Σαρακηνούς, Βενετούς, Γενουάτες, Σταυροφόρους, Τούρκους (Σελτζούκους και Οθωμανούς), Ιταλούς, Γερμανούς και Άγγλους. Ήταν βλέπετε στο θαλάσσιο δρόμο από τη Μαύρη θάλασσα προς την Ανατολή και Αφρική και είτε ήταν εμπόδιο, είτε ήταν σταθμός ξεκούρασης και εφοδιασμού.
Σύμφωνα με την παράδοση πρώτοι κάτοικοι της Ρόδου ήταν οι Τελχίνες που ξεκινώντας από την Κρήτη πήγαν Κύπρο και μετά εγκαταστάθηκαν στη Ρόδο. Ήταν αυτοί που επινόησαν τη χύτευση του χαλκού και του σιδήρου και αυτοί που κατασκεύασαν τη τρίαινα του Ποσειδώνα. Ήσαν οι ιδρυτές των τριών μεγάλων πόλεων που μνημονεύονται στον Όμηρο, Λίνδο, Ιαλυσό, Κάμειρον και που έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο.
Αργότερα στα νησιά εγκαταστάθηκαν με σειρά οι Αχαιοί, Κάρες, Φοίνικες και Δωριείς που σχημάτισαν με πόλεις της Μικράς Ασίας, τη Δωρική Εξάπολη. Τον 6ο αιώνα πΧ ήλθαν από τη Μίλητο Ίωνες, οι οποίοι, κατά τον Ηρόδοτο, με την εγκατάστασή τους έφεραν ένα νέο πολιτισμό.
Μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 πΧ) τα νησιά έγιναν μέλη της Αθηναϊκής Συμμαχίας, παρακολούθησαν την πορεία του λοιπού Ελληνικού κόσμου και ανέδειξαν σπουδαίες μορφές όπως τον πατέρα της Ιατρικής Ιπποκράτη, τον ποιητή των «Ειδυλλίων» Θεόκριτο και σπουδαίους αθλητές όπως τον Διαγόρα και τους γιους του.
Από τη Ρόδο ήταν ο ένας από τους 7 σοφούς ο Κλεόβουλος (Μέτρον άριστον), οι φιλόσοφοι και ποιητές Απολλώνιος, Πείσανδρος, Ποσειδώνιος, Ανταγόρας και Ευαγόρας. Επίσης, ο μαθηματικός Παναίτιος, ο κτηνίατρος Κλεομένης, ο λιμενογράφος Τιμοσθένης, ο γεωγράφος Εύδοξος. Οι ιστορικοί Αριστοκλής, Ζήνων, Διοκλής και Διονύσιος και πλήθος άλλοι.
Την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είχαν ένα αξιόμαχο στόλο και επίσης στη ξηρά ανέδειξαν μία σπουδαία πολεμική φυσιογνωμία, τον Μέμνονα, του οποίου ιδέα ήταν η τακτική της υποχώρησης με τη «καμένη γη». Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, στη διαμάχη διανομής των κατακτήσεων, η Ρόδος έμεινε ουδέτερη και δεν πολέμησε με το μέρος κανενός ούτε και λύγισε στις προσφορές του ισχυρότερου άνδρα τότε, Αντίγονου. Ο υιός του Δημήτριος, αποκαλείτο πολιορκητής λόγω των περίτεχνων πολιορκητικών μηχανών που χρησιμοποιούσε, ξεκίνησε μια πολιορκία στην οποία οι Ρόδιοι όχι μόνο άντεξαν αλλά πήραν τις πολιορκητικές του μηχανές και με τα μέταλλα τους έφτιαξαν το τεράστιο άγαλμα του Θεού Ήλιου, τον «κολοσσό της Ρόδου» που έστησαν στο λιμένα τους.
Στα Δωδεκάνησα διαδόθηκε από τον 1ο μΧ αιώνα ο Χριστιανισμός ενώ από το 395 που υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους αποτέλεσαν τμήμα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους. Στην Πάτμο έγραψε ο ευαγγελιστής Ιωάννης την «αποκάλυψη» και στην Κώ και Ρόδο δίδαξε ο Απόστολος Παύλος το Χριστιανισμό.
Κατά την Βυζαντινή περίοδο, η οικονομική ακμή της Ρόδου και των γύρω νησιών συνεχίστηκε αλλά ταυτόχρονα και η πολιτιστική. Οι Ρόδιοι, διαμόρφωσαν το πρώτο ναυτικό και εμπορικό δίκαιο της ιστορίας που κωδικοποιήθηκε με την ονομασία «Νόμος Ροδίων Ναυτικός» και που αποτέλεσε αργότερα το υπόβαθρο του Ναυτικού Δικαίου των Άγγλων. Εγώ μεν του κόσμου κύριος, ο δε Ρόδιος νόμος θαλάσσης, έλεγε ο αυτοκράτορας Αντωνίνος
Η Ρόδος με τα γύρω νησιά, από το 1309 εξουσιάζονταν από τους περίφημους «Ιωαννίτες Ιππότες» στους οποίους οφείλονται τα περίφημα οχυρωματικά τους έργα. Το 1572, ο Σουλεϊμάν «ο Μεγαλοπρεπής» μετά από σκληρή πολιορκία υποχρέωσε τους Ιωαννίτες ιππότες να συμφωνήσουν να εγκαταλείψουν τα Δωδεκάνησα και να πάνε να εγκατασταθούν στην Μάλτα, που τους την παραχώρησε ο Κάρολος Ε’. Έτσι τα Δωδεκάνησα πέρασαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία και ήταν υπό τη διοίκηση του Καπουδάν Πασά, με τη Ρόδο να είναι η πρωτεύουσα του «βιλαετιού του Αιγαίου».
Ο όρος αυτός επεκράτησε επειδή τα δύο μεγαλύτερα νησιά ήταν υπό την άμεση οθωμανική διοίκηση, ενώ τα υπόλοιπα που δεν ήταν, αναφερόταν ως τα «δώδεκα προνομιούχα νησιά του Αρχιπελάγους». Είχαν δική τους αυτοδιοίκηση και πολύ μεγάλα φορολογικά προνόμια. Όταν λοιπόν έλεγαν Δωδεκάνησα, εννοούσαν τα «προνομιούχα» νησιά (Αστυπάλαια, Ικαρία, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κάσος, Καστελόριζο, Λέρος, Νίσυρος Πάτμος, Σύμη, Τήλος και Χάλκη).
Η Οθωμανική κυριαρχία δεν άλλαξε τίποτε. Ούτε τη γλώσσα, ούτε τη θρησκεία, ούτε τα ήθη και έθιμα των Δωδεκανησίων. Οι Δωδεκανήσιοι, παρά τις πολλές κατακτήσεις που υπέστησαν, δεν απέβαλαν ποτέ το Ελληνικό φρόνημα. Μπορεί τα νησιά να είχαν διαφορετική αρχιτεκτονική, μπορεί να είχαν διαφορετικές μουσικές καταβολές (η Κάλυμνος τη τσαμπούνα, η Λέρος το βιολί, η Κάρπαθος και η Κάσος τη λύρα) αλλά όλοι οι κάτοικοι είχαν μια κοινή γλώσσα, ιδεολογία και κοινά ήθη/έθιμα.
Στην επανάσταση του 1821, τα Δωδεκάνησα επαναστάτησαν και αυτά, αλλά το 1830 επιστράφηκαν μαζί με τη Σάμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με αντάλλαγμα την Εύβοια η οποία ενσωματώθηκε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Μετά το 1869, που η Οθωμανική Αυτοκρατορία προσπάθησε να εκσυγχρονιστεί και να βελτιώσει το διοικητικό της σύστημα, τα προνόμια των νησιών περιορίστηκαν ενώ μετά την επικράτηση των Νεότουρκων (1909) καταργήθηκαν πλήρως.
Πρώτη Ιταλική κατοχή Δωδεκανήσων
Στον ΙταλοΤουρκικό πόλεμο (1911-1912) της Τριπολίτιδας (Λιβύη), η Ιταλία κατέλαβε τις Οθωμανικές κτήσεις εκεί και μετά επεκτάθηκε προς τα Δωδεκάνησα που μέσα σε δυο εβδομάδες τα κατέλαβαν όλα εκτός από το Καστελόριζο που κατελήφθη το 1921 και την Ικαρία που με την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πόλεμου, ενώθηκε με την Ελλάδα. Την θέση τότε των δύο νησιών την πήραν η Ρόδος και η Κως και έτσι τα μεγάλα νησιά υπό τους Ιταλούς ήταν πάλι δώδεκα.
Μετά την κατάκτηση των νησιών, συνήλθε στην Πάτμο το συνέδριο των αντιπροσώπων των Δωδεκανήσων (17/6/1912), οι οποίοι αφού ευχαρίστησαν την Ιταλία που τους απελευθέρωσε «από τον ανυπόφορο ζυγό» των Τούρκων, διακήρυξαν τη «διακαή επιθυμία των κατοίκων να ενωθούν με τη Μητέρα Ελλάδα. Οι Ιταλοί καθιέρωσαν το όνομα «Δωδεκάνησος» πού όμως, λόγω σπουδαιότητας της Ρόδου, χρησιμοποιούσαν για τις κτήσεις τους τον όρο «Ρόδος και Δωδεκάνησος» . Το δωδέκατο νησί ήταν τώρα οι Λειψοί.
Αργότερα όταν υπογράφηκε το σύμφωνο ειρήνης μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας στο Ouchy της Λωζάννης (18/10/1912), η Τουρκία αναγνώρισε την ιταλική κυριαρχία στη Λιβύη ενώ η Ιταλία δεσμεύτηκε να επιστρέψει στην Τουρκία τα Δωδεκάνησα, που επειδή δεν έγινε, αυτά παρέμειναν υπό Ιταλική κατοχή.
Προσπάθειες ένωσης με Ελλάδα
Με τη λήξη του Α’ΠΠ, ο πρωθυπουργός Βενιζέλος στις συνομιλίες ειρήνης που γινόταν απαίτησε τα Δωδεκάνησα επικαλούμενος λόγους εθνικοϊστορικούς. Χαρακτηριστική ήταν η αναφορά των συμβούλων του, Σκεύου Ζερβού και Μιχάλη Βολανάκη, που είπαν ξεκάθαρα στη συνέλευση: «Ημείς, Δωδεκανήσιοι, είμεθα ‘Ελληνες και υπήρξαμεν Έλληνες από της πρώτης εμφανίσεως της ελληνικής φυλής εις τον κόσμον.
Είμεθα Έλληνες από την εποχήν του Ομήρου, είμεθα Έλληνες όταν οι Μήδοι και οι Πέρσαι ήλθον να πολεμήσουν εις την Ευρώπη, είμεθα Έλληνες κατά τους χρόνους του Περικλέους. Ημείς οι Δωδεκανήσιοι είμεθα Έλληνες υπό τον ρωμαϊκόν ζυγόν, υπό τους βυζαντινούς αυτοκράτορας, υπό τον ζυγόν των Τούρκων. Ως Έλληνες επανεστατήσαμεν και εκερδίσαμεν την ελευθερίαν μας κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος. Είμεθα Έλληνες κατά τους βαλκανικούς πολέμους και Έλληνες κατά τον ευρωπαϊκόν πόλεμον, όταν με επιμονήν εζητήσαμεν συνεχώς να πολεμήσωμεν παρά το πλευρόν των Συμμάχων. Δηλώνομεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων ότι θα χαθώμεν μάλλον μέχρι του τελευταίου παρά να αναπνεύοωμεν ή να επιτρέφωμεν εις τα παιδιά μας και εις αδελφούς μας να αναπνέουν εις την Δωδεκάνησον αέρα όπου κυματίζει σημαία, που δεν είναι η σημαία η ελληνική».
Όμως, επειδή η Ιταλία αρνήθηκε την ικανοποίηση του αιτήματος προκλήθηκε έντονη αντίδραση των κατοίκων της Ρόδου που υπό την ηγεσία της Εκκλησίας ξεσηκώθηκαν το Πάσχα του 1919. Τα «αιματηρά» αυτά γεγονότα ανάγκασαν την Ιταλία να προχωρήσει σε μια συμφωνία για την απόδοση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα.
Στη σκιά λοιπόν της προετοιμασίας για τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, έγινε μια «μυστική» συμφωνία μεταξύ του πρωθυπουργού της Ελλάδος Βενιζέλου και του Υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας Τομάζο Τιττόνι.
Σύμφωνα με αυτή η Ιταλία θα εγκατέλειπε τις επιφυλάξεις που εξέφρασε στις συσκέψεις και θα υποστήριζε τις ελληνικές αξιώσεις για τη Βόρεια Ήπειρο και την Κορυτσά. Επίσης θα παραχωρούσε στην Ελλάδα την κυριαρχία στα κατεχόμενα νησιά της Δωδεκανήσου, εκτός της Ρόδου, για την οποία θα γινόταν δημοψήφισμα όταν η Αγγλία θα έδιδε την Κύπρο στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα με τη σειρά της θα υποστήριζε τις Ιταλικές αξιώσεις για προσάρτηση του Αυλώνα (Αλβανία) και την αποκατάσταση του ιταλικού προτεκτοράτου στην Αλβανία, θα παραχωρούσε μια ελεύθερη ζώνη στη Σμύρνη και επίσης θα παραιτείτο υπέρ της Ιταλίας, των διεκδικήσεών της επί περιοχών στη Μικρά Ασία.
Η συνθήκη ειρήνης των Σεβρών
Από τις 28/7/1920 γινόταν στη Σέβρ της Γαλλίας οι συσκέψεις για τη συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία και τις συμμαχικές δυνάμεις. Η συνθήκη αυτή που καθόριζε τους όρους των Συμμάχων στην ηττημένη Οθωμανική αυτοκρατορία και με την οποία μοιραζόταν οι κτήσεις τους, υπογράφτηκε στις 10/8/1920 Σύμφωνα με αυτή η Β. Ήπειρος ενσωματωνόταν στην Ελλάδα, η Τουρκία παραιτείτο υπέρ της Ιταλίας κάθε δικαιώματος και τίτλου επί των νήσων του Αιγαίου (Δωδεκάνησα) ενώ, με την άλλη «μυστική συνθήκη» Βενιζέλου -Τιτόνι που θα υπογραφόταν την ίδια μέρα, η Ιταλία θα παραιτείτο υπέρ της Ελλάδας όλων των δικαιωμάτων και των τίτλων της επί των κατεχομένων υπ’ αυτής νήσων του Αιγαίου.
Ενώ η συνθήκη έγινε αποδεκτή από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (σουλτάνο Μεχμέτ Στ’) και θα επικυρωνόταν, απορρίφτηκε από το ανεξάρτητο κίνημα των Νεότουρκων και αυτό έτυχε εκμετάλλευσης από τον Κεμάλ για να ανέβει την εξουσία. Η επικύρωση της Συνθήκης αυτής δεν έγινε από κανένα συμμαχικό κοινοβούλιο, ούτε από το ελληνικό, καθώς μετά την επαναφορά του βασιλιά Κωνσταντίνου, που δεν τον αναγνώριζαν για αρχηγό κράτους, οι σχέσεις Ελλάδας με τους συμμάχους διαταράχθηκαν.
Η Σοβιετική ένωση, έκανε ξεχωριστή συνθήκη με τους Οθωμανούς ,οι οποίοι μετέφεραν την πρωτεύουσα από την Κωνσταντινούπολη στην Άγκυρα, ενώ στις 8/9/1922 η Ιταλία επωφελούμενη από την αρνητική εξέλιξη των γεγονότων για την Ελλάδα κήρυξε δια του υπουργού των Εξωτερικών της, Carlo Sforza, έκπτωτες τις ειδικές συμφωνίες που είχαν συμφωνηθεί με την Ελλάδα για τα Δωδεκάνησα. Οι Ιταλοί λοιπόν εκμεταλλευόμενοι πάλι τις συγκυρίες, διατήρησαν τη κατοχή των Δωδεκανήσων.
Η Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922)
Το 1919, ο Βενιζέλος και η κυβέρνησή του, έχοντας την υποστήριξη των Άγγλων και Γάλλων, διέταξε την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία για να αποκατασταθεί η τάξη και ειρήνη στη Μ. Ασία και να προστατευτούν οι χριστιανοί. Με την εκστρατεία αυτή η κυβέρνηση Βενιζέλου ήθελε να προστατεύσει τον ελληνικό πληθυσμό από την αυθαιρεσία και τις πιέσεις των τούρκων αλλά στο βάθος προσδοκούσε με την επικείμενη συνθήκη ειρήνης, να κέρδιζε επιπλέον εδάφη και να προσαρτούσε περιοχές της Μικράς Ασίας, υλοποιώντας έτσι και τη «Μεγάλη Ιδέα».
Το καλοκαίρι του 1920 τα Ελληνικά στρατεύματα προωθήθηκαν εκτός της ζώνης επιχειρήσεων της Σμύρνης και καταδίωκαν τον Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) γράφοντας σελίδες δόξης. Μέχρι τα μέσα Αυγούστου 1922 είχαν φτάσει 60 χιλ. πριν την Άγκυρα με αποτέλεσμα να κουραστεί ο στρατός, η διοικητική μέριμνα να γίνεται όλο και δυσκολότερη και να αρχίσουν έριδες μεταξύ των στρατιωτικών. Οι μισοί ήθελαν να γυρίσουν πίσω ενώ οι άλλοι μισοί να συνεχίσουν. Στην Ελλάδα η κοινή γνώμη είχε αρχίσει να στρέφεται εναντίον του Βενιζέλου που στις εκλογές δεν εξελέγη ούτε καν βουλευτής, ενώ στην Τουρκία ο Ατατούρκ εδραιωνόταν όλο και πιο γερά.
Εν τω μεταξύ, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στο θρόνο του αλλά αυτό δυσαρέστησε και έδωσε στις ήδη προβληματισμένες και διστακτικές μεγάλες δυνάμεις το πρόσχημα να απαγκιστρωθούν πλήρως από την μικρασιατική εκστρατεία. Ο βασιλιάς βλέπετε είχε άμεσες σχέσεις με την βασιλική οικογένεια της ηττημένης Γερμανίας. Έτσι μείναμε μόνοι και τα Τουρκικά στρατεύματα άρχισαν να κερδίζουν τη μια μάχη μετά την άλλη.
Ο κεμαλικός στρατός ανάγκασε τον ελληνικό, που ήταν ταλαιπωρημένος και πολιτικά φανατισμένος, σε άτακτη υποχώρηση και μαζί με αυτόν έφυγαν και όλοι οι Έλληνες, Αρμένιοι και Κιρκάσιοι πολίτες που φοβόντουσαν τα αντίποινα. Μέσα σε 15 μέρες ο στρατός μας, η Σμύρνη και ο Ελληνισμός καταστράφηκαν και ο πόλεμος ουσιαστικά τέλειωσε.
Στα διασωθέντα τμήματα που άτακτα επέστρεφαν στην Ελλάδα υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια, απειθαρχία και επαναστατικές τάσεις. Στις 28/8/22 η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη παραιτήθηκε και τη διαδέχτηκε η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου, όμως δεν άλλαξε τίποτε. Η αγανάκτηση ήταν μεγάλη και η επανάσταση ήλθε.
Οι επαναστάτες με πρωτεργάτες τον Συνταγματάρχη Πλαστήρα («μαύρος καβαλάρης» για τους Έλληνες, «Μαύρος διάβολος» για τους Τούρκους), το Συνταγματάρχη Γονατά (που αν και βασιλόφρων άλλαξε και έγινε Βενιζελικός) και το Πλοίαρχο Φωκά από το Ναυτικό, επεκράτησαν και ζήτησαν τη παραίτηση του Κωνσταντίνου υπέρ του διαδόχου Γεωργίου Β και την εξορία του μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια του.
Στις 14/9/1922 ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε και οι επαναστάτες τηλεγράφησαν στον Βενιζέλο να επιστρέψει. Αυτός όμως έμεινε στο Παρίσι να διαπραγματευτεί τη συνθήκη με τη Τουρκία και πρωθυπουργός ανέλαβε ο Γονατάς. Στις 30/9/1922 ο έκπτωτος βασιλιάς Κωνσταντίνος έφυγε από τον Ωρωπό με το ατμόπλοιο “Πατρίς” και πήγε στο Παλέρμο, όπου μετά από 3 μήνες πέθανε.
Οι υπαίτιοι της Μικρασιατικής καταστροφής συνελήφθησαν, δικάστηκαν, κρίθηκαν ένοχοι εσχάτης προδοσίας και εκτελέστηκαν στις 15/11/1922. Παράλληλα μεγάλος αριθμός φιλοβασιλικών αξιωματικών τέθηκε σε διαθεσιμότητα ή αποστρατεύτηκε.
Η Συνθήκη της Λωζάννης
Επειδή η συνθήκη των Σεβρών δεν έγινε αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας ούτε και επικυρώθηκε από τα συμβαλλόμενα κράτη και επειδή έπρεπε να αποκατασταθούν οι σχέσεις φιλίας και εμπορίου με την Τουρκία, εμφανίστηκε η ανάγκη αναπροσαρμογής της.
Την περίοδο λοιπόν που η Ελλάδα είχε υποστεί βαρεία ήττα στην Μικρά Ασία και οι τούρκοι υπό τον Κεμάλ εξόντωναν και εκδίωκαν τα ελληνικά στρατεύματα, ξεκίνησαν οι συνομιλίες για τη νέα αυτή συνθήκη. Οι πρώτες συνομιλίες που άρχισαν 20/10/1922, διακόπηκαν βίαια την 4/2/1923 για να συνεχιστούν στις 23/4 και να υπάρξει ένα τελικό κείμενο που υπογράφτηκε στις 24/7/1923 από Ελλάδα, Τουρκία και τις χώρες που πολέμησαν στον Α’ΠΠ και στη Μικρασιατική εκστρατεία.
Με τη συνθήκη αυτή, που περιέχει ευνοϊκότερους όρους για την Τουρκία, καθορίστηκαν τα όρια της νέας «σύγχρονης» Τουρκίας με την Ελλάδα, Βουλγαρία, Συρία και Ιράκ. Επίσης με αυτή, η Τουρκία παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία όπως προβλεπόταν και από τη συνθήκη των Σεβρών αλλά χωρίς την πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης.
Η δεύτερη Ιταλική κατοχή Δωδεκανήσων
Μετά τη συνθήκη της Λωζάννης, η Ιταλία προσάρτησε στις 6/8/1923, επίσημα πλέον τα Δωδεκάνησα και αρχίζει η δεύτερη περίοδος της Ιταλοκρατίας, με πρώτο κυβερνήτη τον Ιταλό γερουσιαστή και πληρεξούσιο υπουργό, Mario Lago.
Την 4/1/1932 υπογράφτηκε από τον Ιταλό πρέσβη στη Τουρκία Βαρόνο Πομπέο Αλοίζι και τον υπουργό εξωτερικών της Τουρκίας Δόκτωρα Τεβφίκ Ρουστού Μπέη, συνθήκη που διευθετεί τη διαφορά που προέκυψε μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας σε σχέση με τη κυριαρχία επί των νησίδων που βρίσκονται μεταξύ των ακτών της Ανατολίας και της νήσου Καστελόριζο καθώς και της νησίδας καρά Αντά και που καθόριζε τα χωρικά ύδατα τους. Επίσης αργότερα (28/12/1932) υπεγράφη άλλη μία συνθήκη μεταξύ τους σε συνέχεια της προηγούμενης, με την οποία μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων καθόρισε επακριβώς (με 37 σημεία) τη συνοριακή γραμμή Τουρκίας-Ιταλίας.
Με το φασιστικό κόμμα του Μουσολίνι στην εξουσία και τον κυβερνήτη Cesare Maria De Vecchi (αντικατέστησε τον Mario Lago στις 22/11/1936), ξεκίνησε μια βίαιη ιταλοποίηση των Δωδεκανήσιων.
Ο φασίστας αυτός, πρώην κυβερνήτης της Σομαλίας και υπουργός παιδείας, έκλεισε τα ελληνικά σχολεία, έκανε υποχρεωτική την εκμάθηση της Ιταλικής, απαγόρευσε την άσκηση επαγγελμάτων από αυτούς που δεν είχαν φοιτήσει σε ιταλικά πανεπιστήμια και έκανε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις δίδοντας γη σε κατοίκους που είχαν Ιταλική υπηκοότητα. Η οικονομία των νησιών μαράζωσε και οι Δωδεκανήσιοι που εξεγείρονταν φυλακίζονταν ή εξορίζονταν. Αποτέλεσμα ήταν πολλοί να ξενιτευτούν στην Αίγυπτο, Αιθιοπία, Αμερική, Καναδά και Αυστραλία.
Περίοδος Β΄ΠΠ
Τον Αύγουστο του 1940 ξεκίνησε από τα Δωδεκάνησα το υποβρύχιο που τορπίλισε και βύθισε την ημέρα της παναγίας στην Τήνο το «ΕΛΛΗ» γεγονός που αποτέλεσε το προμήνυμα του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου. Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι Ιταλοί και οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν τις εγκαταστάσεις και τα στρατεύματα επί των Δωδεκανήσων για υποστήριξη των επιχειρήσεων του άξονα.
Όταν οι ΗΠΑ μπήκαν στο πόλεμο, όσοι πολίτες είχαν Ιαπωνική, Γερμανική και Ιταλική καταγωγή θεωρήθηκαν «πολίτες εχθρικής χώρας» και τους επιβλήθηκαν αρκετοί περιορισμοί και στην κατηγορία αυτή κατατάχθηκαν και οι Δωδεκανήσιοι αφού είχαν ιταλικά διαβατήρια. Τότε ο Νικόλαος Μαυρής από την Κάσο, ο μετέπειτα πρώτος πολιτικός διοικητής της Δωδεκανήσου, συνέταξε εκ μέρους του Εθνικού Δωδεκανησιακού Συμβουλίου, υπόμνημα προς το υπουργείο Εσωτερικών στο οποίο τεκμηρίωνε ότι οι μετανάστες από τα Δωδεκάνησα δεν ήταν εχθροί αλλά σύμμαχοι και δεν ήταν Ιταλοί αλλά Έλληνες. Οι ΗΠΑ δέχτηκαν τα επιχειρήματα αυτά και εξαίρεσαν τους Δωδεκανήσιους από τους περιοριστικούς όρους, αναγνωρίζοντας έτσι εμμέσως την ελληνικότητα των νησιών.
Μετά τη πτώση του Μουσολίνι και τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, τη διοίκηση των νησιών ανέλαβε ο Γερμανός στρατηγός Ulrich Kleeman (8/9/1943). Στις 5/10/1944 οι Καρπάθιοι αφού αφόπλισαν τους Ιταλούς στρατιώτες που είχαν μείνει στο νησί και ύψωσαν την ελληνική σημαία, πήγαν στην Κάσο όπου υπέγραψαν ένα ψήφισμα που έστειλαν στο Συμμαχικό Στρατηγείο στην Αίγυπτο με το οποίο καλούσαν τους συμμάχους να έρθουν να παραλάβουν τα ελεύθερα πλέον νησιά και τους Ιταλούς αιχμαλώτους. Πράγματι λίγες ημέρες μετά (17/10/1944), τα αγγλικά αντιτορπιλικά Τερψιχόρη και Κλήβελαντ κατέπλευσαν στη Κάρπαθο και Κάσο απελευθερώνοντας τα, πολύ πριν τα άλλα νησιά. Παράλληλα συνεχίστηκαν οι επιχειρήσεις ανακατάληψης των υπολοίπων νησιών από τις Βρετανικές δυνάμεις και τον Ιερό Λόχο υπό τον συνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε.
Με το πέρας του 2ου ΠΠ και την συνθηκολόγηση των Γερμανών υπεγράφη στις 8/5/1945 στη Σύμη η άνευ όρων παράδοση της Δωδεκανήσου από τον διοικητή των γερμανικών Δυνάμεων κατοχής Δωδεκανήσου, στρατηγό Wagener, στις συμμαχικές δυνάμεις με εκπροσώπους από Βρετανικές Γαλλικές και Ελληνικές δυνάμεις.
Αμέσως μετά οι Άγγλοι με τμήματα Ινδικών ταγμάτων και οι άνδρες του Ιερού Λόχου αποβιβάστηκαν στη Ρόδο (9/5/1945) όπου μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα τους υποδέχτηκαν οι κάτοικοι κρατώντας όλοι ελληνικές σημαίες. Την επομένη ο Ιερός λόχος αποχώρησε και τα νησιά έμειναν υπό Βρετανική Στρατιωτική διοίκηση σηματοδοτώντας τη περίοδο της Αγγλοκρατίας. Οι Βρετανοί διατήρησαν το διοικητικό και φορολογικό σύστημα των Ιταλών αλλά άφησαν τους Ιταλούς υπαλλήλους στις θέσεις τους οι οποίοι όμως φάνηκαν απρόθυμοι να διευκολύνουν την παλιννόστηση των Δωδεκανησίων από την υπόλοιπη Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η Συνθήκη ειρήνης Παρισίων δίνει τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα
Στις συζητήσεις των υπουργών εξωτερικών των μεγάλων δυνάμεων στο Παρίσι (Αμερική, Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) που άρχισαν από τον Απρίλιο του 1946 υπήρχαν διαφωνίες. Η Ρωσία δεν συμφωνούσε στην εκχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα και έτσι η διάσκεψη κατέληξε σε παζάρεμα περιοχών. Η Ελλάδα που συμμετείχε στη διάσκεψη με το πρωθυπουργό της Κων. Τσαλδάρη, είχε πολλές αξιώσεις που καμιά δεν δικαιωνόταν και έτσι διατυπώθηκε από την Ελλάδα μια απειλή: Να μην υπογράψει τη συνθήκη.
Γι’αυτό στη δεύτερη συνεδρίαση (27/6/1946), οι Βρετανοί και Αμερικανοί επέμεναν να ικανοποιηθεί το αίτημα μιας χώρας που είχε συνεισφέρει πολλά στη συντριβή του φασισμού. Έτσι έπεισαν τον Υπουργό Εξωτερικών Βιατσεσλάβ Σκριάμπιν, γνωστό ως Μολότοφ, να αποδοθούν τα νησιά στην Ελλάδα. Η Ρωσία που είχε προστριβές με την Τουρκία για τον έλεγχο των στενών, επειδή δεν ήθελε μια ισχυρότερη Τουρκία στη περιοχή πείστηκε και άλλαξε γνώμη, με αποτέλεσμα να συμφωνηθεί η προσχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα με μοναδικό όμως όρο την αποστρατικοποίηση των νησιών.
Στις συζητήσεις 29/7 – 11/10/1946, ο Πρωθυπουργός μας έθεσε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ως Εθνικές διεκδικήσεις την πρόσκτηση της Β. Ηπείρου, των Δωδεκανήσων, τη διευθέτηση των ελληνοβουλγαρικών συνόρων και τη πρόσκτηση της Κύπρου. Από τις εθνικές αυτές διεκδικήσεις, μόνο το θέμα των Δωδεκανήσων ευοδώθηκε χωρίς δυσκολίες και περιπλοκές. Η διευθέτηση των Βουλγαρικών συνόρων βρήκε αντίθετους τους Αμερικανούς που δεν ήθελαν να στενοχωρήσουν τη Σοβιετική ένωση και τους δορυφόρους της (Αλβανία –Βουλγαρία), ενώ μια προσπάθεια της Τουρκίας να διεκδικήσει το Καστελόριζο και τη Σύμη έπεσε στο κενό.
Η ελληνική πλευρά, λαμβάνοντας υπόψη την απαίτηση των συμμάχων για κατοχύρωση της αμυντικής ασφάλειας της Τουρκίας, αποδέχθηκε την 21/9/1946 τον όρο του αφοπλισμού των νησιών, αφού τότε δεν φαινόταν καμιά διατάραξη σχέσεων με την Τουρκία. Μετά από αυτά εγκρίθηκε ομόφωνα από την Ειδική Εδαφική Επιτροπή για τη συνθήκη Ειρήνης με την Ιταλία ένα σχέδιο, που προέβλεπε τα παρακάτω:
α) «Ἡ Ἰταλία ἐκχωρεῖ εἰς τὴν Ἑλλάδα κατὰ πλήρη κυριαρχίαν τᾶς νήσους τῆς Δωδεκανήσου». Τα νησιά δεν μνημονεύονταν ονομαστικά αλλά χάρις στη μεσολάβηση, του Ιωάννη Πολίτη έγινε καταγραφή και αναφορά των 14 μεγάλων νήσων.
β) «Τα νησιά είναι και θα παραμείνουν αποστρατικοποιημένα». Επιτρέπεται μόνο περιορισμένος αριθμός αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων για την τήρηση της τάξης.
γ) Οι Ιταλοί κάτοικοι των νησιών έπαιρναν αυτόματα την Ελληνική υπηκοότητα αλλά όσοι χρησιμοποιούσαν την Ιταλική γλώσσα μπορούσαν να κρατήσουν την Ιταλική ιθαγένεια.
δ) Ρυθμίστηκαν τα περιουσιακά θέματα και επίσης η Ιταλία υποχρεωνόταν να επιστρέψει τους αρχαιολογικούς θησαυρούς που είχε μεταφέρει για λόγους «προστασίας» σε Ιταλικά μουσεία.
Στις 10/2/1947, υπογράφηκε στο Παρίσι η συνθήκη ειρήνης μεταξύ των συμμάχων και της Ιταλίας, σύμφωνα με την οποία η Ιταλία εκχωρούσε στην Ελλάδα πλήρη κυριαρχία στα νησιά της Δωδεκανήσου και τις παρακείμενες νησίδες. Η συνθήκη αυτή επικυρώθηκε από την Ελλάδα με το νομοθετικό διάταγμα 423 την 22/10/1947.
Στις 31/3/1947, ο Βρετανός διοικητής των συμμαχικών Δυνάμεων Κατοχής Δωδεκανήσου ταξίαρχος Α.Σ. Πάρκερ, παρέδωσε τη διοίκηση στον Αντιναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη για την ομαλοποίηση της ζωής, την οργάνωση των κρατικών υπηρεσιών στα νησιά και τη δημιουργία του απαραίτητου κρατικού μηχανισμού.
Η χώρα μας, από τον Ιούλιο του 1946 είχε τη συγκατάθεση των Βρετανών για αποστολή στα Δωδεκάνησα αριθμού κρατικών λειτουργών, ώστε να ενημερώνονται από τους Βρετανούς για τις λειτουργίες της διοίκησης, για να γνωρίσουν τις ανάγκες των νησιών και των κατοίκων τους, για να προετοιμάσουν το έδαφος για την ένωση τους με την Ελλάδα και για να είναι έτοιμοι όταν έλθει η ώρα να αναλάβουν τη διοίκηση. Μέχρι όμως να επικυρωθεί επισήμως η Συνθήκη, η μεταβίβαση εξουσιών δεν θα αφορούσε την κυριαρχία επί των νησιών, αλλά μόνο τη διοίκηση, η οποία θα ήταν στρατιωτική.
Στα πλαίσια αυτά επελέγη από τον Βασιλιά Παύλο, ο Αντιναύαρχος Ιωαννίδης για να είναι ο πρώτος Έλληνας Στρατιωτικός Διοικητής Δωδεκανήσων και για να παραλάβει τα Δωδεκάνησα από τις συμμαχικές δυνάμεις κατοχής.
Έτσι, στις 22/3/1947 ο Ιωαννίδης ανακλήθηκε πάλι στην υπηρεσία και την 31/3/1947 παρέλαβε τα Δωδεκάνησα ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας από τους συμμάχους. Ως πολιτικό του και νομικό σύμβουλο προσέλαβε τον καθηγητή και διακεκριμένο νομικό Μιχαήλ Στασινόπουλο, το μετέπειτα πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας (1974-1975) και ως γραμματέα το Γεώργιο Παπαχατζή.
Ποιος ήταν ο Αντιναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης
Ο Περικλής Ιωαννίδης γεννήθηκε την 1/11/1881 στην Κόρινθο. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1902 και τοποθετήθηκε σε πλοία του Στόλου με τα οποία έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους. Την περίοδο 1914-1915 με το βαθμό του Πλωτάρχη διετέλεσε κυβερνήτης του τορπιλοβόλου Αρέθουσα.
Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού τάχθηκε με το πλευρό του Βασιλιά και λόγω των πολιτικών του φρονημάτων τέθηκε σε διαθεσιμότητα το 1916 και στις 20/11/1917 καταδικάστηκε σε 3 χρόνια φυλακή και αποτάχτηκε από το Ναυτικό.
Μετά την πτώση του Βενιζέλου και την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου στο θρόνο, επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία ως μηδέποτε απομακρυνθείς, όπως και άλλοι πολλοί αξιωματικοί του στρατού, ναυτικού και αεροπορίας και αποκαταστάθηκε διοικητικά λαμβάνοντας τον βαθμό του Πλοιάρχου την 6/11/1920
Διετέλεσε κυβερνήτης του αντιτορπιλικού ΙΕΡΑΞ (1920-21) και του καταδρομικού ΕΛΛΗ (1921-22) που αργότερα τορπιλίστηκε στη Τήνο. Τα πλοία που υπηρέτησε ναυλοχούσαν στη «Ναυτική Βάση της Κωνσταντινούπολης» (είχε ιδρυθεί με νομοθετικό διάταγμα την 19/2/1919) και επιχειρούσαν στην ευρύτερη περιοχή του Κεράτιου κόλπου, Δαρδανέλια, Μαύρη θάλασσα και Βόρειο Αιγαίο.
Το 1920 ο Ιωαννίδης γνώρισε την πριγκίπισσα Μαρία της Ελλάδας και Δανίας, χήρα του Μεγάλου Δούκα της Ρωσίας, που επέστρεφε στην Ελλάδα με το πολεμικό πλοίο ΙΕΡΑΞ στο οποίο ήταν κυβερνήτης.
Ο Ιωαννίδης αποστρατεύτηκε το 1922 και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, ενώ βρισκόντουσαν σε εξορία, παντρεύτηκε με την πριγκίπισσα Μαρία, στη Γερμανία. Ο Ιωαννίδης αποκαταστάθηκε διοικητικά το 1935 και αποχώρησε οριστικά από το Πολεμικό Ναυτικό λαμβάνοντας παράλληλα τον τίτλο του αντιναυάρχου εα.
Το 1947 ο Ιωαννίδης ανακλήθηκε πάλι στην υπηρεσία για να παραλάβει τη διοίκηση των Δωδεκανήσων.
Ο πρώτος Στρατιωτικός Διοικητής Δωδεκανήσων
Με την παραλαβή των καθηκόντων του, την 31/3/1947, ο Στρατιωτικός Διοικητής εξέδωσε μια σειρά προκηρύξεων και διαταγμάτων με τα οποία επιβλήθηκε η Ελληνική νομοθεσία και έτσι όλα τα νησιά άρχισαν να ενσωματώνονται ομαλά στον Ελληνικό κρατικό κορμό.
Ο Αντιναύαρχος Ιωαννίδης ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα με κύρος, που ενέπνεε πανελλήνιο σεβασμό και που προσέφερε αμισθί τις υπηρεσίες του. Ότι έξοδα κινήσεως είχε τα κάλυπτε από την μεγάλη περιουσία που του άφησαν οι θησαυροί και τα κοσμήματα της Μεγάλης Δούκισσας της Ρωσίας και πριγκίπισσας Μαρίας.
Μόλις παρέλαβε τα καθήκοντα του, πραγματοποίησε περιοδείες σε όλα τα νησιά αφενός για να επισφραγίσει το νέο καθεστώς και αφετέρου για να ενημερωθεί άμεσα επί των προβλημάτων του κάθε νησιού. Προτεραιότητα, ως ήταν φυσικό, έδωσε στην αποκατάσταση των πληγέντων από τον πόλεμο και στην επισκευή των κατεστραμμένων υποδομών.
Ως Διοικητής έλυσε το μεγάλο θέμα των προσφύγων και των ακτημόνων γεωργών μοιράζοντας με τη συνδρομή της Αγροτικής Τράπεζας, δίκαια τις «ελεύθερες γαίες». Επίσης ιεράρχησε και συντόνισε την επισκευή ή την ίδρυση κέντρων υγείας και σχολείων, ενώ ιδιαίτερη μέριμνα έδωσε στην προστασία των ιστορικών μνημείων και αρχείων. Ένα από τα σπουδαιότερα έργα που επιτέλεσε ήταν η δημιουργία του Ιστορικού Αρχείου Δωδεκανήσου, στο οποίο συγκεντρώθηκαν σε μια ενιαία ενότητα όλα τα ιστορικά αρχεία των Δωδεκανήσων.
Από το σπουδαίο έργο που επιτέλεσε στο σύντομο χρονικό διάστημα της διοίκησής του θα αναφερθούμε ενδεικτικά στις παιδικές κατασκηνώσεις για όλα τα παιδιά ανεξαιρέτως και χωρίς διακρίσεις, στην ίδρυση του δημοτικού φαρμακείου στη Σύμη που παρείχε δωρεάν φάρμακα και φαρμακευτικό υλικό σε όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους, στη δωρεάν διανομή αλεύρου και επίσης στη χορήγηση δωρεάν χαρτιού στις εφημερίδες των μικρών νησιών, παρ’ όλη τη σκληρή αντιπολίτευση που έκαναν, διακηρύσσοντας ότι το φρόνημα είναι ελεύθερο και διώκεται μόνο η παράνομη πράξη.
Ο αντιναύαρχος Ιωαννίδης, δεν επηρεάστηκε καθόλου από τον εμφύλιο πόλεμο και έχουμε πολλά παραδείγματα από τα οποία φάνηκε πως ο πολιτικός διχασμός του παρελθόντος πέρασε. Εστιάστηκε υποδειγματικά στα καθαρά υπηρεσιακά του καθήκοντα και μέχρι την τελευταία του μέρα εκεί (17/4/1948), εργάστηκε με πολύ όρεξη και μεράκι και φρόντισε με ιδιαίτερο ζήλο την πρόοδο και ευημερία όλων ανεξαιρέτως των Δωδεκανήσων.
Με λίγα λόγια, έθεσε από τότε τις βάσεις για μια υγιή ανάπτυξη της Δωδεκανησιακής οικονομίας και το έργο του αναγνωρίστηκε από όλους, όλων των παρατάξεων και αποχρώσεων.
Η προσάρτηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα
Στις 9/1/1948, ψηφίστηκε από τη βουλή ο νόμος 518 που καθόριζε: «Αι νήσοι της Δωδεκανήσου Ρόδος, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Αστυπάλαια, Νίσυρος, Πάτμος, Χάλκη, Κάσος, Σύμη, Κως, Λέρος, Τήλος και Καστελλόριζον, ως και αι παρακείμεναι νησίδες, προσαρτώνται εις το Ελληνικόν Κράτος από της 28ης Οκτωβρίου 1947».
Η επίσημη τελετή της ενσωμάτωσης έγινε στις 7 Μαρτίου 1948 οπότε ο στρατιωτικός διοικητής αποχώρησε και δημιουργήθηκε η «Γενική Διοίκηση Δωδεκανήσου», με πρώτο γενικό διοικητή τον Κάσιο ιατρό και πρώην πρόεδρο του Δωδεκανησιακού συμβουλίου, Νικόλαο Μαυρή. Το 1955, τα Δωδεκάνησα έγιναν νομός του κράτους με πρωτεύουσα τη Ρόδο.
Επίλογος.
Όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου, 313 από την Κάλυμνο μέχρι το Καστελόριζο, πάντα ήταν και θα είναι, ένας ενιαίος χώρος με τεράστια γεωπολιτική και οικονομική σημασία για την Ελλάδα.
Τα Δωδεκάνησα με όλα τα παρακείμενα νησιά, μετά τον Β’ ΠΠ παραδόθηκαν με υπογραφείσα συνθήκη από τους συμμάχους στην Ελλάδα και έκτοτε αποτελούν αναπόσπαστο και αδιαμφισβήτητο τμήμα της Ελληνικής επικράτειας.
Ο πρώτος Στρατιωτικός διοικητής της Δωδεκανήσου, Αντιναύαρχος Ιωαννίδης, επιτέλεσε ένα σπουδαίο έργο, που δεν πρέπει να ξεχαστεί.
Τον χώρο αυτό του νοτιοανατολικού Αιγαίου στην ανατολική Μεσόγειο, πρέπει όλοι μας να τον αναγνωρίζουμε, να τον προβάλλουμε και να τον διαφυλάττουμε.