Γράφει ο Θεόδωρος Γ. Κόντες
Σχεδόν αμέσως μετά την ενοποίηση της Ιταλίας το 1861 (il Risorgimento / Η αναβίωση) αρχίζει η προσπάθεια για την ίδρυση υπερπόντιων αποικιών. Οι τελευταίες απομένουσες ανοιχτές περιοχές για αποικιοποίηση ήταν στην Αφρική. Με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Α΄Π.Π.) η Ιταλία είχε προσαρτήσει την Ερυθραία, τη Σομαλία, την Λιβύη και κατόπιν την Αιθιοπία (Colonialismo Italiano).
Στις 9.5.1936 ανακηρύσσεται επισήμως η Ιταλική Αυτοκρατορία (Impero). Με την άνοδο του Benito Moussolini (1883 – 1945) στην εξουσία το 1922 και την εγκαθίδρυση του φασιστικού καθεστώτος, η Ελλάς αντιμετωπίζετο ως υποψήφια ενσωματώσεως στην υπό ανασύσταση «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία». Το 1923 οι Ελληνοϊταλικές σχέσεις εξετραχύθησαν πολύ και ο Μουσολίνι με πολεμικά πλοία βομβάρδισε και κατέλαβε την Κέρκυρα. Η κατάληψις διήρκεσε περίπου ένα μήνα και η λύσις δόθηκε από την Κοινωνία των Εθνών (Κ.Τ.Ε.). Με την διάλυση της Αυστροουγγαρίας το 1918 η Ιταλία είχε επιτύχει επί της Αλβανίας ένα είδος ανεπίσημου προτεκτοράτου επί του οποίου ο έλεγχος καθίστατο συνεχώς αποκλειστικότερος. Στις 8.4.1939 οι Ιταλοί ολοκληρώνουν την κατάληψη της Αλβανίας με μηδενική αντίσταση.
Παρά την ανύπαρκτη αντίσταση των Αλβανών ο ιταλικός στρατός παρουσιάζει αδυναμίες κατά τη διάρκεια της επιχείρησης όπως: δυσκολίες στην αποβίβαση, ανεπάρκεια εφοδιασμού του, μη συντονισμός επικοινωνιών κ.α., σύμφωνα με την ενημέρωση του εν Αλβανία Ιταλού στρατηγού Guzzoni (1877–1965) στον Ιταλό Υπουργό Εξωτερικών Ciano (1903 -1944) κατά την μετέπειτα επίσκεψή του στα Τίρανα.
Τον Μάρτιο του 1939 τοποθετείται στην Ελλάδα ως πρεσβευτής της Ιταλίας ο Emmanuelle Grazzi (1891-1961). H εφημερίδα Tempο τον χαρακτηρίζει: «Άνθρωπος ευφυής, ραφινάτος, καλλιεργημένος, ευαίσθητος, πλήρης ειρωνείας και αγαθότητας, ένας τύπος Τοσκάνου και μάλιστα Φλωρεντινού Παλιάς κοπής».
Η εντολή του Ciano προς τον Grazzi είναι να παραμένει «κύριος αλλά ψυχρός» απέναντι στον Έλληνα Βασιλέα Γεώργιο Β’ (1890 -1947). Πριν της αφίξεως του Ιταλού πρεσβευτού στην Αθήνα που έγινε στις 24.4.1939 συνέβησαν τα παρακάτω γεγονότα:
α) η κατάληψις της Αλβανίας υπό των Ιταλών και
β) η απειλή της απέλασης του Έλληνος πρεσβευτή στην Ρώμη (άρα και η ακύρωσις της τοποθετήσεως Grazzi στην Αθήνα, διότι ο Έλληνας Συνταγματάρχης Βαγενάς, Στρατιωτικός Ακόλουθος της Ελλάδας στο Βουκουρέστι είχε εκφραστεί όχι και τόσο ευνοϊκώς για τις πολεμικές αρετές του ιταλικού στρατού. Τελικώς η Ελληνική Κυβέρνησις ανεκάλεσε τον Συνταγματάρχη στην Αθήνα και το θέμα θεωρήθηκε λήξαν.
Ο Grazzi προσπάθησε να δημιουργήσει στην Αθήνα εγκάρδιες σχέσεις και καλό κλίμα. Το Pallazzo Chigi (ΥΠΕΞ της Ιταλίας) τον άφηνε σε πλήρη άγνοια όσον αφορά την εξωτερική πολιτική της Ιταλίας έναντι της Ελλάδος. Γράφει ο ίδιος: «συχνά δεν απαντούν στα τηλεφωνήματα μου, ή, οι εκθέσεις μου φαίνονται να χάνονται τους μαιάνδρους του Pallazzo Chigi, ή, αισθάνομαι σαν δικηγόρος αναγκασμένος να υποστηρίξω μια υπόθεση για την οποία δε μου έχουν ανακοινώσει όλα τα σχετικά έγγραφα ενώ είμαι μάλλον βέβαιος ότι το δίκιο ανήκει πιο πολύ στον αντίδικο πάρα στον πελάτη μου».
Ο Πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς (1871-1941) από την πλευρά της Ελλάδος τηρούσε αυστηρή ουδετερότητα παρότι είχε ταχθεί σαφώς με τη Μ. Βρετανία. Κατά τον Grazzi ο Μεταξάς έτρεφε βαθιά αισθήματα φιλίας προς την Ιταλία από την εποχή της εξορίας του στην Siena.
Οι Ελληνοϊταλικές σχέσεις κατά τη διετία 1939 – 1940 είχαν μεγάλες διακυμάνσεις πάντοτε με πρωτοβουλία της Ιταλίας: Από την επίσκεψη του Ιταλού Υπουργού Εθνικής Παιδείας Bottai στην Αθήνα σε έκθεση για το «Iταλικό βιβλίο» και την συμφωνία απομάκρυνσης των Iταλικών στρατευμάτων κατά 20 χιλιόμετρα από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα, μέχρι της βυθίσεως της ‘Ελλης, τις κατηγορίες των Ιταλών ότι οι Έλληνες δολοφόνησαν τον Αλβανό Νταούτ Χότζα κοντά στα ελληνικά σύνορα, τις κατηγορίες ότι τα Ελληνικά νησιά φιλοξενούν Αγγλικά πολεμικά πλοία, κ.α. Στα παρασκήνια της Ιταλικής διπλωματίας αυτή την περίοδο σχεδιάζονται με πρωτοβουλία του Ciano οι αποστολές στην Αθήνα των Curcio Malaparte και του Nebil Dino.
Ο Curcio Malaparte, λογοτέχνης, δημοσιογράφος στις μεγαλύτερες εκφασισμένες εφημερίδες και προσωπικός φίλος του Ciano, επισκέπτεται την Αθήνα δυο φορές με σκοπό να γίνει αποδεκτός από την Αθηναϊκή κοινωνία και να αφουγκραστεί το εδώ κλίμα για την Ιταλία. Στις 8 Οκτωβρίου 1940 επισκέφτηκε στο ΥΠΕΞ τον Γεώργιο Σεφέρη (1900-1971), προϊστάμενο της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών. Ο Σεφέρης τον δέχεται με δυσφορία. Το γράφει καθαρά ο διπλωμάτης: «Όπως είναι σήμερα τα πράγματα πώς να μιλήσει κανείς με Ιταλούς. Ωστόσο δέχομαι να τον ιδώ. Σύσταση της υπηρεσίας». Η συζήτησις περιστράφηκε γύρω από λογοτεχνικά ή περιηγητικά θέματα.
Κατά το δεύτερο ταξίδι του που διαρκεί από τις 30 Σεπτεμβρίου 1940 μέχρι τις 23 Οκτωβρίου 1940 ο Malaparte ενημερώνει τον Grazzi ότι σε λίγες ημέρες θα αρχίσει ο πόλεμος με την Ελλάδα (!) και ότι ο Ciano θα εισβάλει επικεφαλής Αλβανικών συμμοριών (!). Έκπληκτος ο Grazzi τα ακούει και προβάλει τις αντιρρήσεις του λέγοντας ότι ο Στρατιωτικός Ακόλουθος του ενημερώνει συνεχώς τους προϊσταμένους του, ότι Ελλάς είναι προετοιμασμένη και προσπαθεί να αποτρέψει τα επερχόμενα. Κατά την παραμονή του στην Αθήνα o Malaparte γράφει άρθρα που αποστέλλονται στη Ρώμη για να δημοσιευθούν στον τύπο μετά την 28η Οκτωβρίου 1940.
Άρθρα με τίτλους: π.χ.
– Ο πασάς του βασιλέως Γεωργίου Β! Πού είναι ο Μανιαδάκης (αναφέρεται στον Υφυπουργό Δημόσιας Ασφάλειας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου).
– Το μίσος των Ελλήνων κατά της Ιταλίας.
– Οι μέτοικοι που κυβερνούν την Ελλάδα δεν έχουν καμία σχέση με το λαό.
– Οι βυζαντινές απάτες του Ι. Μεταξά.
– Πορτραίτο του Ι. Μεταξά υπαίτιου της δυστυχίας του λαού κ.α.
Ο Malaparte εγκαταλείπει την Ελλάδα στις 23 Οκτωβρίου 1940 όταν έλαβε την προσυμφωνημένη συνθηματική φράση «οι αγουρίδες ωρίμασαν». Κατά τον Ιταλό ερευνητή Bandini η γενικότερη στάση του Malaparte και τα άρθρα του έδωσαν στον Ciano και τον Mussolini την αποφασιστική ώθηση για να προχωρήσουν στην κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.
Ο Nebil Dino, απόγονος πλούσιας και πολιτικά ισχυρής φάρας της Αλβανίας, προσωπικός και αυτός φίλος του Ciano, ανεχώρησε τέλη Σεπτεμβρίου του 1939 από τα Τίρανα για την Αθήνα με το ποσό των 5.000.000 τότε ιταλικών λιρών σε 50 επιταγές «πληρωτέες στον φέροντα» με σκοπό να εξαγοράσει κάποιους ισχυρούς Έλληνες «φίλους του». Τον φωτογραφίζει ο Grazzi χωρίς να τον κατονομάσει. Πάντως οι Έλληνες «φίλοι» του δεν έδειξαν καμία εμπιστοσύνη στις εν λόγω επιταγές.
Συνοψίζοντας, οι Malaparte και Dino ανέλαβαν τον Σεπτέμβριο έως Οκτώβριο του 1940 την ανεπίσημη υπό τον Ciano διπλωματική επιχείρηση στην Αθήνα, καλύπτοντας ο ένας το ιδεολογικό μέρος και ο άλλος την υλική επένδυση σε λιρέτες.
Έχει μεσολαβήσει εν τω μεταξύ το Ιταλικό Πολεμικό Συμβούλιο της 15ης Οκτωβρίου 1940 όπου έλαβαν μέρος οι: Mussolini, Ciano, στρατάρχης Badoglio, Soddu, Roatta, Prasca (οι τρεις τελευταίοι ανώτατοι αξιωματικοί του Στρατού Ξηράς) και Iacomoni (τοποτηρητής του Ιταλού Βασιλέως στα Τίρανα). Δεν παρίσταντο οι: Fransesco Pricolo, Regia Aeronautica (Α/ΓΕΑ) και Domenico Cavagnari, Regia Marina (Α/ΓΕΝ).
Από τα πρακτικά του Συμβουλίου συμπεραίνεται ότι Ιταλοί πίστευαν ότι θα έκαναν μάλλον περίπατο. Παρατίθεται ο παρακάτω διάλογος:
ΝΤΟΥΤΣΕ: Ποια είναι η ψυχική κατάστασις του ελληνικού πληθυσμού;
ΤΣΙΑΝΟ: Υπάρχει εις σαφής διαχωρισμός του πληθυσμού και μιας ιθυνούσης μικράς τάξεως πλουτοκρατικής, η οποία εμπνέει την αντίσταση και καλλιεργεί το αγγλόφιλον πνεύμα. Ο λοιπός πληθυσμός είναι αδιάφορος για όλα περιλαμβανομένης και της εισβολής μας.
Στις 17 Οκτωβρίου 1940 ο στρατάρχης Badoglio επισκέπτεται τον Ciano και τον ενημερώνει μετά μέγιστης σοβαρότητας ότι και οι τρεις αρχηγοί των όπλων είναι εναντίον της επιχειρήσεως, ότι οι υπάρχουσες δυνάμεις είναι λίγες, ότι το Ναυτικό δεν μπορεί να πλησιάσει στην Πρέβεζα διότι τα νερά είναι ρηχά και προβλέπει παράταση του πολέμου με εξασθένηση των δυνάμεων. Την επόμενη όμως 18 Οκτωβρίου 1940 παρουσία του Mussolini, ο Badoglio δε λέει τίποτα από τα προαναφερθέντα αλλά ζητά μια παράταση για την έναρξη των επιχειρήσεων δηλ. για τις 28 Οκτωβρίου 1940.
Πίσω στην Αθήνα, τώρα, στις 23 Οκτωβρίου 1940 ο Στρατιωτικός Ακόλουθος Mondini επισκέπτεται τον Grazzi και τον ενημερώνει, ότι συνάντησε στο αεροδρόμιο Τατοΐου συνάδελφο του, ανώτερο αξιωματικό, στην πτήση Ρώμης – Ρόδου που τον ενημέρωσε για την επικείμενη έναρξη των εχθροπραξιών. Την επόμενη το γραφείο στην Αθήνα της Ala Littoria (κρατική ιταλική αεροπορία) ανακοίνωσε, ότι τα αεροπλάνα Ρώμη-Ρόδος δεν θα σταματούν στην Αθήνα. Ο Grazzi δεν έχει καμία ενημέρωση ως πρέσβης ούτε κανείς απαντά στο Pallazzo Chigi. Αντιθέτως παίρνει ένα τηλεγράφημα από την Ιταλία «Aποφεύγετε να τηλεφωνείτε».
Εν τω μεταξύ μεσολαβεί η πρεμιέρα της «Madame Butterfly» στο Εθνικό Θέατρο στις 25 Οκτωβρίου 1940, με την παρουσία του ζεύγους Puccini, κομίζοντας και διαβεβαιώσεις του Pavolini, Υπουργού της Λαϊκής Επιμόρφωσης της Ιταλίας ότι η συγκεκριμένη εκδήλωση θα βοηθούσε στην εξομάλυνση των ελληνοϊταλικών σχέσεων (!).
Κατά την δεξίωση που παρέθεσε ο Grazzi στην Ιταλική πρεσβεία μετά την εκδήλωση φτάνει στην πρεσβεία το τελεσίγραφο που έπρεπε να επιδοθεί στην ελληνική κυβέρνηση στις 28 Οκτωβρίου.
Ο Μεταξάς ενημερωμένος για τα επερχόμενα από τους πρεσβευτές κ.κ. Πολίτη στην Ρώμη, Ραγκαβή στο Βερολίνο και Ψαρούδα στην Βέρνη αλλά και από άλλες πηγές ανησυχεί και γράφει στο ημερολόγιο του τις τελευταίες ημέρες προ της 28-10-40. (Ησυχία…ησυχία).
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, την καθορισμένη ώρα ήτοι 10 λεπτά πριν από τις τρεις το πρωί, ο Grazzi, ο Στρατιωτικός Ακόλουθος Mondini και ο διερμηνέας De Santo φτάνουν στην καγκελόπορτα της οικίας Μεταξά στην Κηφισιά με το μικρό αυτοκίνητο της πρεσβείας για να μην κινήσουν υποψίες. Ο φρουρός της οικίας με το επώνυμο Τραυλός συγχέει μέσα στο σκοτάδι το τρίχρωμο της ιταλικής σημαίας στο αυτοκίνητο με αυτό της Γαλλικής. Ξυπνούν το Μεταξά λέγοντάς του ότι τον ζητά ο Γάλλος πρέσβης. [..]Αντί του Maugrace – αναφέρεται στο ημερολόγιο του ο Μεταξάς – Βλέπω μπροστά μου τον Grazzi. Αμέσως κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο [..].
Μετά την επίδοση του τελεσιγράφου, η συνάντησις τελειώνει ως εξής (Σημ. η συζήτησις και το τελεσίγραφο ήταν στα γαλλικά) :
Ιωάννης Μεταξάς: Alors c’ est la guerre
Emmanuel Grazzi: Pas necessaire, mon excellence
Ιωάννης Μεταξάς: No, c’est necessaire
και πηγαίνοντας προς την πόρτα: Vous êtes les plus forts
Υποκλίθηκα, γράφει ο Grazzi, με τον βαθύτερο σεβασμό στον πρεσβύτη εκείνον που κατά την υπέρτατη στιγμή προτίμησε να διαλέξει για την πατρίδα του, το δρόμο της θυσίας και όχι τον της ατιμώσεως και βγήκα από το σπίτι του.
Πηγές:
- Ημερολόγιο: Ι. Μεταξά, εκδόσεις Γκοβόστη
- Η μάχη της Ελλάδος 1940-41: Θ. Παπακωνσταντίνου, Εκδότης, Εκδοτική Εταιρία Αθηνών, 1966.
- Έλληνες και Ιταλοί στα 1940-41: Ζαχαρίας Τσιρπανλής, University Studio Press, 2004
- Diario 1937-1943: Galeazzo Ciano
IL principio della fine: Emmannuele Grazzi - Ιo ho aggredito la Grecia: Visconti Prasca