Γράφει ο Παύλος Γ. Φωτίου
Ο όρος “Διεθνές Δίκαιο” (international law), εισήχθη το 1780, από τον Άγγλο φιλόσοφο και νομικό Jeremy Bentham, για να αποδοθεί η έννοια του λατινικού όρου “jus gentium”, η οποία μέχρι την εποχή εκείνη σήμαινε το “δίκαιο των εθνών” (the law of peoples). Το σύστημα δικαιοσύνης της ρωμαϊκής ιδέας “jus gentium” σήμαινε πως, κάθε κανόνας δικαίου, κοινός για όλα τα έθνη, πρέπει να είναι θεμελιωδώς έγκυρος και δίκαιος.Με την σύγχρονη αντίληψη, ως συνέχεια της λατινικής γενικής αρχής περί του “δικαίου των εθνών”, το Διεθνές Δίκαιο, συμπυκνώνει το σύνολο των κανόνων που διαμορφώθηκαν πριν αλλά και μετά το 1945 έως σήμερα, από τα αναγνωρισμένα 193 Κράτη-Μέλη του Οργανισμού “Ηνωμένα Έθνη”, τα οποία Κράτη αποτελούν τα “υποκείμενα” αυτού του κανονιστικού δικαιϊκού σώματος και είναι εκείνα που έχουν την δικαιοπαραγωγική εξουσία.
Με την εξέλιξη του Δικαίου, υποκείμενα του διεθνούς δικαίου, είναι και οι “διεθνείς οργανισμοί”, εκείνοι στους οποίους τα Κράτη έχουν αναγνωρίσει “διεθνή νομική προσωπικότητα”, δηλαδή οι Οργανισμοί που τα Κράτη έχουν συμφωνήσει, και έχουν αποδεχθεί συμβατικά να αποφασίζουν για λογαριασμό τους επί ορισμένων διεθνών θεμάτων.
Οι κανόνες του διεθνούς δικαίου, διαμορφώνονται από τα Κράτη, μετά από μακρόχρονη πρακτική, αρχικώς ως έθιμο, το οποίο κατά την εφαρμογή του, εμπεριέχει το ψυχολογικό κριτήριο ότι οι ενέργειες των Κρατών γίνονται με ενσυνείδηση δικαίου (opinio iuris), ότι αυτές τους δηλαδή οι ενέργειες είναι νόμιμες και δίκαιες, και οι κανόνες που διαμορφώνονται τελικώς, είναι δεσμευτικοί για τις μεταξύ των σχέσεις, αλλά και για τις σχέσεις των Κρατών, με τους Διεθνείς Οργανισμούς.
Οι “εθιμικοί” κανόνες, βαθμηδόν, αποκρυσταλλώνεται σε συμβατικά κείμενα (συνθήκες, συμβάσεις, συμφωνίες, καταστατικά), τα οποία υπογράφονται και κυρώνονται υπό των Κρατών, ώστε να αποκτήσουν διεθνώς ισχύ. Βεβαίως οι εθιμικοί κανόνες, που αναγνωρίζονται ως τέτοιοι, μετά από την δικαστική κρίση, ότι απηχούν “διεθνές έθιμο” – γενικό ή τοπικό – δεσμεύουν όλα τα Κράτη, χωρίς να απαιτείται καμία άλλη διαδικασία.
Τα Διεθνή Δικαιοδοτικά Όργανα (δηλαδή τα δικαστήρια, τα διαιτητικά και τα συμβουλευτικά όργανα, τα άτομα και οι γνωμοδοτικές επιτροπές), σύμφωνα με τις καταστατικές τους πρόνοιες, δεν παράγουν κανόνες διεθνούς δικαίου, αλλά έχουν την αρμοδιότητα της αυθεντικής ερμηνείας των υφισταμένων εθιμικών και συμβατικών κανόνων, και τοιουτοτρόπως οι αποφάσεις, οι απόψεις και οι συμβουλές τους, συμβάλουν στην μελλοντική διαμόρφωση, ή τελειοποίηση των διεθνών κανόνων.
Σημειώνεται ότι, όταν τα Κράτη, ή οι Διεθνείς Οργανισμοί, προσφεύγουν στην αρμοδιότητά αυτών των Διεθνών Δικαιοδοτικών Οργάνων (οι τελευταίοι προφανώς και μόνον για τη αυθεντική ερμηνεία των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου ενώ τα Κράτη και για τη διευθέτηση των διαφορών τους), τότε, με τη υπογραφή Διακρατικής – συνυποσχετικής – Συμφωνίας τα Κράτη, αυτομάτως τους αναγνωρίζουν δικαιοδοσία να αποφασίζουν, να συμβουλεύουν και να γνωματεύουν, με βάση το σύνολο των διεθνών κανόνων που υπάρχουν, ή όπως θα τους ερμηνεύσουν. Οι αποφάσεις των Διεθνών Δικαστηρίων είναι τελεσίδικες και δεσμευτικές, ενώ από την άλλη, οι διαιτητικές ή συμβουλευτικές τους απόψεις, είναι προτρεπτικές και παρέχουν γνώμονα και κατεύθυνση, για την επίλυση των διαφορών, που έχουν αχθεί ενώπιόν τους.
Το Διεθνές Δίκαιο περιλαμβάνει χωριστούς κατά θεματολογία κλάδους και οι μείζονες αυτών είναι το Διεθνές Δίκαιο Θαλάσσης που εντάσσεται στο δίκαιο της Ειρήνη και ο ογκωδέστερος όλων των κλάδων, το Διεθνές Δίκαιο Ενόπλων Συγκρούσεων, με το αναπόσπαστο σε αυτό Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο.
Το Διεθνές Δίκαιο Θαλάσσης, είναι σώμα διεθνών κανόνων που θεσμοθετούν, διευκρινίζουν, διευθετούν, επιλύουν και αναγνωρίζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις των Κρατών στις Θάλασσες και στους Ωκεανούς.
Το σώμα των εν ισχύει σήμερα διεθνών κανόνων, το σύγχρονο δηλαδή θετέο Δίκαιο, έχει αποκρυσταλλωθεί στην Σύμβαση του ΟΗΕ για το Διεθνές Δίκαιο της Θαλάσσης, η οποία ολοκληρώθηκε το 1982, στο Μοντέγκο Μπέϊ της Τζαμάϊκα, Σύμβαση η οποία, σήμερα, έχει κυρωθεί από 168 εκ των 193 Κρατών του ΟΗΕ και έχει περιλάβει στις διατάξεις του το σύνολο των εθιμικών και συμβατικών κανόνων που προϋπήρχαν, αλλά παράλληλα διαμόρφωσε και νέους.
Για να φθάσει όμως το Διεθνές Δίκαιο Θαλάσσης στην σύγχρονη διαμόρφωσή του, μεσολάβησαν αρκετοί αιώνες και φυσικά η παραγωγή των κανόνων του, αλλά και η δομή των κρατικών οντοτήτων διέφερε αυτών που είναι τα σημερινά Κράτη. Παραλλήλως, εάν ήθελε να γίνει παγκόσμια καταγραφή, τα στοιχεία είναι αρκετά ελλιπή και είναι πολύ δυσχερής η χρονολογική αφετηρία, από όπου θα μπορούσε με ασφάλεια να θεωρηθεί ότι αρχίζει να δημιουργείται πλαίσιο κανόνων για τις δραστηριότητες αλλά και για τα δικαιώματα και δικαιοδοσίες των Κρατών στις Θάλασσες και τους Ωκεανούς.
Στον χώρο της Μεσογείου και επέκεινα στον δυτικό κόσμο, η πρώτη ουσιαστική απόπειρα συγκέντρωσης και κωδικοποίησης των ναυτικών εθίμων, σημειώθηκε μεταξύ του 479 και του 475 π. Χ. και είχε ως αποτέλεσμα την σύνταξη του “Ροδιακού Νόμου” ή αλλιώς “Ναυτικού Κώδικα της Ρόδου”.
Ως “lex rhodia de jactu” ο Ναυτικός Κώδικας της Ρόδου, λειτούργησε και στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Πρέπει να σημειωθεί ότι, οι πρόνοιες του εν λόγω Κώδικα, αφορούσαν τον επονομαζόμενο σήμερα Κώδικα Ναυτικού Δικαίου, καθόσον περιλάμβαναν κώδικα εμπορίου, ναυτικών συναλλαγών και ναυλοσυμφώνων, ήταν το υβρίδιο των προνοιών της εξουσίας του πλοιάρχου για το φορτίο και για το πλήρωμα, εισήγαγε και προσδιόριζε την έννοια της κοινής αβαρίας και της υποθήκης, καθώς τέλος περιείχε και πρόνοιες για την “επίταξη” των εμπορικών πλοίων για πολεμικές επιχειρήσεις. Επομένως στις διατάξεις του Ροδιακού Νόμου, δεν μπορεί να αναγνωρισθεί σχέση με αυτό που η σύγχρονη νομική επιστήμη θεωρεί ως Δίκαιο Θαλάσσης.
Ο “Ροδιακός νόμος”, έγινε με την πάροδο των χρόνων καθολικά αποδεκτός και άρχισε να εφαρμόζεται ευρέως στις ναυτικές συναλλαγές μεταξύ των Μεσογειακών Λαών και αργότερα η παρακαταθήκη των διατάξεών του συναντάται μέχρι την Βόρεια Ευρώπη και την Βαλτική.
Έτσι, ανάλογες αλλά και εμπλουτισμένες από την εμπειρία ρυθμίσεις για το θαλάσσιο εμπόριο, συναντώνται σε κανονιστικά κείμενα όπως οι Γαλλικές Jugements de la mer (Rôles d’Oléron) και το Wisbuy Sea Law, επονομαζόμενο μάλιστα τότε “θαλάσσιος νόμος” (‘Waterrecht’ ή ‘water law’), που εφαρμόσθηκαν επί τρεις περίπου αιώνες από το 1100 έως το 1400 στην “Χανσεατική” Εμπορική και Αμυντική Συνομοσπονδία των συντεχνιών των πόλεων και των αγορών της Βορειοδυτικής και Κεντρικής Ευρώπης στην Βαλτική και στην Βόρεια Θάλασσα.
Μετά το 1400, αρχίζει να σταδιακώς να “μορφοποιείται” το δημόσιο διεθνές δίκαιο θαλάσσης.
Το 1455, με Διάταγμα ο Πάπας αναγνωρίζει στην Πορτογαλία αποκλειστικά δικαιώματα ναυσιπλοΐας, εμπορίου και αλιείας, στον Ατλαντικό Ωκεανό μέχρι τις δυτικές ακτές της Αφρικής και τις Αζόρες.
Μετά την ανακάλυψη της “Αμερικής” το 1492, από τον Κολόμβο, για λογαριασμό του Στέμματος της Ισπανίας, ο Πάπας Αλέξανδρος ο 6ος, με Διάταγμα το 1493, που τελικώς κυρώθηκε από την Ισπανία και την Πορτογαλία, με την Συμφωνία της Tordesillas (περιοχής στην βορειοδυτική Ισπανία), το 1494, διαχωρίστηκε ο Ατλαντικός από Βορά προς Νότο, και στην μεν Ισπανία αναγνωρίστηκε η κατάκτηση της δυτικής πλευράς μέχρι τις ακτές της Αμερικής, και στην Πορτογαλία η ανατολική πλευρά του Ατλαντικού μέχρι τις δυτικές ακτές της Αφρικής με δικαιώματα “κυριότητος”, όπου υπήρχε και το δικαίωμα σε δουλεμπόριο.
Στην Μεσόγειο ιδιαίτατα, όπου από την εποχή των Ομηρικών Επών, στην Αρχαία Ελλάδα και επέκεινα κατά τις περιόδους της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής και κατά κόρον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επειδή προοδευτικά είχε αναπτυχθεί και ανθούσε, μαζί με τους κατακτητικούς πολέμους και το εμπόριο δια θαλάσσης, έχει αναπτυχθεί και το φαινόμενο της “πειρατείας”.
Το φαινόμενο της πειρατείας, λόγω της αναρχίας που επικρατούσε στις θάλασσες, είχε τύχει και της ευλογίας πολλών “οιονεί κρατικών οντοτήτων” όταν σε περίοδο πολέμου, “ιδιώτες με τα πλοία τους” (κουρσάρικα), έπαιρναν από τις νόμιμες αρχές το δικαίωμα και την άδεια “καταδρομής” (δικαίωμα να “κουρσεύουν”) και να λαφυραγωγούν (κούρσος) όσα εμπορικά πλοία έφεραν εχθρική σημαία.
Τα φαινόμενα αυτά συντηρήθηκαν κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα και μέχρι τον 14ο αιώνα, και ανθούσαν και στον Ατλαντικό, όταν το 1495 ο Βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος ο 7ος και ο Αρχιδούκας της Αυστρίας, Φίλιππος, υπέγραψαν Συνθήκη να ασκήσουν τη εξουσία τους για την αποκήρυξη της “πειρατείας” και επέκεινα και της “κρατικής μορφής της” – “κούρσα”, και προοδευτικά να αναγνωρισθεί η καταστολή του φαινομένου όχι μόνον από την δικαιοδοσία του κράτους της σημαίας και μόνον (flag state), αλλά από όλα τα Κράτη και έτσι, η “πειρατεία” θεωρήθηκε έγκλημα του Διεθνούς Δικαίου (jure gentium) και οι “πειρατές” ότι είναι “εχθροί της ανθρωπότητος” (hostis humani generis).
Οι ρίζες του Διεθνούς Δικαίου Θαλάσσης με την δημιουργία των πρώτων εθιμικών κανόνων, βρίσκονται επομένως στον Μεσαίωνα. Η τομή όμως και η εξέλιξη του, αρχίζει με την διαμάχη μεταξύ των δύο θεμελιωδών αρχών: της αρχής “Mare Clausum”, η οποία αποδέχεται την “κυριαρχία”, με την απόλυτη μάλιστα έννοια “dominium”, ενός Κράτους στην θάλασσα και την απαγόρευση χρήσεως της από άλλα Κράτη, και της αντίθετης αρχής “Mare Liberum”, που δέχεται ότι οι θάλασσες είναι ανοικτές για χρήση και εκμετάλλευση υπό όλων των Κρατών.
Για να φθάσει όμως το Διεθνές Δίκαιο Θαλάσσης στην σύγχρονη διαμόρφωσή του, μεσολάβησαν αρκετοί αιώνες και φυσικά η παραγωγή των κανόνων του, αλλά και η δομή των κρατικών οντοτήτων διέφερε αυτών που είναι τα σημερινά Κράτη. Παραλλήλως, εάν ήθελε να γίνει παγκόσμια καταγραφή, τα στοιχεία είναι αρκετά ελλιπή και είναι πολύ δυσχερής η χρονολογική αφετηρία, από όπου θα μπορούσε με ασφάλεια να θεωρηθεί ότι αρχίζει να δημιουργείται πλαίσιο κανόνων για τις δραστηριότητες αλλά και για τα δικαιώματα και δικαιοδοσίες των Κρατών στις Θάλασσες και τους Ωκεανούς.
Από πολύ νωρίς λοιπόν, είναι προφανές ότι, ακόμη και μέσω του αναδυομένου διεθνούς δικαίου θαλάσσης, προβάλει και πρωτοστατεί η σύγκρουση των συμφερόντων των Κρατών, αφού, η μεν Ολλανδία έχοντας αποκτήσει ισχυρό εμπορικό και αλιευτικό στόλο, δεν αποδέχεται την αντίληψη περί κυριότητος στις θάλασσες και τους Ωκεανούς, γιατί ενδιαφερόταν για το εμπόριο μέχρι τις Ανατολικές Ινδίες που μονοπωλούσε η Πορτογαλία, αλλά και την αλιεία στις αγγλικές θάλασσες. Οι Άγγλοι από τη άλλη, ήθελαν να κατοχυρώσουν την κυριότητα στις θάλασσες που εκμεταλλεύονταν από τον 11ο αιώνα, και είναι ενδεικτικό ότι το 1580, η Βασίλισσα Ελισάβετ, είχε διαμαρτυρηθεί και ειδοποιήσει τον Ισπανό Πρέσβη, ότι η Αγγλία δεν αποδεχόταν την “κυριότητα” της Ισπανίας στον Ωκεανό, που πρέπει να ήταν ελεύθερος και για τους άγγλους.
Την κατάσταση αυτών των διϊσταμένων απόψεων και της πρακτικής που εφήρμοζαν τα Κράτη, ήρθε να διασκεδάσει το 1702, με το έργο του “De Dominio Maris”, ο Ολλανδός Cornelius Bynkershoek, εισάγοντας μάλιστα την πρώτη έννοια της Χωρικής Θάλασσας που τα Κράτη θα μπορούσαν να ασκούν “κυριότητα” σε θαλάσσια απόσταση μέχρι της “βολής του κανονιού” που μπορούσαν να προστατεύσουν αποτελεσματικά, μία απόσταση δηλαδή που εκτεινόταν σε 3 ναυτικά μίλια μέσα στην θάλασσα.
Την ίδια εποχή, δόθηκε και προσοχή και σημασία στην “σκέψη” του Hugo Grotius που, με αιτίαση την δυνατότητα που προϋπήρχε για την εμπορική διέλευση από τα “εδάφη” των Κρατών, να προβάλει και να υιοθετηθεί η δυνατότητα της “αβλαβούς διελεύσεως” από την περιοχή της θάλασσας που τα Κράτη είχαν καθιερώσει την “κυριότητα” τους, και έτσι η απόλυτη έννοια της “κυριότητος” (dominion) τροποποιήθηκε με την έννοια της “κυριαρχίας” που και αυτή μπορεί να έχει απόλυτη έννοια, αλλά έκτοτε νοθεύτηκε με το δικαίωμα των τρίτων Κρατών σε “αβλαβή διέλευση”.
Το 1821, η Αγγλία έδειξε την συμπαράστασή της στις Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζοντας το δικαίωμα πλου μέσα από τα 100 μίλια από τις ακτές της Αλάσκας που απαγόρευε η Ρωσία επικαλούμενη την κυριότητά της στην περιοχή. To 1856 (η Αγγλία), διακηρύσσει την “ελευθερία του εμπορίου δια θαλάσσης” ενώ το 1886, αντιτάχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, που θέλησαν να αλιεύουν στην Βερίγγειο Θάλασσα (Behring Sea – Βερίγγειος Πορθμός ανάμεσα στην Καμτσάτκα Ρωσία και την Αλάσκα).
Το 1899 και το 1907, δύο διεθνείς διασκέψεις που έλαβαν χώρα στην Χάγη για να κωδικοποιήσουν τους εθιμικούς κανόνες του δικαίου των μέχρι τότε ενόπλων συγκρούσεων, περιλαμβάνουν και κανόνες για την ένοπλη σύγκρουση στην θάλασσα, για την μετατροπή των εμπορικών πλοίων σε πολεμικά, καθορίζοντας ότι, όλα τα πολεμικά πλοία των εμπολέμων διατηρούν “εχθρικό χαρακτήρα” σε όλες τις θάλασσες οπουδήποτε και να πλέουν, και πως απόλλυται ο χαρακτήρας του “ουδετέρου” σε ένα Κράτος όταν επιτρέπει σε πολεμικά πλοία εμπολέμου να ναυλοχούν σε λιμάνια ή στην χωρική του θάλασσα.
Περαιτέρω με πρωτοβουλία της Κοινωνίας των Εθνών, συγκροτήθηκε το 1924, Επιτροπή Ειδικών, για την κωδικοποίηση των υφισταμένων έως τότε εθιμικών κανόνων για το δίκαιο θαλάσσης. Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τηνInternational Law Association (τότε έδρα στις Βρυξέλλες), το Institut de Droit International (έδρα στις Βρυξέλλες), και την Νομική Σχολή του Harvard (Law School), εισηγήθηκε να πραγματοποιηθεί Διεθνής Διακυβερνητική Διάσκεψη, η οποία τελικώς έλαβε χώραν στην Χάγη το 1930, με την συμμετοχή 47 Κυβερνήσεων και με θεματολογία: α) την νομική φύση και τα δικαιώματα των Κρατών στη Χωρική Θάλασσα, που υποστηρίχθηκε με ομοφωνία, ότι αποτελεί θαλάσσια περιοχή “εθνικής κυριαρχίας”, και στην επιφάνεια της θάλασσας, και στον υπερκείμενο αυτής ατμοσφαιρικό αέρα, και στον βυθό και στο υποθαλάσσιο υπέδαφος της, β) (με βάση την αρχή της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας), η πλειοψηφία συμφώνησε στο δικαίωμα των τρίτων Κρατών για “αβλαβή διέλευση” μέσω της Χωρικής Θάλασσας, και γ) το εύρος της Χωρικής Θάλασσας, αλλά για αυτό, τα Κράτη, δεν μπόρεσαν να καταλήξουν μεταξύ της “βολής του κανονιού” και να την ορίσουν σε “3 ναυτικά μίλια”, αλλά και για μεγαλύτερο εύρος 6, 11, 12 ναυτικών μιλίων, και επειδή σε αυτό το ζήτημα που θεωρήθηκε κεφαλαιώδους σημασίας, δεν υπήρξε κάποια λύση, εργασίες περατώθηκαν και η Διάσκεψη δεν είχε επιτυχία.
Τον Σεπτέμβριο του 1945, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρρυ Τρούμαν, εξαγγέλλει δικαιοδοσία και δικαιώματα εκμεταλλεύσεως πέραν της Χωρικής Θάλασσας, για την αλιεία (σήμερα ΑΟΖ) και επί των υποθαλασσίων (Υφαλοκρηπίδα), φυσικών πηγών. Την ενέργεια αυτήν των ΗΠΑ ακολούθησαν το 1946 η Χιλή, το 1947 το Περού και το 1952 συμμετείχε και το Εκουαδόρ υπογράφοντας την “Santiago Declaration”, εξαγγέλλοντας 200ν.μ. ως θαλάσσια ζώνη οικονομικού ενδιαφέροντος με προτιμητέα κυριαρχικά δικαιώματα (preferential rights).
Όμως τον Απρίλιο του 1945, αμέσως με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε προηγηθεί η δημιουργία του Διεθνούς Οργανισμού “Ηνωμένα Έθνη” και στον Άγιο Φραγκίσκο (ΗΠΑ), υπεγράφη από 51 Κράτη ο Καταστατικός Χάρτης του Οργανισμού.
Το 1947, από τον ΟΗΕ συγκροτήθηκε η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του Οργανισμού (International Law Commission), η οποία από το 1949 έως το 1956, επεξεργάστηκε την συνολική κωδικοποίηση των ανά τους αιώνες κανόνων του δικαίου θαλάσσης, όπως είχαν διαμορφωθεί από έθιμο, ή με χωριστές συμφωνίες των Κρατών, καθώς και τις νέες τάσεις που είχαν εμφανισθεί. Η Επιτροπή πρότεινε την υπό την αιγίδα του ΟΗΕ σύγκληση Διεθνούς Διασκέψεως, η οποία έλαβε χώραν στην Γενεύη το 1958.
Στην Διάσκεψη της Γενεύης του 1958 για το Διεθνές Δίκαιο Θαλάσσης – the First United Nations Conference on the Law of the Sea – UNCLOS I – στην οποία συμμετείχαν 86 Κράτη, εγκρίθηκαν 4 (τέσσερις) χωριστές Συμβάσεις:
α) η Σύμβαση περί της Χωρικής Θαλάσσης και της Συνορεύουσας Ζώνης, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1964 (Convention on the Territorial Sea and the Contiguous Zone),
β) η Σύμβαση περί της Ανοικτής Θαλάσσης, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1962 (Convention on the High Seas)
γ) η Σύμβαση περί Αλιείας και Συντηρήσεως των Ζώντων Πηγών στις Ανοικτές Θάλασσες, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1966, και
δ) η Σύμβαση περί Υφαλοκρηπίδος, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1966 (Convention on the Continental Shelf)
Επίσης δημιουργήθηκε και ένα Προαιρετικό Πρωτόκολλο Υπογραφής που αφορούσε την Υποχρεωτική Διευθέτηση των Διαφορών, το οποίο τέθηκε σε ισχύ το 1962.
Παράλληλα υιοθετήθηκαν και Αποφάσεις που αφορούσαν απαγόρευση για Πυρηνικές Δοκιμές στην Ανοικτή Θάλασσα, την Θαλάσσια Ρύπανση από ραδιενεργά υλικά, την Προστασία και Συντήρηση Αλιευμάτων, Ειδικές πρόνοιες για την αποφυγή της ανθρώπινης καταστροφής της θαλάσσιας ζωής και της παράκτιας αλιείας, το Καθεστώς των Ιστορικών Υδάτων και την Ανάγκη να πραγματοποιηθεί σύντομα Νέα Διεθνής Διάσκεψη που να “ορισθεί” το Εύρος της Χωρικής Θάλασσας και συναφή θέματα.
Επειδή οι συζητήσεις για την πρώτη Σύμβαση περί της Χωρικής Θαλάσσης και της Συνορεύουσας Ζώνης, έδειχναν το ενδιαφέρον των Κρατών να συζητηθεί και το “εύρος της Χωρικής Θάλασσας”, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, το 1960, εισηγήθηκε και τελικώς συμφωνήθηκε και πραγματοποιήθηκε στην Γενεύη, η Δεύτερη Διεθνής Διάσκεψη του Διεθνούς Δικαίου Θαλάσσης (Second United Nations Conference on the Law of the Sea – UNCLOS II) , με κύριο θέμα το εύρος της Χωρικής Θαλάσσης (για να συμπληρωθεί η Πρώτη Σύμβαση του 1958), με την συμμετοχή 88 Κρατών. Η Διάσκεψη όμως δεν κατάφερε να αποδώσει καρπούς και μετά 6 εβδομάδες διεκόπη.
Οι τεχνολογικές ανακαλύψεις και η πρόθεση πολλών Κρατών να εκμεταλλευτούν τους πόρους των θαλασσών, με αιχμή μάλιστα την αλιεία για τα δικαιώματα της οποίας μεταξύ Ισλανδίας και Βρετανίας υπήρχε η άσχημη εμπειρία πως είχαν γίνει δύο αναμετρήσεις μεταξύ των αλιευτικών τους στόλων και τη εμπλοκή και πολεμικών πλοίων το 1958 και μεταξύ 1972 και 1973, για τη αλιεία του Μπακαλιάρου (Cod Wars), στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ο Πρέσβης της Μάλτας Arvid Pardo, σε έναν εμπνευσμένο λόγο του προκάλεσε το ενδιαφέρον των Κρατών ότι είχε έλθει ο χρόνος να πραγματοποιηθεί υπό τη αιγίδα του Οργανισμού μία νέα Διεθνής Διάσκεψη για το Δίκαιο Θαλάσσης όπου να τοποθετηθούν και να επιλυθούν όλα τα θέματα που απασχολούσαν τα Κράτη και δημιουργούσαν και μεγάλες εντάσεις.
Τελικώς το 1973 άρχισε στην έδρα του Οργανισμού στην Νέα Υόρκη, με την συμμετοχή 151 Κρατών, η Τρίτη Διεθνής Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Δίκαιο Θαλάσσης (Third United Nations Conference on the Law of the Sea – UNCLOS III), η οποία διήρκεσε εννέα (9) χρόνια και οι εργασίες της ολοκληρώθηκαν το 1982 στο Μοντέγκο Μπέϊ της Τζαμάϊκα.
Η Σύμβαση του 1982, περιλαμβάνει 320 άρθρα (μαζί με τις μεταβατικές διατάξεις της), καθώς και εννέα (9) Παραρτήματα, έχει κυρωθεί πλέον από 168 Κράτη, επί του συνόλου 193 Κρατών που απαρτίζουν τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, αποκτώντας τοιουτοτρόπως παγκόσμιο σχεδόν χαρακτήρα, γι’ αυτό και έχει ονομασθεί «Καταστατικός Χάρτης των Θαλασσών και των Ωκεανών».
Τα χαρακτηριστικά της Συμβάσεως 1982 είναι ότι:
α) το σύνολο σχεδόν των διατάξεών της, είχε προγενέστερα, ή απέκτησε σταδιακά, εθιμικό χαρακτήρα, ώστε να δεσμεύει και εκείνα τα Κράτη που δεν την έχουν υπογράψει ή κυρώσει,
β) όποιο Κράτος κυρώσει, δεν νομιμοποιείται να εξαιρεθεί με επιφυλάξεις (reservations), από τις πρόνοιές της, ενώ οι ερμηνευτικές διακηρύξεις που επιτρέπεται να κατατίθενται από τα Κράτη που την κυρώνουν, δεν νομιμοποιούνται να αλλοτριώνουν την γλώσσα και το περιεχόμενο των διατάξεών της,
γ) κάθε Κράτος οφείλει να επιλύει τις διαφορές του με τα άλλα Κράτη με ειρηνικό τρόπο, με βάση τις διατάξεις του μηχανισμού επιλύσεως των διαφορών οι οποίες παρέχουν και την ευχέρεια να επιλέγει είτε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, είτε το προς τούτο συσταθέν Διεθνές Δικαστήριο του Δικαίου Θαλάσσης (με έδρα το Αμβούργο), και τέλος,
δ) κάθε Κράτος υπoχρεούται να ασκεί τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από τις πρόνοιες της συμβάσεως, με καλή πίστη και να αποφεύγει την κατάχρηση των δικαιωμάτων του.
Με τις επί μέρους διατάξεις της Συμβάσεως 1982, έχουν θεσμοθετηθεί οι Θαλάσσιες Ζώνες:
α)«Χωρική Θάλασσα» (ΧΘ, αλλιώς και Αιγιαλίτιδα Ζώνη),
β)«Συνορεύουσα Ζώνη» (ΣΖ),
γ)«Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη» (ΑΟΖ), και
δ)«Υφαλοκρηπίδα» (ΥΦΑΛ), όπου τα Κράτη (Παράκτια, Νησιωτικά, Αρχιπελαγικά), ασκούν:
i) «πλήρη και απόλυτη κυριαρχία», στην ΧΘ, η οποία μπορεί να εξικνείται έως τα 12νμ, από τις «Γραμμές Βάσεως» (άρθρα 2 και 3).
ΧΘ δεν έχουν μόνο τα Ηπειρωτικά εδάφη των Παρακτίων Κρατών που έχουν μέτωπο σε θάλασσα, αλλά και τα Νησιωτικά Κράτη καθώς και τα αμιγώς Αρχιπελαγικά.
ΧΘ έχει μεμονωμένως κάθε Νησί και κάθε Βράχος (άρθρο 121 παρ. 2 και 3).
Οι «Γραμμές Βάσεως» αποτελούν την βάση, από όπου μετράται η ΧΘ, και είναι: α) η «Φυσική Ακτογραμμή» (άρθρο 5), και β) οι «Ευθείες Γραμμές Βάσεως» (ΕΓΒ) (άρθρο 7).
Τα Κράτη, μπορούν να εφαρμόζουν και τις δύο μεθόδους σε συνδυασμό, αναλόγως της γεωμορφολογίας των ακτών τους (άρθρο 14).
ii) «αστυνομική δικαιοδοσία», στην ΣΖ (άρθρο 33 σε συνδυασμό με άρθρο 303), ήτοι στην θαλάσσια περιοχή έξω από την ΧΘ, μέχρι του εύρους των 24νμ (σε άθροισμα με την ΧΘ), η οποία όμως δεν προβλέπεται να οριοθετείται μεταξύ των Κρατών, με συνέπεια, να είναι δυνατόν, οι εκατέρωθεν ΣΖ, να επικαλύπτονται, όταν οι αποστάσεις είναι μικρότερες των 48νμ, και επομένως μπορεί, στις ίδιες θαλάσσιες εκτάσεις, δύο ή περισσότερα Κράτη, να ασκούν την αστυνομική τους δικαιοδοσία.
Δικαίωμα σε ΣΖ έχουν επίσης και τα Νησιά και οι Βράχοι μεμονωμένως.
iii) «κυριαρχικά δικαιώματα»:
1) στην ΑΟΖ, η οποία εξικνείται έως τα 200νμ (σε άθροισμα με την ΧΘ), και μετράται από τις «Γραμμές Βάσεως», από τις οποίες έχει μετρηθεί η ΧΘ (άρθρο 57), και
2) στην ΥΦΑΛ, η οποία ομοίως, μετράται έως τα 200νμ (σε άθροισμα με την ΧΘ), από τις «Γραμμές Βάσεως», από τις οποίες έχει μετρηθεί η ΧΘ, αλλά το εύρος της είναι δυνατόν να φτάσει το ανώτερο μέγεθος των 350νμ, αναλόγως της γεωλογικής διαμορφώσεως του βυθού και του υπεδάφους του (σε ωκεάνιες όμως περιοχές) (άρθρο 76).