Γράφει ο Γιώργος Απιδιανάκης
Στις αρχές του 20ου αιώνα, τα υποβρύχια δεν ήταν άγνωστα στο Ελληνικό Ναυτικό. Ήδη το 1880 είχε προηγηθεί η απόπειρα του ιδιώτη Εμμανουήλ Γρυπάρη με την αυστοσχέδια πειραματική του Γρυπάρα, χωρίς να γνωρίσει μέλλον λόγω των ανυπέρβλητων περιορισμών του σκάφους. (Μασούρας & Κατωπόδης, 2010, σ. 87). Ακολούθησε, το 1886, η συναρμολόγηση, σε μηχανουργείο του Πειραιά, ενός υποβρυχίου τύπου Nordenfelt I, τα τμήματα του οποίου είχαν κατασκευαστεί μεταξύ Σουηδίας και Μεγάλης Βρετανίας. Η συγκεκριμένη αγορά ήταν βεβιασμένη λόγω των τότε τεταμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων, ενώ προωθήθηκε ιδιαίτερα από τον περιβόητο μεσάζοντα όπλων Βασίλειο Ζαχάρωφ προκειμένου το υποβρύχιο να γίνει γνωστό και να ακολουθήσουν νέες αγορές. Για τον λόγο αυτό, ο Ζαχάρωφ πούλησε το Nordenfelt I σε λιγότερο από τη μισή, αρχικώς κοστολογούμενη, τιμή, η οποία διαμορφώθηκε στα 225.000 γαλλικά φράγκα τα οποία ισοδυναμούν σήμερα με 76,5εκ.€. Το πλοίο, λόγω των πολλαπλών τεχνικών του περιορισμών, κατέστη αδύνατον να αξιοποιηθεί επιχειρησιακά. Παρά τις σκέψεις για επιστροφή στους κατασκευαστές για επιδιορθώσεις, το σκάφος εγκαταλείφθηκε στον Πειραιά μέχρι την εκποίησή του ως scrap. (Compton-Hall, 1999, σ. 90). Βελτιωμένες εκδόσεις του Nordenfelt απέκτησαν η Τουρκία και η Ρωσία (Compton-Hall, 1999, σ. 91).
Από τα μέσα της δεκαετίας 1900-1910, το Ελληνικό Ναυτικό άρχισε ένα πρόγραμμα αναβάθμισης, με την παραγγελία οκτώ νέων αντιτορπιλικών και την ανακατασκευή των τριών παλαιών «θωρακωτών» τύπου Ύδρα. Παρόλα αυτά, λόγω του παρατεινόμενου πανευρωπαϊκού ναυτικού ανταγωνισμού και των διαφαινόμενων εξελίξεων στη νότια Βαλκανική Χερσόνησο, το Ελληνικό ναυτικό όφειλε να προχωρήσει σε πρόσθετα βήματα ενίσχυσης. Εν μέσω αβεβαιότητας, σχετικά με την αποτελεσματικότερη σύνθεση του Στόλου και της διάτασης απόψεων μεταξύ Βασιλιά Γεωργίου και του Στρατιωτικού Συνδέσμου (θωρηκτά ή ελαφρύτερα πλοία και υποβρύχια), αγοράστηκαν τελικά το 1909 το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ και κατόπιν δύο υποβρύχια τύπου Schneider-Laubeuf από τη Γαλλία (Μασούρας & Κατωπόδης, 2010, σ. 97). Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο σκάφος, Δελφίν, παραγγέλθηκε τον Σεπτέμβριο του 1910 και τον Αύγουστο του 1911, το δεύτερο, Ξιφίας. Το κόστος του προγράμματος ανήλθε στις 3.8εκ. δρχ. και αφορούσε σε υποβρύχια τύπου Schneider-Laubeuf de 310Tx. (Δημητρακόπουλος, 2015, σσ. 98-100). Τα πλοία αυτά αποτελούσαν εξαγωγική έκδοση του γαλλικού τύπου Circé, ενώ το Περού παράγγειλε δύο πανομοιότυπα υποβρύχια, τα Ferre και Palacios (Fontenoy, 2007, σ. 84). Τα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων υποβρυχίων ήταν (Βανδώρος, —, σσ. 1-3):
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
| |
| |
| |
| |
| |
| |
| |
|
Η ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΥΠΟΒΡΥΧΙΩΝ
Το Δελφίν κατέπλευσε εσπευσμένα στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1912, πριν την ολοκλήρωση της εκπαιδεύσεως του πληρώματος, με πρώτο Κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Στέφανο Παπαρρηγόπουλο, πραγματοποιώντας το ταξίδι Τουλών-Πειραιάς στην επιφάνεια με ενδιάμεσο σταθμό την Κέρκυρα. Η διαδρομή των 1.100ν.μ. έθεσε τότε νέο παγκόσμιο ρεκόρ συνεχόμενου πλου υποβρυχίου (Fotakis, 2005, σ. 46).
Το Δελφίν συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους με πλέον γνωστή δράση του, την ιστορική επίθεση εναντίον του οθωμανικού καταδρομικού Mecidiye, στις 9 Δεκεμβρίου 1912. Παρά το γεγονός ότι η βολή της τορπίλης έγινε από την απόσταση αναπνοής, μόλις 500 υαρδών, η τορπίλη δυστυχώς ακολούθησε ασταθή πορεία και η επίθεση απέτυχε, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια επανάληψής της, λόγω της αθρόας στροφής του Mecidiye και των τεσσάρων συνοδεύοντων αντιτορπιλικών (Μασούρας & Κατωπόδης, 2010, σ. 113).
Η αποτυχία δεν εξέπληξε πολλούς, καθώς ήταν γνωστά τα προβλήματα των τότε φερόμενων τορπιλών. Συγκεκριμένα, οι εξωτερικές τορπίλες παρέμεναν διαρκώς εκτεθειμένες στην πίεση του βάθους κατάδυσης με αποτέλεσμα να παρατηρείται συχνά εισροή ύδατος, στο πρυμναίο τμήμα της τορπίλης. Στη συνέχεια, το νερό εισέρρεε στην περιοχή του αέρα εκκινήσεως του γυροσκοπίου, το οποίο ρύθμιζε την πορεία της τορπίλης, με αποτέλεσμα να προκαλείται δυσλειτουργία αυτού. Κατά τις ασκήσεις, είχε παρατηρηθεί επανειλημμένα η τήρηση ασταθούς τροχιάς της τορπίλη, μετά την εκσφενδόνιση, το οποίο αποδιδόταν στην παραπάνω δυσλειτουργία. (Βανδώρος, —, σ. 3). Για τον λόγο αυτό, προγραμματιζόταν η περιοδική ανακύκλωση των τορπιλών. Πριν την επίθεση του Δελφίν, η ανακύκλωση είχε προγραμματισθεί να πραγματοποιηθεί στην Τένεδο, μέσω του βοηθητικούς Κανάρης, αλλά αναβλήθηκε για επιχειρησιακούς λόγους. (Μασούρας & Κατωπόδης, 2010, σ. 109). Κατά άλλους, η μη ολοκλήρωση της ανακύκλωσης οφείλεται σε πρωτοβουλία του κυβερνήτη του Κανάρης. (Μεθ’ Ορμής Ακαθέκτου, 2023). Δυστυχώς, τα παραπάνω οφείλονταν στο γεγονός ότι οι πρώιμες τορπίλες των υποβρυχίων προέρχονταν από πλοία επιφανείας, όπως οι ελληνικές Swartzkopff Α)08, με αποτέλεσμα η χρήση τους να παραμένει πειραματική. Η ολοκλήρωση της ανάπτυξης ιδιαίτερων τορπιλών για υποβρύχια, ή διπλής χρήσης, έλαβε χώρα σταδιακά μεταξύ 1909-1913, ανά χώρα. (Blanfill-Cook, 2014, p. 67) και (Friedman, 2011, σ. 330)
Το Δελφίν συνέχισε με αμυντικές περιπολίες στις προσβάσεις του Σαρωνικού, λόγω της επιδρομικής δραστηριότητας του καταδρομικού Hamidiye, μέχρι τη λήξη του πολέμου (Μασούρας & Κατωπόδης, 2010, σ. 117). Το Ξιφίας, με τη σειρά του, κατέπλευσε στον Πειραιά τον Οκτώβριο του 1913, με πρώτο Κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Διονύσιο Λάμπρου. Η εκπαίδευση των πληρωμάτων συνεχίστηκε μετά τον πόλεμο, υπό βρετανική καθοδήγηση, ενώ στις 5 Ιουνίου 1914 ιδρύθηκε ο «Σταθμός Καταδυόμενων» με πρώτο Διοικητή τον Αντιπλοίαρχο, πλέον, Παπαρρηγόπουλο και υποδιοικητή τον Λάμπρου και έδρα στη πρώην βασιλική θαλαμηγό Αμφιτρίτη. (Μασούρας & Κατωπόδης, 2010, σ. 119).
Οι φωτογραφίες που ακολουθούν προέρχονται από την διαδικτυακή φωτοθήκη getarchive.net και απεικονίζουν τις δοκιμές παραλαβής του υποβρυχίου Ξιφίας τον Ιούνιο του 1913.
Στο μεταξύ, η επικείμενη παραλαβή το 1914 των νεότευκτων παίσχυρων θωρηκτών, super-dreadnoughts, Reşadiye, Sultan Osman-i Evvel, από το Οθωμανικό Ναυτικό, είχε προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στην Ελλάδα. Τα αντίστοιχα ελληνικά θωρηκτά Σαλαμίς και Βασιλεύς Κωνσταντίνος αναμένονταν απελπιστικά αργότρα, το 1915-1916, οπότε τα ελληνικά επιτελεία αναζήτησαν εναγωγνίως τρόπους αμεσότερης αντιστάθμισης της αρνητικής αυτής εξέλιξης (Fotakis, 2005, σσ. 72,73). Μέχρι το 1914, αγοράστηκαν δύο πρόσθετα υποβρύχια τύπου Schneider-Laubeuf de 459Tx (Αμαζών, Αντιγόνη) (τύπος Armide) από τη Γαλλία και σχεδιαζόταν η αγορά των πέντε, υπό ναυπήγηση, γερμανικών υποβρυχίων U.33-U.37 (τύπου U.31) αλλά τόσο οι τρέχουσες παραγγελίες, όσο και οι σχεδιαζόμενες, ανεστάλησαν λόγω της έλευσης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. (Rössler, 1986, σ. 54) και (Fotakis, 2005, σσ. 89-91) και (Μασούρας & Κατωπόδης, 2010, σ. 121). Το ίδιο συνέβη ευτυχώς και με τα οθωμανικά θωρηκτά.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι το 1916, τα Δελφίν και Ξιφίας συνέχισαν κανονικά τους εκπαιδευτικούς πλόες, με νέους κυβερνήτες, αυστηρά εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων, αλλά σταδιακά περιορίστηκαν στον κόλπο Ελευσίνας. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1916 (π.η.), κατά τα δυσάρεστα γεγονότα της αρπαγής του Ελληνικού Στόλου από τη Συμμαχική Μοίρα, του Γάλλου Ναυάρχου Louis Dartige du Fournet, τα δύο υποβρύχια, μαζί με το καταδρομικό Έλλη, το παροπλισμένο καταδρομικό Ναύαρχος Μιαούλης και τα αντιτορπιλικά-τορπιλοβόλα, ρυμουλκήθηκαν, από σκάφη των Συμμάχων, καταρχήν από τον Ναύσταθμο Σαλαμίνας στο Κερατσίνι και κατόπιν, τα υποβρύχια, μεταφέρθηκαν στη Μήλο όπου και παρέμειναν υπό Γαλλικό εποπτεία χωρίς να αξιοποιηθούν επιχειρησιακά. (Δημητρακόπουλος, 2023, σ. 210). Τα υποβρύχια επεστράφησαν στο Ελληνικό Ναυτικό τον Νοέμβριο του 1917 αλλά η μη φόρτιση των μπαταριών τους, κατά την περίοδο της ακινησίας, είχε οδηγήσει στην αχρήστευση των τελευταίων. Κατόπιν, επιχειρήθηκε η ενεργοποίησή τους με χρήση αχρησιμοποίητων μπαταριών παλαιότερης παραγγελίας το οποίο κατέστη εφικτό μόνο στο Δελφίν. Μετά την εκτέλεση ενός αριθμού εκπαιδευτικών πλόων, η επιχειρησιακή αξιοποίηση των υποβρυχίων ανεστάλη οριστικά το 1919, λόγω της επιδεινούμενης κατάστασης της συναρμογής των ελασμάτων τους και του κινδύνου αποκάρφωσής τους. Το 1920, παροπλίστηκαν οριστικά και εκποιήθηκαν στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιά, με τελευταία χρήση τους ως δεξαμενές-υδροφόρες. Έτσι, ολοκληρώθηκε η πρώτη περίοδος αξιοποίησης σύγχρονων υποβρυχίων από το Ελληνικό Ναυτικό. Η επόμενη περίοδος έμελλε να ξεκινήσει το 1927 με την έλευση των δύο υποβρυχίων τύπου Scnheider-Laubeuf de 605Tx (Κατσώνης) και των τεσσάρων τύπου Loire-Simonot de 730Tx (Πρωτεύς), τα οποία έμελλε να γράψουν πολλές σελίδες δόξας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. (Μασούρας & Κατωπόδης, 2010, σσ. 123-124).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Blanfill-Cook, R. (2014). Torpedo: The complete history of the world’s most revolutonary weapon. Yorkshire: Seaforth Publishing.
Compton-Hall, R. (1999). The submarine pioneers. Gloucestershire: Sutton.
Fontenoy, P. (2007). Weapons and Warfare – Submarines. Santa Barbara: ABC-CLIO.
Fotakis, Z. (2005). Greek Naval Strategy and Policy 1910-1919. Λονδίνο – Νέα Υόρκη: Routledge.
Friedman, N. (2011). Naval Weapons of World War One. Yorkshire: Seaforth.
Rössler, E. (1986). Geschichte des deutschen U-Bootbaus (Τόμ. 1). Koblenz: Bernard und Graefe.
Βανδώρος, Π. (—). Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού. Ανάκτηση Αύγουστος 8, 2024, από http://archive.yin.mil.gr/viewer?id=121074
Δημητρακόπουλος, Α. (2015). Ισοτρία του Πολεμικού Ναυτικού 1874-1912 (Τόμ. ΙΙ). Πειραιάς: ΝΜΕ.
Δημητρακόπουλος, Α. (2023). Ιστορία του Πολεμικού Ναυτικού 1913-1940 (Τόμ. Ι). Πειραιάς: ΝΜΕ.
Μασούρας, Τ., & Κατωπόδης, Θ. (2010). Τα ελληνικά υποβρύχια (Τόμ. Β’). Πειραιάς: Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος.
Μεθ’ Ορμής Ακαθέκτου. (2023, Σεπτέμβριος 21). Ανάκτηση Αύγουστος 9, 2024, από Μεθ’ Ορμής Ακαθέκτου: https://methormisakathektou.blog/greek-history/%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%81%CF%80%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CF%80%CE%AF%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%85%CF%80%CE%BF%CE%B2%CF%81%CF%85%CF%87%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B5/21/09/2023
Εικόνα 1: Το ελληνικό Nordenfelt σε στάδιο τελικών δοκιμών στη Σουηδία (βελτιωμένη φωτο). (https://laststandonzombieisland.com/tag/turkish-submarine/).
Εικόνα 2: Υποβρύχιο τύπου Nordenfelt σε δοκιμαστική κατάδυση (βελτιωμένη φωτο). (https://laststandonzombieisland.com/tag/turkish-submarine/)
Εικόνα 3: Η γενική διάταξη των υποβρυχίων τύπου Armide, η οποία ήταν όμοια των τύπου Δελφίν.
Εικόνα 4. Το Ξιφίας σε πρωραία άποψη στην επιφάνεια στο πλαίσιο δοκιμών με γαλλική ακόμη σημαία.
Εικόνα 5. Το Ξιφίας σε δοκιμαστική κατάδυση.
Εικόνα 6: Ο πρώτος κατάπλους του Δελφίν στον Μούδρο (https://www.mixanitouxronou.gr/).
Εικόνα 7: O στόχος του Παπαρρηγόπουλου, το Mecidiye
Εικόνα 8: Τορπίλες Schwartzkopff: Πρώιμη τορπίλη (άνω), 350χλστ (μεσαία), 450 χλστ (κάτω). Οι Schwartzkopff διακρίνονται από τις Whitehead από το μπρούτζινο κέλυφός τους.
Εικόνα 9
Εικόνα 10
Εικόνες 9-10: Πρωραία άποψη του πυργίσκου του Ξιφίας. Διακρίνεται ο λευκός εφίστιος φανός ναυσιπλοΐας, το περισκόπιο νυκτός (πρωραίο) και το περισκόπιο ημέρας (πρυμναίο). Δεν είναι σαφές τι αφορούν οι συσκευές σχήματος προβολέα δεξιά και αριστερά του εφίστιου φανού. Πιθανώς να πρόκειται για πρωτόγονες ακουστικές συσκευές.
Εικόνα 11: Η καμπάνα του Ξιφίας
Εικόνα 12: Η κεκλιμένη πρωραία κάθοδος φόρτωσης των εσωτερικών τορπιλών.
Εικόνα 13
Εικόνα 14
Εικόνες 13-14: Δοκιμαστική φόρτωση πρωραίας τορπίλης η οποία παραμένει αντίθετα ευθυγραμμισμένη σε σχέση με το πλοίο.
Εικόνα 15: Μηχανισμός ανάρτησης και βολής τορπιλών τύπου Drzewiecki drop collar, όμοιος με τα φερόμενα στα υποβρύχια τύπου Δελφίν. Οι μηχανισμοί βρίσκονταν κάτω από το κατάστρωμα και ήταν ανυψούμενοι.