Αυτοκρατορικός Στρατός εναντίον Αυτοκρατορικού Ναυτικού. Η μεγαλύτερη εσωτερική διαμάχη
Γράφει ο Χρήστος Αμπατζής
Οι Ένοπλες Δυνάμεις (Ε.Δ.) συνιστούν έναν από τους θεμελιώδεις πυλώνες οποιουδήποτε κράτους. Ανάλογα με τις ιστορικές καταβολές και την πολιτική πραγματικότητα δύνανται να αποτελέσουν έναν παράγοντα ασφαλείας (π.χ. πλειοψηφία δυτικών κρατών), έναν οργανισμό σταθερότητας (π.χ. Κίνα) ή ακόμα και έναν ρυθμιστή του πολιτεύματος (π.χ. Τουρκία και αφρικανικά κράτη). Εξωτερικά, οι Ε.Δ. δίνουν την εικόνα ενός αρραγούς, στιβαρού και ενιαίου οικοδομήματος το οποίο αγρυπνεί για την διασφάλιση του έθνους και των συμφερόντων του. Τα δε οργανικά τους μέλη φαίνεται να λειτουργούν σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους. Ωστόσο, αν κάποιος καταφέρει να διέλθει τον εξωτερικό φλοιό, θα διαπιστώσει ότι στο εσωτερικό τους υποβόσκουν διαφωνίες και έριδες ποικίλης έκτασης και έντασης. Η συνηθέστερη αιτία αυτής της διαμάχης δεν είναι άλλη από την κατανομή των, συχνά περιορισμένων, κρατικών κονδυλίων που διατίθενται για την άμυνα.
Ασχέτως του αν τα διάφορα οργανικά μέρη των Ε.Δ. το παραδέχονται ή όχι, αποτελεί αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα ότι διαρκώς ερίζουν μεταξύ τους για θέματα κατανομής του διαθέσιμου προϋπολογισμού. Οι λόγοι πίσω από αυτές τις διαμάχες είναι κυρίως στρατηγικοί. Το κάθε όπλο αντιλαμβάνεται διαφορετικά τον ρόλο και την συμβολή που καλείται να διαδραματίσει στον αμυντικό σχεδιασμό. Συχνά, μάλιστα, διεκδικεί για τον εαυτό του την θέση του «πρωταγωνιστή» και του «βασικού παράγοντα» στο πλαίσιο ενός ενδεχόμενου πολέμου. Ίσως, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας διαμάχης να αποτελούν οι περίφημες «Στάσεις των Ναυάρχων» που σημειώθηκαν στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα στο Αμερικανικό και Βρετανικό Ναυτικό σχετικά με την απόκτηση δυνατοτήτων πυρηνικού πλήγματος.
Αφήνοντας επιμέρους τις διάφορες αφορμές, οι εν λόγω διαμάχες δεν γνωρίζουν ποτέ κλιμάκωση. Αντιθέτως, διατηρούνται σε χαμηλούς τόνους και περιορίζονται ενδοϋπηρεσιακά. Κι όμως, στην σύγχρονη ιστορία εντοπίζεται μία, και μοναδική, περίπτωση κατά την οποία τα διάφορα όπλα οδηγήθηκαν, σχεδόν, σε ανοιχτή ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ τους η οποία διατηρήθηκε αμείωτη ακόμα και μέσα στην δίνη ενός Παγκοσμίου Πολέμου. Ο λόγος για την σύγκρουση μεταξύ του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Στρατού (IJA) και του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού (IJN).
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ
Για να γίνει κατανοητή η διαμάχη μεταξύ Στρατού και Ναυτικού είναι απαραίτητη μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Εξερχόμενη βιαίως από μια αυτοεπιβληθείσα απομόνωση αιώνων, και ύστερα από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο (Boshin War), η Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου σημείωσε αστραπιαία πρόοδο. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, η Ιαπωνία κατάφερε όχι μόνο να εκμοντερνιστεί αλλά και να φτάσει τις σύγχρονες Μεγάλες Δυνάμεις. Η μετατροπή της από μια εσωστρεφή φεουδαρχική κοινωνία σε έναν δημοκρατικά διοικούμενο γίγαντα είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη. Οι νίκες της εναντίον της Κίνας (1895) αλλά και της Ρωσίας (1905) την καθιέρωσαν στο παγκόσμιο στερέωμα ως μία άλλη Μεγάλη Δύναμη, θέση που εδραιώθηκε μετά την συμμετοχή της στον Α΄ Π.Π. στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ. Αυτό ήταν και το σημείο καμπής. Η στιγμή κατά την οποία ο Στρατός και το Ναυτικό αντελήφθησαν ότι αυτοί είναι οι μόνοι που μπορούν να αυξήσουν το κύρος και την ισχύ της χώρας τους στο παγκόσμιο στερέωμα.
Σε αντίθεση, όμως, με τους άλλους εταίρους της, και παρά τον παχυλό της τίτλο, η Αυτοκρατορική Ιαπωνία δεν ήταν προικισμένη με αξιοζήλευτα δώρα. Η χώρα αποτελούσε ένα νησιωτικό σύμπλεγμα το οποίο μάλιστα στερείτο χώρου για να επεκταθεί αλλά και βασικών πρώτων υλών αναγκαίων σε κάθε βιομηχανικό κράτος. Τέλος, η Ιαπωνία δεν διάθετε ούτε αποικίες (με εξαίρεση την Κορέα) από τις οποίες να μπορεί να αντλεί τα όσα της χρειάζονταν. Ως εκ τούτου, ο κρατικός προϋπολογισμός ήταν πάντοτε, σχετικά, περιορισμένος. Κατά συνέπεια, το κομμάτι που θα δινόταν στις Ε.Δ. ήταν εξίσου μικρό. Συνεπώς, Στρατός και Ναυτικό άρχισαν να ερίζουν για το ποιος θα αποσπάσει το μεγαλύτερο δυνατόν μερίδιο, αν όχι και ολόκληρο το ποσό!
Ο Στρατός, υποστήριζε (και ορθώς) ότι σε αυτόν οφείλονταν τα μέχρι στιγμής κέρδη της χώρας. Άλλωστε, αυτός ήταν που συνέτριψε τις κινεζικές δυνάμεις στην Κορέα και τις ρωσικές στην Μαντζουρία. Στον αντίποδα, το Ναυτικό, αν και δεν αρνούταν τα επιχειρήματα του Στρατού, φρόντιζε να τα υποβαθμίζει. Επικαλούμενοι την γεωγραφία οι Ναύαρχοι τόνιζαν ότι η χώρα τους ήταν ένα νησιωτικό σύμπλεγμα και ως εκ τούτου, οποιοσδήποτε επίδοξος επιβουλέας θα έπρεπε πρώτα να αντιμετωπίσει τον Στόλο προτού πατήσει τα πάτρια εδάφη. Επιπλέον, όλες οι επιτυχίες του Στρατού μπόρεσαν να υλοποιηθούν μόνο και μόνο διότι το Ναυτικό είχε εξασφαλίσει την απόλυτη κυριαρχία του στις θάλασσες γεγονός που επέτρεψε όχι μόνο την διαπεραίωση των μάχιμων δυνάμεων στα θέατρα επιχειρήσεων αλλά και την απρόσκοπτη ροή εφοδίων προς αυτά. Άρα, άνευ του Στόλου, ο Στρατός δεν θα είχε πετύχει απολύτως τίποτα.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Την όλη διαμάχη επιδείνωνε και μία άλλη παράμετρος. Στην ιαπωνική οικονομία της εποχής κυριαρχούσαν τα λεγόμενα Zaibatsu. Ο όρος είναι σύνθετος και προέρχεται από τις λέξεις Zai ήτοι χρήμα/πλούτος και Batsu ήτοι ομάδα/φρατρία. Επρόκειτο περί οικογενειακών επιχειρηματικών ομίλων οι οποίοι διέθεταν δικά τους εργοστάσια, εφοδιαστικές αλυσίδες ακόμα και κεντρικές τράπεζες! Στην ουσία ήταν μικρές κρατικές οικονομίες μέσα στην κεντρική κρατική οικονομία! Τα κυρίαρχα Zaibatsu ήταν 4: Mitsubishi, Mitsui, Sumitomo και Yasuda. Παράλληλα, υπήρχαν και άλλα μικρότερα τα οποία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σχετίζονταν με τους τέσσερεις μεγάλους, όπως Nakajima, Kawasaki, Nissan, Toyota, κ.ά.
Για να γίνει αντιληπτό το πλήρες εύρος της ισχύος των Zaibatsu πρέπει να αναφερθεί το εξής. Πέραν των πολυδιάστατων οικονομικών τους δράσεων, αυτές οι οργανώσεις επιτελούσαν συχνά και κρατικό/κυβερνητικό έργο. Συγκεκριμένα, αναλάμβαναν την είσπραξη των φόρων, το εξωτερικό εμπόριο ακόμα και τις αμυντικές προμήθειες! Ως εκ τούτου, συνδέονταν με τις Ε.Δ. και προσπαθούσαν να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα – συχνά αντικρουόμενα – μέσω αυτών. Άμεσο αποτέλεσμα ήταν τα κυρίαρχα Zaibatsu να διχαστούν μεταξύ των δύο όπλων. Δύο υποστήριζαν τον Στρατό, με πρωταρχικό ρόλο να έχει το Mitsui, και 2 το Ναυτικό όπου πρωτεργάτης ήταν η Mitsubishi. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι Ε.Δ. απέκτησαν πέραν της στρατιωτικής και μεγάλη οικονομική ισχύ.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι όποιες διαμάχες στο εσωτερικό των Ε.Δ. επιλύονται είτε εκ των ένδον είτε με πολιτική παρέμβαση. Ουσιαστικά, το ίδιο το κράτος, μέσω της εκάστοτε κυβέρνησης, επεμβαίνει προς εξομάλυνση των σχέσεων. Στην περίπτωση, όμως, της Ιαπωνίας, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Ο πολιτικός κόσμος ήταν κάτι παραπάνω από αδύναμος να τιθασεύσει τις Ε.Δ. Αρχικά, τα δύο μεγάλα κόμματα (Seiyukai και Minseito) τελούσαν υπό την άμεση επιρροή των Zaibatsu. Μάλιστα, ήταν τέτοια η επίδραση που ασκούσαν στους πολιτικούς οι μεγάλοι οικονομικοί παράγοντες, ώστε γινόταν ανοιχτά λόγος πως τα κόμματα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από το πολιτικό σκέλος των Zaibatsu. Δεδομένων αυτών, δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι το εκάστοτε κόμμα είχε και τις «προτιμήσεις» του στις Ε.Δ. στη βάση της εύνοιας και των αντίστοιχων «χορηγών» του.
Η διείσδυση στον πολιτικό κόσμο δεν περιοριζόταν όμως αποκλειστικά σε επιχειρηματίες. Αντιλαμβανόμενοι ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος επίδρασης/χαλιναγώγησης του πολιτικού χώρου ήταν η άμεση εμπλοκή και είσοδος σε αυτόν, τόσο ο Στρατός όσο και το Ναυτικό αποφάσισαν να αξιοποιήσουν την νεοαποκτηθείσα οικονομική τους ισχύ. Έτσι, κατάφεραν να εξαγοράσουν, κυριολεκτικά, δύο θέσεις στο εκάστοτε υπουργικό συμβούλιο. Καθείς, πλέον, εκπροσωπείτο από έναν δικό του υπουργό ο οποίος δεν μπορούσε να καθαιρεθεί από τους πολιτικούς. Αντιθέτως, λογοδοτούσε αποκλειστικά και μόνο στο όπλο του και, βεβαίως, στον Αυτοκράτορα. Τέλος, οι στρατιωτικοί αυτοί υπουργοί είχαν δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) επί οποιασδήποτε νομοθετικής διαδικασίας. Ουσιαστικά, λοιπόν, η εκάστοτε ιαπωνική κυβέρνηση τελούσε υπό την άμεση εξάρτηση των στρατιωτικών οι οποίοι εξελίχθηκαν σε ρυθμιστές της πολιτικής ζωής του τόπου!
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η μέχρι τότε εσωτερική διαφορά έφτασε στο σημείο να μετουσιωθεί σε εθνική διαφορά καθώς η κάθε παράταξη προωθούσε τα δικά της συμφέροντα (και κατ’ επέκταση και αυτά των χορηγών της) σε βάρος της άλλης. Πλέον, ο οποιοσδήποτε μπορούσε αν αντιληφθεί ότι η κατάσταση εξωθείτο στα άκρα και ήταν, απλά, θέμα χρόνου έως ότου ο προφορικός διαξιφισμός να μετατραπεί σε κανονικό.
ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΟΠΛΑ
Η δεκαετία του 1930 υπήρξε το σημείο βρασμού των υφιστάμενων ανταγωνισμών. Η χώρα αισθανόταν αδικημένη από την μοιρασιά των Βερσαλλιών και δεν το έκρυβε. Η μεγάλη οικονομική κρίση είχε οδηγήσει την χώρα στα όρια της εξαθλίωσης και της ανέχειας. Παράλληλα, η ιαπωνική κοινωνία είχε γαλουχηθεί με μια λογική ανωτερότητας έναντι όλων των άλλων ασιατικών λαών και θεωρούσε, αν όχι ιερό καθήκον τότε, επιβεβλημένη την επικράτηση έναντι αυτών και την κυριαρχία πάνω στον ευρύτερο ασιατικό χώρο. Όλα αυτά οδήγησαν στην ανάπτυξη ενός σοβινιστικού πνεύματος που εξήρε τον μιλιταρισμό. Παράλληλα, τα δύο όπλα άρχισαν να αντιμετωπίζουν το ένα το άλλο όχι απλά ως ανταγωνιστή αλλά ως εχθρό!
Την αυλαία της σύγκρουσης άνοιξε η επικύρωση από την Ιαπωνία της Ναυτικής Συνθήκης του Λονδίνου τον Απρίλιο του 1930. Σύμφωνα με αυτήν, τα συμβαλλόμενα κράτη δεσμεύονταν να θέσουν κάποιους περιορισμούς στον εαυτό τους σχετικά με τον αριθμό, το εκτόπισμα και τον οπλισμό των μονάδων επιφανείας τους. Αίφνης, το Ναυτικό βρέθηκε μπροστά σε ένα τετελεσμένο γεγονός. Όχι μόνο δεν μπορούσε να ναυπηγήσει νέα πλοία αλλά ακόμα και αυτά που θα ναυπηγούσε θα έπρεπε να πληρούν συγκεκριμένες προδιαγραφές γεγονός που του ανέτρεπε ολόκληρο τον σχεδιασμό αλλά και το επιχειρησιακό του δόγμα! Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού πληροφορήθηκε ότι στο κείμενο της συνθήκης προβλεπόταν πως η Ιαπωνία θα διατηρούσε πολύ λιγότερες αριθμητικά μονάδες επιφανείας σε σύγκριση με τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα μέρη!
Στη βάση όλων αυτών, ο τότε Ιάπωνας Πρωθυπουργός, Hamaguchi Osachi, κατηγορήθηκε ανοιχτά για εσχάτη προδοσία και θεωρήθηκε προσωπικά υπεύθυνος για την «εθνική ταπείνωση», όπως αποκαλείτο η υπογραφή της συνθήκης. Στις 14/11/1930, ένας υπερεθνικιστής οπαδός του Ναυτικού προσπάθησε να τον δολοφονήσει, πυροβολώντας τον μέσα στον σιδηροδρομικό σταθμό του Τόκυο. Αν και η απόπειρα υπήρξε ανεπιτυχής, το μήνυμα είχε σταλεί. Οι Ε.Δ. ήταν διατεθειμένες να μετέλθουν κάθε μέσου για να διαφυλάξουν τα κεκτημένα τους. Και αφού το Ναυτικό ξεκίνησε, ο Στρατός δεν μπορούσε να μην ακολουθήσει. Και η «απάντηση» δεν άργησε.
Έχοντας αποφασίσει ότι πλέον είχε φτάσει η κατάλληλη στιγμή για να αναλάβει απευθείας τα ηνία της χώρας και να ξεφορτωθεί τόσο τους ενοχλητικούς πολιτικούς όσο και το Ναυτικό, ο Στρατός επιδίωξε την διενέργεια πραξικοπημάτων τον Μάρτιο και τον Οκτώβριο του 1931. Ως εκ τούτου, καταστρώθηκαν σχέδια για την διενέργεια συγκεκαλυμένων πραξικοπημάτων. Συγκεκριμένα, προβλεπόταν η πρόκληση βίαιων ταραχών οι οποίες θα έδιναν την εντύπωση εκτροχιασμού της ειρήνης και της ασφάλειας. Μάλιστα, στόχος ήταν τα πράγματα να λάβουν όσο το δυνατόν πιο ακραία τροπή ώστε να αναγκαστεί η κυβέρνηση να κηρύξει στρατιωτικό νόμο. Τότε, ο Στρατός θα επενέβαινε προς αποκατάσταση της τάξης και θα καταλάμβανε την εξουσία.
Αμφότερα σχέδια ήταν σχετικά απλά και υλοποιήσιμα. Ωστόσο, δεν επρόκειτο να μετουσιωθούν σε πράξη καθώς και τις δύο φορές ανακαλύφθηκαν από την μυστική αστυνομία με αποτέλεσμα να ναυαγήσουν πριν καλά καλά εκκινήσουν. Το Ναυτικό ήταν έξω φρενών από αυτή την ιταμή, όπως την θεωρούσε, απόπειρα του Στρατού και ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία των πρωταιτίων. Ωστόσο, χάρη στην ισχυρή επιρροή που διέθετε ο Στρατός και την κάλυψη που παρείχε στα στελέχη του, ουδείς διώχθηκε ή τιμωρήθηκε.
Με το γόητρό του να έχει τρωθεί, ο Στρατός αναζητούσε έναν τρόπο να αποκαταστήσει την αίγλη του. Και μιας και δεν μπορούσε να συγκρουστεί ανοιχτά με το Ναυτικό, αποφάσισε να δράσει κατά ενός ευκολότερου θηράματος. Συγκεκριμένα, τα ιαπωνικά στρατεύματα που βρίσκονταν στην Κορέα και την Κίνα διατάχθηκαν να εισβάλουν και να καταλάβουν την Μαντζουρία! Για να δικαιολογήσουν την πράξη τους, ενορχήστρωσαν ένα μεθοριακό επεισόδιο στο Mukden, παρέχοντας στον εαυτό τους το πολυπόθητο άλλοθι. Εξυπακούεται, ότι όλα αυτά συνέβησαν εν αγνοία της κυβέρνησης. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί, ότι ο τότε πρωθυπουργός, Inukai Tsuyoshi, όχι μόνο ανέχθηκε τις ενέργειες του Στρατού αλλά και τις επικρότησε και τις υπερασπίστηκε διεθνώς!
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι κινήσεις του Στρατού δεν μπορούσαν να περάσουν αναπάντητες. Το Ναυτικό αποφάσισε να στείλει την απάντησή του, δια της πλαγίας οδού. Συγκεκριμένα, στις 15/5/1932, μια ομάδα αποτελούμενη από 11 νεαρούς αξιωματικούς του Ναυτικού εισέβαλε στην κατοικία του Tsuyoshi στο Τόκυο και τον δολοφόνησαν με πυροβολισμούς. Μάλιστα, λέγεται πως όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τους εκτελεστές του, ο πρωθυπουργός τους είπε ότι αν τον άκουγαν και συζητούσαν θα καταλάβαιναν τον λόγο της δράσης του, με τους δολοφόνους να απαντούν ψυχρά ότι ο διάλογος είναι περιττός. Μετά την δολοφονική τους πράξη, οι νεαροί αξιωματικοί επιτέθηκαν στα σπίτια και άλλων πολιτικών φίλα προσκείμενων στον Στρατό. Αξίζει να αναφερθεί ανεκδοτολογικά, ότι, μεταξύ όλων των άλλων, στόχευαν να δολοφονήσουν και τον διάσημο ηθοποιό Charlie Chaplin, που είχε αφιχθεί στην Ιαπωνία την προηγούμενη ημέρα και φιλοξενείτο από τον πρωθυπουργό, αποσκοπώντας στην πρόκληση διπλωματικού επεισοδίου με τις ΗΠΑ, ακόμα και ενδεχόμενη ένοπλη σύρραξη. Τύχη αγαθή, ο Chaplin είχε μεταβεί να παρακολουθήσει έναν αγώνα σούμο με τον γιο του πρωθυπουργού και απουσίαζε την ώρα της επίθεσης. Όταν ολοκλήρωσαν το έργο τους, οι αξιωματικοί παραδόθηκαν στις αρχές και τους επεβλήθησαν αμελητέες έως χαϊδευτικές ποινές. Τώρα ήταν η σειρά του Στρατού να απαντήσει.
Το αποκορύφωμα της όλης αναμέτρησης ήταν το καλούμενο «Συμβάν της 26ης Φεβρουαρίου 1936». Στις 04:00, 1.558 άνδρες της φρουράς του Τόκυο, υπό την ηγεσία νεαρών αξιωματικών του Στρατού διενήργησαν πραξικόπημα. Επισήμως, οι κινηματίες αποσκοπούσαν στην διάσωση της χώρας από την εκτροπή. Στην πραγματικότητα, στόχος τους ήταν η εκκαθάριση πολιτικών αντιπάλων. Οι στασιαστές κατέλαβαν κυβερνητικά κτίρια, δολοφόνησαν πολιτικά πρόσωπα (μεταξύ τους και δύο πρώην πρωθυπουργούς) και επιχείρησαν να σκοτώσουν και τον νυν Ιάπωνα Πρωθυπουργό, Keisuke Okada, αλλά απέτυχαν. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι η δολοφονία του εκάστοτε πρωθυπουργού είχε λάβει, σε αυτό το σημείο, εθιμικό χαρακτήρα καθιστώντας το εν λόγω αξίωμα μια από τις πλέον επικίνδυνες ασχολίες παγκοσμίως! Πληροφορούμενος το γεγονός ο Αυτοκράτορας Hirohito διέταξε την καταστολή του κινήματος, κάτι που οι ιθύνοντες του Στρατού, όντας φίλα προσκείμενοι με την δράση των κινηματιών, εξέλαβαν ως…παρότρυνση. Μάλιστα, ξεκίνησαν και επαφές με την ηγεσία των στασιαστών! Αυτή ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Τόσο το πραξικόπημα αυτό καθ’ αυτό, όσο και η πρωτοφανής απείθεια στο πρόσωπο του Αυτοκράτορα ώθησαν το Ναυτικό να επέμβει δυναμικά. Τα πλοία που ναυλοχούσαν στον κόλπο της Yokohama τέθηκαν σε κατάσταση μάχης με τα πληρώματα να επανδρώνουν τα πυροβόλα ενώ ναυτικά αγήματα αποβιβάστηκαν έτοιμα να βαδίσουν κατά των στασιαστών. Αυτή την φορά, οι Ναύαρχοι δεν άφησαν κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Είτε ο Στρατός θα πειθαρχούσε στις διαταγές του Αυτοκράτορα και θα κατέστελλε την στάση είτε ο Στόλος θα αναλάμβανε να τους «συνετίσει» δια κανονιοβολισμού! Τα πράγματα οδηγούνταν σε ανοιχτή ένοπλη αναμέτρηση, και μάλιστα μέσα στην ίδια την πρωτεύουσα. Η κρίση αποσοβήθηκε έπειτα από δυναμική παρέμβαση του Hirohito που απαίτησε την καταστολή του κινήματος και την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων. Παγιδευμένος μεταξύ της αυτοκρατορικής οργής από την μια και των ναυτικών πυροβόλων από την άλλη, ο Στρατός, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος, προχώρησε σε καταστολή της στάσης. 19 από τους πρωτεργάτες εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες με την κατηγορία της στάσης και άλλοι 40 φυλακίστηκαν.
Αυτό ήταν και το τέλος των άμεσων στρατιωτικών παρεμβάσεων στην πολιτική ζωή της χώρας. «Νικητής», αν και ο όρος είναι εξαιρετικά αδόκιμος εν προκειμένω, ανεδείχθη το Ναυτικό ενώ ο Στρατός υπέστη δεινή ταπείνωση. Αυτό όμως, δεν σήμαινε ότι ηττήθηκε ή ότι είχε αποφασίσει να παραιτηθεί από τον αγώνα, κάτι που κατέστη σαφές και τα επόμενα χρόνια.
ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΟΥ Β΄ Π.Π.
Στην παγκόσμια ιστοριογραφία παρατηρείται ένα άγραφο αξίωμα. Δεν υπάρχει τίποτα που να ενώνει δύο εσωτερικούς αντιπάλους όσο η εμφάνιση ενός κοινού εξωτερικού εχθρού. Αυτό θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στην περίπτωση της διαμάχης Στρατού και Ναυτικού. Το πρόβλημα, όμως, ήταν πως οι δύο πλευρές είχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το ποιος ήταν ο «κοινός εχθρός» και αυτό εξαιτίας της διαφορετικής τους προσέγγισης.
Ο Στρατός θεωρούσε ότι η Αυτοκρατορία έπρεπε να επεκταθεί στον ηπειρωτικό χώρο της Ανατολικής Ασίας. Στόχος του ήταν η κατάληψη της Κίνας και της Σιβηρίας ώστε να αποκτηθούν πολύτιμες πρώτες ύλες. Ως εκ τούτου, βασικοί αντίπαλοι θα ήταν η Κίνα (εθνικιστικές και κομμουνιστικές δυνάμεις) και η ΕΣΣΔ. Στον αντίποδα, το Ναυτικό θεωρούσε ότι η χώρα δεν θα έπρεπε να εμπλακεί σε νέες ηπειρωτικές περιπέτειες. Αντιθέτως, θα έπρεπε να στραφεί νότια και να καταλάβει τις υφιστάμενες ευρωπαϊκές αποικίες (Φιλιππίνες, Ινδοκίνα, Μαλαισία, Ινδονησία, κ.ά.) από τις οποίες θα προμηθευόταν τα αναγκαία. Αυτό θα έφερνε την Ιαπωνία αντιμέτωπη με την κυρίαρχη δύναμη στον Ειρηνικό, τις ΗΠΑ.
Αυτή η διαφωνία αποτυπωνόταν και στην χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Ο Στρατός πίεζε έντονα για σύμπραξη με την χιτλερική Γερμανία κατά της ΕΣΣΔ και συνακολούθως για είσοδο της Ιαπωνίας στον υφιστάμενο ευρωπαϊκό πόλεμο. Στον αντίποδα, το Ναυτικό διαφωνούσε με αυτή την συμμαχία και προωθούσε μια πιο διαλλακτική πολιτική. Μάλιστα, μέρος της ανώτατης ηγεσίας του Στόλου είχε ξεκινήσει μυστικές και άτυπες διπλωματικές επαφές με τους Αμερικανούς σε μια προσπάθεια εξεύρεσης κάποιου διακανονισμού που θα απέτρεπε μια πολεμική αναμέτρηση. Πρωτεργάτης του όλου εγχειρήματος ήταν ο Ναύαρχος Isoroku Yamamoto. Σε αντίποινα, ο Στρατός προσπαθούσε να τρομοκρατήσει το Ναυτικό και να το κάνει να υπαναχωρήσει. Απειλητικά μηνύματα σε βάρος αξιωματικών και των οικογενειών τους ήταν σύνηθες φαινόμενο. Επιπλέον, αρκετά συχνά, αγήματα του Στρατού, έβγαιναν από τους στρατώνες τους και βάδιζαν συντεταγμένα προς το Αρχηγείο Στόλου. Εκεί παρατάσσονταν και έστρεφαν τα όπλα τους (ενίοτε μετέφεραν ακόμα και βαρέα πολυβόλα) κατά του κτιρίου σε έναν επικίνδυνο πόλεμο νεύρων. Αποκορύφωμα της όλης δράσης του Στρατού, υπήρξε η ανεπιτυχής δολοφονική απόπειρα σε βάρος του ίδιου του Yamamoto.
Η είσοδος της Ιαπωνίας στον Β΄ Π.Π, στις 7/12/1941, δεν στάθηκε ικανή να σταματήσει, ή έστω να παγώσει, την διαμάχη στους κόλπους των Ε.Δ. οι οποίες παρέμεναν διχασμένες και λειτουργούσαν με βάση ένα αεροστεγές επιχειρησιακό δόγμα. Αρχικά, τα δύο όπλα είχαν διακριτές υπηρεσίες πληροφοριών και επιμελητείας, διακριτά σχέδια επιχειρήσεων και διαφορετική αντίληψη. Παράλληλα, αμφότεροι διέθεταν δική τους αεροπορία, ομάδες αλεξιπτωτιστών και πυροβολικό. Σε μια τραγελαφική ειρωνεία της ζωής, ο Στρατός διατηρούσε ειδικό σώμα «ναυτικού» με πλοία που θα μεριμνούσαν για τον ανεφοδιασμό και την μεταφορά των δυνάμεών του, ενώ το Ναυτικό διέθετε δικό του σώμα πεζικού! Εξυπακούεται ότι όλοι αυτοί οι φορείς βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαλότητα μεταξύ τους ενώ οποιαδήποτε ιδέα περί συνεργασίας άγγιζε τα όρια ανεκδότου. Για παράδειγμα, αν ένα αεροπλάνο της Αεροπορίας Ναυτικού προσγειωνόταν σε μια βάση του Στρατού, όχι μόνο δεν θα μπορούσε να ανεφοδιαστεί αλλά διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο να «επιταχθεί» από την Αεροπορία Στρατού. Μπορεί να ακούγεται απίστευτο αλλά κάτι τέτοιο είχε συμβεί στον απόηχο της ναυμαχίας της θάλασσας των Κοραλλιών. Ναυτικά αεροσκάφη, έχοντας απωλέσει το αεροπλανοφόρο τους, προσγειώθηκαν σε αεροδρόμιο του Στρατού. Η φρουρά, συνέλαβε τους πιλότους και τους κράτησε σε περιορισμό αφού πρώτα τους ευχαρίστησε για την αφιλοκερδή προσφορά των αεροσκαφών τους! Αντίστοιχα, αν η υπηρεσία πληροφοριών του Ναυτικού είχε στοιχεία για μια επικείμενη χερσαία επιχείρηση των Συμμάχων, θα φρόντιζε να σπεύσει… βραδέως, και να την μεταβιβάσει στο Στρατό, κάποτε.
Η διαφορά είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε οι δύο πλευρές να ορίσουν και διακριτές ζώνες ευθύνης! Οτιδήποτε συνέβαινε στην θάλασσα ήταν αρμοδιότητα του Ναυτικού και οτιδήποτε συνέβαινε στην στεριά του Στρατού. Για παράδειγμα, όταν οι Αμερικανοί διενεργούσαν κάποια απόβαση, αρμόδιο να τους αποκρούσει ήταν το Ναυτικό διότι απλούστατα ο εχθρός βρισκόταν στην θάλασσα. Μόνο όταν οι αντίπαλοι εξασφάλιζαν προγεφυρώματα αναλάμβανε δράση ο Στρατός καθώς τότε ο εισβολές βρισκόταν στην ξηρά! Εξυπακούεται ότι ουδείς έσπευδε προς επικουρία του άλλου είτε στο ένα στάδιο είτε στο έτερο. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα των συνεπειών αυτού του παραλογισμού κατέστη εμφανές στον τομέα της αεράμυνας και συγκεκριμένα στην απόκρουση των αμερικανικών βομβαρδιστικών. Ο μεν Στρατός υποστήριζε ότι αφού τα αεροσκάφη πετούν πάνω από τον ωκεανό, αρμόδιο/υπεύθυνο για την αναχαίτισή τους ήταν το Ναυτικό! Το δε Ναυτικό, αντέτεινε ότι μιας και τα αεροπλάνα έπλητταν χερσαίους στόχους, τότε την ευθύνη την είχε ο Στρατός! Και τα πράγματα χειροτέρευαν από την άρνηση των διοικητών μοιρών αναχαιτίσεως να μοιραστούν μεταξύ τους τις διαθέσιμες πληροφορίες και να συντονίσουν την δράση τους. Όλα αυτά, επιδρούσαν αρνητικά στις όποιες προσπάθειες απόκρουσης του αντιπάλου. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι καθ’ όλη την διάρκεια του πολέμου, από τα εκατοντάδες αμερικανικά βομβαρδιστικά που έπλητταν τις ιαπωνικές νήσους μόλις 74 καταρρίφθηκαν από καταδιωκτικά αεροσκάφη!
Όλα αυτά, δεν σήμαιναν όμως ότι δεν υπήρξε ποτέ συνεργασία μεταξύ Στρατού και Ναυτικού. Άλλωστε, οι ίδιες οι πολεμικές ανάγκες τους υποχρέωσαν να δράσουν από κοινού σε πάρα πολλές περιπτώσεις. Έτσι, σταδιακά, ο Στρατός ανέλαβε την κατάκτηση – και αργότερα την υπεράσπιση – νησιών ενώ το Ναυτικό μεριμνούσε για τον ανεφοδιασμό και την μεταφορά στρατευμάτων αλλά και την αναχαίτιση των ναυτικών δυνάμεων του αντιπάλου. Όσες φορές οι δύο πλευρές δούλεψαν αρμονικά μεταξύ τους (μετρημένες στα δάχτυλα), τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση συνδυασμένης δράσης είναι η κατάληψη της Ινδονησίας όπου Στρατός και Ναυτικό έδρασαν τόσο συντονισμένα που κατάφεραν να συντρίψουν γρήγορα τον αντίπαλο και να τον αποσυντονίσουν σε μεγάλο βαθμό. Μία, ενδεικτική, περίπτωση αρνητικής συνεργασίας των δύο πλευρών εντοπίζεται κατά την μάχη της Iwo Jima. Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, ως γενικός διοικητής, ο Στρατηγός Tadamichi Kuribayashi παρατήρησε έκπληκτος ότι η πρώτη γραμμή άμυνας αποτελείτο από εμφανή και πλήρως εκτεθειμένα ορύγματα επί των ακτών. Εύλογα διέταξε την εγκατάλειψή τους μόνο και μόνο για να βρεθεί αντιμέτωπος με τους αξιωματικούς του Ναυτικού οι οποίοι τον ενημέρωσαν ότι μέχρι ο εχθρός να πατήσει στο νησί αρμόδιοι ήταν οι ίδιοι και, ως εκ τούτου, καλό θα ήταν ο στρατηγός να μην ανακατεύεται!
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι έριδες μεταξύ Στρατού και Ναυτικού δεν σταμάτησαν ακόμα και μετά την συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας. Με το πέρας του πολέμου, εκτοξεύτηκαν βαρύτατες κατηγορίες εκατέρωθεν αναφορικά με το ποιος ευθυνόταν για την ήττα της χώρας. Ο Στρατός ένιωθε προδομένος και κατηγορούσε το Ναυτικό ότι δεν έπραξε τα όσα όφειλε και μπορούσε, σαμποτάροντας ουσιαστικά τον αγώνα. Παράλληλα, τόνιζε, προς πάσα κατεύθυνση, ότι ο Στόλος αποτελούσε μια πραγματική οικονομική και υλική αφαίμαξη στερώντας από τον Στρατό πολύτιμα καύσιμα, πυρομαχικά και λοιπά εφόδια, ενώ οι αξιωματικοί του Ναυτικού ήταν ικανοί μόνο για δεξιώσεις. Στον αντίποδα, το Ναυτικό κατηγορούσε τον Στρατό για ανικανότητα και έλλειψη διαύγειας θεωρώντας τον υπαίτιο για την εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο και όλα τα συνακόλουθα δεινά. Αν και όλες οι κατηγορίες είχαν κάποια ίχνη αληθείας εντούτοις αποτελούσαν υπεραπλουστευμένες γενικεύσεις και οργισμένες αντιδράσεις παρά μια συγκροτημένη και ειλικρινή κριτική.
Υπό αυτούς τους όρους είναι πραγματικά απορίας άξιο το πώς κατάφερε η Ιαπωνία, όχι απλά να αντέξει για όσο διάστημα άντεξε αλλά και να σημειώσει όλες τις μεγάλες επιτυχίες της σε κάθε στάδιο της αναμέτρησης.
ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Addicott, D. A. C. (2017). The Rise and Fall of the Zaibatsu: Japan’s Industrial and Economic Modernization, Global Tides Vol. 11, Pepperdine University
Brown, Delmer, M. (1955). Nationalism in Japan. University of California Press
Encyclopedia Britannia, Zaibatsu. Διαθέσιμο σε: https://www.britannica.com/topic/zaibatsu
Jansen, M. (2002). The Making of Modern Japan, Harvard University Press
Jenkins D. A. (2022). Diplomats & Admirals: From Failed Negotiations and Tragic Misjudgments to Powerful Leaders and Heroic Deeds, the Untold Story of the Pacific War from Pearl Harbor to Midway, Aubrey Pyblishing
Paine, S. C. M. (2017). The Japanese Empire: Grand Strategy from the Meiji Restoration to the Pacific War, Cambridge University Press