Η μάχη που άλλαξε τις ισορροπίες στο μέτωπο του Ειρηνικού και ανάγκασε τους Ιάπωνες να τηρήσουν αμυντική στάση μέχρι την τελική τους συνθηκολόγηση.
Γράφει ο Κλεάνθης Κυριακίδης
Τσέστερ Ουίλιαμ Νίμιτς (1885 – 1966):
Ο διοικητής του στόλου του Ειρηνικού, ήταν ο πρωτεργάτης της ναυτικής αντεπίθεσης και επικράτησης κατά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Γεννήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1885 στο Φρέντρικσμπεργκ του Τέξας και παρότι ήθελε να γίνει αξιωματικός του στρατού ξηράς, τελικά εισήλθε στην Ναυτική Ακαδημία της Αννάπολις το 1901 και αποφοίτησε τον Ιανουάριο του 1905, 7ος σε μια τάξη 114 αξιωματικών. Υπηρέτησε σε πλοία επιφανείας στον «Ασιατικό στόλο» και ήταν υπεύθυνος για την προσάραξη του αντιτορπιλικού “Decatur”. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μετατεθεί στα υποβρύχια, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, ως κυβερνήτης και διοικητής μοιρών.
Ο Νίμιτς σπουδάζοντας στην Ευρώπη, έγινε ο πλέον ειδήμων Αμερικανός αξιωματικός σε θέματα μηχανών ντίζελ και είχε προτάσεις από ιδιωτικές εταιρίες για να εγκαταλείψει το ναυτικό. Έχοντας προαχθεί σε Πλωτάρχη το 1917, μεταπήδησε από το επιτελείο του διοικητή υποβρυχίων του στόλου του Ατλαντικού στο επιτελείο του Αρχηγού Ναυτικού. Μέχρι το 1922 που φοίτησε στη Σχολή Πολέμου, είχε περάσει επιτυχώς από τα καθήκοντα του Υπάρχου και Κυβερνήτου σε πλοία επιφανείας. Μέχρι το 1932 είχε διοικήσει κάποιες μονάδες, πριν του ανατεθεί η διακυβέρνηση της ναυαρχίδας του «Ασιατικού στόλου», του καταδρομικού «Αυγούστα». Μέχρι την είσοδο της Αμερικής στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, εκτός από επιτελικές θέσεις, διετέλεσε και διοικητής της 2ης μοίρας καταδρομικών και της 1ης μοίρας θωρηκτών.
Ο απόλυτος ιαπωνικός αιφνιδιασμός στο Περλ Χάρμπορ, οδήγησε την Αμερική στον πόλεμο και τον ναύαρχο Κίμμελ στο σπίτι του. Νέος διοικητής του στόλου του Ειρηνικού ανέλαβε στις 31 Δεκεμβρίου 1941 ο Τσέστερ Νίμιτς. Όντας επιθετικός από τη φύση του, διέταξε τα μοναδικά πλοία που έμειναν ανέπαφα από το Περλ Χάρμπορ, τα αεροπλανοφόρα, να κτυπήσουν με τα αεροσκάφη τους ιαπωνικές θέσεις στα νησιά Μάρσαλ, στο Γουέηκ και στη Νέα Γουινέα. Η «πρώτη» του ναυμαχία, στη θάλασσα των Κοραλλίων, έληξε «ισόπαλη», αφού οι Ιάπωνες είχαν τις ίδιες απώλειες με τους Αμερικανούς. Στις 18 Απριλίου 1942 το επιθετικό πνεύμα του Νίμιτς εκφράστηκε με την αεροπορική επιδρομή στο Τόκιο από βομβαρδιστικά που απογειώθηκαν από το αεροπλανοφόρο «Χόρνετ».
Τον Ιούνιο του 1942 έλαβε χώρα η περίφημη αεροναυμαχία του Μίντγουαιη, η κρίσιμη καμπή του πολέμου του Ειρηνικού, μια μεγάλη αμερικανική νίκη, σχεδιασμένη από τον ήδη καταξιωμένο ναύαρχο. Ακολούθησαν μόνο νικηφόρες επιχειρήσεις για το αμερικανικό ναυτικό ή αμφίρροπες αναμετρήσεις με μοιρασμένες απώλειες, που η αμερικανική βιομηχανία σε αντίθεση με την ιαπωνική μπορούσε εύκολα να αντικαταστήσει. Έτσι μετά τη ναυμαχία στα νησιά του Σολομώντος, ήρθαν οι επιχειρήσεις ανακαταλήψεως εδαφών, ξεκινώντας από το Γκουανταλκανάλ. Στις σημαντικότερες επιτυχίες του συμπεριλαμβάνονται η ναυμαχία της θάλασσας των Φιλιππίνων και η περίφημη αεροναυμαχία του κόλπου του Λέυτε (24 – 26 Οκτωβρίου 1944). Προς το τέλος του πολέμου ο στόλος συμμετείχε στις αιματηρές μάχες της Ίβο Τζίμα και της Οκινάβα, όπου δέχθηκε κριτική για τις «μέτριες» προπαρασκευές των επιχειρήσεων από ναυτικό βομβαρδισμό, που οδήγησαν σε εκατόμβη θυμάτων.
Από τις 19 Δεκεμβρίου 1944, ο Νίμιτς είχε προαχθεί στο νεοϊδρυθέντα βαθμό του «Αρχηγού του Αμερικανικού Στόλου» και είχε την τιμή να υπογράψει ως εκπρόσωπος των Η.Π.Α. την παράδοση της Ιαπωνίας επί του θωρηκτού «Μιζούρι», το οποίο ήταν αγκυροβολημένο στον κόλπο του Τόκιο. Το Νοέμβριο του 1945 προήχθη σε Αρχηγό του Ναυτικού. Στο τέλος του 1947 παραιτήθηκε από Αρχηγός, αλλά παρέμεινε τυπικά στο Ναυτικό και μετέβη επί διετία στο Κασμίρ ως εντεταλμένος του Ο.Η.Ε.. Περί το τέλος του 1965 έπαθε εγκεφαλικό, το οποίο είχε επιπλοκή που προκάλεσε το θάνατό του στη Γιέρμπα Μπουένα στις 20 Φεβρουαρίου 1966 και ετάφη στο εθνικό κοιμητήριο της «Γκόλντεν Γκέητ» στο Σαν Φρανσίσκο.
Ισορόκου Γιαμαμότο (1884 – 1943):
Ο Ιάπωνας ναύαρχος, στρατηγιστής και καινοτόμος του πολέμου, αποτελεί τη μεγαλύτερη ναυτική φυσιογνωμία του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Γεννήθηκε στις 4 Απριλίου 1884 στη Ναγκόκα. Ο πατέρας του, Τακάνο Σανταγιόσι, ήταν σαμουράι και ο εκσυγχρονισμός της Ιαπωνίας τον οδήγησε σε οικονομικό μαρασμό. Ο γιος του, Ισορόκου, εισήλθε στην ναυτική ακαδημία της Ετατζίμα το 1901, δεύτερος μεταξύ 300 υποψηφίων.
Πήρε αμέσως το βάπτισμα του πυρός κατά τον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο και στη ναυμαχία της Τσουσίμα (27-28 Μαΐου 1905) έχασε δυο δάκτυλα από το αριστερό του χέρι, αλλά οι κανονισμοί δεχόντουσαν ως αξιόμαχους όσους είχαν σε κάθε χέρι «πάνω από τρία δάκτυλα» και έτσι παρέμεινε στις τάξεις του ναυτικού.
Από το 1914, που πέθαναν οι γονείς του, έως το 1916 παρακολούθησε το αυτοκρατορικό κολέγιο επιτελών στο οποίο φοιτούσαν μόνο οι αριστοκρατικής καταγωγής αξιωματικοί, και στο οποίο εισήλθε, αφού τον υιοθέτησε ο ναύαρχος Τατεβάκι Γιαμαμότο.
Από το 1919 έως το 1921 μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ στις Η.Π.Α., όπου εντυπωσιάστηκε από τη δύναμη της αμερικανικής βιομηχανίας, την οποία βρήκε σαφώς υπέρτερη της αντίστοιχης ιαπωνικής. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του υπηρέτησε επί διετία στην αεροναυτική σχολή πολέμου της Κασιμίγκα Γιούρα και το 1923 προήχθη σε πλοίαρχο. Εκεί αντιλήφθηκε την ισχύ των αεροσκαφών και ήταν από τους πρώτους που θεώρησαν ως ισχυρότερη δύναμη του στόλου τα αεροπλανοφόρα από τα θωρηκτά. Από το 1925 έως το 1927 υπηρέτησε ξανά στην Αμερική, ως ναυτικός ακόλουθος.
Επιστρέφοντας στην πατρίδα του παρέλαβε καθήκοντα κυβερνήτου διαδοχικά στο καταδρομικό «Ισούζου» και το αεροπλανοφόρο «Ακάτζι». Το 1929 έγινε υποναύαρχος και το 1930 διοικητής του τεχνολογικού τμήματος του ναυτικού. Το 1934 έγινε διοικητής του πρώτου αεροναυτικού στόλου και ηγήθηκε της ιαπωνικής αντιπροσωπείας στη ναυτική συνδιάσκεψη του Λονδίνου (1934-1935). Επιστρέφοντας στη χώρα του, έγινε διοικητής της Ναυτικής Αεροπορίας και για λίγο υφυπουργός ναυτικού. Ο Γιαμαμότο ήταν αντίθετος στην ιαπωνική εισβολή στην Κίνα το 1937, όπως και στην είσοδο της χώρας του στις δυνάμεις του άξονα («Τριμερές σύμφωνο» – 1940), διότι πίστευε ότι έπρεπε να απομακρυνθεί το ενδεχόμενο ενός αμερικανοϊαπωνικού πολέμου.
Σε περίπτωση πολέμου, πίστευε ότι θα έπρεπε να ξεκινήσει με αιφνιδιαστικό και αποφασιστικό χτύπημα, που δε θα επέτρεπε στο αμερικανικό ναυτικό να συνέλθει γρήγορα. Έτσι σχεδίασε, την περίφημη επίθεση στο Περλ Χάρμπορ. Την Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 1941 έξι αεροπλανοφόρα και 183 αεροσκάφη επιτέθηκαν στο Περλ Χάρμπορ εξουδετερώνοντας τα θωρηκτά του στόλου του Ειρηνικού, μαζί με 188 αεροσκάφη και σκοτώνοντας 2.300 Αμερικανούς. Τον Μάρτιο του 1942 επιτέθηκε στον βρετανικό «ανατολικό στόλο» με μεγάλη επιτυχία. Ακολούθησε η «ισόπαλη» ναυμαχία στη θάλασσα των Κοραλλίων, στην οποία οι Ιάπωνες έχασαν για πρώτη φορά αεροπλανοφόρο.
Η επόμενη ναυμαχία την οποία σχεδίασε, έλαβε χώρα την 4η Ιουνίου 1942 στο Μίντγουαιη. Ο Γιαμαμότο αιφνιδιάστηκε από την παρουσία ολόκληρου του στόλου του Ειρηνικού και το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό για τους Ιάπωνες που έχασαν 4 αεροπλανοφόρα και ένα βαρύ θωρηκτό. Ο ναύαρχος, αναμφίβολα επηρεασμένος από το Μίντγουαιη, ακολούθησε πιο αμυντική στάση στη ναυμαχία στα νησιά του Σολομώντος και στο Γκουανταλκανάλ.
Την 17η Απριλίου 1943, αποκρυπτογραφώντας ένα απόρρητο σήμα που περιείχε το λεπτομερές πρόγραμμα μιας επικείμενης επιθεώρησης του Γιαμαμότο σε προκεχωρημένες βάσεις, οι Αμερικάνοι αποφάσισαν να καταρρίψουν το αεροπλάνο του. Την επόμενη μέρα το πρωί, στην επιχείρηση «Εκδίκηση» («Vengeance»), 6 ιαπωνικά αεροσκάφη “Zero”, δέχθηκαν επίθεση από 18 Ρ-38! Ο ναύαρχος Γιαμαμότο πέθανε από βολή πολυβόλου λίγο πριν την κατάρριψη του αεροσκάφους του. Μεταθανάτια, έγινε ο πρώτος και μοναδικός μη Γερμανός στον οποίο απενεμήθη ο θρυλικός «σταυρός των ιπποτών, μετά φύλλων δρυός και ξιφών!»
Αεροναυμαχία του Μίντγουαιη (1942)
Την Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 1941 μια ιαπωνική ναυτική δύναμη έξι αεροπλανοφόρων και 183 αεροσκαφών επιτέθηκε στο Περλ Χάρμπορ και κατέστρεψε τα θωρηκτά «Αριζόνα» και «Οκλαχόμα». Άλλες τρεις μονάδες κρούσεως («Καλιφόρνια», «Νεβάδα» και «Γουέστ Βιρτζίνια») βυθίστηκαν στα ρηχά νερά του λιμανιού και αργότερα επισκευάστηκαν. Εννέα ακόμα σκάφη (6 θωρηκτά, 2 βοηθητικά και 1 ναρκοθέτιδα) έπαθαν σοβαρές ζημιές, 188 αεροσκάφη καταστράφηκαν στο έδαφος και 2.400 Αμερικανοί σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι 1200 τραυματίστηκαν.
Τις πρώτες μέρες μετά την επίθεση, οι Ιάπωνες βομβάρδισαν τα αεροδρόμια της Μαλαισίας, της Σιγκαπούρης, του Χογκ-Κογκ και των Φιλιππίνων. Ο αυτοκρατορικός στόλος βύθισε το βρετανικό θωρηκτό «Πρινς οφ Ουαίηλς» και το καταδρομικό «Ρηπάλς» ενώ έγιναν αποβάσεις στις Φιλιππίνες, στη Μαλαισία, στη Σαραβάκ και στο Μπρούνεϊ! Μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου οι ασταμάτητοι Ιάπωνες κατέλαβαν τα νησιά Γουαίηκ, το Χογκ-Κογκ και την πρωτεύουσα των Φιλιππίνων, Μανίλα. Το επόμενο δίμηνο κατελήφθη η Σιγκαπούρη και το Βόρνεο και το ιαπωνικό ναυτικό κυριάρχησε στη ναυμαχία της Ιάβας στις 27 Φεβρουαρίου 1942, ίσως τη μόνη καθαρή «ναυμαχία» και όχι αεροναυμαχία του Ειρηνικού. Τον Μάρτιο του 1942 ο ιαπωνικός στόλος κατανίκησε και το «γερασμένο» βρετανικό «ανατολικό στόλο». Οι καλοσχεδιασμένες αστραπιαίες επιθέσεις του περίφημου ναυάρχου Γιαμαμότο οδήγησαν στην πλήρη κατάληψη των Ανατολικών Ινδιών.
Η πρώτη ναυμαχία στην οποία χάθηκε σημαντική ιαπωνική μονάδα, το ελαφρύ αεροπλανοφόρο «Σόχο», έλαβε χώρα στη θάλασσα των Κοραλλίων, στις αρχές Μαΐου 1942. Όμως οι Ιάπωνες είχαν βυθίσει το μεγαλύτερο αμερικανικό αεροπλανοφόρο «Λέξινγκτον» και θεωρούσαν τη ναυμαχία νικηφόρα. Λίγο νωρίτερα, οι Ιάπωνες, είχαν υποστεί σοβαρό ψυχολογικό πλήγμα με την αεροπορική επιδρομή του αντισμήναρχου Ντουλίτλ στο Τόκιο στις 18 Απριλίου 1942. Ο συνδυασμός του αποτελέσματος της ναυμαχίας των Κοραλλίων και της επιδρομής στο Τόκιο, οδήγησε τους Ιάπωνες στην απόφαση να «παρασύρουν» ότι είχε απομείνει από τον αμερικανικό στόλο του Ειρηνικού σε μια αποφασιστική ναυμαχία. Ως ιδανικό σημείο επελέγη η αμερικανική βάση της ατόλης του Μίντγουαιη.
Ο Γιαμαμότο εκπόνησε ένα στρατηγικά μεγαλοφυές σχέδιο κατάληψης της ατόλης, παράλληλα με απόβαση ειδικών δυνάμεων στις Αλεούτιες νήσους, στην Αλάσκα. Η επίθεση αντιπερισπασμού στις Αλεούτιες, θα αποπροσανατόλιζε τους Αμερικάνους, θα προστάτευε τον ιαπωνικό στόλο του Μίντγουαιη και θα οδηγούσε τη ναυτική αμερικανική δύναμη της περιοχής σε καταστροφή. Το σχέδιο του Ιάπωνα ναυάρχου παρέβλεπε το γεγονός της εγγύτητας του Μίντγουαιη στη Χαβάη σε σχέση με την Ιαπωνία που πιθανόν να σήμαινε την εύκολη ανακατάληψή του, όταν την αποφάσιζαν οι Αμερικάνοι αλλά και τη δυνατότητα αεροπορικής υποστήριξης στην περιοχή αυτή από αεροσκάφη με έδρα τη Χαβάη και το ίδιο το Μίντγουαιη, επιπλέον αυτών των αεροπλανοφόρων. Επίσης βασιζόταν στη λάθος πληροφορία ότι οι αντίπαλοί του είχαν ετοιμοπόλεμα ένα ή το πολύ δυο αεροπλανοφόρα και απαιτούσε αιφνιδιασμό, που όμως ήταν αδύνατος, αφού οι Αμερικάνοι είχαν σπάσει τον κώδικα κρυπτογράφησης των αντιπάλων τους και είχαν στα χέρια τους πριν τη ναυμαχία, το σχέδιο του Ιάπωνα ναυάρχου
Στις 26 Μαΐου 1942 ο υποναύαρχος Σπρούανς επικεφαλής της «δύναμης 17» που διέθετε τα αεροπλανοφόρα «Εντερπράιζ» και «Χόρνετ» και δυο μέρες αργότερα ο υποναύαρχος Φλέτσερ επικεφαλής της «δύναμης 16» επί του αεροπλανοφόρου «Γιορκτάουν», κινήθηκαν προς το Μίντγουαιη εφαρμόζοντας το σχέδιο του ναυάρχου Νίμιτς. Οι Αμερικάνοι θα είχαν αεροπορική υπεροχή, αφού αθροίζοντας τα αεροσκάφη των αεροπλανοφόρων και της βάσης θα έφταναν στα 360, πολύ περισσότερα από τα 260 ιαπωνικά. Όμως ο στόλος του Ειρηνικού θα αντιμετώπιζε την ισχυρότερη αρμάδα του κόσμου: 165 πλοία επιφανείας και 18 υποβρύχια του ιαπωνικού στόλου, υπό την τακτική διοίκηση του ναυάρχου Τσουίσι Ναγκούμο και την επιχειρησιακή διοίκηση του ναυάρχου Γιαμαμότο.
Την 4η Ιουνίου 1942 ο Ναγκούμο φτάνοντας πρώτος σε ακτίνα βολής από το Μίντγουαιη έστειλε περί τις 06:30 το πρώτο κύμα επίθεσης, με 108 αεροσκάφη, για να βομβαρδίσει το νησί. Με δεδομένο ότι δεν περίμενε την παρουσία αμερικανικών αεροπλανοφόρων – ή το πολύ την εμφάνιση ενός, αφού ακόμα και αν υπήρχε άλλο θα στρεφόταν προς τις Αλεούτιες νήσους – διέταξε και δεύτερο κύμα επίθεσης στο νησί, «αφοπλίζοντας» τα αεροσκάφη του από τορπίλες και βόμβες εναντίον πλοίων. Τα παλαιά αεροσκάφη που βρισκόντουσαν πάνω στην ατόλη του Μίντγουαιη απογειώθηκαν, αλλά μέσα σε μια ώρα καταστράφηκαν εύκολα από τα υπέρτερα σε αριθμό και ποιότητα ιαπωνικά. Στις 07:40 ένα ιαπωνικό αεροσκάφος εντώπισε τη «δύναμη 16», αλλά λεπτομέρειες σχετικά με το μέγεθος και την κίνησή της, έφτασαν με καθυστέρηση περίπου μιας ώρας.
Όσο οι Ιάπωνες σκεφτόντουσαν με τι όπλα θα πρέπει να φορτώσουν τα αεροσκάφη τους, οι Αμερικανοί ναύαρχοι είχαν διατάξει την απογείωση σχεδόν ολόκληρου του αεροπορικού τους δυναμικού. Τα δυο πρώτα σμήνη που προσέγγισαν τον ιαπωνικό στόλο (το 8ο του «Χόρνετ» και το 6ο του «Εντερπράιζ») κατερρίφθησαν, χωρίς να πετύχουν ιδιαίτερα αποτελέσματα. Ένα τρίτο σμήνος εντοπίστηκε και καταδιώχθηκε. Παρόλα αυτά, τα προαναφερθέντα σμήνη απασχόλησαν και αποπροσανατόλισαν τα ιαπωνικά αεροσκάφη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μετά από λίγο, τα περισσότερα ιαπωνικά αεροσκάφη βρισκόντουσαν πάνω στα αεροπλανοφόρα, μαζί με μάνικες πετρελαίου απλωμένες για τον ανεφοδιασμό τους και βόμβες, τορπίλες και πυρομαχικά στα καταστρώματα, λόγω των συνεχών αλλαγών «στόχων» που προβλημάτιζαν το ναύαρχο Ναγκούμο. Αρκούσαν μερικές επιτυχείς ρίψεις βομβών και τα αεροπλανοφόρα που ήταν πιο ευάλωτα από ποτέ, θα γινόντουσαν παρανάλωμα του πυρός.
Έτσι η επίθεση που ακολούθησε από τρία σμήνη βομβαρδιστικών καθέτου εφορμήσεως, έκρινε την αεροναυμαχία. Στις 10: 25 τρία ιαπωνικά αεροπλανοφόρα είχαν τυλιχτεί στις φλόγες. Το αεροπλανοφόρο «Ακάτζι» είχε χτυπηθεί από μόλις μια βόμβα, που ήταν όμως αρκετή για να δημιουργήσει αλυσσιδωτές εκρήξεις! Τα αεροπλανοφόρα «Κάγκα» και «Σορούγιου» είχαν δεχθεί από τουλάχιστον τρεις βόμβες το καθένα και κάθε προσπάθεια να σβήσουν οι πυρκαγιές ήταν μάταιη. Το μοναδικό ιαπωνικό αεροπλανοφόρο που είχε επιβιώσει, το «Χιρούγιου» εξαπέλυσε δυο κύματα επιθέσεων, που πέτυχαν να εξουδετερώσουν το αεροπλανοφόρο «Γιορκτάουν». Το απόγευμα οι Αμερικάνοι συγκέντρωσαν όλες τους τις προσπάθειες στο «Χιρούγιου» και τελικά το χτύπησαν με αποτέλεσμα να βυθιστεί περί τις 01:00 το πρωί της επομένης μέρας. Αργότερα, οι δυο στόλοι αποφάσισαν να αποσυρθούν στις βάσεις τους.
Το μέγεθος της αμερικανικής νίκης ήταν τεράστιο. Οι Ιάπωνες είχαν χάσει τέσσερα μεγάλα αεροπλανοφόρα, το καταδρομικό «Μικούμα», 275 αεροσκάφη και 3.500 άνδρες. Οι Αμερικάνοι έχασαν μόνο το αεροπλανοφόρο «Γιόρκταουν» και το αντιτορπιλικό «Χάμμαν» και μάλιστα από επιτυχή τορπιλική επίθεση, ενός υποβρυχίου, τη στιγμή που προσπαθούσαν να «σώσουν» το χτυπημένο «Γιορκτάουν». Επίσης οι απώλειες των ανδρών ήταν 350 και των αεροσκαφών περιορίζονταν στα 132. Σε κάθε περίπτωση, οι αμερικανικές απώλειες ήταν μηδαμινές για την πολεμική βιομηχανία της χώρας, που πριν το τέλος του 1942 είχε ήδη κατασκευάσει το πρώτο από τα 16 νέα αεροπλανοφόρα τύπου «Έσσεξ», 27.000 τόνων.
Οι Ιάπωνες δε μπόρεσαν ποτέ να να αντικαταστήσουν τις δικές τους απώλειες. Πριν τον πόλεμο, ο ναύαρχος Γιαμαμότο είχε προειδοποιήσει ότι, «αν είναι απαραίτητο να πολεμήσω, στους πρώτους έξι μήνες θα πετύχω νίκες συνεχείς και με φοβερούς ρυθμούς, αλλά αν ο πόλεμος κρατήσει δυο ή τρία χρόνια δεν πιστεύω ότι μπορούμε τελικά να νικήσουμε»! Η αεροναυμαχία του Μίντγουαιη αποτέλεσε την επιβεβαίωση αυτής της «προφητείας», αφού έλαβε χώρα έξι μήνες μετά το Περλ Χάρμπορ και σήμανε την δραματική αλλαγή των ισορροπιών στον πόλεμο του Ειρηνικού.